Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014


Οι «σακατζήδες» της Λάρισας
• Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου



Η φωτογραφία αυτή προέρχεται από το επιστολικό δελτάριο αριθμ. 81 του φωτογράφου Στέφανου Στουρνάρα από τον Βόλο. Απεικονίζει τη δεξιά όχθη του Πηνειού, στο ύψος όπου σήμερα στεγάζεται το Τεχνικό Επιμελητήριο. Στο κέντρο ένα άλογο είναι φορτωμένο με ασκούς και από τις δύο πλευρές της ράχης του. Ο ιδιοκτήτης του ζώου κρατώντας ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο γεμίζει με νερό του ποταμού τους ασκούς (σακιά), για να μεταφέρει το περιεχόμε-
νό τους στην πόλη και να το πουλήσει.
Η Λάρισα, πόλη που διασχίζεται από ένα μεγάλο ποτάμι, τον Σαλαμπριά όπως τον ονόμαζαν
παλιότερα, είχε από την περίοδο των χρόνων της τουρκοκρατίας, μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης.Οι κάτοικοί της, αν και τα περισσότερα σπίτια
είχαν πηγάδια στην αυλή τους, εφοδιάζονταν το πόσιμο νερό από τον Πηνειό. Η γειτνίαση όμως με τους οικιακούς βόθρους καθιστούσε το νερό των πηγαδιών ακατάλληλο ως πόσιμο και το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για την καθαριότητα, την ατομική και την οικιακή. Το πόσιμο νερό το προμηθεύονταν από το ποτάμι,που δεν είχε πάψει ποτέ να κυλάει δίπλα στην πόλη. Αλλά όμως και αυτό δεν ήταν καθαρό, γάργαρο. Οι πηγές του ξεκινούσαν από την Πίνδο και στο μακρινό ταξίδι της διαδρομής μέχρι τη Λάρισα δέχονταν κάθε είδους ακάθαρτα υλικά,τα οποία αυξάνονταν καθώς συνέρρεαν καθ’ οδόν και άλλα από τους παραποτάμους του, οι οποίοι κάθε άλλο παρά καθαροί ήταν. 
Ο ιατρός Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πλέον επιτυχημένους δημάρχους της Λάρισας κατά τον 20ο αιώνα και είναι αυτός που έλυσε το πρόβλημα της ύδρευσης με τον καλύτερο τρόπο,σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1955[1]περιγράφει με τον δικό του τρόπο και με τη διάλεκτο της εποχής, τη διαδικασία με την οποία υδρεύονταν οι κάτοικοι της πόλης μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920: «Η πόλις κτισμένη επί της δεξιάς όχθης του Πηνειού, επί Τουρκοκρατίας εξ αυτού υδρεύετο. Το ύδωρ μετεφέρετο υπό υδροφόρων, των λεγομένων σακατζήδων, εις ασκούς δερματίνους, τους λεγομένους σακάδες, χωρητικότητος εκάστου 35-40 οκάδων[2], φερομένους ως πλήρες φορτίον επί ίππων ανά δύο. Το ύδωρ ηντλείτο εκ της κοίτης του Πηνειού και ιδίως κατεβάλλετο προσπάθεια να λαμβάνεται εκ του κεντρικού ρεύματος του ποταμού. Κατόπιν οι δερμάτινοι ασκοί αντεκατεστάθησαν δια βυτίων,φερομένων επί τροχοφόρου βάσεως, συρομένων δι’ ίππων. Η άντλησις του ύδατος αντεκατεστάθη υπό πετρελαιοκινήτων αντλιών, τοποθετημένων εις τας όχθας, εις δεξαμενάς σιδηράς,αρκετής χωρητικότητος, και εξ αυτών ελάμβανον δια κρουνών τα βυτία το ύδωρ». Οι φωτογραφίες της εποχής μας δίνουν μια ιδέα για τους σακάδες και τα φορτωμένα σε ζώα ή σε δίτροχα βυτία, που κατέβαιναν τη δεξιά όχθη του Πηνειού για να εφοδιασθούν με νερό.
Το νερό μεταφέρονταν στα σπίτια με κάποια μικρή οικονομική επιβάρυνση του νοικοκύρη και αποθηκεύονταν σε μεγάλα πήλινα δοχεία, τα κιούπια, τα οποία ήταν παραχωμένα βαθιά στο χώμα. Έριχναν μέσα στα γεμάτα δοχεία μικρή ποσότητα στύψης, η οποία σε λίγες ώρες είχε την ικανότητα να καθαρίζει το νερό από όλες τις φερτές ύλες, οι οποίες καθίζαναν στον πυθμένα του δοχείου και το νερό γινόταν διαυγές. Στη συνεχεία τα σκέπαζαν στεγανά, ώστε να διατηρείται απρόσβλητο το περιεχόμενο των δοχείων από σκόνες και διάφορα πετούμενα. Η κατανάλωση σαν πόσιμο γινόταν έπειτα από δύο περίπου ημέρες, ώστε να έχει ολοκληρωθεί η καθίζηση. Γι’ αυτό και κάθε κατοικία είχε περισσότερα από ένα κιούπια. Αυτή η διαδικασία μπορεί
να εξασφάλιζε στο νερό κάποια καθαρότητα,ουσιαστικά όμως αποστείρωση δεν γινόταν και η υγεία των κατοίκων ήταν επισφαλής. Ο κοιλιακός τύφος και άλλα εντερικά νοσήματα προσέβαλαν περισσότερο τους επισκέπτες και τους περαστικούς από την πόλη, ιδιαίτερα τους στρατιώτες, γιατί οι γηγενείς θα έλεγε κανείς ότι το είχαν συνηθίσει. Όμως δεν υπήρχε στη Λάρισα οικογένεια που να μην είχε δοκιμαστεί από την αρρώστια αυτή και πολλοί μάλιστα είχαν χάσει και τη ζωή τους[3].
Το πρόβλημα της ύδρευσης στη Λάρισα λύθηκε το 1930. Ήταν Κυριακή 6 Δεκεμβρίου, μια βροχερή μέρα πριν 84 χρόνια, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εγκαινίαζε τον Υδατόπυργο και τις κεντρικές εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού στο κτίριο του ΟΥΗΛ, το οποίο βρισκόταν εκεί όπου σήμερα υψώνεται το ημιτελές Δημοτικό Θέατρο. Έτσι η Λάρισα στον τομέα της ύδρευσης μέσα σε λίγα χρόνια έγινε παράδειγμα προς μίμηση.

[1]. Μιχαήλ Σάπκα. Ιστορικαί αναμνήσεις από την ανασυγκρότησιν και αναμόρφωσιν της Λαρίσης μετά την απελευθέρωσιν από την τουρκοκρατίαν. Τομ. Α’.
Ύδρευσις και Ηλεκτροφωτισμός, εν Λαρίση, (Ιούνιος 1955) σ. 23-24. Είναι το ένα από τα δύο βιβλία των πολλών χειρόγραφων αναμνήσεων που κατόρθωσε να εκδώσει. Το άλλο είναι τα Πεπραγμένα του τμήματος Λαρίσης του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Λάρισα (1955).

[2]. Περίπου 50 κιλά νερό ο κάθε ασκός.

[3]. Κώστας Περραιβός. Σακατζήδες και Βαρελάδες μας πότιζαν, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 9ης Μαΐου 1982.

nikapap@hotmail.com

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...
Η παλιά γέφυρα



Η σημερινή φωτογραφία ανήκει στον φωτογράφο από την Αδριανούπολη Δημήτριο Μιχαηλίδη[1]. Χρονολογείται περίπου στα 1884 και αποτυπώνει την πέτρινη γέφυρα του Πηνειού στη Λάρισα. Ο Μιχαηλίδης στάθηκε στο ύψωμα όπου βρισκόταν το τζαμί του Χασάν μπέη και έστρεψε τον φακό της μηχανής του προς τον βορρά.
Η γέφυρα αυτή ήταν, μέχρι την οριστική καταστροφή της το 1944, σημείο αναφοράς για την πόλη από ξένους και ντόπιους για την ομορφιά και τη χάρη της, στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν την αρχιτεκτονική ικανότητα του τεχνίτη της.Το πότε οικοδομήθηκε, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο. Πιστεύεται ότι την είχε κτίσει ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας
Τουραχάν μπέη, στις αρχές του 16ου αιώνα και θεωρείται ότι ήταν η πρώτη πέτρινη αμαξιτή γέφυρα που είναι γνωστή στον θεσσαλικό χώρο.
Ο συσχετισμός του τεμένους που ανεγέρθηκε προς τιμήν του δίπλα στη γέφυρα που έκτισε,είναι προφανής. Είχε μήκος 120 μέτρα και πλάτος 4,5 μέτρα, τα οποία μόλις που επέτρεπαν τη διασταύρωση δύο αμαξών επάνω της. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν και στα πλάγια ο δρόμος περιχαρακώνονταν σε χαμηλό ύψος (περίπου μέχρι το γόνατο ενός ενήλικα) με βαριά λίθινα στηθαία,κατασκευασμένα από μεγάλες, παχιές και μονοκόμματες πλάκες, τοποθετημένες πλάγια.
 Με την απελευθέρωση της Λάρισας, η γέφυρα παρουσίαζε σημαντικές φθορές. Ειδικά τα ογκώδη στηθαία, από την πρόσκρουση των αμαξών επάνω τους, είχαν χάσει τη σταθερότητα επειδή οι αρμοί τους είχαν χαλαρώσει. Η πρώτη επέμβαση λοιπόν που καταγράφεται στη γέφυρα μετά το 1881 είναι η ενίσχυση των αρμών μεταξύ των στηθαίων. Στη φωτογραφία που δημοσιεύεται φαίνεται καθαρά η ενίσχυση των στηθαίων με αρμούς σε λευκό χρώμα και μάλιστα σε περίοδο πλημμύρας.
Εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι ότι στο οδόστρωμά της συνωστίζονται άνθρωποι εν στάσει, πάνω σε ζώα ή και πεζοί και με μέτωπο προς τον φωτογραφικό φακό. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο στη φωτογραφία είναι η ποικιλία στην ενδυμασία τους. Στρατιωτικές στολές, φουστανελοφόροι με φέσια, αγρότες, φραγκοφορεμένοι,μικρά αγόρια, αποτελούν το ζωντανό στοιχείο της πόλης, πέρα από τα άψυχα κτίσματα και την πλημμυρίδα του νερού.
Το 1886 τάγμα μηχανικού του ελληνικού στρατού[2] ανέλαβε να διαπλατύνει και να διορθώσει υψομετρικά τη γέφυρα και να απομακρύνει τα ογκώδη και αντιαισθητικά πέτρινα στηθαία, στη θέση των οποίων τοποθετήθηκαν ψηλότερα κιγκλιδώματα. Με τις βελτιώσεις αυτές δόθηκε η ευκαιρία να κατασκευασθούν εκατέρωθεν πεζοδρόμια και η κυκλοφορία πεζών και τροχοφόρων σε ολόκληρη τη διαδρομή της έγινε πιο άνετη και ασφαλής.
Στη φωτογραφία πίσω από τη γέφυρα διακρίνονται μόνον τα υψηλότερα σημεία από το νησάκι,λόγω της πλημμύρας. Το νησάκι αυτό ήταν μικρό, βρισκόταν στο μέσον της κοίτης του ποταμού, την οποία χώριζε στα δύο και ήταν προσβάσιμο με βάρκες. Στη δεξιά όχθη παρατηρούμε ότι υπάρχει μικρή στεγασμένη κατασκευή,ένα μέρος της οποίας στηρίζεται με ξύλα στον πυθμένα του ποταμού. Πρόκειται ασφαλώς για ένα από τα καφενεία που υπήρχαν στην περιοχή αυτή του Πηνειού, όπως μας τα περιγράφει ο Βάσος Κυλικάς στη μελέτη του «Η μουσική κίνηση της Λάρισας από το 1881 μέχρι το 1935». Γράφει σχετικά σε κάποιο σημείο:«Από το 1881-1885 στη δεξιά όχθη του Πηνειού και κάτω ακριβώς από τη Μητρόπολη[3], σειρά ολόκληρη καφωδείων, που στηριζόταν σε ξύλινους πασσάλους,όπως τα σπίτια στην Κίτρινη θάλασσα[4], συγκεντρώνουν πλείστους Λαρισαίους».
Η ζωή της γέφυρας αυτής , η οποία κατά τη διάρκεια της κατοχής συμπλήρωνε σχεδόν μισή χιλιετία από την κατασκευή της από τον Χασάν μπέη, έμελλε να διακοπεί αιφνιδιαστικά. Τη Μ.Εβδομάδα του 1941 ανατινάχθηκε από τα βρετανικά στρατεύματα κατά την υποχώρησή τους,για να επιβραδυνθεί η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων και τον Οκτώβριο του 1944 επακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή της γέφυρας από τα γερμανικά στρατεύματα κατά την οπισθοχώρηση τους. Η ισχυρή έκρηξη που επακολούθησε έφερε το τέλος στη ζωή της γέφυρας που για αιώνες ήταν το σύμβολο της Λάρισας.

[1]. Είναι ο πρώτος φωτογράφος που έκανε συστηματική δουλειά στην αποτύπωση τοπίων της Θεσσαλίας.Αρχικά είχε φωτογραφείο στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην ψαραγορά (Baluk Pazar), ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Τη Θεσσαλία επισκέφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και από την επίσκεψή του αυτή γνωστό είναι σήμερα το λεύκωμά του Souvenir de Thessalie με 28 φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων και πολύ καλής τεχνικής από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας.

[2]. Παπασταύρου Αμαλία, Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση, από 1-14 Απριλίου 1897, Αλεξάνδρεια (1897) σελ. 3: «... κατά την επιστρατείαν εκείνην (1886), το μόνον περιφανές έργον της ήτο η γέφυρα της Λαρίσσης, ήτις ηυξύνθη υπό του λόχου του μηχανικού
επί στρατηγίας Σαπουντσάκη».

[3]. Εννοεί τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου.

[4]. Ο συγγραφέας τα συγκρίνει με τα ξυλόπηκτα σπί-
τια που αφθονούν και σήμερα σε πολλές φτωχικές συ-
νοικίες στις παράλιες πόλεις της Κίνας.

nikapap@hotmail.com

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ευχίδας – Ο δρομέας που έδωσε την ζωή του για να φέρει το ιερό πυρ των Δελφών στις Πλαταιές

Posted by olympia spyr στο Οκτωβρίου 7, 2014
Καλοκαίρι του 479 π.Χ. και η Μάχη των Πλαταιών μόλις έχει τελειώσει. Οι Έλληνες για μια φορά ακόμα κατάφεραν να αναχαιτίσουν τους Πέρσες εισβολείς. Οι εναπομείναντες Πέρσες παίρνουν την άγουσα για την επιστροφή αφήνοντας πίσω αφήνοντας πίσω τους ερειπωμένους Ναούς, καμένα Ιερά Άλση και κατεστραμμένους Βωμούς.


Οι Έλληνες με κοινό ψήφισμα αποφασίζουν για πενήντα χρόνια να μην τα αναστηλώσουν ώστε οι επόμενες γενιές να μην ξεχάσουν την βαρβαρότητα τους… Οι Πλαταιείς όμως πρέπει να εξαγνίσουν την Πόλη από το μίασμα που άφησαν πίσω τους οι βάρβαροι. έχουν μολύνει το πυρ που έκαιγε στον βωμό της. Το μίασμα θα φέρει κακοτυχία, λιμούς, δεινά.
Οι τελετές δεν θα έχουν αποτέλεσμα, οι Θεοί θα αποστρέψουν το προστατευτικό βλέμμα Τους από την ακάθαρτη Πόλη. Θα παραμείνει κατακτημένη και χωρίς τους βαρβάρους. Οι Πλαταιείς πολίτες θεωρούν ότι ο τόπος τους μολύνθηκε από την παρουσία των βαρβάρων εισβολέων και συμφωνούν στο ότι το άσβεστο πυρ της πόλης θα πρέπει να αντικατασταθεί με νέο από τους Δελφούς.
Οι άρχοντες της Πόλεως καλούν αμέσως μετά την μάχη τον οπλίτη-ημεροδρόμο Ευχίδα. Δεν υπάρχει ούτε σκέψη να περιμένουν έστω και μια νύκτα για ξεκούραση. Το μίασμα είναι υψίστης προτεραιότητος. Κάθε καθυστέρηση εξαγνισμού αποτελεί ανόσια πράξη και ύβρη προς τους Θεούς της Πόλεως. Το έργο αναλαμβάνει ο οπλίτης ημεροδρόμος Ευχίδας, ο οποίος καλείται να πάει τρέχοντας μέχρι τους Δελφούς και να επιστρέψει φέρνοντας καθαρή καινούργια φωτιά, που θα την πάρει από το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Ο Ευχίδας ήταν πολεμιστής στην μάχη των Πλαταιών, περίφημος για την ταχύτητά του στο τρέξιμο Ο Ευχίδας πρέπει να πάει στους Δελφούς και να φέρει εξαγνισμένο πυρ από τον Ναό του Απόλλωνος και να γυρίσει πίσω. Τρέχοντας, πρέπει να καλύψει μία απόσταση 1000 σταδίων, ισοδύναμη με 200 χιλιόμετρα μέσα από χαράδρες, στενά μονοπάτια, άλση και βουνά.
Η απόσταση είναι τεράστια, η κόπωση από την μάχη μεγάλη. Όμως είναι ο ημεροδρόμος της Πόλεως των Πλαταιών. Η φυσική του αντοχή σε μεγάλες αποστάσεις είναι μεγαλύτερη των συμπατριωτών του. Η αποστολή του Ιερή.
Ο Ευχίδας ξεκινά και περνώντας δάση, βουνά και ρεματιές, φτάνει στον προορισμό του, θα εξαγνιστεί στην Κασταλία Πηγή, θα φορέσει δάφνινο στεφάνι, θα πάρει το Ιερό Πυρ και θα επιστρέψει σε 24 ώρες στις Πλαταιές για να το παραδώσει.
Όταν άναψε το πυρ στον βωμό που είχε στηθεί για τον εορτασμό της νίκης στη μάχη, ασπάσθηκε τους συμπολεμιστές του και απεβίωσε.
Οι Πλαταιείς τον ενταφίασαν στο ιερό της Ευκλείας Αρτέμιδας, χαράζοντας επάνω στον τάφο του, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, το επίγραμμα: “Ευχίδας Πυθώδε τρέξας ήλθοε τώδ’ αυθημερόν” (Πλουτάρχου Αριστείδης, 20)
Ο ηρωικός ημεροδρόμος έτρεξε σύμφωνα με τις μαρτυρίες, περίπου 1.000 στάδια (δηλαδή περίπου 200 χιλιόμετρα!! Σήμερα, έχει θεσπισθεί και ο Ευχίδειος Άθλος, ιστορικός αγώνας υπεραποστάσεων, με πολύχρονη παρουσία στα αθλητικά δρώμενα της χώρας μας.