Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΤΑ ΤΑΜΠΑΚΙΚΑ


Η συνοικία Ταμπάκικα από την περιοχή του Αλκαζάρ. Επιχρωματισμένη προπολεμική φωτογραφία του Νικολάου Μούσιου. Ευγενική παραχώρηση της κ. Χάιδως ΒαλσάμηΗ συνοικία Ταμπάκικα από την περιοχή του Αλκαζάρ. Επιχρωματισμένη προπολεμική φωτογραφία του Νικολάου Μούσιου. Ευγενική παραχώρηση της κ. Χάιδως Βαλσάμη
Η σημερινή εικόνα είναι κάπως διαφορετική από τις άλλες που έχουν δημοσιευθεί σ' αυτή τη στήλη. Η λήψη της τοποθετείται λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο του 1940 από τον φωτογράφο Νικόλαο Μούσιο και η διαφορετικότητά της επικεντρώνεται στο γεγονός ότι είναι επιχρωματισμένη.
Ο Νικόλαος Μούσιος γεννήθηκε το 1911 στον Βόλο. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Μούσιος από τον Βόλο και η Ευαγγελία Δαφνόπουλου, αδελφή του περίφημου φωτογράφου της Λάρισας Γεράσιμου Δαφνόπουλου. Είχε την ατυχία το 1915, σε ηλικία τεσσάρων ετών, να χάσει τον πατέρα του, με αποτέλεσμα να εγκατασταθεί με τη μητέρα του στη Λάρισα, κοντά στον θείο του Γεράσιμο. Ο Νικόλαος Μούσιος σε ηλικία 18 ετών ταξίδεψε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας, όπου ζούσε η αδελφή της μητέρας του Ελένη Δαφνοπούλου[1] με τον άνδρα της Νικόλαο Ιωαννίδη, οι οποίοι διατηρούσαν φωτογραφείο. Έμεινε στη Ρουμανία περίπου 2,5 χρόνια, όπου τελειοποίησε τις γνώσεις του γύρω από τη φωτογραφία που είχε αποκτήσει ήδη στο εργαστήριο του θείου του Γεράσιμου Δαφνόπουλου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάσθηκε στο φωτογραφείο του θείου του. Όταν το 1935 ο τελευταίος πέθανε, ανέλαβε μαζί με τον αδελφό του Δημήτριο Αρετόπουλο το φωτογραφείο του. Ο Νικόλαος Μούσιος με τη σύζυγό του είχαν αποκτήσει ένα γιο, τον Μάκη (ονομάσθηκε Γεράσιμος προς τιμήν του θείου του), ο οποίος σπούδασε νομικά, εργάσθηκε ως δικηγόρος στην πόλη μας και πέθανε πριν λίγα χρόνια, μόλις συνταξιοδοτήθηκε. Ο Νικ. Μούσιος, εν αντιθέσει με τους άλλους φωτογράφους της σχολής Δαφνόπουλου, ήταν ως επί το πλείστον φωτογράφος τοπίου. Εκτύπωσε και κυκλοφόρησε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια επιστολικά δελτάρια με διάφορα τοπία της Λάρισας και πέθανε όπως και ο πατέρας του σε νεαρή ηλικία το 1951, όταν ήταν 40 ετών.
Η λήψη της σημερινής φωτογραφίας έγινε από την περιοχή του Αλκαζάρ, λίγο πριν από το Εθνικό Στάδιο και απεικονίζει τη δυτική πλευρά της συνοικίας Ταμπάκικα (σήμερα έχουν μετονομασθεί σε Αμπελοκήπους). Το ιδιαίτερο στην άποψη αυτή είναι ότι απεικονίζονται μόνον δύο κτίσματα. Σε πρώτο επίπεδο ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγία) και στο βάθος ο Μύλος του Παππά. Ο υπόλοιπος χώρος είναι κενός από κτίρια και καλύπτεται από υψηλόκορμα δένδρα και πράσινη βλάστηση.
Ο ναός της Παναγίας διατηρεί την προπολεμική του μορφή, όπου η ιδιαιτερότητα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης επικεντρωνόταν στη μορφή της δυτικής πρόσοψης του ναού. Στο κατώτερο τμήμα υπήρχαν τρία τοξωτά ανοίγματα, τα οποία οδηγούσαν στο εσωτερικό προς τα αντίστοιχα κλίτη, ενώ στο ανώτερο τμήμα της, πάνω από την αετωματική απόληξη της δυτικής πλευράς, υψωνόταν το κωδωνοστάσιο σε μια ασυνήθιστη θέση, η οποία ήταν αποτέλεσμα μιας ευφυούς κατασκευής του αρχιτέκτονα. Το αγίασμα βρίσκεται και σήμερα σε υπόγειο χώρο στη βορειοδυτική γωνία του ναού, ακριβώς στο σημείο όπου ανευρέθηκε η εικόνα. Ο ναός αυτός είχε κτισθεί το 1880 και διατηρήθηκε ακέραιος μέχρι τον μεγάλο σεισμό του 1941. Τότε κατέρρευσε το κομψό κωδωνοστάσιο και επηρεάσθηκε σημαντικά η ανθεκτικότητα της τοιχοποιίας. Όμως συντηρήθηκε και το 1992 το λαβωμένο από τον σεισμό κτίσμα κατεδαφίσθηκε και στη θέση του ανοικοδομήθηκε ο σημερινός περίλαμπρος ναός.
Για τον Μύλο του Παππά αναφερθήκαμε παλαιότερα με την ευκαιρία μιας παλαιάς και σπάνιας φωτογραφίας του Μύλου από τις αρχές του 20ού αιώνα (περίπου 1910)[2]. Το 1920 μια καταστροφική πυρκαγιά, η οποία οφειλόταν σε επέμβαση(;) των γαλλικών στρατευμάτων (Σενεγαλέζοι, Μαροκινοί) τα οποία είχαν καταλάβει τη Λάρισα και στάθμευαν στην πόλη μας κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού, αποτέφρωσε τον ατμόμυλο και τα διάφορα παραρτήματα του κεντρικού κτιρίου. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να κατασκευασθεί ένα μεγαλύτερο σε έκταση και πολυώροφο κτιριακό συγκρότημα με σύγχρονο μηχανικό εξοπλισμό, αυτό το οποίο διακρίνεται στη φωτογραφία του Νικ. Μόσιου και διατηρείται μέχρι και σήμερα, όπου έχει μετατραπεί σε εστία πολιτισμού για την πόλη μας.
Η περίοδος αυτή του Μύλου του Παππά σφραγίσθηκε από την προσωπικότητα του Φώτη Παππά, ο οποίος ήταν ένα από τα πλέον επίλεκτα μέλη της λαρισαϊκής κοινωνίας. Εκτός της απόλυτης εποπτείας του Μύλου που είχε, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της Εταιρείας Υδρεύσεως Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης (Ε.Υ.Η.Λ.), του μετέπειτα Ο.Υ.Η.Λ., διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και του Εμπορικού Συλλόγου Λαρίσης, ίδρυσε τη Νυκτερινή Εμπορική Σχολή και είχε αξιόλογη αλλά αφανή φιλανθρωπική δράση.
Γύρω στα 1985 ο Μύλος σταμάτησε τις εργασίες του και τον Νοέμβριο του 1988 αγοράσθηκαν τα κτίρια και ο περιβάλλων χώρος από τη δημοτική αρχή με δήμαρχο τον Αριστείδη Λαμπρούλη. Έναν χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1989, οι εγκαταστάσεις του Μύλου του Παππά μαζί με τον εξοπλισμό του, χαρακτηρίσθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, καθ' όσον "…αποτελεί αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα παραδοσιακής βιομηχανικής εγκατάστασης των αρχών του αιώνα μας … και συνδέεται με ιστορικές μνήμες των κατοίκων της περιοχής…".
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας διακρίνεται η δεξιά όχθη του Πηνειού, η οποία είναι ακόμα αδιαμόρφωτη. Τα νερά του ποταμού κυλούν ήρεμα και στο μέσον της κοίτης διαγράφεται μια μικρή νησίδα με αραιή χαμηλή βλάστηση. Πρόκειται για μια όμορφη φωτογραφία, η οποία στην έγχρωμη έκδοση η απόδοσή της είναι εξαιρετική[3].
------------------------------------------------
[1]. Η Ελένη Δαφνοπούλου-Ιωαννίδου, αδελφή του Γεράσιμου υπήρξε, όπως και ο αδελφός της, «Φωτογράφος της Βασιλικής Αυλής». Θεωρείται ότι είναι μία από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, γυναίκα φωτογράφος στην Ελλάδα.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το κτίριο του Μύλου του Παππά. Η αρχική μορφή του, εφ. "Ελευθερία" φύλλο της 18ης Φεβρουαρίου 2018.
[3]. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την κ. Χάιδω Βαλσάμη-Πανέλα για την παραχώρηση φωτογραφιών από το αρχείο του αείμνηστου εξαδέλφου της Μάκη Μούσιου. Χωρίς την απλόχερη βοήθεια αυτών των ατόμων δεν θα μπορούσε η στήλη αυτή να αναπλάσει τη σύγχρονη ιστορία της πόλης μας στον βαθμό που θα το επιθυμούσε.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Ο Κέκροπας ήταν πανάρχαια μορφή της Αττικής. Ήταν αυτόχθονας, γεννημένος από την ίδια τη Γη, και διφυής ως προς τη μορφή. Ήταν δηλ. ένα από τα παράξενα εκείνα δίμορφα πλάσματα, από τη μέση και πάνω άνθρωπος και από τη μέση και κάτω φίδι, όπως ο Τυφώνας. Λένε πως πριν να εμφανιστεί ο Κέκροπας, ο τόπος που μετά ονομάστηκε Αθήνα λεγόταν αρχικά Ακτική ή Ακτή, από το όνομα ενός Ακταίου που ήταν ένας πανάρχαιος αυτόχθονας βασιλιάς στην Αττική. Όταν πέθανε ο Ακταίος τον διαδέχτηκε ο Κέκροπας, έγινε βασιλιάς και κατοίκησε στο βράχο της Ακρόπολης, που έχτισε τα τείχη της, και από το όνομά του ονομάστηκε “Κεκροπία”.
Ο Κέκροπας παντρεύτηκε την κόρη του Ακταίου Άγραυλο (“αυτή που έμενε στους αγρούς”) και απόκτησε μαζί της ένα γιο, τον Ερυσίχθονα και τρεις κόρες, την Άγραυλο, την Έρση και την Πάνδροσο. Ο γιος όμως δεν έμελλε να βασιλέψει, γιατί πέθανε νέος όσο ζούσε ακόμα ο πατέρας του. Οι κόρες του Κέκροπα ήταν μορφές όπως οι Ώρες και οι Νύμφες, και ήταν αυτές που έριχναν πάνω στους αγρούς και τα λιβάδια τη δροσιά, όπως το δείχνουν και τα ονόματά τους Άγραυλος, Έρση (δροσιά), Πάνδροσος. Στις χορταρένιες απλωσιές μπροστά από τους ναούς της Αθηνάς έστηναν το χορό με πρωτοχορευτή τον ίδιο τον Ερμή, ενώ ο Πάνας έπαιζε το σουραύλι του. Μία μάλιστα απ’ αυτές, η Έρση, ενώθηκε με τον Ερμή και γέννησε τον Κέφαλο. Οι κόρες του Κέκροπα είχαν άσχημο τέλος, που προήλθε από την παρακάτω ιστορία: Η Αθηνά τούς έδωσε να φυλάξουν ένα κιβώτιο, μέσα στο οποίο είχε κρύψει τον μικρό Εριχθόνιο με την αυστηρή εντολή να μην το ανοίξουν. Εκείνες όμως φλέγονταν από περιέργεια να μάθουν τι έκρυβε το κιβώτιο και παραβαίνοντας την εντολή της θεάς, το άνοιξαν. Την ίδια στιγμή τις χτύπησε και τις τρεις τρέλα και χωρίς να ξέρουν τι κάνουν άρχισαν να τρέχουν, ώσπου έπεσαν από τα τείχη της Ακρόπολης και σκοτώθηκαν.
Ο Κέκροπας αφού έγινε βασιλιάς πάνω στην Ακρόπολη άρχισε να παίρνει διάφορα μέτρα για να οργανώσει καλύτερα τη ζωή της πόλης του. Πρώτα, όπως είπαμε, έχτισε τα τείχη πάνω στο βράχο. Αργότερα χρειάστηκε να οργανώσει καλύτερα την άμυνα της χώρας, όταν απείλησαν εχθροί την Αττική. Από τη θάλασσα έφτασαν οι Κάρες και από την ξηρά εμφανίστηκαν οι Βοιωτοί, που τότε τους έλεγαν Άονας. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και έπρεπε να συγκεντρωθούν δυνάμεις για την αντίσταση. Γι’ αυτό ο Κέκροπας σκέφτηκε να μαζέψει τους κατοίκους που ως τότε ζούσαν σκόρπιοι και να τους βάλει να μείνουν σε χωριά που μετά τα οργάνωσε σε μια ενιαία πόλη.
Έτσι με ενωμένους τους κατοίκους της Αττικής μπόρεσε ο Κέκροπας να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους εισβολείς. Διηγούνται μάλιστα πως τότε ο Κέκροπας έκανε και την πρώτη καταμέτρηση του πληθυσμού- δηλαδή κάθε κάτοικος έπρεπε να φέρει μια πέτρα και να τη ρίξει σε ένα ορισμένο μέρος. Έτσι μπόρεσε και τους μέτρησε και λένε ότι από το γεγονός αυτό ονομάστηκαν λαός (από τη λέξη λάς = λίθος), ενώ πρώτα ήταν ένα απροσδιόριστο πλήθος.
Ο Κέκροπας ήταν ο πρώτος που έκανε τους νόμους στην Αθήνα. Έβαλε τάξη στις σχέσεις των ανθρώπων επισημαίνοντας τη διπλή τους καταγωγή και επιβάλλοντας τη μονογαμία. Ενώ δηλ. πρώτα η ερωτική σχέση ήταν ελεύθερη όπως στα ζώα, με αποτέλεσμα τα παιδιά να μη γνωρίζουν τον πατέρα τους, παρά μόνο τη μητέρα τους και την καταγωγή τους από αυτήν, από δω και πέρα, με τη μονογαμία που θέσπισε ο Κέκροπας, τα παιδιά άρχισαν να αναφέρονται στην πατρική τους καταγωγή. Από τον Κέκροπα επίσης αρχίζει να επικρατεί η συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς. Ακόμα, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, αυτός ήταν που έφερε πρώτος το αλφάβητο στην Αθήνα. Άλλες πράξεις που έκανε ήταν ότι καθιέρωσε τη λατρεία του Κρόνου και της Ρέας, έχτισε ένα ιερό για τον Δία Ύπατο, που ο ίδιος τον ονόμασε έτσι, και έστησε στο μέρος του Ερεχθείου ένα άγαλμα του Ερμή από ξύλο ελιάς. Για τις θυσίες όρισε πως δεν πρέπει στους βωμούς να σφάζουν και να καίνε ζωντανά πλάσματα, όπως έκαναν άλλοι, αλλά να προσφέρουν κάτι ειδικά γλυκίσματα, φτιαγμένα για το σκοπό αυτό από μέλι, αλεύρι και αλάτι, που τα έλεγαν “πελάνους”.
Η βασιλεία του Κέκροπα συνδέεται και με το περιστατικό από το οποίο η Αθήνα πήρε το όνομά της. Την εποχή εκείνη σκέφτηκαν οι θεοί πως πρέπει να πάρουν τις πόλεις της Ελλάδας υπό την προστασία τους, για να τους χτίζουν οι άνθρωποι ναούς και να τους προσφέρουν θυσίες. Έτσι άρχισαν να μοιράζονται τις πόλεις μεταξύ τους, αλλά μοιραία, όταν δύο θεοί ήθελαν την ίδια πόλη, κατέληγαν να φιλονικήσουν μεταξύ τους. Όπως για το Άργος ξέσπασε έρις ανάμεσα στην Ήρα και τον Ποσειδώνα, το ίδιο έγινε και για την πόλη του Κέκροπα ανάμεσα στην Αθηνά και τον Ποσειδώνα, για να κερδίσουν την πόλη άρχισαν έναν αγώνα μεταξύ τους, ποιος θα δώσει το πιο χρήσιμο δώρο στην πόλη. Ανέβηκαν τότε πάνω στο βράχο της Ακρόπολης, όπου ήρθαν και οι άλλοι δέκα θεοί από τον Όλυμπο για να κάνουν το δικαστή στη διαφωνία των δύο θεών, ενώ ο Κέκροπας παρίστατο ως μάρτυρας. Άλλοι πάλι – αργότερα όμως – είπαν πως δικαστής ήταν ο ίδιος ο Κέκροπας. Όταν έφτασαν λοιπόν όλοι στην Ακρόπολη, άρχισε ο αγώνας ανάμεσα στους δύο θεούς. Πρώτος ήρθε ο Ποσειδώνας, στάθηκε στη μέση του βράχου και με την τρίαινά του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο έδαφος. Αμέσως ξεπήδησε ένα κύμα αλμυρού νερού που σχημάτισε μια μικρή λίμνη που την ονόμασαν «Ερεχθηίδα θάλασσα». Μετά ήρθε η σειρά της Αθηνάς να παρουσιάσει το δώρο της και αφού κάλεσε τον Κέκροπα για μάρτυρα, φύτεψε μια ελιά πάνω στο βράχο, που ξεπετάχτηκε γεμάτη καρπό. Το δέντρο αυτό σωζόταν για πολλά χρόνια αργότερα και το έδειχναν στο Πανδρόσειο. Μετά από το δώρο της Αθηνάς ο Δίας κήρυξε το τέλος του αγώνα και είπε στους άλλους θεούς να κρίνουν σε ποιον από τους δύο θεούς θα δοθεί η πόλη. Συγχρόνως ζήτησαν τη μαρτυρία και τη γνώμη του Κέκροπα. Αυτός από το βράχο ψηλά έριξε μια ματιά γύρω, αλλά όπου και να γύριζε, τα μάτια του αντίκριζαν αλμυρό νερό, τις θάλασσες που από παντού έζωναν τη χώρα. Το δώρο λοιπόν του Ποσειδώνα δεν ήταν τίποτα νέο, ούτε ιδιαίτερα χρήσιμο. Το δέντρο όμως που είχε κάνει η Αθηνά να φυτρώσει ήταν το πρώτο που φύτρωνε σε όλη τη χώρα και ήταν συνάμα για την πόλη η υπόσχεση για δόξα και ευτυχία. Γι’ αυτό ο Κέκροπας θεώρησε πως το δώρο της Αθηνάς ήταν πιο χρήσιμο και έτσι της δόθηκε η κυριαρχία της πόλης. Από τότε η πόλη πήρε το όνομά της και λέγεται Αθήνα.
Όταν ήρθε ο καιρός να πεθάνει ο Κέκροπας, η Αθηνά μεταμορφώθηκε σε αίθυια (είδος πάπιας), τον πήρε κάτω από τα φτερά της και τον μετέφερε στα Μέγαρα. Μετά τον Κέκροπα δεν βασίλεψε ο γιος του Ερυσίχθονας, γιατί είχε πεθάνει πριν από τον πατέρα του, όπως είδαμε. Οι Αθηναίοι διάλεξαν τότε για βασιλιά τους τον Κραναό που μετά τον Κέκροπα είχε στην Αθήνα τη μεγαλύτερη δύναμη και επιβολή.

Ο Σίσυφος ήταν μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ο Σίσυφος ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που στη συνέχεια ονομάστηκε Κόρινθος.
Όλα άρχισαν όταν ο Δίας αποπλάνησε την Αίγινα. Η Αίγινα ήταν κόρη του ποταμού και θεού Ασωπού. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνωρίζει και αυτός συμφώνησε αφού ο Ασωπός για αντάλλαγμα του έταξε ότι μια πηγή με νερό θα αναβλύζει ασταμάτητα από την ακρόπολη της πόλης του.
Ο Σίσυφος γνώριζε πολλά για την υπόθεση και τα είπε στον Ασωπό. Στη συνέχεια ο Ασωπός καταδίωξε τον Δία. Αφού ο Δίας γλίτωσε, αποφάσισε να τιμωρήσει το Σίσυφο. Έτσι έστειλε τον Σίσυφο στον Άδη.
Όμως τότε ο Σίσυφος απέδειξε την εξυπνάδα και την πονηριά του καταφέρνοντας να φυλακίσει τον Θάνατο. Τότε όμως έγινε κάτι πρωτοφανές. Ο Θάνατος αδυνατούσε να πάρει τις ψυχές των θανάσιμα τραυματισμένων ανθρώπων και ζώων, ο κόσμος γέμιζε σιγά-σιγά από τραυματισμένα, ακρωτηριασμένα και ανήμπορα έμψυχα όντα. Οι θεοί αναστατώθηκαν και ο Άρης ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα δεσμά του, στέλνοντας ξανά τον Σίσυφο στον Άδη.
Πάλι όμως ο Σίσυφος είχε προνοήσει. Είχε πει στη γυναίκα του να μη θάψει το σώμα του. Έτσι ζήτησε από τον Άδη τρεις μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα. Ο Άδης δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, όμως ο τελευταίος δεν επέστρεψε. Έτσι ήρθε η σειρά του Ερμή να τον πάει στον Άδη.
Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για όλη αυτή τη συμπεριφορά. Οι «κριτές των νεκρών» του έβαλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα δεν σταθεροποιείτο και έπεφτε από την άλλη. Αυτή η τιμωρία είναι αιώνια για τον «νικητή» του Άδη.
Ο Τάνταλος υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα πρόσωπα θείας και αιώνιας καταδίκης στην Ελληνική Μυθολογία, δια του οποίου και στηλιτεύτηκε η αμφισβήτηση προς ό,τι το «θείο» και «ιερό».
Συγκεκριμένα ο Τάνταλος φέρονταν ως Βασιλεύς της Φρυγίας με έδρα την Σίπυλο. Ήταν γιος του Δία ή του Τμώλου και της Πλουτώς, πατέρας της Νιόβης του Πέλοπα και του Βροτέα. Ο Τάνταλος λοιπόν ως γιος της Πλουτούς (=της αφθονίας) έφθασε να θεωρείται φίλος και ομοτράπεζος των Ολυμπίων Θεών όπου εκ της απληστίας του υπέκλεψε νέκταρ και αμβροσία που μετέφερε στ’ ανάκτορό του. Παράλληλα δε προσπάθησε να μεταδώσει μυστικά των Θεών στους ανθρώπους. Εκείνο όμως που αποτέλεσε το φρικαλέο των πράξεών του ήταν που ήθελε να διαπιστώσει αν οι Ολύμπιοι θεοί θα μπορούσαν να εξαπατηθούν! Για τον σκοπό αυτό έφθασε στο σημείο να σφάξει τον πρωτότοκο γιο του και να τον προσφέρει σε γεύμα σ’ αυτούς. Λέγεται πως μόνο η θεά Δήμητρα απορροφημένη στη θλίψη της από την απώλεια της κόρης της Περσεφόνης έφαγε τμήμα από τον βραχίονα του παιδιού, οι δε άλλοι θεοί ανάστησαν τον Πέλοπα, αποκατέστησαν τον ακρωτηριασμό του και τιμώρησαν τον πατέρα του σε αιώνια καταδίκη.
Σύμφωνα με τον Όμηρο η επιβληθείσα θεία και αιώνια καταδίκη του ήταν η ακόλουθη. Αφού κεραυνοβολήθηκε από τον πατέρα των θεών Δία (=θανατώθηκε) κατήλθε στον Άδη όπου κατ’ εντολή των θεών, διατηρουμένων έμβιων αναγκών, τοποθετήθηκε σε λάκκο γεμάτο νερό κάτω ακριβώς από κλώνους δένδρων κατάφορτων με ποικίλους καρπούς (αφθονία). Πεινώντας όμως και διψώντας αφόρητα μόλις άπλωνε το χέρι του να κόψει καρπούς οι κλάδοι ανέρχονταν αμέσως σε μεγάλο ύψος, όταν δε έσκυβε να πιεί νερό αυτό εξαφανιζόταν ή απομακρύνονταν από τα πόδια του.
Η θεία και αιώνια αυτή τιμωρία έμεινε περισσότερο γνωστή ως «μαρτύριο του Ταντάλου».
Ο αρχαίος Έλληνας ζωγράφος Πολύγνωτος σε πίνακά του απεικόνισε αυτό το μαρτύριο. Επίσης διασώθηκε η εικόνα του μαρτυρίου αυτού σε γλυπτή σαρκοφάγο που φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Βατικανού στην οποία και συνυπάρχουν τα επίσης μαρτύρια του Σίσυφου και του Ιξίονα. Τέλος το αυτό μαρτύριο φέρεται σε παράσταση σε αγγείο στο Μουσείο του Μονάχου.


Ο Προμηθέας ήταν μυθική μορφή της αρχαιότητας. Γιός του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης.
Αδέλφια του ήταν οι Ιαπετίδες Επιμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το ο όνομά του σημαίνει «συνετός», «προνοητικός». Παράγεται από την πρόθεση «προ» και το ουσιαστικό «μήτις» (=σκέψη)
Προμηθέας και Άνθρωπος
Κατά τη διάρκεια της Τιτανομαχίας ο Προμηθέας τάχτηκε υπέρ του Δία και γι’ αυτό δεν τιμωρήθηκε όπως οι άλλοι Τιτάνες. Η συμβολή του στην ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους ήταν πολύ σημαντική. Κατά τον Λουκιανό, ο Προμηθέας, με την αρωγή της θεάς Αθηνάς, δημιουργεί τον πρώτο άνθρωπο (Χρυσό Γένος) από πηλό και φωτιά (κατά άλλους με το νερό του ήρωα Πανοπέα της Φωκίδας} και με μορφή όμοια με αυτή των θεών. Αυτό έλαβε χώρα μετά την Τιτανομαχία. Κατά τους Ορφικούς αυτός ο πηλός ήταν το χώμα που ποτίστηκε από το αίμα των Τιτάνων. Αναφερόμενος στην δημιουργία του ανθρώπου, ο Πλάτωνας μας μεταφέρει την εικόνα ενός όντος σφαιρικού, που διακρινόταν σε τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και μεικτό) και είχε διπλή σειρά από μέλη και όργανα. Αργότερα ο Δίας, επειδή εξοργίστηκε από την αλαζονεία τους και φοβήθηκε τη δύναμή τους, τα χώρισε στα δύο. Τα ζώα δημιουργήθηκαν την ίδια περίοδο (μετά την Τιτανομαχία), αλλά από μίξη υλικών της Γης και της φωτιάς. Η δημιουργία των όντων και του ανθρώπου έγινε μέσα στη γη. Όταν κλήθηκαν όλα τα όντα της Γης να βγουν στο φως, ανατέθηκε στον Προμηθέα και στον Επιμηθέα να δώσουν στο κάθε ον τα χαρακτηριστικά που έπρεπε να έχει. Ο Επιμηθέας έπεισε τον αδελφό του να του επιτρέψει να αναλάβει μόνος αυτή τη δουλειά. Έτσι ο Επιμηθέας ονομάτισε και απέδωσε στο κάθε ον τα χαρακτηριστικά που ήθελε ο ίδιος, με τρόπο ώστε να μην μπορούν να αλληλοκαταστραφούν (αύτοίς αλληλοφθοριών διαφυγάς έπήρκεσε, ΠλάτωνΠρωταγόρας 321α). Όταν έφτασε στο τέλος η ώρα του Ανθρώπου, δεν είχε να του δώσει παρά λίγες τρίχες και νύχια ευπαθή και ανίσχυρα. Από αυτό το λάθος ο Προμηθέας ανέλαβε την προστασία του Ανθρώπου.
Η Φωτιά, οι Επιστήμες και τα Γράμματα
Βλέποντας την κατάντια του ανθρώπινου γένους και την αδυναμία του απέναντι στη φύση, ο Προμηθέας αποφασίζει να του χαρίσει τη φωτιά. Έτσι, επισκεπτόμενος το εργαστήρι του Ήφαιστου, τοποθετεί τη φωτιά σε ένα κούφιο βλαστό νάρθηκα και τη δίνει κρυφά στους ανθρώπους. Ως τόπος παράδοσης της φωτιάς αναφέρεται η πόλη Σικυώνα της Πελοποννήσου.
Ο Προμηθέας έμαθε τους ανθρώπους να χειρίζονται τη φωτιά, να δημιουργούν εργαλεία και τους έμαθε τις Επιστήμες (που έκλεψε από την Αθηνά) και τα Γράμματα. Για να γλυτώσει την ανθρωπότητα από το μένος των θεών, την έμαθε να τους λατρεύει και να τους κάνει θυσία.
Οι θυσίες
Όταν έμαθαν οι άνθρωποι να κάνουν θυσίες στους θεούς τέθηκε θέμα για το ποια κομμάτια του ζώου θα ανήκαν στους θεούς και ποια στους θνητούς. Τότε ο Δίας συμφώνησε με τον Προμηθέα να δώσει το λόγο του πως όποιο μερίδιο διαλέξει, αυτό θα παίρνουν οι θεοί και το άλλο οι άνθρωποι. Έτσι, κατά μια μαρτυρία στη Σικυώνα, κατέβηκε ο Δίας να κάνει το ξεδιάλεγμα. Όμως ο Προμηθέας έντεχνα στο ένα μερίδιο έβαλε κόκκαλα και τα σκέπασε με λαχταριστό λίπος και στο άλλο κρέας που το σκέπασε με δέρμα. Ο Δίας επέλεξε αυτό με το λίπος και όταν έμαθε την απάτη ήταν πλέον αργά, είχε δώσει το λόγο του.
Η Πανδώρα
Οργισμένος ο Δίας ζητά από τον Ήφαιστο να του φτιάξει μια Γυναίκα. Έτσι δημιουργείται η Πανδώρα, από ξηρά και θάλασσα. Ονομάστηκε έτσι επειδή έλαβε πολλά χαρίσματα και δώρα από τους θεούς. Μαζί με αυτά παρέλαβε και ένα κουτί. Τέλος ο Ερμής την οδήγησε στον Επιμηθέα και εκείνος, παρά την συμβουλή του αδελφού του να μην δεχτεί δώρο από τον Δία, την έκανε γυναίκα του. Από το κουτί της Πανδώρας ξεχύθηκαν τα δεινά των ανθρώπων, ο θάνατος και η ελπίδα. Όμως ο Προμηθέας τους μαθαίνει την Ιατρική και τα βότανα.
Ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα
Ο Δίας θέλοντας να τιμωρήσει τους ανθρώπους, που έγιναν κακοί και άδικοι, και τον Προμηθέα, βρίσκει ευκαιρία να προκαλέσει κατακλυσμό. Η αιτία ήταν οι γιοί του Λυκάονα, απόγονοι του Πελασγού. Επισκεπτόμενος τους γιούς του Λυκάονα, μεταμφιεσμένος σε ταξιδιώτη, του προσφέρθηκε ως φίλεμα μια σούπα φτιαγμένη από τα μέλη του σκοτωμένου αδελφού τους, του Νύκτιμου. Εξοργισμένος τους μετατρέπει σε λύκους και ανασταίνει τον Νύκτιμο. Αποφασίζει να εξαφανίσει την ανθρωπότητα. (Χάλκινο Γένος). Ο Προμηθέας ενημερώνει τον γιό του, Δευκαλίωνα, βασιλιά της Φθίας για τις βουλές του Δία και τον προτρέπει να φτιάξει μια κιβωτό (λάρνακα), να την γεμίσει με εφόδια και ζώα και να μείνει μέσα μαζί με την γυναίκα του Πύρρα, κόρη του Επιμηθέα.
Πράγματι όταν έγινε ο Κατακλυσμός, σώθηκε ο Δευκαλίωνας με την Πύρρα που δημιούργησαν το Γένος των Ηρώων (Τέταρτο Γένος) και την ανθρωπότητα.
Ο Καύκασος, ο Ηρακλής και ο Κένταυρος Χείρων
Φυσικά, αυτό εξόργισε τον Δία ο οποίος έδεσε τον Προμηθέα σε βράχια, στο όρος Καύκασο, και έβαλε έναν αετό να του τρώει το συκώτι κάθε πρωί. Επειδή ο Προμηθέας ήταν αθάνατος, κάθε βράδυ τα σπλάχνα του γιατρεύονταν. Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, μαθαίνουμε τη στάση του Τιτάνα απέναντι στην τιμωρία του και το μυστικό που κρατούσε από τον Δία. Τελικά ο Προμηθέας αποκαλύπτει το μυστικό που αφορούσε την Θέτιδα, την οποία ποθούσε ο Δίας, σε αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του. Πράγματι περνώντας από τον Καύκασο ο Ηρακλής, με κατεύθυνση τη Χώρα των Εσπερίδων, σκοτώνει τον αετό και σπάει τις αλυσίδες του Ήφαιστου. Ο Προμηθέας, από ευγνωμοσύνη προς τον ημίθεο, του λέει πως θα πάρει τα Χρυσά Μήλα. Όμως ο Προμηθέας ήταν Τιτάνας και δεν μπορούσε να κατοικήσει τα δωμάτια του Ολύμπου. Η λύση δόθηκε από τον Κένταυρο Χείρωνα. Ο Χείρωνας τραυματίστηκε κατά λάθος από βέλος του Ηρακλή, το οποίο είχε ποτιστεί με το δηλητηριώδες αίμα της Λερναίας Ύδρας. Το αίμα αυτό σκότωνε οτιδήποτε ζωντανό άγγιζε.

Ο Χείρων επειδή ήταν αθάνατος, βασανιζόταν φρικτά από την πληγή που του έκανε το βέλος. Έτσι ζήτησε από τον Δία να δώσει την αθανασία του σε κάποιον άλλο, ώστε να πεθάνει και να λυτρωθεί από τους πόνους. Με αυτήν την αίτηση, η αθανασία του Κένταυρου Χείρωνα δόθηκε στον Προμηθέα.