Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

 ΑΦΗΓΗΜΑ

Στο Ρολόϊ της Λάρ’σας


Στο Ρολόϊ της Λάρ’σας

Από τον Παύλο Λάλο

Η μάνα του σπάνια πήγαινε ταξίδι, σπάνια να λείψει από το σπίτι τους στο χωριό. Κι όμως, τότε χρειάστηκε να πάει στη Λάρισα για έναν γιατρό. Τη θυμάται να φεύγει από το σπίτι, αυτός στο παράθυρο με τη σιδεριά, του οντά (=του ορόφου δηλαδή) που έβλεπε στην καλιγωμένη με πέτρα αυλή τους. Θα πήγαινε στην πρωτεύουσα του νομού με τον πατέρα, επιβάτες πλάι στον οδηγό στην καμπίνα του μοναδικού φορτηγού του χωριού που μετέφερε τροφοδοσία για τα μαγαζιά.


Η μεγάλη οικογένεια (δύο μεγάλοι κι έντεκα παιδιά) και όλες οι μικροδουλειές περίμεναν από τη μάνα κι από τη μεγάλη της θυγατέρα, τη συνεχή παρουσία και προσπάθεια για να λειτουργήσει το σπίτι. Μια σύγχρονη γυναίκα θα είχε κλατάρει σίγουρα, με τέτοιο βάρος!!! Κι όμως, αυτό το απίθανο «Κολχόζ», όπως το έλεγε ένας ταξιδεμένος γιος, λειτουργούσε. Το καθημερινό μαγείρεμα, αν και ένα απλό φαγητό, χωρίς σαλάτες και επιδόρπια αστικά, και το ζύμωμα-φούρνισμα του ψωμιού 1-2 φορές την εβδομάδα, ήταν το πρώτο που «έπρεπε να γίνει» και γινόταν, για να κορεστεί η ανάγκη για τροφή η βασική ανάγκη των μελών της οικογένειας. Ήταν και το μαγαζί του άντρα της που ήθελε κι αυτό κάποια προσοχή, αν και υπάγονταν κυρίως στον σύζυγο που έκανε ως και την καθαριότητα, μα ο κόσμος αγόραζε με αυγά, σαν νομισματική μονάδα [αυγό για τετράδιο ή σχολικό μολύβι, για πετρέλαιο για γκαζόλαμπες, αυγό για λίγη ζάχαρη ή μπιμπίλια των παιδιών και καμιά κότα ζωντανή για αγορά λουλακιού, υφάσματος για ποδιές-ρόμπες βαμπακούλες (=βαμβακερές) ή για γιορτινά λουκούμια]. Για μεγαλύτερες αγορές οι πελάτες έφερναν φορτιό ξύλα που τα ζύγιζαν με το καντάρι και τα κοστολογούσε ο πατέρας πόσες δραχμές άξιζαν για να κλείσουν βερεσέδια και να αγοράσουν ό,τι χρειάζονταν κ.λπ.
Για πολλά χρόνια παράλληλη απασχόληση της οικογένειας ήταν και τα σφαχτά (=προβατόγιδα) που τα είχαν σιαμπρός (=ίσια μπρος), κάπου στα «Καβούρια» λεγόμενη περιοχή με ρέμα, όπου υπήρχαν στεριανά καβούρια, βρισκόμενο στην απέναντι πλευρά της τρανής Χράπας, χαράδρας τρομερής, κοντά στην Παναγία τον ναΐσκο, μικρού μοναστηριού κατεστραμμένου από τους Τούρκους παλιά. Εκεί είχαν καλύβι για να μένουν τα αδέρφια του, που φρόντιζαν τα σφαχτά, και μαντρί από ξύλα και αχυροσκεπή για τα ζώα. Κι αυτή η μονάδα-επιχείρηση (ζώα και άνθρωποι) ήθελαν τη μάνα να τάχει έγνοια, να έχουν φαΐ και ρούχα και σκεπάσματα τα παιδιά που τα βοσκούν, ως και σκυλοψώμια για τους φύλακες σκύλους.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, για τον συνωστισμό στο περιορισμένο σπίτι, όποια από τα παιδιά μεγάλωναν άρχιζαν κι έφευγαν για δουλειά και σε μακρινά μέρη, όπως ο μεγάλος που πήγε γνωρίζοντας λίγη μαστορική στα έργα στην Κοιλάδα των Τεμπών, όπου γίνονταν, μεταπολεμικά, οι τοίχοι αντιστήριξης του αυτοκινητοδρόμου που διαπλατύνθηκε, από τη στενωπό που υπήρχε πριν. Έτσι, με την εσωτερική μετανάστευση αποσυμφορούνταν το σπίτι, που αν και είχε μια αρχαία, σοφή, διαρρύθμιση, ήταν μικρό για τόση πολυμελή οικογένεια. Αξίζει να τονίσουμε ότι αυτό το σπίτι είχε χτιστεί από τον παππού, ήταν ταξιδεμένος, είχε πάει αρχές του αιώνα (περί το 1908) έναν χρόνο στην Αμερική, μα δεν του άρεσε και γύρισε στο χωριό, σπίτι με πατόσπιτο με παχνιά και εσωτερική σκαλίτσα για τον κυρίως οντά.
Στη Λάρ’σα, όπως μολογούσε η μάνα μετά, βρήκαν τον χρόνο για μια βόλτα πάνω στον λόφο «το Φρούριο», όπου υψώνονταν το Ρολόι. Την πήγε ο άντρας της για να το δει και ανέβηκαν στο εσωτερικό του ως απάνω* να αγναντέψουν από κει τη θέα πάνω από τα σπίτια της πόλης και βορεινά ως τον Έλυμπο, ήταν και η μέρα χωρίς σύννεφα. Τότε δεν είχαν χτιστεί πολυκατοικίες (που κλείνουν σήμερα τον ορίζοντα). Βρέθηκε εκεί στο Ρολόι και ένας από τους Λαρσινούς φωτογράφους και τους έβγαλε μία φωτογραφία ασπρόμαυρη, ως ενθύμιο. Σε λίγο, όπως τους είπε, την εμφάνισε και την πλήρωσε ο άντρας της, έτσι την πήραν. Τη φωτογραφία την έδειξε και στον γιο της τον μικρότερο, που την περίμενε στο χωριό, κι έτυχε να κάθεται και πάλι στο παράθυρο με τη σιδεριά, απ’ όπου την είχε ξεπροβοδίσει σαν έφευγε. Του είπε πως το κτίσμα του ρολογιού είχε εσωτερική σκάλα με πολλά σκαλιά, που τα ανέβηκαν με τον πατέρα του και είδαν τη θέα.
Γι’ αυτό κι αυτός όταν πρωτοπάτησε στην πόλη, την πρωτεύουσα του νομού, 28άρης πια, το πρώτο που έκανε ήταν να πάει στο Ρολόι, που στέκονταν ακόμη, τότε, και να το δει από κοντά, πριν κατεδαφιστεί. Όμως, δεν λειτουργούσε πια να μπεις στο εσωτερικό για να δεις τη θέα. Κρίμα, γιατί μετά γκρεμίστηκε το ρολόι της Λάρ’σας για τις ανάγκες ασφαλούς αποκάλυψης του Αρχαίου Θεάτρου εκεί στο Ρολόι. Και οι δεκαετίες πέρασαν. Ο προβληματισμός είναι αν πρέπει η πόλη να ξαναχτίσει το Ρολόι, σαν τοπόσημο, πάνω από το Αρχαίο Θέατρο (περίπου στη θέση που ήταν το κατεδαφισμένο). Ο Δήμος έχει κάνει ήδη έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Μα διατυπώθηκε και αρνητική άποψη, «τι το θέλουμε το Ρολόι σήμερα που όλοι με ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι κυκλοφορούμε». Μα δεν θα είναι για να δείχνει την ώρα. Θα είναι ο πύργος του Ρολογιού «τοπόσημο» και τουριστικό σημείο, για ντόπιους και ξένους, όπως και στα διπλανά Τρίκαλα που έχουν στο Φρούριο πύργο με ρολόι που λειτουργεί για επισκέπτες. Αν γίνει το νέο ρολόι-πύργος με εσωτερικό ή εξωτερικό ασανσέρ, θα δώσει και σ’ αυτόν την ευκαιρία να ανέβει να δει τη θέα.

*Από Θωμάς Κυριάκος, στη Larissa Press: «Μπορεί να μας λείπει το παλιό ρολόι, αλλά αποκαλύφθηκε το Αρχαίο Θέατρο! Γλυκιά ανάμνηση των παιδικών χρόνων μου, η επίσκεψη με τον παππού μου στο εσωτερικό του παλιού ρολογιού, και το ανέβασμα από τη στενή σκάλα μέχρι επάνω, για να δούμε τη θέα».

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - Β’

Κείμενο ομιλίας του δημοσιογράφου Νικ. Βατόπουλου

 
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος, με τον αντιδήμαρχο  Πολιτισμού της Λάρισας Θωμά Ρετσιάνη στο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης κατά την εκδήλωση της 16ης ΦεβρουαρίουΟ δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος, με τον αντιδήμαρχο Πολιτισμού της Λάρισας Θωμά Ρετσιάνη στο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης κατά την εκδήλωση της 16ης Φεβρουαρίου

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Με το σημερινό κείμενο ολοκληρώνουμε την ομιλία του δημοσιογράφου της εφημερίδας «Καθημερινή» και συγγραφέα Νίκου Βατόπουλου στην τελετή λήξης της έκθεσης “Larissa mea dulcissima” (Γλυκυτάτη μου Λάρισα), η οποία έγινε στο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης στις 16 Φεβρουαρίου 2024. Συνεχίζει ο ομιλητής:

«Το κτίριο Μουσών, το οποίο ανήκει στον Δήμο Λαρισαίων, πρόκειται να γίνει Μουσείο της πόλης της Λάρισας. Η συλλογή Παπαθεοδώρου, έχει δωριθεί, όπως ανακοινώθηκε από την οικογένεια, στον Δήμο Λαρισαίων, υπό τον όρο ότι θα εκτεθεί δημοσίως, στο υπό ίδρυση Μουσείο. Ο Νικ. Παπαθεοδώρου αρθρογραφεί, όπως γνωρίζετε, συστηματικά, στην ιστορική εφημερίδα «Ελευθερία» Λαρίσης και έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία με τα άρθρα τα οποία είναι στην πραγματικότητα το σύνολο της ιστορίας της Λάρισας. Όλη η ανθρωπογεωγραφία της, όλες οι οικογένειες, όλοι οι επισκέπτες, ταξιδιώτες, λογοτέχνες, οι έμποροι, οι ιστορικοί, οι επιχειρηματίες, όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί, οι επιστήμονες, οι συλλέκτες. Όλοι έχουν «παρελάσει» από τα άρθρα του, τα οποία έχουν δημιουργήσει μια παρακαταθήκη ανεκτίμητη.
Μιλήσαμε λοιπόν, ότι η Λάρισα έχει τη μεγάλη τύχη να φέρνει στην επιφάνεια το αρχαίο της θέατρο. Το έχει φέρει βέβαια στην επιφάνεια από χρόνια. Το θυμάμαι πριν περίπου 35 χρόνια, όταν το είχα δει να «σκάει» σαν πουλάκι μέσα από το τσόφλι. Σκεφτείτε ένα θέατρο 10.000 θέσεων, να βρίσκεται όλο κάτω από μια σύγχρονη λεωφόρο με πολυκατοικίες και κτίρια γραφείων. Περί αυτού πρόκειται. Αυτό που συνέβη στη Λάρισα, τα τελευταία 35 χρόνια, είναι μοναδικό διεθνώς. Η Λάρισα αυτή τη στιγμή, έχει την ευκαιρία να μιλήσει στη διεθνή κοινότητα και να πει: «Ελάτε να δείτε τι κάναμε, εμείς στην πόλη μας. Απαλλοτριώσαμε ένα σημαντικό κομμάτι της και φέραμε στην επιφάνεια ένα αρχαίο θέατρο». Το θέατρο το οποίο καλείται τώρα να συνδράμει και να σφυρηλατήσει τη σύγχρονη ταυτότητα της Λάρισας. Καθόλου απλό, καθόλου αυτονόητο.
Αλλά ένα τοπόσημο τέτοιο, έχει ανάγκη από κάποιες προϋποθέσεις για να λειτουργήσει. Κι αυτές οι προϋποθέσεις παρέχονται από ανθρώπους σαν τον Νίκο Παπαθεοδώρου, από ανθρώπους που δούλεψαν για τη Λάρισα, όπως ήταν ο Τάκης Τλούπας, ο φωτογράφος της Θεσσαλίας. Αυτοί οι άνθρωποι που δημιουργούν λοιπόν το υπόβαθρο, την ιστορική συνείδηση, τα ρίγη της συγκίνησης. Περπατάς σε μια πόλη και νιώθεις ότι εδώ κάτι συμβαίνει. Αυτό δεν θα σας το πει το τοπόσημο, θα σας το πουν αυτοί οι συνειρμοί, οι οποίοι υπηρετούνται από ανθρώπους, που είναι ανασκαφείς ιδεών. Έρχεται η πόλη λοιπόν να ανελκύσει αυτό το ίχνος και να το εντάξει σε μια νέα μυθολογία. Τι πιο ισχυρότερο πράγμα από την αστική μυθολογία, τέτοια ώστε μια πόλη να ωφεληθεί οικονομικά, τουριστικά, πολιτιστικά, κοινωνικά και να αποκτήσει πηγές περηφάνιας.
Ακόμα και η Νέλλα Γκόλαντα, με την οποία είχα συναντηθεί πρόσφατα, μια μεγάλη Λαρισαία, που η παρουσία της πηγαίνει πίσω σε όλη την πνευματική παρακαταθήκη της Θεσσαλίας. Με οικογένειες που μπλέκονται στα Αμπελάκια, στη Λάρισα, που θέλουν να δώσουν το αντίδωρο στην πατρίδα. Η Γκόλαντα ήταν μία καλλιτέχνης διεθνώς αναγνωρισμένη, ως ένας άνθρωπος που έφτιαχνε γλυπτά τοπίου και συνομιλούσε με αυτό που λέμε «άυλο» και έπαιζε με τη σκληρή ύλη, την πέτρα, το μάρμαρο, για να μιλήσει με το «άυλο». Αυτό έκανε η Νέλλα Γκόλαντα και έφερε τη μνήμη του Πηνειού, μέσα στην πόλη.
Το αρχαίο θέατρο είναι απολύτως στην καρδιά της πόλης. Κι εκεί που είναι αυτό το θέατρο, ήταν άσφαλτος και περνούσαν λεωφορεία. Πριν 30 χρόνια! Δυστυχώς όμως παρ’ όλα αυτά, η Λάρισα σήμερα κατεδαφίζει συστηματικά την ιστορική μνήμη. Παρότι, έχει πολλούς ανθρώπους, που παλεύουν για το αντίθετο. Εγώ, έτσι συνδέθηκα με τη Λάρισα και την ομάδα της Φωτοθήκης, τα άτομα της οποίας είναι όλοι εξαιρετικοί, ένας κι ένας και αγόγγυστα, χρησιμοποιώντας τον όποιο ελεύθερο χρόνο έχει ο καθένας, ασχολούνται με τη διάσωση της μνήμης. Αγοράζουν τεκμήρια σε δημοπρασίες, συζητούν, περιφρουρούν κλπ. Μαζί τους γύρισα την πόλη, την φωτογράφισα και κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Και μου ήρθαν οι μνήμες, όταν ήμουν νέος δημοσιογράφος και είχα πάει στο «Θεσσαλικό Θέατρο» στη Λάρισα και κατάλαβα πώς είναι αυτό που διαμορφώνεται και λέγεται αστική κουλτούρα μιας πόλης. Και θυμάμαι ακόμα, όταν ήμουν πολύ νέος στο σχολείο και μάζευα αποκόμματα σχετικά με τον πολιτισμό. Θυμάμαι αποκόμματα για την κατεδάφιση της βίλας «Λαχτάρα» στη Λάρισα το 1977, που ήταν ένα ευτελές, αλλά πολύ σημαντικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής, πριν από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας. Υπήρχαν παλιά οθωμανικά σπίτια και σπουδαία αρχοντόσπιτα. Μιλάμε για αξιολογότατα αρχιτεκτονικά κτίρια οθωμανικού τύπου που χάθηκαν, όχι μόνο ως λαογραφία και πολιτισμικό ίχνος.
Για τα διάσπαρτα οθωμανικά μνημεία στη Λάρισα, ξέρω ότι γίνονται πολύ σημαντικά έργα για την αναστήλωσή τους, αλλά βεβαίως υπάρχουν και περιπτώσεις –και ξέρω ότι θα αναστηλωθεί και αυτό- το οποίο είναι μπαρ!(1). Πηγαίνεις και το βλέπεις. Είναι ένας χώρος που σου προκαλεί πραγματικά έκπληξη.
Σίγουρα, όσοι γνωρίζουν τη Λάρισα από παλιότερα, διαπιστώνουν ότι τα άλματα, ως προς την οργάνωση του δημοσίου χώρου, την εμφάνιση των καταστημάτων, την ποιότητα ζωής, είναι τεράστια, με διαφορά. Και τα διάφορα θέματα ως προς την αρχιτεκτονική κληρονομιά, είναι τα σπίτια τα αποκαλούμενα και ως «δίδυμα», τα οποία προσφάτως κρίθηκαν διατηρητέα, μετά από πάρα πολλούς αγώνες. Μια πόλη 200.000 κατοίκων, η οποία έχει το πολύ 30 ιστορικά κτίρια. Μιλάμε ότι αγωνίζονται οι άνθρωποι στη Λάρισα, για να προστατεύσουν ένα ή δύο... Πολύ σημαντικά ζητήματα αυτογνωσίας μια πόλης.
Στη Γιάννουλη έχουμε το εξαιρετικά ενδιαφέρον κτίσμα, τον υπέροχο πύργο Χαροκόπου του 1902, το οποίο είναι διατηρητέο και κινδυνεύει. Συνδέεται με τον Παναγή Χαροκόπο, τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα, τον ευεργέτη, επιχειρηματία, επενδυτή στη Θεσσαλία ως αγοραστή τσιφλικιών. Και φυσικά, με μεγάλη παρουσία στην Αθήνα. Να σας θυμίσω μόνο, ότι το Μουσείο Μπενάκη, Κουμπάρη και βασιλίσσης Σοφίας ήταν οικία Χαροκόπου. Από τον Χαροκόπο πουλήθηκε το 1910 στον Αντώνη Μπενάκη, μετασκευάστηκε ως κατοικία της οικογένειας και μετά έγινε Μουσείο Μπενάκη. Αντιλαμβάνεστε για ποια προσωπικότητα μιλάμε. Ο Χαροκόπος είχε και δεύτερο μέγαρο στην Ακαδημίας προς Κανάρη, το οποίο έχει κατεδαφιστεί. Ήταν προσωπικός φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Αναστασίου Μεταξά, του αρχιτέκτονα, που του έκτιζε όλες αυτές τις επαύλεις. Απόγονος του Χαροκόπου είχε παντρευτεί τη νεαρότατη τότε Μελίνα Μερκούρη. Μνήμες περιοίκων υπάρχουν για τη νεαρότατη Μελίνα να τρέχει έφιππη στη Γιάννουλη. Αυτός ο Πύργος Χαροκόπου λοιπόν αποτελεί μεγάλο θέμα πολιτισμού στη Θεσσαλία και γενικότερα στον Ελλαδικό χώρο.
Η Αβερώφειος Σχολή, ένα πρότυπο γεωργικών σχολών, συνδέεται με τον Γεώργιο Αβέρωφ. Κατ΄ αντιστοιχία θεωρείται ένα μικρό Τατόι. Μια διασπορά διατηρητέων κτιρίων, μέσα σ΄ ένα υπέροχο περιβάλλον. Όταν περπατάς στη Λάρισα, όλα αυτά που είπαμε, τα νιώθεις. Απέκτησα μια προσωπική σχέση με τη Λάρισα, μέσα από τους ανθρώπους της, αλλά και μέσα από τη διάσταση της ιστορικής της ταυτότητας.
Το Γενί Τζαμί, που ήταν παλιά και μουσείο, κτίριο που κτίστηκε μετά την απελευθέρωση, πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών, όταν υπήρχε μουσουλμανικός πληθυσμός. Η μεγάλη εκκλησιαστική παράδοση στα παρεκκλήσια και τους μεγάλους ναούς. Ο κ. Παπαθεοδώρου, καθότι προέρχεται από οικογένεια ιερωμένων, αυτό το κομμάτι της συλλογής ήταν που τον έκανε να στραφεί στην πόλη και να μελετήσει πάρα πολύ τους θησαυρούς της, και κατ΄ επέκταση το σύνολο και της λαϊκής αλλά και της λόγιας εκκλησιαστικής παράδοσης.
Τα περισσότερα παλιά και μικρά κτίσματα στη Βενιζέλου, τα οποία ατύχησαν με τον χρόνο όσον αφορά την κακοποίησή τους, ήταν και είναι ισόγεια νεοκλασικά καταστήματα. Πολλά από αυτά είχαν τοξοστοιχίες, είχαν ακροκέραμα, με κορνίζες νεοκλασικές. Αν γινόταν ένας καθαρισμός, μια επαναφορά του παλιού εμπορικού κέντρου, θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις τεράστιες απώλειες. Κοιτάξτε μια ευρωπαϊκή πόλη. Η αγορά της Λάρισας είναι πρότυπο. Είναι πολύ ανώτερη της Ερμού, για να την περπατήσεις και να τη χαρείς. Βλέπεις μία πόλη πάρα πολύ ζωντανή, η οποία «περπατιέται» από άκρη σε άκρη. Οι μνήμες της αστικής ζωής, τα χαμηλά κεραμοσκεπή κτίσματα, ο μοντερνισμός, αυτά τα υπέροχα διώροφα του ΄50 που έχει η Λάρισα. Ελάχιστα έχουν μείνει. Κάποια υπέροχα γωνιακά, ελάχιστα κι’ αυτά... Και φυσικά οι υπέροχες παρακαταθήκες της πόλης. Το «Θεσσαλικό Θέατρο» με τον Τσιάνο, όλη την παράδοση, την Άννα Βαγενά, την Κονιόρδου, όλους τους υπέροχους ανθρώπους, οι οποίοι φτιάξανε σε ανύποπτο χρόνο, την επανάσταση στις παραστατικές τέχνες, τη δεκαετία του ‘80.
Ακόμα η Λάρισα είναι η πόλη των Μουσείων. Το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο, που ιδρύθηκε από το ζεύγος Γουργιώτη, οι άνθρωποι που έσωζαν από τα σπαράγματα, από τα συντρίμμια, ολόκληρα κομμάτια σπιτιών και θησαυρών. Ο Μύλος του Παππά, βεβαίως, από τα πρώτα βιομηχανικά κτίρια που έγιναν. Η εκπληκτική Δημοτική Πινακοθήκη, το Διαχρονικό Μουσείο, πρότυπο. Τα διαχρονικά, είναι μια τυπολογία μουσείων που πηγαίνουν από τις απαρχές, τους νεολιθικούς χρόνους, μέχρι τους νεότερους. Διατρέχεις το σύνολο της ιστορίας.

--------

[1]. Ο ομιλητής εννοεί το Οθωμανικό λουτρό, το οποίο βρίσκεται επί της οδού Βενιζέλου, κοντά στη γωνία με την Φιλελλήνων. 

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο Τεκές του Χασάν Μπαμπά στα Τέμπη


Τέμπη. Ο Τεκές του Χασάν Μπαμπά. Φωτογραφία του Frederick Boissonnas. 1926Τέμπη. Ο Τεκές του Χασάν Μπαμπά. Φωτογραφία του Frederick Boissonnas. 1926

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Γάλλος Hippolyte Lapeyre, γραμματέας της Α. Ε. του Σαμί Πασά, με παρέα λιγοστών φίλων του, πραγματοποίησε ένα μακρινό και πολυήμερο ταξίδι.

Περιηγήθηκε την Αίγυπτο, την Τουρκία και ολοκλήρωσε το οδοιπορικό του με την Ελλάδα, η οποία μόλις πριν τρεις περίπου δεκαετίες είχε απελευθερωθεί μέχρι τον Δομοκό. Ολοκληρώνοντας το ταξίδι τους ο Lapeyre κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε ένα λεπτομερές οδοιπορικό με τον τίτλο: “Journal d‘ un voyageur en Egypt, en Grece et en Turquie” [Το ημερολόγιο ενός ταξιδιώτη στην Αίγυπτο, την Ελλάδα και την Τουρκία].
Το 1851 στην εβδομαδιαία εφημερίδα των Παρισίων “L’ Illustration Journal Universel”, τεύχος 459, της 13ης Δεκεμβρίου, δημοσιεύθηκε στις σελίδες 375-379 ένα μέρος των εντυπώσεών του με τίτλο: «Larisse, le mont Olymp, le mont Ossa. Aly Tchucca, Histoire d’ un chef de Brigands» [Λάρισα, Όλυμπος, Όσσα. Ο Αλή Τσούκα, η ιστορία ενός λήσταρχου]. Το κείμενο διανθίζεται και με τέσσερα χαρακτικά, εκ των οποίων τα τρία αφορούν απόψεις της Λάρισας, ενώ το τέταρτο είναι μια απεικόνιση του λήσταρχου Αλή Τσούκα.
Από το κείμενο αυτό απομονώσαμε τις εντυπώσεις του Lapeyre από την προσωρινή διαμονή τους στον τεκέ του Χασάν Μπαμπά στον σημερινό οικισμό Τέμπη, τις οποίες και δημοσιεύουμε σε μετάφραση της Χριστίνας Polese.
«... Ύστερα από δύο ώρες πορεία μέσα στην κοιλάδα των Τεμπών, φθάσαμε στον Μπαμπά, όμορφο τουρκικό χωριό, του οποίου τα όμορφα και γραφικά τοποθετημένα σπίτια ξεχωρίζουν μέσα σε ένα σύνολο θάμνων και πλατάνων.
Καθώς μπαίνουμε στην αυλή έξω από το χάνι, ένας γερο-τούρκος με το κεφάλι τυλιγμένο σε ένα τεράστιο σαρίκι, τραγουδούσε με τη συνοδεία λαούτου, ένα είδος αρχαίας λύρας. Τα μάτια του έλαμπαν από τη φλόγα του αυτοσχεδιασμού και η μακριά άσπρη γενειάδα του η οποία κάλυπτε το στέρνο του, του προσέδιδε έναν αέρα εξαιρετικά σεβάσμιο. Στα πόδια του κάθονταν πάνω στο έδαφος παιδιά, των οποίων τα ξαναμμένα και περίεργα πρόσωπα έρχονταν σε αντίθεση με την αυστηρότητα του γέροντα. Πολλοί Αλβανοί καπνίζοντας το τσιμπούκι, άκουγαν με το στόμα μισάνοιχτο και το κεφάλι κρεμασμένο. Είχαμε την εντύπωση πως βλέπαμε τον Όμηρο σε μια στάση της περιπλανώμενης ζωής του, καθώς τραγουδούσε κάποια από εκείνες τις ραψωδίες του, όπου οι αντίλαλοι αυτής της γης, που καθαγιάσθηκε από το πνεύμα του, δεν θα μπορέσουν να λησμονήσουν ποτέ. Κάτω από τον θόρυβο των πετάλων των αλόγων μας η ομάδα διαλύθηκε, τα παιδιά το έσκασαν βρίζοντας τους χριστιανούς, ενώ ο γέροντας αφού άφησε τη λύρα του ήλθε αυστηρά-αυστηρά να μας προϋπαντήσει. Ήταν ο ιδιοκτήτης από το χάνι.
Η ζέστη ήταν αποπνικτική. Το τρεχαλητό που μόλις είχαμε κάνει και οι συγκινήσεις που μας κατέκλυσαν έκαναν αναγκαία και πολύτιμη λίγη ξεκούραση και κάποια δροσερά αναψυκτικά, όμως δεν έπρεπε να περιμένουμε παρά μόνο το αιώνιο ρακί. Εξαντλημένοι από τη δίψα το παραγγείλαμε σε μεγάλες ποσότητες, όμως ο Αχμέτ Αγάς, ο λυριτζής, χωρίς να υπολογίσει ούτε στο ελάχιστο την ανυπομονησία μας, χωρίς να διαφοροποιήσει ούτε στο ελάχιστο τη σοβαροφανή βραδύτητα της περπατησιάς του, μας κοίταξε καλά-καλά από την κορυφή ως τα νύχια και μας απάντησε ότι, από τότε που συστάθηκε το χωριό κανείς ποτέ δεν ήπιε ατιμώρητα ποτά απαγορευμένα από τον Προφήτη [1]. Συγχρόνως μας πήρε από το χέρι και μας οδήγησε στο δρόμο.
- Κοιτάξτε, είπε, υπάρχουν 39 σπίτια. Ο Χασάν Μπαμπά, ο άγιος αυτός άνθρωπος, απαγόρευσε δια παντός να κατασκευασθεί ένα παραπάνω. Θέλησαν να παραβούν τις εντολές του πέρυσι - διότι οι άνθρωποι αυτής της γενιάς γίνονται κακοί και δεν ακούν τους προφήτες – και κατασκεύασαν τρία σπίτια. Τα δύο απ’ αυτά κάηκαν και το τρίτο κατέρρευσε καταπλακώνοντας τους κατοίκους του. Εδώ και ένα μήνα κάποιος ταξιδιώτης σταμάτησε στο χάνι μας. Ήταν χριστιανός. Τη νύχτα ήπιε τσίπουρο και μέθυσε. Την επομένη ο όμορφος μιναρές από το τζαμί μας κλονίσθηκε και τώρα κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας σαν να θέλει να μας προειδοποιήσει ότι είναι έτοιμος να καταπέσει πάνω μας, αν επιτρέψουμε να παραβούν τις εντολές του Χασάν και πάλι.
Στρέψαμε το βλέμμα μας προς την κατεύθυνση που μας υποδείκνυε ο Αχμέτ Αγάς. Έλεγε την αλήθεια. Ο μιναρές είχε γείρει και ήταν έτοιμος να μετατραπεί σε ερείπια.
- Ποιος ήταν λοιπόν, ρωτώ τον χατζή μας, αυτός ο ευσεβής και αγαπητός άνθρωπος του Κυρίου, για τον οποίο μας μιλάτε τόση ώρα;
- Τα λόγια σας είναι ευγενικά σαν τα λόγια δίκαιου ανθρώπου και τα πρόσωπά σας αποπνέουν ειλικρίνεια και καλοσύνη. Ελάτε μαζί μου. Ας αναπαυθούμε στις ψάθες αυτού του καφενείου για να ακούσετε την ιστορία του Χασάν Μπαμπά. Σας θεωρώ άξιους να την ακούσετε. Ο Αχμέτ Αγάς συνόδευε τα λόγια του με κινήσεις γεμάτες επισημότητα και σοβαρότητα. Μας άρεσε, παρά το αυστηρό του ύφος, καθώς ήμασταν κυρίως περίεργοι να ακούσουμε την ιστορία του. Μας έβαλε να καθίσουμε στους καναπέδες ενός αγροτικού καφενείου, ζήτησε πίπες, ναργιλέδες και στρώθηκε και ο ίδιος, με όλη τη φροντίδα ενός ανθρώπου που θέλει να συγκεντρώσει, τόσο με τη στάση του όσο και με την αφήγησή του, την προσοχή των ακροατών του. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο χαράχθηκε πολλές φορές στα χείλη μας κατά τη διάρκεια της διήγησής του, κάτι που ο Αχμέτ Αγάς το αντιλήφθηκε και όταν τελείωσε την αφήγησή του μας είπε.
- Φίλοι μου, είστε νέοι και η δυσπιστία είναι συχνά ένα από τα ελαττώματα της ηλικίας σας, όπως και η επιείκεια είναι μία από τις υποχρεώσεις και τις χάρες των γηρατειών. Δεν πιστεύετε ούτε στους προφήτες ούτε στα θαύματα, άλλωστε πόσοι μουσουλμάνοι κάνουν σαν και σας!

 

[1]. Ως γνωστόν, τα οινοπνευματώδη ποτά απαγορεύονται από τη μουσουλμανική θρησκεία.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Προσφυγική αγορά στην πλατεία Ανακτόρων-1931


Μέρος από τα πρόχειρα καταστήματα που έστησαν οι πρόσφυγες το 1924 στην πλατεία  Ανακτόρων (δημάρχου Μπλάνα). Φωτογραφία του Moritz Blumenthal. 1931.Μέρος από τα πρόχειρα καταστήματα που έστησαν οι πρόσφυγες το 1924 στην πλατεία Ανακτόρων (δημάρχου Μπλάνα). Φωτογραφία του Moritz Blumenthal. 1931.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, ακολούθησε το 1923-24 και ο αφελληνισμός της Μικράς Ασίας με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Περίπου 1.500.000 πρόσφυγες από τις προαιώνιες ελληνικές περιοχές της Ανατολίας κατέκλυσαν τον ελληνικό χώρο, μέσα στον οποίο διασκορπίσθηκαν ανομοιόμορφα. Και στην πόλη μας έφθασε σημαντικός αριθμός προσφύγων, οι οποίοι με κάποιον τρόπο έπρεπε να αποκατασταθούν όχι μόνον οικιστικά, αλλά και επαγγελματικά. Επιτάχθηκαν οικίες, ξενοδοχεία, δημόσια και ιδιωτικά καταστήματα, ναοί, μέχρι και τα κτίρια του Αρσακείου [1], για τη στέγασή τους. Για την επιβίωσή τους, επιτράπηκε στους επαγγελματίες πρόσφυγες η ανέγερση προσωρινών καταστημάτων στην πλατεία Ανακτόρων. Αυτή βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, απέναντι από τα παλαιά Ανάκτορα της Λάρισας (τη σημερινή περιοχή του Δημοτικού Ωδείου) και την πλατεία του Αγίου Βησσαρίωνος. Την περίοδο εκείνη ο χώρος της πλατείας ήταν γυμνός, ισοπεδωμένος, με χωμάτινο έδαφος, ενώ μια σειρά αναιμικών δένδρων περιέτρεχε περιφερειακά, στο ύψος των πεζοδρομίων, το τεράστιο οικόπεδο. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε τα γραφόμενα από τον δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα γύρω από την παρουσία των προσφυγικών καταστημάτων και την προσπάθεια της Δημοτικής Αρχής να απομακρύνει τους επαγγελματίες πρόσφυγες και στη θέση της πλατείας να ανεγείρει σύγχρονη Δημοτική Αγορά. Γράφει ο Μιχ. Σάπκας [2]:
«Εις την Πλατείαν ταύτην, ότε κατά το 1923 το κύμα των εκπατριζομένων εκ Μικράς Ασίας κατόπιν της Μικρασιατικής καταστροφής προσφύγων έφθασεν και εις την Λάρισαν, ο Δήμος επιθυμών και αυτός να φανή αρωγός, προς πρόχειρον περίθαλψιν αυτών, διέθηκε την Πλατείαν των Παλαιών Ανακτόρων προς εγκατάστασιν υπό τύπον προσωρινότητος και στέγασιν αυτών, και παρέσχε προς τούτο πάντα τα μέσα. Η προσωρινότης, όμως, της εγκαταστάσεως παρετείνετο επί έτη (…). Και ενώ η εγκατάστασις εις παράγκας των προσφύγων συνεχίζετο, το Υπουργείον ίνα καταστήση μονιμοτέραν και νομιμοτέραν ταύτην, διά της υπ’ αριθ. 74537 της 10ης.8.28 αποφάσεώς του προέβη εις την επίταξιν της Πλατείας (...) και εζητείτο η ταχύτατη σύνταξις κτηματολογίου του δημοτικού χώρου της πλατείας Ανακτόρων προς απαλλοτρίωσιν και διανομήν ταύτης εις παραγκούχους πρόσφυγας (...). Δι’ εκτεταμένου εγγράφου μας προς το Υπουργείον Προνοίας διεκτραγωδήσαμεν την κατάστασιν εις ήν έχη περιέλθη η κεντρική αύτη πλατεία της πόλεως εκ της εγκαταστάσεως εις αυτήν των παραγκούχων προσφύγων. Αποτελεί επικίνδυνον ανθυγιεινήν εστίαν διά την πόλιν και καταφύγιον παντός κακοποιού στοιχείου και ότι διά της ληφθείσης αποφάσεως υπό του Υπουργείου μονιμοποιείται η ελεεινή, αθλία και επικίνδυνος αύτη κατάστασις (…). Ίνα εκδηλώσωμεν το ενδιαφέρον μας σαφέστερον υπέρ των παραγκούχων και ίνα πείσωμεν τούτους ότι δεν επιδιώκει ο Δήμος την εκτόπισίν των εκ της πλατείας, αλλά ενδιαφέρεται μάλλον διά την μόνιμον και ασφαλή επαγγελματικήν αποκατάστασιν όπως καταστώσι οικονομικώς αυτάρκεις, εκαλέσαμεν τούτους και τους υπεσχέθημεν κατηγορηματικώς ότι εις την ανεγερθησομένην Δημοτικήν Αγοράν θα εγκατασταθώσι εις τα καταστήματα αυτής κατά προτίμησιν και προτεραιότητα αυτοί δι’ αρκετά έτη αντί ευτελεστάτου μισθώματος, εντελώς εικονικού, καθοριζόμενον υπό επιτροπής εις ήν θα μετέχωσι αντιπρόσωποί των και ότι η υποστήριξις αύτη θα παρέχηται υπό του Δήμου μέχρι πλήρους επαγγελματικής αποκαταστάσεως και αυταρκείας (…). Εδήλωσαν πάντες ότι αποδέχονται ευγνωμόνως πάσας τας ανωτέρω υποσχέσεις μου και μας επέδωκαν έγγραφον δήλωσιν περί τούτου και ότι μετά τα ανωτέρω, αυτοβούλως θα απομακρύνωσι τας παράγκας των εκ της πλατείας (…). Έβλεπον, όμως, ότι αι υποσχέσεις και αι προθέσεις των παραγκούχων δεν ήσαν ειλικρινείς. Διά τούτο διά της προς τα Υπουργεία Προνοίας και Εσωτερικών αναφοράς μου εζήτουν την απομάκρυνσιν των παραγκών άμα τη ενάρξει των εργασιών ανεγέρσεως της Αγοράς (….) ίνα σώσωμεν την πλατείαν ταύτην από την αυθαίρετον και παράνομον κατάληψιν και να αποφύγωμεν το αίσχος της εγκαταστάσεως μονίμως επ’ αυτής εις το κεντρικώτερον σημείον της πόλεως οικισμού αηδούς, βρωμερού, προχείρου, όλως ανεπιθυμήτου εις την πόλιν, επικινδύνου δε και εις την υγείαν και την ασφάλειαν της πόλεως».
Είναι αλήθεια ότι τα καταλύματα και τα καταστήματα των προσφύγων στην πλατεία αυτή ήταν πρόχειρα, κατασκευασμένα από ξύλα και λαμαρίνες, χωρίς χώρους υγιεινής, χωρίς τρεχούμενο νερό [3] και τα περισσότερα ήταν τόποι περιθωριακών ατόμων, ανεπάγγελτων, αλκοολικών, όπως ο Νταβίντωφ (ο Λιάπκιν του Καραγάτση), παρηκμασμένων καλλιτεχνών, όπως ο ζωγράφος Παντόλφης, ο καραγκιοζοπαίκτης Γιάνναρος και πολλοί άλλοι.
Η Φωτοθήκη Λάρισας, από την περίοδο ακόμη της δημιουργίας της (2016), αναζητούσε φωτογραφίες από τα προσφυγικά αυτά καταστήματα της πλατείας Ανακτόρων, αλλά εις μάτην. Ο Βόλος, που είχε και αυτός μεγάλο κύμα προσφύγων, είχε πλούτο φωτογραφικού υλικού από τη δραστηριότητα των προσφύγων της. Ώσπου πριν λίγες ημέρες ο Θωμάς Κυριάκος, ιδρυτικό μέλος της Φωτοθήκης και ανύστακτος ιχνηλάτης φωτογραφιών της παλιάς Λάρισας και της περιοχής, εντόπισε σε διαδικτυακή ιστοσελίδα φωτογραφία του 1931 που δημοσιεύουμε σήμερα, την ταυτοποίησε και τη διέδωσε, ώστε να γίνει κτήμα όλων μας.
Νομίζω ότι η φωτογραφία δεν θέλει εξηγήσεις. Ο μιναρές και το κτίσμα του Γενί Τζαμί προσανατολίζουν τον αναγνώστη. Απλώς να προσθέσουμε ότι ο δρόμος της φωτογραφίας πρέπει να ξεκινάει από την οδό Ολύμπου, καταλήγει στην οδό Αμαλίας και είναι παράλληλος με τη σημερινή οδό Βενιζέλου. Για τη Φωτοθήκη είναι ένα σπουδαίο εύρημα, άσχετο με την καλλιτεχνική του αξία, και γι’ αυτό αισθάνεται υπερήφανη.
————————————-
[1]. Το Αρσάκειο στεγαζόταν σε κτίρια τα οποία καταλάμβαναν τη γωνία των σημερινών οδών Ηπείρου και Ασκληπιού, στο σημείο όπου τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κατασκευάστηκε το κτιριακό συγκρότημα του ΙΚΑ. Εδώ και μερικές δεκαετίες το τελευταίο κατεδαφίσθηκε και στη θέση του υπάρχει σήμερα ελεύθερος και αναξιοποίητος τεράστιος χώρος.
[2]. Από το ανέκδοτο χειρόγραφό του με τον γενικό τίτλο «Αναμνήσεις», στο κεφάλαιο «Αναμνήσεις από την ανέγερσιν της Δημοτικής Αγοράς».
[3]. Το δίκτυο ύδρευσης της Λάρισας τέθηκε σε λειτουργία από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο στις 7 Δεκεμβρίου 1930.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

 Η ταυτότητα της Λάρισας - Α’

Κείμενο ομιλίας του δημοσιογράφου Νικ. Βατόπουλου


Η ομάδα των ομιλητών στην εκδήλωση της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης  στην Αθήνα με τίτλο «Λάρισα. Μια πόλη αποκαλύπτεται». 16 Φεβρουαρίου 2024.  Από αριστερά: Καραπιδάκης Νίκος, Καρανάσιος Χαρίτων, Βατόπουλος Νίκος, Καραπιδάκη Λουΐζα.Η ομάδα των ομιλητών στην εκδήλωση της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης στην Αθήνα με τίτλο «Λάρισα. Μια πόλη αποκαλύπτεται». 16 Φεβρουαρίου 2024. Από αριστερά: Καραπιδάκης Νίκος, Καρανάσιος Χαρίτων, Βατόπουλος Νίκος, Καραπιδάκη Λουΐζα.

Στις 26 Ιανουαρίου 2024 έγιναν με μεγάλη επιτυχία και παρουσία πλήθους κόσμου, στην γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης επί της οδού Μασσαλίας στην Αθήνα, τα εγκαίνια της έκθεσης «Larissa mea dulcissima» [«Γλυκυτάτη μου Λάρισα»].

Στα εγκαίνια ήταν παρών και ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Λαρισαίων Αθανάσιος Μαμάκος, ο οποίος ταξίδευσε ειδικά για την εκδήλωση αυτή στην Αθήνα. Μαζί του παρευρίσκονταν ο βουλευτής Χρήστος Κέλλας, η νέα αντιπρόεδρος της Δημοτικής Πινακοθήκης Κατερίνα Κόσσυβα, η προϊσταμένη Ιωάννα Δεληγιάννη και πλήθος Λαρισαίων από την πόλη μας και την Αθήνα, καθώς και πολλοί φιλότεχνοι. Μερικές ημέρες αργότερα την έκθεση επισκέφθηκε και ο βουλευτής Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Στις 16 Φεβρουαρίου, παραμονή της λήξης της έκθεσης, στο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης πραγματοποιήθηκε ειδική εκδήλωση με ομιλητές υψηλού επιπέδου και με τίτλο: «Λάρισα. Μια πόλη αποκαλύπτεται». Ομιλητές ήταν ο Νίκος Καραπιδάκης, ομότιμος καθηγητής του Ιόνιου Πανεπιστημίου και διευθυντής του περιοδικού «Νέα Εστία», με θέμα «Ιδιωτικές Συλλογές. Από την ιστορία τους στη διάσωσή τους». Επόμενος ομιλητής ήταν ο Χαρίτων Καρανάσιος, διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, με θέμα «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη Θεσσαλία». Ακολούθησε ο Νίκος Βατόπουλος, δημοσιογράφος και συγγραφέας, με θέμα «Η περίπτωση του Νίκου Αθ. Παπαθεοδώρου και η ταυτότητα της Λάρισας». Και την εκδήλωση έκλεισε η Λουΐζα Καραπιδάκη, ιστορικός Τέχνης και επιμελήτρια της έκθεσης, με θέμα «Από μια αχανή Συλλογή σε μια συγκροτημένη έκθεση. Συλλογή του Νίκου Παπαθεοδώρου». Στην εκδήλωση, μεταξύ των άλλων, παρευρέθηκε ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού Θωμάς Ρετσιάνης, η διευθύντρια του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας Σταυρούλα Σδρόλια, ο αρχαιολόγος Γεώργιος Τουφεξής και πολλοί Λαρισαίοι και Λαρισαίες.
Από την εκδήλωση αυτή θα επικεντρωθούμε σήμερα στην ομιλία του δημοσιογράφου της εφημερίδας «Καθημερινή» και συγγραφέα Νίκου Βατόπουλου, η οποία απομαγνητοφωνήθηκε από τον Βαγγέλη Ρηγόπουλο, μέλος της Φωτοθήκης του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας, και τη δημοσιεύουμε, γιατί οι αναφορές του έχουν ένα τεράστιο ενδιαφέρον για την πόλη μας όπως είναι σήμερα, όπως τη βλέπουν άνθρωποι οι οποίοι την έχουν γνωρίσει από κοντά και ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της. Είπε ο Νίκος Βατόπουλος:
«Η Λάρισα έχει την τεράστια τύχη να αναδύεται ως μία πόλη με εξαιρετικό πλεονέκτημα. Να έχει ένα καταπληκτικό τοπόσημο στην καρδιά της πόλης, το αρχαίο της θέατρο. Διόλου αυτονόητη τύχη. Θέλω να σας πω πέντε πράγματα. Πρώτα, το τι νιώθω για τη Λάρισα και πώς έμαθα να καταλαβαίνω τη Λάρισα. Όταν κανείς καταλαβαίνει, αγαπάει κιόλας. Η γνωριμία μου με την πόλη δεν οφείλεται σε κανέναν επαγγελματικό ή οικογενειακό δεσμό. Συνέβη, πριν από λίγα μόλις χρόνια. Δεν είχα καμία σχέση με τη Λάρισα, ούτε την είχα στη ζωή μου, παρότι την είχα επισκεφθεί, ως περαστικός. Η πρώτη μου επαφή, σημαντική, είχε σχέση με το πώς αποκτά κανείς μια αυτοσυνειδησία, μέσα στο υπόβαθρο του ιστορικού ελληνικού χώρου, γιατί περί αυτού πρόκειται. Γι’ αυτό το πράγμα μιλάει και η έκθεση. Ήταν ένα συνέδριο στο Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας [1] για το ζεύγος Γουργιώτη, στο οποίο αναφέρθηκε και η Λουΐζα Καραπιδάκη. Ένα εξαιρετικό ζεύγος συλλεκτών διασωστών και ιδρυτών επί της ουσίας του Λαογραφικού Μουσείου Λάρισας, με εξαιρετικές συλλογές. Εκεί, είχα την τύχη να ακούσω, σε μία από τις τελευταίες δημόσιες ομιλίες του τον Άγγελο Δεληβοριά [2], ο οποίος, λίγο-πολύ, αναφέρθηκε στο θέμα για το πώς συνδέεται η Θεσσαλία με την ευρύτερη αφύπνιση του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα. Πράγματα, τα οποία όλοι λίγο-πολύ τα ξέρουμε, αλλά όταν τα ζήσεις στον τόπο, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους συνομιλητές, τα νιώθεις λίγο διαφορετικά. Κι ύστερα από λίγο καιρό, γνώρισα τον κ. Παπαθεοδώρου. Έναν άνθρωπο, ο οποίος μπορώ να πω με έκανε να σκεφτώ πάρα πολλά πράγματα [3]. Πρώτα απ’ όλα για το τι σημαίνει να έχεις τη δυνατότητα να ανανεώνεσαι στη διάρκεια του βίου σου, σε μία ηλικία ώριμη πλέον. Διότι, ως γνωστόν, άρχισε να συλλέγει συνειδητά, μετά την ηλικία των 40-45 ετών.
Η Λάρισα είναι μια πόλη η οποία έχει ένα αρνητικό πλεονέκτημα: Είναι λίγοι εκείνοι που την καταλαβαίνουν. Ειδικά εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν σχέσεις καταγωγής, επαγγελματική ή φιλική με την πόλη, αγνοούν τον πλούτο της. Γι’ αυτό, φυσικά, δεν ευθύνονται μόνο οι άλλοι, ευθύνεται και η Λάρισα. Όμως, κάτι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και αυτό είναι το συναρπαστικό. Γι’ αυτό και θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό το ότι η Ελληνοαμερικανική Ένωση -και θέλω πραγματικά να ευχαριστήσω τον κ. Λεωνίδα Κόσκο και την Ένωση- που έδωσε το βήμα για την ανάπτυξη ενός δικτύου ιδεών, ανθρώπων. Ενός δικτύου εντός του ελλαδικού χώρου, ενός δικτύου συνομιλίας και αλληλογνωριμίας, να καταλάβουμε ,λοιπόν, ποιοι είναι οι συνομιλητές μας μέσα σε αυτό το κράτος. Διότι περί αυτού πρόκειται. Και το θεωρώ αδιανόητο να υπάρχει μια τόσο μεγάλη πόλη, μια τόσο δυναμική πόλη, όπως είναι η Λάρισα, μια πόλη που αριθμεί ίσως πάνω από 200.000 κατοίκους, μια πόλη η οποία συνδέεται με την οικονομία του κάμπου, ανεξαρτήτως των συγκυριών του τελευταίου έτους, και η οποία να παραμένει τόσο παραγνωρισμένη.
Γιατί όμως; Κοιτάξτε μέσα από τα εκθέματα όψεις της προπολεμικής Λάρισας. Μία πόλη η οποία αγωνίστηκε, όπως και άλλες ελληνικές πόλεις, να αποβάλει τον οθωμανικό χαρακτήρα της. Για να το πω πιο απλά, ο στόχος ήταν να μην είναι τουρκόπολη. Αυτό που λέγαμε παλιά, επιτιμητικά και απαξιωτικά, τουρκοχώρι, τουρκόπολη. Υπό αυτήν την έννοια και όχι political correct. Έτσι, όπως το νιώθαμε παλιά. Κι η πόλη, παρότι ήταν οθωμανικό κέντρο, πριν από αιώνες και πριν από τον Διαφωτισμό, είχε περιπέσει σε σχετική παρακμή και σίγουρα το 1881, όταν ενσωματώθηκε, δεν είχε την υποδομή ενός αστικού κέντρου. Παρόλα αυτά, βλέπετε ότι αυτές οι παλιές φωτογραφίες και τα προπολεμικά καρτποστάλ μάς δείχνουν μια πόλη η οποία έχει επιτύχει να αποκτήσει τη σκηνογραφία της νεοελληνικής πόλης του 20ού αιώνα. Καθόλου αυτονόητο. Κοιτάξτε, λοιπόν, τον νεοκλασικισμό πώς αφήνει ίχνος στην οργάνωση του επίσημου διοικητικού κέντρου της πόλης, του δημόσιου χώρου. Σηματοδοτεί τον συμβολισμό της ενσωμάτωσης, με έναν τρόπο που υποδεχόταν η Λάρισα, διαφορετικό από ό,τι έκαναν τα Τρίκαλα ή ο Βόλος και άλλες πόλεις της ίδιας ενότητας. Μ’ έναν τρόπο λαρισαϊκό. Κι εκείνο που πάντα μου προκαλούσε μεγάλη έκπληξη ήταν το πόσο λίγοι, Αθηναίοι τουλάχιστον, γνωρίζουν τι συνέβη στη Λάρισα το 1940-41. Αυτά συνέβησαν: Σεισμός και βομβαρδισμός, μια και δυο και τρεις φορές, από Ιταλούς και Γερμανούς. Από τον Δεκέμβριο του ‘40 έως τον Απρίλιο του ‘41 η πόλη βομβαρδίζεται. Καταστρέφονται δεκάδες κτίρια. Άλλα τόσα και πολύ περισσότερα χαρακτηρίζονται επικίνδυνα. Η πόλη χάνει την υποδομή της, δημιουργείται μια φοβερή ανασφάλεια, πολλοί φεύγουν από την πόλη και τον Μάρτιο του 1941 γίνεται καταστροφικός σεισμός 6,3 Ρίχτερ. Ποιοι το ξέρουν; Το διδασκόμαστε πουθενά αυτό; Γνωρίζουμε το γιατί η Λάρισα έχει απολέσει τόσο μεγάλο μέρος από τον αρχιτεκτονικό της πλούτο; Όχι βεβαίως. Διότι πάρα πολλά κτίρια δεν μπορούσαν να σωθούν μεταπολεμικά, όχι γιατί η Λάρισα αγνόησε κατά τρόπο ακραίο σχεδόν, ίσως και ως μια διαδικασία επούλωσης ενός τέτοιου τραύματος. Απώλεσε ό,τι αρχιτεκτονικό θησαυρό είχε. Παρόλα αυτά, είναι μια πόλη, η οποία έχει ενσωματώσει αυτήν τη μνήμη και αρκεί να τη ζήσει κανείς λίγο τους ανθρώπους της.
Ο κ. Παπαθεοδώρου είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ανήκει αντικειμενικά σ’ αυτό το δίκτυο των ιστοριοδιφών, οι οποίοι υπάρχουν σε όλη τη χώρα. Ας πούμε ότι κάθε πόλη έχει τους αγίους της. Αυτούς τους φαροφύλακες, τους ανθρώπους οι οποίοι αφοσιωμένοι μελετούν, αρχειοθετούν, σώζουν. Μια πολύ μοναχική δουλειά. Διότι λίγοι καταλαβαίνουν την αξία αυτής της δουλειάς και ο ίδιος θεωρείται τυχερός, γιατί έχει μια οικογένεια, η οποία τον περιβάλλει με αφοσίωση και καταλαβαίνει το περιβάλλον του, το γιατί το κάνει, πρώτα απ’ όλα και για ποιον λόγο. Έχει επί της ουσίας διασώσει έναν τεράστιο θησαυρό.
Αυτό που επέτυχε η Λουΐζα Καραπιδάκη ήταν άθλος. Δηλαδή, μέσα από στοίβες αρχειακού υλικού, ατελείωτα τεκμήρια, να μπορείς να φτιάξεις μια αφήγηση, να αρμολογήσεις μια ιστορική διαδρομή. Με εξάρσεις κορυφαίες φυσικά. Εκεί πέρα χρειάζεται η φαντασία μας, για να συγκολλήσουμε. Να οργανώσει, λοιπόν, όλη αυτήν την ιστορία της πόλης».

(Συνεχίζεται)

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

 ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

Η λίμνη που κανείς δεν την ήθελε...


Η λίμνη που κανείς δεν την ήθελε...

Κάποιος είπε μια πετυχημένη κουβέντα για την Κάρλα, πως, τούτη δω τη λίμνη, «δεν την ήθελαν ποτέ». Κι εδώ που τα λέμε, δίκιο είχε. Και τώρα δα που μιλάμε, ο ίδιος αγώνας γίνεται, να την αποδιώξουν.

Σαν να ‘ναι η λίμνη αυτή η κακή τους μοίρα, απ’ την οποία δεν πρόκειται να γλιτώσουν ποτέ. Σαν να υπάρχει από αιώνων ένα στοίχημα μεταξύ ανθρώπων και νερών για το ποιος θα «καταπιεί» ποιον. Αγώνας μέχρι τελικής πτώσεως.
Αλλά φταίνε οι λίμνες; Οι λίμνες, παντού, είναι ομορφιά και στολίδι της φύσης. Οι πιο μεγάλοι ζωγράφοι τις απεικόνισαν, οι πιο μεγάλοι μουσουργοί ύμνησαν τη γαλήνη και την αταραξία τους. Και την Παρασκευή, σαν βρέθηκα εκεί και την αντίκρισα ξανά, έξι μήνες μετά το κακό, μια ομορφιά ήταν η Κάρλα, ένας Παράδεισος!… Είχε μεσημεριάσει κιόλας και ο ήλιος έκαιγε. Το βοριαδάκι είχε καθαρίσει την ατμόσφαιρα κι ο ορίζοντας έγινε απέραντος, ακίνητος. Και μονάχα τα σύννεφα τα μπαμπακερά συνέχιζαν τον τρελό χορό τους, ανάμεσα σε Κίσσαβο και Μαυροβούνι, αλλάζοντας κάθε τόσο μορφές. Να στο ξαναπώ; Παράδεισος! Και μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη ηρεμία, ένιωσα κάτι από την αγνότητα των πρωτόπλαστων.
Φταίει η λίμνη; Φταίει η Κάρλα; Μα, η λίμνη υπακούει στους θεμελιώδεις νόμους της Φυσικής. Για την «αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων» δεν έχεις ακούσει; Χιονίζει κάθε χειμώνα στα βουνά της θεσσαλικής λεκάνης και τις άνοιξες όλο αυτό το νερό κατηφορίζει στον κάμπο, να ψάξει διέξοδο, να χαθεί στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Τα κρατάς τα νερά; Αυτά, μάτια μου, λένε οι γεωλόγοι, κάποτε έσχισαν βουνά, άνοιξαν στα δυο τα Τέμπη κι από τότε ο Κίσσαβος κι ο Όλυμπος χωρίσανε τα τσανάκια τους. Τις χρονιές που τα νερά είναι πολλά, φουσκώνει ο Πηνειός, φουσκώνουν τα κανάλια, βγαίνουν έξω από τις προδιαγεγραμμένες πορείες. Τότε, πνίγουν χωράφια, σοδειές, τους μόχθους των ανδρών, τις προίκες των κοριτσιών, τα όνειρα των ανθρώπων. Αλαφιασμένοι οι Τρικαλινοί και Καρδιτσιώτες Γκαραγκούνηδες, «πλαλάνε» να σωθούν. Κοιτούν στον ουρανό και ρίχνουν βλαστήμιες, τραβάνε τα μαλλιά και χτυπάνε τα μάγουλα απ’ το κακό τους. Κι απέ παίρνουν σειρά οι Λαρσινοί, Ταμπακιώτες, Περαμαχαλιώτες, μα και στον Αρναούτ Μαχαλά τα ίδια χάλια. Κι έπονται οι Καρλίσιοι, στο τέρμα της διαδρομής. Κι εκεί… τέλος… Με απόγνωση το μάτι κοιτάει τα νερά -ωχ μάνα μ’ ωχ!-, αλλά με τον καιρό σταμάτησαν κι οι βαρυγκώμιες. Και δεν μένει παρά να περιμένουν. Υπομονετικά. Να βγει «ο ήλιος ο ηλιάτορας», ν’ αρχίσει η εξάτμιση, να τραβηχτεί η λίμνη και να κινήσουν ξανά οι ψαρόβαρκες για τον επιούσιο.
Κάρλα. Λίμνη ζωής, μα και θανάτου. Η λίμνη της προκοπής, μα και της καταστροφής. Ότι αυτή τάισε γενιές και γενιές με τα ψάρια της, ότι στην Κατοχή οι κυπρίνοι, τα «σαζάνια» της έσωσαν χιλιάδες ζωές από την πείνα, δεν το μέτρησε κανείς. Αυτά είναι για ποιητές και για ρομαντικούς. Εδώ μιλάμε για πραγματική ζωή, για το ψωμί, για το εισόδημα. Κι όταν τον Αύγουστο του 1962 το Κράτος έβαλε μπρος να τη στραγγίσει κατασκευάζοντας δέκα χιλιόμετρα σήραγγα που θα οδηγούσε τα νερά στον Παγασητικό, όλοι το πανηγύρισαν. Όπως και τώρα, το αίτημα ήταν να γλιτώσουν οι άνθρωποι απ’ τις πλημμύρες. Και μόνο στα ψιλά του έργου ανακαλύψαμε τώρα πίσω-πίσω πως οι μηχανικοί του Υπουργείου είχαν προειδοποιήσει από τότε. Κοντά διακόσιες χιλιάδες στρέμματα είναι η λίμνη. Αφήστε, πρότειναν, τα εξήντα καβάντζα, η φύση δεν σχωρνάει τόσο απότομες αλλαγές. Δεν εισακούσθηκαν… Είχαν κι εκλογές μπροστά τους οι πολιτικοί. «Εθνικόν όραμα η αποκατάστασις των ακτημόνων μας» έγραφαν οι τοπικές εφημερίδες. Κάθε εποχή με την οπτική της. Μοναχά ένας παλαβός, ονόματι Τάκης Τλούπας, φωτογράφος το επάγγελμα, πήρε το Ντεσεβό του και πήγε να απαθανατίσει την ξεραμένη και κατασχισμένη γη. Οι φωτογραφίες του Τλούπα απεικόνιζαν έναν περιβαλλοντικό εφιάλτη και ήταν μια προειδοποίηση. Δυστυχώς, οι περισσότεροι τις θεώρησαν απλώς… τέχνη.
Η λίμνη που «κανείς δεν την ήθελε» εκδικήθηκε όταν τα πάντα στον κάμπο άρχισαν να στεγνώνουν. Οι παλιοί ψαράδες που έγιναν γεωργοί έπεσαν με τα μούτρα στο βαμβάκι… Επιδοτήσεις, φράγκα, καλές τιμές, καλή ζωή και γυροβολιές στην πίστα του «Φαλήρου» με τις τραγουδιάρες. Δεν ξέρει ο φτωχός να διαχειριστεί τον ξαφνικό του πλουτισμό. Και την ίδια εποχή που τα χωράφια στέγνωναν και τα γεωτρύπανα έπιαναν τρακόσια μέτρα βάθος για να βρουν νερό, ο Αντρέας υποσχόταν να ρίξει στον κάμπο τον… Αχελώο… Το λες και ανέκδοτο. Αποξηραίνεις την Κάρλα για να μην πλημμυρίζεις και φέρνεις νερό απ’ του διαβόλου τη μάνα με φαραωνικά έργα εκτροπής και πεταμένα δισεκατομμύρια. Τι ζήσαμε ρε φίλε!
Η μερική αποκατάσταση της Κάρλας απ’ το έτος 2000 και μετά, στην οποία το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεώθηκε, ήταν η πρώτη ρεβάνς της λίμνης. Μα ήταν κι αυτή μια… χλωμή αποκατάσταση. Αναιμική, διστακτική, σαν το Κράτος να μην την ήθελε. Τα έργα τροφοδοσίας της Κάρλας καρκινοβατούσαν. Η λίμνη μια σχηματιζόταν, μια εξαφανιζόταν. Μέχρι που ήρθε ο… «Ντάνιελ» και τα σάρωσε όλα. Και τους δισταγμούς, και τις παλινδρομήσεις, και τα λόγια τα παχιά και τα σχέδια τα μεγαλόπνοα. Η λίμνη που «κανείς δεν την ήθελε» ξαναπήρε τη μεγάλη ρεβάνς κι οι αρμόδιοι μες στην απόγνωση. Ειδικοί που κλήθηκαν εξ Ολλανδίας, είπαν στον Μητσοτάκη τα αυτονόητα. Στο ρωμέικο το βιλαέτι κύριέ μου, ο καθένας κάνει ό,τι του κατέβει. Ό,τι θέλει σπέρνει, όποια ώρα γουστάρει κι όπου να ‘ναι στήνει φράγματα ή ανεβοκατεβάζει θυροφράγματα, αυθαίρετα, τσαπατσούλικα, νταηλίδικα. Κι όταν ανοίγουν οι ουρανοί, τρέχουν όλοι να κρυφτούν. Άλλοι κουνάνε τα χέρια πανικόβλητοι, τι κάνετε ρεεεε, όχι άλλο κάρβουνοοοο, όχι άλλο νερόοοο, κι όλοι μαζί ρίχνουν ευθύνες ο ένας στον άλλο.
Καθόμουν και χάζευα τη λίμνη. Κάτι ξεχασμένοι κορμοράνοι τσαλαβουτούσαν στα νερά για ψάρια. Αγελάδες, μια ντόπια ράτσα, κανελί, έβοσκαν αμέριμνες δίπλα στα πλημμυρισμένα ακόμη περιβόλια από αμυγδαλιές και άλλα δέντρα. Οι άνθρωποι του Φορέα Διαχείρισης Κάρλας που μας συνόδευαν, μας μιλούσαν για την απόγνωση που έχει φέρει στον παρακάρλιο κόσμο η καταστροφή. Σ’ αυτόν τον κόσμο να πεις τι; Υπομονή; Πού τη βρίσκεις την υπομονή σήμερα, που οι άνθρωποι έχουν πάψει να πιστεύουν πως υπάρχει μέλλον σ’ αυτόν εδώ τον τόπο;
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ 1ης ΜΑΡΤΙΟΥ 1941

 
Η δυτική πλευρά του Μητροπολιτικού Ναού του Αγ. Αχιλλίου  με έντονες τις μεγάλες ζημιές που είχε υποστεί από τον σεισμό.  Δεξιά στο βάθος διακρίνονται υπολείμματα από το τριώροφο αρχοντικό  του Ιωάννη Βελλίδη. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Η δυτική πλευρά του Μητροπολιτικού Ναού του Αγ. Αχιλλίου με έντονες τις μεγάλες ζημιές που είχε υποστεί από τον σεισμό. Δεξιά στο βάθος διακρίνονται υπολείμματα από το τριώροφο αρχοντικό του Ιωάννη Βελλίδη. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Πριν έξι ημέρες συμπληρώθηκαν 83 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 1ης Μαρτίου 1941, κατά την οποία ένας ισχυρός σεισμός έπληξε τη Λάρισα, ενώ στο ελληνοαλβανικό μέτωπο εξελισσόταν ο νικηφόρος αγώνας των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας απέναντι στη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι.

Οι δείκτες του ρολογιού της πόλης πάνω στον λόφο της Ακρόπολης έδειχναν ότι η ώρα ήταν 5.53’ το πρωί, όταν ένας παρατεταμένος υπόκωφος κρότος ακούστηκε από τα έγκατα της γης. Από την επιστράτευση και κυρίως από τους συχνούς ιταλικούς βομβαρδισμούς ο πληθυσμός της Λάρισας είχε μειωθεί αισθητά. Τα γυναικόπαιδα είχαν μετακομίσει προσωρινά για ασφάλεια στις γύρω κωμοπόλεις και χωριά (Συκούριο, Ραψάνη, Αγιά και άλλους πλησιόχωρους τόπους) και στην πόλη είχαν μείνει ορισμένοι επαγγελματίες, οι οποίοι διατηρούσαν τα καταστήματά τους ανοιχτά και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Πολλά απ’ αυτά τα άτομα, συνηθισμένα από τους αιφνίδιους ιταλικούς βομβαρδισμούς του ελληνοϊταλικού πολέμου, απέδωσαν τον θόρυβο σε αεροπορική επιδρομή. Σηκώθηκαν έντρομοι από το κρεβάτι και βιαστικά ετοιμάστηκαν να κρυφτούν στα γειτονικά καταφύγια. Όμως, πολύ σύντομα κατάλαβαν ότι άρχισε να σείεται η γη, να τρέμει το σύμπαν, οι τοίχοι να δονούνται ακατάπαυστα και τα κτίσματα να σωριάζονται σε ερείπια το ένα μετά το άλλο, ακόμη και τα φτωχικά χαμηλά σπιτάκια της Λάρισας. Νοικοκυριά που χρειάστηκαν χρόνια ολόκληρα για να δημιουργηθούν, θάφτηκαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κάτω από τους μεγάλους σωρούς των ερειπίων. Φιλήσυχοι και εργατικοί Λαρισαίοι, που κουρασμένοι από τη βιοπάλη της ημέρας έπεσαν το βράδυ στα κρεβάτια τους για να κοιμηθούν, έμελλε να μην ξυπνήσουν ποτέ. Και άλλοι, ένα σωρό άλλοι, βρέθηκαν ξαφνικά στους σειομένους από δονήσεις δρόμους έντρομοι, γυμνοί και άστεγοι [1].
Οι βλάβες στα κτίρια της Λάρισας ήταν πολύ μεγάλες, τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά. Οι μεγαλύτερες καταστροφές παρατηρήθηκαν στις βορειοανατολικές περιοχές της πόλης και συγκεκριμένα στον λόφο της Ακρόπολης (Φρούριο), στην κεντρική περιοχή της πόλης (αγορά, Κεντρική πλατεία, πλατεία Ταχυδρομείου και σε πολλούς κεντρικούς δρόμους), καθώς και στη συνοικία των Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα). Τις μικρότερες ζημιές είχαν οι οικοδομές στις νοτιοδυτικές περιοχές της πόλης.
Στον λόφο της Ακρόπολης σοβαρές βλάβες έπαθαν σχεδόν όλα τα κτίρια. Μεταξύ αυτών τα οποία κατέρρευσαν ή έπαθαν σοβαρές βλάβες συγκαταλέγονταν ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αχιλλίου, το τριώροφο αρχοντικό Βελλίδη (βλέπε και δημοσιευόμενη φωτογραφία), οι φυλακές, η παλιά επιβλητική κατοικία του Μητροπολίτη Νεόφυτου (1875-1896), το νεόκτιστο Β’ Δημοτικό Σχολείο, το ρολόι της πόλης, το Επισκοπείο επί της οδού Βασ. Σοφίας (στο ανηφορικό τμήμα της οδού Παπαναστασίου), τα κτίσματα της οδού Φιλελλήνων πάνω στο λόφο, καθώς και άλλοι δρόμοι της ίδιας περιοχής. Συσσωρευμένα ερείπια ήταν διασπαρμένα παντού και η περιοχή παρουσίαζε δραματική όψη. Φαίνεται ότι η τεχνητή σύσταση ολόκληρου του λόφου έπαιξε τον ρόλο της.
Την ίδια όψη παρουσίαζε και η κεντρική περιοχή της Λάρισας, καθώς σχεδόν όλα τα κτίρια έπαθαν βλάβες μικρές ή μεγάλες. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται τα κτίρια ορισμένων Τραπεζών, όπως της Εθνικής, της Εμπορικής και της Λαϊκής, ευρισκόμενα στην περίμετρο της Κεντρικής πλατείας. Αντίθετα, η Τράπεζα της Ελλάδος επί της Κύπρου και η Αγροτική επί της Ίωνος Δραγούμη, κτίσματα νεότευκτα, κατασκευασμένα με σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ), άντεξαν. Τα μεγάλα ξενοδοχεία της περιοχής «Όλυμπος», «Το Στέμμα», «Μεγάλη Βρετανία [2] και «Πανελλήνιον» έχασαν τους επάνω ορόφους τους, εκτός από το «Ολύμπιον», στη γωνία Κύπρου και Μ. Αλεξάνδρου, κτισμένο το 1938 με οπλισμένο σκυρόδεμα που δεν έπαθε παρά ελάχιστες ζημιές. Το Δικαστικό Μέγαρο ισοπεδώθηκε ολοσχερώς, η Στρατιωτική Λέσχη, πρόσφατα μεταμορφωμένη μετά τον ιταλικό βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1940, δέχθηκε νέο πλήγμα.
Σε άλλες περιοχές το Αρσάκειο, το κτίριο που στέγαζε το επιτελείο του Β’ Σώματος Στρατού (αρχοντικό Σκαλιώρα), τα ΤΤΤ (Ταχυδρομείον-Τηλεγραφείον-Τηλεφωνείον)[3], της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής, της Γενικής Ασφάλειας και των Αστυνομικών Τμημάτων έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Μικρότερες βλάβες έπαθαν όλα τα σχολικά κτίρια (πλην του Β’ Δημ. Σχολείου), τα δύο νοσοκομεία (Δημοτικό και Στρατιωτικό).
Από τους ναούς της Λάρισας μόνον ο Αγ. Νικόλαος και οι Άγιοι Σαράντα εκτιμήθηκε ότι είναι δυνατόν, μετά από υποστύλωση, να χρησιμοποιηθούν για τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων. Οι υπόλοιποι είχαν καταπτώσεις τοίχων, κωδωνοστασίων και οι τοίχοι τους είχαν επικίνδυνες ρηγματώσεις. Από το κωδωνοστάσιο του Αγίου Νικολάου και από τους δύο μιναρέδες [4], οι οποίοι διατηρούνταν για ιστορικούς λόγους, κατέπεσαν οι κορυφές τους. Σοβαρότερες ήταν οι καταστροφές που υπέστη το νεκροταφείο της πόλης, όπου η εκκλησία κατέρρευσε εντελώς, η περίφραξή του κατέπεσε και πολλές προτομές ταφικών μνημείων αποκεφαλίσθηκαν.
Στη συνοικία των Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα), πολύ σοβαρές βλάβες υπέστησαν όλα τα εργοστάσια της περιοχής, οι κατοικίες και ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Βλάβη υπέστη, επίσης, το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος (ΟΥΗΛ) επί της Κουμουνδούρου, η οποία, όμως, επιδιορθώθηκε σύντομα, το υδραγωγείο και το δίκτυο ύδρευσης, με συνέπεια για ορισμένο διάστημα η παροχή ύδατος να λειτουργεί για λίγες μόνον ώρες το 24ωρο. Οι στύλοι και τα καλώδια των ηλεκτρικών και τηλεφωνικών γραμμών σε πολλά σημεία είχαν πέσει, με αποτέλεσμα τη διακοπή του ηλεκτροφωτισμού και των τηλεπικοινωνιών σε διάφορες περιοχές της πόλης.
Κατά τις επίσημες εκτιμήσεις, το 60%-70% των κτιρίων της πόλης ήταν μη επισκευάσιμα. Τα κτίρια με σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ), όπως η πολυκατοικία του Παππά στην Τρίγωνη πλατεία και άλλα που ήδη αναφέρθηκαν, παρουσίασαν ελάχιστες βλάβες. Μέτρια αντοχή επέδειξαν οι οικοδομές που ήταν κτισμένες με παραδοσιακό τρόπο (πλιθιά με ξυλοδεσιές), ενώ όσες ήταν κτισμένες με ξυλότοιχους (τσατμάδες) της οθωμανικής περιόδου παρέμειναν σχεδόν ανέπαφες. Κατά τις επίσημες πληροφορίες, τις οποίες ανακοίνωσε η Διεύθυνση Νομαρχίας της Λάρισας, από τις κατοικίες της πόλης καταστράφηκαν ολοσχερώς περίπου το 10%, έπαθαν σοβαρότατες ζημιές περίπου το 60% και παρουσίασαν μικρότερες βλάβες περίπου το 30% [5].
Το Υφυπουργείο Ασφαλείας ανέφερε τις πρώτες ημέρες τα ονόματα 36 ατόμων, Λαρισαίων, αλλά και επισκεπτών που έτυχε να βρίσκονται εδώ, τα οποία ανασύρθηκαν νεκρά από τα χαλάσματα [6]. Τα θύματα θα ήταν περισσότερα, αλλά οι συνεχείς ιταλικοί βομβαρδισμοί οδήγησαν τους νουνεχείς οικογενειάρχες να στείλουν, όπως αναφέρθηκε, τις οικογένειές τους σε κοντινές κωμοπόλεις και χωριά για ασφάλεια, χωρίς να γνωρίζουν ότι τελικά θα αισθάνονταν δικαιωμένοι. Ενώ τις είχαν απομακρύνει από τη Λάρισα από τον φόβο των βομβαρδισμών, τελικά προφυλάχθηκαν και απέφυγαν τις φονικές συνέπειες του σεισμού.
Την επόμενη ημέρα του σεισμού, 2 Μαρτίου 1941, η εμπόλεμη με την Ελλάδα Ιταλία έκανε μια βάρβαρη κίνηση. Βομβάρδισε την ερειπωμένη από τον σεισμό πόλη, ενώ οικείοι και συνεργεία διάσωσης [7] αναζητούσαν επιζώντες μέσα στα χαλάσματα και γιατροί και νοσοκόμοι ασχολούνταν με την περίθαλψη των τραυματιών. Οι εφημερίδες των Αθηνών αναφέρουν για την πράξη αυτή ότι: «…ο λαός της Λαρίσης περισσότερον ωργίσθη παρά εκλονίσθη. Κατά την ώραν του βομβαρδισμού εθεάθησαν, όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες, να σηκώνονται όρθιοι μέσα από τα ερείπια, εις τα οποία εσυνέχιζον την αγωνιώδη έρευνάν των και να στρέφουν τους γρόνθους των ή την ανοικήν παλάμην των προς την κατεύθυνσιν των έκφυλων την ψυχήν βαρβάρων αεροπόρων».
Ο σεισμός αυτός και ό,τι επακολούθησε ήταν μία από τις τόσες καταστροφές, φυσικές ή εμπόλεμες, που έπληξαν όλες αυτές τις χιλιετίες ζωής την πόλη μας!

[1]. Αλέκος Σακελλάριος. Κατά των ερειπίων, εφ. «Ασύρματος», Αθήναι, φύλλο 3ης Μαρτίου 1941.
[2]. Την περίοδο εκείνη το ξενοδοχείο αυτό των αδελφών Μίχου στεγαζόταν στον επάνω όροφο του Μεγάρου Κατσαούνη, στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας.
[3]. Τόσο το παλιό κτίριο επί της πλατείας Ταχυδρομείου, όπου σήμερα το Grand Hotel, όσο και το νεότερο στο οποίο στεγαζόταν από το 1930 περίπου στην αρχοντική κατοικία του παλιού δημάρχου Αχιλλέα Αστεριάδη (γωνία Ασκληπιού-Κούμα).
[4]. Οι μιναρέδες του Γενί Τζαμί στην πλατεία Ανακτόρων και του Μπουρμαλή τζαμί, όπου σήμερα το κινηματοθέατρο «Βικτώρια».
[5]. Το σημερινό κείμενο βασίστηκε κυρίως στις μελέτες του πολιτικού μηχανικού και ερευνητή ιστορικής σεισμολογίας Γιάννη Παπαϊωάννου, ο οποίος χάθηκε άδοξα πριν από λίγα χρόνια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ασχολήθηκε με την ιστορική σεισμολογία της Λάρισας και κατ’ επέκταση της Θεσσαλίας και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά. Μια επιστημονική περιγραφή του μεγέθους, της μορφής και των υλικών ζημιών του σεισμού αυτού υπάρχει σε εμπεριστατωμένη μελέτη του με τον τίτλο: Ο σεισμός της Λάρισας της 1ης Μαρτίου 1941 (Λάρισα), 2018, σελ. 110.
[6]. Τα ονόματα των νεκρών εκ των σεισμών της Λαρίσης, εφ. «Ασύρματος», Αθήναι, φύλλο της 3ης Μαρτίου 1941.
[7]. Το περίεργο στις προσπάθειες διάσωσης από τον σεισμό ήταν ότι ανάμεσα στα άτομα των συνεργείων που είχαν αναλάβει το έργο της διάσωσης περιλαμβάνονταν και Ιταλοί αιχμάλωτοι του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι οποίοι ήταν κρατούμενοι στους Στρατώνες της Λάρισας.