Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Το Τσούγκαρι και τα πατσατζίδικα


Η περιοχή του Τσούγκαρι. Λεπτομέρεια αεροφωτογραφίας του 1929 Η περιοχή του Τσούγκαρι. Λεπτομέρεια αεροφωτογραφίας του 1929

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Το Τσούγκαρι ήταν μία από τις λίγες γωνιές της πόλης μας που ασκούσε γοητεία στους παλιούς Λαρισινούς. Ήταν μια περιοχή όλο ζωή, κίνηση, καταστήματα, επισκέπτες και διερχόμενους ταξιδιώτες. Μπορούμε σήμερα να το οριοθετήσουμε νότια από την οδό Μανωλάκη, ανατολικά από την οδό Ηφαίστου ή κατ' άλλους την Απόλλωνος, βόρεια φθάνει μέχρι τα υψώματα του Λόφου της Ακρόπολης και δυτικά από το ποτάμι και την είσοδο προς τη μεγάλη γέφυρα. Οι παλαιότεροι Λαρισαίοι εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να ονομάζουν την περιοχή με το όνομα Τσούγκαρι.
Όσον αφορά την ονομασία του δεν υπάρχει καμία ικανοποιητική εξήγηση. Κατά καιρούς δόθηκαν διάφορες ερμηνείες, από τις οποίες η επικρατέστερη φαίνεται να είναι εκείνη η οποία έχει να κάνει με την παρασκευή του πατσά, το πρωινό φαγητό των εργαζομένων, των ξενύχτηδων, αλλά και των καλοφαγάδων. Συγκεκριμένα κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας υπήρχε στην περιοχή κάποιο φημισμένο πατσατζίδικο, του οποίου ο επιχειρηματίας ονομαζόταν Τσούγκαρης. Από τη συχνή προτροπή των παλαιών Λαρισαίων «Πάμε στον Τσούγκαρη για πατσά» παρέμεινε και η ονομασία της περιοχής το Τσούγκαρι.
Πέρα από χώρο διακίνησης ταξιδιωτών, εμπορίου, συγκοινωνιακών μέσων, εκείνο το οποίο «δόξασε» ιδιαίτερα το Τσούγκαρι και το έκανε ονομαστό ήταν τα πατσατζίδικα, τα οποία παρασκεύαζαν νοστιμότατο πατσά, όμοιο του οποίου δεν σερβιριζόταν πουθενά αλλού. Οι μάγειροι του πατσά στο Τσούγκαρι ήταν τεχνίτες και είχαν αποκτήσει τέτοια φήμη που ξεπερνούσε τη Λάρισα. Προπολεμικά πιο ξακουστοί ήταν ο Βασόπουλος και ο Μωράρος . Ήταν τόσο νόστιμος ώστε κάθε μέρα άνθρωποι πάσης τάξεως, μόλις έπαιρνε να γλυκοχαράζει ξεκινούσαν από κάθε γωνιά της Λάρισας και κατευθύνονταν στη γειτονιά αυτή για να πάρουν το πρωινό τους, που δεν άλλο από τον πατσά. Τα καταστήματα αυτά είχαν λαϊκό χαρακτήρα και δεν διέθεταν ανέσεις. Κάθονταν πάνω σε πάγκους και σε μεγάλα ξύλινα τραπέζια, κατέφθανε αχνιστό το πιάτο με τον πατσά μαζί με τα συνοδευτικά και άρχιζε η απόλαυση. Πρώτοι έφθαναν, όταν ακόμα δεν είχε φέξει, οι επαγγελματίες που ξενυχτούσαν, όπως οι αμαξάδες, οι αρτεργάτες, οι τυπογράφοι των εφημερίδων και όσοι γενικά είχαν νυκτερινή βάρδια. Μετά την κούραση όλης της νύχτας, ο πρωινός πατσάς με σκορδοστούμπι[1] ήταν μια ξεκούραση και μια ξεχωριστή απόλαυση πριν πάνε για ύπνο. Στη συνέχεια ακολουθούσαν όσοι πήγαιναν να πιάσουν δουλειά πολύ πρωί. Ιδιαίτερα τον χειμώνα ένα πιάτο πατσά και λίγο μαύρο κρασάκι τους γέμιζε θερμίδες ώστε να αντιμετωπίζουν το παγερό κρύο που επικρατούσε τέτοια εποχή στη Λάρισα. Οι μαγαζάτορες και ο κόσμος που τον γευόταν τον ονόμαζαν «Αμβροσία των θεών του Ολύμπου». Μάλιστα οι παλιοί Λαρισαίοι συνήθιζαν να λένε ότι «όποιος έτρωγε μια φορά πατσά στο Τσούγκαρι, παντρευόταν εδώ κι έμενε για πάντα στη Λάρισα».
Μόνιμοι πελάτες στα πατσατζίδικα του Τσούγκαρι ήταν συνήθως απλοί, καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου και της εργασίας. Μέλη της λεγόμενης καλής κοινωνίας συνήθως δεν σύχναζαν. Μερικά όμως απ’ αυτά «έπεφταν στην αμαρτία» και επισκέπτονταν το μεγάλο και πολυθόρυβο Τσούγκαρι για να απολαύσουν τη νοστιμιά ενός πατσά ή άλλων ψητών γαργαλιστικών τερψιλαρυγγίων. Προπολεμικά τακτικός θαμώνας ήταν ο Ελευθέριος Παπαγεωργίου, γόνος της γνωστής αρχοντικής οικογένειας. Ήταν ξακουστός καλοφαγάς, δεν περιοριζόταν σε ένα πιάτο και σε πολλές από τις πρωινές επισκέψεις του καλούσε σαν συνδαιτυμόνες τούς φίλους του. Τον γιατρό και τραπεζίτη Νικόλαο Φίλιο, που είχε διατελέσει διευθυντής της «Τράπεζας Θεσσαλίας», η οποία ήταν οικογενειακή επιχείρηση των αδελφών Παπαγεωργίου[2] και αργότερα της Λαϊκής Τράπεζας, τον γαιοκτήμονα Βασίλη Αρσενίδη, τον οφθαλμίατρο Κώστα Ισμυρίδη και πολλούς άλλους. Ακόμη και όταν παραβάραινε και οι γιατροί τον επέβαλαν σε αυστηρή δίαιτα, ο Παπαγεωργίου πήγαινε κρυφά. Περνούσε από την προηγούμενη το βράδυ στο πατσατζίδικο του Βασόπουλου και έδινε παραγγελία να του κρατηθούν δύο πιάτα, τα οποία πήγαινε την άλλη μέρα κάπως αργά και τα έτρωγε, για να μην τον υποψιαστεί η γυναίκα του η οποία φρόντιζε να εφαρμόζει αυστηρά τη δίαιτα που του είχαν συστήσει οι γιατροί του.
Το Τσούγκαρι εκτός από τα πατσατζίδικα είχε και τα σκεμπετζίδικα. Πολλές φορές τα ίδια καταστήματα σέρβιραν και σκεμπέ. Ήταν έδεσμα απογευματινό και το προτιμούσαν αρκετοί Λαρισαίοι. Παρασκευαζόταν κυρίως από κοιλίτσες αρνιών σε ταψί και ψήνονταν στο φούρνο. Εκτός αυτών υπήρχαν και καταστήματα τα οποία παρασκεύαζαν γαρδούμπα, μπουμπάρι, σπληνάντερο, κοκορέτσι, γουρουνάκι και αρνί στη σούβλα. Ήταν στιγμές που ολόκληρη η περιοχή αυτή γέμιζε από τους καπνούς των ψησταριών και τις μεθυστικές για τους καλοφαγάδες οσμές. Όσοι περνούσαν από την οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου σήμερα), ήταν αδύνατον να αντισταθούν στον πειρασμό και συχνά παρασπονδούσαν.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που φαίνεται ότι υπέκυψαν ήταν και ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄. Είναι μια γνωστή ιστορία, την οποία συνάντησα και σε άλλες περιοχές της χώρας μας, φυσικά με την ανάλογη παραλλαγή. Είναι όμως όμορφη και αξίζει να την υπενθυμίσουμε σε όσους την ξέχασαν. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄ απέκτησε δικό του παλατάκι στη Λάρισα, που ήταν στην περιοχή όπου σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Ωδείο και είχε κήπο σ’ όλο τον χώρο που καλύπτει σήμερα η πλατεία του Αγίου Βησσαρίωνος. Επειδή τότε τα σύνορα ήταν στη Μελούνα, ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού ήταν πάντα συγκεντρωμένος στη Λάρισα στους μεγάλους στρατώνες που είχαν κτισθεί το 1884 και σε άλλους γειτονικούς σχηματισμούς στη Θεσσαλία. Κάθε φθινόπωρο πραγματοποιούνταν στην περιοχή μεγάλα γυμνάσια, τα οποία παρακολουθούσαν ο βασιλιάς, ο διάδοχος και οι πρίγκιπες. Ο βασιλιάς ήταν φυσιολάτρης και τον ευχαριστούσε να ξυπνάει πολύ πρωί και να κάνει υγιεινούς περιπάτους. Τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα το χλιαρό φθινόπωρο στη Θεσσαλία και συχνά παρέτεινε την παραμονή του στην πόλη μας και μετά τα γυμνάσια, μέχρι και τέλος Νοεμβρίου. Με συντροφιά τον συνταγματάρχη Ευάγγελο Σκίπη, πατέρα του Λαρισινού ποιητή Σωτήρη Σκίπη, που ήταν ο μόνιμος επιστάτης των ανακτόρων, έπαιρναν κάθε πρωί τον δρόμο προς το Αλκαζάρ. Καθώς όμως περνούσαν το Τσούγκαρι οι μυρωδιές των πατσάδων ερέθιζαν τις μύτες τους. Ο Σκίπης του εξήγησε την προέλευση της οσμής και του περιέγραψε τι ακριβώς ήταν ο πατσάς που είχε ερεθίσει ιδιαίτερα τα βασιλικά ρουθούνια.
Κάποια μέρα πήρε την απόφαση να τον γευθεί και ζήτησε από τον Σκίπη να τον οδηγήσει σε ένα πατσατζίδικο. Ένα πρωί μπήκαν σε ένα και παρήγγειλαν δύο μερίδες. Τα ρούχα που φορούσαν ήταν απλά περιπάτου και κανένας δεν τους ανεγνώρισε. Γευστικά ο πατσάς άρεσε του βασιλιά, διατύπωσε τις γευστικές εντυπώσεις στον συνομιλητή του καθώς επέστρεφαν στα ανάκτορα και όταν έφθασαν κάλεσε τον μάγειρα και του πρότεινε το άλλο πρωί να του ετοιμάσει πατσά, αφού προηγουμένως είχε συμβουλευθεί κάποιον πατσατζή από το Τσούγκαρι. Πραγματικά την άλλη μέρα στο πρωινό του ο βασιλιάς δοκίμαζε τον πατσά που του έφτιαξε ο βασιλικός μάγειρας, αλλά τον βρήκε άνοστο. Ο Γεώργιος παρακάλεσε τον Σκίπη να καλέσει στο παλάτι τον μάγειρα όπου είχαν φάει τον πατσά να συνεννοηθεί με τον δικό του μάγειρα. Αυτός εξήγησε στον βασιλικό μάγειρα τη διαδικασία καθαρισμού των εντοσθίων και στη συζήτηση διαπιστώθηκε ότι ο τελευταίος τα καθάριζε με ιδιαίτερο ζήλο για να προστατεύσει το μεγάλο αφεντικό του. Βρέθηκε η αιτία της νοστιμιάς, ενημερώθηκε περί αυτού ο βασιλιάς, αλλά δεν μάθαμε αν ύστερα απ' αυτό ξαναδοκίμασε να φάει πατσά σε πατσατζίδικο του Τσούγκαρι.
Κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, αλλά και μετά την απελευθέρωση η περιοχή του Τσούγκαρι παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση απ' όλες τις άλλες περιοχές της Λάρισας. Ήταν σταθμός υποδοχής των ξένων που έρχονταν από τον Βορρά με χερσαία μέσα μεταφοράς. Από τον Νότο, πριν ακόμα συνδεθεί το 1908 η Λάρισα με την Αθήνα σιδηροδρομικώς, οι ταξιδιώτες έρχονταν από τον Βόλο όπου έφθαναν ατμοπλοϊκώς και από εκεί με το τρενάκι του Θεσσαλικού, μετακινούνταν στην υπόλοιπη Θεσσαλία. Πιο μπροστά η μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων γίνονταν και από το λιμάνι του Αλμυρού. Στην περίπτωση αυτή οι μεταφορές προς το εσωτερικό της Θεσσαλίας γίνονταν με βραδυκίνητους αραμπάδες και άλλα ιππήλατα τροχοφόρα οχήματα. Τις κυρίως μεταφορές όμως τις έκαναν τα καραβάνια των κυρατζήδων. Και υπήρχαν πολυάριθμα τέτοια καραβάνια στη Θεσσαλία, που έκαναν μεταφορές παντού όπου δεν μπορούσε να περάσει τροχός. Δρόμοι με τη σημερινή τους μορφή δεν υπήρχαν. Απλώς υπήρχαν χωραφόδρομοι, που τον χειμώνα ήταν απροσπέλαστοι ακόμα και από τις βοϊδάμαξες. Κέντρο υποδοχής πολυάνθρωπο σαν αυτό του Τσούγκαρι δεν υπήρχε άλλο σε καμιά από τις άλλες εισόδους της πόλης. Υπήρχαν όμως χάνια από την άλλη πλευρά του Φρουρίου, στη σημερινή οδό Δήμητρας, όπου κατευθύνονταν όσοι έρχονταν από την περιοχή της Αγιάς, του Συκουρίου, της Ραψάνης και από τα γύρω χωριά.
------------
[1]. Το σκορδοστούμπι είναι ένα μείγμα από ξίδι και σκόρδο, το οποίο μπορεί να περιέχει και άλλα μυρωδικά.
[2]. Η Τράπεζα Θεσσαλίας στεγαζόταν στο ισόγειο του μεγάρου Κατσαούνη, που βρισκόταν στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας Θέμιδος, ανάμεσα από το κτίριο των Δικαστηρίων και το υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας.

 

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

 

Ιωάννης Καποδίστριας


Από τον Προκόπιο Παυλόπουλο

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, υπήρξε όχι μόνον ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και ένας κορυφαίος διπλωμάτης, ο οποίος, προτού αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης της Πατρίδας μας και ενόσω υπηρετούσε στη Ρωσική αυλή, επηρέασε και διαμόρφωσε, όσο κανένας άλλος Έλληνας, τη διεθνή πολιτική σκηνή της εποχής του. Η πλήρης αφοσίωσή του στην αγωνιώδη προσπάθειά του να οικοδομήσει Κράτος, μέσα στο χάος του μετεπαναστατικού τοπίου που παρέλαβε μετά την επιτυχία της Εθνεγερσίας του 1821, υπήρξε μοναδική και ανυπέρβλητη, πραγματική «Εθνική Παρακαταθήκη» προσήλωσης στο Εθνικό Χρέος και διαρκές παράδειγμα προς μίμηση, ιδίως για τους Έλληνες Πολιτικούς.
Α. Αφήνοντας πίσω μια τόσο λαμπρή, διπλωματική, σταδιοδρομία στη Ρωσική αυλή, ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκλεγμένος από την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, αποβιβάζεται στις 11 Ιανουαρίου του 1828 στην Αίγινα και αντικρίζει μια εικόνα αποκαρδιωτική η οποία, όμως, τον οπλίζει και με την αναγκαία σ’ εκείνες τις περιστάσεις αποφασιστικότητα, προκειμένου να προσφέρει τα πάντα υπέρ του Ελληνικού Λαού, ο οποίος εμπιστεύθηκε την τύχη του στα χέρια του. Έχοντας μόνο γνώμονα των ενεργειών του την ανάγκη διακυβέρνησης του Τόπου για την ανόρθωσή του, ο Ιωάννης Καποδίστριας αντιλήφθηκε ότι τούτο ήταν ανέφικτο με πλήρη εφαρμογή του τότε ισχύοντος Συντάγματος του 1827. Γι’ αυτό με εισήγηση του Ιωάννη Καποδίστρια, η Γ’ Εθνική Συνέλευση, η οποία, μετά το πέρας των εργασιών της, είχε συγκροτηθεί σε σώμα ως (απλή) Βουλή, ανέστειλε την εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» του Συντάγματος της Τροιζήνας και αυτοκαταργήθηκε. Η Βουλή υιοθέτησε ψήφισμα στις 18 Ιανουαρίου του 1828, με το οποίο ίδρυε νέο «προσωρινό» Πολίτευμα, το οποίο ανέθετε όλες τις εξουσίες στον Κυβερνήτη. Σ’ επικουρία του Ιωάννη Καποδίστρια θα λειτουργούσε, ως συμβουλευτικό όργανο, το Πανελλήνιο, το οποίο, σύμφωνα με νεότερο ψήφισμα του Κυβερνήτη, θα αποτελούνταν από 27 μέλη που ο ίδιος θα επέλεγε. Το Πανελλήνιο είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα, τα οποία διατύπωναν γνώμη για τα οικονομικά, τα διοικητικά και τα στρατιωτικά ζητήματα, αντιστοίχως. Ταυτοχρόνως, εξαγγελλόταν η σύγκληση της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης τον Απρίλιο του 1828. Πολλοί άσκησαν κριτική στον Ιωάννη Καποδίστρια, ότι οι επιλογές του αυτές απηχούσαν τις πολιτικές του αντιλήψεις υπέρ της Δεσποτείας και κατά της Δημοκρατίας. Όπως όμως ήδη διευκρινίσθηκε, ο Ιωάννης Καποδίστριας άσκησε τα καθήκοντά του με μόνο γνώμονα το συμφέρον του Τόπου και του Λαού.
Β. Στο εσωτερικό, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ν’ αντιμετωπίσει την πειρατεία, την διάλυση του στρατού, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της Χώρας. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε ο Ιωάννης Καποδίστριας για τη δημιουργία δικαστηρίων, θεσπίζοντας και Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του Στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε, επίσης, Εθνικό Νομισματοκοπείο, ενώ καθιέρωσε τον Φοίνικα ως Εθνικό Νόμισμα. Όσον αφορά την εκπαίδευση, ανήγειρε νέα σχολεία, εισήγαγε τη μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου και ίδρυσε Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο. Ανήγειρε, ακόμη, το Ορφανοτροφείο Αίγινας. Δεν ίδρυσε Πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Μερίμνησε για τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση Ελληνικών Πόλεων, όπως το Ναύπλιο, το Άργος, το Μεσολόγγι και η Πάτρα, έργο που ανέθεσε στον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτιο Βούλγαρη. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο, με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες, για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829, ίδρυσε το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα. Όσον αφορά την Ελληνική Οικονομία, ο Ιωάννης Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε την Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και ενεθάρρυνε την καλλιέργεια της πατάτας. Επίσης, προσπαθώντας να ενισχύσει την Ελληνική Οικονομία, ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε την «Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα», η οποία όμως απέτυχε. Είτε γιατί, κατά μία άποψη, το Δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων, είτε εξαιτίας της αντίθεσης των προυχόντων προς το καποδιστριακό καθεστώς και της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον νέο αυτόν θεσμό. Σχετικά με την εσωτερική του πολιτική, πρέπει να μνημονευθεί η μεγάλη έμπρακτη συμβολή του φίλου του Ιωάννη Καποδίστρια Ελβετού τραπεζίτη Εϋνάρδου, ο οποίος δικαίως θεωρείται και ο θεμελιωτής της μακράς και ανέφελης Ελληνο-Ελβετικής Φιλίας.
Γ. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια αξίζει να υπογραμμισθεί ότι, μετά από διαπραγματεύσεις, υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830, με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. Η συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια στην οριστική διατύπωση και στην τελική υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου το 1830 υπήρξε καθοριστική.
Συμπερασματικώς, ο Ιωάννης Καποδίστριας αφιέρωσε, κυριολεκτικά, τον εαυτό του στον ιερό σκοπό της δημιουργίας, εκ του μηδενός, σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, βάζοντας τις βάσεις για μια Ελλάδα αντάξια του παρελθόντος της αλλά και της προοπτικής της. Ακαταπόνητος και αποφασιστικός, εργάσθηκε «με λογισμό και μ’ όνειρο», για να θυμηθούμε τον στίχο του Διονύσιου Σολωμού στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Μόλις τριάμισι χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, η δολοφονία του στο Ναύπλιο, καθαρώς πολιτική δολοφονία, από τον Κωνσταντίνο και τον Γιώργο Μαυρομιχάλη -και εκείνους βεβαίως που κρύβονταν πίσω τους, ως ηθικοί αυτουργοί, εντός και εκτός Ελλάδας- έβαλε θλιβερό τέλος στο μεγαλόπνοο έργο του και βύθισε τον Ελληνικό Λαό σε βαρύ πένθος. Εάν δεν είχε δολοφονηθεί ο Ιωάννης Καποδίστριας και, επέκεινα, εάν είχε ολοκληρώσει την θητεία του και το έργο του, μάλλον η Ελλάδα δεν θα είχε καταλήξει να δεχθεί το καθεστώς μοναρχίας που εγκαθιδρύθηκε με την έλευση του Όθωνος. Στην Ελλάδα μάλλον θα είχε εμπεδωθεί μια δημοκρατική διακυβέρνηση, εναρμονισμένη με την βούληση και τη νοοτροπία των Ελλήνων, όπως αυτή είχε διαφανεί καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα μετά την Εθνεγερσία του 1821. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μνήμη του Ιωάννη Καποδίστρια, ιδίως κατά την σημερινή πολλαπλώς κρίσιμη συγκυρία, δεν ανήκει μόνο στην Ιστορία. Αποτελεί, για όλους μας, δείκτη πορείας, προκειμένου ν’ αντιληφθούμε, καθένας στο μέτρο που του αναλογεί, για την Ελλάδα μας αυτό που συμπυκνώνει καιρίως ένας στίχος του Ιωάννη Πολέμη: «Τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει».

* Το παρόν αποτελεί απόσπασμα ομιλίας του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιου Παυλόπουλου, στο Επιστημονικό Συνέδριο του Δήμου Λευκάδας και του Πνευματικού Κέντρου Λευκάδας με θέμα: «Η ιστορική διαδρομή του Ιωάννη Καποδίστρια».

 

Κώστας ο «άγιος», ο δια Χριστόν σαλός[*]


Κάτω από το τελευταίο τόξο της γέφυρας, που μόλις διακρίνεται,  είχε στήσει το τσαρδάκι του ο Κώστας ο «άγιος», όπου έζησε πέντε χρόνια.  Πίσω ο τρούλος της προπολεμικής εκκλησίας του Αγ. Χαραλάμπους.  Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο του Στεφ. Στουρνάρα. Περίπου 1910. Κάτω από το τελευταίο τόξο της γέφυρας, που μόλις διακρίνεται, είχε στήσει το τσαρδάκι του ο Κώστας ο «άγιος», όπου έζησε πέντε χρόνια. Πίσω ο τρούλος της προπολεμικής εκκλησίας του Αγ. Χαραλάμπους. Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο του Στεφ. Στουρνάρα. Περίπου 1910.

Κάποια μέρα του 1935 εμφανίσθηκε στη Λάρισα ένας μοναχικός άγνωστος άνθρωπος, ο οποίος αρχικά δεν κίνησε την περιέργεια κανενός συμπολίτη μας. Η εμφάνισή του ήταν φτωχική. Κυκλοφορούσε ρακένδυτος και ψέλλιζε διάφορα «αγιωτικά» λόγια, ανάμικτα με χριστιανικούς ύμνους. Αναζητούσε υπαίθρια στέγη και τελικά

κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη τοξωτή γέφυρα του Αλκαζάρ. Εκεί, εντόπισε κάτω από το τελευταίο τόξο της προς την πλευρά του Πέρα Μαχαλά έναν χώρο κατάλληλο για να στήσει πρόχειρο κατάλυμα, ένα τσαρδάκι. Οι προσχώσεις από φερτές ύλες του ποταμού είχαν σχηματίσει ύψωμα που εμπόδιζε τα νερά του Πηνειού να φτάνουν μέχρι το κατάλυμά του, όπως διακρίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία. Σαν στέγη είχε το οδόστρωμα της γέφυρας και πλάγια δεξιά και αριστερά είχε για προστασία κρεμασμένες ψάθες. Για στρώμα είχε στοιβάξει μεγάλα φύλλα από καλαμιές, πάνω στα οποία έστρωσε μια κουρελού, ένα παχύ κιλίμι. Για προστασία από το κρύο και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, διέθετε διάφορα μάλλινα σκεπάσματα. Εκεί είχε και τα πιο απαραίτητα μαγειρικά σκεύη, με τα οποία παρασκεύαζε το καθημερινό φαγητό του.
Η αιφνιδιαστική παρουσία ενός μοναχικού ατόμου στο σημείο αυτό, που πλέον γινόταν μόνιμη, προκάλεσε το ενδιαφέρον των Λαρισαίων και ιδιαίτερα εκείνων οι οποίοι έκαναν την καθημερινή βόλτα τους στο δροσόλουστο Αλκαζάρ. Τον πλησίασαν διστακτικοί στην αρχή, αλλά η ηρεμία του χαρακτήρα του και ο εύκολος συγχρωτισμός του τούς βοήθησε να έλθουν πιο κοντά του. Ήταν λαλίστατος και μ' αυτό τον τρόπο αυτοσυστηνόταν ως Λέτσιος Κωνσταντίνος του Πασχάλη από το Ζάρκο Τρικάλων, και μοναδικός σκοπός και αποστολή του ήταν να μεταδίδει κηρύγματα χριστιανικής αγάπης στους ανθρώπους. Ήταν τυφλός από το ένα μάτι και για την αναπηρία του αυτή είχε πάντοτε την ελπίδα ότι θα ανακτούσε την όρασή του με τη βοήθεια του Θεού, ο οποίος θα αντικαθιστούσε το χαλασμένο μάτι με νέο υγιές. Σε κάθε επισκέπτη μετέδιδε μηνύματα μιας ιδιότυπης πίστης, έτσι όπως ο ίδιος την οραματιζόταν. Ο αείμνηστος Γιώργος Ζιαζιάς που τον είχε γνωρίσει, μας διέσωσε ένα μικρό κείμενο για τον σκοπό της παρουσίας του επί της γης και για τη διάδοση των χριστιανικών του ιδεών. Έλεγε τακτικά ότι «Ήλθον στην πανήγυριν της Λαρίσης και έμεινα εις την γέφυρα για να ενωθώ με την ανθρωπότητα και να ζήσω τα πάθη των παθών». Ήλθον να διορθώσω την κοινωνία ... Με την τρομπέτα θα κοιμόμαστε, με την τρομπέτα θα ξυπνάμε ... Θα μπολιάσουμε τα βρωμόδενδρα και θα τα κάνουμε αχλαδιές και τις μουριές θα τις κάνουμε μυγδαλιές». Στα κηρύγματά του αυτά χρησιμοποιούσε μια ακατάληπτη καθαρεύουσα, διανθισμένη με καραγκούνικους ιδιωματισμούς και ο λόγος του ήταν μια γλωσσική σαλάτα που έκανε τους ακροατές να γελούν και να το απολαμβάνουν. Όταν τον χειμώνα διάφοροι τακτικοί επισκέπτες τού πρότειναν να εγκαταλείψει προσωρινά το κατάλυμά και να τον ...βολέψουν σε κάποια γειτονική αποθήκη στον Πέρα Μαχαλά, όχι μόνον αρνιόταν, αλλά ανέπτυσσε τη δική του θεωρία: «Πρέπει όλα να τα υπομένωμεν. Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά παραδεχούμενα. Το σαρκίον πρέπει να βασανίζεται δια να σωθεί η ψυχή μας. Όταν βρέχει ποτίζεται η γής, όταν χιονίζει λιπαίνεται ο τόπος και όταν φυσάει κρύος άνεμος η γής καθαρίζει. Το σαρκίον μου ταλαιπωρείται, αλλά η ψυχή μου ευφραίνεται. Ο θεός όλα εν σοφία εποίησε».
Με όλες αυτές τις προσωπικές του θεωρίες δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι οι Λαρισαίοι λησμόνησαν το επίθετό του και του κόλλησαν το παρωνύμιο (παρατσούκλι) Κώστας ο άγιος, και έτσι έμεινε στις αναμνήσεις των παλαιών Λαρισαίων. Για τη διατροφή του φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά με ό,τι εύρισκε πρόχειρο, χωρίς να αρνείται και την προσφορά φαγητού από πονόψυχες γυναίκες του Πέρα Μαχαλά. Μάζευε κλαδιά από τις όχθες του ποταμού και αφού τα άναβε, έβαζε στην κατσαρόλα του όσπρια ή λαχανικά, παρασκεύαζε το καθημερινό του φαγητό και μαζί με τον «επιούσιον άρτον» που του πρόσφεραν οι φουρνάρηδες του Τσούγγαρι δάμαζε την πείνα του. Κρασί δεν έβαζε στο στόμα του, ούτε άλλο ποτό εκτός από «νεράκι, ευλογημένο από τον Θεό».
Όλη την ημέρα την περνούσε ασχολούμενος με το επάγγελμά του που ήταν η καλαθοπλεκτική. Έπλεκε μικρά και μεγάλα καλάθια, κάνιστρα με πρώτη ύλη ξύλα από λυγαριές και καλάμια. Και την ώρα των επισκέψεων μπορεί να απήγγειλε τη χριστιανική διδασκαλία στους ακροατές του, που εν τω μεταξύ είχαν πληθύνει, όμως δεν έχανε τον καιρό του. Τα χέρια του δούλευαν ακατάπαυστα και έπλεκαν τα καλάθια, τα οποία διέθετε προς πώληση, εξοικονομώντας «τα προς το ζην». Την πελατεία του την ...αλίευε από το ακροατήριο. Γελαστός, πράος και πρόσχαρος όπως ήταν, πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι, είτε από ανάγκη είτε από συμπάθεια έκαναν παραγγελίες καλαθιών απλώς για να τον ενισχύσουν οικονομικά. Γιατί κοντά σ' όλα τα άλλα είχε και τη γενναιοφροσύνη να αρνείται πεισματικά την ελεημοσύνη. Όταν του έδιναν διάφορα νομίσματα ευχαριστούσε τον κόσμο αλλά τα επέστρεφε, λέγοντας ότι δεν ζητάει ελεημοσύνη, αλλά την αγάπη τους. Με τον τρόπο αυτό καθιερώθηκε σαν μια γραφικότητα της πόλης μέσα στο γοητευτικό τοπίο του Πηνειού και του Αλκαζάρ.
Έπειτα από ένα χρονικό διάστημα πολλοί άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη καθώς κατευθύνονταν προς τον Πέρα Μαχαλά ή το Αλκαζάρ, να σταματούν και να περνούν από το τσαρδάκι του Κώστα του «άγιου» για να παρακολουθούν τη δεξιοτεχνία και την ταχύτητα με την οποία έπλεκε τα καλάθια. Συγχρόνως άρχιζε και η κουβέντα, η οποία παρ' όλον ότι ήταν ...υπερκόσμια, είχε μια απλοϊκή γοητεία, μια λαϊκή σοφία, η οποία προκαλούσε ευχάριστη φαιδρότητα στους ακροατές, πολλοί από τους οποίους με την αποχώρησή τους ένιωθαν την ανάγκη να δώσουν και μια παραγγελία ενός κάνιστρου ή κάποιας καλαθούνας. Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζε μόνιμη εργασία και διαβιούσε σαν σπουργίτης που ζούσε από τα ψιχία των περαστικών, και το κυριότερο, ενώ δεν ενοχλούσε κανέναν συγχρόνως επιτελούσε τον σκοπό της ...αποστολής του στη γη.
Τον Φεβρουάριο του 1938 άρχισαν να πέφτουν στη Λάρισα συνεχείς βροχές, συχνό φαινόμενο προπολεμικά, από εκείνες που δεν είχαν σταματημό. Η στάθμη του νερού στον Πηνειό άρχισε να ανεβαίνει επικίνδυνα και είχε αρχίσει να ...γλύφει και την καλύβα του Κώστα του άγιου. Όταν αργότερα με τις λιακάδες του Απριλίου άρχισαν να λειώνουν απότομα τα χιόνια στα βουνά της Δυτικής Θεσσαλίας, η στάθμη του Πηνειού ανέβηκε επικίνδυνα. Μια νύχτα ο Κώστας βρέθηκε στην ανάγκη να σηκώσει όλο το ...νοικοκυριό του και να μεταφερθεί σε μια γειτονική αποθήκη, όπου δεν υπήρχε περίπτωση να φθάσουν τα νερά. Μόλις η πλημμύρα υποχώρησε ο Κώστας ξαναγύρισε στην παλιά φωλιά του.
Το καλοκαίρι του 1939 πάλι, από μια φωτιά που είχε ανάψει για να παρασκευάσει το βραδινό φαγητό της ημέρας, φαίνεται ότι δεν την έσβησε καλά και την ώρα που κοιμόταν πήραν φωτιά τα καλαμόφυλλα που είχε για στρώμα. Καθώς φυσούσε ένα ελαφρό αεράκι, η φωτιά δυνάμωσε. Ξύπνησε απότομα με εγκαύματα στα πόδια και προσπάθησε μόνος να σώσει ό,τι μπορούσε από τα λίγα υπάρχοντά του. Εν τω μεταξύ έτρεξαν σε βοήθεια οι περαστικοί και οι γείτονες και η φωτιά τελικά έσβησε. Την άλλη μέρα καταπιάστηκε με την κατασκευή νέου καταλύματος. Φάνηκε ότι το γεγονός αυτό δεν τάραξε με τίποτε τη μακαριότητά της ζωής του.
Εξακολουθούσε να παραμένει κάτω από τη γέφυρα ακόμα και κατά τις εργασίες των αντιπλημμυρικών έργων που κατασκεύαζε η εταιρεία Boot. Κατά τους ιταλικούς βομβαρδισμούς του 1940-41 έμενε ψύχραιμος και δεν κατέφευγε σε καταφύγιο. Μάλιστα τα βράδια που επιβαλλόταν γενική συσκότιση στην πόλη για την αποφυγή στόχων από τα ιταλικά αεροπλάνα, αυτός παρέβαινε την απαγόρευση και λόγω του χειμώνα άναβε φωτιά για να ζεσταθεί. Η φρουρά που είχε τοποθετηθεί στη γέφυρα από τις αρχές του πολέμου για να προλάβει τυχόν δολιοφθορές ή ανατινάξεις από χέρια κατασκόπων, επανειλημμένως του ζήτησαν να απομακρυνθεί, αλλά δυσκολεύονταν να τον πείσουν. Οταν τελικά τον κατάφεραν, τον είδαν με βαριά καρδιά να εγκαταλείπει το τσαρδάκι του, φορτώθηκε τα πιο αναγκαία και πήρε τον δρόμο για το άγνωστο. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του και δεν ξαναφάνηκε ούτε μεταπολεμικά. Μερικοί λένε ότι πήγε στο χωριό του το Ζάρκο, όπου πέθανε τον καιρό της κατοχής, ενώ άλλοι λένε ότι σκοτώθηκε από τους Γερμανούς κατά την εισβολή τους στη Λάρισα. Πάντως από τότε δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής.
Συμπερασματικά ο Κώστας ο «άγιος» υπήρξε ένας γραφικός τύπος της παλιάς Λάρισας και με τα χριστιανικά κηρύγματά του δικαίως χαρακτηρίσθηκε ως «σαλός δια Χριστόν».
----------------
[*]. Σαλός (τρελός) κατά την ορθόδοξη πίστη είναι ένας άγιος άνθρωπος που βιώνει την πλέον ακραία μορφή άσκησης, η οποία οδηγεί στην έσχατη αυταπάρνηση και στην πλήρη απογύμνωση του «εγώ», λειτουργώντας με πράξεις παράλογες και ακατανόητες, οι οποίες όμως έχουν ένα βαθύτερο νόημα και σκοπό.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)