Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο χώρος που ενέπνεε τον Μ. Καραγάτση

Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΨΑΝΗΣ


Η νότια στοά του ναού του Αγ. Αθανασίου Ραψάνης με το καμπαναριό και τον προαύλειο χώρο, όπου περνούσε τις δημιουργικές του ώρες στοχαζόμενος και εργαζόμενος ο Μ. Καραγάτσης. Φωτογραφία του Ξεφτέρη. Αρχείο Αντωνίου Γαλερίδη.Η νότια στοά του ναού του Αγ. Αθανασίου Ραψάνης με το καμπαναριό και τον προαύλειο χώρο, όπου περνούσε τις δημιουργικές του ώρες στοχαζόμενος και εργαζόμενος ο Μ. Καραγάτσης. Φωτογραφία του Ξεφτέρη. Αρχείο Αντωνίου Γαλερίδη.

Η Ραψάνη είναι από τους παλαιότερους και ιστορικότερους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής της Λάρισας. Στο σημερινό μας σημείωμα αξίζει να ασχοληθούμε μαζί της και να προβάλουμε ένα από τα θρησκευτικά της μνημεία, την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και τον συγγραφέα Μ. Καραγάτση, απόγονο μιας οικογένειας, η οποία με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας ήλθε στη Λάρισα και τα μέλη της δραστηριοποιήθηκαν ενεργά σε πολλούς τομείς. Αφορμή για αυτήν την καταγραφή μάς έδωσε η δημοσιευόμενη φωτογραφία του φωτογράφου Ξεφτέρη, από το αρχείο του αείμνηστου Αντώνη Γαλερίδη.


Η Ραψάνη είναι ένα οικισμός ο οποίος για πολλούς δημιουργήθηκε πριν από τον 10ο αιώνα, γραπτά, όμως, στοιχεία για την ύπαρξή της έχουμε από τον 15ο αιώνα. Γνώρισε περίοδο πνευματικής και εμπορικής ακμής τον 18ο αιώνα. Η φήμη της για τα γράμματα ήταν μεγάλη και φθάνει στο ύψιστο σημείο, στην κορύφωσή της, με την ίδρυση το 1767 της περίφημης Σχολής της. Γενέτειρα του επισκόπου Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονυσίου Μιχαήλ, υπήρξε για κάποιο διάστημα η έδρα τής εν λόγω επισκοπής. Στην οικογένειά του επισκόπου (ανεψιός από αδελφή) ανήκε και ο λόγιος Δημήτριος Γοβδελάς (1780-1831). Στον εμπορικό τομέα αναδείχθηκε χάρη στη βιοτεχνία της κόκκινης βαφής (όπως και τα γειτονικά Αμπελάκια) στην υφαντουργία και κυρίως την αμπελουργία.
Ο ναός του Αγίου Αθανασίου υπήρχε ανέκαθεν ο ενοριακός ναός της επάνω συνοικίας της Ραψάνης. Σύμφωνα με τις σωζόμενες επιγραφές, κτίσθηκε το 1831, δεκαπέντε χρόνια μετά από πυρκαγιά του προηγούμενου ναού και ανακαινίσθηκε το 1864 [1]. Στον ναό αυτόν βρέθηκε και το φορολογικό κατάστιχο (1778-1899), το οποίο παρέχει σημαντικά στοιχεία για την ιστορία και οικονομία του οικισμού [2]. Πρόκειται για μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, θολοσκεπή, με διώροφο νάρθηκα, η οποία στον γυναικωνίτη, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο έχει δημιουργηθεί Μουσείο εκκλησιαστικών εκθεμάτων (εικόνες 18ου-19ου αιώνα, εκκλησιαστικά σκεύη, άμφια κ.λπ.)
Στη Ραψάνη παραθέριζε οικογενειακώς σε νεαρή ηλικία ο σπουδαίος πεζογράφος Μ. Καραγάτσης (Δημήτριος Ροδόπουλος 1908-1960). Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο Καραγάτσης οφείλεται σε ένα καραγάτσι (φτελιά), δέντρο που βρισκόταν στην αυλή του ναού του Αγ. Αθανασίου, στον ίσκιο του οποίου συνήθιζε να κάθεται και να διαβάζει. Σήμερα προτομή του στολίζει τον προαύλειο χώρο του ναού του Αγ. Αθανασίου στο σημείο όπου καθόταν διαλογιζόμενος και έχοντας απέραντη θέα, που έφθανε μέχρι τη θάλασσα. Το «Μ.» του ψευδωνύμου πιστεύεται ότι προήλθε από το αρχικό του ονόματος Μίτια (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, λόγω της μεγάλης αγάπης που έτρεφε για τον Ντοστογιέφσκι. Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» και ως Μιχάλης, λόγω των συνώνυμων ηρώων στα διάφορα συγγραφικά έργα του. Ως πεζογράφος πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα», το οποίο υποβλήθηκε σε διαγωνισμό του περιοδικού «Νέα Εστία» και πήρε τον τρίτο έπαινο. Ήταν ένα αυτοβιογραφικό διήγημα, εμπνευσμένο από τον παιδικό του έρωτα για μια εικοσάχρονη δασκάλα στο Δημοτικό Σχολείο του Αρσάκειου της Λάρισας. Μάλιστα, για τη φοίτησή του στο Αρσάκειο αυτοσαρκάζεται ως εξής: «Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου».
Ο παππούς του Ανδρέας Ροδόπουλος με καταγωγή από την Πάτρα εξασκούσε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου και ήταν νυμφευμένος με την Καλλιόπη Μαυροπούλου. Μετά το 1881 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, γιατί η φυγή των Τούρκων μπέηδων τους υποχρέωνε να πωλούν τα απέραντα τσιφλίκια τους σε εύπορους Έλληνες και επομένως, η παρουσία συμβολαιογράφων ήταν επιβεβλημένη και κυρίως κερδοφόρα. Ο εγγονός του Μ. Καραγάτσης μάς παρουσιάζει το πορτραίτο του παππού του με πολύ ρεαλιστικό τρόπο στο βιβλίο του «Ο Μεγάλος Ύπνος». Ο πατέρας του Γεώργιος Ροδόπουλος νυμφευμένος με την κόρη του προύχοντα Σταμουλάκη Μουλούλη από τον Τύρναβο απέκτησε πέντε τέκνα, δύο κόρες και τρεις γιους. Η πρώτη κόρη η Ροδόπη παντρεύτηκε τον διευθυντή της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Φιλοποίμενα Τζουλιάδη (είναι η κυρία διευθυντού στο βιβλίο του Καραγάτση «Συνταγματάρχης Λιάπκιν») και η δεύτερη, η Φωφώ, τον νομικό Γρηγόριο Κασιμάτη. Από τα αγόρια πρώτος ήταν ο Νίκος Ροδόπουλος, ο οποίος ήταν επιχειρηματίας και διατηρούσε γραφείο εισαγωγών. Δεύτερος ήταν ο Κωνσταντίνος (Τάκης) Ροδόπουλος (1896-1971), ο οποίος μας είναι γνωστός ως πρόεδρος της Βουλής επί σειρά ετών. Ο τρίτος και νεότερος σε ηλικία γιος ήταν ο Δημήτριος Ροδόπουλος, γνωστός ως Μ. Καραγάτσης. Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, εκεί όπου μετακόμιζε η οικογένειά του λόγω της θέσεως του πατέρα του ως διευθυντής σε διάφορα υποκαταστήματα της Εθνικής Τράπεζας ανά την Ελλάδα. Το 1935 νυμφεύθηκε με τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη. Ήταν ένας θαυμάσιος πεζογράφος και πολλά από τα έργα του διαδραματίζονται στην πόλη όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ο Καραγάτσης πέθανε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου το 1960, σε ηλικία μόλις 52 ετών. Απέκτησε το 1936 μία κόρη, τη Μαρίνα, η οποία κράτησε σαν επίθετο το ψευδώνυμο του πατέρα της Καραγάτση.

—————————
[1]. Σδρόλια Σταυρούλα. Οι εκκλησίες της Ραψάνης και η Μονή των Αγίων Θεοδώρων, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 69 (2016), σελ. 113 κ.ε.
[2]. Σπανός Κώστας. Το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου της Ραψάνης (1778-1889), Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 2 (1981), σελ. 65-108, και τόμ. 3 (1982), σελ. 131 κ.ε.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

 ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Οι παλιοί γαλακτοπώλες της Λάρισας ήταν Σέρβοι


Σε ένα από τα ισόγεια καταστήματα του ξενοδοχείου «Ολύμπιον» είχε το γαλακτοπωλείο του ο Σέρβος Κυριάκος Κρέσκοβιτς.  Είναι το τρίτο κατάστημα από δεξιά. Φωτογραφία του Γεωργίου Βαλσάμη από το αρχείο της Φανής ΣακελλάριουΣε ένα από τα ισόγεια καταστήματα του ξενοδοχείου «Ολύμπιον» είχε το γαλακτοπωλείο του ο Σέρβος Κυριάκος Κρέσκοβιτς. Είναι το τρίτο κατάστημα από δεξιά. Φωτογραφία του Γεωργίου Βαλσάμη από το αρχείο της Φανής Σακελλάριου

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Αναδιφώντας την παλιά, την προπολεμική ιστορία της Λάρισας, μπορεί να συναντήσει κάποιος γεγονότα που θα τον εντυπωσιάσουν όχι μόνο από την πολιτική, αλλά και από την επαγγελματική ζωή της πόλης. Και εξηγούμαι. Είναι περίεργο, αλλά μέχρι το 1940 όλα τα γαλατάδικα της κεντρικής αγοράς της Λάρισας τα διαχειρίζονταν οι λεγόμενοι τότε Γκέγκηδες, άτομα αλβανικής φυλής, τα οποία ήταν εγκατεστημένα στα βόρεια της Αλβανίας κοντά στα σύνορα με τη Σερβία [1], γι’ αυτό, όπως θα δούμε, τα ονόματά τους είναι αμιγώς σερβικά και ήταν πολιτογραφημένοι σαν Σέρβοι. Το ίδιο συνέβαινε και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και κυρίως στη Θεσσαλονίκη.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα να αναζητηθεί η αιτία που τα άτομα αυτής της φυλής βρέθηκαν στην πόλη μας και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, αλλά και το γεγονός ότι όλοι τους μετέρχονταν το επάγγελμα του γαλακτοπώλη. Η ιστορία ξεκινάει από πολύ παλιά, όταν όλη σχεδόν η βαλκανική χερσόνησος ήταν τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεταξύ των κατά τόπους περιοχών της (Βιλαέτια-πασαλίκια) [2] δεν υπήρχαν σύνορα. Επειδή όλοι αυτοί οι Σέρβοι ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι, τα καλοκαίρια τα περνούσαν στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Σερβίας, δηλαδή στην περιοχή των Σκοπίων, στο Μοναστήρι (Μπιτώλια) και στα γύρω μέρη. Μόλις έφθανε ο Οκτώβριος, ξεκινούσαν το μεγάλο ταξίδι και κατέβαζαν τα κοπάδια στα χειμαδιά της Θεσσαλίας για να ξεχειμωνιάσουν. Το ίδιο πράγμα, βέβαια, έκαναν και οι δικές μας νομαδικές πληθυσμιακές ομάδες των Σαρακατσαναίων και των βλαχόφωνων Ελλήνων των νότιων περιοχών της Βαλκανικής. Μετά την εορτή του Αγ. Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) κατέβαιναν στη Θεσσαλία με τα πολυάριθμα κοπάδια τους και μετά του Αγ. Γεωργίου ανέβαιναν στις πατρίδες τους. Σαν παράδειγμα αναφέραμε παλαιότερα [3] την οικογένεια του Πέτρου Γέμτου από τη Νιζόπολη, μια βλαχόφωνη ελληνική κοινότητα κοντά στο Μοναστήρι. Ήταν φυσικό κατά το διάστημα της παρουσίας τους εδώ να προωθούν στην τοπική αγορά τα κτηνοτροφικά προϊόντα των κοπαδιών τους και μάλιστα, νοίκιαζαν και καταστήματα στην κεντρική περιοχή της πόλης για την ευκολότερη διακίνησή τους. Το εντυπωσιακό στην περίπτωση αυτήν ήταν ότι και οι υπάλληλοι των καταστημάτων αυτών ήταν Σέρβοι.
Το 1881, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, στην περιοχή της Μελούνας δημιουργήθηκαν τα σύνορα με την Οθωμανική αυτοκρατορία και το πέρασμα των Σέρβων με τα κοπάδια τους στη Θεσσαλία ήταν αρκετά δύσκολο έως αδύνατο. Το γεγονός αυτό οδήγησε μερικούς Σέρβους να γίνουν μαζί με τις οικογένειές τους μόνιμοι κάτοικοι Θεσσαλίας και να συνεχίσουν εδώ την εργασία τους. Εκτός από τη διανομή του γάλακτος, κατασκεύαζαν και γιαούρτι, το οποίο με ειδικούς υπαλλήλους το διαλαλούσαν και το διέθεταν και στις γειτονιές. Επιπλέον, κατασκεύαζαν και διάφορες ποικιλίες τυριών και μερικές φορές έφθαναν μέχρι και την Αθήνα.
Οι οικογένειες των Γκέγκηδων που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λάρισα δεν διέκοψαν τους δεσμούς με τη χώρα τους. Τα καλοκαίρια πήγαιναν στα πατρικά τους μέρη και περνούσαν ένα μικρό διάστημα στη γενέθλια γη τους. Τα σύνορα και η ελληνικότητα που είχε αναπτυχθεί στην παιδεία, τη θρησκεία και το εμπόριο στους βλαχόφωνους Έλληνες και στους Σαρακατσαναίους της περιοχής των Σκοπίων και του Μοναστηρίου ανάγκασαν πολλούς απ’ αυτούς να παραμείνουν στη γενέθλια γη τους.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε μερικούς από τους Σέρβους γαλακτοπώλες της Λάρισας που έχουμε εντοπίσει κατά την έρευνά μας. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι η παρουσία τους στην πόλη μας κράτησε μέχρι το 1940. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την κάθοδο των Γερμανών στα Βαλκάνια, όλοι τους σχεδόν επέστρεψαν στις πατρίδες τους για να βοηθήσουν τη χώρα τους στον αγώνα κατά των εισβολέων.
Στο Τσούγκαρι [4] υπήρχε ένα από τα πολλά γαλακτοπωλεία που διαχειρίζονταν οι Σέρβοι. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Δήμος Λάκεβιτς, ο οποίος εργαζόταν από χρόνια στη Λάρισα. Το κατάστημά του βρισκόταν απέναντι από το ξενοδοχείο «Θράκη», ένα μεγάλο για την εποχή του οίκημα, το οποίο βρισκόταν στον χώρο που καλύπτει σήμερα το ξενοδοχείο «Ακροπόλ». Ιδιοκτήτες του ήταν οι αδελφοί Αγγελακόπουλοι, αλλά την επιχείρηση την είχε αναλάβει για πολλά χρόνια ο Κώστας Κικίμης. Ο Λάκεβιτς εκτός από τη θαυμάσια γιαούρτη του, παρασκεύαζε στην αρχή και τραγανιστούς λουκουμάδες. Αργότερα το κατάστημά του πήρε τη μορφή ζαχαροπλαστείου και έφτιαχνε ρυζόγαλο, καϊμάκι και σιροπιαστά γλυκά, όπως μπαμπάδες, φοινίκια, κουρκουμπίνια, μπακλαβάδες, ρεβανί.
Όσοι ζουν ή σπουδάζουν στη Θεσσαλονίκη, γεύονται και σήμερα την ποικιλία αυτών των γλυκών. Στο κατάστημα αυτό μαθήτευσε για ένα διάστημα και ο Παντελής Καψιμάλης. Είχε έλθει από τη Δυτική Μακεδονία, έμαθε κοντά στον Λάκεβιτς τα μυστικά της τέχνης του και εν συνεχεία άνοιξε δικό του κατάστημα με την επωνυμία «Αστόρια», όπου και διέπρεψε.
Στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Κεντρικόν», το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Μ. Αλεξάνδρου, ακριβώς εκεί όπου το 1938 ο Ανδρέας Κουτσίνας έκτισε το ξενοδοχείο «Ολύμπιον», υπήρχε στην πλευρά της Κύπρου γαλακτοπωλείο το οποίο διαχειριζόταν ο Σάββας Πίτσεβιτς.
Στον ίδιο δρόμο και κοντά προς τη Δημοτική Αγορά βρισκόταν ένα άλλο γαλακτοπωλείο, του Μπράνκοβιτς, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1940 σε συνεργασία με τον Δημ. Κουτζαηλία, ο οποίος κατόπιν το δούλευε μόνος του.
Ένα άλλο γαλακτοπωλείο υπήρχε προπολεμικά στη βόρεια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, ανάμεσα από το φαρμακείο του Νικ. Ζησιάδη, το γνωστό «Σαντράλ», και το ξενοδοχείον «Το Στέμμα». Ήταν του Κυριάκου Κρέσκοβιτς. Μετά την κατασκευή του ξενοδοχείου «Ολύμπιον» από τον Ανδρέα Κουτσίνα λίγο πριν από τον πόλεμο του 1940, ο Κρέσκοβιτς ενοικίασε ένα από τα καταστήματα που βρισκόταν στο ισόγειο της βόρειας πλευράς του ξενοδοχείου και μετέφερε σ’ αυτό την επιχείρησή του. Μάλιστα, το ονόμασε «Ολύμπιον». Σ’ αυτό το κατάστημα ο Κρέσκοβιτς... αλλαξοπίστησε. Όπως γράφει ο παλιός δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός [5], το μετέτρεψε σε γαλακτοζαχαροπλαστείο και εκτός από τα κλασικά ανατολίτικα γλυκά, προσέφερε και ευρωπαϊκά [5]. Κοντά του μαθήτευσε ο Δήμος Γκονταρούλης και όταν ο Κρέσκοβιτς έπειτα από τρία χρόνια επέστρεψε στη Σερβία για να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών, του παρέδωσε το κατάστημά του. Ο Γκονταρούλης συνέχισε τη λειτουργία του και κατά τη διάρκεια της κατοχής, με την ίδια ονομασία «Ολύμπιον». Μεταπολεμικά ο Γκονταρούλης το ανέδειξε σαν το καλύτερο και πολυτελέστερο ζαχαροπλαστείο της Λάρισας. Σήμερα πολλοί Λαρισαίοι κάποιας ηλικίας το θυμούνται ότι το επισκέπτονταν τακτικά, γιατί συνήθως ήταν τόπος συνάντησης νέων και νεανίδων. Τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του κλασικό γλυκό ήταν το «τούβλο», ένα παγωτό σοκολάτα, που ήταν η σπεσιαλιτέ του καταστήματος.
Είναι και άλλοι ακόμα, οι οποίοι δεν άφησαν έντονα τα ίχνη τους στον επαγγελματικό τομέα της Λάρισας. Θα τελειώσουμε, όμως, με έναν Σέρβο, ο οποίος ήταν ίσως ο μοναδικός που έμεινε στην πόλη μας και μετά τον πόλεμο και το κατάστημά του διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, ώστε να τον θυμούνται πολλοί συμπολίτες μας. Πρόκειται για τον Χρήστο Τσάγκοβιτς. Βρισκόταν και αυτό επί της οδού Κύπρου, απέναντι από τα φαρμακείο του Κυλικά και από την ίδρυσή του το 1917 έμεινε στην ίδια θέση. Ιδρυτής του γαλακτοπωλείου ήταν ο Σωτήρης Τσάγκοβιτς, ο οποίος το ενοικίασε το 1917 από τους αδελφούς Ντίνα, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν και αυτοί ως Γαλακτοπωλείο από το 1912 έως το 1917. Η οικογένεια Τσάγκοβιτς καταγόταν από το χωριό των Σκοπίων Γαλισνίκ και το 1917 ήλθε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Είχε τρία αγόρια, τον Χρήστο, τον Τάσο και τον Βαγγέλη. Ο πατέρας τους Σωτήρης Τσάγκοβιτς ονόμασε το γαλακτοπωλείο που πήρε από τους αδελφούς Ντίνα «Αθήναι». Μέχρι το 1940 η οικογένεια έζησε στη Λάρισα και πρόκοψε και σπάνια ταξίδευαν μέχρι την πατρίδα τους. Με την έναρξη του πολέμου επέστρεψαν ομαδικώς στα Σκόπια, το κατάστημα, όμως, έμεινε ανοιχτό, γιατί το διατήρησε εν λειτουργία ο μεγαλύτερος από τους γιους του, ο Χρήστος, ο οποίος έμεινε στην Ελλάδα. Έκανε οικογένεια, έγινε γνωστός και απέκτησε την εμπιστοσύνη του κοινού της πόλης για την ποιότητα των γλυκών που παρήγαγε, ιδίως των λουκουμάδων.
Όμως, καθώς η πόλη μεγάλωνε, το μαγαζί του, μαζί με άλλα γειτονικά, θυσιάστηκαν για να δημιουργηθεί στη θέση τους πολυώροφο κτίριο που στεγάζει εδώ και μερικές δεκαετίες τραπεζικό κατάστημα.

------------------------------------------------------------------------

[1] Σήμερα θα μιλούσαμε για την περιοχή του Κοσσυφοπεδίου.
[2] Τα Βιλαέτια θα μπορούσαμε να τα συγκρίνουμε με τις Νομαρχίες που είχαμε μέχρι πρόσφατα και τα πασαλίκια ήταν ευρύτερες διοικητικές περιφέρειες, οι οποίες ουσιαστικά αποτελούσαν τη συνέχεια των «Θεμάτων» της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
[3] Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η οικογένεια Γέμτου, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 1ης Φεβρουαρίου 2017.
[4] Του ιδίου. Η περιοχή «Τσούγκαρι», εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 24ης Φεβρουαρίου 2016 και «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα», τόμ. Β’ (2016), σελ. 49-52.
[5] Ολύμπιος [Περραιβός Κώστας]. Ο «τελευταίος των ...Μοϊκανών», εφ. «Λάρισα», φύλλο της 5ης Μαΐου 1980.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Μέγαρο Αλεξάνδρου

Το τριώροφο κτίριο του Μεγάρου Αλεξάνδρου επί της οδού Μακεδονίας (Βενιζέλου), όπως ήταν το 1946. Δεξιά διακρίνεται μικρό τμήμα της Τράπεζας Λαρίσης.
Το τριώροφο κτίριο του Μεγάρου Αλεξάνδρου επί της οδού Μακεδονίας (Βενιζέλου), όπως ήταν το 1946. Δεξιά διακρίνεται μικρό τμήμα της Τράπεζας Λαρίσης.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ένα από τα λίγα προπολεμικά κτίρια της Λάρισας, το οποίο κατόρθωσε να διασωθεί μέχρι σήμερα και μάλιστα σε πολύ καλή κατάσταση, χάρη στην ευαισθησία που έδειξαν οι μέχρι πρότινος ιδιοκτήτες του, είναι και το Μέγαρο Αλεξάνδρου.

Το κτίριο αυτό βρίσκεται στον πεζόδρομο της οδού Βενιζέλου, ακριβώς απέναντι από το κοίλο του Αρχαίου Θεάτρου.
Η οικογένεια Αλεξάνδρου δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στη Λάρισα από τα τέλη του 19ου αιώνα (1879) και ήταν ίσως μία από τις παλαιότερες επιχειρήσεις της πόλης. Ο παππούς Δημήτριος Αλεξάνδρου με καταγωγή από τον Τύρναβο ήλθε σε νεαρή ηλικία στη Λάρισα και ενώ ακόμη η Θεσσαλία βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Άνοιξε υαλοπωλείο στη γωνία των σημερινών οδών Βενιζέλου και Παπαναστασίου. Στις διαφημιστικές καταχωρήσεις των εφημερίδων της εποχής αναφέρεται ως «Μέγα Υελοπωλείον Δημητρ. Αλεξάνδρου». Στις 25 Φεβρουαρίου του 1906 τού απονεμήθηκε ο τίτλος του «Προμηθευτού της Α.Β.Υ. του πρίγκιπος Ανδρέου», ο οποίος την περίοδο εκείνη βρισκόταν με τη σύζυγό του Αλίκη στη Λάρισα ως διοικητής του Συντάγματος Ιππικού και διέμεναν στο αρχοντικό Σκαλιώρα. Όμως, την ίδια χρονιά (Ιούνιος 1906) ο Δημ. Αλεξάνδρου απεβίωσε στη νεαρή ηλικία των 44 χρόνων. Την επιχείρηση ανέλαβε ο γιος του Ιωάννης, που ήταν τότε μόλις 21 ετών και τη διατήρησε μέχρι τον θάνατό του το 1962. Τα 56 αυτά χρόνια που λειτούργησε το κατάστημα εξυπηρετούσε όχι μόνο του αγοραστές της Λάρισας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας. Ονόμασε το κατάστημα «Μέγα Υελοπωλείον Λούβρ» και πολύ τακτικά ταξίδευε στην Κωνσταντινούπολη, τη Λειψία και τη Βιέννη, για να εμπλουτίζει το εμπόρευμα του καταστήματος με τα καλύτερα αντικείμενα της ευρωπαϊκής αγοράς. Χάρη στην ισχυρή προσωπικότητα που διέθετε, κατόρθωσε όχι μόνο να αναδείξει οικονομικά την επιχείρηση, αλλά και να αναδειχθεί κοινωνικά και να ασχοληθεί με τα κοινά της πόλης. Είναι γνωστό ότι για μία και μοναδική φορά έλαβε μέρος στις δημοτικές εκλογές του 1925 [1]. Ηγήθηκε του συνδυασμού των εμποροεπαγγελματιών, αλλά χωρίς επιτυχία. Επιπλέον, για χρόνια τον συναντάμε εκκλησιαστικό επίτροπο στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου, όπου επιτέλεσε σπουδαίο έργο και πρόσφερε πολλές δωρεές στον ναό.
Κάποια στιγμή μετά το 1922 αγόρασε το διπλανό επί της Βενιζέλου οικόπεδο που ήταν ανταλλάξιμο και το 1930 οικοδόμησε σ’ αυτό το τριώροφο μέγαρο που υπάρχει μέχρι σήμερα, με προοπτική το ισόγειο να αποτελέσει τη μόνιμη επαγγελματική του στέγη και οι δύο όροφοι να χρησιμοποιηθούν σαν κατοικία της οικογένειας. Μετέτρεψε την επιχείρηση σε κατάστημα γενικού εμπορίου, όμως οι όροφοι ποτέ δεν κατοικήθηκαν από την οικογένειά του [2]. Προπολεμικά οι δύο όροφοι στέγασαν κλειστή ιδιωτική Λέσχη Λαρισαίων (Λαρισαϊκή Λέσχη), όπου έδιναν τα ραντεβού τους οι αστοί της πόλης. Κατά την περίοδο της κατοχής ολόκληρο το κτίριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς. Το ισόγειο από κατάστημα μετατράπηκε σε χώρο στάθμευσης των γερμανικών αυτοκινήτων, ενώ οι όροφοι φιλοξένησαν το διοικητήριο των γερμανικών στρατευμάτων. Η επιχείρηση αναγκαστικά διέκοψε τη λειτουργία της και η οικογένεια κατά τη διάρκεια της κατοχής μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα.
Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ολόκληρο το κτίριο μετατράπηκε για λίγα χρόνια σε ξενοδοχείο με επιχειρηματία τον Τσούκαρη. Από το 1948-49 το ισόγειο στέγασε και πάλι την επαγγελματική δραστηριότητα του Ιωάννη Αλεξάνδρου, ενώ οι όροφοι χρησιμοποιήθηκαν αργότερα σαν κλινική. Αρχικά το 1950 υπήρξε η πρώτη χειρουργική κλινική του Γεωργίου Κατσίγρα, πριν οικοδομήσει μετά από δύο χρόνια τη δική του στην πλατεία Ταχυδρομείου. Εν συνεχεία το ενοικίασαν οι χειρουργοί αδελφοί Γκαράνη και αργότερα ο ΩΡΛ ιατρός Αντώνης Καφετζούλης. Τις δεκαετίες του 1970 και 1980 στους δύο επάνω ορόφους λειτούργησαν εστιατόρια και ψυχαγωγικές λέσχες κάθε είδους.
Το 1953 ο Ιωάννης Αλεξάνδρου παρέδωσε την επιχείρηση στον γιο του Δημήτριο, εγγονό και συνονόματο του ιδρυτή του καταστήματος. Το 1980 άλλαξε ο νέος ιδιοκτήτης για τρίτη φορά τη χρήση του και το λειτούργησε σαν κατάστημα παιχνιδιών μέχρι το 2004, όποτε συνταξιοδοτήθηκε και το κτίριο πωλήθηκε [3]. Έτσι έκλεισε ένας κύκλος 125 χρόνων επαγγελματικής δραστηριότητας, με τη μεσολάβηση τριών γενεών. Τρεις, επίσης, ήταν και οι χρήσεις του καταστήματος όλο αυτό το διάστημα. Ξεκίνησε από τον ιδρυτή του ως υαλοπωλείο, μετατράπηκε κάπου στα 1933 από τον Ιωάννη Αλεξάνδρου σε κατάστημα γενικού εμπορίου και το 1980 λειτούργησε από τον Δημήτριο Αλεξάνδρου μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2004, ως κατάστημα παιδικών παιχνιδιών. Σήμερα ιδιοκτήτης του μεγάρου είναι γνωστός επιστήμονας και επιχειρηματίας της πόλης μας.
Αρχιτεκτονικά το Μέγαρο Αλεξάνδρου είναι ένα τριώροφο κτίριο με όμορφη αισθητικά πρόσοψη. Οι υψηλές διαστάσεις του ισόγειου καταστήματος εναρμονίζονται συμμετρικά με τα τοξωτά ανοίγματα του πρώτου ορόφου. Η αρχοντιά του κτιρίου αυτού της εποχής του μεσοπολέμου δένει επιτυχημένα με την αναδυόμενη κλασική ομορφιά του Αρχαίου Θεάτρου.
———————————————
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Μιχαήλ Σάπκας, ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956), Λάρισα (2013), σελ. 112.
[2]. Η κατοικία της οικογένειας Αλεξάνδρου στα πρώτα χρόνια της παρουσίας της στη Λάρισα ήταν στη συνοικία Αρναούτ (Αγίου Αθανασίου), όπου κατοικούσε τότε το αρχοντολόι της Λάρισας. Αργότερα η οικογένεια του Ιωάννη Αλεξάνδρου μετακόμισε σε ενοικιαζόμενο οίκημα ιδιοκτησίας του γαιοκτήμονα Ζάνου, που βρισκόταν επί της οδού Παύλου Μελά. Το 1922 αγόρασε από τον υφασματέμπορο Αντωνιάδη που μετακόμισε στην Αθήνα, τη σημερινή κατοικία επί της οδού Παπακυριαζή, η οποία φιλοξενούσε μέχρι τον θάνατό του τον Δημήτριο Αλεξάνδρου.
[3]. Του ιδίου. Οικογένεια Αλεξάνδρου, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 21ης Σεπτεμβρίου 2016.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Το Αρχαίο Θέατρο θαμμένο

Πώς ήταν η περιοχή του πριν αποκαλυφθεί

 
Η άναρχη οικοδόμηση στην περιοχή του κατηφορικού  τμήματος της οδού Παπαναστασίου στη νότια κλιτή  του Λόφου της Ακρόπολης, όπως ήταν μεταπολεμικά πριν  από την αποκατάσταση του Αρχαίου Θεάτρου. Φωτογραφία  του Τάκη Τλούπα προ του 1990, από το αρχείο Θανάση ΤζαφάλιαΗ άναρχη οικοδόμηση στην περιοχή του κατηφορικού τμήματος της οδού Παπαναστασίου στη νότια κλιτή του Λόφου της Ακρόπολης, όπως ήταν μεταπολεμικά πριν από την αποκατάσταση του Αρχαίου Θεάτρου. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα προ του 1990, από το αρχείο Θανάση Τζαφάλια

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Μεταπολεμικά η νηφαλιότητα η οποία επικρατούσε στο θέμα του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας από τις εκάστοτε δημοτικές αρχές και την πολιτεία, ήταν παροιμιώδης. Όλοι βέβαια γνώριζαν ότι στη νότια πλευρά του Λόφου ήταν θαμμένο το καύχημα της αρχαίας Λάρισας.

Μέχρι τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας ο χώρος του θεάτρου ήταν μπαζωμένος από τη συσσώρευση φερτών υλικών, αλλά κτίσματα δεν υπήρχαν επάνω του. Μερικοί περιηγητές του 19ου αιώνα αναφέρουν την ύπαρξή του. Από το 1910 ο τότε έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας Απ. Αρβανιτόπουλος είχε εντοπίσει και αποκαλύψει σε μικρή έκταση ίχνη του, τα οποία προς τιμήν του τα διατήρησε, ώστε να βρίσκονται σε κοινή θέα, αλλά όμως το σημείο αυτό στα χρόνια που ακολούθησαν είχε καταστεί ουσιαστικά εστία συλλογής απορριμμάτων. Επιπλέον οι δημοτικές αρχές, όλο αυτό το διάστημα από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο (1881), επέτρεπαν τη δόμηση στην περιοχή αυτή και μάλιστα τελευταία ακόμη και πολυώροφων οικοδομών. Βέβαια από τη δεκαετία του 1980 αναγνωρίστηκε η αξία που θα είχε για την πόλη η αποκάλυψη του Αρχαίου Θεάτρου και από τότε έγιναν θαύματα. Είπε πρόσφατα (16 Φεβρουαρίου) σε μια ομιλία του στην Ελληνοαμερικανική Ένωση στην Αθήνα ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Καθημερινή» και ένθερμος φίλος της Λάρισας Νίκος Βατόπουλος: «Το θυμάμαι όταν το είχα δει να «σκάει» σαν πουλάκι μέσα από το τσόφλι. Σκεφτείτε ένα θέατρο 10.000 θέσεων, να βρίσκεται όλο κάτω από μια σύγχρονη λεωφόρο με πολυκατοικίες και κτίρια γραφείων, περί αυτού πρόκειται. Αυτό που συνέβη στη Λάρισα τα τελευταία 35 χρόνια, είναι μοναδικό διεθνώς. Η πόλη αυτή τη στιγμή, έχει την ευκαιρία να μιλήσει στη διεθνή κοινότητα και να πει: «Ελάτε να δείτε τι κάναμε, εμείς στη Λάρισα. Απαλλοτριώσαμε ένα σημαντικό κομμάτι της πόλης και φέραμε στην επιφάνεια ένα αρχαίο θέατρο, το οποίο καλείται τώρα να συνδράμει και να σφυρηλατήσει τη σύγχρονη ταυτότητα της πόλης».
Στο σημερινό σημείωμα πρόθεσή μας είναι να καταγράψουμε για ιστορικούς λόγους, τα σημαντικότερα κτίσματα που υπήρχαν για εκατό περίπου χρόνια κατά μήκος του ανηφορικού τμήματος της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), από την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881 μέχρι την κατεδάφισή τους, για να αναδειχθεί το Αρχαίο Θέατρο της πόλης.
Όπως αναφέραμε, κατά την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας, η περιοχή αυτή είχε τη μορφή μιας κοίλης χωμάτινης επιφάνειας, την οποία άλλοι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Λάρισα, την περιγράφουν σαν αρχαίο αμφιθέατρο και άλλοι, οι πιο ενημερωμένοι ιστορικά, σαν τον χώρο του Αρχαίου Θεάτρου της πόλης. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, με την εφαρμογή του Σχεδίου Πόλεως, δημιουργείται πάνω της η προέκταση της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και με την ανατολή του 20ού αι., στην ανηφορική αυτή διαδρομή βρίσκουμε ότι η περιοχή αυτή είναι γνωστή ως «λαδάδικα». Ήταν πρόχειρες κατασκευές, οι οποίες ανήκαν σχεδόν όλες σε παραγωγούς από το Πήλιο, οι οποίοι είχαν μετακομίσει στη Λάρισα για να εμπορευτούν τις ελιές και το ελαιόλαδο που εν αφθονία παρήγαγε ο τόπος τους. Αργότερα τα «λαδάδικα» άρχισαν να μετατοπίζονται προς την οδό Παπαφλέσσα και στη θέση τους άρχισαν να ξεφυτρώνουν διάφορα κτίσματα.
Στη δεξιά γωνία του ανηφορικού τμήματος της οδού Ακροπόλεως με τη Μακεδονίας (Βενιζέλου), προπολεμικά βρισκόταν για ένα διάστημα το φαρμακείο του Καραθάνου. Μεταπολεμικά στη θέση αυτή ήταν το γνωστό ζαχαροπλαστείο του Έξαρχου. Λίγο πιο πάνω από το φαρμακείο και για πολλά χρόνια λειτούργησε το πολυσύχναστο καφενείο του Χατζηγιάννη. Σ’ αυτό περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους πολλοί αργόσχολοι Λαρισαίοι, συζητώντας και παίζοντας διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.
Πιο πάνω θα σταματήσουμε στο κτίριο όπου στεγαζόταν μέχρι το 1980 το Επισκοπείο, πριν μεταφερθεί στη σημερινή του θέση, στη συνοικία της Φιλιππούπολης. Το κτίριο αυτό έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Κτίσθηκε κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα από τον Γεώργιο Τσάπανο[1]. Ήταν ένα από τα καλύτερα αρχοντικά της πόλης και αρχικά εγκαταστάθηκε σ’ αυτό η οικογένεια του ιδιοκτήτη. Ήταν διώροφο με υπερυψωμένο σε ένα σημείο υπόγειο, λόγω της ανωφέρειας του δρόμου. Αργότερα στεγάσθηκε σ’ αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα το Γραφείο του Νομομηχανικού Λαρίσης. Όταν αυτό μετακόμισε σε άλλο σημείο, το κτίριο αυτό το ενοικίασε ο Ηλίας Κύρκος[2] και το μετέτρεψε σε ξενοδοχείο με την επωνυμία «Αχίλλειον». Το 1935, όταν στη Μητρόπολη Λαρίσης και Πλαταμώνος τοποθετήθηκε ο από Κηθύρων Δωρόθεος (ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος), το κτίριο αγοράσθηκε από τη Μητρόπολη, όπου εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της και διέμενε ο εκάστοτε μητροπολίτης. Κατά τον σεισμό του 1941 έπαθε σοβαρές ζημιές, ειδικά ο δεύτερος όροφος. Όσο διαρκούσε ο πόλεμος και η κατοχή δεν έγινε καμιά εργασία επισκευής. Μετά την απελευθέρωση και ιδίως μετά τον σεισμό του 1957, ο δεύτερος όροφος γκρεμίστηκε και διατηρήθηκε μόνο το ισόγειο με το υπόγειο. Συγχρόνως οικοδομήθηκε στη νότια πλευρά του παλαιού οικήματος και σε άμεση επαφή και επικοινωνία μαζί του, μια διώροφη σύγχρονη κατασκευή για να στεγάσει τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ιεράρχη, την αίθουσα υποδοχής και τα γραφεία της Μητροπόλεως. Το 1980, επί μητροπολίτου Σεραφείμ, μεταφέρθηκαν όλες οι υπηρεσίες του Επισκοπείου στο σημερινό κτίριο, ενώ το παλαιό κατεδαφίσθηκε το 1992, όπως και όλα τα υπόλοιπα, μαζί με το ρολόι, για να αποκαλυφθεί το Αρχαίο Θέατρο.
Στη γωνία των οδών Ακροπόλεως και μητροπολίτου Αρσενίου υπήρχε ένα διώροφο εντυπωσιακό οίκημα, το οποίο ανήκε στον Ευαγγέλου, έναν από τους πολλούς καπνοβιομηχάνους μικρού βεληνεκούς που διέθετε τα παλιά χρόνια η πόλη μας. Ήταν κτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό και κατά καιρούς στέγασε αστικές οικογένειες της Λάρισας. Από τον Ευαγγέλου η οικία μεταπολεμικά περιήλθε στην κατοχή του Δημητρίου Λαγού, απόστρατου συνταγματάρχη, ο οποίος μάλιστα έλαβε μέρος στις δημοτικές εκλογές του 1951 με δικό του συνδυασμό, χωρίς όμως να κατορθώσει να επικρατήσει του Δημητρίου Καραθάνου.
Δίπλα από το προηγούμενο οίκημα, επί της σημερινής οδού μητροπολίτου Αρσενίου, ήταν κτισμένο από τις αρχές του 20ού αιώνα ένα όμορφο κτίριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως γραφείο της Μητροπόλεως Λαρίσης και συγχρόνως ως κατοικία του μητροπολίτη Αρσενίου (1914-1934). Ο Αρσένιος, ως γνωστόν, έχει συνδεθεί στενά με το ανάθεμα του Βενιζέλου κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, ενέργεια η οποία του στοίχισε την απομάκρυνσή του από τη Λάρισα και την εξορία στη νήσο Αμοργό για τρία χρόνια.
Από την αριστερή πλευρά της ανόδου της οδού Ακροπόλεως υπήρχαν πολλά καταστήματα και κατοικίες, τα οποία κατά καιρούς άλλαζαν ιδιοκτήτες και ενοικιαστές. Στη γωνία με την οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου) υπήρχε το καπνοπωλείο του Ευαγγέλου που ήταν ένα από τα παλαιότερα της Λάρισας. Ακολουθούσε ένας χώρος περιφραγμένος από το 1910, όταν ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος είχε εντοπίσει ένα μικρό τμήμα του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας. Δίπλα του το κατάστημα αποικιακών ειδών του Μιχάλη Μανδραβέλη και εν συνεχεία το κατάστημα δερμάτων του Καϊμάκη. Το τελευταίο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής εκείνης, καθώς είναι γνωστό ότι στη Λάρισα από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα, υπήρχαν πολλά βυρσοδεψεία, εγκατεστημένα στη συνοικία Ταμπάκικα. Ακολούθως δέσποζε μια τριώροφη οικοδομή, ιδιοκτησίας και αυτή του γαιοκτήμονα Γεωργίου Τσάπανου, η οποία στέγασε για πολλά χρόνια την ωτορινολαρυγγολογική κλινική του γαμπρού του Γεωργίου Τάρη. Μέχρι το τέλος της ανηφορικής οδού ακολουθούσαν δύο ακόμη απλές κατοικίες και στην κορυφή το ρολόι της πόλης.
Δεν αναφέρω τις μεταπολεμικές πολυώροφες οικοδομές στην ίδια περιοχή, γιατί είναι σχετικά πρόσφατες και γνωστές.

------------------------------------------------

[1]. Ο γαιοκτήμονας Γεώργιος Τσάπανος καταγόταν από τη Φλώρινα και ήλθε στη Λάρισα περί το 1910. Αγόρασε μεγάλες αγροτικές εκτάσεις σε Γιάννουλη και Φαλάνη. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους στην ιδέα να εγκαταλειφθεί η ασύμφορη μονοκαλλιέργεια του σίτου και να αντικατασταθεί από άλλες, οι οποίες απέφεραν υψηλότερα εισοδήματα.
[2]. Ο Ηλίας Κύρκος είχε για πολλά χρόνια και την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου «Μέγας Αλέξανδρος», ιδιοκτησίας Ηλία Κολέσκα, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Ίωνος Δραγούμη και Βασιλίσσης Φρειδερίκης (σήμερα Σκαρλάτου Σούτσου), απέναντι από το Ισραηλιτικό Σχολείο.

Τρίτη 9 Απριλίου 2024

 ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

Μην κλαις ποτέ την Κυριακή…

Μην κλαις ποτέ την Κυριακή…

Ο Πάρις, που τον φωνάζαμε Παρούλη, ήταν αυτό που λέμε «καλό και ήσυχο παιδί». Λιγνός, μέτριο ανάστημα, ένα τσάκνο ήτανε, πήγαινε σχολείο και δεν απασχολούσε κανέναν ιδιαίτερα με την παρουσία του πέρα από έναν - δύο φίλους του. Κατανοώντας νωρίς- νωρίς τις μέτριες δυνατότητές του στα μαθήματα έδωσε πανελλαδικές και πέρασε Σχολή Αστυφυλάκων. Ούτε και μεις οι καθηγητές του καταλάβαμε πώς έγινε. Μάλλον πήγε καλά στο μάθημα της Γλώσσας. Περιέργως έγραφε καλές εκθέσεις...

Πάντως, πολύ το χάρηκε κι αυτός και οι δικοί του και όλοι μας στο σχολείο. Βολεύτηκε, είπαμε, το παιδί, μια χαρά, πιάστηκε από μισθό, διότι τι είναι η Αστυνομία στο μυαλό μας, ένα βόλεμα είναι, Ελληνικό Δημόσιο είναι. Εντάξει, θα τρέξει τα πρώτα χρόνια, αλλά μετά όλο και θα πιάσει κανένα γραφείο να συντάσσει αναφορές ή να μοιράζει δικόγραφα. Έτσι, δεν γίνεται;
Τον είχα χάσει τον Πάρι όταν μια φορά, ενώ κατηφόριζα αμέριμνος από το Λόφο του Φρουρίου ακούω φωνές μέσα από ένα περιπολικό σταματημένο γωνία Βενιζέλου και Φιλελλήνων.
- Κύριεεεεε... Κύριεεεε... Γεια σας κύριε!
(Το ’χουμε αυτό οι δάσκαλοι, να μας φωνάζουν «κυρίους» εσαεί). Σκύβω και βλέπω τον Πάρη. Φορούσε μια στολή φαρδιά για τα μέτρα του κι ένα καπέλο που μάλλον του έφευγε απ’ το κεφάλι, το όλον μια φιγούρα κωμική που σού προκαλούσε γέλια. Δεν λέμε βέβαια ότι οι αστυνομικοί πρέπει να είναι όλοι ...«Ράμπο», αλλά σίγουρα δεν μπορείς να φανταστείς ότι αυτό το «πιδούλι» θα σε προστατεύσει αν χρειαστεί από κανένα κακό. Πιο πιθανό θα ήταν να το έβαζε κι ο ίδιος στα πόδια.
Η Κυριακή πάλι, η κοπέλα που δολοφόνησαν στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, δεν ήταν τίποτε διαφορετικό από τα εκατοντάδες χιλιάδες άλλα κορίτσια της ηλικίας της. Η τυπολογία είναι περίπου ίδια. Τελειώνουν το Λύκειο, πάνε σε μια σχολή, σε κάποιο ΙΕΚ, κάτι ψευτομαθαίνουν που συνήθως δεν εξασκούν ποτέ, στο τέλος καταλήγουν τα περισσότερα στην εστίαση, τη μεγάλη βιομηχανία της χώρας. Σερβίρουν στα καφέ, τα μπαρ, δουλεύουν εποχιακά, την βγάζουν με επιδόματα ανεργίας του ΟΑΕΔ, παίρνουν μαύρα, συμπληρώνουν το μεροκάματο με «τιπς» που αφήνουν οι πελάτες. Με δυο λόγια, μια ζωή που δεν ακολουθεί την παλιά ...γραμμική πορεία, με τα γνωστά στάδια, που θα πει σχολείο, σπουδές, γάμος, οικογένειά, παιδιά, και μεγάλωμα παιδιών. Όχι, δεν μπλέκουν σ’ αυτά οι Κυριακές μας, είναι άλλη γενιά, άλλη κοινωνία απ’ αυτήν που ήξερες. Κι έπειτα, ποια οικογένεια; Με τι λεφτά; Που το αφεντικό τη μια σε πληρώνει και την άλλη σ’ έχει στη στέγνα; Κάπου κει μέσα, θα γνωρίσουν το αγόρι. Που συνήθως έχει ανάλογη διαδρομή. Στην καλύτερη είναι ένα «εργατικό παιδί» με καλό χαρακτήρα. Συνήθως όμως είναι παιδιά που ψάχνονται. Έχουν όνειρα κι έχουν βιασύνη. Τα θέλουν όλα γρήγορα. Γρήγορο αμάξι, γρήγορη μηχανή, γρήγορο Ιντερνετ, γρήγορες σχέσεις. Κάποια στιγμή οι Κυριακές και τα αγόρια θα συγκατοικήσουν. Δυαράκι στα Κάτω Πατήσια. Δεν συζητούν για γάμο, δεν είναι και πολύ στη λογική τους. Κι εκεί η ζωή αρχίζει να δείχνει το πραγματικό πρόσωπό της. Το ενοίκιο πανάκριβο, έξοδα, λογαριασμοί, πλήρωνε εσύ, εγώ δεν έχω, ξέμεινα από δουλειά. Ναι αλλά λεφτά για μπάφους βρίσκεις όμως. Τι είπες ρε μ@λ@κισμένο; Αυτό που ακούς είπα αγόρι μου, που κλειστήκαμε εδώ μέσα και δεν κάνουμε τίποτα... Μού τρως κάθε μέρα τη ζωή, το κατάλαβες ρε;
Κουβέντες. Χωρίς πολλές ευγένειες πια, κουβέντες που πονάνε και ξεσκίζουν σχέσεις και αγάπες και που καμιά φορά παίρνουν άσχημη τροπή. Κι ο άλλος, χαμένος στο αλκοόλ θα σηκώσει χέρι. Χωρισμοί, ξανασμίξιμο, και πάλι ξύλο, καταγγελίες στην Αστυνομία, μια, δυο, πέντε φορές, δεν πάει άλλο, φεύγω... Τι τεράστιο στίχο είχε γράψει ο Άκης Πάνου σε κείνο το υπέροχο τραγούδι... «Τον έρωτα τον σκότωσε η μιζέρια ...Κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά».
Τρομάζω... Τρελαίνομαι σαν σκέφτομαι πόσο κακό, πόση μιζέρια, πόση διάψευση ονείρων στεγάζουν αυτά τα εκατοντάδες χιλιάδες δυαράκια των μεσαίων συνοικιών της Αθήνας όπου έχει μαζευτεί και ζει η σημερινή Ελλάδα. Κυψέλη, Παγκράτι, Αμπελόκηποι, αλλά και Νίκαια, Κερατσίνι, Καμίνια, Πειραιάς, δυαράκια που γίνονται νεκροταφεία σχέσεων, νεκροταφεία ερώτων και προσδοκιών, μικρά εργοστάσια βίας και πόνου.
Θα μου πεις καλύτερα οι διπλανοί; Κάθε διαμέρισμα τα δικά του... Τις προάλλες ήρθε η Αστυνομία κι έψαχνε τον νεαρό τον Φάνη... Πήραν τη μάνα του στο Τμήμα, υπεύθυνη λέει, γιατί ο Φάνης, μαθητής είναι, πλάκωσε με κάτι άλλους έναν άλλο πιτσιρικά έξω απ’ το σχολείο. Στην τηλεόραση ειδικοί ανέλυαν για μια ακόμη φορά το φαινόμενο της νεανικής βίας που όλο και εξαπλώνεται. Φταίει η οικογένεια, έλεγαν... Ποια οικογένεια; Ο άλλος έφυγε, την παράτησε, αυτή διαλυμένη απ’ τη δουλειά, ποιον Φάνη να ελέγξει;
* * *
Τυχαία έμαθα πως ο Πάρις που τον φωνάζαμε Παρούλη, πήρε μετάθεση στην Αθήνα. Ζόρισαν εκεί τα πράγματα κι ο Μητσοτάκης φώναξε τον Χρυσοχοΐδη και ζήτησε αύξηση της αστυνόμευσης. «Μη μασάς ρε», τού είπαν. Πάντα έτσι γίνεται. Άσε να περάσει η φούρια και θα χαλαρώσουν πάλι τα πράγματα, θα σε φέρουμε πίσω.
Είκοσι πέντε χρονών «πιδούλι» -ναι τα παιδιά που μεγαλώνουμε στα είκοσι πέντε τους παραμένουν πάντα παιδιά- ο Πάρις ο Παρούλης τοποθετήθηκε σε Αστυνομικό Τμήμα στις δυτικές συνοικίες της πρωτεύουσας. Δεν ξέρω τι θα έκανε, πώς θα αντιδρούσε κι αν θα ήταν σε θέση να προστατεύσει μια Κυριακή, μια Ελένη, μια Έφη που θα πήγαινε εκεί να γυρέψει βοήθεια, κυνηγημένη από ένα θολωμένο μυαλό. Αλλά είμαι βέβαιος ότι θα κατέγραφε με ιδιαίτερη ενδελέχεια και ακρίβεια το συμβάν στο Ημερολόγιο συμβάντων. Όπως σας είπα και πιο πάνω, περιέργως έγραφε καλές εκθέσεις...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskaLessis

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο προπολεμικός ναός του Αγ. Αχιλλίου

Ο προπολεμικός μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου. Νοτιοανατολική άποψη.  Επιστολικό δελτάριο του Λαρισαίου βιβλιοχαρτοπώλη Α. Παναγιωτακόπουλου. Αρχές δεκαετίας 1930.
Ο προπολεμικός μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου. Νοτιοανατολική άποψη. Επιστολικό δελτάριο του Λαρισαίου βιβλιοχαρτοπώλη Α. Παναγιωτακόπουλου. Αρχές δεκαετίας 1930.

Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο το 1881, η πόλη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποβάλλει τη τουρκογενή φυσιογνωμία της. Σχεδόν αμέσως, το 1882, άρχισαν οι ενέργειες για την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου πόλεως. Μέσα στην ...κοσμογονία αυτή δεν αποκλείστηκε ούτε ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου. Υπήρχε από το 1794 η λεγόμενη βασιλική του Καλλιάρχη στο δυτικό άκρο του Λόφου της Ακροπόλεως, αλλά ο περιορισμένος χρόνος που δόθηκε από τους κατακτητές για την κατασκευή του [1] και οι επισωρευθείσες εν τω μεταξύ φθορές, καθιστούσαν αναγκαία την κατασκευή νέου επιβλητικού ναού.


Από το 1896 λοιπόν το εκκλησιαστικό συμβούλιο του ναού άρχισε σταδιακά να αλλάζει την μορφή και να αναβαθμίζει την αισθητική του. Σαν πρώτο βήμα προτάθηκε να οικοδομηθεί, σε επαφή με τη δυτική πλευρά της βασιλικής, ένα σύμπλεγμα αψιδωτού πρόπυλου νεοκλασικού ρυθμού, με δύο υψηλά κωδωνοστάσια εκατέρωθεν. Στο κατώτερο τμήμα της αναπτυσσόταν ένα συμμετρικό τρίλοβο προστώο με αψίδες. Δύο διπλοί ραβδωτοί μαρμάρινοι κίονες στο κέντρο και δύο διπλοί ημικίονες σε επαφή με τα πλάγια τοιχώματα του προστώου, συγκρατούσαν με όμορφα σκαλισμένα κιονόκρανα το τοίχωμα, δημιουργώντας έτσι ανάμεσά τους τρία τόξα. Το όλο νεοκλασικό σύμπλεγμα προσέδιδε ομορφιά και μεγαλοπρέπεια στην κεντρική είσοδο του ναού. Τα δύο κωδωνοστάσια βόρεια και νότια της νέας πρόσοψης ήταν τετραώροφα. Ο τελευταίος όροφος και των δύο, υψηλότερος όλων, φιλοξενούσε τις καμπάνες του ναού. Ολόκληρη η πρόσοψη ήταν δομημένη με λίθους, σμιλεμένους με τέχνη και επιδεξιότητα, έτσι ώστε να αποτελεί ένα εντυπωσιακό σύνολο.
Η ανακαίνιση όμως μόνον της πρόσοψης του ναού του Αγίου Αχιλλίου φαίνεται ότι δεν ικανοποιούσε πλήρως την αισθητική των κατοίκων της πόλης. Για τον λόγο αυτό τα εκάστοτε εκκλησιαστικά συμβούλια του ναού συνέχισαν να εργάζονται εντατικά, με σκοπό την ανεύρεση πόρων για την ολοκλήρωση νέου καθεδρικού ναού. Έτσι το 1904, επί αρχιερατείας του από Πλαταμώνος μητροπολίτου Λαρίσης Αμβροσίου Κασσάρα (1900-1910) και έπειτα από 110 χρόνια από την περιπετειώδη κατασκευή του το 1794, κατεδαφίσθηκε η ταπεινή βασιλική, μαζί με το παρακείμενο ετοιμόρροπο κτίριο του παλαιού επισκοπείου και στην ίδια ακριβώς θέση οικοδομήθηκε περίλαμπρος ναός που αποτυπώνεται στη δημοσιευόμενη φωτογραφία. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας μεγάλης σε μέγεθος και επιβλητικής σε ύψος τρίκλιτης σταυροειδούς βασιλικής με τρούλο, της οποίας η θέση ψηλά στον λόφο της προσέδιδε επί πλέον ύψος, ειδικά όταν την αντίκριζε κανείς από κάτω, καθώς διέσχιζε την πέτρινη γέφυρα του Πηνειού.
Στην ανατολική όψη προείχαν τρεις μεγάλες πεντάπλευρες κόγχες. Η μεσαία ήταν μεγαλύτερη και αντιστοιχούσε εσωτερικά στην κεντρική αψίδα του Ιερού Βήματος. Οι δύο πλάγιες, βόρεια και νότια, εσωτερικά αντιστοιχούσαν στις αψίδες της Προθέσεως και του Διακονικού αντίστοιχα, ήταν ισομεγέθεις και σε διαστάσεις μικρότερες από την κεντρική. Η στέγη του κυρίως ναού ήταν σταυροειδής. Στο κέντρο της σταυροειδούς στέγης, ορθώνονταν ο τρούλος, ψηλός, κομψός , επιβλητικός και έφερε περιμετρικά δώδεκα ψηλά παράθυρα με έγχρωμους υαλοπίνακες, τα οποία δημιουργούσαν με τις ακτίνες του ηλίου στο εσωτερικό του ναού εξαιρετική χρωματική πανδαισία. Στην κορυφή του τρούλου δέσποζε μεγάλος μαρμάρινος σταυρός, ορατός από μεγάλη απόσταση.
Η νέα λοιπόν αυτή εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, επιβλητική και κομψή, εγκαινιάσθηκε από τον μητροπολίτη Λαρίσης Αμβρόσιο την Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου του 1907 και αποδόθηκε μεγαλοπρεπής στη λατρεία όλων των Λαρισαίων και ιδιαίτερα των ενοριτών του Τρανού Μαχαλά. Αποτελούσε πλέον το κόσμημα του λόφου της Ακρόπολης και πρόβαλε ευχάριστα σε κάθε επισκέπτη της Λάρισας από την πύλη του Τυρνάβου.
Στο εσωτερικό του ναού εντύπωση προκαλούσαν οι δεσποτικές εικόνες, οι οποίες με παραίνεση του μητροπολίτου Αμβροσίου, παρέμειναν οι ίδιες της παλαιάς εκκλησίας. Είχαν αγιογραφηθεί το 1802 στη Μόσχα και ήταν εξαιρετικής τέχνης [2].
Η διάρκεια ζωής του προπολεμικού ναού του Αγίου Αχιλλίου υπήρξε δυστυχώς πολύ σύντομη, μόλις 34 χρόνια. Στις 5 και 53΄ το πρωί της 1ης Μαρτίου 1941, σεισμός 6,3 βαθμών της κλίμακας Richter επέφερε στον ναό σημαντικές καταστροφές. Κατέρρευσαν οι επάνω όροφοι των κωδωνοστασίων και μέρος της στέγης και πληγώθηκαν ανεπανόρθωτα οι τοίχοι. Ακολούθησαν οι συνεχόμενοι βομβαρδισμοί, αρχικά της ιταλικής και εν συνεχεία της γερμανικής αεροπορίας, οι οποίοι ολοκλήρωσαν την καταστροφή με την πτώση του τρούλου και ολόκληρης της στέγης. Έτσι ερειπωμένος παρέμεινε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε κατεδαφίσθηκε εντελώς και στη θέση του δημιουργήθηκε ανθόκηπος. Σήμερα ως ενθύμιο της ύπαρξής του παραμένει μόνο ο κίονας επάνω στον οποίο στηριζόταν η Αγία Τράπεζα. Στον ίδιο χώρο δυτικότερα τοποθετήθηκε η προτομή του μητροπολίτου Λαρίσης Πολυκάρπου Δαρδαίου (1811-1818 και 1821), ο οποίος καρατομήθηκε από τους Τούρκους τον Σεπτέμβριο του 1821. Η προτομή αυτή είναι έργο του διάσημου Έλληνα γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρα και αποτέλεσε δωρεά στην πόλη του Λαρισαίου εμπόρου Ηλία Κολέσκα.
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία προέρχεται από επιστολικό δελτάριο της τυπογραφικής εταιρείας ΔΕΛΤΑ της Αθήνας του Εμμανουήλ Διακάκη, η οποία εν συνεργασία με τον βιβλιοχαρτοπωλείο του Λαρισαίου Α. Παναγιωτακόπουλου κυκλοφόρησε κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1930.
——————————
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ιερός ναός Αγίου Αχιλλίου Λαρίσης. Ιστορική διαδρομή 15 αιώνων. Λάρισα (2015) σελ.25-26.
[2]. Ορισμένες εξ αυτών έχουν διασωθεί από τον σεισμό του 1941 και τους βομβαρδισμούς της κατοχής και έχουν συντηρηθεί από ειδικούς συντηρητές του Διαχρονικού Μουσείου.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

 Η δυτική πλευρά του λόφου της Ακρόπολης (Τέλη 19ου αιώνα)

 
Άποψη της δυτικής πλευράς του Λόφου της Ακρόπολης της Λάρισας, όπως ήταν  στα τέλη του 19ου αιώνα. Φωτογραφία από το βιβλίο «ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες»,  έκδοση της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας-Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα.Άποψη της δυτικής πλευράς του Λόφου της Ακρόπολης της Λάρισας, όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα. Φωτογραφία από το βιβλίο «ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες», έκδοση της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας-Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Από τη λήψη της φωτογραφίας αυτής πρέπει να έχουν περάσει τουλάχιστον 130 χρόνια περίπου.

Θεωρείται μία από τις παλαιότερες φωτογραφίες της Λάρισας που έχουν διασωθεί και φυσικά η σημερινή αλλοίωση του χώρου αυτού είναι ολοκληρωτική και χωρίς επεξηγήσεις δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί, ακόμα και από ειδήμονες.
Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύθηκε στο λεύκωμα «ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες», το οποίο κυκλοφόρησε από τον Δήμο Λαρισαίων, είναι γεμάτο με χαρακτικά, πολύ παλιές φωτογραφίες, καθώς και φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα. Συνοδεύεται δε από ένα περιεκτικό ιστορικό κείμενο του δημοσιογράφου Νίκου Νάκου. Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε για πρώτη φορά επί δημαρχίας Αριστείδη Λαμπρούλη το 1986. Το ιδιαίτερο αυτής της έκδοσης ήταν ότι οι υπομνήσεις των εικόνων ήταν γραμμένες και στη ρωσική γλώσσα. Ακολούθησε η δεύτερη έκδοση το 1994 επί δημαρχίας Χριστόδουλου Καφφέ και το 2003 η τρίτη έκδοση επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Τζανακούλη.
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία απεικονίζει ένα μέρος της δυτικής πλευράς του Λόφου της Ακρόπολης της Λάρισας. Ο φωτογράφος έστησε τον τρίποδα της μηχανής του στον χώρο κοντά στο ρολόι της πόλης. Αποτυπώνει με ευκρίνεια τα κτίρια της περιοχής όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα. Κάτω χαμηλά υπάρχει ένας ελαφρά επικλινής, ανώμαλος και αδιαμόρφωτος χώρος, ο οποίος αντιστοιχεί στην παλιά Πλατεία Καλλιθέας ή Ακροπόλεως. Σε δεύτερο επίπεδο και ξεκινώντας από αριστερά διακρίνουμε στη σειρά τα εξής κτίρια:
—Στο βάθος απεικονίζεται τμήμα από τον τρούλο και ο μιναρές του τεμένους του Χασάν μπέη, εγγονού του κατακτητή της Λάρισας Τουρχάν μπέη. Ήταν το μεγαλύτερο, το μητροπολιτικό θα λέγαμε, τζαμί της οθωμανικής Λάρισας και ένα από τα σπουδαιότερα στον ελλαδικό χώρο. Είχε κτισθεί στις αρχές του 16ου αιώνα και αφού εξυπηρέτησε τις λατρευτικές ανάγκες των μουσουλμάνων της Λάρισας για τέσσερες αιώνες, κατεδαφίσθηκε το 1908, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών, έπειτα από τις σημαντικές φθορές που είχε συσσωρεύσει επάνω του ο χρόνος.
—Αμέσως δίπλα βρίσκεται το κτίριο που έκτισε το 1882 με δαπάνες του ο μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος Πετρίδης (1875-1896), νεοκλασικού ρυθμού, με το χαρακτηριστικό υπερώο στη στέγη [1].
—Η επόμενη πέτρινη κατοικία με τη χαρακτηριστική περίφραξη της μεγάλης αυλής που διαθέτει, ανήκει στον Λαρισαίο Αθανάσιο Μακρή [2]. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τον χρόνο ανέγερσής του, αλλά από την αρχιτεκτονική εμφάνιση προσδιορίζεται ότι έγινε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας (1870-1881).
—Κρυμμένο πίσω από τις δύο προηγούμενες κατοικίες και από μια συστάδα δένδρων, μόλις διακρίνεται ο τελευταίος όροφος του τριώροφου νεοκλασικού αρχοντικού του Ιωάννη Βελλίδη [3], το οποίο είχε κτισθεί λίγο πριν το 1890. Το ύψος του το καθιστούσε ορατό από μακριά και είναι αποτυπωμένο σε όλα σχεδόν τα χαρακτικά και τις φωτογραφίες της εποχής.
Και οι τρεις κατοικίες που περιγράψαμε υπέστησαν από τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και τους εχθρικούς βομβαρδισμούς σοβαρές καταστροφές και κατέστησαν ακατοίκητες. Μεταπολεμικά όλα τα σεισμόπληκτα κτίσματα της περιοχής αυτής απαλλοτριώθηκαν και κατεδαφίσθηκαν, για να ανεγερθεί στη θέση τους ο σημερινός επιβλητικός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου.
—Στη συνέχεια προς τα δεξιά και ελαφρώς πιο πίσω, διακρίνουμε τον αύλειο χώρο και τη νοτιοανατολική πλευρά της τρίκλιτης βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου, η οποία είναι γνωστή ως Βασιλική του Καλλιάρχη, από τον μητροπολίτη Διονύσιο Ε’ τον Καλλιάρχη (1791-1896) που φρόντισε το 1794 για την ανέγερσή του. Είναι χαρακτηριστική στην ανατολική πλευρά του ναού η τριγωνική κατάληξη της στέγης του κεντρικού κλίτους, καθώς και τα τρία ιδιόμορφης κατασκευής παράθυρα. Στη νοτιοανατολική γωνία του αύλειου χώρου του ναού, υψώνεται υποτυπώδες τριώροφο χαμηλό κωδωνοστάσιο. Το ισόγειο είναι ενσωματωμένο με τα υπόλοιπα γειτονικά κτίρια, ο μεσαίος όροφος είναι κτισμένος, ενώ ο άνω όροφος είναι ανοικτός, περιέχει την καμπάνα και καλύπτεται από ένα χαμηλό τετράκλινο επιστέγασμα [4]. Συνεχόμενα με το κωδωνοστάσιο διακρίνονται δύο απλά ισόγεια κτίσματα. Αυτά πρέπει να είναι εξαρτήματα του ναού, αφού ο προσανατολισμός τους είναι δυτικός, δηλαδή βλέπουν προς την αυλή και πιστεύεται ότι, μεταξύ των άλλων, αποτελούν και μέρος του περιτοιχίσματος το οποίο περιέκλειε κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας τον χώρο του ναού και του επισκοπικού κτιρίου που βρισκόταν σε επαφή με μέρος του βορείου τοίχου της βασιλικής.
Ο φωτογράφος μας είναι άγνωστος, η δε χρονολογία της φωτογραφίας είναι δύσκολο να ταυτοποιηθεί. Πρέπει όμως να είναι προ του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Πιθανόν ανάγεται στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 και θεωρείται από τις παλαιότερες φωτογραφίες της Λάρισας. —————————————-
[1].Ο Γιώργος Γουργιώτης, Σχεδίασμα μεταβυζαντινής – νεοελληνικής ιστορίας του ναού του Αγίου Αχιλλίου Λαρίσης. Ιστορική διαδρομή, Λάρισα (1986). Μάλιστα υποσημειώνει ότι η πληροφορία αυτή προήλθε από τον εκ μητρός απόγονο του μητροπολίτη, οφθαλμίατρο της Λάρισας Αριστείδη Σταυρόπουλο.
[2]. Ο Αθανάσιος Μακρής (1799-1882), εξέχων μέλος της λαρισαϊκής κοινωνίας, ήταν επιχειρηματίας και γαιοκτήμονας, με καταγωγή από την Καστανιά των Αγράφων, πατέρας του ιατρού Ευριπίδη Μακρή. Γρηγορίου Αλέξανδρος, Το Α’ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας (1899-1933), Θεσσαλονίκη (2013) σελ.83.
[3]. Ο Ιωάννης Βελλίδης (+ 1890) ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας. Μάλιστα για κάποιο χρονικό διάστημα είχε διατελέσει και νομαρχιακός σύμβουλος. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το αρχοντικό Βελλίδη, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 8ης Αυγούστου 2015.
[4]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ, Α’, Λάρισα (1996) σελ. 197-198.