Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

 ΜΙΧΑΗΛ ΣΑΠΚΑΣ

Αναμνήσεις εκ της εκτελέσεως έργων οδοποιίας εν Λαρίση

Τα Ταμπάκικα μετά την πλημμύρα του 1883. Ο ανοικτός χώρος στο κέντρο και αριστερά αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Γεωργιάδου. Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη. Συλλογή ΔΕΥΑΛ. Τα Ταμπάκικα μετά την πλημμύρα του 1883. Ο ανοικτός χώρος στο κέντρο και αριστερά αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Γεωργιάδου. Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη. Συλλογή ΔΕΥΑΛ.

Διακόπτουμε προσωρινά τη συνέχεια της περιπλάνησής μας στο "Κολωνάκι της Λάρισας". Ο αυστηρός περιορισμός μετακινήσεων και συναθροίσεων λόγω της έξαρσης της πανδημίας δυσκολεύει την αυτοψία και καθιστά αδύνατη την προσωπική επαφή με άτομα-

πληροφοριοδότες της περιοχής. Ζητούμε την κατανόησή σας και υποσχόμαστε ότι θα επιστρέψουμε σύντομα.
Επειδή τον τελευταίο καιρό οι κεντρικοί δρόμοι της Λάρισας ανασκάπτονται και εξωραΐζονται, επικράτησε η σκέψη να περιγράψουμε το ιστορικό των έργων οδοποιίας στην πόλη μας από τη στιγμή της απελευθέρωσης το 1881, μέχρις ότου η ασφαλτόστρωση καθιερώθηκε μόνιμα στους κεντρικούς δρόμους της. Οδηγός μας θα είναι ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας, ο αναμορφωτής της Λάρισας, ο οποίος έζησε και έδρασε κατά την περίοδο αυτή και θεωρείται ο καταλληλότερος για να τα περιγράψει. Γνωρίζουμε ότι ο Σάπκας, τα τελευταία χρόνια της ζωής του επιδόθηκε στην καταγραφή των απομνημονευμάτων από τις τρεις δημαρχιακές θητείες του, με τίτλο "Αναμνήσεις". Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει τη δημοσίευσή τους. Αρχικά κοινοποίησε σε πολυγραφημένη μορφή το κείμενο "Η Λάρισα ορμητήριον του Μακεδονικού αγώνος" και το 1955, έναν χρόνο πριν τον θάνατό του, κυκλοφόρησε δύο βιβλία. Το πρώτο με τις αναμνήσεις του για την ύδρευση και τον ηλεκτροφωτισμό και το δεύτερο με τα πεπραγμένα του τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού της Λάρισας για το διάστημα 1922-1955. Τα υπόλοιπα απομνημονεύματα, τα οποία ανέρχονται σε πολλές σελίδες και είναι χειρόγραφα, γραμμένα από τον ίδιο με τη μικρογράμματη και συμπυκνωμένη γραφή του, παραμένουν ανέκδοτα, παρά τις προσπάθειες του κατόχου τους. Απ' αυτά επιλέξαμε σήμερα το κεφάλαιο που έχει τον τίτλο "Αναμνήσεις εκ της εκτελέσεως έργων οδοποιίας εν Λαρίση", το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γι' αυτό και θα το παραθέσουμε αυτούσιο, ορθογραφικά και συντακτικά, καθώς στη σύνταξη χρησιμοποιεί την απλή καθαρεύουσα η οποία είναι σε όλους κατανοητή. Γράφει ο Μιχ. Σάπκας:
"Μετά την απελευθέρωσιν της Λαρίσης, εκ των πρώτων μελημάτων των πρώτων Δημοτικών Αρχών ήτο η εκπόνησις σχεδίου πόλεως, ίνα ανασυγκροτηθή και αναμορφωθή, αποβάλει δε την όψιν παλαιάς τουρκοπόλεως.
Διά του εκπονηθέντος σχεδίου εχαράσσοντο οδοί πλατείς, ευθείαι, με πλατείας, δενδροφυτείας και κήπους. Η Λάρισα θα εμφανίζετο συγχρονισμένη με όψιν ευρωπαϊκής πόλεως.
Το σχέδιον ενεκρίθη διά Β. Διατάγματος και επέκειτο η έναρξις της εφαρμογής του. Το σχέδιον ήτο καλώς μελετημένον, αλλά κατά την εφαρμογή του δεν εδόθη η απαιτουμένη προσοχή ώστε να γίνη αύτη με σύστημα και τάξιν και η πόλις να ανακαινισθή βαθμιαίως και κατά τομείς, αναλόγως της οικονομικής δυναμικότητος του Δήμου και των ιδιωτών.
Το σχέδιον ήρξατο εφαρμοζόμενον κατά το 1884, δημαρχούντος του αειμνήστου Διον. Γαλάτη[1], όστις συνήψε και δάνειον 500.000 δρχ. παρά της Εθνικής Τραπέζης προς αποζημίωσιν ρυμοτομουμένων οικοδομών, την διάνοιξιν νέων οδών και την εκτέλεσιν απαραιτήτων τινων δημοτικών έργων. Από της ενάρξεως της εφαρμογής του σχεδίου πόλεως εζητήθησαν τροποποιήσεις αυτού, εισηγήσει πολιτικών παραγόντων. Αύται γενόμεναι δεκταί, παρεμόρφωσαν το αρχικόν αρχιτεκτονικόν σχέδιον.
Αι διανοίξεις οδών ήρχισαν από τας κεντρικωτέρας της αγοράς, τας οδούς Μακεδονίας (Βενιζέλου) και των Έξ (Κύπρου). Αύται διεπλατύνοντο και ευθυάζοντο. Ευτυχώς ή δυστυχώς διά τας μεγάλας και κεντρικάς ταύτας αγοραίας οδούς, δεν κατεβλήθησαν αποζημιώσεις, διότι δύο μεγάλαι πυρκαϊαί[2] απετέφρωσαν απ’ άκρου εις άκρον τα επ’ αυτών μαγαζεία και αποθήκας, άτινα ήσαν κτισμένα εκ πλίνθων και ξυλοτύπων. Ούτω διευκολύνθη αμέσως η διεύρυνσις και των δύο αυτών οδών. Εις τους πυροπαθείς καταστηματάρχας επετράπη να εγκαταστήσωσι επί των οικοδομικών γραμμών των οδών κατά το σχέδιον της πόλεως ξύλινα παραπήγματα εις τα οποία εστεγάσθησαν, μέχρι ανεγέρσεως νέων καταστημάτων βάσει σχεδίων αρχιτεκτονικών, εγκεκριμένων υπό του Γραφείου Νομομηχανικού.
Αν η εφαρμογή του σχεδίου εγένετο κατά τομείς, δεν θα ενεφανίζετο η προκύψασα εις την πόλιν ακαταστασία. Το Γραφείον του Νομομηχανικού κατέβαλεν εκάστοτε φιλοτίμους προσπαθείας διά την ανακαίνισιν των οδών και διάνοιξιν νέων. Αλλά αι διανοίξεις των οδών εγένοντο εική και ως έτυχε, κατ’ απαίτησιν διαφόρων κομματικών παραγόντων, χωρίς σειράν και τάξιν. Ούτω συχνά εγίνοντο τμήματα οδών εις διαφόρους συνοικίας, προβλεπομένων μεν υπό του σχεδίου πόλεως, αλλά μη εχόντων καμμίαν επαφήν ή προσαρμογήν μεταξύ των ή προς νέας κεντρικάς οδούς, ώστε να αποτελέσωσι πλήρες οδικόν δίκτυον διά τας αποχετεύσεις των ομβρίων υδάτων.
Επίσης αι ρυμοτομίαι εγένοντο άνευ συστήματος, ώστε η Λάρισα να εμφανίζη εις πολλά σημεία όψιν ηρειπωμένης πόλεως, χωρίς να διανοίγωνται νέοι δρόμοι και ούτω τα τμήματα αυτά μετά από βροχάς μετεβάλλοντο εις τέλματα αδιάβατα. Πάντα ταύτα οφείλοντο εις την σκανδαλώδη επέμβασιν της πολιτικής(3). Λόγω της ανακολούθου ταύτης χαράξεως των οδών, αι γραμμαί οικοδομήσεως και ρυμοτομίας συχνά εδίδοντο λανθασμέναι, λόγω των παραμενουσών παλαιών οικοδομών. Γενικώς αι οδοί εχαράσσοντο κεχωρισμένως εις διάφορα τμήματα της πόλεως, μη έχοντα συνοχήν ή επαφήν.
Η τεχνική κατασκευής των οδών της πόλεως ήτο τελείως απροσάρμοστος προς αυτήν. Εις πόλιν άνευ της ελαχίστης εδαφικής κλίσεως, με έδαφος μαλακόν αργιλώδες, δεν ήτο δυνατόν να ευδοκιμήση το εφαρμοζόμενον σύστημα οδοστρωσίας. Εις πόλιν ως η Λάρισα με μεγάλην κίνησιν τροχοφόρων, το εκ μακαντάμ σύστημα(4) οδοστρωμάτων εκ σκύρρων ασβεστολιθικών και αμμοχώματος, άνευ υποθεμελιώσεως αυτών δι’ αργών λίθων, άνευ συγχρόνου τοποθετήσεως πεζοδρομίων μετά κρασπέδων και ρείθρων προς υποστήριξιν του οδοστρώματος και σχηματισμόν μικράς τεχνικής κλίσεως των οδών, ήτο καταδικασμένον εις πλήρη αποτυχίαν. Αλλά και η κυλίνδρωσις των οδοστρωμάτων αυτών ήτο αστεία, ελαφροτάτη, εκτελουμένη κατά τα πρώτα έτη με λίθινον κύλινδρον, συρόμενον υπό ίππου ή εργατών. Οι οδοστρωτήρες ήργισαν να εμφανισθούν εις την Λάρισαν.
Υπήρξε πολύ ατυχής η ιδέα προς ανακαίνισιν των οδών να ανασκάπτουσι τα ισχυρότατα καλτερίμια (λιθόστρωτα) και να τα αντικαθιστώσι με το σαθρόν εκ μακαντάμ οδόστρωμα. Προς τεχνικήν ανακαίνισιν των οδών στερεάν, αντοχής και καλαισθητικήν ηδύναντο να τα αντικαταστήσωσι με κυβολίθους, ως αρχικώς η μηχανική υπηρεσία εύρε λιθοστρωμένην την οδόν Φιλελλήνων. Το σύστημα των μακαντάμ και ο τρόπος της τεχνικής εφαρμογής αυτού διά σκύρρων και αμμοχώματος άνευ υποθεμελιώσεως δι’ αργών λίθων, άνευ τοποθετήσεως πεζοδρομίων, κρασπέδων, ρείθρων, άνευ ισχυράς μηχανικής κυλινδρώσεως δι’ οδοστρωτήρος, εφηρμόσθη κατά την αρχικήν κατασκευήν όλων των μεγάλων κεντρικών οδικών αρτηριών της πόλεως. Η αντοχή αυτών εις την κίνησιν των πολλών τροχοφόρων ήτο ασθενεστάτη και μετ’ ολιγους μήνας εφθείροντο, και η λάσπη με τα πρώτας βροχάς του φθινοπώρου και τον χειμώνα ανέβλυζε από το υπέδαφος διά των μεσοδιαστημάτων του σκυρρωτού οδοστρώματος και μεταβάλοντο όλοι οι κεντρικοί δρόμοι, ιδία οι άγοντες προς τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τας πύλας της πόλεως εις συνεχές βορβορώδες τέλμα λάσπης, με βαθύτατα λακκώματα κατά βραχέα διαστήματα. Πολλάκις και εις αυτά τα τροχοφόρα καθίστατο δυσχερής η κυκλοφορία, ιδίως κατά την νύκτα. Αλλά δια τους δυστυχείς πεζούς πολίτας και διαβάτας ήτο τραγική η κυκλοφορία εις τας οδούς, και ιδίως των επιβατών των σιδηροδρόμων, των οποίων η άνοδος και κάθοδος προς τους σταθμούς και προς τας πύλας της πόλεως ήτο δύσκολος και ενίοτε διενυκτέρευον εκεί[5], μη δυνάμενοι να ανέλθωσι εις την πόλιν από την απελπιστικήν λάσπην.
Ευλόγως είχε χαρακτηρισθεί η Λάρισα και δυσφημησθεί ως η λασποδεστέρα (sic) των πόλεων της Ελλάδος. Τούτο δε είχε σοβαράν επίδρασιν επί της εξελίξεως και της προόδου αυτής και την καθίστα αποκρουστικήν. Έπρεπε με πάσαν θυσίαν να θεραπευθή η απελπιστική αύτη κατάστασις, ήτις διήρκησε από της εφαρμογής του σχεδίου της πόλεως και του συστήματος οδοστρωσίας μακαντάμ μέχρι το 1926. Επιβάλετο η ταχυτάτη μεταβολή του συστήματος οδοστρωσίας διά αδιαχωρήτου στεγανού και στερεού τοιούτου, το οποίον είχε αρχίσει να εφαρμόζεται εις την πρωτεύουσαν λίαν επιτυχώς.
Από οικονομικής απόψεως αι ανακαινίσεις και αι ατελείωται συντηρήσεις των οδών μακαντάμ επαναλαμβανόμεναι κατά βραχύτατα χρονικά διαστήματα, επιπολαίως πάντοτε ενεργούμεναι, απετέλουν συνεχή και μεγάλην δαπάνην, ανωτέραν της κατασκευής μονίμων οδοστρωμάτων, άτινα είναι ισχυράς αντοχής, διατηρούμενα σχεδόν άθικτα άνευ συντηρήσεως επί πολλά έτη.
(Συνεχίζεται)
---------------------
[1]. Δήμαρχος Λαρίσης το 1884 ήταν ο Χρήστος Γεωργιάδης.
[2]. Γνωστή είναι η μεγάλη πυρκαγιά στην εμπορική περιοχή Ξυλοπάζαρο το 1882.
[3]. Κάνει εντύπωση το γεγονός ότι δεν είχαν περάσει παρά μόλις ελάχιστα χρόνια από την απελευθέρωση και η πολιτικάντικη ροπή των ηγητόρων της Λάρισας (βουλευτές, τοπικοί άρχοντες, κλπ.) είχε ήδη αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό ώστε να την αναφέρει ο Σάπκας επανειλημμένως.
[4]. Η λέξη μακαντάμ προέρχεται από το όνομα του Σκωτσέζου μηχανικού John Mac Adam (1756 -1836), ο οποίος, όταν το 1816 διορίστηκε επιθεωρητής έργων οδοποιίας του Bristol, εφάρμοσε δική του μέθοδο επίστρωσης των δρόμων. Τοποθετούσε στρώσεις θρυμματισμένης πέτρας αναμεμιγμένης με αμμοχάλικο οι οποίες τοποθετούνταν πάνω σε μια σταθερή βάση λίθων.
[5]. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που από πολύ νωρίς δημιουργήθηκαν στην πλατεία του διεθνούς (Λαρισαϊκού) σιδηροδρομικού σταθμού δύο ξενοδοχεία, εκ των οποίων το ένα (Διεθνές) εξακολουθεί να λειτουργεί.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Εικόνες από τον Λόφο της Ακρόπολης


Ο Λόφος της Ακρόπολης, το Φρούριο όπως εσφαλμένα έχει καθιερωθεί να ονομάζεται από τους συμπολίτες μας ο τεχνητός γήλοφος που βρίσκεται σε επαφή με τη δεξιά όχθη του Πηνειού στο ιστορικό κέντρο της πόλης μας, είναι μαζί με την παλιά λίθινη γέφυρα και την Κεντρική πλατεία, τα πλέον φωτογραφημένα σημεία της Λάρισας μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Σε μια πόλη σεισμογενή, πλημμυροπαθή και με τον πληθυσμό της να κυμαίνεται από 20-30.000 κατοίκους κατά το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωσή της το 1881 μέχρι τη δεκαετία του 1930, τα φωτογενή τοπία της περιορίζονταν στα τρία αυτά σημεία. Αυτός είναι και ο λόγος που όλες σχεδόν οι παλιές φωτογραφίες της Λάρισας που έχουν διασωθεί και τα επιστολικά δελτάρια που έχουν εκδοθεί απεικονίζουν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τις τρεις αυτές περιοχές. Το γεγονός αυτό γίνεται πιο έντονα αισθητό κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι ξένοι περιηγητές που την επισκέφθηκαν από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα και την αποτύπωσαν σε χαρακτικά, απεικόνισαν στην πλειονότητά τους τη δυτική πλευρά της πόλης, με τη μεγάλη γέφυρα και τον Λόφο της Ακρόπολης[1].
Η σημερινή εικόνα δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι διαθέτει τίτλους αισθητικής καλαισθησίας, όμως απεικονίζει περιοχή του Λόφου από μία σπάνια γωνία λήψης. Ο φωτογράφος ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο της τουρκικής αγοράς (Μπεζεστένι)[2] και από το σημείο αυτό έστρεψε τον φακό του νοτιοδυτικά για να αποτυπώσει την πρόχειρη εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, πίσω της το μεταπολεμικό ρολόι που ηχούσε μέχρι το 1992 με ένα μικρό τμήμα της Λάρισας και εμπρός μια νησίδα πλούσιας βλάστησης από υψηλόκορμα δένδρα. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το 1965 η παράγκα του Αγ. Αχιλλίου σταμάτησε να λειτουργεί, αφού είχε ήδη εγκαινιασθεί ο σημερινός μητροπολιτικός ναός και το γεγονός ότι τα προσιτά στη φωτογραφία γειτονικά σπίτια είναι ακόμη χαμηλά (διώροφα), χωρίς την παρουσία πολυώροφων οικοδομών, πιθανολογείται ότι η χρονολογία λήψης της τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ο προσωρινός πρόχειρος ναός του Αγ. Αχιλλίου που απεικονίζεται στη φωτογραφία κατασκευάστηκε στο σημείο αυτό το 1941, λίγους μήνες μετά τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και τους εχθρικούς βομβαρδισμούς. Με βαριά τραυματισμένο τον καθεδρικό ναό της πόλης κατά τους χαλεπούς χρόνους της ιταλογερμανικής κατοχής, οι ενορίτες του Αγίου Αχιλλίου, αλλά και όλοι οι Λαρισαίοι, από τη στιγμή που είδαν ότι ήταν αδύνατη η επισκευή του, κατέφυγαν σε λύση ανάγκης για να ξεπεράσουν προσωρινά το πρόβλημα του εκκλησιασμού. Μέσα στις άσχημες κατοχικές συνθήκες επιβίωσης, με ακμαίο όμως το θρησκευτικό συναίσθημα, επέλεξαν τον χώρο μεταξύ της ερειπωμένης σκεπαστής τουρκικής αγοράς και του καταχωμένου Αρχαίου Θεάτρου, για να οικοδομήσουν κάποια πρόχειρη κατασκευή, ώστε να στεγάσουν τον Άγιό τους. Στην περιοχή του Αρχαίου Θεάτρου την περίοδο εκείνη είχαν κτισθεί πάνω του πολλά οικήματα, μεταξύ των οποίων και το Επισκοπείο με τη μητροπολιτική κατοικία. Η επιλογή αυτού του χώρου έγινε χωρίς να γνωρίζουν ότι αντιστοιχούσε στον ναό του Αγ. Αχιλλίου της βυζαντινής περιόδου, ούτε φυσικά ακόμη μπορούσαν να προβλέψουν ότι σ’ αυτό το σημείο λίγες δεκαετίες αργότερα (1978) η αρχαιολογική σκαπάνη θα αποκάλυπτε τα θεμέλιά του. Η παράγκα ήταν μια πρόχειρη ξύλινη κατασκευή μικρών διαστάσεων, η οποία στήθηκε βιαστικά το 1941, με τη θαρραλέα παρέμβαση στους κατακτητές του γερμανομαθούς μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου. Η εξωτερική εμφάνισή της κατασκευής αυτής ήταν απλή και μόνον η παρουσία του σταυρού στη στέγη υποδήλωνε ότι επρόκειτο για θρησκευτικό κτίσμα. Έτσι μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον όρο «παράγκα», ο οποίος είχε επικρατήσει τότε μεταξύ των πιστών, ονομασία η οποία διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα.
Έπειτα από την αποχώρηση των κατακτητών, ο πρόχειρος ναός μεγάλωσε σε διαστάσεις και πήρε τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος, όπως ακριβώς διακρίνεται και στη φωτογραφία, όπου απεικονίζεται η στέγη του μεσαίου και του βόρειου κλίτους. Με τις προσθήκες αυτές η μορφή της «παράγκας» άλλαξε. Έγινε ναός μεγαλύτερος και πιο στερεός, οι εσωτερικοί χώροι του περισσότερο λειτουργικοί και μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις ενός καθεδρικού ναού.
Η βελτιωμένη αυτή προσωρινή κατασκευή εξακολούθησε να λειτουργεί ως μητροπολιτικός ναός μέχρι το 1965. Επί είκοσι τέσσερα χρόνια η πόλη υμνούσε τον πολιούχο της σ’ αυτό το ταπεινό εκκλησάκι, ενώ παράλληλα μέσα από μύριες δυσκολίες και αντιξοότητες προετοίμαζε τον νέο ναό της. Το ημερολόγιο έδειχνε Κυριακή 6 Ιουνίου 1965 όταν έγιναν πανηγυρικά τα εγκαίνια του σημερινού καθεδρικού ναού του Αγίου Αχιλλίου. Έκτοτε ο πρόχειρος ναός λειτουργούσε μόνον περιστασιακά. Τη δεκαετία του 1970, κατά τη διάρκεια εργασιών της δημοτικής αρχής που έγιναν στον χώρο μεταξύ του προσωρινού ναού του Αγίου Αχιλλίου και της παλαιάς τουρκικής αγοράς (Μπεζεστένι), αποκαλύφθηκαν εντελώς τυχαία, σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία συνεχίζονταν και κάτω από τον πρόχειρο ναό. Επειδή η τύχη του ναού αυτού είχε από καιρό προδιαγραφεί, αν και αναπτύχθηκαν ισχυρές αντιδράσεις εκ μέρους ενοριτών για την κατεδάφισή του, αυτή τελικά υπήρξε σωτήρια, καθώς κάτω από τα θεμέλιά του εντοπίσθηκαν το 1978 τα υπολείμματα μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6ου αιώνα, μέσα στα οποία αποκαλύφθηκε μεγάλος καμαροσκέπαστος τάφος, για τον οποίο πιστεύεται ότι ανήκε στον Άγιο Αχίλλιο.
Την ίδια τύχη με τον μητροπολιτικό ναό είχε και το ρολόι της Λάρισας. Ο καταστροφικός σεισμός το λάβωσε βαθειά και αυτό στάθηκε η αφορμή να μείνει επί μία δεκαετία η πόλη χωρίς ρολόι. Μεσολάβησε η κατοχή, η πείνα, ο εμφύλιος και επί δημαρχίας Δημητρίου Καραθάνου (1951-1954) τέθηκε το ζήτημα ανέγερσης νέου. Κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 1951, συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα της «…κατασκευής Ωρολογίου της πόλεως, το οποίον είχε κρημνισθεί από τον σεισμόν». Η μελέτη του ανατέθηκε στον πολιτικό μηχανικό Νικόλαο Βασ. Μίχο. Έτσι το 1952, δίπλα από τα θεμέλια του πύργου του παλιού, υψώθηκε το νέο λευκό ψηλόλιγνο ρολόι. Κατασκευαστικά είχε τετράγωνη βάση και κάθε πλευρά του είχε μήκος περίπου τρία μέτρα, ενώ το ύψος του έφθανε τα 18,5 μέτρα και ήταν από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η ζωή του ρολογιού αυτού ήταν σύντομη, μόλις σαράντα χρόνια. Τον Σεπτέμβριο του 1992 κατεδαφίσθηκε αναγκαστικά για να συνεχιστεί απρόσκοπτα η διαδικασία αποκάλυψης του Αρχαίου Θεάτρου, καθώς η παρουσία του στην περιοχή του επιθεάτρου προδιέγραψε την τύχη του. Από τότε η πόλη έμεινε χωρίς ρολόι.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...


Η πριγκιπική πομπή αποχωρεί από τον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλείου.  Χαρακτικό από το γαλλικό περιοδικό Le Monde Illustré. 1897Η πριγκιπική πομπή αποχωρεί από τον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλείου. Χαρακτικό από το γαλλικό περιοδικό Le Monde Illustré. 1897

Η νοτιοδυτική πλευρά του λόφου

Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, εκτός των άλλων, στάθηκε αφορμή να γίνει η Λάρισα γνωστή και έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, καθώς σαν ακριτική πόλη συγκέντρωσε το διάστημα αυτό μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Ήταν Μάρτιος του 1897 και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προοιώνιζε ότι επέκειτο πολεμική σύρραξη με τη γειτονική Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο τότε διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος, που είχε αναλάβει την αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, ήλθε με τον αδελφό του πρίγκιπα Νικόλαο και το επιτελείο του στη Λάρισα και κατέλυσαν στα βασιλικά ανάκτορα που είχαν από το 1881 αγοραστεί από τον βασιλέα Γεώργιο Α’, για να συντονίσουν τις αναμενόμενες πολεμικές επιχειρήσεις. Με την άφιξή τους στην πόλη, τελέσθηκε στις 17 (29 με το νέο ημερολόγιο) Μαρτίου δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου. Το χαρακτικό το οποίο δημοσιεύεται σήμερα αποτυπώνει την αποχώρηση της πριγκιπικής άμαξας μετά το τέλος της θρησκευτικής τελετής και αποτελεί πιστή αντιγραφή φωτογραφίας, η λήψη της οποίας έγινε από τον Ευστάθιο Αναστασιάδη, ανταποκριτή της γαλλικής εφημερίδας Le Monde Illustré στην Ελλάδα[1]. Ο φωτογράφος στάθηκε στο υπερώο του κτηρίου που στέγαζε μονάδα του ελληνικού πυροβολικού[2], το οποίο βρισκόταν στη θέση όπου σήμερα υπάρχει η προ του Ηρώου πλακοστρωμένη πλατεία, και έστρεψε τον φακό του προς τη νοτιοδυτική πλευρά του Λόφου. Το χαρακτικό αυτό της γαλλικής εφημερίδας[3] καταγράφει ένα σημαντικό για τη Λάρισα ιστορικό γεγονός.
Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το χαρακτικό αυτό για πληρέστερη κατανόηση. Στο κέντρο της εικόνας διακρίνουμε την ιστορική άμαξα[4] που φέρει τον διάδοχο Κωνσταντίνο με τον πρίγκιπα Νικόλαο και τους υπασπιστές τους. Η άμαξα απομακρύνεται από τον ναό του Αγίου Αχιλλίου και κατηφορίζει προς τη σημερινή οδό μητροπολίτου Διονυσίου Φιλοσόφου[5]. Προηγούνται έφιπποι αξιωματικοί με τα ξίφη τους γυμνά στον αέρα, ενώ κάτω αριστερά ένα άγημα έφιππων αξιωματικών αποδίδει τιμές με τον ίδιο τρόπο. Δεξιά και αριστερά κατά μήκος της πορείας, πλήθος κόσμου παρακολουθεί την πορεία της άμαξας από απόσταση. Όλη αυτή η σκηνή διαδραματίζεται σε μεγάλο, ανοικτό και αδιαμόρφωτο χώρο, την πλατεία Καλλιθέας ή πλατεία Ακροπόλεως, όπως ονομαζόταν τότε, η οποία σήμερα αντιστοιχεί με την πλατεία Μητέρας.
Στο βάθος της εικόνας και αρχίζοντας από δεξιά, πρώτη εντοπίζουμε την κατοικία του μητροπολίτου Λαρίσης Νεοφύτου Πετρίδη (1875-1896), η οποία κτίσθηκε με δικά του έξοδα το 1882. Στο ισόγειο το κτίριο αυτό φιλοξενούσε τα γραφεία της Μητροπόλεως, ενώ ο επάνω όροφος με το χαρακτηριστικό υπερώο, αποτελούσε το ενδιαίτημα του ιεράρχη. Μπροστά από την κατοικία και σε επαφή μαζί της διακρίνονται δύο επιμήκη ισόγεια κτίσματα τα οποία χρησίμευαν ως βοηθητικοί χώροι και μια μικρή αυλή. Ακριβώς πίσω της και πάνω από το υπερώο, διακρίνουμε μέρος του τρίτου ορόφου του αρχοντικού του Ιωάννη Βελλίδη[6]. Εν συνεχεία διακρίνεται στο βάθος ο μιναρές και το τέμενος του Χασάν μπέη. Στην εποχή του ονομαζόταν και «πράσινο τζαμί», ίσως λόγω της παρουσίας πράσινων κιόνων στο εσωτερικό του, από τα λατομεία της Χασάμπαλης. Ήταν το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο τζαμί της Λάρισας και ένα από τα σπουδαιότερα του ελλαδικού χώρου[7]. Δίπλα του προβάλλει ένα ψηλό επίμηκες κτίριο, για το οποίο ακόμη δεν έχουμε εντοπίσει στοιχεία. Ο υπόλοιπος χώρος της πλατείας μέχρι το τζαμί του Χασάν μπέη καταλαμβάνεται από διάσπαρτα μικρά πρόχειρα οικήματα του Τρανού μαχαλά[8], με αυλές και αραιή βλάστηση. Στο βάθος της εικόνας μόλις διακρίνονται τα αραιά σπίτια του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγίου Αθανασίου). Αισθητικά το χαρακτικό αυτό είναι άρτιο, χαρακτηρίζεται από λεπτότατη χάραξη και περικλείει άγνωστες λεπτομέρειες από περιοχή της πόλης κατά το τέλος του 19ου αιώνα.
——————————————————-
[1]. Την περίοδο εκείνη η φωτογραφική τέχνη ήταν ακόμη στα πρώτα βήματα ανάπτυξής της. Τα αρνητικά αποτυπώνονταν σε γυάλινη πλάκα και η εκτύπωση της εικόνας σε έντυπο παρουσίαζε ακόμα αρκετές ατέλειες, οι οποίες καθιστούσαν τη δημοσίευση ατελέσφορη. Γι’ αυτό οι μεγάλες εφημερίδες, τα περιοδικά και οι εκδότες βιβλίων της εποχής, είχαν ειδικούς καλλιτέχνες στις εγκαταστάσεις τους οι οποίοι ζωγράφιζαν ή χάρασσαν με μεγάλη ακρίβεια την εικόνα, έχοντας ως πρότυπο τη φωτογραφία.
[2]. Το κτίριο αυτό ήταν παλιός οθωμανικός στρατώνας. Στο κέντρο της πρόσοψής του και πάνω από τη στέγη, υπήρχε μικρό υπερώο. Το κτίσμα αυτό μετά την απελευθέρωση του 1881 στέγασε τις εγκαταστάσεις πυροβολικού του ελληνικού στρατού.
[3]. Εφ. Le Monde Illustre, Paris, φύλλο της 1ης Μαΐου 1897, σ. 257.
[4]. Έμεινε ιστορική καθώς κατά την αιφνιδιαστική υποχώρηση των στρατευμάτων από τη Λάρισα, μεταφέρθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Θεσσαλικού και για να φορτωθεί στον συρμό άδειασαν βίαια ένα βαγόνι γεμάτο από αλλόφρονες Λαρισαίους που εγκατέλειπαν την πόλη και τα σπίτια τους, μεταφέροντας μαζί τους μόνον τα πλέον απαραίτητα.
[5]. Δρόμος αφιερωμένος στον μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου Β’ τον Φιλόσοφο (1593-1601). Το 1611 συνελήφθη στα Ιωάννινα από τους Τούρκους και γδάρθηκε ζωντανός. Οι εχθροί και οι Τούρκοι τον ανέφεραν σκωπτικά για την επαναστατική του δράση ως Σκυλόσοφο, και το επίθετο αυτό τον προσδιόριζε μέχρι πριν λίγα χρόνια. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι χρονικά τα επαναστατικά του κινήματα είναι από τα πρώτα που έγιναν κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά παρ’ όλα αυτά έμεινε και δυστυχώς εξακολουθεί για ορισμένους να παραμένει ακόμα ένας παρεξηγημένος ιερωμένος.
[6]. Ο ιδιοκτήτης του Ιωάννης Βελλίδης από το Λιβάδι, ήταν από το 1877 γενικός διευθυντής των επιχειρήσεων του Χουσνή μπέη και του Χαϊρή μπέη. Όταν οι τελευταίοι αναχώρησαν για την Κωνσταντινούπολη, τον διόρισαν διαχειριστή όλων των κτημάτων τους. Αλέξανδρος Γρηγορίου: Ιωάννης Βελλίδης (1849-1890). Από την απόλυτη παντοδυναμία στην τραγική αυτοκτονία. εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 17ης Απριλίου 2016. Ας σημειωθεί ότι στο κονάκι του Χουσνή μπέη φιλοξενήθηκε για λίγες ημέρες ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ τον Οκτώβριο του 1881, κατά την πρώτη του επίσκεψη στα νέα εδάφη που προσαρτήθηκαν στο Ελληνικό Βασίλειο. Του άρεσε και αμέσως το αγόρασε για να στεγάσει τα ανάκτορά του στην πόλη μας. Παπαθεοδώρου Νικόλαος: Τίτλοι ιδιοκτησίας ανακτόρων Λαρίσσης. εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 8ης Αυγούστου 2018.
[7]. Ο Χασάν μπέης ήταν εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας στρατηγού Τουρχάν μπέη και γιος του Ομέρ μπέη. Θεωρείται ότι η πέτρινη πολύτοξη γέφυρα του Πηνειού ήταν έργο του.
[7]. Σαν Τρανός μαχαλάς χαρακτηρίζεται η χριστιανική συνοικία, η οποία βρισκόταν στον λόφο της Ακρόπολης της Λάρισας. Κατά περίεργο τρόπο οι πλούσιες μουσουλμανικές οικογένειες δεν προτιμούσαν να κτίζουν τα κονάκια τους στο Λόφο της Ακρόπολης, αλλά κυρίως στην περιοχή Ντάρκουλη (γύρω από την Κεντρική πλατεία) και τον Καραγάτς μαχαλά (συνοικία Αγ. Κωνσταντίνου).

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ «ΚΟΛΩΝΑΚΙ» ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - Δ’


Το σημερινό κτίριο της οικογένειας Χατζηβασιλείου επί της οδού Νιρβάνα 4. Φωτογραφία Παναγιώτη Δομούζη. Το σημερινό κτίριο της οικογένειας Χατζηβασιλείου επί της οδού Νιρβάνα 4. Φωτογραφία Παναγιώτη Δομούζη.

Συνεχίζουμε την περιήγησή μας στο "Κολωνάκι", μια περιοχή στον κεντρικό τομέα της Λάρισας, ο οποίος εποικίστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του μεταπολεμικά. Όμως έχει το προνόμιο ότι διατήρησε αρκετά όμορφα κτίσματα από την πρώτη τους κατασκευή, η

οποία απέβλεπε στην ομορφιά και τη λειτουργικότητα μιας οικογενειακής κατοικίας, και δεν υπέκυψαν μέχρι σήμερα στις σειρήνες της αντιπαροχής.
--Είχαμε σταματήσει την προηγούμενη Τετάρτη στην κατοικία του Ιωάννη Αγραφιώτη. Συνεχίζουμε σήμερα με το επόμενο κτίσμα (αριθ. 7 στο σχέδιο), το οποίο καταλάμβανε τη γωνία Νιρβάνα με Γαριβάλδη. Ήταν μια χαμηλή διώροφη οικοδομή η οποία κτίστηκε, όπως και οι περισσότερες της περιοχής, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια από την οικογένεια Γκαρώ Σιρινιάν. Στο ισόγειο διέμενε η οικογένειά του, ενώ ο όροφος ενοικιαζόταν συνήθως σε οικογένειες αρμενικής καταγωγής. Διέθετε στο πίσω μέρος της προς τη Γαριβάλδη μεγάλο κήπο, στον οποίο ο Ονίκ Σιρινιάν, ανεψιός του ιδιοκτήτη, χρησιμοποιούσε συχνά για να ασκηθεί στη σκοποβολή, όπως αναφέρουν παλαιοί γείτονες.
Όταν ο Γκαρώ μετανάστευσε στην Αμερική, όπου βρισκόταν η μητέρα του Άρτεμις, το κτίριο αγοράστηκε από τον δικηγόρο Ιωάννη Τρικκαλίδη. Το 1980 εκδόθηκε από την πολεοδομία άδεια κατεδάφισης παλαιάς διώροφης οικοδομής από τον μηχανικό Βασίλειο Λέκκα, ενώ το 1988 εκδόθηκε άδεια στον ιδιοκτήτη να ανεγείρει τετραώροφη οικοδομή με υπόγειο από τον μηχανικό Δημ. Νικολαΐδη. Η θέση της οικοδομής αυτής είναι προνομιακή και ο αρχιτέκτονας την εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα. Ο δικηγόρος Ιωάννης Τρικκαλίδης νυμφεύθηκε τη φαρμακοποιό Αναστασία Κουλιαλή, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες, την Κωνσταντίνα και την Σταματία. Η Κωνσταντίνα σπούδασε φαρμακοποιός και συνεχίζει το επάγγελμα της μητέρας της, ενώ η Σταματία είναι δικαστικός.
--Στο σημείο αυτό θα διακόψουμε τον περίπατό μας, για να πάμε στην απέναντι πλευρά της οδού Νιρβάνα, ξεκινώντας από την οδό Ολύμπου. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, πριν ακόμα κτιστεί η μεγάλη αίθουσα του Ωδείου, στη γωνία υπήρχε οίκημα (αριθμ. 8 στο σχέδιο), το οποίο στέγαζε την Πυροσβεστική Υπηρεσία της Λάρισας. Δίπλα του υπήρχε ένα μικρότερο (αριθ. 9 στο σχέδιο), στο οποίο βρίσκονταν τα γραφεία και ο χώρος συγκέντρωσης των χορωδών του Μουσικού Συλλόγου Λαρίσης. Ακολουθούσε ο κήπος των Ανακτόρων, με τον ναΐσκο του Αγ. Βησσαρίωνος και τη ρηχή παιδική πισίνα που είχε κατασκευαστεί. Επί δημαρχίας Μεσσήνη η πισίνα καταργήθηκε και ο χώρος πλακοστρώθηκε. Στη θέση αυτή επί δημαρχίας Καφφέ δημιουργήθηκε ένα μεγάλο σιντριβάνι. Με τη διαμόρφωση αυτή ο παλαιός κήπος των Ανακτόρων είναι κατ' ευφημισμόν κήπος.
--Μεσολαβούσε η οδός Ογλ και εν συνεχεία η πρώτη γωνιακή κατοικία (οδός Νιρβάνα 2) ήταν ιδιοκτησία του Γεωργίου Παπαδέδε (αριθμ. 10 στο σχέδιο). Η είσοδος του σπιτιού ήταν επί της οδού Όγλ και συνόρευε με την κατοικία του αδελφού του Βρασίδα, η οποία καταλάμβανε τη γωνία Ογλ-Δροσίνη. Η κατοικία του Γεωργίου Παπαδέδε διέθετε μεγάλο κήπο που είχε μέτωπο προς τη Νιρβάνα, μέσα στον οποίο βρισκόταν κτισμένο μικρό σπιτάκι, όπου έμενε η Μαριγούλα η οποία φρόντιζε με μεγάλη στοργή τον κήπο. Τα δύο αδέλφια διατηρούσαν συνεργείο αυτοκινήτων στη Λάρισα, το οποίο βρισκόταν στην οδό Βασ. Κωνσταντίνου (Παναγούλη), στο ύψος του σημερινού ζαχαροπλαστείου Fontan. Ο Γεώργιος Παπαδέδες νυμφεύθηκε την Ελένη Γουργιώτη, αδελφή των Ιωάννη και Γεωργίου Γουργιώτη, αλλά πέθανε σχετικά νέα. Απέκτησαν δύο κορίτσια, τη Βασιλική (Σίλια) και τη Θεοφανώ, οι οποίες σήμερα ζουν στην Αθήνα. Ο Βρασίδας Παπαδέδες με τη σύζυγό του Λόλα απέκτησαν ένα παιδί, τον Βασίλη, ο οποίος χάθηκε νωρίς.
--Ακολουθούσε η κατοικία του Ανδρέα Χατζηβασιλείου στον αριθμ. 4 της οδού Νιρβάνα. Ήταν μια απλή μονοκατοικία (αριθμ. 11 στο σχέδιο) με αυλή, η οποία ήταν γεμάτη με γαρδένιες, το αγαπημένο φυτό της γυναίκας του Βασιλικής (Κούλας), που τα πότιζε και τα περιποιείτο με αγάπη. Μάλιστα σε κάθε γείτονα ή περαστικό που τύχαινε να περνάει, τον σταματούσε και του χάριζε μία γαρδένια. Το 1977 εκδόθηκε από την Πολεοδομία άδεια να ανεγερθεί στο σημείο αυτό ισόγεια οικοδομή από τον μηχανικό Τσόκρη Νικόλαο, κατάλληλη να στεγάσει καταστήματα. Έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα εκδόθηκε νέα άδεια προσθήκης ενός επί πλέον ορόφου επί του ισογείου από τον ίδιο μηχανικό και έτσι το όλο κτίσμα έλαβε τη σημερινή του μορφή, όπως ακριβώς αποτυπώνεται από τη φωτογραφία η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο.
Ο Ανδρέας Χατζηβασιλείου είχε καταγωγή από τη Μ. Ασία, ήταν δερματέμπορος, το κατάστημά του βρισκόταν μέσα στην ανώνυμη πάροδο η οποία συνδέει τους δρόμους Ερμού και Ανδρούτσου και ήταν συνέταιρος με τον Χαράλαμπο Εμπορίδη μέχρι το 1970, όταν έκλεισαν το κατάστημα[1]. Νυμφεύθηκε τη Βασιλική Χατζησαλάτα από την Αγιά, με την οποία απέκτησαν τρία τέκνα. Δύο αγόρια, τον Χαράλαμπο (Μπάμπη) και τον Γιάννη, οι οποίοι διαχειρίζονταν το ξενοδοχείο "Εσπέρια" που βρίσκεται επί της οδού Αμαλίας 4, ανατολικά της πλατείας Μπλάνα (Λαού), και το οποίο έχει από καιρό διακόψει τη λειτουργία του. Το τρίτο τους παιδί η Λένα παντρεύτηκε τον αξιωματικό της αεροπορίας Αθανάσιο Ρεκαΐτη, μετακόμισαν στη Σαντορίνη όπου ζουν μόνιμα και ασχολούνται με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.
--Το επόμενο σπίτι στη Νιρβάνα αριθμ. 6 ήταν αρχικά μια πολύ όμορφη κατοικία όπου διέμενε η οικογένεια του Δημητρίου Γεωργιάδη (αριθμ. 12 στο σχέδιο). Περιβαλλόταν από αυλή στην οποία βρίσκονταν αποθηκευμένα βαρέλια από κρασί, αφού ο ιδιοκτήτης του ήταν έμπορος κρασιών, όπως και ο πατέρας του Θωμάς. Το κατάστημά του βρισκόταν επί της 31ης Αυγούστου. Το 1962 στη θέση όπου βρισκόταν η μονοκατοικία, εκδόθηκε άδεια ανέγερσης τριώροφης οικοδομής από τον πολιτικό μηχανικό Σπυρίδωνα Μπλάνα. Η οικογένεια Γεωργιάδη διέμενε στο ισόγειο, ενώ στους ορόφους στεγάστηκαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι υπηρεσίες του Υγειονομικού Κέντρου Λαρίσης[2]. Όταν το τελευταίο μετακόμισε, στους ορόφους του κτιρίου αυτού μεταστεγάστηκαν οι Υπηρεσίες της Γενικής Ασφάλειας, οι οποίες όπως αναφέραμε σε προηγούμενο σημείωμά μας[3], βρίσκονταν εκεί δίπλα, στη Νιρβάνα 7, γωνία με Ογλ. Ο Δημήτριος Γεωργιάδης είχε τρείς αδελφές. Τη Μαρίκα η οποία παντρεύτηκε τον Τάκη Μπιλάλη από τη Λαμία, όπου και έζησαν. Την Πόπη η οποία στεφανώθηκε με τον Στέφανο Τρυφωνίδη, μηχανικό στη ΔΕΗ. Και τέλος τη Βούλα ή οποία πέθανε πολύ νέα. Με τη γυναίκα του Θεοπίστη ο Δημήτριος Γεωργιάδης απέκτησε δύο αγόρια, τον Θωμά ο οποίος είναι κτηνίατρος και τον Ευριπίδη ο οποίος είναι οικονομολόγος.
--Δίπλα από το σπίτι του Γεωργιάδη, στον αριθμ. 8 της οδού Νιρβάνα, βρισκόταν η κατοικία της οικογένειας Σωτηροπούλου (αριθμ. 13 στο σχέδιο). Όταν μεταπολεμικά ανασυστήθηκε η Φιλαρμονική του Δήμου, πρώτος της μαέστρος υπήρξε ο αρχιμουσικός Γεώργιος Καμηλιέρης. Η καταγωγή του ήταν από την Κέρκυρα και ερχόμενος εδώ νυμφεύθηκε την Παναγιώτα Σωτηροπούλου. Το ζευγάρι διέμενε σε μια τυπική μονοκατοικία ιδιοκτησία της οικογένειας της νύφης, στον αύλειο χώρο της οποίας υπήρχαν και δύο παράσπιτα. Το 1956 εκδόθηκε άδεια "προσθήκης ορόφου επί ισογείου οικοδομής", με μηχανικό τον Δημ. Παρρή, ενώ το 1961 νέα άδεια προσθήκης διωρόφου παραρτήματος, με τον ίδιο μηχανικό. Σήμερα στη θέση αυτή έχει υψωθεί εξαώροφη οικοδομή. Γεώργιος Καμηλιέρης και Παναγιώτα Σωτηροπούλου απέκτησαν δύο θυγατέρες. Η μία ήταν η Σπυριδούλα η οποία παντρεύτηκε τον Ευάγγελο Καραβά, υπάλληλο του ΟΤΕ και απέκτησαν δύο τέκνα, τον Γεώργιο και την Παναγιώτα. Η άλλη ονομαζόταν Νικολέτα (Λίνα), παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Καρανίκα και απέκτησε τρία τέκνα, τον Ζήση την Αλεξάνδρα και την Παναγιώτα[4].
Στο σημείο αυτό θέλω να υπογραμμίσω ότι όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν από άτομα που διέμεναν στην περιοχή αυτή και από συγγενείς και απογόνους των αναφερόμενων οικογενειών. Είμαι βέβαιος ότι έχουν παρεισφρήσει λάθη. Για τον λόγο αυτό παρακαλώ όσους γνωρίζουν περισσότερα για τα σπίτια αυτά και τις οικογένειες που τα κατοίκησαν, ή έχουν εντοπίσει λάθη, είτε διαθέτουν παλιές φωτογραφίες της περιοχής, να έλθουν σε επαφή μαζί μου, στο τηλ. 2410-287450.
(Συνεχίζεται)

-----------------

[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Οδός Ερμού - Δ’, εφημ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 19ης Φεβρουαρίου 2020.
[2]. Του κτίσματος αυτού έχω προσωπικές αναμνήσεις. Το 1967, όταν εκτελούσα τη θητεία μου ως αγροτικός ιατρός, μετατέθηκα για μερικούς μήνες στο Υγειονομικό Κέντρο για να αντικαταστήσω τον Νομίατρο ο οποίος είχε μεταβεί με υποτροφία στη Σουηδία.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το "Κολωνάκι" της Λάρισας - Β’, εφημ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 4ης Νοεμβρίου 2020.
[4]. Για τη σύνταξη του σημερινού κειμένου βοήθησαν οι κυρίες Νία Γώγου-Αγραφιώτη, Κωνσταντίνα Τρικκαλίδου, Μπέτυ Βελώνη-Κολοκοτρώνη, Ντίνα Παρλάτζα και οι κύριοι Αλέξανδρος Γρηγορίου και Βαγγέλης Ρηγόπουλος, τους οποίους και ευχαριστώ.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

 

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

 Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Το «Κολωνάκι» της Λάρισας - Γ’


Η κατοικία του Νικολάου Φαρασλή στην αρχική της μορφή (ισόγειο)  όπως κτίστηκε το 1949. Στον ακάλυπτο χώρο μπροστά κτίστηκε αργότερα  η κατοικία του Οδυσσέα Κρίκκη. Οικογενειακό αρχείο Κωνσταντίνου Φαρασλή Η κατοικία του Νικολάου Φαρασλή στην αρχική της μορφή (ισόγειο) όπως κτίστηκε το 1949. Στον ακάλυπτο χώρο μπροστά κτίστηκε αργότερα η κατοικία του Οδυσσέα Κρίκκη. Οικογενειακό αρχείο Κωνσταντίνου Φαρασλή

Πριν συνεχίσουμε την καταγραφή των οικημάτων τα οποία απαρτίζουν το λεγόμενο «Κολωνάκι» της Λάρισας και βρίσκονται στην οδό Νιρβάνα και σε δύο κάθετους προς αυτήν δρόμους (Παπαδιαμάντη, Ελλαδίου), θα αναφέρουμε ορισμένες διορθώσεις και προσθήκες όσων είχαμε γράψει την προηγούμενη Τετάρτη για την κατοικία και την οικογένεια Πολυμεροπούλου[1].

Τα αδέλφια ήταν τελικά πέντε. Η μητέρα τους Αννούλα το γένος Ψάλτη, καταγόταν από την Κρανιά Ολύμπου. Από τα παιδιά, ο Σπύρος ήταν διοικητικός υπάλληλος στη Νομαρχία και παρέμεινε άγαμος. Μετά τη συνταξιοδότησή του εργάστηκε ως υπάλληλος στο υπεραστικό ΚΤΕΛ. Η Ασπασία (Τασία) και η Αργυρώ μετανάστευσαν στην Αμερική, όπου και παντρεύτηκαν, χωρίς να αποκτήσουν απογόνους. Η Τασία έμεινε μόνιμα στην Αμερική, ενώ η Αργυρώ επέστρεψε κάποια στιγμή στην Ελλάδα. Η Άρτεμις, η οποία δεν ακολούθησε τις αδελφές της στην Αμερική, παρέμεινε και έζησε στη Λάρισα χωρίς να παντρευτεί. Τέλος ο Νίκος εργαζόταν ως εργοδηγός μηχανικός στην Τεχνική Υπηρεσία της Νομαρχίας. Νυμφεύθηκε την Αφροδίτη Αγγελοπούλου από τον Βόλο, η οποία είχε κάνει σπουδές ζωγραφικής. Ο γιος τους Ιωάννης Πολυμερόπουλος έγινε και αυτός ζωγράφος και συγχρόνως διατηρούσε φωτογραφείο στο ισόγειο της πολυώροφης οικοδομής η οποία κτίστηκε περί το 1976 στη θέση όπου βρισκόταν το πατρικό τους σπίτι που περιγράψαμε στο προηγούμενο κείμενό μας.
—Μετά την κατοικία του φαρμακοποιού Οδυσσέα Κρίκη όπου σταματήσαμε στο προηγούμενο κείμενο, βρισκόταν η κατοικία του Νικολάου Φαρασλή στην οδό Νιρβάνα 11 (αριθμ. 5 στο σχέδιο που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη Τετάρτη). Κτίστηκε αρχικά σαν μονοκατοικία το 1948 και όπως διακρίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία στέγασε την οικογένειά του. Ο μεγαλύτερος γιος Θωμάς με το ποδηλατάκι παίζει στον ακάλυπτο χώρο ο οποίος αργότερα χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση της κατοικίας του Κρίκη, ενώ ο μικρός Κωστάκης, νήπιο ακόμη βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του Χάιδως και παρακολουθεί από το παράθυρο τον αδελφό του. Το 1963-64 προστέθηκε και δεύτερος όροφος στη μονοκατοικία και όλη η κατοικία ολοκληρώθηκε και εξωτερικά. Το 1988 κατεδαφίστηκε μαζί με τη γειτονική κατοικία του Ιωάννη Αγραφιώτη και εκδόθηκε άδεια για την ανέγερση εξαώροφης οικοδομής.
Ο Νικόλαος Φαρασλής καταγόταν από τον Ελληνόπυργο Καρδίτσας και μεγαλώνοντας εντάχθηκε στη Χωροφυλακή όπου έφθασε μέχρι τον βαθμό του μοιράρχου. Αποστρατεύτηκε το 1963 με τον βαθμό του ταγματάρχου. Νυμφεύθηκε τη Χάιδω το γένος Κουλιαλή από τα Δελέρια και το ζευγάρι απέκτησε τρία τέκνα. Τον Θωμά, ο οποίος σπούδασε οδοντιατρική και εργάστηκε στην πόλη μας ιδιωτικά και στο ΙΚΑ. Τον Κώστα ο οποίος σπούδασε αρχιτέκτων στο Πολυτεχνείο και εργάστηκε με επιτυχία ως εργολάβος ιδιωτικών έργων. Ο τελευταίος απέκτησε τρία τέκνα. Τη Χάιδω, η οποία εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος, τη Ζωή, η οποία σπούδασε αρχιτέκτων και τον Δημήτριο πολιτικό μηχανικό, οι οποίοι συνεχίζουν το έργο του πατέρα τους Κώστα. Το τρίτο παιδί του Νίκου Φαρασλή ήταν η Ελένη χήρα Αποστόλου Δεσλή.
Ως εκ της ιδιότητός του ο Νικόλαος Φαρασλής είχε συχνές μετακινήσεις από πόλη σε πόλη κατά το διάστημα 1950-1957. Κατά το διάστημα αυτό στην κατοικία του στεγάστηκε ο Θεόδωρος Καραναστάσης με τη γυναίκα του Μαρίκα. Ο Καραναστάσης ήταν συνέταιρος με τον Ντίνο Ρουσμένη στην εμπορική τους επιχείρηση. Το 1957 η οικογένεια Φαρασλή εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα. Μετά την αποστρατεία του ο Νικόλαος Φαρασλής εργάστηκε ως διευθυντής του πολιτικού γραφείου του βουλευτού της Λάρισας και Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου (Τάκη) Ροδόπουλου, από το 1965 μέχρι τον θάνατό του το 1971.
Το επόμενο κτίσμα μετά την κατοικία του Νικ. Φαρασλή ήταν του Ιωάννη Αγραφιώτη (αριθμ. 6 στο σχέδιο) το οποίο ήταν στην οδό Νιρβάνα 13. Από το Πολεοδομικό γραφείο του Δήμου Λαρισαίων[2] μαθαίνουμε ότι το 1952 εκδόθηκε άδεια ανέγερσης διώροφης οικοδομής στο σημείο αυτό επ’ ονόματι Ιωάν. Αγραφιώτη και με μηχανικό τον Αχιλλέα Κέλλα[3]. Όπως διακρίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία, ήταν ένα κομψό κτίσμα με συμμετρικές διαστάσεις, όμορφη είσοδο και από πάνω της ήταν ανεπτυγμένος εξώστης, σε μια γωνία του οποίου υπήρχε απλός ισοπαχής κυκλικός κίονας με περίτεχνο κιονόκρανο που συγκρατούσε μια γωνία της στέγης. Ενδιαφέρον παρουσίαζε και το σιδερένιο περιτοίχισμα με τα διάφορα σχέδια, το οποίο περιέκλειε την αυλή από τον δρόμο. Σ’ αυτό το οίκημα στέγασε ο Ιω. Αγραφιώτης την οικογένειά του, ενώ για κάποιο διάστημα γύρω στα 1957 αναφέρεται ότι στο ισόγειο λειτούργησε το Γαλλικό Ινστιτούτο, πριν στεγαστεί στο σημερινό κτίριο της οδού Κούμα. Όπως αναφέρθηκε ήδη, το 1988 κατεδαφίστηκε μαζί με τη γειτονική κατοικία του Νικολάου Φαρασλή και εκδόθηκε άδεια για την ανέγερση εξαώροφης οικοδομής η οποία φέρει τη διεύθυνση Νιρβάνα 11-13.
Ο Ιωάννης Αγραφιώτης ήταν χοντρέμπορος εδώδιμων και αποικιακών προϊόντων, συνεργαζόταν με τον αδελφό του Κωνσταντίνο και το κατάστημά τους βρισκόταν στην οδό Βενιζέλου 60, απέναντι σχεδόν από το τούρκικο Χαμάμ. Δίπλα του ήταν το φανοποιείο του Μωυσή και στη συνέχεια το παλιό φαρμακείο του Ντίνου Σολωμού, το οποίο καταλάμβανε τη γωνία Βενιζέλου-Φιλελλήνων. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα του είδους του στη Λάρισα, πλούσιο σε εμπορεύματα και διακίνηση. Ο Ιωάννης Αγραφιώτης νυμφεύθηκε τη Βασιλική Ζιαζιά[4]. Το ζευγάρι απέκτησε τρία τέκνα την Ουρανία (Νία), τον Δημήτριο και τον Θωμά. Η Νία, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε την ιδέα της καταγραφής της περιοχής της Λάρισας που έμεινε με το όνομα «Κολωνάκι» και υπήρξε ο κύριος πληροφοριοδότης μου, αφού γνωρίζει και θυμάται με εξαιρετική ενάργεια πρόσωπα, πράγματα και ημερομηνίες που αφορούν την περιοχή, όταν μικρή ζούσε την ατμόσφαιρα που απέπνεε ο χώρος αυτός που ήταν η γειτονιά της. Οι περιηγήσεις στους δρόμους της περιοχής μαζί της, πάντα πρόθυμη, συντροφιά με τον Αριστείδη Παπαχατζόπουλο και τον Γιώργο Γραβάνη που είναι κάτοικοι του «Κολωνακίου» μέχρι και σήμερα, και τον Παναγιώτη Δομούζη, τον Βαγγέλη Ρηγόπουλο και τον Γιώργο Τράντα, θα μας μείνουν αξέχαστες. Η Νία ήταν για χρόνια καθηγήτρια πιάνου στο Δημοτικό Ωδείο της Λάρισας, παντρεύτηκε τον οικονομολόγο Γρηγόρη Γώγο και έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, τον οικονομολόγο Στέλλιο και την Παρασκευή (Βίβιαν) η οποία σπούδασε μουσικολογία. Το δεύτερο παιδί του Ιωάννη και της Βασιλικής Αγραφιώτη, ο Δημήτριος σπούδασε ιατρική, ειδικεύτηκε στη νευρολογία, εργάστηκε στη Λάρισα και σήμερα είναι συνταξιούχος. Το τρίτο τους παιδί, ο Θωμάς, σπούδασε μηχανικός μεταλλειολόγος και ζει στην Αθήνα.
Τέλος θέλω να προσθέσω ότι όσο θα διαρκούν τα κείμενα αυτά είναι καλοδεχούμενες διορθώσεις, προσθήκες και φωτογραφίες από την περιοχή αυτή είτε τηλεφωνικά (2410-287.450 και 6951-004.232) είτε ηλεκτρονικά (nikapap@hotmail.com).
(Συνεχίζεται)
————————————————-
[1]. Τις πληροφορίες μου τις έδωσαν τηλεφωνικά η εκπαιδευτικός κ. Μιμίκα Μπαχτσέ-Βάσιου, για την οικία αδελφών Πολυμεροπούλου, ο Κώστας Φαρασλής για την πατρική του κατοικία και η Ουρανία (Νία) Γώγου-Αγραφιώτου για τη δική της πατρική κατοικία, τους οποίους και ευχαριστώ θερμά.
[2]. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναγνωρίσω τις φιλότιμες προσπάθειες για βοήθεια του Γιώργου Χατζούλη μέλους της Φωτοθήκης ο οποίος είναι προϊστάμενος στο τμήμα Πολεοδομίας του Δήμου.
[3]. Πρόκειται για τον πατέρα του βουλευτού της Λάρισας Χρήστου Κέλλα, ο οποίος είχε σπουδάσει μηχανικός στη Γερμανία.
[4]. Η Βασιλική Ζιαζιά ήταν αδελφή του δικηγόρου και γνωστού ιστορικού της Λάρισας Γιώργου Ζιαζιά, ο οποίος εκλέχτηκε πολλές φορές δημοτικός σύμβουλος και είχε μακροχρόνια θητεία στο Γηροκομείο. Χάρη στις ενέργειές του εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι και σήμερα, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες που αντιμετωπίζει, με την καθοδήγηση της κόρης του Κατερίνας Σουφλιά-Ζιαζιά.

Πολέμησαν όπως είχαν εκπαιδευτεί. Πολέμησαν όπως είχαν ζήσει. Ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο. Για μας, δεν ήταν κάτι ξεχωριστό. Οι άλλοι τους έβλεπαν έτσι. Οι ξένοι. Εμείς ξέραμε πως ήταν μόνο τριακόσιοι "όμοιοι". Σπαρτιάτες οπλίτες, δηλαδή. Όποιος από μας κι αν βρισκόταν στις Θερμοπύλες, θα έκανε το ίδιο. Άξιζαν όλοι τους κάθε τιμή. Την ίδια τιμή που όφειλε η πόλη σε κάθε οπλίτη που τηρούσε τον νόμο της και έπεφτε στη μάχη. Νομός ξεκάθαρος. Όποιος έμπαινε στη φάλαγγα, όποιος παρατασσόταν κι αντίκριζε τον εχθρό, έπρεπε να επικρατήσει ή να σκοτωθεί. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή οδηγούσε στην ατίμωση. Όλοι είχαμε ζυμωθεί, από μικρά παιδιά, μ' αυτήν την αντίληψη. Θα επικρατήσεις ή θα σκοτωθείς. Οι άνδρες του Λεωνίδα, η φρουρά του, το ήξεραν καλά. Δεν ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Τις υποχρεώσεις τους τήρησαν μόνο. Δεν νίκησαν, αλλά σκοτώθηκαν όλοι, με την ασπίδα στο χέρι. Δεν μετακινήθηκαν απέναντι στον εχθρό. Ο εχθρός μετακινήθηκε απέναντί τους. Αλλιώς δεν μπορούσε να νικήσει. Εκείνοι έμειναν αμετακίνητοι, όπως προστάζουν οι νόμοι του Λυκούργου.
Ήρωας, για μας, ήταν αυτός που έχοντας την επιθυμία να ζήσει, όχι να πεθάνει, έκανε πράξεις παράτολμες. Πέρα από τα όρια του καθήκοντος. Οι άνδρες του Λεωνίδα δεν είχαν υπερβεί τα όρια. Τα είχαν τηρήσει. Δεν πήγαν στις Θερμοπύλες για να θυσιαστούν. Ο δρόμος του πολεμιστή δεν οδηγεί στη θυσία. Οδηγεί στη νίκη. Πήγαν για να νικήσουν. Ήξεραν ότι υποχώρηση μπροστά στον εχθρό σήμαινε πρόσκαιρη μόνον παραμονή στη ζωή. Το αδίκημα αυτό η πόλη το τιμωρεί με θάνατο, ανεξάρτητα από το αριθμητικό μέγεθος του αντιπάλου. Δεν μετράμε όταν πολεμάμε. Η προοπτική της υποχώρησης είναι για μας αδιανόητη. Σε ηλικία επτά ετών μπαίνουμε στις αγέλες. Τότε αρχίζει η εκπαίδευσή μας. Η "αγωγή". Σκοπός της ένας και μόνος. Η συνεχής επιδίωξη της αρετής. Από επτά ετών, μέχρι την ηλικία των εξήντα, διαβιώνουμε μονότονα με την ίδια αντίληψη. Κανένας Σπαρτιάτης "όμοιος" δεν θα μπορούσε να σκεφτεί διαφορετικά. Η στάση της φρουράς στις Θερμοπύλες δεν ήταν τρέλα, ούτε απερισκεψία της στιγμής. Ήταν η ζωή τους όλη. Όπως είχαν ζήσει, όπως είχαν εκπαιδευτεί, έτσι ακριβώς πολέμησαν. Οι ξένοι μόνο απορούσαν. Εμείς όχι. <<Δεν φοβήθηκαν τους Πέρσες;>> μας ρωτούσαν. <<Ήταν μονάχα τριακόσιοι πολεμιστές. Δεν φοβήθηκαν;>>
Εμείς ξέραμε την απάντηση.
Ο φόβος απέναντι στους Πέρσες σίγουρα υπήρχε. Πριν τη μάχη φοβάσαι. Όλοι φοβούνται. Εμείς, όμως, δεν φοβόμασταν μετά. Όταν η μάχη άρχιζε. Αυτή ήταν η διαφορά. Όλη η εκπαίδευση μας, η ζωή μας δηλαδή ολόκληρη, σ' αυτό αποσκοπούσε. Στην απελευθέρωση από τα δεσμά του φόβου. Του φόβου για τον θάνατο. Φοβόμασταν τον άδοξο θάνατο, επιδιώκαμε όμως τον ένδοξο. Ο Δίας δίνει τη ζωή, ο Δίας την παίρνει πίσω. Δεν είναι δική μας επιλογή ο χρόνος. Ούτε ο τόπος. Δική μας επιλογή είναι μόνον ο τρόπος. Αυτό γνωρίζαμε και αυτό πιστεύαμε. Έτσι επιλέγαμε τον ένδοξο θάνατο, όχι το άδοξο. Θέλαμε να έχουμε εμείς τον έλεγχο. Τον έλεγχο του τρόπου. Γι' αυτό δεν μισούσαμε τον αντίπαλο. Οι φανατικοί μισούν. Εμείς υπερασπιζόμασταν την πατρίδα μας και σεβόμασταν εκείνους που έκαναν το ίδιο για τη δική τους πατρίδα. Ο εχθρός δεν ήταν αντικείμενο μίσους, ήταν αντικείμενο εξόντωσης. Δεν τρίζαμε τα δόντια, δεν ουρλιάζαμε , δεν βρίζαμε. Ούτε μίσος, ούτε φόβος. Ψάλαμε τον παιάνα και προελαύναμε. Σταθερά, με βήμα και ρυθμό, κάτω από τον ήχο των αυλών, όλη η φάλαγγα, σαν ένα σώμα, μια ψυχή, προελαύναμε, μέχρι να επικρατήσουμε ή να σκοτωθούμε. Το ίδιο έγινε και στις Θερμοπύλες. Η αριθμητική υπεροχή του εχθρού μας άφηνε αδιάφορους. <<Μην ρωτάτε πόσοι είναι αλλά που είναι>> μας έλεγαν στην εκπαίδευση. Άλλωστε ήμασταν πάντοτε λιγότεροι από τους άλλους.

 

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...


Η Μονή των Μεβλεβήδων στη Λάρισα. Υδατογραφία του Joseph Cartwright. 1815 περίπου. Μουσείο Μπενάκη. Η Μονή των Μεβλεβήδων στη Λάρισα. Υδατογραφία του Joseph Cartwright. 1815 περίπου. Μουσείο Μπενάκη.

ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΜΕΒΛΕΒΗΔΩΝ
Ο Μεβλεβίχανες των Οθωμανών

Η εικόνα που δημοσιεύεται σήμερα απεικονίζει ένα από τα πιο άγνωστα περίτεχνα κτίσματα της τουρκοκρατούμενης Λάρισας. Ονομαζόταν Mevlevihane και βρισκόταν στην αριστερή πλευρά αμέσως μετά την έξοδο της γέφυρας του Πηνειού, καθ’ οδόν προς τον Πέρα Μαχαλά.

Ήταν ένα μεγάλο και εντυπωσιακό σύμπλεγμα κτιρίων με διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, με τον μιναρέ του να προβάλλει από μακριά. Ο Mevlevihane ήταν ένας τεκές των Μεβλεβήδων, δηλαδή αν θέλαμε να τον παραλληλίσουμε με τα χριστιανικά κτίσματα, ήταν μία Μονή του λεγόμενου μουσουλμανικού τάγματος των στροβιλιζόμενων δερβίσηδων, οι οποίοι πήραν την ονομασία αυτήν από μία ειδική τελετουργία, η οποία τους χαρακτήριζε. Τον τεκέ αυτόν ταυτοποίησε και ερεύνησε ο ιστορικός Θεόδωρος Παλιούγκας[1].
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας (1423-1881) η Λάρισα μαζί με τη Θεσσαλονίκη συγκαταλέγονταν, στις μεγαλύτερες πόλεις της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Παρά το γεγονός ότι ο χριστιανικός της πληθυσμός είχε μειωθεί αισθητά από τις πυκνές μετοικήσεις του στις γύρω ασφαλείς ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας και από τους εξισλαμισμούς, η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού μουσουλμανικού πληθυσμού από την Ανατολή και η θέση της ως στρατιωτικού κέντρου, είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγάλη αλλοίωση των πληθυσμιακών συσχετισμών της πόλης. Ο αριθμός των κατοίκων της σε ορισμένες χρονικές περιόδους είχε φτάσει σε απίστευτα μεγέθη και μάλιστα κάποιος περιηγητής έφτασε στο σημείο να αναφέρει ότι ο πληθυσμός της Λάρισας έφτανε τους 300.000 κατοίκους[2]. Ήταν τώρα μια νέα πόλη και οι Οθωμανοί την ονόμασαν Γενή Σεχήρ (Νεάπολις)[3]. Η Λάρισα καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας διέθετε πολλά μουσουλμανικά τεμένη, ο αριθμός των οποίων κυμαινόταν από 22-29, ανάλογα με την περίοδο που επισκεπτόταν ο κάθε περιηγητής την πόλη. Ελάχιστα από αυτά ήταν αξιόλογα. Ειδικά ο Mevlevihane ήταν ένα από τα πιο επιβλητικά μουσουλμανικά κτίσματα της Γενή Σεχίρ. Όλες οι ιστορικές πηγές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο τεκές αυτός ήταν κτισμένος στα 1650. Ιδρυτής του ήταν κάποιος ευκατάστατος Λαρισαίος Οθωμανός, ο Χατζή Αχμέτ. Αναφορές για την παρουσία του έχουμε αρκετές. Η παλαιότερη είναι του 1668 από τον Οθωμανό περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπί[4]. Συγκεχυμένη περιγραφή του έχουμε και από τον John Galt ο οποίος το μεγαλοπρεπές αυτό κτίριο το εξέλαβε ως Διοικητήριο και το θεώρησε ως το επιβλητικότερο δημόσιο κτίριο που είχε συναντήσει σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο[5]. Το 1810 αναφέρει τον τεκέ των Μεβλεβήδων και ο Άγγλος Henry Holland, χωρίς όμως να τον κατονομάσει, ενώ ο Ιωάννης Λεονάρδος στο βιβλίο του «Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία» (Πέστη 1836) τον εντοπίζει σωστά στην έξοδο της γέφυρας.
Εκτός όμως από τις περιγραφές του που έχουμε, η μορφή του έχει αποτυπωθεί και σε χαρακτικά ορισμένων περιηγητών. Χρονολογικά πρώτη πρέπει να τοποθετηθεί το 1810 η υδατογραφία του Άγγλου William Haygarth (1782-1825. Αμέσως μετά (Νοέμβριος του 1812) έχουμε τη χαλκογραφία του Άγγλου ιατρού Henry Holland. Ακολουθεί το 1815 περίπου η υδατογραφία του Joseph Catrwright, λεπτομέρεια της οποίας είναι η σημερινή εικόνα [6], το 1833 το χαρακτικό του Άγγλου Christopher Wordsworth (1807-1885) και αργότερα αρκετών άλλων. Είναι νομίζω ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς χρονολογικά μέσω των χαρακτικών, τη διδοχική εξέλιξη της απεικόνισης του τεκέ των Μεβλεβήδων και να διαπιστώσει τις φθοροποιές επεμβάσεις του χρόνου και της εγκατάλειψης στο επιβλητικό αυτό κτίσμα.
Απ’ όλες αυτές τις απεικονίσεις η πλέον αξιόπιστη είναι η υδατογραφία του ζωγράφου Joseph Cartwright. Ο Άγγλος καλλιτέχνης στάθηκε στη δεξιά όχθη του Πηνειού, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το κτίριο του Τεχνικού Επιμελητηρίου, με θέα προς τη βορειοδυτική πλευρά της πόλης. Όπως απεικονίζεται και στο χαρακτικό, πρόκειται για ένα εντυπωσιακό συγκρότημα κτιρίων το οποίο βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού. Ο Mevlevihane εκτός από το τζαμί, το οποίο ήταν ο κύριος χώρος προσευχής και λατρείας, διέθετε και άλλους χώρους, όπως τα κελιά των δερβίσηδων, την αίθουσα όπου εκτελούσαν τους τελετουργικούς τους χορούς, διάφορα βοηθητικά κτίσματα, κ.λπ. Τα κεντρικό κτίριο, όπως παρατηρούμε, ήταν επίμηκες, διώροφο και στο εξωτερικό του διέθετε τοξωτά οθωμανικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Γύρω του υπήρχαν διάσπαρτα και άλλα κτίσματα με διαφορετική αρχιτεκτονική μορφή. Αναμφισβήτητα ήταν ένα συγκρότημα το οποίο προκαλούσε το ενδιαφέρον τόσο για το μέγεθος, όσο και για την αισθητική του.
Ο Meblevihane κατελάμβανε έναν από τους τέσσερις χώρους που όριζε η φημισμένη γέφυρα της Λάρισας. Από τη μία πλευρά βόρεια ήταν ο λόφος της Ακρόπολης με τον ναό του Αγίου Αχιλλίου, νότια το τζαμί του Χασάν μπέη. Από την άλλη πλευρά νότια βρισκόταν ο τεκές των Μεβλεβήδων και βόρεια εκτεινόταν ένας απέραντος επίπεδος και γυμνός χώρος, ο οποίος ξεκινούσε από την περιοχή του σημερινού κηποθέατρου και έφθανε μέχρι το γήπεδο. Ο χώρος αυτός προοριζόταν αποκλειστικά για την εκτέλεση των γυμνασίων του οθωμανικού στρατού.
Από το 1850, το κτιριακό συγκρότημα του τεκέ των Μεβλεβήδων σιγά-σιγά άρχισε να καταστρέφεται και ο χώρος να μεταβάλλεται. Τελευταία του οικοδομικά στοιχεία ανιχνεύονται στη δεκαετία του 1880.

—————————————————
[1]. Παλιούγκας Θεόδωρος, «Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881)», τόμ. Β’, Κατερίνη (2007) σ. 421-423.
[2]. Kατά την παραμονή του Σουλτάνου στη Λάρισα (1668-1669) ο πληθυσμός της αυξήθηκε αρκετά, μέχρι του σημείου οι ξένες αποστολές να μη βρίσκουν καταλύματα στη Λάρισα και να καταφεύγουν στον γειτονικό Τύρναβο. H μαρτυρία του Γάλλου συγγραφέα de la Guilletiere στο έργο του «Lacédémone ancienne et nouvelle…et quelques Particularιtez du Sejour que le Sultan Mohamet IV a fait dans la Thessalie. A Paris M.D.C.LXXVI (=1676) είναι η μοναδική που αναφέρει τον υπερβολικό αυτόν αριθμό, ο οποίος όμως δεν μπορεί εύκολα να γίνει πιστευτός.
[3]. Το όνομα Γενή Σεχήρ, δεν επικράτησε παρά μόνον στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα. Στις καθημερινές συζητήσεις τους όλοι οι κάτοικοι της πόλης (μουσουλμάνοι, χριστιανοί, εβραίοι, αθίγγανοι, νέγροι, κ.λπ.) χρησιμοποιούσαν την ονομασία Λάρισα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους περιηγητές που την επισκέφθηκαν. Επίσης στους εκατοντάδες χάρτες του ελλαδικού χώρου που κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας μόνο δύο ή τρεις την αναφέρουν εκτός από Λάρισα και ως Yeni Sehir.
[4]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Θεσσαλία στο Οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (1668), εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, Λάρισα, (2001), σελ. 42-43.
[5]. Ο John Galt (1779-1839) ήταν Σκωτσέζος συγγραφέας και επιχειρηματίας. Τον ελληνικό χώρο περιηγήθηκε στο διάστημα 1809-1811.
[6]. Ο J. Cartwright (1789-1829) έφτασε στον ελληνικό χώρο μετά το 1815, χρονολογία κατά την οποία τα Ιόνια νησιά πέρασαν στη Βρετανική κυριαρχία και υπηρέτησε στην Κέρκυρα για μερικά χρόνια ως διευθυντής των Οικονομικών Υπηρεσιών. Την περίοδο αυτήν ταξίδευσε στα Επτάνησα και στην ηπειρωτική χώρα. Επομένως στη Λάρισα και τα Τέμπη πρέπει να βρέθηκε την περίοδο 1815-1820

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ "ΚΟΛΩΝΑΚΙ" ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - Β’


Σχηματική αναπαράσταση της περιοχής της οδού Νιρβάνα  από την Ολύμπου έως τη Μαβίλη. Οι αριθμοί υποδηλώνουν κατοικίες  των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, οι περισσότερες των οποίων  σήμερα έχουν αντικατασταθεί από πολυώροφες οικοδομές Σχηματική αναπαράσταση της περιοχής της οδού Νιρβάνα από την Ολύμπου έως τη Μαβίλη. Οι αριθμοί υποδηλώνουν κατοικίες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, οι περισσότερες των οποίων σήμερα έχουν αντικατασταθεί από πολυώροφες οικοδομές

Ξεκινήσαμε την προηγούμενη Τετάρτη την περιγραφή σε συνέχειες της περιοχής της Λάρισας που έχει την ανεπίσημη ονομασία "Κολωνάκι", και αναφερθήκαμε στην ονομασία, την εντόπιση και την αρχική της μορφή πριν το 1935. Από σήμερα θα αρχίσει η

περιγραφή των κτισμάτων της περιοχής, αρχίζοντας από τη διασταύρωση της οδού Νιρβάνα με την Ολύμπου, αν και το καθ' αυτό Κολωνάκι, όπως εξηγήσαμε, αρχίζει από τη διασταύρωση της Νιρβάνα με την οδό Ογλ, μέχρι τη διασταύρωσή της με την Ερυθρού Σταυρού. Με οδηγό λοιπόν τη δημοσιευόμενη σχηματική αναπαράσταση της περιοχής ξεκινάμε από την αρχή της οδού Νιρβάνα. Για ευκολότερη κατανόηση των προς περιγραφή κτισμάτων χρησιμοποιήθηκαν αριθμοί, οι οποίοι ουσιαστικά είναι δείκτες της σειράς περιγραφής.
--Ο αριθμ. 1 αναφέρεται στο κτίριο Μισιρλή. Βρίσκεται στη γωνία των οδών Ολύμπου και Νιρβάνα. Για την ύπαρξη ιδιοκτησίας Μισιρλή σ' αυτό τον χώρο έχουμε πληροφορίες από το μακρινό 1881, την εποχή της απελευθέρωσης της Λάρισας. Όταν στις 11 Οκτωβρίου 1881 συντάχθηκε το πωλητήριο συμβόλαιο αγοράς της κατοικίας του Χουσνή μπέη "μεθ' όλων των προαυλίων αυτής" από τον βασιλέα Γεώργιο Α' με σκοπό να δημιουργήσει το ανάκτορό του στη Λάρισα, ο συμβολαιογραφών ειρηνοδίκης Απόστολος Μαλαχατόπουλος οριοθετεί την ιδιοκτησία στο σημείο αυτό ως εξής: "...συνορευομένην ... αρκτικώς [βορείως] με οικίας Δημητρίου Μυσιρλή, βακούφικο και Αλεξίου Γεωργίου και χαβάς Ντουντού και λοιπών συνιδιοκτητών της..."[1].
Στην παλαιότερη αεροφωτογράφιση της Λάρισας, η οποία έγινε το 1917 από αεροπλάνο των γαλλικών στρατευμάτων που είχαν καταλάβει τη Λάρισα κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού, διακρίνεται αδρά στη γωνία των σημερινών οδών Ολύμπου και Νιρβάνα η οικία Μισιρλή. Πιο ευκρινέστερη είναι η αποτύπωση της εν λόγω οικίας σε φωτογραφίες οι οποίες προέρχονται από επιστολικά δελτάρια (με χρονολογική σειρά) των Γεωργίου Βελώνη, Α. Παναγιωτακόπουλου και Τάκη Τλούπα, που απεικονίζουν τον κήπο των Ανακτόρων με το ναΐδριο του Αγίου Βησσαρίωνος, και των οποίων η λήψη έγινε από το ύψος του εξώστη του μιναρέ του γειτονικού Γενί τζαμί.
Η κατοικία Μισιρλή την περίοδο αυτή είχε δύο ορόφους, το ισόγειο και έναν όροφο, ενώ η γωνία της σε όλο το ύψος ήταν πεπλατυσμένη και η εξωτερική της όψη στο σημείο αυτό ήταν τρίπλευρη. Το 1960 εκδόθηκε άδεια ανέγερσης νέας διώροφης οικοδομής, με πολιτικό μηχανικό τον μετέπειτα δήμαρχο Αγαμέμνονα Μπλάνα, ενώ το 1964 προστέθηκε και ένας επιπλέον όροφος με επιστασία του μηχανικού Σπυρίδωνα Μπλάνα.
Κατοικήθηκε μεταπολεμικά από τον Δημήτριο Μισιρλή, ιατρό με ειδίκευση στην παθολογία και καρδιολογία, προφανώς εγγονό, λόγω συνωνυμίας, με τον αναφερόμενο στο συμβόλαιο αγοράς του κτιρίου των ανακτόρων το 1881. Ο Δημήτριος Μισιρλής νυμφεύθηκε την Ιωάννα (Ιώ) Ζουναλή, με την οποία απέκτησαν δύο τέκνα, τον Γεώργιο που είναι καθηγητής Αγγλικών και αυτό το διάστημα εργάζεται στη Χαλκίδα και την Ευμορφία η οποία παντρεύτηκε τον Στυλιανό Δεληκούκο ιατρό χειρουργό, το ιατρείο του οποίου στεγάζεται στο εν λόγω οίκημα. Για κάποιο χρονικό διάστημα σε έναν όροφο του οικήματος Μισιρλή στεγάστηκε το Οικοτροφείο της Μέσης Νοσηλευτικής Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων του Γενικού Νοσοκομείου Λαρίσης[2].
--Συνεχόμενο με το προηγούμενο κτίσμα ήταν η κατοικία των αδελφών Πολυμεροπούλου (αριθμ. 2). Μέσα σε μια μεγάλη αυλή υπήρχε διώροφη κατοικία με σκάλες, η οποία ήταν απομονωμένη από τον δρόμο με ψηλό μαντρότοιχο. Τα αδέλφια Πολυμερόπουλου σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ήταν τρία, ο Σπύρος που εργαζόταν ως δημόσιος υπάλληλος, η Άρτεμις η οποία έζησε για ένα διάστημα στην Αμερική και επέστρεψε στην Ελλάδα και ίσως μια τρίτη αδελφή της οποίας δεν γνωρίζουμε ούτε το όνομά της. Η Άρτεμις παρέμεινε άγαμη και ήταν γνωστή στη γειτονιά για την ιδιότυπη ζωή της. Όλη η έκταση του σπιτιού τους με την αυλή έχει καλυφθεί σήμερα από πολυώροφη οικοδομή.
--Το επόμενο οίκημα (αριθμ. 3) είναι γνωστό σαν η Ασφάλεια. Καταλάμβανε τη γωνία των οδών Νιρβάνα και Ογλ, ήταν μεγάλο διώροφο κτίσμα, ιδιοκτησίας του Αρμένιου Νουμπάρ-Νίκου Σιρινιάν, πατέρα του γνωστού Ονίκ. Στην αεροφωτογραφία της Λάρισας του 1917 ήταν ήδη κτισμένο. Στο κτίριο αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα στεγάστηκαν οι υπηρεσίες της Γενικής Ασφάλειας της Λάρισας σε καιρούς πολιτικά δύσκολους. Στο πίσω μέρος υπήρχε αυλή όπου βρίσκονταν τα κρατητήρια όσων συλλάμβαναν τα Σώματα Ασφαλείας. Υπήρξε δυστυχώς ένας χώρος οδύνης και ωδίνων για πολλούς Λαρισαίους και μάλιστα στο κέντρο της πόλης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το κτίριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του υψώθηκε και εδώ πολυώροφη οικοδομή από τον πολιτικό μηχανικό Βασίλειο Λέκκα, πατέρα του γνωστού γιατρού Ανδριανού Λέκκα.
--Μεσολαβεί η οδός Ογλ και στην απέναντι γωνία βρισκόταν η κατοικία του φαρμακοποιού Οδυσσέα Κρίκη (αριθμ. 4). Όσοι τη θυμούνται ομολογούν ότι ήταν μία από τις ωραιότερες και πολυτελέστερες κατοικίες της περιοχής. Είχε μαρμάρινες επενδύσεις πολύ όμορφα πορτόνια και θαυμάσιες και ευρύχωρες βεράντες. Ήταν κτίσμα του αρχιτέκτονα Ελευθερίου Κολονέλου, γνωστού και από πολλές άλλες οικοδομές της πόλης, και κτίστηκε το 1954. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν θαυμάσια διακοσμημένο, σύμφωνα με την αισθητική του ιδιοκτήτη και της γυναίκας του Ιωάννας. Ο Οδυσσέας Κρίκης (1905-1985) εκτός από φαρμακοποιός ήταν και έμπορος. Διατηρούσε κατάστημα ανταλλακτικών διαφόρων μηχανημάτων με την επωνυμία "Εταιρεία Allegra" επί της οδού Ρούσβελτ 3, δίπλα από το παλιό κινηματοθέατρο "Διονύσια". Στο κατάστημα αυτό συνεργάστηκε με τον αδελφό του Αργύρη ο οποίος πιο πριν ήταν τραπεζικός υπάλληλος, τον οποίο πήρε σαν συνέταιρο στην επιχείρηση. Το φαρμακείο του Οδυσσέα Κρίκη βρισκόταν στη σημερινή οδό Βενιζέλου κοντά στη διασταύρωσή της με την οδό Ανδρούτσου. Η αδελφή του Αλίκη Κρίκη παντρεύτηκε τον οδοντίατρο Νικόλαο Παρίση. Η κόρη των τελευταίων Δανάη Παρίση παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό Κωνσταντίνο Χατζηπλατσή, ο οποίος διαδέχθηκε τον Οδυσσέα Κρίκη στο φαρμακείο του. Ο Αργύρης Κρίκης παρέμεινε άγαμος, ενώ ο Οδυσσέας δεν ευτύχησε να αποκτήσει απογόνους.
Την ωραιότατη κατοικία του Κρίκη αγόρασε ο παθολόγος ιατρός Βάσος Παπαζήσης. Το ιατρείο του βρισκόταν στην οδό 28η Οκτωβρίου, στο σημείο όπου αρχίζει η οδός Παπακυριαζή. Το 1955 διηύθυνε την παθολογική κλινική στο παράρτημα της Πολυκλινικής Νικ. Ράπτου, το οποίο στεγαζόταν στο ισόγειο της κατοικίας Ράπτου επί της σημερινής οδού Παναγούλη, κοντά στην πλατεία Ταχυδρομείου. Εκτός από την ιατρική του ιδιότητα ο Βάσος Παπαζήσης ασχολήθηκε και με τα αθλητικά δρώμενα της Λάρισας, καθώς διετέλεσε από το 1965 και επί σειρά ετών πρόεδρος της Εφορείας του Σταδίου Αλκαζάρ. Στο σπίτι Κρίκη όπου διέμενε με τη σύζυγό του Νίνα παρέμεινε μέχρις ότου κατεδαφίστηκε από τον εργολάβο Μπαρμπούτη και στη θέση του κατασκευάστηκε πολυώροφη οικοδομή[3].
Στο σημείο αυτό θα επαναλάβω ότι είναι καλοδεχούμενες διορθώσεις, παραλείψεις και προσθήκες, καθώς και φωτογραφίες από την περιοχή αυτή, είτε τηλεφωνικά (2410-287450 και 6951-004232) είτε ηλεκτρονικά (nikapap@hotmail.com).

(Συνεχίζεται)
-----------------
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Τίτλοι ιδιοκτησίας Ανακτόρων Λαρίσσης, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 8ης Αυγούστου 2018.
[2]. Ευχαριστώ τον ιατρό Στ. Δεληκούκο για τις πληροφορίες που μου παρέσχε.
[3]. Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή τη Δανάη Χατζηπλατσή-Παρίση και τη Βάσω Παρίση για τις πολύτιμες πληροφορίες τους.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

 

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Επιστολικά δελτάρια με πολλαπλές απεικονίσεις


Επάνω: αριστερά η προτομή του Κρυστάλλη στον κήπο του Αλκαζάρ, δεξιά η Κεντρική πλατεία Σάπκα. Κάτω: αριστερά η πλατεία Ταχυδρομείου και δεξιά ο κεντρικός δρόμος του Αλκαζάρ. Επιστολικό δελτάριο της ΔΕΛΤΑ-Διακάκης. Περίπου 1970. Αρχείο Φωτοθήκης. Επάνω: αριστερά η προτομή του Κρυστάλλη στον κήπο του Αλκαζάρ, δεξιά η Κεντρική πλατεία Σάπκα. Κάτω: αριστερά η πλατεία Ταχυδρομείου και δεξιά ο κεντρικός δρόμος του Αλκαζάρ. Επιστολικό δελτάριο της ΔΕΛΤΑ-Διακάκης. Περίπου 1970. Αρχείο Φωτοθήκης.

Στα μέχρι τώρα κείμενά μας δεν αναφερθήκαμε καθόλου στα επιστολικά δελτάρια τα οποία φέρουν περισσότερες της μιας απεικονίσεις τοπίων της Λάρισας.

Είναι κάτι που το έχουμε συναντήσει και σε άλλες περιοχές από πολύ νωρίς, σχεδόν από τις πρώτες εκδόσεις στις αρχές του 20ού αιώνα. Λ.χ. ο Στ. Στουρνάρας στην κάρτα του για τα Αμπελάκια που κυκλοφόρησε γύρω στα 1905, μαζί με τη γενική άποψη της κωμόπολης παρεμβάλλει στο επάνω αριστερό τμήμα της το κτίριο της παλιάς Μανιαρείου Σχολής σε μικρότερο μέγεθος ή σε άλλη κάρτα με τη γενική απεικόνιση των Φαρσάλων παρεμβάλλεται και μια άλλη μικρότερη με τη γέφυρα του Ενιπέα, ενώ σε κάρτα με την άποψη της Αγιάς έχει αποτυπωθεί μια κοπέλα με τοπική παραδοσιακή φορεσιά, κ.ο.κ. Το ίδιο παρατηρούμε και αργότερα με κάρτες που απεικονίζουν πολλαπλά τοπία του Fred. Boissonnas[1].
Μεταπολεμικά διάφοροι εκδότες επιστολικών δελταρίων από Αθήνα και Θεσσαλονίκη κυκλοφόρησαν εκτός των άλλων και δελτάρια τα οποία περιείχαν περισσότερα του ενός τοπία. Αυτοί ήταν οι Α. Χασσίδ Α.Ε., Ιωάννης Ρέκος και Σία, Κλέαρχος Γρηγορούδης, όλοι από τη Θεσσαλονίκη και η ΔΕΛΤΑ-Διακάκης από την Αθήνα. Ήταν η δεκαετία του 1960 και 1970, περίοδος όπου άρχισε να κυριαρχεί η έγχρωμη φωτογραφία και οι εκδότες προσπαθούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των αγοραστών με την προσθήκη συγχρόνως πολλών απεικονίσεων.
Για τη Λάρισα υπάρχουν μερικές δεκάδες τέτοιων επιστολικών δελταρίων, μία εκ των οποίων είναι και η σημερινή που συνοδεύει το κείμενο. Είναι έκδοση της εταιρείας «ΔΕΛΤΑ» του Εμμανουήλ Σ. Διακάκη, η οποία είχε τα γραφεία της στην οδό Αδριανού 35 στην Αθήνα. Ήταν σπουδαίος εκδότης, με δραστηριότητα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Άρχισε την έκδοση καρτών από τη δεκαετία του 1930 με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, πολύ καλής ευκρίνειας και εξαιρετικής ποιότητος χαρτί, οι οποίες ανέγραφαν την εμπορική ονομασία ΔΕΛΤΑ. Την ίδιαν εποχή εξέδωσε επίσης και φωτογραφικές απόψεις της Λάρισας για λογαριασμό τοπικών εμπόρων όπως οι: Α. Παναγιωτακόπουλος, Γ. Δημητρακόπουλος και διάφοροι άλλοι ανώνυμοι. Η εταιρεία ΔΕΛΤΑ συνέχισε την παραγωγή της και μεταπολεμικά με έγχρωμα δελτάρια, μέχρι και τη δεκαετία 1960.
—Το σημερινό επιστολικό δελτάριο περιέχει τέσσερες επιμέρους έγχρωμες φωτογραφίες από διάφορα σημεία της Λάρισας. Το επάνω αριστερά απεικονίζει την προτομή του ποιητή και πεζογράφου Κώστα Κρυστάλλη. Ο Κρυστάλλης γεννήθηκε το 1868 στο Συρράκο της Ηπείρου. Η δημοσίευση το 1887 ενός ποιήματός του που αναφερόταν σε επεισόδια της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 στάθηκε αφορμή να περιπέσει σε δυσμένεια από τις τουρκικές αρχές και το 1889 αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα εργάστηκε ως τυπογράφος, ως συντάκτης σε περιοδικό και εν συνεχεία διορίστηκε υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Παράλληλα όμως δημοσίευε ποιήματα και διηγήματα σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της Αθήνας. Προσβλήθηκε από φυματίωση και παρά τις προσπάθειες της επιστήμης και της οικογενείας του τελικά πέθανε νεότατος στις 22 Απριλίου 1894 στην Άρτα σε ηλικία 26 ετών. Προπολεμικά στη Λάρισα δραστηριοποιούνταν ο Ο.Ε.Λ. (Όμιλος Εκδρομέων Λαρίσης). Τα μέλη του Ομίλου καθώς ήταν φυσιολάτρες και αγαπούσαν τα λογοτεχνικά έργα του «ποιητή του βουνού και της στάνης», αποφάσισαν να στήσουν στο καταπράσινο περιβάλλον του Αλκαζάρ την προτομή του. Απ’ όλες τις προτάσεις που υποβλήθηκαν στην ειδική προς τούτο επιτροπή, προτιμήθηκε η σύνθεση του Νίκου Γεωργαντά[2]. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 21 Ιανουαρίου 1940, με μεγάλη επισημότητα, παρουσία του καλλιτέχνη[3].
—Η επάνω δεξιά φωτογραφία αποτυπώνει τη βορειοανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας Σάπκα. Μπροστά εκτείνεται ο ελεύθερος χώρος της πλατείας, ενώ πίσω διακρίνονται δύο εμβληματικά κτίρια της Λάρισας, αριστερά η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης που κτίστηκε μεταπολεμικά στη θέση του μεγάρου του Μεχμέτ Χατζημέτου, το οποίο είχε καταστραφεί από τον σεισμό του 1941 και δεξιά το ξενοδοχείο «Ολύμπιον», το μόνο κτίσμα απ’ όλα όσα περιέβαλλαν προπολεμικά την Κεντρική πλατεία, το οποίο διασώθηκε μέχρι σήμερα.
—Η κάτω αριστερά φωτογραφία απεικονίζει την άλλη μεγάλη πλατεία της Λάρισας, την πλατεία Ταχυδρομείου. Σαν κεντρικό της θέμα έχει το γνωστό στους παλαιότερους Λαρισαίους σιντριβάνι του Οργανισμού Υδρεύσεως Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης (Ο.Υ.Η.Λ.), τον πρόδρομο της σημερινής ΔΕΥΑΛ. Ήταν ένα γραφικό εξαγωνικό σιντριβάνι περιτριγυρισμένο από ανθόκηπο, το οποίο συγκέντρωνε πολύ κόσμο και πολλούς μαθητές, ιδίως μετά το τέλος των εξετάσεων του Ιουνίου. Πόσοι άνθρωποι αλήθεια στάθηκαν να φωτογραφηθούν μπροστά του όλα αυτά τα χρόνια, μέχρις ότου κατεδαφισθεί για να δημιουργηθεί το αξεπέραστο έργο της Νέλλας Γκόλαντα με τον «Γλυπτό ποταμό»; Πίσω από το σιντριβάνι διακρίνονται από αριστερά η μεγάλη Κλινική του Γεωργίου Κατσίγρα. Εγκαινιάστηκε και λειτούργησε το 1955. Το 1988 αγοράσθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, προστέθηκε ένας ακόμα όροφος και στεγάσθηκαν σ’ αυτόν τα πρώτα γραφεία και εργαστήρια της Ιατρικής Σχολής. Δεξιότερα μεσολαβεί η οδός Ασκληπιού με τα διάφορα κτίρια στο βάθος και στη συνέχεια προβάλλει ένα τμήμα από το νεοκλασικό αρχοντικό του Δημητρίου Πουλιάδη. Ο Πουλιάδης ήταν εμπειρικός μηχανικός και εργολήπτης και πολλά από τα παλαιά κτίσματα της Λάρισας έγιναν με δικά του σχέδια και δική του επιστασία. Μετά τον θάνατό του περιήλθε στην κυριότητα του ανεψιού του Αθανασίου Γουνιτσιώτη και απ’ αυτόν το αγόρασε το 1952 ο ιατρός Γεώργιος Κατσίγρας. Το 1978 ο τελευταίος το κατεδάφισε και στη θέση του οικοδομήθηκε ένα νέο πολυώροφο κτίριο με κατασκευαστή τον Απόστολο Σταθακόπουλο.
Η κάτω δεξιά φωτογραφία προβάλλει τον κεντρικό δρόμο του Αλκαζάρ, του οποίου επίσημη ονομασία πρέπει να ξέρουμε ότι είναι «Άλσος των Νυμφών». Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από τα σκαλάκια τα οποία σε οδηγούν στον δρόμο. Για πολλούς ο δρόμος αυτός είναι συνδεδεμένος με το παζάρι (εμποροπανήγυρη) της πόλης μας, όταν και τα δύο πεζοδρόμια δεξιό και αριστερό, σε όλο το μήκος του σχεδόν, ήταν γεμάτα από μικρά μαγαζάκια (παράγκες) με πάγκους από κάθε λογής βιβλία, σε μια εποχή που μόνο κατ’ ευφημισμόν υπήρχαν στη Λάρισα βιβλιοπωλεία, τα οποία ουσιαστικά ήταν χαρτοπωλεία. Όμορφες μνήμες…


[1]. Ο Frederic Boissonnas ήταν Γαλλοελβετός φωτογράφος, ιδιαίτερα γνωστός για την εκτεταμένη φωτογράφιση του ελληνικού χώρου επί τριάντα περίπου χρόνια, σε αλλεπάλληλα ταξίδια στις αρχές του 20ού αιώνα, μαζί με τον συνοδοιπόρο φίλο του Daniel Baud-Bovy, κριτικό τέχνης και διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης.
[2]. Ο Νικόλαος Γεωργαντής (1983-1947) σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και τελειοποίησε τις σπουδές του στο Παρίσι. Επιδόθηκε κυρίως στην κατασκευή ταφικών μνημείων και ηρώων, αλλά είχε φιλοτεχνήσει επίσης ανδριάντες και προτομές.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η προτομή του Κρυστάλλη στο Αλκαζάρ, εφ. «Ελευθερία», Λάρισας, φύλλο της 14ης Σεπτεμβρίου 2017.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Θουκυδίδης: Η προέλευση των Ελλήνων και το όνομα Ελλάς

Θουκυδίδης: Η προέλευση των Ελλήνων και το όνομα Ελλάς


Όπως γνωρίζουμε ενδεχομένως από τα σχολικά μας χρόνια, ο Έλλην ιστορικός Θουκυδίδης έζησε μεταξύ 460 – 398 π.Χ.. και έγινε παγκοσμίως γνωστός για τη συγγραφή της κλασικής Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Στο έργο της ζωής του αφηγείται γεγονότα που συνέβησαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης· ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κράτησε από το 431 έως το 404 π.Χ., με ένα επτάχρονο διάλειμμα “ύποπτης ανακωχής”. Στο προοίμιο του έργου διαβάζουμε:

1. Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ’ απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. [1] Προοίμιον (1-23)

Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ανάμεσα στη Αθηναϊκή και την Πελοποννησιακή Συμμαχία, υπό την ηγεμονία της Σπάρτης, διήρκεσε, με μερικές ανακωχές, από το 431 π.Χ. έως το 404 π.Χ. και έληξε με την ολοκληρωτική ήττα των Αθηναίων, δίνοντας τέλος στον πολιτισμικό «χρυσό αιώνα».

Ως προς την καταγωγή του, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν Θραξ, καθώς πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ο Όλορος ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή απέναντι από τη Θάσο και συνεπώς ευκατάστατος. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και έναν από τους γιούς του, τον Κίμωνα. Κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας στην χερσόνησο της Κριμαίας, ο Μιλτιάδης παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, κόρη του Ολόρου, βασιλιά της Θράκης. Ο μέγας ιστορικός έλαβε κλασική μόρφωση και επηρεάσηκε από την σπουδαία φιλοσοφική παράδοση των Σοφιστών, αν και ήταν μάλλον αριστοκρατικής πολιτικής καταγωγής. Η συγγένεια και η συναναστροφή με τους κύκλους της αριστοκρατίας τον έφερε σε επαφή με ανθρώπους που διαμόρφωσαν την ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε. Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος.

Ως προς την καταγωγή του, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν Θραξ, καθώς πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ο Όλορος ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή απέναντι από τη Θάσο και συνεπώς ευκατάστατος. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και έναν από τους γιούς του, τον Κίμωνα. Κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας στην χερσόνησο της Κριμαίας, ο Μιλτιάδης παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, κόρη του Ολόρου, βασιλιά της Θράκης. Ο μέγας ιστορικός έλαβε κλασική μόρφωση και επηρεάστηκε από την σπουδαία φιλοσοφική παράδοση των Σοφιστών, αν και ήταν μάλλον αριστοκρατικής πολιτικής καταγωγής. Η συγγένεια και η συναναστροφή με τους κύκλους της αριστοκρατίας τον έφερε σε επαφή με ανθρώπους που διαμόρφωσαν την ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε. Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος.

Ο Θουκυδίδης ήταν περίπου 25-30 ετών όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 π.Χ.). Αρρώστησε ο ίδιος κατά τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. και εξόντωσε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της, μεταξύ αυτών και τον ίδιο τον Περικλή. Το 424 π.Χ. εξελέγη στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση 7 πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, πιθανότατα επειδή είχε παλαιότερες διασυνδέσεις στην περιοχή. Κατά το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας χτύπησε την Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα δυτικά της Θάσου, η οποία είχε στρατηγική σημασία για την Αθηναϊκή Συμμαχία, λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που πρόσφερε η περιοχή και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Ο Αθηναίος διοικητής της μακεδονικής πόλης ζήτησε βοήθεια από τον στρατηγό Θουκυδίδη.

Ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι οι δυνάμεις των Αθηναίων βρισκόταν στη Θάσο και επειδή φοβήθηκε ότι θα φτάσουν ενισχύσεις από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους παράδοσης στους κατοίκους της Αμφίπολης και οι τελευταίοι τούς δέχτηκαν. Έτσι, όταν ο Θουκυδίδης έφτασε, η πόλη βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών. Όπως ήταν επόμενο, η είδηση για την απώλεια της Αμφίπολης προκάλεσε μεγάλη πολιτική αναστάτωση στην Αθήνα. Για την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει:

“Ήταν επίσης γραμμένο να εξοριστώ από την πατρίδα μου για είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα της Αμφίπολης και, όντας παρών και με τις δύο πλευρές της διαμάχης και κυρίως με τους Πελοποννήσιους λόγω της εξορίας μου, είχα το χρόνο να παρακολουθώ τις καταστάσεις κάπως αμερόληπτα.”

Με την ιδιότητα του εξόριστου και με βαθιά γνώση των τοπικών συνθηκών, όπως μαρτυρείται στο έργο του, ο οξυδερκής ιστορικός ταξιδεύει σχεδόν ελεύθερα στα θέατρα του πολέμου και έχει την ευκαιρία να δει τις διενέξεις από διαφορετικές πλευρές. Πιθανόν να ταξίδεψε και στη Σικελία κατά τη διάρκεια της Σικελικής Εκστρατείας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, κάποιος Οινόβιος κατάφερε να περάσει ένα νόμο που επέτρεπε στο Θουκυδίδη να επιστρέψει από την εξορία, πιθανόν λίγο μετά την παράδοση της Αθήνας και το τέλος του πολέμου το 404 π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμη ότι δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Πολλοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως υπάρχουν ενδείξεις ότι έζησε μέχρι και το 397 π.Χ. Όπως και να έγινε, βέβαιο είναι ότι παρόλο που έζησε μετά το τέλος του πολέμου και την οριστική συντριβή της Αθήνας, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την Ιστορία του. Η διήγησή του διακόπτεται κάπως απότομα στο μέσο του έτους 411 π.Χ., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση. Τα λείψανά του επιστράφηκαν στην πόλη της Παλλάδας και ενταφιάστηκαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα.

Οι μεταναστεύσεις

Ο Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο στο έργο του, ούτε το χώρισε σε βιβλία. Η διαίρεσή σε 8 βιβλία και ο τίτλος Θουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή οφείλονται στους αρχαίους γραμματικούς. Στο Α’ βιβλίο – μετά το προοίμιο – ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία, η οποία αποτελεί σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακού πολέμου και προηγουμένων σημαντικών γεγονότων της ελληνικής ιστορίας:

“Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.”

Σύμφωνα με το ίδιο, η Αττική – λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν – υπήρξεν ανέκαθεν απαλλαγμένη από στάσεις και για το λόγο αυτό διατήρησε πάντοτε τους ίδιους κατοίκους. Αντιθέτως, τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων. Ως τέτοιες περιοχές αναφέρει τη Θεσσαλία, την Βοιωτία, το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και από την υπόλοιπη Ελλάδα τα καλύτερα μέρη:

“Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ’ εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποιον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του. Ούτε πλούτον εσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι’ αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων – όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλύτερα μέρη.”

Χάρτης του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στον χάρτη απεικονίζονται οι συμμαχίες και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του πολέμου (ιταλικά).

Η αύξηση του πλούτου επέφερε συγκρούσεις και πολλοί κατέφευγαν στην ασφαλέστερη Αθήνα, η οποία με την πάροδο του χρόνου έγινε πολυάνθρωπος και δεν μπορούσε να θρέψει τους κατοίκους της. Αρχικά, ο αποικισμός της Ιωνίας έδωσε μια λύση στο πρόβλημα:

“Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς. Η Αττική, εν πάση περιπτώσει, λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική. Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπον ώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν".

Το όνομα Ελλάς

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Έλλην ήταν γιος του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και απέκτησε τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξάνθο. Ο Αίολος και ο Δώρος μαζί με τους γιους του Ξάνθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα, αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες. Το όνομα Έλληνες στα ομηρικά χρόνια δεν αντιστοιχούσε παρά μόνο σ’ ένα ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην περιοχή γύρω από τον Σπερχειό ποταμό στη σημερινή Φθιώτιδα (αρχ. Φθία), το οποίο είχε ως ηγέτη του τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, επικεφαλής των περίφημων Μυρμιδόνων:

«οι τ’ είχον Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα. > / Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί» (Ιλιάδα Β’ 683-4)

Οι Έλληνες στο έργο του Ομήρου αναφέρονται επίσης ως Αχαιοί, Παναχαιοί, Δαναοί, Αργείοι και Πανέλληνες:

«εγχείη δ’ εκέκαστο /ο Αίας ο ηγεμόνας των Λοκρών /Πανέλληνας και Αχαιούς» (Ιλιάδα Β’ 530).

Κατά τον Αριστοτέλη, αρχικά Ελλάς ήταν όνομα περιοχής κοντά στη Δωδώνη. Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην έχει προκαλέσει διάφορες συζητήσεις. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι η λέξη προέρχεται από τους Σελλούς (<θ. σελ- = φωτίζω), ένα ελληνικό φύλο της Ηπείρου στο οποίο ανήκαν οι ιερείς της Δωδώνης. Ένα μέρος των Σελλών φέρεται να μετανάστευσε στη Φθία.

Μέχρι τον Τρωικό Πόλεμο, η Ελλάς δεν επιχείρησε τίποτα από κοινού:

“Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ’ αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς.”

Ο Όμηρος δεν κάνει επίσης διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους:

“Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης".

Έλλην και Ελλάς

Στο Λεξικό του Μπαμπινιώτη, αναφέρεται και ο τύπος Έλλοπες, ο οποίος προσδιόριζε κατοίκους της Δωδώνης και της βόρειας Εύβοιας. Ο Αριστοτέλης ορίζει τη Δωδώνη ως αρχική πατρίδα των Ελλήνων. Από μορφολογικής απόψεως θεωρείται ότι οι λέξεις Έλλην και Ελλάς αποτελούν παράγωγα του ουσ. Ελλοί – Έλλοι – Σελλοί, καθώς οι τύποι αυτοί απαντώνται στον ‘Ομηρο και τον Πίνδαρο. Ο Χριστιανός Ησύχιος ερμηνεύει ως εξής: Έλλοί· Έλληνες οι εν Δωδώνη και οι ιερείς». Όλοι αυτοί οι γλωσσικοί τύποι είναι αγνώστου ετύμου και σημασίας κατά τον κ. Μπαμπινιώτη. [3]

Όπως αναφέρθηκε ήδη, στον Όμηρο η λέξη περιορίζεται τοπικά στους Θεσσαλούς της Φθίας, ενώ η χρήση της αργότερα στο αρχ. επίθ. Ελλανοδίκαι αύξησε το κύρος της λόγω της σημασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Θουκυδίδης εξηγεί τη γεωγραφική επέκταση του όρου Έλληνες από τον μυθολογικό ήρωα Έλληνα, που ταξίδευε και δρούσε συχνά σε άλλες πόλεις. Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος πιστεύει ότι ο όρος “Ελληνες χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την κοινή προέλευση των διαφόρων φυλών του ελληνικού χώρου. [3]

Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Θουκυδίδης [2]

Το «Γένος των Γραικών»

Στην προεπαναστατική Ελλάδα αναβιώνει μια πανάρχαια ονομασία των Ελλήνων, οι ονομασία Γραικοί, που χρησιμοποιήθηκε πριν ακόμη καθιερωθεί η λέξη Έλληνες. Σε επιγραφή τού 4ου π.Χ. αι. διαβάζουμε: «”Ελληνες ωνομάσθησαν, το πρότερον Γραικοί καλούμενοι». Ο Αριστοτέλης (Μετεωρολογικά 1,352α) γράφει: “ώκουνν [ενν. στην περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο] οι Σελλoί (πρόκειται για τους Ελλούς] και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες». Η πληροφορία του Αριστοτέλη και η γενικότερη παράδοση της αρχαιότητας συγκλίνουν στο ότι τόσο οι ονομασίες Γραικοί και Έλληνες όσο και η περιοχή της αρχικής εγκατάστασης των Ελλήνων τοποθετούνται στην περιοχή της Ηπείρου, γύρω από τη Δωδώνη και τα σημερινά Ιωάννινα.

Στους αλεξανδρινούς χρόνους, η ονομασία Γραικοί συναντάται λιγότερο αλλά παραλλήλως προς το Έλληνες. Στο Βυζάντιο παράλληλα με το Ρωμαίοι χρησιμοποιείται, σε περιορισμένη έκταση, και το Γραικοί, προσλαμβάνοντας την ειδικότερη σημασία «ελληνορθόδοξοι» κατ’ αντιδιαστολή προς το Έλληνες (= ειδωλολάτρες, πολυθεϊστές) και το Λατίνοι (= χριστιανοί της Δύσης / ρωμαιοκαθολικοί). Τον 15ο αιώνα, (στη Σύνοδο της Φλωρεντίας) αναφέρονται «συνελθόντες Λατίνοι τε και Γραικοί». Ο δεινός αρχαιογνώστης Αδαμάντιος Κοραής και άλλοι προεπαναστατικοί συγγραφείς και αγωνιστές (Ρήγας, Χριστόπουλος κ.ά.) μιλούν για το «Γένος των Γραικών» και ο ανασκολοπισθείς Αθανάσιος Διάκος – αρνούμενος να ενταχθεί στον οθωμανικό στρατό… – απαντά περήφανα στους Τούρκους: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το όνομα Γραικοί αντικαθίσταται από το Έλληνες. Οι Γραικοί, είτε ως κάτοικοι (αργότερα) της Γραίας στην Εύβοια και της ευβοϊκής αποικίας Κύμης στην Κάτω Ιταλία είτε απευθείας (παλαιότερα) από την περιοχή της Ηπείρου, έγιναν γνωστοί στους Ιταλούς, που τους ονόμασαν Graeci, από όπου και οι ξενικές ονομασίες των Ελλήνων ως Greek (αγγλ.), Grec (γαλλ.), Grieche (γερμ.). Ωστόσο, οι ξένοι χρησιμοποιούν για το Ελλάς το Hellas, ως επίσημη ονομασία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παράλληλα προς τα ονόματα Greece (αγγλ.), Grece (γαλλ.) και Griechenland στα γερμανικά.

Με το έργο του αθάνατου Θουκυδίδη θα ασχοληθούμε και σε επόμενα σημειώματα. Για την ώρα, θα καταλήξουμε με ένα μικρό και επίκαιρο απόσπασμα από τον περίφημο διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους:

ΜΗΛΕΙΟΙ: Πώς είναι δυνατόν να έχουμε εμείς το ίδιο συμφέρον να γίνουμε δούλοι σας όσο εσείς έχετε συμφέρον να μας υποτάξετε;

ΑΘΗΝΑΙΟΙ: Επειδή εσείς, αν υποταχθείτε, θ’ αποφύγετε την έσχατη καταστροφή και εμείς θα έχουμε κέρδος αν δεν σας καταστρέψουμε.