Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η περιοχή του Αγίου Νικολάου


Άποψη της Λάρισας από το καμπαναριό του ναού του Αγ. Νικολάου.  Φωτογραφία του Ιω. Κουμουνδούρου. Περίπου 1925. Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ.Άποψη της Λάρισας από το καμπαναριό του ναού του Αγ. Νικολάου. Φωτογραφία του Ιω. Κουμουνδούρου. Περίπου 1925. Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η φωτογραφία που δημοσιεύεται επιγράφεται από τον εκδότη της «Άποψις Λαρίσης». Είναι του Λαρισαίου Ιωάννου Κουμουνδούρου, το κατάστημά του οποίου βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Φιλελλήνων και Κύπρου, σε ένα ισόγειο κτίριο απέναντι ακριβώς από τη Στρατιωτική Λέσχη, και έβλεπε προς την Φιλελλήνων.

Στο ίδιο κτίριο στεγαζόταν και η Λαϊκή Τράπεζα, αλλά αυτή είχε πρόσοψη προς την Κεντρική Πλατεία (Θέμιδος).
Ο φωτογράφος ανέβηκε στο ψηλότερο επίπεδο του τετραώροφου προπολεμικού καμπαναριού του ναού του Αγίου Νικολάου [1]. Από το σημείο αυτό κατηύθυνε τον φακό του προς βορρά και αποτύπωσε ένα μεγάλο τμήμα του κεντρικού τομέα της Λάρισας. Ο Κουμουνδούρος κατέγραψε σε φωτογραφικό χαρτί και άλλες απόψεις της πόλης και τις εμπορεύονταν σαν επιστολικά δελτάρια. Η οπίσθια πλευρά των καρτών ήταν γυμνή, δηλαδή χωρίς να φροντίσει να υπάρχουν τυπογραφικά στοιχεία, είτε προσωπικά του εκδότη, είτε διαγραμμίσεις που να διευκολύνουν τον αποστολέα. Η ποιότητα των φωτογραφιών του είναι φτωχή, οι εμφανίσεις τους σε ορισμένες φαίνεται να είναι πρόχειρες σε σύγκριση με τις άλλες που κυκλοφορούσαν την προπολεμική περίοδο στην αγορά και είναι όλες ασπρόμαυρες. Όμως οι απόψεις της πόλεως που έχει καταγράψει είναι πολύ ενδιαφέρουσες, πρωτότυπες και διαφορετικές από εκείνες των άλλων καρτών.
Για καλύτερη ανάγνωση της φωτογραφίας, θα την χωρίσουμε σε τρεις εγκάρσιες ζώνες. Στην κάτω ζώνη, από αριστερά στην αρχή διακρίνουμε τα κεραμίδια της ανατολικής πλευράς της δίκλινης στέγης του ναού του Αγίου Νικολάου. Στο κέντρο υπάρχουν ψηλόλιγνα κυπαρίσσια, ενώ δεξιά φαίνεται ένα μέρος από το προστατευτικό τοιχίο της αυλής. Ο τοίχος αυτός ήταν όμορφα δομημένος από πελεκητή πέτρα σε εξάγωνο σχήμα, ύψους ενός περίπου μέτρου και συμπληρωνόταν προς τα πάνω από μεταλλικό κιγκλίδωμα, εμπλουτισμένο με όμορφα σχέδια, ύψους ενός περίπου μέτρου και αυτό. Ο τοίχος περιέτρεχε όλο το τετράγωνο, μέσα στο οποίο βρισκόταν ο ναός και η τεράστια και πλούσια δενδροφυτευμένη αυλή του. Με λίγη προσοχή μπορεί να διακρίνει κανείς στη φωτογραφία αυτή και το επάνω μέρος από το μαρμάρινο εικονοστάσι που βρισκόταν σε επαφή με το τοιχίο, στην καμπύλη γωνία των οδών Ηπείρου και Βασιλίσσης Σοφίας (Παπαναστασίου).
Στη μεσαία ζώνη, αριστερά διακρίνεται μια μεγάλη περιτοιχισμένη αυλή, η οποία ανήκε στο σπίτι της αρχοντικής οικογένειας των Πρωτοσύγκελων της Λάρισας, από τα Αμπελάκια. Η κατοικία δυστυχώς δεν φαίνεται στην άποψη αυτή. Στο μέσον υπάρχει μια σειρά από κατοικίες οι οποίες περικλείονται στο τρίγωνο μεταξύ των σημερινών οδών Ψαρών, Μανδηλαρά και Παπαναστασίου. Το κτίσμα που βρίσκεται στη γωνία αυτού του τριγώνου φέρει επιγραφή με την ένδειξη «ΦΩΤΟΖΩΓΡΑΦΕΙΟΝ». Πρόκειται για το εργαστήριο το οποίο διατηρούσαν προπολεμικά δύο σπουδαίοι ζωγράφοι-αγιογράφοι και φωτογράφοι, ο Χρυσόστομος Παπαμερκουρίου και ο Παντελής Γκίνης [2]. Πίσω από το εργαστήριο αυτό διακρίνεται μια μεγάλη διώροφη οικοδομή, η οποία ανήκε στον Παπαμερκουρίου. Στο βάθος και στη γωνία των οδών Ψαρών και Μανδηλαρά (οδός Πρωτεσιλάου τότε) αναγνωρίζεται η κατοικία της οικογένειας Σακελλαρίδη, ενώ πιο πίσω, επί της οδού Βελή διακρίνεται το αέτωμα της κατοικίας Ξυραδάκη. Δεξιότερα, αφού μεσολαβεί η οδός Παπαναστασίου, υπάρχουν και άλλα κτίσματα και ο φακός φθάνει μέχρι τον πύργο του προπολεμικού ρολογιού της πόλης.
Στην επάνω ζώνη απλώνεται το κέντρο της προπολεμικής Λάρισας. Αριστερά η εικόνα είναι λίγο σκοτεινή, αλλά διακρίνεται αποθηκευμένος ο σιδερένιος σκελετός της γέφυρας του Κουτσόχερου [3] στον χώρο του εργοστασίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας, γνωστής αργότερα ως ΟΥΗΛ και σήμερα ως ΔΕΥΑΛ. Στη θέση αυτή βρίσκεται από χρόνια το ημιτελές Δημοτικό Θέατρο. Στο μέσον, στη γωνία των οδών Παπαναστασίου και Κουμουνδούρου, εξέχει ένα διώροφο κτίριο. Σ’ αυτό στεγαζόταν η χειρουργική κλινική του Βασιλείου Παπαδημητρίου, στενού συνεργάτη του Μιχαήλ Σάπκα στη διοίκηση του τοπικού τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κατά τις δύσκολες ημέρες της κατοχής. Στο βάθος μπορούμε να εντοπίσουμε και πολλά άλλα κτίσματα, μεταξύ των οποίων, το υπερώο της Εθνικής Τράπεζας, το τριώροφο «Πανελλήνιον», το μέγαρο Κατσαούνη, όπου στεγάσθηκε κάποια στιγμή το καφενείο «Παλλάδιον», κλπ.
Όσον αφορά τώρα τη χρονολόγηση της φωτογραφίας, οδηγός μας είναι η παρουσία του σιδερένιου σκελετού της γέφυρας στο κτίριο της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Εφ’ όσον είναι γνωστό ότι τοποθετήθηκε το 1925 στο Κουτσόχερο, η φωτογράφηση τοποθετείται πριν τη χρονολογία αυτή.

 

[1]. Για εικόνα και περιγραφή του καμπαναριού αυτού βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το παλιό καμπαναριό του Αγίου Νικολάου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 26ης Απριλίου 2015, σελ. 4.
[2]. Η συνεργασία τους κυρίως στην αγιογράφηση ήταν τόσο επιτυχημένη και η εργασία τους τόσο αποδοτική, ώστε σήμερα δεν υπάρχει παλιός ναός στη Λάρισα και την περιοχή της που να μην έχει φορητές εικόνες οι οποίες να φιλοτεχνήθηκαν στο φωτοζωγραφείο αυτό. Μεταπολεμικά συνεχίστηκε η συνεργασία τους, αλλά μετέφεραν το εργαστήριό τους στη γωνία των οδών Παπαναστασίου και Παπακυριαζή.
[3]. Η γέφυρα αυτή έχει μια μικρή ιστορία. Επειδή Λάρισα και Τρίκαλα είχαν μεταξύ τους μόνον οδική σύνδεση, ενώ οι άλλες πόλεις της Θεσσαλίας (Τρίκαλα-Καρδίτσα-Βόλος) είχαν και σιδηροδρομική, κατασκευάσθηκε από το κράτος ειδική σιδερένια γέφυρα, η οποία γεφύρωνε την κοίτη του Πηνειού στην περιοχή του Κουτσόχερου. Όμως επειδή ο Θεσσαλικός σιδηρόδρομος θα έχανε ένα μεγάλο μέρος επιβατών, οικονομικά ασύμφορο γι’ αυτόν, η γέφυρα όχι μόνο δεν τοποθετήθηκε, αλλά αποθηκεύτηκε στη Λάρισα, στην αυλή του χώρου της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Τελικά η γέφυρα τοποθετήθηκε στη θέση της το 1925 και υπάρχει μέχρι σήμερα παραμελημένη.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το 404 Στρατιωτικό Νοσοκομείο

 
Το Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Λάρισας στο τελευταίο στάδιο κατασκευής του.  Επιστολικό δελτάριο του Νικ. Στουρνάρα. 1936 περίπου.Το Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Λάρισας στο τελευταίο στάδιο κατασκευής του. Επιστολικό δελτάριο του Νικ. Στουρνάρα. 1936 περίπου.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η πόλη της Λάρισας, χάρη στη σπουδαία γεωπολιτική θέση την οποία κατέχει, υπήρξε ανέκαθεν τόπος συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων και έδρα ανώτατων διοικητικών σχηματισμών τόσο σε περιόδους ειρήνης, όσο και κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων.

Επομένως η ανάγκη όπως υποστηριχθούν υγειονομικά όλες αυτές οι τεράστιες στρατιωτικές μονάδες που εδρεύουν εδώ, καθιστούσε υποχρεωτική την παρουσία ενός μεγάλου στρατιωτικού νοσοκομείου στην περιοχή. Στη μακραίωνη ιστορία της, η πόλη μας φιλοξένησε πολλές φορές στρατεύματα φίλια και εχθρικά. Και ενώ ιστορικά υπάρχουν κατά διαστήματα πληροφορίες για υποτυπώδεις παροχές περίθαλψης στις ομάδες του πληθυσμού της περιοχής, για αμιγή στρατιωτικά νοσηλευτήρια δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.
Στην περίπτωση της Λάρισας, οι πρώτες πληροφορίες για αμιγή στρατιωτικά νοσηλευτήρια ανάγονται στον 19ο αιώνα. Υπάρχουν μαρτυρίες παλιών Λαρισαίων, από τις οποίες προκύπτει ότι στο Αλκαζάρ και συγκεκριμένα στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το κηποθέατρο, λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο, το ονομαζόμενο Χαστανιέ [1].
Από τα πρώτα χρόνια της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας είχε γίνει φανερή η έλλειψη στρατιωτικού νοσηλευτικού ιδρύματος στην περιοχή της και η Λάρισα, έδρα μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων, ήταν ο κατάλληλος χώρος για την ανέγερσή του. Τόσο κατά τις συνοριακές αψιμαχίες του 1886 με τους Τούρκους, όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897, συναντούμε μεγάλα κτίρια της Λάρισας να έχουν μετατραπεί προσωρινά σε στρατιωτικά νοσοκομεία ή αναρρωτήρια (Διδασκαλείο, αρχοντικό Κων. Σκαλιώρα, κ.ά.).
Από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα είχε αρχίσει η εκπόνηση μελέτης για τη δημιουργία στη Λάρισα ενός μεγάλου και σύγχρονου στρατιωτικού νοσοκομείου [2], το οποίο να καλύπτει τις ανάγκες της Θεσσαλίας, η οποία την περίοδο εκείνη ήταν παραμεθόριος περιοχή, αφού τα σύνορα έφθαναν μέχρι τη Μελούνα. Η κατασκευή του όμως πέρασε από πολλές περιπέτειες. Το 1912 οι εργασίες κατασκευής του νοσοκομείου που μόλις είχαν αρχίσει, διακόπηκαν για δύο περίπου δεκαετίες. Οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, ο εθνικός διχασμός, η παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων της Αντάντ στα γεγονότα του 1917, η εκστρατεία της Μικράς Ασίας και η επακολουθήσασα τραγωδία του 1922, με όλες τις συνέπειές της, υπήρξαν οι κύριες αφορμές της διακοπής της ανέγερσης.
Ελλείψει στρατιωτικού νοσοκομείου, όλο αυτό το χρονικό διάστημα χρησιμοποιείτο άλλοτε μία πτέρυγα του τότε Δημοτικού Νοσοκομείου της πόλης, διάφορα ευρύχωρα κονάκια ή αρχοντικά και άλλοτε το υποτυπώδες στρατιωτικό νοσοκομείο των Τρικάλων.
Μετά το 1930 συνεχίσθηκαν οι εργασίες ανέγερσης του νοσοκομείου, που είχαν διακοπεί για είκοσι περίπου χρόνια. Κατά την περίοδο 1931-1934 στρατιωτικό νοσοκομείο στεγάσθηκε σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις που υπήρχαν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας (Α.Τ.Α.).
Το 1934-35 τελείωσαν οι βασικές εργασίες στο υπό ανέγερση νέο οίκημα και το 1936 εγκαινιάσθηκε επίσημα. Ονομάστηκε Β’ Στρατιωτικόν Νοσοκομείον, επειδή λειτουργούσε αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των υγειονομικών αναγκών του Β΄ Σώματος Στρατού, το οποίο είχε τότε την έδρα του στη Λάρισα και κάλυπτε στρατιωτικά ολόκληρη τη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία και το νομό Φθιώτιδας. Την περίοδο εκείνη θεωρείτο το μεγαλύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο όχι μόνον του ελληνικού, αλλά και του ευρύτερου βαλκανικού χώρου. Στους ευρύχωρους και υψηλούς θαλάμους του αναπτύσσονταν με ευκολία 170 κλίνες.
Από το 1940 και μετά το στρατιωτικό νοσοκομείο της Λάρισας ακολουθεί από κοντά τις τύχες της χώρας μας. Με την έναρξη του πολέμου και κατά τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές του Απριλίου του 1941 βομβαρδίστηκε, όπως και όλη η πόλη, χωρίς όμως να υποστεί σοβαρές υλικές ζημιές. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα το νοσοκομείο επιτάχθηκε και εξυπηρέτησε τις υγειονομικές ανάγκες του κατοχικού στρατού. Οι Γερμανοί όχι μόνον επούλωσαν τις ζημιές από τον προηγηθέντα βομβαρδισμό, αλλά επέφεραν και σημαντικές βελτιώσεις στο κτίριο. Έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής λειτούργησε σαν γερμανικό στρατιωτικό νοσοκομείο με ανεπτυγμένα πολλά τμήματα.
Το 1944, μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, το νοσοκομείο περιήλθε και πάλι στην υγειονομική υπηρεσία του στρατού και έπειτα από ορισμένες επισκευές επαναλειτούργησε με την επωνυμία 404 Γενικόν Στρατιωτικόν Νοσοκομείον Λαρίσης.
Αρχιτεκτονικά όλο αυτό το διάστημα των 88 περίπου χρόνων από τη λειτουργία του, το νοσοκομείο δεν άλλαξε την κτιριακή του μορφή σχεδόν καθόλου. Όπως διαπιστώνουμε είναι ένα απέραντο επίμηκες, ισόγειο και σε ορισμένα τμήματα διώροφο στερεό κτίριο, με απλή εξωτερική εμφάνιση, ευρείς θαλάμους νοσηλείας, απέραντους διαδρόμους, και τον κατάλληλο επιστημονικό εξοπλισμό.
Μεταπολεμικά ο μεγάλος χώρος που υπήρχε πίσω από το νοσοκομείο, εκεί όπου στεγάζεται και ο ναός του Αγίου Αντωνίου, παραχωρήθηκε από τις στρατιωτικές αρχές στον Δήμο Λαρισαίων, ο οποίος δημιούργησε μια όαση πρασίνου, ένα δημοτικό πάρκο, για τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής.


[1]. Περισσότερα για το νοσοκομείο αυτό βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Χαστανιέ. Το τουρκικό νοσοκομείο της Λάρισας, «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α’», Λάρισα (2016) σελ. 17-20.
[2]. «Την εβδομάδα ταύτην περατούται η εν τω ενταύθα γραφείω του Μηχανικού Θεσσαλίας, εκπόνησις του σχεδίου του αναγερθησομένου εν τη πόλει μας Στρατιωτικού Νοσοσκομείου. Τούτο θα ανεγερθή εν τω χώρω όπου ήτο μέχρι τούδε η πυριτιδαποθήκη Αρναούτ, θα στοιχίση περί τας 300.000 δραχμών και θα πληροί δεόντως άπαντας τους όρους ενός τελείου νοσοκομείου», εφ. «Μικρά», φύλλο της 11ης Φεβρουαρίου 1910. Η πυριτιδαποθήκη Αρναούτ βρισκόταν στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου.

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το ζαχαροπλαστείο «Κυβέλεια» των αδελφών Βρεττόπουλου


Το εργαστήριο του Ζαχαροπλαστείου «Κυβέλεια» των αδελφών Βρεττόπουλου.  Φωτογραφία της οικ. Κ. Βρεττόπουλου. Το εργαστήριο του Ζαχαροπλαστείου «Κυβέλεια» των αδελφών Βρεττόπουλου. Φωτογραφία της οικ. Κ. Βρεττόπουλου.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου nikapap@hotmail.com

Το «Κυβέλεια» ήταν ένα από τα αριστοκρατικότερα και πολυσύχναστα ζαχαροπλαστεία της Λάρισας, από τη διάρκεια του μεσοπολέμου μέχρι και τη δεκαετία του 1960.

Ιδρυτές του υπήρξαν τα τρία αδέλφια Βρεττόπουλου. Ο Μήτσος, ο Θανάσης και ο Γιώργος. Ο Μήτσος Βρεττόπουλος ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία και ο ιθύνων νους της επιχείρησης. Σε νεαρότερη ηλικία είχε θητεύσει υπάλληλος στο ζαχαροπλαστείο Πατέρα στη Λάρισα και ανήσυχος καθώς ήταν πήγε στου Φλόκα στη Θεσσαλονίκη και στο περίφημο ζαχαροπλαστείο Loubier στην Αθήνα. Σ’ αυτά τα ξακουστά μαγαζιά κατόρθωσε να αποκτήσει μια σπουδαία εμπειρία στην τέχνη της παρασκευής, της άρτιας εμφάνισης και της καλής ποιότητας γλυκισμάτων.
Το ζαχαροπλαστείο «Κυβέλεια» το άνοιξαν τα τρία αδέλφια μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, σε ένα ισόγειο κτίσμα το οποίο βρισκόταν επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), ακριβώς απέναντι από το σημερινό ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς». Με την έναρξη της λειτουργίας του ο Μήτσος είχε την έμπνευση να στείλει στο Παρίσι τον μικρότερο αδελφό του Γιώργο, έναν ατίθασο και επαναστατικό χαρακτήρα, για να εκπαιδευθεί στην εκμάθηση της σύγχρονης ευρωπαϊκής ζαχαροπλαστικής και μάλιστα σε ένα από τα αριστοκρατικότερα ζαχαροπλαστεία της γαλλικής πρωτεύουσας. Αλλά το Παρίσι εκτός από τα καλά γλυκά, διέθετε και γλυκύτατες Γαλλιδούλες. Όταν πληροφορήθηκαν εδώ οι δικοί του ότι οι σπουδές δεν πήγαιναν καλά, τον έφεραν πίσω και τον τοποθέτησαν υπάλληλο στο εργαστήριο του «Κυβέλεια». Δεν έμεινε όμως για πολύ. Έφυγε για την Αθήνα όπου άνοιξε ζαχαροπλαστείο. Κατά την Κατοχή επέστρεψε στη Λάρισα και άνοιξε ένα μικρό δικό του ζαχαροπλαστείο στην οδό Ολύμπου.
Με τη φυγή του Γιώργου η διαχείριση του «Κυβέλεια» έμεινε στους δύο αδελφούς Μήτσο και Θανάση. Ο πρώτος ήταν άριστος στην τέχνη της ζαχαροπλαστικής, αλλά και ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας. Παρ’ όλον ότι οι σπουδές του υπήρξαν περιορισμένες, εν τούτοις η ευφυΐα του, η έφεση για μάθηση, οι γνώσεις που αποκόμισε από συναναστροφές με επιστήμονες και διανοούμενους της Λάρισας και το χιούμορ του, τον έκαναν περιζήτητο συζητητή. Ο Θανάσης πάλι ήταν πλασμένος για πωλητής. Ήταν πολύ περιποιητικός, δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ των πελατών, τους υποδέχονταν με ευγένεια και εγκαρδιότητα και πάντα κάτι τους πρόσφερε για το καλωσόρισμα, με αποτέλεσμα ελάχιστοι έφευγαν χωρίς να αγοράσουν κάτι.
Τα «Κυβέλεια» είχαν έναν άνετο χώρο. Διέθετε αρκετά τραπέζια, είχε πολύ καλή διακόσμηση και αποτελούσε εντευκτήριο πολλών Λαρισαίων, αλλά και παρεπιδημούντων ξένων. Επιπλέον εξυπηρετούσε και ελεύθερους πελάτες, οι οποίοι έρχονταν για να παραγγείλουν και να αγοράσουν γλυκίσματα.
Το 1930 ο επιχειρηματίας του «Ντορέ» στην Κεντρική πλατεία Κωνσταντίνος Πάλτσος πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη Λάρισα και να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τότε ο Μήτσος Βρεττόπουλος άφησε τα «Κυβέλεια» στον αδελφό του Θανάση να τα δουλέψει μόνος του και ήλθε σε επαφή με τον Κωνσταντίνο Πάλτσο, από τον οποίο πήρε όχι μόνο την άδεια, αλλά αγόρασε και όλα τα έπιπλα (τραπεζοκαθίσματατα, τεράστιοι βιεννέζικοι καθρέπτες και άλλα πολλά), τα οποία βρίσκονταν εντός του καταστήματος και του ανήκαν. Επανέφερε στο «Ντορέ» το παλαιό όνομα «Πανελλήνιον», το οποίο το δούλεψε με μεγάλη επιτυχία μέχρι το 1937, όταν παρεχώρησε τη διαχείρισή του στον υπάλληλό του Μήτσο Γάβρο. Όπως ήταν φυσικό, τα «Κυβέλεια» με την απομάκρυνση του Μήτσου Βρεττόπουλου έχασαν τον πρωτεργάτη τους και οι πολλοί φίλοι του τον ακολούθησαν στο «Πανελλήνιο». Όμως το ζαχαροπλαστείο εξακολούθησε να εργάζεται όπως και πρώτα, χάρη στην έμφυτη ικανότητα του Θανάση Βρεττόπουλου στον τομέα των πωλήσεων και λόγω της καλής ποιότητας των σακχαρωδών παρασκευασμάτων που παρασκεύαζε.
Το 1937 φεύγοντας από το «Πανελλήνιον» ο Μήτσος Βρεττόπουλος συνέχισε την επαγγελματική του δραστηριότητα ανοίγοντας το ζαχαροπλαστείο «Αίγλη», το οποίο βρισκόταν στην δυτική πλευρά της Πλατείας Ταχυδρομείου, επί της οδού Φαρσάλων (Ρούσβελτ σήμερα), στο ύψος της οδού Πρωτοπαπαδάκη. Στον ίδιο χώρο εγκατέστησε και ειδικό μηχανικό εξοπλισμό που αγόρασε από τον Βόλο, για την δημιουργία εργοστασίου χονδρικής παρασκευής γλυκών και παγωτού, τα οποία έφεραν την ονομασία «Βρεττό». Η διάρκεια ζωής της «Αίγλης» όμως ήταν σύντομη. Έπειτα από τον ισχυρό σεισμό του Μαρτίου 1941 και την επακολουθήσασα κατοχή, η λειτουργία της σταμάτησε.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Μήτσος Βρεττόπουλος συνεργάσθηκε και πάλι στα «Κυβέλεια» μαζί με τον αδελφό του. Τώρα όμως η επιχείρηση επεκτάθηκε και μαζί με το ζαχαροπλαστείο δημιουργήθηκε και ειδική αίθουσα εστιατορίου, στην οποία εκτός της καλής κοινωνίας της Λάρισας, σύχναζαν πολλοί Ιταλοί και Γερμανοί αξιωματικοί. Τακτικός επισκέπτης ήταν και ο υπάλληλος της Γεωργικής Σχολής Νταβίντωφ, ο γνωστός συνταγματάρχης Λιάπκιν του Μ. Καραγάτση.
Τον Μάρτιο του 1947 ο πάντα ανήσυχος Μήτσος Βρεττόπουλος εγκατέλειψε πάλι τα «Κυβέλεια» και μίσθωσε από τον Δήμο για 15 χρόνια τον χώρο του Αλκαζάρ. Το κέντρο «Αλκαζάρ» διέγραψε μια καταπληκτική πορεία στον χώρο της ψυχαγωγίας και αναψυχής. Αντιθέτως τα «Κυβέλεια» μεταπολεμικά άρχισαν να αισθάνονται έντονα τον μεγάλο ανταγωνισμό από το «Ολύμπιον» του Γκονταρούλη στην Κύπρου και την «Κυψέλη» στην Κεντρική πλατεία, καθώς είχε μετατοπισθεί το ενδιαφέρον του κόσμου προς αυτές τις περιοχές. Το 1957 ο Μήτσος Βρεττόπουλος πέθανε.
Το 1961 ο γιος του Μήτσου, Κώστας Βρεττόπουλος, θέλοντας να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση, ανέλαβε τη διαχείριση του «Κυβέλεια», αλλά η προσπάθεια δεν στέφθηκε από την αναμενόμενη επιτυχία και κάποια στιγμή το κατάστημα σταμάτησε τη λειτουργία του. Το κέντρο βάρους της αγοράς της Λάρισας είχε μετατοπισθεί πλέον προς άλλες κατευθύνσεις.

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

H Τράπεζα Αθηνών


Η κεντρική είσοδος της Τράπεζας Αθηνών επί της οδού Ακροπόλεως  (Παπαναστασίου) Στα σκαλοπάτια η υπάλληλος Λίτσα Μακρή, κόρη του  Θρασύβουλου Μακρή. 1927. Αρχείο Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας.Η κεντρική είσοδος της Τράπεζας Αθηνών επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) Στα σκαλοπάτια η υπάλληλος Λίτσα Μακρή, κόρη του Θρασύβουλου Μακρή. 1927. Αρχείο Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στο σημερινό δημοσίευμά μας θα αναφερθούμε στο κτίριο του υποκαταστήματος της Τράπεζας Αθηνών [1] στην πόλη μας, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Αθανασίου Διάκου, ακριβώς στο σημείο όπου σήμερα υπάρχει το Ταχυδρομείο.

Το πότε ακριβώς άρχισε να λειτουργεί το υποκατάστημα της Λάρισας δεν μας είναι γνωστό [2]. Για τη μορφή που είχε το κτίριο έχουμε μόνον γραπτές και προφορικές περιγραφές, αλλά φωτογραφία ολόκληρου του κτιρίου δεν έχει εντοπισθεί [3]. Μόνο στα αρχεία του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου της πόλης μας υπάρχει η δημοσιευόμενη φωτογραφία του 1927, στην οποία απεικονίζεται η υπάλληλος της Τράπεζας Αθηνών Λίτσα Μακρή, κόρη του δημοσιογράφου και διευθυντή της εφημερίδας «Μικρά» Θρασύβουλου Μακρή, στα σκαλοπάτια της κύριας εισόδου της.
Σύμφωνα με τις περιγραφές, επρόκειτο για ένα διώροφο κτίριο με υπερυψωμένο υπόγειο, το οποίο αρχιτεκτονικά είχε πολλά νεοκλασικά στοιχεία στην εξωτερική όψη του. Φάνταζε επιβλητικό, καθώς υπερείχε σε ύψος και ομορφιά από τα γειτονικά κτίρια. Στον κάτω όροφο στεγαζόταν η Διεύθυνση και το Λογιστήριο της Τράπεζας, ενώ ο επάνω όροφος χρησίμευε ως κατοικία της οικογένειας του εκάστοτε διευθυντή του υποκαταστήματος. Η κύρια είσοδος βρισκόταν επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), ενώ η είσοδος με το κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον επάνω όροφο ήταν επί της Αθανασίου Διάκου. Πάνω από την κύρια είσοδο υπήρχε εξώστης ο οποίος υποστηριζόταν με μαρμάρινα φουρούσια και περιοριζόταν από τις τρεις πλευρές του με όμορφη σφυρήλατη σιδεριά. Όλα τα ανοίγματα (παράθυρα και πόρτες) έφεραν παραστάδες, δηλαδή ήταν κορνιζαρισμένα γύρω-γύρω με απαλή προεξοχή του επιχρίσματος των τοίχων, ενώ στο ισόγειο και το υπόγειο, τα ανοίγματα προστατεύονταν από ισχυρές σιδεριές.
Από τους διευθυντές στο υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών που άφησαν το στίγμα τους στη Λάρισα ήταν ο Αχιλλέας Καλεύρας [4], λόγω της ισχυρής προσωπικότητας που διέθετε. Είχε διορισθεί το 1918 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο Νομάρχης στην πόλη μας, η θητεία του όμως ήταν σύντομη, γιατί με την ήττα των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920 υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από τη θέση του και να εγκαταλείψει την πόλη που, όπως τόνιζε, είχε αγαπήσει πραγματικά. Αλλά η πορεία των γεγονότων τον έφερε πάλι στη Λάρισα, τώρα ως διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος της Τράπεζας Αθηνών. Πότε ακριβώς ανέλαβε δεν το γνωρίζουμε. Πάντως σύμφωνα με το ημερολόγιο της Αγγελικής Γκατζώγια, συζύγου του δημοσιογράφου Θρασύβουλου Μακρή, τον Σεπτέμβριο του 1925, όταν διορίσθηκε η κόρη τους Λίτσα ως υπάλληλος της Τράπεζας, ήταν ήδη διευθυντής ο Αχιλλέας Καλεύρας. Η προηγούμενη θητεία του ως Νομάρχη στη Λάρισα, τον βοήθησε με τις γνωριμίες του να αναπτύξει τις εργασίες της Τράπεζας σε μεγάλο βαθμό. Εδώ στη Λάρισα φοίτησαν για ένα διάστημα τα παιδιά του στο Γυμνάσιο και ανέπτυξαν παιδικές φιλίες. Μάλιστα αργότερα ο ένας γιος του, ο Μιχάλης, πέρασε και αυτός από την πόλη μας ως πρόεδρος Εφετών και δοκίμασε ισχυρές συγκινήσεις από τη ζωή των παιδικών του χρόνων. Τον Σεπτέμβριο του 1926 τοποθετήθηκε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας και συγχρόνως διατήρησε για μερικούς μήνες ονομαστικά την θέση του Διευθυντού της Τράπεζας Αθηνών εδώ στη Λάρισα.
Στη συνέχεια διευθυντής του υποκαταστήματος διορίσθηκε ο Γεώργιος Ξηραδάκης. Είχε νυμφευθεί την κόρη του στρατηγού Ιωάννη Άρτη Νίνα. Η οικογένεια Άρτη, από τις πιο γνωστές και κοινωνικά δραστήριες στη Λάρισα, διέμενε σε ένα παλιό τριώροφο αρχοντικό στη νότια πλευρά του ναού του Αγίου Νικολάου, το οποίο κατοικήθηκε και μετά τα γεγονότα της κατοχής. Τελικά κατεδαφίσθηκε και αντικαταστάθηκε από πολυώροφη οικοδομή.
Οι καταστροφές της κατοχής δεν έπληξαν σοβαρά το κτίριο της Τράπεζας Αθηνών, γι’ αυτό και συνέχισε τη λειτουργία του και μεταπολεμικά. Τελευταίος διευθυντής της υπήρξε ο Αλέκος Ισμυρίδης, αδελφός του οφθαλμίατρου της Λάρισας Κωνσταντίνου Ισμυρίδη. Στις 8 Ιανουαρίου 1953, κατά τη διάρκεια της θητείας του Ισμυρίδη η Τράπεζα Αθηνών, ύστερα από απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου, συγχωνεύθηκε με την Εθνική Τράπεζα. Το κτίριο έμεινε κενό, αγοράσθηκε από το δημόσιο και έπειτα από μερικά χρόνια κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κτίσθηκε ένα νέο ισόγειο κτίριο, το οποίο στέγασε το Εφετείο της Λάρισας. Όταν το 1972 εγκαινιάσθηκε το σύγχρονο Δικαστικό Μέγαρο, οι υπηρεσίες του Εφετείου, όπως ήταν φυσικό, μεταφέρθηκαν στο νέο μέγαρο. Το παλιό κτίριο του Εφετείου κατεδαφίσθηκε και στη θέση του οικοδομήθηκε το κτίριο του Ταχυδρομείου που υπάρχει μέχρι σήμερα.


[1]. Η Τράπεζα Αθηνών ιδρύθηκε το 1893 με σκοπό τη δραστηριοποίησή της στον χώρο του εμπορίου και της βιομηχανίας τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Το 1953, επί κυβερνήσεως Παπάγου και με υπουργό Οικονομικών τον Σπ. Μαρκεζίνη συγχωνεύτηκε με την Εθνική Τράπεζα.
[2]. Πάντως κατά το 1902 υπήρχε υποκατάστημά της μόνον στον Βόλο, το οποίο εξυπηρετούσε ολόκληρη τη Θεσσαλία, ενώ το 1932 είχε ήδη 108 υποκαταστήματα στην Ελλάδα και 6 στο εξωτερικό. Στον νομό μας είχε υποκαταστήματα στη Λάρισα, στον Τύρναβο και στην Ελασσόνα.
[3]. Κάνουμε έκκληση σε όποιον έχει φωτογραφία του κτιρίου της Τράπεζας Αθηνών, να επικοινωνήσει στην ηλεκτρονική διεύθυνση
nikapap@hotmail.com ή στο τηλέφωνο 6951-004.232.
[4]. Ο Αχιλλεύς Καλεύρας γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1884. Αποφοίτησε από το Λύκειο Χατζηκώστα της Κωνσταντινούπολης και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ελβετία στις νομικές και πολιτικές επιστήμες. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην Κωνσταντινούπολη, αλλά το 1912 συνελήφθη από τους Τούρκους και απελάθηκε. Στην Ελλάδα εργάσθηκε κατά καιρούς σε διάφορες θέσεις.

 

Δέκα χρόνια αδιάλειπτης δημοσίευσης των δύο στηλών του ιστορικού ερευνητή και γιατρού, Νίκου Παπαθεοδώρου, στην «Ε», και συγκεκριμένα των «Ιχνηλατώντας» και «Λάρισα. Μια εικόνα χίλιες λέξεις…», συμπληρώνονται φέτος, με τον ερχομό του 2024.
Η στήλη που εγκαινίασε αυτή τη σημαντική συνεργασία μεταξύ του κ. Παπαθεοδώρου και της εφημερίδας «Ελευθερία» ήταν η «Ιχνηλατώντας», η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε την 1η Ιανουαρίου του 2014 και έκτοτε φιλοξενείται κάθε Τετάρτη στην τέταρτη σελίδα της «Ε».
Λίγους μήνες μετά ξεκίνησε και η φιλοξενία μιας δεύτερης ιστορικής στήλης, της «Λάρισα. Μια εικόνα χίλιες λέξεις…», η οποία ανελλιπώς δημοσιεύεται από το 2014, επίσης στην τέταρτη σελίδα της εφημερίδας, αλλά κάθε Κυριακή.
Ο κ. Παπαθεοδώρου, πιστός στα «ραντεβού» του με τους αναγνώστες της «Ε», δεν έλειψε ούτε μια φορά.
Δέκα χρόνια τώρα, ακμαίος, ακούραστος και χωρίς να τον εμποδίσουν ποτέ προβλήματα υγείας που κατά διαστήματα αντιμετώπισε, αισίως συμπλήρωσε 1.000 δημοσιεύσεις κειμένων του (και από τις δύο στήλες) στην «Ε».
Μια πολύτιμη συνεργασία συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία και μας βοηθά να πλουτίσουμε τις γνώσεις μας για το άγνωστο παρελθόν της Λάρισας, το οποίο με αυτόν τον τρόπο γίνεται κτήμα όλων.