Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Μπουρμαλί τζαμί

Το τέμενος με τον ανάγλυφο μιναρέ


Το Μπουρμαλί τζαμί με τον ιδιόμορφο μιναρέ του. Σχέδιο του Αγήνορα Αστεριάδη. Από το λεύκωμα «Λάρισα», εικ. 11. Χρονολογία 1940Το Μπουρμαλί τζαμί με τον ιδιόμορφο μιναρέ του. Σχέδιο του Αγήνορα Αστεριάδη. Από το λεύκωμα «Λάρισα», εικ. 11. Χρονολογία 1940
Το σχέδιο του σημερινού κειμένου απεικονίζει ένα τέμενος της Λάρισας, το οποίο υπήρχε μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Πρόκειται για το Μπουρμαλί τζαμί, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον περίτεχνο μιναρέ του. Το τζαμί αυτό ήταν σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της Γενί Σεχίρ (Νέα Πόλη), όπως ονόμαζαν επίσημα τη Λάρισα οι Οθωμανοί. Βρισκόταν ακριβώς στον χώρο που σήμερα έχει καταλάβει ο κινηματογράφος "Βικτώρια".
Το σχέδιο είναι του ονομαστού Λαρισαίου ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη, σχεδιάστηκε το 1940, όπως σημειώνει ο ίδιος δίπλα από την υπογραφή του στο κάτω μέρος της εικόνας, πριν δηλαδή από τον μεγάλο σεισμό του 1941. Περιέχεται στο λεύκωμα που εκδόθηκε από τις εκδόσεις "Κέδρος" το 1978 με τίτλο "ΛΑΡΙΣΑ. Τέσσερες ακουαρέλες και τριάντα τρία σχέδια", με εισαγωγή του λαογράφου Κίτσου Μακρή. Από τα συνολικά 37 σχέδια, τα 26 έχουν σχεδιαστεί πριν το 1940 και αποτυπώνουν το στίγμα της προπολεμικής ακέραιας Λάρισας, ενώ τα υπόλοιπα 11 έγιναν το 1945, μετά την καταστροφή, και προκαλούν, καθώς απεικονίζουν μια ακρωτηριασμένη πολιτεία. Το λεύκωμα εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Αστεριάδη. Ο Κίτσος Μακρής [1] γράφει σχετικά στην εισαγωγή του: "Το κείμενο αυτό γράφηκε εδώ και τριαντατρία χρόνια, την ίδιαν εποχή που έκανε τα τελευταία σχέδιά του ο ζωγράφος. Δεν έκρινα σκόπιμο να το αλλάξω, όπως εκείνος δεν πρόσθεσε ούτε μία γραμμή στα σχέδια. Αντιπροσωπεύει την κοινή μας αίσθηση που την διαμορφώσαμε με κοινούς περίπατους μέσα και γύρω από την πόλη και με μακριές συζητήσεις. Στα 1945 μας ένωνε ήδη μακροχρόνια φιλία και βαθειά πνευματική επικοινωνία, που συνεχίστηκαν ασυννέφιαστες ως το θάνατό του το 1977. Το τελευταίο μου γράμμα σ' αυτόν γύρισε με την ένδειξη "Επιστρέφεται-Απεβίωσεν".
Το λεύκωμα αυτό του Αγήνορα Αστεριάδη έχει ιδιαίτερη αξία για την ιστορία της Λάρισας, ιδίως το πρώτο μέρος του. Μελετώντας τα τελευταία αυτά σχέδια έχεις την εντύπωση ότι καθώς τριγυρίζεις στους δρόμους της πόλης νομίζεις ότι άλλοτε βρίσκεσαι στην Ευρώπη του 20ού αιώνα και άλλοτε στην τουρκοκρατία του 19ου. Έτσι ήταν η Λάρισα προπολεμικά. Δίπλα σε ένα νεοκλασικό κτίριο με άψογα εξωτερικά τεχνουργήματα, ξεπηδούσε κάποιο μεγάλο τουρκικό κονάκι ασιατικής αρχιτεκτονικής ή ένα τζαμί με τον μιναρέ του.
Την ονομασία Burmali camii την οφείλει στην ανάγλυφη σπειροειδή κεραμοπλαστική μορφή με την οποία είχε διακοσμηθεί ο βασικός κορμός του μιναρέ μέχρι λίγο πιο κάτω από το ύψος του εξώστη. Εκτός από το σχέδιο του Αστεριάδη έχουμε και δύο φωτογραφικές απεικονίσεις του τεμένους που μας δίνουν έγκυρα στοιχεία περιγραφής του. Η παλαιότερη είναι της δεκαετίας του 1920 και προέρχεται από χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Γεωργίου Βελώνη [2] και η νεότερη είναι του Τάκη Τλούπα του έτους 1940 [3]. Ο ιδρυτής του τεμένους, όπως και η χρονολογία κατασκευής του δεν έχουν μέχρι σήμερα εντοπιστεί. Πάντως το 1688 που πέρασε από τη Λάρισα ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί το περιέγραψε [4]. Βρισκόταν στον Καραγάτς μαχαλά (σημερινή συνοικία Αγίου Κωνσταντίνου), μια περιοχή η οποία επί Τουρκοκρατίας κατοικείτο ως επί το πλείστον από Οθωμανούς. Μετά την απελευθέρωση της Λάρισας και μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 το χρησιμοποιούσαν κατ' εξοχήν οι άρρενες μουσουλμάνοι της Λάρισας, εν αντιθέσει με το Γενί Τζαμί της Πλατείας Ανακτόρων, το οποίο χρησιμοποιούσαν συνήθως οι γυναίκες.
Από τις απεικονίσεις αυτές, αλλά και από μαρτυρίες ανθρώπων που το γνώρισαν πριν την καταστροφή του, συμπεραίνει κανείς ότι ήταν ένα απλό τζαμί, όπως τα περισσότερα της Λάρισας. Ήταν μία αίθουσα προσευχής τετράγωνη με στοά, καλυμμένη με στέγη από κεραμίδια και μια τοιχοποιία στην οποία σε πολλά σημεία είχαν χρησιμοποιηθεί αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά την κατεδάφιση του τεμένους [5]. Την αίθουσα περιτριγύριζε στενή αυλή, εντός της οποίας βρισκόταν μικρό νεκροταφείο. Όλη η έκταση απομονωνόταν από ψηλό περίβολο και δυτικά, προς την οδό Κατσώνη, υπήρχε η ξύλινη πόρτα εισόδου. Εκείνο όμως που πρόσθετε στο τζαμί ιδιαίτερη αίγλη ήταν ο όμορφος μιναρές του. Εδραζόταν σε μια ψηλή και ογκώδη βάση και ήταν διακοσμημένος με πλίνθους σε μορφή ψαροκόκαλου. Η διάταξη αυτή των πλίνθων δημιουργούσε στον κορμό του μιναρέ την εντύπωση περιστροφικής (ελικοειδούς) κίνησης. Με μια προσεκτική παρατήρηση της δημοσιευόμενης εικόνας θα διαπιστώσετε τη μορφή της διάταξης αυτής. Ψηλότερα βρισκόταν ένας καλαίσθητος εξώστης και ο μιναρές κατέληγε σε μια ιδιόμορφη βαθμιδωτή ημισφαιρική απόληξη.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων το 1924 το τζαμί, όπως ήταν φυσικό, περιήλθε σε θρησκευτική αχρηστία. Ο γνωστός Λαρισαίος γαιοκτήμονας Βασίλειος Αρσενίδης (1875-1944) [6] χρησιμοποίησε αργότερα τους χώρους του ως αποθήκη σιτηρών, όμως ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 κατακρήμνισε τον μιναρέ και προξένησε σοβαρές ρηγματώσεις στους τοίχους του τεμένους. Το κτίσμα χαρακτηρίσθηκε από τους ειδικούς ως ετοιμόρροπο και το 1960 κατεδαφίσθηκε. Αργότερα η οικογένεια Τζεζαϊρλίδη έκτισε στη θέση του τον κινηματογράφο "Βικτώρια".
--------------------------------------------
[1]. Ο Κίτσος Μακρής γεννήθηκε το 1917 στη Λάρισα και το 1926 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στον Βόλο, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του το 1988. Καθιερώθηκε ως επιφανής λαογράφος κυρίως του Πηλίου. Η προσφορά του στην ανάδειξη και διάσωση της ελληνικής λαϊκής τέχνης ήταν σημαντικότατη.
[2]. Το τυπογραφείο του Γεωργίου Βελώνη βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Ασκληπιού, απέναντι από το φαρμακείο του Δημητρίου Κυλικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 κυκλοφόρησε μια σειρά 25 αριθμημένων χρωμολιθόγραφων καρτών εξαιρετικής τέχνης, η εκτύπωση των οποίων είχε γίνει στο εξωτερικό. Οι φωτογραφίες ήταν διαφόρων εποχών και απεικόνιζαν τοπία της Λάρισας, των Τεμπών, των Τρικάλων και των Μετεώρων. Η δημοσιευόμενη φωτογραφία φέρει τον αριθμό 24.
[3]. "Λάρισα. Εικόνες του χθες". Φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα. Κείμενο του Νίκου Νάκου, Λάρισα (2003), σελ. 77.
[4]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996) σελ. 285-288.
[5]. Ο Θεόδωρος Παλιούγκας ό. π. σελ. 334, αναφέρει ότι κατά την κατεδάφισή του (1960) βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη, επιγραφές και μία θαυμάσια επιτύμβια στήλη της αρχαίας Θεσσαλίας.
[6]. Ήταν γιος του κοσμηματοπώλη και γαιοκτήμονα Νικολάου Αρσενίδη (1840-1883) και της Φανής κόρης του Κων. Σκαλιώρα. Εκτός από τη διαχείριση της μεγάλης κτηματικής του περιουσίας, ο Βασίλειος Αρσενίδης ασχολήθηκε και με τα κοινά. Υπήρξε για πολλά χρόνια δημοτικός σύμβουλος και τον Ιανουάριο του 1924 διορίσθηκε δήμαρχος Λαρίσης. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Βασίλειος Αρσενίδης (1875-1944). Ο οραματιστής δήμαρχος Λάρισας του μεσοπολέμου, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 2015.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η περιοχή της Νεάπολης (Ακ Σαράι)


Η περιοχή της Νεάπολης (Ακ Σαράι) όπως φαινόταν από την περιοχή του Μεζούρλου. Λεπτομέρεια χαρακτικού  του 1897 όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Monde Illustre των Παρισίων. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΗ περιοχή της Νεάπολης (Ακ Σαράι) όπως φαινόταν από την περιοχή του Μεζούρλου. Λεπτομέρεια χαρακτικού του 1897 όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Monde Illustre των Παρισίων. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Η Λάρισα λόγω γεωγραφικής θέσεως και γειτνιάσεως με τα μαγευτικά Τέμπη και την κατοικία των δώδεκα θεών, τον μυθικό Όλυμπο, είχε ελκύσει από τους αρχαίους ακόμη χρόνους την προσοχή πολλών ξένων ταξιδιωτών και περιηγητών. Κατά την περίοδο της
τουρκοκρατίας οι επισκέπτες της άλλοτε την έβλεπαν μεγάλη, πολύβουη, πολυφυλετική, στρατοκρατούμενη, με ανάκτορα, με πλούσια εμπορική κίνηση και με επάρκεια αγαθών. Άλλοτε πάλι τη χαρακτήριζαν βρόμικη, φτωχή, ασήμαντη, μια τυπική τουρκόπολη, πυκνοκατοικημένη, με χαμηλά σπίτια, άσχημους και στενούς δρόμους, χωρίς καμιά ομορφιά. Όμως ήταν πάντοτε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου και παρέμενε σταθερά στις περιγραφές τους σαν Λάρισα και όχι σαν Γενί Σεχήρ. Η επίσημη αυτή τουρκική ονομασία της ήταν μόνο για την εξουσία και την κρατική διοίκηση και δεν επικράτησε, επειδή ο απλός κόσμος, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ακόμη και οι ξένοι επισκέπτες της, στις καθημερινές συζητήσεις πάντοτε την ανέφεραν με την αρχαία ελληνική της ονομασία.
Όλοι αυτοί οι περιηγητές, καθένας με τα ενδιαφέροντα που είχε και από τη δική του οπτική γωνία που την παρατηρούσε, έβλεπε και περιέγραφε τα ιστορικά μνημεία της, τα κτίρια που τη διακοσμούσαν, σκηνές του καθημερινού βίου της, ιδιαιτερότητες των φυλών που τη συγκροτούσαν, προτερήματα και ελαττώματα των κατοίκων της. Έτσι από τις αφηγήσεις και τα οδοιπορικά των ξένων κυρίως περιηγητών στο διάστημα των τεσσάρων και πλέον αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας, δημιουργήθηκε μια σπουδαία και εκτεταμένη ταξιδιωτική φιλολογία για την πόλη μας, στοιχείο το οποίο αποδεικνύεται πολύτιμο για την ιστορική μελέτη αυτής της περιόδου. Και δεν έφθανε μόνον αυτό. Πολλοί συνόδευαν, τόσο τα έντυπα όσο και τα χειρόγραφα οδοιπορικά τους, με χαρακτικά κάθε λογής, στα οποία απεικόνιζαν όσα όμορφα τοπία αντίκριζαν, τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία όσα είχαν διασωθεί[1], φιλοτεχνούσαν εντυπωσιακά κτίρια και κατέγραφαν με την πένα ή τον χρωστήρα καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων της. Το πολύτιμο και ανεκτίμητο αυτό εικαστικό υλικό, έρχεται όχι μόνον να συμπληρώσει τις περιγραφές, αλλά και να τις εμπλουτίσει με ζωντάνια και φως.
Ένα από τα χαρακτικά της Λάρισας είναι και αυτό που συνοδεύει το σημερινό μας κείμενο. Είναι δημοσιευμένο στην εβδομαδιαία εφημερίδα Le Monde Illustre των Παρισίων, στο φύλλο της 1ης Μαΐου 1897, από τον απεσταλμένο της γαλλικής εφημερίδας στο μέτωπο του ελληνοτουρκικού πολέμου από την ελληνική πλευρά Henri Turot. Παρουσιάζει τη νοτιοδυτική πλευρά της Λάρισας. Παλιές απεικονίσεις της περιοχής αυτής είναι πολύ σπάνιες. Το γεγονός αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε πρώτη φορά για την περιοχή αυτή. Ο χαράκτης στάθηκε στα χαμηλά υψώματα του Μεζούρλου και αποτύπωσε όλη τη γυμνή έκταση, η οποία ονομαζόταν Ακ Σαράι και στο βάθος ένα μέρος της Λάρισας, όπως ήταν το 1897.
Η περιοχή νοτιοδυτικά της Λάρισας, από τους στρατώνες μέχρι και την Αβερώφειο Γεωργική Σχολή, η σημερινή περιοχή της Νεάπολης, ονομαζόταν Ακ Σαράι, ήταν ιδιοκτησία του Ιζέτ μουλά και προτάθηκε στον Βελή πασά να κτίσει στο σημείο αυτό ανάκτορο[2]. Η περιοχή βρίσκεται υψομετρικά στην ίδια στάθμη με τον Λόφο της Ακρόπολης (Φρούριο) και ως εκ τούτου η θέση του θα ήταν προνομιακή. Από τις στήλες αυτές της εφημερίδας εκφράστηκε και πρόσφατα η αβεβαιότητα εάν τελικά ο Βελής έκτισε ανάκτορο στο σημείο αυτό. Αντίθετα ο Κώστας Περραιβός είναι βέβαιος για την κατασκευή του ανακτόρου και αναφέρει ότι "...ύψωσε ένα θαυμάσιο λευκό ανάκτορο ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά των Ιωαννίνων ...το 1815 με λευκό μάρμαρο, διαλέγοντας την ψηλότερη τοποθεσία"[3]. Όμως είναι περίεργο ότι δεν έχει διασωθεί ούτε γραπτή πληροφορία, ούτε ανιχνεύθηκαν ευρήματα από ένα τόσο μεγάλο κτίσμα που να υποδηλώνουν τον εντοπισμό του. Όταν φιλοτεχνήθηκε το χαρακτικό αυτό είχαν περάσει 75 χρόνια από τον θάνατο του Βελή πασά (1822).
Αντίθετα είναι γνωστή σήμερα η περιοχή όπου υπήρχε το Εβραϊκό Νεκροταφείο. Το χρησιμοποιούσαν οι Ισραηλίτες την περίοδο της τουρκοκρατίας και μέχρι το 1900, παρ’ όλο που βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από την πόλη. Μετά το 1900, όταν δημιουργήθηκε το χριστιανικό νεκροταφείο στην αρχή της οδού Φαρσάλων, η Ισραηλιτική Κοινότητα της Λάρισας αγόρασε μια έκταση δίπλα του, την οποία χρησιμοποίησε για να εγκαταστήσει το νέο δικό της νεκροταφείο, μεταφέροντας μάλιστα και ορισμένους τάφους και μαρμάρινες επιγραφές. Από το παλιό νεκροταφείο στην περιοχή του Ακ Σαράι είχαν μείνει ορισμένες ταφόπλακες, τις οποίες συναντούσε κανείς και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Το 1886 η ελληνική Πολιτεία κατασκεύασε στις παρυφές του νοτιοδυτικού τμήματος της Λάρισας στρατώνες μεγάλης χωρητικότητας, μέρος των οποίων διακρίνεται και στο δημοσιευόμενο χαρακτικό[4]. Στους χώρους αυτούς στεγαζόταν και το θρυλικό 4ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο είχε σαν πεδίο ασκήσεων τον άγονο τότε χώρο του Ακ Σαράι, αυτόν που καταλαμβάνει σήμερα η συνοικία Νεάπολη. Η στρατιωτική αυτή μονάδα είναι ιστορική, καθώς βρέθηκε να πολεμά σε όλα τα πεδία των μαχών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα (Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-13, Α’ Παγκόσμιος πόλεμος 1918, Μικρασιατική Εκστρατεία 1921-22 και Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940-41). Η δράση του υπήρξε σημαντική και σύντομα γύρω από αυτό το σύνταγμα δημιουργήθηκε ένας πραγματικός μύθος. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι την περίοδο εκείνη η κατάταξη των νεοσυλλέκτων γινόταν σε μονάδες του νομού της κατοικίας τους, επειδή προφανώς οι μετακινήσεις τους ήταν και δύσκολες και χρονοβόρες. Επομένως οι καταταγμένοι στρατιώτες γενικώς προέρχονταν από τις επαρχίες του νομού Λάρισας, στον οποίο υπαγόταν την περίοδο εκείνη και η περιοχή του Βόλου και του Αλμυρού. Επομένως οι επιτυχίες του 5ου Συντάγματος Πεζικού οφείλονταν αποκλειστικά στους Θεσσαλούς στρατευμένους.
Σε τοπική εφημερίδα διαβάζουμε ότι το 1910 "..δυστυχώς οικήματα για τον στρατωνισμό των ανδρών του 4ου Συντάγματος Πεζικού δεν υπάρχουν και ενοικιάσθησαν αι εν Γιάννουλη αποθήκαι του κ. Χαρακόπου, όπου οι άνδρες υποφέρουν, διότι είναι εντελώς ακατάλληλαι"[5].
Την πόλη μας είχαν ως έδρα και άλλοι στρατιωτικοί σχηματισμοί, οι οποίοι στρατωνίζονταν στις ίδιες εγκαταστάσεις. Ξακουστά ήταν τα δύο Συντάγματα Ιππικού, το 1ο και το 3ο. Μάλιστα στο 1ο Σύνταγμα είχε υπηρετήσει γύρω στα 1910 για ένα χρονικό διάστημα ο πρίγκιπας Ανδρέας, γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και αδελφός του διαδόχου Κωνσταντίνου και μάλιστα κατοικούσε μαζί με τη σύζυγό του Αλίκη στο αρχοντικό του Κων. Σκαλιώρα. Το στρατηγείο του 1ου Συντάγματος Ιππικού βρισκόταν για χρόνια στον όροφο του κτιρίου Κατσαούνη, στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, στη σημερινή γωνία των οδών Κούμα και Μαρίνου Αντύπα, εκεί όπου σήμερα υπάρχει πολυώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας στεγάζεται το κατάστημα Public.
Άλλες μονάδες που στεγάζονταν στους στρατώνες της Λάρισας την παλιά εποχή ήταν μονάδες βαρέως και ορεινού Πυροβολικού, το τάγμα Γεφυροποιών και ο όρχος αυτοκινήτων. Στον γειτονικό Τύρναβο είχε την έδρα του το 1/36 Σύνταγμα Ευζώνων μέχρι το 1927.
Σήμερα αν σταθεί κάποιος στη θέση όπου βρέθηκε ο ζωγράφος του χαρακτικού που συνοδεύει το σημερινό κείμενο, θα αντίκριζε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο. Η γυμνή περιοχή καταλαμβάνεται από τις εγκαταστάσεις του ΤΕΙ και της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής και τους συνοικισμούς του Αγ. Θωμά, της Φιλιππούπολης και της Νεάπολης. Μέσα σε 120 και πλέον χρόνια η πόλη ξαπλώθηκε στις πεδιάδες που την περιβάλλουν. Το 1897 ήταν η Λάρισα των 15-20.000 κατοίκων και σήμερα φθάνει, ίσως και να ξεπερνάει ο πραγματικός της πληθυσμός, τις 200.000, δηλαδή δεκαπλασιάσθηκε.
-----------------
[1]. Το 1897 ο Αγγλος Kinnaird Rose είχε εντοπίσει το Aρχαίο Θέατρο της Λάρισας. Γράφει: "Το πλέον όμως χαρακτηριστικό στοιχείο της Λάρισας είναι η ακρόπολή της, πάνω στην οποία βρισκόταν ένα αμφιθέατρο, όταν η πόλη ήταν η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας". Kinnaird Rose. With the Greeks in Thessaly. London (1897) και η ελληνική μετάφρασή του "Με τους Έλληνες στη Θεσσαλία", μετ. Αναστάσιος Δαρβέρης, έκδοση Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Λάρισα, (1997).
[2]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας. Η Λάρισα από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σελ. 333.
[3]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας). Αναμνήσεις από τις παλιές γειτονιές, στη σειρά "Η Λάρισα που χάθηκε", εφ. "Λάρισα", φύλλο της 23ης Ιουλίου 1979.
[4]. "...στο δυτικό άκρο της πόλεως βρίσκονται οι στρατώνες, οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν μέχρι και 8.000 στρατιώτες". Kinnaird Rose, ό. π.
[5]. Ζιαζιάς Γεώργιος. Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες και αναπολήσεις (1900-1950), τόμ. Β’ Λάρισα (2000) σελ. 247. Η Λάρισα το 1910 ήταν ακριτική πόλη και είχε συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό στρατιωτικών μονάδων.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου(nikapap@hotmail.com)

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΤΑΚΗΣ ΤΛΟΥΠΑΣ

Ο μάγος της φωτογραφίας


Η οικία του στρατηγού Ιωάννη Αρτη επί της οδού Αγ. Νικολάου. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. Δεκαετία 1950-1960. Ευγενική προσφορά της κ. Βάνιας ΤλούπαΗ οικία του στρατηγού Ιωάννη Αρτη επί της οδού Αγ. Νικολάου. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. Δεκαετία 1950-1960. Ευγενική προσφορά της κ. Βάνιας Τλούπα
Πριν λίγες εβδομάδες (8 Μαρτίου 2020) έγιναν στην Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι.Κατσίγρα τα εγκαίνια έκθεσης φωτογραφίας με θέμα «Ταξίδια μιας ζωής» του Τάκη Τλούπα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 ετών από τη γέννησή του.
Ήταν Κυριακή πρωί και η πανηγυρική εκδήλωση των εγκαινίων είχε προετοιμαστεί να γίνει στον υπαίθριο χώρο της Πινακοθήκης. Όμως μια αιφνίδια μεταβολή του καιρού ανάγκασε τους διοργανωτές να την κάνουν στο επιβλητικό αίθριο του κτιρίου. Η εκδήλωση σημείωσε τεράστια επιτυχία και κατά την επακολουθήσασα ξενάγηση από τη Βάνια Τλούπα, οι παρευρεθέντες απόλαυσαν το ταλέντο του Τάκη Τλούπα στην τέχνη της φωτογραφίας. Βρισκόμασταν στις παραμονές της επιδημίας του κορονοϊού και το απόγευμα της ίδιας ημέρας βγήκε ανακοίνωση, η οποία ανέστειλε τη λειτουργία όλων των Κέντρων Πολιτισμού, στα οποία η συνάθροιση ατόμων ήταν αναπόφευκτη. Έπειτα από την απαγόρευση αυτή οι φιλότεχνοι της Λάρισας και όχι μόνον δεν μπορούν να δουν από κοντά την έκθεση, που με τόση μαεστρία έστησε η Βάνια Τλούπα.
Θα πούμε λίγα λόγια για τον Τάκη Τλούπα, γιατί η αξία του είναι αναγνωρισμένη πανελλήνια και οι ειδικοί τον έχουν κατατάξει ως έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες φωτογράφους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε το 1920 στη Λάρισα από πατέρα ξυλουργό και κοντά του έμαθε την τέχνη του ξυλογλύπτη. Όμως η μοίρα τον είχε τάξει να υπηρετήσει άλλη τέχνη. Γοητεύτηκε κάποια στιγμή όταν είδε φωτογραφική μηχανή και άρχισε με διάθεση να μαθαίνει τα μυστικά της φωτογραφίας. Από το 1945 άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με τη φωτογραφία και για πενήντα χρόνια δεν έχανε την ευκαιρία να αιχμαλωτίζει με τον φακό του θέματα που τον γοήτευαν. Η Λένα Γουργιώτη θα γράψει για τον Τάκη Τλούπα: "Ήταν απλός στη συμπεριφορά, με οξύνοια, με αγάπη απέραντη για το καλό και το ωραίο, διαχεόμενη σε σημαντική έκταση. Όλα χωρούσαν στο μυαλό του, τα κατέγραφε η ματιά του, τα αποτύπωνε ο φακός του, μας τα χάριζε. Η προσφορά του στις κοινωνίες τεράστια, μάθημα -συνείδησης χάλκευση- ευφορία ψυχής" [1]. Ο δικός μας Αντώνης Καρκαγιάννης θα σημειώσει: "Εκείνο που φαίνεται ότι διαμόρφωσε το βλέμμα του, πώς να κοιτάζει και πώς να βλέπει, νομίζω πως ήταν η πόλη όπου γεννήθηκε και έζησε, η Λάρισα... Εκείνη η Λάρισα που φωτογράφισε ο Τάκης δεν υπάρχει πια, έφυγε και συνδέεται μόνο με τη νοσταλγία των παλαιοτέρων, που και αυτοί σιγά-σιγά φεύγουν. Για τους νεότερους είναι μαρτυρία, από πού πέρασε και πώς διαμορφώθηκε η πόλη" [2].
Είναι κρίμα που οι δύσκολες στιγμές που περνάμε, συνέπεσαν με τη χρονική διάρκεια της φωτογραφικής έκθεσης του Τάκη Τλούπα στην Πινακοθήκη και ο πολύς κόσμος δεν πρόφθασε να την περιηγηθεί. Ευελπιστώ ότι κάποια στιγμή οι ιθύνοντες θα βρουν κάποιο τρόπο να την εκθέσουν εκ νέου. Το αξίζει.
Η σημερινή μας εικόνα δεν θα μπορούσε να είναι παρά μια φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. Μας την παραχώρησε ευγενικά η κόρη του Βάνια Τλούπα και απεικονίζει το σπίτι του ένδοξου στρατηγού Ιωάννη Άρτη, το οποίο βρισκόταν στην οδό Αγίου Νικολάου, ακριβώς απέναντι από την αυλή της παλιάς ομώνυμης εκκλησίας. Αντίγραφο φωτογραφίας του σπιτιού αυτού με πολλές ατέλειες και χαμηλής ανάλυσης, ανώνυμου φωτογράφου, δημοσιεύσαμε και παλαιότερα [3], όμως η φωτογραφία αυτή του Τλούπα αναδεικνύει πολλές λεπτομέρειες χρήσιμες σήμερα για ένα ιστορικό κτίσμα που δεν υπάρχει πλέον.
Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, η κατοικία του Άρτη ήταν μια μεγάλη τριώροφη επιβλητική οικοδομή. Κτίστηκε τη δεκαετία του 1880 από τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη, έναν πλούσιο κτηματία της Λάρισας. Η πρόσοψη είχε μια σειρά από παράθυρα, συμμετρικά τοποθετημένα και στους τρεις ορόφους. Στον τελευταίο όροφο υπήρχαν δύο εξώστες, τους οποίους συγκρατούσαν στερεά μαρμάρινα γλυπτά φουρούσια και η όλη κατασκευή τους έσπαζε τη μονοτονία της απλής επίπεδης πρόσοψης, προσδίδοντας με την παρουσία τους κάποια αίσθηση νεοκλασικής αισθητικής, σε συνδυασμό με πολλά παραδοσιακά στοιχεία. Είναι βαθιά χαραγμένη στη μνήμη των παλαιότερων η σιλουέτα αυτού του αρχοντικού τόσο για τη φήμη που συνόδευε τον ιδιοκτήτη στρατηγό Άρτη, όσο και για τις δεξιώσεις, οι οποίες δίνονταν στους απέραντους εσωτερικούς χώρους του με τα οκτώ πολυτελή δωμάτια, όπου συγκεντρωνόταν όλη η καλή κοινωνία της Λάρισας. Συνήθως ακολουθούσαν χοροί, ελληνικοί και ευρωπαϊκοί. Τους τελευταίους προτιμούσαν ιδιαιτέρως οι Οθωμανοί προσκεκλημένοι του ζευγαριού, οι οποίοι είχαν παραμείνει στη Λάρισα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας.
Ο Ιωάννης Άρτης (1861-1956) καταγόταν από το Μεσολόγγι. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων και υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες του Ιππικού σε όλη την επικράτεια. Πολέμησε στον "ατυχή" Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 και το 1901 μετατέθηκε στο Σύνταγμα Ιππικού, το οποίο είχε έδρα τη Λάρισα. Κατά την παραμονή του στην πόλη μας συμμετείχε ενεργά στην κοινωνική και κοσμική ζωή της. Στις αρχές του 20ού αιώνα νυμφεύθηκε τη νεαρή χήρα Καλλιόπη Δημητριάδου-Ασημάκη, με την οποία απέκτησε το 1905 την πρώτη κόρη του Νίνα και το 1912 τη Λουκία. Το 1912, ως επίλαρχος Ιππικού συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και μάλιστα ήταν ο διοικητής της ίλης που απελευθέρωσε τη Φλώρινα και την Καστοριά. Εν συνεχεία έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία τοποθετήθηκε ως στρατιωτικός διοικητής της περιοχής της Προύσας. Αμέσως μετά, το 1923, αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του υποστρατήγου. Από το 1926 μέχρι το 1942 διετέλεσε πρόεδρος του παραρτήματος Λαρίσης του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Πέθανε στη Λάρισα το 1956 σε ηλικία 95 ετών.
Τον έβλεπα τακτικά όταν ήμουν μικρός και έπαιζα τις ελεύθερες ώρες μου στη μεγάλη και προστατευμένη αυλή του Αγίου Νικολάου. Ήταν ένας ψηλόλιγνος κομψός και γεροδεμένος γέροντας, με αριστοκρατική εμφάνιση και αρειμάνιο λευκό μουστάκι. Με το μπαστουνάκι στο χέρι, περπατούσε στους δρόμους της Λάρισας ευθυτενής και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης.
Το 1949 πέθανε η γυναίκα του Καλλιόπη και το 1955 ακολούθησε η πρωτότοκη κόρη του Νίνα Ξυραδάκη σε ηλικία 50 ετών. Μόνος έμεινε για λίγο, γιατί το 1956 πέθανε και ο ίδιος και ενταφιάσθηκε με τιμές. Το κτίριο έμεινε άδειο και έρημο, και λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του κατεδαφίσθηκε. Ένα τμήμα του απαλλοτριώθηκε για τη διάνοιξη και επέκταση της οδού Αλεξάνδρου Σούτσου μέχρι την οδό Ηπείρου.
---------------------------------------------
[1]. Αντώνης Καρκαγιάννης, Γιώργος Χ. Χουρμουζιάδης. Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα, εκδόσεις ΚΑΠΟΝ - Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα (2005) σελ. 14.
[2]. ό. π., σελ. 22.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η οικία του στρατηγού Άρτη, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 23ης Αυγούστου 2015.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο προπολεμικός ναός του Αγ. Αχιλλίου


Ο προπολεμικός ναός  του Αγ. Αχιλλίου
Σήμερα 17 Μαΐου, με καθυστέρηση δύο ημερών, θα πραγματοποιηθεί η πανηγυρική θεία λειτουργία για τη μνήμη του πολιούχου της Λάρισας Αγ. Αχιλλίου.
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στον προπολεμικό μητροπολιτικό μας ναό, όμως η σημερινή φωτογραφία, σε συνδυασμό με άλλες της εποχής εκείνης, έρχεται να επιβεβαιώσει την άποψη ότι ο ναός που αντικατέστησε τη βασιλική του Καλλιάρχη[1] οικοδομήθηκε σταδιακά και ολοκληρώθηκε σε μια δεκαετία περίπου.
Η λήψη της σημερινής φωτογραφίας έγινε από την αριστερή όχθη του Πηνειού, στην αρχή της σημερινής οδού αρχιεπισκόπου Δωροθέου. Στο κάτω τμήμα της διακρίνονται λεπτομέρειες από τη μεγάλη πέτρινη γέφυρα του Πηνειού. Η αρμολόγηση των λίθων, τα οξυκόρυφα τόξα της και το ξύλινο στηθαίο, το οποίο είχε κατασκευαστεί το 1886 από το τάγμα μηχανικού του στρατού[2]. Στο κατάστρωμα του δρόμου υπάρχει μεγάλος αριθμός ατόμων, κυρίως ανδρών, με πολυποίκιλες και πολύχρωμες αμφιέσεις (η φωτογραφία είναι επιχρωματισμένη). Στο βάθος διακρίνεται μέρος του δυτικού τμήματος του Λόφου με τους ψηλούς και ισχυρούς τοίχους υποστήριξης και τη μεγάλη πέτρινη σκάλα, η οποία οδηγούσε από τη δεξιά όχθη κατευθείαν στον αύλειο χώρο του ναού του Αγ. Αχιλλίου. Πίσω προβάλλει μεγαλοπρεπής ο μητροπολιτικός ναός με τα δύο ψηλά κωδωνοστάσια και το πρόπυλο. Εκείνο που κάνει εντύπωση στη φωτογραφία είναι ότι απουσιάζει ο τρούλος. Η εκκλησία στην τελική της μορφή ήταν σταυρεπίστεγη βασιλική με τρούλο. Επομένως η λήψη της φωτογραφίας πρέπει να έγινε στη φάση κατά την οποία είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες οικοδόμησης και απέμενε η κατασκευή του τρούλου. Τα εγκαίνια έγιναν στις 23 Σεπτεμβρίου 1907 από τον μητροπολίτη Αμβρόσιο Κασσάρα (1900-1910). Άρα η χρονολογία της φωτογραφίας τοποθετείται περί το 1904.
Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, ο παλιός μητροπολιτικός ναός της Λάρισας ήταν ένα γερασμένο οικοδόμημα. Αυτό είχε γίνει αντιληπτό απ’ όλους, για τούτο από το 1896 το εκκλησιαστικό συμβούλιο του ναού άρχισε μια προετοιμασία για την αισθητική αναβάθμιση του Αγίου Αχιλλίου. Σαν πρώτο βήμα προτάθηκε να οικοδομηθεί, σε επαφή με τη δυτική πλευρά της βασιλικής, ένα σύμπλεγμα αψιδωτού πρόπυλου νεοκλασικού ρυθμού, με δύο κωδωνοστάσια. Στο κατώτερο τμήμα της πλευράς αυτής είχε αναπτυχθεί ένα τρίλοβο προστώο με αψίδες. Δύο διπλοί ραβδωτοί μαρμάρινοι κίονες στο κέντρο και δύο διπλοί ημικίονες σε επαφή με τα πλάγια τοιχώματα του προστώου, συγκρατούσαν με σκαλισμένα κιονόκρανα το τοίχωμα, δημιουργώντας έτσι ανάμεσά τους τρία τόξα. Τμήματα από τους κίονες αυτούς καθώς και ένα κιονόκρανο βρίσκονται σήμερα στην αυλή του Επισκοπικού Μεγάρου Λαρίσης[3]. Τα δύο κωδωνοστάσια βόρεια και νότια της νέας πρόσοψης ήταν τετραώροφα. Στον τελευταίο όροφο βρίσκονταν οι καμπάνες του ναού. Τα κωδωνοστάσια, όπως φαίνεται καθαρά και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία, καλύπτονταν με χαμηλό τρούλο, στην κορυφή του οποίου ήταν στερεωμένος μεταλλικός σταυρός. Ολόκληρη η πρόσοψη ήταν δομημένη με σμιλεμένους λίθους. Τα ανοίγματα των παραθύρων, μικρά και μεγάλα, καλύπτονταν στα διάκενά τους με ωραίους συνδυασμούς έγχρωμων υαλοπινάκων σε ρομβοειδή σχέδια. Τα έγχρωμα τζάμια σε συνδυασμό με την καλοδουλεμένη πέτρα, προσέδιδαν στην πρόσοψη αίγλη και πολυχρωμία.
Η ανακαίνιση όμως μόνον της πρόσοψης του ναού φαίνεται ότι δεν ικανοποιούσε πλήρως την αισθητική των κατοίκων της Λάρισας. Για τον λόγο αυτό τα εκκλησιαστικά συμβούλια του ναού συνέχισαν να εργάζονται εντατικά, με σκοπό την ανεύρεση πόρων για την ολοκλήρωση του νέου καθεδρικού ναού. Φαίνεται ότι και με τη βοήθεια του Δήμου[4] τα κατάφεραν. Έτσι το 1904, επί αρχιερατείας του από Πλαταμώνος μητροπολίτου Λαρίσης Αμβροσίου Κασσάρα και έπειτα από 110 χρόνια από την περιπετειώδη κατασκευή της, κατεδαφίσθηκε η ταπεινή βασιλική του Καλλιάρχη και στην ίδια ακριβώς θέση οικοδομήθηκε ο νέος ναός, ο οποίος συνδέθηκε αρμονικά με την υπάρχουσα δυτική πρόσοψη, η οποία άλλωστε είχε πρόσφατα οικοδομηθεί. Η θέση του ναού ψηλά στον Λόφο της Ακρόπολης του πρόσθετε επί πλέον ύψος, ειδικά όταν τον αντίκριζε κανείς από μακριά, καθώς διέσχιζε την πέτρινη γέφυρα του Πηνειού.
Στο εσωτερικό του ναού ο τρούλος και η σταυροειδής οροφή επέφεραν, όπως ήταν φυσικό, μια διαφορετική κατανομή του χώρου απ’ ό,τι η βασιλική του Καλλιάρχη. Το τέμπλο ήταν ξύλινο με γλυπτές συνθέσεις σε απλές γραμμές[5] και οι δεσποτικές εικόνες, με παραίνεση του μητροπολίτη Αμβροσίου, παρέμειναν οι ίδιες της παλιάς εκκλησίας. Είχαν αγιογραφηθεί το 1802 στη Μόσχα και ήταν εντυπωσιακές σε αισθητική και χρώματα[6].
Η αγιογράφηση του ναού ήταν αποσπασματική και δεν υπήρχαν νωπογραφίες. Απλώς ορισμένες μεγάλες εικόνες ήταν αναρτημένες στους πλάγιους τοίχους και σε επιλεγμένα σημεία υπήρχαν αγιογραφίες, τις οποίες ο καλλιτέχνης εκτελούσε επάνω σε μουσαμά, ο οποίος εν συνεχεία επιστρωνόταν έτοιμος στον τοίχο. Έτσι γνωρίζουμε ότι το 1908 ο ζωγράφος Γεώργιος Οικονόμου, από την Κάλυμνο, την ιδιαίτερη πατρίδα του μητροπολίτη Αμβροσίου, είχε τελειώσει την αγιογράφηση του Παντοκράτορα στον τρούλο και τους τέσσερες Ευαγγελιστές στα σφαιρικά τρίγωνα.
Η διάρκεια ζωής του προπολεμικού ναού του Αγίου Αχιλλίου υπήρξε δυστυχώς πολύ σύντομη, μόλις 34 χρόνια. Το 1941, ισχυρός σεισμός επέφερε στον ναό ανεπανόρθωτες βλάβες. Οι συνεχόμενοι βομβαρδισμοί που ακολούθησαν ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Έτσι ερειπωμένος παρέμεινε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε κατεδαφίσθηκε εντελώς και στη θέση του δημιουργήθηκε ανθόκηπος όπου τοποθετήθηκε η προτομή του μητροπολίτη Λαρίσης Πολύκαρπου Δαρδαίου (1811-1818 και 1821), ο οποίος είχε άσχημο τέλος. Καρατομήθηκε από τους Τούρκους τον Σεπτέμβριο του 1821. Η προτομή αυτή είναι έργο του διάσημου Έλληνα γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρα και αποτέλεσε δωρεά στην πόλη του Λαρισαίου εμπόρου Ηλία Κολέσκα.

[1]. Ο προηγούμενος ναός είχε κτισθεί έπειτα από περιπέτειες και δωροληψίες (μπαξίσι) προς τις αρχές των Οθωμανών το 1794, με ενέργειες του μητροπολίτη Διονυσίου του Καλλιάρχη (1791-1806), γι’ αυτό και ο ναός αυτός είναι γνωστός ως βασιλική του Καλλιάρχη.
[2]. Επειδή τα στηθαία αυτά ήταν ευάλωτα, το 1908 αντικαταστάθηκαν από σιδερένια, τα οποία παρέμειναν μέχρι την καταστροφή της το 1941.
[3]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1453-1881), τόμ. Α’, Λάρισα, (1996), σ. 199
[4]. Δήμαρχοι Λαρισαίων την περίοδο από το 1899-1903 ήταν ο ιατρός Αναστάσιος Ζαρμάνης και από το 1903-1913 ο επίσης ιατρός Αχιλλέας Αστεριάδης.
[5]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το τέμπλο του ναού του Αγ. Αχιλλίου (1888), εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 5ης Απριλίου 2017.
[6]. Του ιδίου, Οι παλιές ρωσικές εικόνες του ναού του Αγ. Αχιλλίου, «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α’, 2014», Λάρισα (2016) σελ. 49-52.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com