Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

 ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Οι έντυπες ακολουθίες του Αγίου Αχιλλίου


Αγ. Αχίλλιος. Εντοίχιο ψηφιδωτό στο Καθολικό της Μονής του Οσίου Λουκά Βοιωτίας.  Θεωρείται μάλλον ως η παλαιότερη απεικόνιση του πολιούχου μαςΑγ. Αχίλλιος. Εντοίχιο ψηφιδωτό στο Καθολικό της Μονής του Οσίου Λουκά Βοιωτίας. Θεωρείται μάλλον ως η παλαιότερη απεικόνιση του πολιούχου μας

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Με την ευκαιρία της σημερινής εορτής του πολιούχου της Λάρισας Αγίου Αχιλλίου, το καθιερωμένο κάθε Τετάρτη ιστορικό κείμενό μας θα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του. Θα επιχειρήσουμε μια σύντομη περιγραφή των έντυπων Ακολουθιών του Αγίου, οι οποίες έχουν εκδοθεί από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Πιο πριν θέλω να αναφέρω ότι η επισυναπτόμενη στο κείμενο απεικόνιση του Αγ. Αχιλλίου είναι χρονικά η παλαιότερη που έχω εντοπίσει, είναι σε εντοίχιο φηψιδωτό, προέρχεται από τη Μονή του Οσίου Λουκά Βοιωτίας και χρονολογικά προσδιορίζεται, όπως και τα υπόλοιπα ψηφιδωτά της, στον 11ο αιώνα[1].

Τα μικρά αυτά βιβλία των ακολουθιών, οι «φυλλάδες» όπως ονομάζονταν στην κοινή καθομιλούμενη την εποχή εκείνη οι Ακολουθίες των Αγίων, συνήθως επιγράφονται ως «Βίος και Ακολουθία» και περιέχουν την υμνολογία του Εσπερινού (Μικρού και Μεγάλου), του Όρθρου, της Θείας Λειτουργίας, καθώς και τον Βίο (συναξάρι) του συγκεκριμένου Αγίου. Το συναξάρι άλλοτε είναι σύντομο και άλλοτε εκτεταμένο. Σε ορισμένες ακολουθίες επισυνάπτονται και διάφοροι άλλοι ύμνοι, όπως Παρακλητικοί Κανόνες, Οίκοι προς τον Άγιο κατά το πρότυπο των Οίκων του Ακάθιστου Ύμνου και άλλα.
Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί «τύποις» τέσσερες εν συνόλω Ακολουθίες, με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, «Ακολουθία του εν Αγίοις Πατρός ημών Αχιλλίου Αρχιεπισκόπου Λαρίσης του Θαυματουργού». Απλώς σε κάθε έκδοση διαφέρει ο υπότιτλος.
- Α’ Ακολουθία. Το 1745, 300 περίπου χρόνια μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, τυπώνεται στη Βενετία από τον εκδοτικό οίκο του Αντωνίου Βόρτολι η πρώτη έντυπη Ακολουθία. Μέχρι τότε για τις λειτουργικές ανάγκες κυκλοφορούσαν χειρόγραφες ακολουθίες, γι’ αυτό και στον υπότιτλο της έκδοσης αυτής σημειώνεται «Νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα, και μετ’ επιμελείας ότι πλείστης διορθωθείσα». Ο εκδοτικός οίκος του Ιταλού Antonio Bortoli (Αντώνιος Βόρτολι η εξελληνισμένη μορφή του) αποτελεί τη συνέχεια του περίφημου τυπογραφείου της Βενετίας του Νικολάου Σάρρου (ή Σάρου), ενός Έλληνα ευπατρίδη από τα Ιωάννινα, ο οποίος είχε μετακομίσει στη Βενετία. Μετά τον θάνατο του τελευταίου το 1697, το τυπογραφείο λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα από τα τρία αδέλφια του (Λάμπρος, Κωνσταντίνος και Ιωάννης). Το 1706 το αγόρασε ο Αντώνιος Βόρτολι, με τον όρο να τυπώνει το όνομα και το τυπογραφικό σήμα του Νικ. Σάρρου, έως ότου εξοφλήσει το αντίτιμο της αγοράς. Το τυπογραφικό σήμα, όπως βλέπουμε και στην επισυναπτόμενη σελίδα τίτλου της Ακολουθίας του Αγ. Αχιλλίου, ήταν μια γοργόνα-σειρήνα, της οποίας το σώμα καταλήγει σε δύο ουρές, τις οποίες κρατά με τα χέρια της. Το τυπογραφείο του Βόρτολι τύπωνε ως επί το πλείστον ελληνικά βιβλία μέχρι το 1788, όποτε και σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία του.
Το βιβλίο της Ακολουθίας αυτής αποτελείται από 40 σελίδες, χρησιμοποιεί δύο χρώματα (μαύρο, κόκκινο) και o Γάλλος ιστορικός ερευνητής Emile Legrand στην πολύτομη Bibliographie Hellenique (Ελληνική Βιβλιογραφία)[2] χαρακτηρίζει την έκδοση ως «σπανιοτάτη». Απ’ όσο γνωρίζω, υπάρχει ένα αντίτυπο στη Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Ωνάση στην Αθήνα και ένα άλλο κολοβό[3] στην Εκκλησιαστική Συλλογή Κρανιάς Ολύμπου[4]. Το τελευταίο είναι συρραμμένο με ακέφαλη ακολουθία του αρχιεπισκόπου Λαρίσης Βησσαρίωνος. Συγκεκριμένα, η Ακολουθία του Αγ. Αχιλλίου είναι μέχρι τη σελίδα 14, ενώ η Ακολουθία του Αγ. Βησσαρίωνος, σπάνια έκδοση του 1744 στη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου, αρχίζει από τη σελίδα 7 μέχρι το τέλος, σελ. 28.
- Β’ Ακολουθία. 151 χρόνια αργότερα, το 1896, ο Λαρισαίος εκδότης Γεώργιος Μακρής, λόγω της σπανιότητας της «φυλλάδας», προχώρησε στη δεύτερη έκδοση «...νυν το δεύτερον τύποις εκδοθείσα και μετ’ επιμελείας ότι πλείστης διορθωθείσα». Αποτελείται και αυτή από 40 σελίδες, σε μικρό σχήμα, εκ των οποίων οι 14 καταλαμβάνονται από το εκτεταμένο Συναξάρι του Αγίου Αχιλλίου. Στη σελ. 39 του βιβλίου ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξής καταγραφή του συγγραφέα της ακολουθίας: «Εν έτει σωτηρίω 1872 (ζτπ’) 7βρίου 20 Νιμπιγλέρη. Εγράφη η παρούσα ακολουθία διά χειρός του Χατζή Γεωργίου Καπηλαρίδου Αλληλοδιδασκάλου εκ Τυρνάβου, και έστω εις μνημόσυνον αιώνιον. Αρχιερατεύοντος δε του Σεβαστού ημών Αρχιερέως και Κυριάρχου Αγίου Λαρίσσης Κ. Κυρίου Ιωακείμ[5], του ενθέρμου και φιλομούσου προστάτου των Ιερών εκπαιδευτικών Καταστημάτων». Κατά την εκτίμησή μου, η καταγραφή αυτή υποδηλώνει ότι η Ακολουθία εγράφη χειρόγραφη το 1872, ενώ το 1896 κυκλοφόρησε έντυπη από το τυπογραφείο του Γεωργίου Μακρή, του πατέρα του δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας «Μικρά», Θρασύβουλου Μακρή. Μερικοί υποστηρίζουν ότι κυκλοφόρησε έντυπη το 1872 και η έκδοση του 1896 ήταν ανατύπωσή της.
- Γ’ Ακολουθία. Το 1952 ακολούθησε η τρίτη έκδοση από τον Μητροπολίτη Δωρόθεο Κοτταρά (1835-1955), τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Όπως αναφέρει στον Πρόλογο της Ακολουθίας: «Μελετήσαντες επιμελώς την ακολουθίαν ταύτην εξ επόψεως γλώσσης, όσον και εξ επόψεως συντάξεως, αλλά προς τούτοις και εξ επόψεως μουσικού μέτρου, δεν ικανοποιήθημεν απολύτως, δι’ όν λόγον αντικατεστήσαμεν αυτήν...». Ουσιαστικά διόρθωσε πολλούς ύμνους της προηγούμενης Ακολουθίας «κατά το καθαρώς εκκλησιαστικόν ύφος». Κυρίως, όμως, συνέθεσε το νέο απολυτίκιο του Αγίου «Χαίρει έχουσα η Θεσσαλία...», το οποίο και καθιερώθηκε έκτοτε. Μέχρι το 1952 το κείμενό του βασιζόταν στο απολυτίκιο του Αγ. Νικολάου «Κανόνα πίστεως...», με την προσθήκη στη συγκεκριμένη θέση του ονόματος Αχιλλίου αντί του Νικολάου. Η ακολουθία αυτή τυπώθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Αστήρ» των αδελφών Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου στην Αθήνα. Πρόκειται για έκδοση επιμελημένη, δίχρωμη (μαύρο, κόκκινο), αποτελείται από 32 σελίδες και κοσμείται από ζωγραφικά έργα του συμπολίτη μας Αγήνορα Αστεριάδη και από τα αρχιτεκτονικά σχέδια του σημερινού ναού, που εκπονήθηκαν από τους αρχιτέκτονες Γ. Νομικό και Π. Καραντινό.
- Δ’ Ακολουθία. Επειδή σύντομα εξαντλήθηκε η τρίτη έκδοση, ο Μητροπολίτης Λαρίσης Σεραφείμ Ορφανός (1974-1989) αποφάσισε να προβεί σε νέα έκδοση. Αποτάθηκε στον υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και μοναχό του Αγίου Όρους Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ο οποίος συνέθεσε πληρέστερη Ακολουθία, συνοδευόμενη από Παρακλητικό Κανόνα και 24 Οίκους. Αποτελείται από 52 σελίδες και είναι η ακολουθία που ψάλλεται πλέον επίσημα στις μέρες μας κατά τη μεγάλη πανήγυρη του Αγίου στις 15 Μαΐου.

-----------------------------------------------------------

[1]. Βρίσκεται, αν θυμάμαι καλά, στο Διακονικό, δηλ. στο δεξιό τμήμα του Ιερού Βήματος, του κατάγραφου από ψηφιδωτά Καθολικού της Μονής του Οσίου Λουκά Βοιωτίας.
[2]. Emile Legrand (1841-1903). Διαπρεπής Γάλλος φιλόλογος και ακαδημαϊκός. Η Ελληνική Βιβλιογραφία του αποτελείται από 11 ογκώδεις τόμους, στους οποίους καταγράφει με λεπτομέρειες όλα τα έργα των Ελλήνων συγγραφέων από τον 15ο αι. μέχρι το 1790.
[3]. Κολοβό ονομάζεται ένα αντίτυπο όταν του λείπουν οι τελευταίες σελίδες. Αντιθέτως, όταν του λείπουν η σελίδα τίτλου και οι πρώτες σελίδες, το αντίτυπο ονομάζεται ακέφαλο.
[4]. Σύλλογος Προστασίας και Συντήρησης Κειμηλίων και Μνημείων Κρανιάς Ολύμπου. Ναοί και Κειμήλια Εκκλησιαστικής Συλλογής Κρανιάς Ολύμπου. Θεσσαλονίκη (2914), σελ. 333.
[5]. Ιωακείμ Κρουσουλούδης, Μητροπολίτης Λαρίσης στο διάστημα (1870-1875). Το 1875 μετετέθη στη Μητρόπολη Δέρκων και από το 1884 έως το 1886 διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης με το όνομα Ιωακείμ ο Δ’. Με πρωτοβουλία του και με τη χρηματική αρωγή του χριστιανικού πληθυσμού της Λάρισας προχώρησε, εν μέσω τουρκικής κατοχής, στην ανέγερση Γυμνασίου, εξ ου και η αναφορά του Γεωργ. Καπηλαρίδη για τον Ιωακείμ ως προστάτη των εκπαιδευτικών καταστημάτων. Τελικά το Γυμνάσιο λόγω του μεγέθους του και της μετάθεσης του Μητροπολίτη ολοκληρώθηκε μετά την απελευθέρωση του 1881 και αρχικά στέγασε το Διδασκαλείον Λαρίσης.

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

 Ο Δαίδαλος είναι ο μεγαλύτερος εφευρέτης στην αρχαία Ελλάδα, ένας πραγματικός πολυτεχνίτης και καλλιτέχνης ταυτόχρονα, όπως υποδηλώνει το όνομα Δαίδαλος που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα δαιδάλω = εργάζομαι με τέχνη.

Ο Λαβύρινθος στη μινωική Κρήτη, ο μίτος της Αριάδνης, η ξύλινη αγελάδα της Πασιφάης, το χοροστάσι της Αριάδνης, το ακρόπρωρο των πλοίων της εποχής εκείνης και το πέταγμα με φτερά από κερί ήταν όλα σύμφωνα με τη μυθολογία εφευρέσεις και επινοήσεις του Δαίδαλου.

Η καταγωγή του Δαίδαλου

Για τον Δαίδαλο σώζονται αρκετοί μύθοι και αυτοί καταγράφηκαν για πρώτη φορά από τους Αθηναίους μυθογράφους τον 6ο π.Χ. αιώνα επί Πεισίστρατου. Το μεγαλύτερο μέρος των μύθων για τη ζωή του Δαίδαλου εκτυλίσσεται στην Κρήτη, συνεπώς οι μύθοι που αφορούν τον Δαίδαλο πρέπει να είναι κρητικής καταγωγής.

Ο μύθος του Δαίδαλου μας παραδίδει ότι γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν απόγονος του Ερεχθέα (=μυθικός επώνυμος ήρωας και βασιλιάς των Αθηνών, ιδρυτής των Παναθηναίων αγώνων). Από σπουδαία γενιά ήταν και η μητέρα του η Αλκίππη (ή Φρασιμήδη ή Ιφηνόη), που κρατούσε από τον Κέκροπα, τον μυθικό ιδρυτή της πόλης των Αθηνών.

Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή ο Δαίδαλος κατάγεται από τον θεό Ήφαιστο και απ’ αυτόν κληρονόμησε την ικανότητα να μπορεί να κατασκευάζει σχεδόν τα πάντα.

keimeno daidalos1

Ο αρχιτέκτονας και γλύπτης Δαίδαλος

Ο Δαίδαλος σύντομα εξελίχθηκε στον πιο σπουδαίο αρχιτέκτονα και γλύπτη της Αθήνας. Λεγόταν μάλιστα ότι τα αγάλματα που έβγαιναν από το εργαστήριο του Δαίδαλου έμοιαζαν με ζωντανά. Τόσο ζωντανά, που όταν ο Ηρακλής αντίκρισε το άγαλμα ενός άντρα σε θέση μάχης, νόμισε ότι κάποιος του επιτίθεται και ενστικτωδώς αντέδρασε καταστρέφοντας το με το ρόπαλο του. Όταν κατάλαβε ότι είχε καταστρέψει ένα περίτεχνο άγαλμα, που μάλιστα παρίστανε τον ίδιο, αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή και ζήτησε συγνώμη από τον Δαίδαλο.

Ο Δαίδαλος ήταν ο πρώτος που έδωσε ελεύθερη κίνηση στα μέλη του αγάλματος, απελευθερώνοντας έτσι τα χέρια από το σώμα και ξεχωρίζοντας τα πόδια μεταξύ τους. Επιπλέον έδωσε περισσότερη εκφραστικότητα στο πρόσωπο προσθέτοντας τα χαρακτηριστικά του ματιού (βολβός, κόρη, ίριδα).

Πως ο Δαίδαλος έφτασε στην Κρήτη

Στο εργαστήριο του Δαίδαλου μαθήτευε ο γιος της αδερφής του Πέρδικας ή Πολυκάστης, ο Τάλως ή Κάλως (είναι διαφορετικός από τον γίγαντα Τάλω, τον φύλακα της Κρήτης). Φαίνεται πως το ταλέντο είχε μοιραστεί απλόχερα στην οικογένεια και ο Τάλως αναδεικνυόταν σε εξαιρετικά ιδιοφυή τεχνίτη.

Οι φήμες στην Αθήνα έδιναν και έπαιρναν ότι ο ανιψιός θα καταφέρει να ξεπεράσει το θείο του. Ο Δαίδαλος τυφλώθηκε από ζήλια και έβγαλε τον Τάλω από τη μέση γκρεμίζοντάς τον από την Ακρόπολη. Το έγκλημα δεν άργησε να αποκαλυφθεί και ο Δαίδαλος εκδιώχθηκε από την Αθήνα.

Η αδερφή του Δαίδαλου αυτοκτόνησε από τον καημό της που έχασε τον μονάκριβο γιο της Τάλω και ο Δαίδαλος τελικά κατέληξε στην Κρήτη.

Στην Κρήτη ο Δαίδαλος έγινε αμέσως δεκτός γιατί η φήμη του ως εξαιρετικός τεχνίτης είχε προηγηθεί και μάλιστα γίνεται έμπιστος του Μίνωα, του μυθικού βασιλιά της Κνωσού. Ο Μίνωας ανέθετε στο Δαίδαλο όλα τα τεχνικά έργα στο ανάκτορο και έτσι ο μύθος θέλει το Δαίδαλο να είναι ο εφευρέτης σχεδόν σε όλες τις τεχνολογικές καινοτομίες της εποχής.

Στην Κρήτη ο Δαίδαλος γνώρισε την Ναυκράτη, που δούλευε στην υπηρεσία του Μίνωα και μαζί της αποκτά τον Ίκαρο.

Τα έργα του Δαίδαλου στην Κρήτη

Το χοροστάσι της Αριάδνης

Ο Δαίδαλος είναι αυτός που έφτιαξε την πρώτη «πίστα» χορού στην ιστορία για την πριγκίπισσα Αριάδνη, το χοροστάσι της Αριάδνης, που ακόμα και οι θεοί το θαύμασαν.

Τα Δαιδάλια

Μία άλλη εφεύρεση του Δαίδαλου θεωρείται το ακρόπρωρο του πλοίου. Γι’ αυτό και τα ακρόπρωρα ονομάζονταν και δαιδάλια στην αρχαία Ελλάδα.

Η ξύλινη αγελάδα της Πασιφάης

Ο Μίνωας για να αποδείξει ότι είναι ο πιο ικανός από τα αδέρφια του και να κερδίσει το θρόνο του βασιλιά της Κνωσσού, είχε ζητήσει από το θείο του Ποσειδώνα (το θεό της θάλασσας) να του στείλει ένα σημάδι.

Ο Ποσειδώνας έστειλε έναν πανέμορφο ταύρο που ο Μίνωας όφειλε να θυσιάσει προς τιμή του Ποσειδώνα. Ο Μίνωας όμως δεν ήθελε να σκοτώσει ένα τόσο ξεχωριστό ζώο και με πονηριά θυσίασε άλλο ταύρο στη θέση του. Ο Ποσειδώνας εξοργίστηκε και τιμώρησε το Μίνωα για την ασέβεια του με ένα ασυνήθιστο τρόπο: έκανε τη σύζυγο του Μίνωα, βασίλισσα Πασιφάη, να ερωτευτεί τον ταύρο.

Η Πασιφάη τρελή από έρωτα για τον ταύρο ζήτησε από το Δαίδαλο να της βρει τον τρόπο για να συνευρεθεί ερωτικά μαζί του χωρίς να κινδυνεύσει η ζωή της.

Ο Δαίδαλος λοιπόν έφτιαξε μια ξύλινη αγελάδα, κούφια στο εσωτερικό της, την έντυσε με το δέρμα μιας αληθινής αγελάδας και την άφησε σε ένα λιβάδι με τη βασίλισσα μέσα της.

Ο ταύρος ξεγελάστηκε, πλησίασε την αγελάδα, ζευγάρωσε μαζί της και από την αφύσικη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα τέρας που από τη μέση και πάνω ήταν ταύρος και ο άλλος μισός άνθρωπος.

Ο λαβύρινθος του Δαίδαλου

Ο Δαίδαλος κλήθηκε μετά τη γέννηση του Μινώταυρου να βρει ένα τρόπο να κρύψει την ντροπή του Μίνωα για αυτή του την βαριά τιμωρία, δηλαδή να φτιάξει κάτι όπου θα φυλάκιζε τον Μινώταυρο.

Ο Δαίδαλος κατασκεύασε τον λαβύρινθο, ένα κτίριο που αποτελείται από στενούς διαδρόμους και πολύπλοκες στροφές, που μπέρδευε τόσο πολύ όποιον έμπαινε μέσα ώστε δεν μπορούσε να βρει την έξοδο.

Πού βρίσκεται ο λαβύρινθος δεν έχουμε ιδέα, αν και πολλοί τον ταυτίζουν με το ίδιο το ανάκτορο της Κνωσού. Είναι γεγονός ότι το ανάκτορο της Κνωσού αποτελείται από πάρα πολλούς δωμάτια που συνδέονται μεταξύ τους με στενούς διαδρόμους. Εξάλλου, σύμφωνα με το μύθο, και η Κνωσός κτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Δαίδαλο.

Ο Μίτος της Αριάδνης

ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο
Κάθε 9 χρόνια οι Αθηναίοι έστελναν 7 νέους και 7 νέες στην Κρήτη σαν φόρο αίματος για την άδικη δολοφονία του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα. Οι νέοι και οι νέες ρίχνονταν στον Λαβύρινθο για να τους καταβροχθίσει ο Μινώταυρος.

Κάποια χρονιά ένας από τους 7 νέους ήταν ο γιος του βασιλιά της Αθήνας, ο Θησέας. Ρωμαλέος νέος και ωραίος ερωτεύεται με την κόρη του Μίνωα, την Αριάδνη, που για κανένα λόγο δεν θα άφηνε τον αγαπημένο της να γίνει τροφή του Μινώταυρου. Για μια ακόμη φορά ζητήθηκε η βοήθεια του Δαίδαλου, που έδωσε στην Αριάδνη ένα κουβάρι δυνατή κλωστή, το γνωστό μίτο της Αριάδνης.

Ο Θησέας ακολουθώντας τις οδηγίες του Δαίδαλου έδεσε την άκρη του μίτου στην είσοδο του λαβύρινθου, και προχώρησε ξετυλίγοντας το κουβάρι μέχρι που βρήκε το Μινώταυρο. Αφού τον σκότωσε, ακολούθησε το νήμα και βρήκε το δρόμο προς την έξοδο.

Ο Μίνωας φυλακίζει τον Δαίδαλο

Ο Δαίδαλος δεν είχε κακή πρόθεση όταν βοηθούσε την Πασιφάη και την Αριάδνη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να έρθει σε ρήξη με το Μίνωα. Είναι λογικό ότι ο βασιλιάς δεν ήθελε ούτε η γυναίκα του να βρει τρόπο να ζευγαρώσει με τον ταύρο, ούτε ο Θησέας να μπορέσει να βγει από τον λαβύρινθο.

Η οργή του ήταν μεγάλη με αποτέλεσμα ο πατέρας Δαίδαλος και ο γιός Ικαρος να φυλακιστούν στον άδειο πια Λαβύρινθο, που ας μη ξεχνάμε, ήταν έργο του ίδιου του Δαίδαλου.

[iellada.gr]

 Στο σημερινό μας σημείωμα δημοσιεύουμε φωτογραφία μιας τοποθεσίας της Λάρισας, τα λεγόμενα Σάλια, όχι και τόσο γνωστής σήμερα. Η περιοχή Σάλια βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού ποταμού, σε μια περιοχή η οποία προσδιοριζόταν στα τουρκικά ως Σαρασλάρ.

Ήταν ο χώρος μεταξύ του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου) και γέφυρας. Με τη σημερινή οριοθέτηση της Λάρισας, τα Σάλια τοποθετούνται περίπου στην περιοχή μεταξύ του υπαίθριου parking που βρίσκεται στην οδό Καλλιθέας και του κτιρίου του Τεχνικού Επιμελητηρίου. Η ονομασία αυτή αναφέρεται και από τον ποιητή Σωτήρη Σκίπη, καθώς το πατρικό του σπίτι βρισκόταν λίγα μέτρα πιο κάτω, στο σημείο όπου σήμερα έχει διανοιχθεί η οδός η οποία φέρει το όνομα του ποιητή. Ήταν η αγαπημένη του περιοχή στις όχθες του Πηνειού και όταν ήταν μικρός τα παιχνίδια με τους φίλους του γίνονταν σ’ αυτό το σημείο, ενώ αργότερα κάθε φορά που επισκεπτόταν τη Λάρισα βάδιζε μόνος και αυτό του πρόσφερε έμπνευση.

Η ονομασία Σάλια ήταν γνωστή από την περίοδο της τουρκοκρατίας και έχει σχέση με τη μεταφορά ξυλείας από τις δυτικές περιοχές της Θεσσαλίας μέσω της ροής των υδάτων του Πηνειού ποταμού μέχρι την περιοχή της Λάρισας. Με απλό τρόπο και εκμεταλλευόμενοι την κίνηση του νερού, έμπειροι και δεξιοτέχνες υλοτόμοι οδηγούσαν τεράστιες ποσότητες (ντάνες) τεμαχισμένων κορμών από την περιοχή της Πίνδου.

Ο τρόπος του ταξιδιού αυτού της ξυλείας παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί γινόταν σε μια χρονική περίοδο όπου οι μεταφορές δεν ήταν εύκολες.

Η περιοχή «Σάλια» της Λάρισας όπως ήταν περί το 1900. Διακρίνεται η αποθήκευση κορμών ξύλων, τα οποία έφθαναν μέσω του Πηνειού από τα διάφορα γειτονικά δάση. Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα.

Η ροή του νερού στην κοίτη του Πηνειού, του μεγαλύτερου ποταμού της Θεσσαλίας, χρησιμοποιήθηκε σε ολόκληρη τη διαδρομή του μέχρι και τη Λάρισα. Οι μεγάλοι κορμοί των δένδρων από τα δάση που βρίσκονταν κατά μήκος του, τεμαχίζονταν και μεταφέρονταν με τα ζώα μέχρι τις όχθες του Πηνειού, σε καθορισμένα σημεία. Εκεί δένονταν με τριχιές ή σιδερένια άγκιστρα και σχηματιζόταν μια σχεδία. Πάνω της δεν τοποθετούσαν μόνο τα ξύλα αγκιστρωμένα, αλλά και επέβαιναν και άνδρες που τα συνόδευαν. Με τον ίδιο τρόπο δημιουργούσαν πολλές σχεδίες και όταν αποφασιζόταν η μεταφορά, έπλεαν όλες μαζί, έχοντας κάποια απόσταση η μία από την άλλη και δημιουργούνταν μια αληθινή νηοπομπή. Η μεταφορά γινόταν συνήθως άνοιξη και φθινόπωρο, γιατί η ροή του νερού ήταν τότε κάπως σταθερή και η στάθμη του ανεβασμένη. Βέβαια ο τρόπος αυτός ήταν αρκετά δύσκολος και επικίνδυνος.

Κατά την πορεία τους μέσα στο ποτάμι η ορμητικότητα του νερού σε ορισμένα σημεία και οι πολλές και μεγάλες καμπύλες που χαρακτηρίζουν την πορεία του Πηνειού στον θεσσαλικό κάμπο, οδηγούσαν τις σχεδίες σε συγκρούσεις και σε πολλές προσαράξεις στις όχθες. Γι’ αυτό οι άνθρωποι που υπήρχαν σε κάθε σχεδία ήταν νέοι και δυνατοί ξυλοκόποι, που κρατούσαν μακριά ξύλινα κοντάρια, τα οποία βύθιζαν στον πυθμένα της κοίτης του ποταμού για να δώσουν επιτάχυνση στη σχεδία ή τα ακουμπούσαν στις όχθες για να αποφεύγουν την πρόσκρουση. Οι σχεδίες που μετέφεραν τους κορμούς των δένδρων σε σωρούς σφιχτά στερεωμένους ονομάζονταν «σάλια», ενώ οι ξυλοκόποι που τα συνόδευαν ήταν γνωστοί σαν «σαλτζήδες» [1].

Οι σχεδίες που είχαν στοιβαγμένους τους κορμούς των δένδρων οδηγούνταν τελικά μετά από το μεγάλο ταξίδι, σε μια αποβάθρα η οποία ήταν πρόχειρα κατασκευασμένη στη δεξιά όχθη του Πηνειού, λίγο πριν τη μεγάλη πέτρινη γέφυρα της Λάρισας. Η μεγαλύτερη ποσότητα ξύλου έφθανε στην πόλη μας γιατί εδώ υπήρχε η εντονότερη ζήτηση, τόσο τοπικά όσο και στη γύρω περιοχή. Ουσιαστικά η αποβάθρα ήταν ένα μικρό λιμανάκι, μακριά από την κεντρική ροή του νερού, για να μπορούν να λιμνάζουν οι κορμοί των δένδρων και να μην παρασύρονται.

Εκεί οι σαλτζήδες έσερναν τους κορμούς με άγκιστρα έξω από το νερό και τους αποθήκευαν σε μια υπαίθρια παραπήνεια έκταση, όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία, όπου γινόταν η αρχική προεργασία της ξυλείας σε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις παραγγελίες.

Έπειτα με διπλόκαρρα μεταφερόταν η ξυλεία είτε στο Ξυλοπάζαρο [2] της Λάρισας είτε και σε μακρινότερες αποστάσεις. Από την παρουσία της αποβάθρας στην οποία κατέληγε το ταξίδι των υλοτόμων με τις σχεδίες (τα σάλια) και από το γεγονός ότι οι περισσότεροι υλοτόμοι (σαλτζήδες) κατοικούσαν σ’ αυτή την περιοχή, η τοποθεσία αυτή έμεινε γνωστή ως Σάλια μέχρι τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα στη Λάρισα οικογένειες με το όνομα Σαλτζής, οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγ. Αθανασίου).

Τη δεκαετία του 1930 άρχισαν να διαμορφώνονται αμαξιτοί δρόμοι στο εσωτερικό του θεσσαλικού χώρου και ο αρχέγονος αυτός τρόπος μεταφοράς της ξυλείας σταμάτησε οριστικά.

———————————————————

[1]. Ρούσκας Γιάννης, Ο αργυροδίνης Πηνειός, Αθήνα, σελ. 67-69.

[2]. Το Ξυλοπάζαρο ήταν κεντρική περιοχή της Λάρισας, της οποίας τα στενά όρια μπορεί να οριοθετηθούν κατά προσέγγιση μεταξύ των σημερινών οδών Παπαναστασίου-Βενιζέλου-Απόλλωνος-Κύπρου. Σ’ αυτό υπήρχαν τα καταστήματα στα οποία γινόταν η επεξεργασία και η εμπορία του ξύλου.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου / nikapap@hotmail.com / Εφημερίδα Ελευθερία

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

 Τι ήταν οι Συμπληγάδες Πέτρες που τρόμαζαν τους πάντες στο Βόσπορο


Ένα από τα εμπόδια που συνάντησε ο μυθικός Ιάσονας και οι Αργοναύτες στην εκστρατεία τους στον Εύξεινο Πόντο ήταν οι Συμπληγάδες Πέτρες. Τις συνάντησαν στην προσπάθειά τους να φέρουν το Χρυσόμαλλο Δέρας από την Κολχίδα. Σύμφωνα με το μύθο ήταν δύο τεράστιοι βράχοι που ανοιγόκλειναν μπροστά από το πέρασμα ενός θαλάσσιου στενού.

Οι αρχαίοι τις αποκαλούσαν επίσης «Πλαγκταί», «Κυανέαι» και «Συνδρομάδες», ενώ ο Λόρδος Βύρων τις χαρακτήρισε «Κυανές Συμπληγάδες».

Ο Ηρόδοτος και ο Ευριπίδης ανέφεραν ότι οι Συμπληγάδες βρίσκονταν στην είσοδο του Βοσπόρου, του στενότερου πορθμού του κόσμου.

Η «Αργώ» ξεκίνησε από την Ιωλκό με προορισμό την Κολχίδα, η οποία με βάση τις περιγραφές των αρχαίων πηγών βρίσκεται στην ανατολική άκρη του Εύξεινου Πόντου, στα νότια του Καυκάσου στη σημερινή Γεωργία. Αφού πέρασαν από τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, έφτασαν στον Ελλήσποντο και από εκεί έπλευσαν στη Σαλμηθησσό της ανατολικής Θράκης, όπου συνάντησαν τον τυφλό μάντη Φινέα, γιο τoυ Αγήvoρα.

Ο Φινέας τούς βοήθησε να περάσουν τις Συμπληγάδες Πέτρες, τις οποίες δεν είχε καταφέρει να διασχίσει μέχρι τότε κανένα πλοίο. Τους συμβούλεψε να αφήσουν ένα περιστέρι να πετάξει ανάμεσα στις πέτρες και να περάσουν, καθώς θα άνοιγαν, ώστε να έχουν χρόνο να φτάσουν στην απέναντι πλευρά. Πράγματι, ο Ιάσωνας άφησε το περιστέρι να πετάξει ανάμεσα στις συμπληγάδες, το οποίο έχασε μόνο μερικά φτερά της ουράς του καθώς έκλειναν οι βράχοι. Μόλις άνοιξαν, οι αργοναύτες κωπηλάτησαν γρήγορα και η «Αργώ» έγινε το πρώτο πλοίο που πέρασε τις συμπληγάδες.

Η οφθαλμαπάτη των ναυτικών

Μια ερμηνεία του μύθου είναι πως πρόκειται για ένα εμπόδιο το οποίο αντιμετωπίζουν και σήμερα τα μικρά πλοία που επιχειρούν διάπλου σε στενό θαλάσσιο πέρασμα με κυματισμό. Αυτό γίνεται λόγω του περιορισμένου οπτικού πεδίου του πληρώματος σε τέτοιες περιπτώσεις. Καθώς πλέουν ανάμεσα στο στενό πέρασμα τα κύματα σηκώνουν την πλώρη, με αποτέλεσμα να μειώνεται το οπτικό πεδίο καθώς τα κύματα μετακινούν την πρύμνη, με αποτέλεσμα να πέφτουν πάνω στα βράχια.

Οι αρχαίοι ναυτικοί νόμιζαν ότι οι πέτρες έπεφταν πάνω τους, ωστόσο στην ουσία ο δυνατός άνεμος και τα κύματα οδηγούσαν τα πλοία πάνω στα βράχια.

Ο Ιάσονας και οι Αργοναύτες κατάφεραν να περάσουν με τη βοήθεια του περιστεριού, το οποίο τους βοήθησε να καταλάβουν ότι ήταν οφθαλμαπάτη, γι’ αυτό κωπηλάτησαν γρήγορα με αποτέλεσμα να καταφέρουν να κρατήσουν ευθεία πορεία και να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Κολχίδα.

Λίγο αργότερα έφτασαν στο ακρωτήριο το οποίο βρίσκεται στη σημερινή περιοχή Περσεμπέ και ονομάζεται Ιασώνειο. Οι Αργοναύτες έκαναν θυσίες προς τιμή του Δία για να τον ευχαριστήσουν. Οι αρχαίοι θαλασσοπόροι έχτισαν ναό προς τιμήν του Δία και του Ιάσωνα, ο οποίος προστάτευε τους ναυτικούς από τα ύπουλα νερά του Εύξεινου Πόντου.

Στα χριστιανικά χρόνια, στο ίδιο σημείο ανεγέρθηκε ο ναός του Αγίου Νικολάου ο οποίος είναι ο προστάτης των ναυτικών.

keimeno symbligades1

Η εκκλησία χτίστηκε ακριβώς δίπλα σε έναν φάρο. Περιβάλλεται από ένα κατάφυτο περιβάλλον και έχει θέα τα νερά του Ευξείνου. Σήμερα ο Άγιος Νικόλαος είναι από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα της Σαμψούντας.

[mixanitouxronou.gr]

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Το ζαχαροπλαστείο «Βιεννέζικον» και το πολιτικό κίνημα των «Βιεννέζων»


Το μέγαρο Νικ. Καρανίκα στη δυτική πλευρά της πλατείας Θέμιδος.  Στις τρεις πόρτες αριστερά στο ισόγειο στεγαζόταν το ζαχαροπλαστείο  «Βιεννέζικον». Λεπτομέρεια από το επιστολικό δελτάριο αρ. 2  του Φραγκούλη Καλουτά από την Ερμούπολη της Σύρου. Περίπου 1915.  Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Το μέγαρο Νικ. Καρανίκα στη δυτική πλευρά της πλατείας Θέμιδος. Στις τρεις πόρτες αριστερά στο ισόγειο στεγαζόταν το ζαχαροπλαστείο «Βιεννέζικον». Λεπτομέρεια από το επιστολικό δελτάριο αρ. 2 του Φραγκούλη Καλουτά από την Ερμούπολη της Σύρου. Περίπου 1915. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Θα ξεκινήσουμε το σημερινό μας σημείωμα με την περιγραφή και την ιστορική διαδρομή του μεγάρου του γαιοκτήμονα Νικολάου Καρανίκα, το οποίο αποτυπώνεται στη δημοσιευόμενη φωτογραφία.
Το εντυπωσιακό αυτό κτίριο βρισκόταν στη γωνία των οδών Ακροπόλεως (Παπαναστασίου σήμερα) και Γεωργάκη Ολυμπίου (Ίωνος Δραγούμη σήμερα).

Στα τέλη του 19ου αι. από τη γωνία αυτή μέχρι το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας υπήρχε μια ημιδιώροφη κατοικία, η οποία περιβαλλόταν από μια τεράστια ανθισμένη και δενδροφυτευμένη αυλή. Η κατοικία αυτή ανήκε στον ισραηλίτη Σελήμ Σακή, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε περισσότερες πληροφορίες. Στις αρχές του 20ού αιώνα περιήλθε δι’ αγοράς στην κυριότητα του επίσης ισραηλίτη Μουσών Αβραάμ, γνωστού εύπορου εμπόρου της Λάρισας και ιδιοκτήτη του οικοπέδου επί της οδού Παλαιστίνης, όπου αργότερα [1929] ανοικοδομήθηκε το γνωστό και σήμερα κτίριο του Μουσών Αβραάμ [1], το οποίο προορίζεται να στεγάσει προσεχώς το Μουσείο της Πόλεως. Το γωνιακό τμήμα του χώρου αυτού αγόρασε κατόπιν ο γαιοκτήμονας Νικόλαος Καρανίκας και στη θέση αυτή έκτισε γύρω στα 1910 το αρχοντικό του. Η προνομιακή γωνιακή θέση του κτιρίου με θέα προς την Κεντρική Πλατεία έδωσε τη δυνατότητα στον αρχιτέκτονα να οικοδομήσει ένα θαυμάσιο σε σύνολο νεοκλασικό μέγαρο, σωστό στολίδι της προπολεμικής Λάρισας. Τα μεγάλα ανοίγματα στο ισόγειο επειδή προορίζονταν για επαγγελματική χρήση, βοηθούσαν στον πλούσιο φυσικό φωτισμό των χώρων. Στην πρόσοψη του ορόφου υπήρχε μια αρμονική και συμμετρική τοποθέτηση θυρών και παραθύρων. Επειδή προοριζόταν για κατοικία, η εσωτερική διαρρύθμιση ήταν άνετη και τα ανοίγματα ευρύχωρα. Οι πόρτες άνοιγαν σε έναν στενό εξώστη ο οποίος υποβασταζόταν από μαρμάρινα φουρούσια και προστατευόταν από μεταλλικό κιγκλίδωμα σε ωραίο σχέδιο. Στο ύψος της στέγης υπήρχε γείσο, το οποίο περιέτρεχε το κτίριο απ’ όλες τις πλευρές και επάνω του επικάθονταν πολλαπλά ακροκέραμα στη σειρά. Πάνω από το γείσο ήταν κτισμένο ένα χαμηλό στηθαίο, στολισμένο με απλά σχέδια. Εκείνο όμως που έδινε χάρη και ομορφιά στην πρόσοψη του κτιρίου προς την πλατεία ήταν ένα θαυμάσιο κτιστό σύμπλεγμα, τοποθετημένο πάνω από το κεντρικό τμήμα του στηθαίου της στέγης, διανθισμένο με πλούσια διακόσμηση, το οποίο και σας προτρέπω να το προσέξετε στη φωτογραφία.
Στον επάνω όροφο έμενε η οικογένεια του ιδιοκτήτη. Ο Νικόλαος και η Μαρία Καρανίκα απέκτησαν δύο τέκνα, τη Θάλεια και τον Βασίλειο. Η Θάλεια το 1955 παντρεύτηκε τον Κεφαλλονίτη πολιτικό Αριστείδη Δημητράτο [2]. Για τον τελευταίο ο γάμος αυτός ήταν ο δεύτερος.
Το μεγαλύτερο μέρος του ισογείου νοικιάσθηκε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου στους αδελφούς Ρεμπάπη, οι οποίοι λειτούργησαν καφεζαχαροπλαστείον με το όνομα «Βασιλικόν». Όσο και να σας φανεί περίεργο, οι πελάτες του καταστήματος αυτού ήταν σφόδρα αντιβασιλικοί. Τώρα πώς εξηγείται αυτό σε μια εποχή όπου βενιζελικοί και βασιλικοί έφθασαν μέχρι το σημείο να οδηγήσουν τη χώρα σε εθνικό διχασμό, είναι κάπως δύσκολο να εξηγηθεί. Από το 1927, όταν ο βωβός κινηματογράφος έκανε τα πρώτα του βήματα στη Λάρισα, στην αίθουσα του «Βασιλικόν» τις βραδινές ώρες, μετά την αποχώρηση των πελατών του καταστήματος λειτουργούσε κινηματογράφος, ο οποίος συγκέντρωνε πλήθος κόσμου για να θαυμάσει τη νέα τεχνολογία της κινούμενης εικόνας. Το 1938 οι αδελφοί Ρεμπάπη μεταβίβασαν τη διαχείριση σε άλλον επιχειρηματία, ο οποίος συνέχισε να λειτουργεί το κατάστημα ως καφεζαχαροπλαστείο με το όνομα «Βιεννέζικον». Ο νέος επιχειρηματίας ήταν ο Σωτήριος Σκαπέρδας, τον οποίο διαδέχθηκαν τα παιδιά του και ιδίως ο Κώστας Σκαπέρδας. Η λειτουργία του καταστήματος αυτού διήρκησε μέχρι το 1980 όταν ο τελευταίος συνταξιοδοτήθηκε.
Σε έναν άλλο χώρο στο ισόγειο του κτιρίου δίπλα από το «Βασιλικόν», λειτούργησε για πολλά χρόνια το κατάστημα του περίφημου για την εποχή του κουρέα Νίκου Πάτσιου.
Ο σεισμός του 1941 κατέστησε το οικοδόμημα ετοιμόρροπο, γι’ αυτό και οι ένοικοι του ορόφου αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν, ενώ στο ισόγειο με ορισμένες επιδιορθώσεις λειτούργησαν τα υπάρχοντα καταστήματα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η κληρονόμος Θάλεια Καρανίκα-Δημητράτου κατεδάφισε το υπέροχο αυτό κτίσμα και στη θέση του υψώθηκε το πολυώροφο μέγαρο που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Μετά τη μεταπολίτευση στέγαζε οικονομικές υπηρεσίες του Δημοσίου, ενώ σήμερα έχουν αναπτυχθεί στους χώρους του δημοτικές υπηρεσίες.
Το ζαχαροπλαστείο «Βιεννέζικον» μεταπολεμικά είχε συνδεθεί με μια ενδιαφέρουσα πολιτική ιστορία, η οποία κάποια στιγμή πήρε και πανελλήνιες διαστάσεις. Ήταν το 1953, ένα χρόνο μετά την εκλογική νίκη του «Ελληνικού Συναγερμού» με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Παπάγο. Την περίοδο εκείνη από τους τοπικούς πολιτικούς παράγοντες, εκείνος ο οποίος ξεχώριζε και ουσιαστικά «δέσποζε» ήταν ο Κωνσταντίνος (Τάκης) Ροδόπουλος (1896-1971). Έχουνε γράψει πολλές φορές για το γενεαλογικό δένδρο των Ροδοπουλαίων. Ο πατέρας του Γεώργιός εκλέχτηκε δύο φορές βουλευτής. Ο γιός του Τάκης ψηφίστηκε βουλευτής για πρώτη φορά το 1932 και το 1933 τοποθετήθηκε υφυπουργός Στρατιωτικών , με υπουργό τον Γεώργιο Κονδύλη. Η πολιτική του σταδιοδρομία διακόπηκε από τη δικτατορία του Μεταξά και συνεχίσθηκε μεταπολεμικά, καταλαμβάνοντας διάφορες θέσεις, η κυριότερη των οποίων ήταν η προεδρία της Βουλής για δέκα περίπου χρόνια (1953-1962). Όλο αυτό το διάστημα, αφού είχε αποκτήσει εν τω μεταξύ την ευμένεια του Αλ. Παπάγου με τη μεσολάβηση του δικηγόρου της πόλης μας Βάσου Καραμπίλια [3], απέκτησε πολιτική ισχύ. Από το ύψος των αξιωμάτων του δέσποζε όχι μόνο στα στενά όρια της εκλογικής του περιφέρειας, αλλά και όλης της Θεσσαλίας, εξ ού και ονομαζόταν «Θεσσαλάρχης». Στην εκλογική περιφέρεια της Λάρισας τίποτε δεν γινόταν χωρίς τη δική του συγκατάθεση.
Όμως το γεγονός αυτό δυσαρεστούσε έντονα τους ομόφρονες πολιτικά παράγοντες της πόλης μας, οι οποίοι ζητούσαν την ευκαιρία να αντιδράσουν στην παντοκρατορία του. Έτσι όλοι αυτοί ένα βράδυ συγκεντρώθηκαν στο ζαχαροπλαστείο «Βιεννέζικον» και πήραν την απόφαση να υποχρεώσουν τον Ροδόπουλο να μην προβαίνει σε καμιά ενέργεια, αν προηγουμένως δεν ελάμβανε γνώση η τοπική Νομαρχιακή Επιτροπή του «Ελληνικού Συναγερμού», πρόεδρος της οποίας ήταν ο απόστρατος στρατηγός Σωτήριος Παπαθανασίου. Η κίνηση αυτή βαπτίστηκε από τον τοπικό τύπο ως «Κίνημα Βιεννέζων», από το ζαχαροπλαστείο στο οποίο συνήθως συνεδρίαζαν οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, οι αντιτιθέμενοι στον Ροδόπουλο. Η διάσταση αυτή έφθασε μέχρι και την Αθήνα, έγινε θέμα στις αθηναϊκές εφημερίδες και ψιθυρίστηκε και στα αυτιά του Παπάγου. Ο τελευταίος, για να αποσοβήσει μια ενδεχόμενη διάσπαση στην εκλογική περιφέρεια της Λάρισας, σε ένα ταξίδι του προς τη Θεσσαλονίκη, σταμάτησε για ένα βράδυ στη Λάρισα, ήλθε σε επαφή με τους διαμαρτυρόμενους «Βιεννέζους» και προσπάθησε να τους εξευμενίσει, χωρίς όμως να το κατορθώσει εντελώς. Για κάποια στιγμή ο Ροδόπουλος φοβήθηκε ότι οι τοπικοί του αντίπαλοι θα κατόρθωναν να τον παραμερίσουν, αλλά ο πολυμήχανος πρόεδρος της Βουλής κατάφερε να βγει αλώβητος από την περιπέτεια αυτή, χάρη στις υψηλές γνωριμίες του με άτομα του «Ελληνικού Συναγερμού». Με τον τρόπο του ο Ροδόπουλος κατάφερε τελικά να συνεχίζει να έχει το πάνω χέρι σε όλα τα πολιτικά θέματα που αφορούσαν την περιοχή μας και δεν γινόταν τίποτε χωρίς την συγκατάθεση του ίδιου ή των βοηθών του σε Λάρισα και Αθήνα. Αυτός διαμόρφωνε τον κατάλογο των υποψηφίων βουλευτών του νομού στις εκλογές, από το γραφείο του περνούσαν όλοι όσοι ήθελαν κάποια χάρη και με τη βοήθειά του διορίζονταν εκατοντάδες άτομα της εκλογικής του περιφέρειας σε διάφορες δημόσιες, δημοτικές ή επαγγελματικές θέσεις.
Ο Τάκης Ροδόπουλος νυμφεύθηκε τη Δέσποινα Καραθεοδωρή, κόρη του σπουδαίου μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, αλλά δεν ευτύχησε να αποκτήσει τέκνα. Απεβίωσε στις 30 Ιουλίου 1971.

[1]. Ο Μουσών (Μωυσής) Αβραάμ ήταν ένας σοβαρός έμπορος, χρηματιστής και ιδιοκτήτης αρκετών ακινήτων στη Λάρισα. Θεωρείτο την εποχή του από τους πλουσιότερους Λαρισαίους. Τα κατάστημά του βρισκόταν από το 1906 στο ισόγειο του μεγάρου Χατζημέτο (γνωστού ως Λέσχη Ασλάνη), από την πλευρά της οδού Φιλελλήνων.
[2]. Ο Αριστείδης Δημητράτος (1902-1986) διετέλεσε υφυπουργός Εργασίας το διάστημα 1936-1941 επί δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά και Κορυζή και το 1958-1961 υπουργός Εργασίας επί κυβερνήσεως Κων. Καραμανλή. Το 1933 νυμφεύθηκε την Ειρήνη Αθανασούλη, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Με τη Θάλεια Καρανίκα ήταν ο δεύτερος γάμος του.
[3]. Ο δικηγόρος Βάσος Καραμπίλιας είχε αποκτήσει γνωριμία και συνδεόταν στενά με τον στρατάρχη Αλέξ. Παπάγο, από την προπολεμική ακόμα περίοδο, όταν ο τελευταίος ήταν υψηλόβαθμος αξιωματικός για μεγάλο διάστημα στη Λάρισα ως Διοικητής Ταξιαρχίας Ιππικού. Η γνωριμία αυτή μεταξύ των δύο ανδρών διατηρήθηκε και μεταπολεμικά, όταν πλέον ο Παπάγος είχε αναλάβει πολιτική δράση.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η αγορά της «Τετάρτης»

 
Τμήμα της αγοράς της «Τετάρτης» με τα πρόχειρα και εφήμερα καταστήματα. Λεπτομέρεια από το επιστολικό  δελτάριο αρ. 15 του Γ. Δημητρακοπούλου. Τέλος δεκαετίας του 1930. Αρχείο Φωτοθήκης.Τμήμα της αγοράς της «Τετάρτης» με τα πρόχειρα και εφήμερα καταστήματα. Λεπτομέρεια από το επιστολικό δελτάριο αρ. 15 του Γ. Δημητρακοπούλου. Τέλος δεκαετίας του 1930. Αρχείο Φωτοθήκης.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Σήμερα στην πόλη μας κάθε μέρα, πλην Κυριακής φυσικά, σε κάποιο σημείο της θα υπάρχει και μια εβδομαδιαία αγορά, η οποία ονομάζεται «Λαϊκή αγορά» ή απλώς «Λαϊκή». Η τοποθεσία και η ημέρα λειτουργίας της είναι σταθερή και εξυπηρετεί κυρίως διάφορες συνοικίες της Λάρισας. Αυτό κρίθηκε αναγκαίο, καθώς η πόλη χωροταξικά και πληθυσμιακά μεγάλωσε αρκετά και η μία, η κεντρική αγορά που υπήρχε από τα παλιά χρόνια στον Λόφο, δεν επαρκούσε.

Στο σημερινό μας σημείωμα θα περιγράψουμε την ιστορία της αγοράς της «Τετάρτης», από πότε ξεκίνησε, γιατί σαν ημέρα λειτουργίας της καθιερώθηκε η Τετάρτη, πότε σταμάτησε τη λειτουργία της στον Λόφο και που μετακόμισε.
Όπως αναφέρει ο παλιός και έγκριτος δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός σε άρθρο του σε τοπική εφημερίδα[1], κατά τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στη χώρα μας, δεν υπήρχε συγκεκριμένος χώρος εβδομαδιαίας αγοράς στη Λάρισα. Από τους ξένους περιηγητές μαθαίνουμε ότι απλώς στον χώρο πριν από την είσοδο στη μεγάλη λίθινη γέφυρα του Πηνειού, ανάμεσα από τους δύο λόφους που υπήρχαν τότε, με τον Άγ. Αχίλλιο στον ψηλότερο λόφο και το τζαμί του Χασάν μπέη στον χαμηλότερο, εκεί όπου συμβάλλουν οι σημερινοί δρόμοι Κενταύρων, Μανωλάκη, Βενιζέλου και Γεωργιάδου, είχε δημιουργηθεί ένας ευρύς χώρος όπου οι χωρικοί έφερναν τα εμπορεύματά τους και τα πωλούσαν. Η αγορά αυτή ήταν απλή, χωρίς σπουδαία κίνηση, λειτουργούσε καθημερινά και ήταν υπαίθρια, χωρίς έστω και την στοιχειώδη προστασία από τις καιρικές συνθήκες.
Το 1856 οι πρόκριτοι της πόλης και οι επικεφαλής των συντεχνιών (ονομάζονταν και ισνάφια ή ρουφέτια), οι επικεφαλής των επαγγελματιών θα λέγαμε σήμερα, διαπίστωσαν την έλλειψη μιας μόνιμης εβδομαδιαίας αγοράς στη Λάρισα. Καθώς στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ύστερα από πίεση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, είχαν ψηφισθεί φιλελεύθερα διατάγματα, τα λεγόμενα tanzimat, όλοι αυτοί οι αρχηγοί των συντεχνιών αποφάσισαν να καθιερώσουν μια ημέρα της εβδομάδος κατά την οποία σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο θα γινόταν αγορά, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «λαϊκή». Όμως έπρεπε προς τούτο να ζητήσουν την άδεια των τουρκικών αρχών. Αλλά προηγουμένως ήταν αναγκαίος ο προσδιορισμός της ημέρας τελέσεώς της. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της Λάρισας πρότειναν το Σάββατο, για να έχουν την Κυριακή ελεύθερη για εκκλησιασμό, αλλά και για διευκόλυνση όσων πωλητών προέρχονταν από τα γύρω χωριά για να πωλήσουν τα εμπορεύματά τους. Η πρότασή τους όμως αυτή βρήκε σθεναρή την αντίδραση από τους Εβραίους, οι οποίοι την εποχή εκείνη όχι μόνον αποτελούσαν μια πολυάριθμη αποικία, αλλά και πολλοί απ’ αυτούς ήταν ενεργά στελέχη των διαφόρων συντεχνιών της πόλης. Η αντίδρασή τους οφειλόταν στο γεγονός ότι το Σάββατο ήταν γι’ αυτούς ημέρα προσευχής (όπως ακριβώς ήταν για τους χριστιανούς η Κυριακή). Αποφάσισαν λοιπόν από κοινού Χριστιανοί και Εβραίοι να προτείνουν την Παρασκευή ως ημέρα λειτουργίας της αγοράς. Όταν όμως πήγαν στις τουρκικές αρχές για να ζητήσουν την άδεια και ανέφεραν ότι ως ημέρα λειτουργίας της αγοράς όρισαν την Παρασκευή, η αντίδραση των Τούρκων υπήρξε άγρια. Τους είχε διαφύγει ότι η Παρασκευή ήταν ημέρα προσευχής για τους Μουσουλμάνους. Εκδιώχθηκαν κακήν κακώς από το Διοικητήριο και θα αντιμετώπιζαν μεγάλη τιμωρία αν δεν μεσολαβούσε πλουσιοπάροχη δωροδοκία (μπαχτσίς) στους Τούρκους άρχοντες της Λάρισας. Τελικά σε συνεννόηση μαζί τους, ορίσθηκε σαν ημέρα λειτουργίας της αγοράς η Τετάρτη, ημέρα για την οποία συμφώνησαν και οι τρεις θρησκευτικές παροικίες της Λάρισας.
Όσον αφορά τον χώρο τελέσεως της αγοράς δεν υπήρξαν διαφωνίες. Αποφασίσθηκε να γίνεται επάνω στο Λόφο, εκεί κοντά όπου από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε κτιστεί το Μπεζεστένι[2], το οποίο εκτός από την κλειστή αγορά που είχε στο εσωτερικό του, διέθετε εξωτερικά περιμετρικά και αρκετά καταστήματα διαφόρων χρήσεων, τα οποία όμως από το 1799 είχαν περιέλθει σε αχρηστία.
Λόγω της ημέρας λειτουργίας της, στους Λαρισαίους η αγορά αυτή με τον χρόνο καθιερώθηκε προφορικά να ονομάζεται «Τετάρτη». Με ελάχιστες εξαιρέσεις (πόλεμοι, ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις), η αγορά αυτή συνέχιζε τη λειτουργία της επί πολλά χρόνια. Καθιερώθηκε από τις συντεχνίες για να μπορούν οι παραγωγοί της περιοχής να εκθέτουν προς πώληση τα προϊόντα τους. Εκτός από δημητριακά, όσπρια, φρούτα και λαχανικά, προσκόμιζαν στην αγορά και είδη χειροτεχνίας, όπως χαλιά, βελέντζες, σεντόνια, κεντήματα, δουλεμένα σε αργαλειούς και από τα χέρια των γυναικών, οι οποίες τα χρόνια εκείνα δούλευαν ακατάπαυστα. Κάθε Τρίτη ξεκινούσαν οι σούστες φορτωμένες με τα προϊόντα τους από τα διπλανά χωριά (Τύρναβος, Αμπελώνας, Αγιά), τα έφερναν στο Λόφο και τα τοποθετούσαν σε καθορισμένο για κάθε είδος μέρος, για να είναι έτοιμοι την Τετάρτη το πρωί. Τα υφαντά έρχονταν κυρίως από τα ορεινά χωριά. Το παζάρι αυτό είχε μεγάλη κίνηση, γιατί δεν προσείλκυε μόνο τους Λαρισαίους, αλλά και κατοίκους από διπλανούς οικισμούς. Τα ιππήλατα αυτά οχήματα στάθμευαν συνήθως στο λεγόμενο «Αρνοπάζαρο»[3] και στις γύρω από τον Λόφο περιοχές.
Στην αρχή και για πολλά χρόνια η αγορά αυτή ήταν υπαίθρια, με την κατασκευή κατά τόπους πρόχειρων και εφήμερων παραπηγμάτων. Μεταπολεμικά κάποια στιγμή η δημοτική αρχή κατασκεύασε σκέπαστρα από ενισχυμένο σκυρόδεμα (μπετόν), αφού διαίρεσε όλη την επιφάνεια όπου σήμερα έχει αναπτυχθεί η πλατεία δημάρχου Λαμπρούλη σε τμήματα. Με τον τρόπο αυτό απομακρύνθηκαν οι πρόχειρες κατασκευές και διαρρυθμίστηκε κάπως ο χώρος της «Τετάρτης».
Το 1980, έπειτα από 124 ολόκληρα χρόνια, η λαϊκή αγορά του Λόφου μετακόμισε. Μεταφέρθηκε σε ανοικτό χώρο στη δεξιά όχθη του Πηνειού, στα όρια του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγ. Αθανασίου) και του Σαρασλάρ (η συνοικία ανάμεσα στον Αρναούτ μαχαλά και τη γέφυρα). Με τα σημερινά δεδομένα η περιοχή οριοθετείται περίπου στο σημείο της δεύτερης οδικής γέφυρας του Πηνειού. Η περιοχή αυτή ονομαζόταν Σάλια[4], αναφέρεται δε και από τον ποιητή Σωτήρη Σκίπη, καθώς το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στο σημείο όπου σήμερα έχει διανοιχθεί η οδός η οποία φέρει το όνομα του.
Πριν τη μετακόμιση της «Τετάρτης», η δημοτική αρχή φρόντισε να απελευθερώσει ολόκληρο αυτό τον χώρο που της ανήκε, από τα πρόχειρα παραπήγματα (παράγκες) που είχαν στηθεί μετά τον σεισμό του 1941, για να στεγάσουν προσωρινά τους σεισμόπληκτους.
Η περιοχή αυτή έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία από πολύ παλιά. Από την περίοδο της τουρκοκρατίας ακόμη, στο σημείο αυτό είχε δημιουργηθεί μια πρωτόγονη αποβάθρα, στην οποία κατέληγαν φορτία οικοδομήσιμης ξυλείας από τις δυτικές περιοχές της Θεσσαλίας, τα οποία ταξίδευαν με τη ροή των υδάτων του Πηνειού ποταμού προς τη Λάρισα. Οι μεγάλοι κορμοί των δένδρων από τα δάση τεμαχίζονταν και μεταφέρονταν με τα ζώα μέχρι τις όχθες του Πηνειού, σε καθορισμένα σημεία. Εκεί δένονταν με τριχιές ή σιδερένια άγκιστρα και σχηματιζόταν μια σχεδία, πάνω στην οποία όχι μόνο τοποθετούσαν τα ξύλα αγκιστρωμένα, αλλά και επέβαιναν οι άνδρες που τα συνόδευαν. Με την ίδιο τρόπο δημιουργούσαν πολλές σχεδίες (οι λεγόμενες ντάνες) και όταν αποφασιζόταν η μεταφορά, έπλεαν όλες μαζί σε κάποια απόσταση η μία με την άλλη και δημιουργούνταν μια αληθινή νηοπομπή. Προπορευόταν η σχεδία στην οποία βρισκόταν ένας έμπειρος πλοηγός που καθοδηγούσε όλες τις άλλες, ο λεγόμενος «σαλτζής». Όταν έφθαναν στη Λάρισα, οι σχεδίες οδηγούνταν σε μια πρόχειρη αποβάθρα στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Ουσιαστικά η αποβάθρα ήταν ένα μικρό λιμανάκι. Εκεί οι σαλτζήδες έσερναν τους κορμούς με άγκιστρα έξω από το νερό και τους αποθήκευαν σε μια παραπήνεια έκταση, όπου γινόταν η αρχική προεργασία της ξυλείας σε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις παραγγελίες. Έπειτα με διπλόκαρρα μεταφέρονταν είτε στο Ξυλοπάζαρο[5] της Λάρισας είτε και σε μακρινότερες περιοχές.
Όπως είδαμε, μετά το 1980 ο χώρος αυτός στην περιοχή «Σάλια», άρχισε να φιλοξενεί μέχρι και σήμερα τη μεγαλύτερη σε κίνηση λαϊκή αγορά της Λάρισας, την αγορά της Τετάρτης. Ο χώρος του Λόφου είχε εν τω μεταξύ ερημωθεί. Αρχικά κατεδαφίσθηκαν τα μόνιμα από μπετόν στέγαστρα, εν συνεχεία η αρχαιολογική υπηρεσία αποκάλυψε σημαντικά ευρήματα, τα οποία τα διέσωσε και επί δημαρχίας Τζανακούλη διαμορφώθηκε σε πλατεία η οποία πήρε το όνομα ενός σπουδαίου δημάρχου και ονομάζεται πλέον «Πλατεία Αριστείδη Λαμπρούλη».

[1]. Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός]. Πώς καθιερώθηκε η αγορά της «Τετάρτης», εφ. «Λάρισα», φύλλο της 19ης Μαΐου 1980.
[2]. Ως γνωστόν το Μπεζεστένι κτίστηκε στα τέλη του 15ου με αρχές του 16ου αι. (περίπου 1490 με 1510) και καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1799.
[3]. Αρνοπάζαρο ήταν η περιοχή κάτω από την βόρεια πλευρά του Λόφου, στα Ταμπάκικα, στη σημερινή περιοχή της οδού Γεωργιάδου. Ονομαζόταν δε «Αρνοπάζαρο» γιατί τις ημέρες της Μ. Εβδομάδος στο σημείο αυτό συγκεντρώνονταν οι κτηνοτρόφοι και γινόταν η αγοραπωλησία των πασχαλιάτικων αμνών (αρνιών).
[4]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η περιοχή «Σάλια» της Λάρισας, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 4ης Απριλίου 2018.
[5]. Το Ξυλοπάζαρο ήταν μια κεντρική περιοχή της Λάρισας η οποία μπορεί να οριοθετεί κατά προσέγγιση μεταξύ των σημερινών οδών Παπαναστασίου-Βενιζέλου-Απόλλωνος-Κύπρου. Σ’ αυτό υπήρχαν τα καταστήματα στα οποία γινόταν η επεξεργασία και η εμπορία του ξύλου.