Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η ύδρευση στη Λάρισα τα παλιά χρόνια


Η ύδρευση  στη Λάρισα  τα παλιά χρόνια

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Mία από τις ενότητες στην έκθεση "Larissa mea dulcissima" (Γλυκυτάτη μου Λάρισα), η οποία συνεχίζεται στη Δημοτική Πινακοθήκη-Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα, αναφέρεται στον τρόπο ύδρευσης στην παλιά Λάρισα.

Εκεί διαπιστώνουμε με υλικό και φωτογραφίες ότι μέχρι το 1925 περίπου η ύδρευση γινόταν από το νερό του Πηνειού με πρωτόγονους τρόπους, οι οποίοι με τον χρόνο βελτιώνονταν. Σήμερα θα σχολιάσουμε μια χρωμολιθόγραφη φωτογραφία που βρίσκεται στο επιστολικό δελτάριο αρ. 81 του Στέφανου Στουρνάρα. Στη δεξιά όχθη του Πηνειού, κοντά στη γέφυρα, απεικονίζεται ένα άλογο φορτωμένο με ασκούς και από τις δύο πλευρές. Ο ιδιοκτήτης του ζώου κρατώντας ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο γεμίζει με νερό του ποταμού τους ασκούς (σακιά), και μεταφέρει το περιεχόμενό τους στην πόλη για να το πουλήσει.
Η Λάρισα, πόλη που διασχίζεται από ένα μεγάλο ποτάμι, τον Σαλαμπριά [1] όπως τον ονόμαζαν παλιότερα, είχε από την περίοδο των χρόνων της τουρκοκρατίας, μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης. Οι κάτοικοί της, αν και τα περισσότερα σπίτια είχαν πηγάδια στην αυλή τους, εφοδιάζονταν το πόσιμο νερό από τον Πηνειό. Η γειτνίαση με τους οικιακούς βόθρους καθιστούσε το νερό των πηγαδιών ακατάλληλο ως πόσιμο και το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για την καθαριότητα και το πότισμα. Το πόσιμο νερό το προμηθεύονταν από το ποτάμι, που δεν είχε πάψει ποτέ να κυλάει δίπλα στην πόλη. Αλλά όμως και αυτό δεν ήταν καθαρό, γάργαρο. Οι πηγές του ξεκινούσαν από την Πίνδο και στο μακρινό ταξίδι της διαδρομής μέχρι τη Λάρισα δεχόταν καθ’ οδόν κάθε είδους ακάθαρτα υλικά, τα οποία αυξάνονταν καθώς συνέρρεαν και άλλα από τους παραποτάμους του. Ο ιατρός Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πλέον επιτυχημένους δημάρχους της Λάρισας κατά τον 20ο αιώνα και είναι αυτός που έλυσε το πρόβλημα της ύδρευσης με τον καλύτερο τρόπο, σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1955 [2] περιγράφει με τον δικό του τρόπο και με τη διάλεκτο της εποχής, τη διαδικασία με την οποία υδρεύονταν οι κάτοικοι της πόλης μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920: «Η πόλις κτισμένη επί της δεξιάς όχθης του Πηνειού, επί Τουρκοκρατίας εξ αυτού υδρεύετο. Το ύδωρ μετεφέρετο υπό υδροφόρων, των λεγομένων σακατζήδων, εις ασκούς δερματίνους, τους λεγομένους σακάδες, χωρητικότητος εκάστου 35-40 οκάδων [3], φερομένους ως πλήρες φορτίον επί ίππων ανά δύο. Το ύδωρ ηντλείτο εκ της κοίτης του Πηνειού και ιδίως κατεβάλλετο προσπάθεια να λαμβάνεται εκ του κεντρικού ρεύματος του ποταμού. Κατόπιν οι δερμάτινοι ασκοί αντεκατεστάθησαν δια βυτίων, φερομένων επί τροχοφόρου βάσεως, συρομένων δι’ ίππων. Η άντλησις του ύδατος αντεκατεστάθη υπό πετρελαιοκινήτων αντλιών, τοποθετημένων εις τας όχθας, εις δεξαμενάς σιδηράς, αρκετής χωρητικότητος, και εξ αυτών ελάμβανον δια κρουνών τα βυτία το ύδωρ». Οι φωτογραφίες της εποχής μάς δίνουν μια ιδέα για τους σακάδες και τα φορτωμένα σε ζώα ή σε δίτροχα βυτία, που κατέβαιναν τη δεξιά όχθη του Πηνειού για να εφοδιασθούν με νερό.
Το νερό μεταφέρονταν στα σπίτια με κάποια μικρή οικονομική επιβάρυνση του νοικοκύρη και αποθηκευόταν σε μεγάλα πήλινα δοχεία, τα κιούπια, τα οποία ήταν παραχωμένα βαθιά στο χώμα. Έριχναν μέσα στα γεμάτα με νερό δοχεία μικρή ποσότητα στύψης, που σε λίγες ώρες είχε την ικανότητα να καθαρίζει το νερό από όλες τις φερτές ύλες, οι οποίες καθίζαναν στον πυθμένα του δοχείου και το νερό γινόταν διαυγές. Στη συνέχεια τα σκέπαζαν στεγανά, ώστε να διατηρείται απρόσβλητο το περιεχόμενο των δοχείων από σκόνες και διάφορα πετούμενα. Η κατανάλωση σαν πόσιμο γινόταν έπειτα από δύο και πλέον ημέρες, ώστε να έχει ολοκληρωθεί η καθίζηση. Γι’ αυτό και κάθε κατοικία είχε περισσότερα από ένα κιούπια. Αυτή η διαδικασία μπορεί να εξασφάλιζε στο νερό κάποια καθαρότητα, όμως ουσιαστική αποστείρωση δεν γινόταν και η υγεία των κατοίκων ήταν επισφαλής. Ο κοιλιακός τύφος και άλλα εντερικά νοσήματα προσέβαλαν πολλούς, περισσότερο τους επισκέπτες και τους περαστικούς από την πόλη, ιδιαίτερα τους στρατιώτες, γιατί οι γηγενείς θα έλεγε κανείς ότι το είχαν κατά κάποιον τρόπο συνηθίσει. Όμως δεν υπήρχε στη Λάρισα οικογένεια που να μην είχε δοκιμαστεί από την αρρώστια αυτή και πολλοί μάλιστα είχαν χάσει και τη ζωή τους [4].
Το πρόβλημα της ύδρευσης στη Λάρισα λύθηκε το 1930. Ήταν Κυριακή 7 Δεκεμβρίου, μια βροχερή μέρα πριν 93 χρόνια, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εγκαινίαζε τον Υδατόπυργο και τις κεντρικές εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού στο κτίριο του ΟΥΗΛ, το οποίο βρισκόταν εκεί όπου σήμερα υψώνεται το ημιτελές Δημοτικό Θέατρο. Έτσι η Λάρισα στον τομέα της ύδρευσης, χάρη στην αποδοτική πορεία της ΔΕΥΑΛ, μέσα σε λίγα χρόνια έγινε παράδειγμα προς μίμηση.


[1]. Οι Τούρκοι τον ονόμαζαν Κιοστέμ, που πιστεύεται ότι είναι παραφθορά της λέξεως Λυκοστόμιο.
[2]. Μιχαήλ Σάπκας. Ιστορικαί αναμνήσεις από την ανασυγκρότησιν και αναμόρφωσιν της Λαρίσης μετά την απελευθέρωσιν από την τουρκοκρατίαν. Τομ. Α'. Ύδρευσις και Ηλεκτροφωτισμός, εν Λαρίση, (Ιούνιος 1955) σ. 23-24. Είναι το ένα από τα δύο βιβλία των πολλών χειρόγραφων αναμνήσεων που κατόρθωσε να εκδώσει. Το άλλο είναι τα Πεπραγμένα του τμήματος Λαρίσης του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Λάρισα (1955).
[3]. Περίπου 50 κιλά νερό ο κάθε ασκός.
[4]. Κώστας Περραιβός. Σακατζήδες και Βαρελάδες μας πότιζαν, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 9ης Μαΐου 1982.

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το φαρμακείο Ζησιάδη «Σαντράλ»


Το φαρμακείο Ζησιάδη «Σαντράλ»

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στη βορειοανατολική πλευρά της διασταύρωσης των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Κύπρου και Σία, υπήρχε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όπως αποτυπώνει και η δημοσιευόμενη φωτογραφία, το Φαρμακείο του Νικολάου Ζησιάδη και Σία.

Ανατολικά συνόρευε με το Ξενοδοχείο «Το Στέμμα» και είχε πρόσοψη προς την πλατεία. Στο σημερινό σημείωμά μας θα περιγράψουμε τη χρήση του κεντρικού αυτού κτίσματος από την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881, μέχρι σήμερα. Η φωτογραφία τοποθετείται χρονολογικά περί το 1935 και είναι του Λαρισαίου φωτογράφου Παντελή Γκίνη. Ο φωτογράφος ανέβηκε σε εξώστη του δευτέρου ορόφου του ξενοδοχείου «Πανελλήνιον», το οποίο βρισκόταν στη νότια πλευρά της πλατείας και από εκεί αποτύπωσε τα κτίρια που υπήρχαν προπολεμικά στην βορειοδυτική πλευρά της Κεντρικής Πλατείας (Θέμιδος ονομαζόταν τότε και σήμερα Μιχ. Σάπκα).
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για το κτίριο που περιγράφουμε είναι του 1881 και προέρχεται από τον «πρύτανη» των δημοσιογράφων όπως αποκάλεσαν τον Θρασύβουλο Μακρή (1874-1952), διευθυντή και εκδότη της εφημερίδας «Μικρά», ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν μαθητής. Αναφέρει ότι στη θέση αυτή κατά την κατάληψη της Λάρισας από τα ελληνικά στρατεύματα, υπήρχε ζαχαροπλαστείο που ο καταστηματάρχης του ονομαζόταν Ευθύμιος Σαρανταένας, και καταγόταν από τη Λαμία. Θα πρέπει να ήταν κάποιος τύπος της Λάρισας γιατί ήταν γνωστός στους κατοίκους από την μεγάλη γενειάδα που έτρεφε. Ο Μακρής τον περιγράφει ως «διαπρεπή γενειοφόρο» και μάλιστα αναφέρει ένα στιγμιότυπο που είχε με τον Τούρκο διοικητή της Λάρισας Χιντέτ πασά στις 31 Αυγούστου 1881. Καθώς ο Σαρανταένας, λόγω της επικείμενης εισόδου των ελληνικών στρατευμάτων, αναρτούσε μια τεράστια ελληνική σημαία στο κατάστημά του, εκείνη τη στιγμή περνούσε από το πεζοδρόμιο ο Χιντέτ πασάς και η σημαία τον περιτύλιξε ολόκληρο. Ο τελευταίος ενοχλήθηκε και είπε στον καταστηματάρχη: «Περίμενε μπρε τζάνουμ να φύγουμε και μετά κρεμάς όσες παντιέρες θέλεις» [1].
Στις αρχές του 20ού αιώνα στη γωνιά αυτή (συμβολή τότε των οδών Ακροπόλεως [2] και Αλεξάνδρας) υπήρχε ένα μικρό καφενεδάκι, στο οποίο συγκεντρώνονταν μετά τη δουλειά τους εκτός των άλλων οι κατασκευαστές πηγαδιών και οι βοθροκαθαριστές της πόλης. Τα δύο αυτά επαγγέλματα ευδοκιμούσαν στην παλιά Λάρισα, γιατί όπως είναι γνωστό, μέχρι το 1930 δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης και το μεν πόσιμο νερό το προμηθεύονταν από τον Πηνειό, ενώ τα πηγάδια λόγω της γειτνίασης με τους υπαίθριους οικιακούς βόθρους χρησίμευαν μόνον για τις ανάγκες καθαριότητας και ποτίσματος.
Όταν το καφενεδάκι αυτό έκλεισε, το κτίριο το αγόρασε ο Ισραηλίτης φαρμακοποιός Σαλβατώρ Ματαλών και άνοιξε φαρμακείο. Αν και την εποχή εκείνη τα φαρμακεία ήταν λίγα, εν τούτοις δεν είχαν πολλή δουλειά, γιατί ο πολύς κόσμος προτιμούσε να εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους (τα «μαντζούνια») και όχι τα φάρμακα. Γι’ αυτό και Ματαλών εκτός από το φαρμακείο δημιούργησε για ένα διάστημα και μια μικρή βιομηχανία αεριούχων ποτών με πρωτόγονα μέσα.
Αργότερα ο Ματαλών μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και το φαρμακείο περιήλθε στην ιδιοκτησία του φαρμακοποιού Νίκου Ζησιάδη από τη Ραψάνη, ο οποίος ήταν αδελφός του δικηγόρου και επί σειρά ετών διατελέσαντος βουλευτού Τυρνάβου Βασίλη Ζησιάδη [3]. Η επιγραφή στο επάνω μέρος του κτιρίου είχε την επωνυμία «Φαρμακείον Ν. Ζησιάδου και Σία», όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία. Πάνω από την επιγραφή αυτή, στο στηθαίο της στέγης, υπήρχε μια ακόμα επιγραφή με τη λέξη «Σαντράλ» με δύο σταυρούς εκατέρωθεν. Η χαρακτηριστική αυτή λέξη έδωσε την αφορμή στους Λαρισαίους να ονομάζουν το φαρμακείο ως «Σαντράλ» και μάλιστα μερικοί μετέφραζαν την ονομασία αυτή σαν «Κεντρικόν», δηλ. ότι ήταν το κεντρικότερο φαρμακείο της Λάρισας, ενώ είναι γνωστό ότι στην άλλη γωνία της πλατείας υπήρχε ένα άλλο μεγάλο φαρμακείο, του Αγαμέμνονα Αστεριάδη. Το «Σαντράλ» όμως ήταν διαφήμιση φαρμάκου της εποχής, γι’ αυτό και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία απουσιάζει η λέξη αυτή και έχουν παραμείνει μόνον οι σταυροί. Το φαρμακείο αυτό λειτούργησε μέχρι το 1941. Στην κατοχή και εξ αιτίας του σεισμού και του πολέμου καταστράφηκε και ο ιδιοκτήτης μετακόμισε στην Αθήνα όπου μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα πέθανε.
Στα πρώτα χρόνια της κατοχής και για μικρό χρονικό διάστημα ο κατεστραμμένος χώρος του παλιού φαρμακείου επιδιορθώθηκε κάπως και στη θέση του αναπτύχθηκε μια μικρή παράγκα η οποία λειτούργησε σαν καφενεδάκι. Τα γεγονότα το έφεραν ώστε να ξαναλειτουργήσει σαν καφενεδάκι, όπως ήταν και στις αρχές του 20ού αιώνα. Μετά την απελευθέρωση και για πολλά χρόνια αυτός ο χώρος και δύο άλλα διπλανά καταστήματα που είχαν καταστραφεί έμειναν οικόπεδα, μέχρι στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε δόθηκαν και τα τρία με αντιπαροχή για να υψωθεί στη θέση τους η πολυώροφη γωνιακή οικοδομή που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στη φωτογραφία διακρίνονται ακόμα, αριστερά τμήμα του ξενοδοχείου «Όλυμπος», στο βάθος το προπολεμικό ρολόι της πόλης και δεξιά ένα μέρος από το ξενοδοχείο «Στέμμα».


[1]. Μακρής Θρασύβουλος, Λαρισινές σελίδες. Σειρά δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Θεσσαλικά Νέα» κατά το 1947.
[2]. Στα 1935, ύστερα από την παλινόρθωση της μοναρχίας, η τότε Δημοτική Αρχή με δήμαρχο τον Στέλιο Αστεριάδη, μετονόμασε την οδό Ακροπόλεως σε Βασιλίσσης Σοφίας και μετά την μεταπολίτευση επί δημαρχίας Αριστείδη Λαμπρούλη μετονομάσθηκε σε Παπαναστασίου.
[3]. Ο Βασίλης Ζησιάδης ήταν σύγαμπρος με τον δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα. Η γυναίκα του Ελπινίκη (Πιπίτσα) ήταν αδελφή της Ιουλίας Σάπκα και οι δύο τους κόρες του δημάρχου Αχιλλέα Λογιωτάτου.

Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

 ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Περίπατος στην αρχή της οδού Κούμα

 
Η οδός Κούμα φωτογραφημένη από τη διασταύρωσή της  με την οδό Μεγ. Αλεξάνδρου. Φωτογραφία του 1930 περίπου.  Αρχείο Θανάση ΜπετχαβέΗ οδός Κούμα φωτογραφημένη από τη διασταύρωσή της με την οδό Μεγ. Αλεξάνδρου. Φωτογραφία του 1930 περίπου. Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ

Σύμφωνα με το Σχέδιο Πόλης το οποίο χαράχθηκε κατά το 1883-84, αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, σε μία από τις κεντρικότερες οδικές αρτηρίες της Λάρισας δόθηκε η ονομασία οδός Κωνσταντίνου Κούμα, αφιερωμένη στον σπουδαίο λόγιο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που γεννήθηκε στη Λάρισα το 1777 και απεβίωσε στην Τεργέστη το 1836.

Στη σημερινή ιστορική μας αφήγηση για την παλιά Λάρισα θα κάνουμε έναν μικρό περίπατο στην αρχή της οδού Κούμα, ξεκινώντας από τη διασταύρωσή της με την οδό Μεγ. Αλεξάνδρου. Η δημοσιευόμενη φωτογραφία θα μας βοηθήσει μόνον εν μέρει προς τούτο, καθώς οι φυλλωσιές των δένδρων καλύπτουν πολλά από τα κτίρια.
Στη δεξιά γωνία Κούμα και Μ. Αλεξάνδρου καθώς βλέπουμε τον δρόμο στη φωτογραφία, υπήρχε το Φαρμακείο των Δημητρίου Επιτρόπου και Φώτη Παπαζήση. Κάποια στιγμή ο τελευταίος αποχώρησε και ο Επιτρόπου έμεινε μόνος μέχρι το 1935 περίπου, οπότε μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο φαρμακείο λίγο πιο κάτω, στη διασταύρωση των οδών Παπακυριαζή και Μεγ. Αλεξάνδρου. Κατόπιν το κατάστημα αυτό και ένα διπλανό, που ήταν πρατήριο βενζίνης, τα πήρε ο Σπύρος Σιμιτσής και τα διαμόρφωσε σε δύο μεγάλες σάλες όπου λειτούργησε το Εστιατόριο «Ερμής» [1]. Η λειτουργία του ξεκίνησε με υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές και συναγωνίσθηκε το θρυλικό για την εποχή του εστιατόριο «Αβέρωφ», που βρισκόταν εκεί κοντά, στην πλατεία. Η κουζίνα του ήταν θαυμάσια γι’ αυτό και συγκέντρωνε τις προτιμήσεις μιας μόνιμης πελατείας που αποτελούνταν από άτομα της αστικής τάξης της πόλης και πολλούς ξένους. Τα καλοκαίρια τοποθετούσε τραπέζια στον δροσόλουστο κήπο που διέθετε, καθώς και στο απέναντι πεζοδρόμιο, έξω από τον περίβολο των παλιών Δικαστηρίων. Ο Μήτσος Σιμιτσής δεν κράτησε για πολύ την επιχείρησή του και την μεταβίβασε στους υπαλλήλους του Μήτσο Χατζηδήμο, Νίκο Μπαράτσιο και Πέτρο Σταματάκο. Μετά από λίγο καιρό και για λόγους άγνωστους, οι δύο πρώτοι από τους συνεταίρους διαφώνησαν με τον Σταματάκο, ο οποίος αποχώρησε και συνεταιρίστηκε με τον Χαράλαμπο Παπαϊωάννου στην επιχείρηση του εστιατορίου «Αβέρωφ». Όμως ο νέος συνεταιρισμός δεν ευοδώθηκε και ο Σταματάκος ξαναγύρισε στον «Ερμή», όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, οπότε τον διαδέχθηκε στο εταιρικό του μερίδιο ο αδελφός του Νικόλαος Σταματάκος [2]. Το 1969 ο «Ερμής» έκλεισε και το κτίριο κατεδαφίσθηκε. Στη θέση του οικοδομήθηκε ισόγειο κτίσμα το οποίο στέγασε το Γαλακτοζαχαροπλαστείο «Σερραϊκόν», το οποίο έμεινε ιστορικό για τα επεισόδια μετά τον αγώνα Πανσερραϊκού - ΑΕΛ για την άνοδο στην Α’ Εθνική κατά τη διάρκεια της επταετίας, επί εποχής υπουργού Αθλητισμού του περιβόητου Ασλανίδη. Δίπλα του κτίσθηκε πολυώροφη οικοδομή η οποία στέγασε για ένα διάστημα την Μαιευτική και Γυναικολογική κλινική του Κλέωνα Κατσίγρα, μέχρις ότου να οικοδομήσει την ιδιόκτητη κλινική του επί της Παπακυριαζή, δίπλα από το παλιό Ταχυδρομείο. Από την ίδια πλευρά του δρόμου και πιο κάτω, στη γωνία με την οδό Φαρσάλων (Ρούσβελτ) ήταν το νεοκλασικό αρχοντικό των αδελφών Καρανίκα.
Στην αριστερή γωνία Κούμα και Μ. Αλεξάνδρου καθώς βλέπουμε τον δρόμο στη φωτογραφία, βρισκόταν το καφενείο «Παράδεισος». Πριν ακόμη ανεγερθεί ο «Παράδεισος» και στην ίδια ακριβώς θέση υπήρχαν δύο κτίσματα ισόγεια με πρόσοψη προς την πλατεία, στο ένα από τα οποία στεγαζόταν το Συμβολαιογραφείο του Ανδρέα Ροδόπουλου, παππού του προέδρου της Βουλής Τάκη Ροδόπουλου. Η οικογένεια Ροδόπουλου καταγόταν από την Πάτρα και εγκαταστάθηκε στη Λάρισα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881. Ως γνωστόν την ίδια εποχή εγκαταστάθηκαν στην πόλη μας και άλλες οικογένειες που ήρθαν από την Πελοπόννησο, όπως του Πιπινόπουλου, του Ιατρόπουλου και άλλων. Δίπλα από το Συμβολαιογραφείο του Ανδρέα Ροδόπουλου βρισκόταν το τυπογραφείο και τα γραφεία της εφημερίδας «Σάλπιγξ». Ήταν εβδομαδιαία και εκδότης της ήταν ο Μιχαήλ Τσόγκας. Όταν ο χώρος που βρισκόταν τα προηγούμενα καταστήματα καθώς και μερικά άλλα διπλανά περιήλθαν γύρω στα 1910 στην ιδιοκτησία του φαρμακοποιού Μανεσιώτη, κατεδαφίσθηκαν και στη θέση τους κτίστηκε το καφενείο «Παράδεισος». Προς την πλευρά της οδού Κούμα το καφενείο διέθετε και θεατρική σκηνή. Την ανάγκη δημιουργίας θεατρικής σκηνής διαπίστωσαν οι ενοικιαστές του καφενείου, όταν απέκτησε παρόμοια σκηνή το «Πανελλήνιον» και διαπίστωσαν ότι συγκέντρωνε το θεατρόφιλο κοινό της Λάρισας. Μάλιστα σε διπλανό χώρο του καφενείου ιδρύθηκε και θερινή θεατρική σκηνή, η οποία είχε και αυτή την είσοδό της από την Κούμα. Αναφέραμε και παλαιότερα ότι η Λάρισα στα παλιά χρόνια, και ενώ ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τις 20-25 χιλιάδες κατοίκους, μπορούσε να συντηρεί τρεις θιάσους στη διάρκεια του καλοκαιριού.
Στον χώρο όπου βρισκόταν το θερινό θέατρο «Παράδεισος» κτίστηκε αργότερα ένα διώροφο κτίριο το οποίο στέγασε για πολλά χρόνια τη «Λαρισαϊκή Λέσχη», την εκμετάλλευση της οποίας είχε ο Γιάννης Ξυραδάκης. Ο τελευταίος ήταν ένας ωραίος, ανοιχτοχέρης και γλεντζές άνδρας. Υπήρξε ο πρώτος κουρέας που άνοιξε και κομμωτήριο στη Λάρισα, την εποχή που σταμάτησε να θεωρείται αμάρτημα η έξοδος των γυναικών από τα σπίτια. Πιο μπροστά δεν διανοείτο καμιά γυναίκα να καταφύγει για τον καλλωπισμό της κεφαλής της σε κομμωτή. Κομμώτριες φυσικά και δεν υπήρχαν. Οι μόνες γυναίκες οι οποίες παρακολουθούσαν τη μόδα ήταν εκείνες που ανήκαν στην εύπορη τάξη και συγκροτούσαν την υψηλή κοινωνία της πόλης. Ο Γιάννης Ξυραδάκης ασκούσε στην αρχή την κομμωτική τέχνη με επισκέψεις κατ’ οίκον, όταν τον καλούσαν οι κυρίες και οι δεσποινίδες της καλής κοινωνίας στα σπίτια τους. Αυτές οι επισκέψεις αυξήθηκαν, γι’ αυτό μετά το 1922 αποφάσισε και άνοιξε στην οδό Ερμού το πρώτο κομμωτήριο. Τώρα πλέον τις περίμενε στο κομμωτήριό του. Στην αρχή ήταν κάπως διστακτικές, αλλά σιγά-σιγά αναθάρρησαν και παράλληλα είχαν αρχίσει να χειραφετούνται και οι γυναίκες της μεσοαστικής τάξης, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η δουλειά του ακόμα περισσότερο, να αναγκασθεί να προσλάβει γυναίκες βοηθούς και κατά το 1934 να μεταφέρει το κομμωτήριό του στην οδό Κούμα, σε ένα κτίριο δίπλα από τη Λαρισαϊκή Λέσχη. Το κτίριο το χώρισε στα δύο. Το μισό ήταν κομμωτήριο και το άλλο μισό κουρείο. Όταν το 1938 ο έμπορος Ανδρέας Κουτσίνας έκτισε το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» στη γωνία των οδών Κύπρου και Μεγ. Αλεξάνδρου, μετέφερε και τις δύο επιχειρήσεις του σε ένα κατάστημα του ισογείου του «Ολύμπιον» με πρόσοψη προς την πλατεία, αλλά με διαφορετικές εισόδους.
Το κτίριο της «Λαρισαϊκής Λέσχης», όπως αναφέρθηκε, κτίσθηκε στη θέση του θερινού θεάτρου «Παράδεισος». Στον επάνω όροφο υπήρχε τις βραδινές ώρες χαρτοπαικτική λέσχη, ενώ τις υπόλοιπες ώρες της ημέρες ήταν εντευκτήριο επιφανών Λαρισαίων. Πιο πριν, στο βάθος του θερινού θεάτρου «Παράδεισος», σε ένα μικρό διώροφο κτίριο, λειτουργούσε χαρτοπαικτική λέσχη. Η πελατεία αυτής της λέσχης μεταφέρθηκε κατόπιν στη νέα που υψώθηκε επί της οδού Κούμα. Δεν ήταν όμως η μόνη. Μία ακόμη λειτουργούσε στο βάθος της αυλής του καφενείου «Νέος Κόσμος», η οποία διατηρήθηκε, όπως και η πρώτη, για πολλά χρόνια. Τακτικότατος θαμώνας της χαρτοπαικτικής λέσχης ήταν μεταξύ των άλλων και ο Γιάννης Ξυραδάκης. Ήταν μανιώδης χαρτοπαίκτης και η νοσηρή αυτή αδυναμία δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Δεξιά από την είσοδο της «Λαρισαϊκής Λέσχης Λαρίσης» υπήρχε ένα μικρό υπόγειο στο οποίο λειτουργούσε το ζαχαροπλαστείο του Κώστα Μπελούλη. Ο Μπελούλης ήταν ένας γραφικός τύπος της παλιάς Λάρισας. Καταγόταν από ένα χωριό της Λαμίας και αποτελούσε βασικό στέλεχος του Συλλόγου Ρουμελιωτών της Λάρισας. Καθώς ήταν άνθρωπος αγαθός, απονήρευτος και εύπιστος, και ο χώρος του καταστήματος υπόγειος και υποφωτισμένος, το ζαχαροπλαστείο αυτό αποτελούσε συνήθως στέκι παράνομων ζευγαριών.
Αμέσως μετά τη Λέσχη ήταν παλαιότερα ισόγειο κατάστημα, το οποίο κατά το 1925 στέγαζε το Φωτογραφείο του Αθανασόπουλου. Κατόπιν λειτούργησε εκεί το μικρό Ζαχαροπλαστείο του Δεληγιάννη. Όταν αυτό έκλεισε, μεταφέρθηκε εκεί το Κομμωτήριο και το Κουρείο του Γιάννη Ξυραδάκη, όπως ήδη αναφέρθηκε. Η αίθουσα χωρίστηκε στα δύο και δεξιά εγκαταστάθηκε το κομμωτήριο και αριστερά το κουρείο. Το χώρισμα ήταν ξύλινο και δεν έφθανε μέχρι την οροφή. Γι’ αυτό όταν οι πελάτισσες ή οι πελάτες μιλούσαν κάπως δυνατά, ακούγονταν και στις δύο αίθουσες. Μεταξύ των δύο αιθουσών υπήρχε ένα άνοιγμα προς την έξοδο όπου είχε εγκατεστημένο το ταμείο ο ιδιοκτήτης.
Πιο κάτω, στη γωνία με την οδό Ρούσβελτ, ήταν μια ημιδιώροφη κατοικία, ιδιοκτησίας του Χαράλαμπου Βουζίκα. Σ’ αυτό κατοίκησαν οι οικογένειες του Θωμά Χαρίτου, του Στράτου Βαλάκη και του Πέτρου Βούλγαρη. Μεταπολεμικά επειδή το ξενοδοχείο «Όλυμπος» του Βουζίκα που βρισκόταν απέναντι από την Εθνική Τράπεζα, αχρηστεύθηκε από τους σεισμούς, μετέφερε εδώ για ένα διάστημα το ξενοδοχείο «Όλυμπος». Τη δεκαετία του 1960 οι κληρονόμοι του το κατεδάφισαν και στη θέση του ανήγειραν πολυώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας στεγάζονται διάφορα καταστήματα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το Εστιατόριο «Ερμής», εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 10ης Ιουνίου 2018.
[2]. Ολύμπιος [Περραιβός Κώστας]. Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 4ης Σεπτεμβρίου 1972.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

 

Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το παρεκκλήσι των Ανακτόρων της Λάρισας


Ναός Αγ. Βησσαρίωνος. Παρεκκλήσι των Ανακτόρων της Λάρισας.  Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο αρ. 12 του Γεωργίου Βελόνη. Αρχές δεκαετίας του 1920.Ναός Αγ. Βησσαρίωνος. Παρεκκλήσι των Ανακτόρων της Λάρισας. Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο αρ. 12 του Γεωργίου Βελόνη. Αρχές δεκαετίας του 1920.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η εικόνα που δημοσιεύεται είναι έκδοση του Γεωργίου Βελώνη, ο οποίος διατηρούσε βιβλιοχαρτοπωλείο και τυπογραφείο στη Λάρισα, στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Ασκληπιού, απέναντι από το φαρμακείο του Στέφανου Κυλικά.

Ο Γεώργιος Βελώνης (1881-1946) ήταν Πελοποννήσιος. Στη Λάρισα εγκαταστάθηκε τη δεκαετία του 1920 και περί το 1925 άνοιξε το βιβλιοχαρτοπωλείο, το οποίο κράτησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της κατοχής [1]. Η παρουσία του Βελώνη στη Λάρισα θα μείνει παντοτινή χάρη κυρίως σε μια σειρά από 25 χρωμολιθόγραφα επιστολικά δελτάρια άριστης ποιότητας. Οι φωτογραφίες (τα κλισέ) δεν είναι δικά του, γιατί ο Βελώνης δεν ήταν φωτογράφος. Εκτός αυτού υπάρχουν απόψεις από χρονικές περιόδους που δεν είχε ακόμα εγκατασταθεί στη Λάρισα (1897, 1900, 1905, κλπ). Ο φωτογράφος των καρτών είναι άγνωστος, η δε θεματολογία τους περιλαμβάνει απόψεις από Λάρισα, Μπαμπά (σημερινά Τέμπη), Αγιά, Τρίκαλα, Μετέωρα.
Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει ένα μικρό εκκλησάκι με τρούλο και επιγράφεται «Εκκλησία Ανακτόρων Λαρίσσης», φέρει δε στη σειρά τον αριθμό 12. Πρόκειται για το παρεκκλήσι των βασιλικών ανακτόρων, τα οποία βρίσκονταν στην περιοχή όπου σήμερα έχει ανεγερθεί το Δημοτικό Ωδείο. Ήταν αφιερωμένο στον άγιο Βησσαρίωνα, μητροπολίτη Λαρίσσης. Σύμφωνα με προφορική παράδοση, την οποία καταγράφει ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Μικρά» Θρασύβουλος Μακρής [2], στον χώρο αυτόν υπήρχε πολύ πριν από την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους (1881) μεγάλη οικία, αληθινό ανάκτορο, του οποίου οικοδέσποινα ήταν η Νουριέ χανούμ, στενή συγγενής του Αλή πασά και κρυπτοχριστιανή. Επέτρεψε λοιπόν στο υπηρετικό προσωπικό του αρχοντικού, το οποίο προέρχονταν από τη χριστιανική κοινότητα της πόλης, να χρησιμοποιήσουν ένα από τα δωμάτια όπου στεγάζονταν τα «οτζάκια», δηλαδή οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού (μαγειρεία, πλυσταριά, καταλύματα του προσωπικού, κλπ.) και να το μετατρέψουν σε πρόχειρη εκκλησία. Ήταν η περίοδος κατά την οποία είχε επικρατήσει κάποια σχετική θρησκευτική ελευθερία εκ μέρους των Οθωμανών. Στο μέσον του δωματίου είχαν τοποθετήσει μια παλιά εικόνα του Αγίου Βησσαρίωνος, μπροστά από την οποία έκαιγε μέρα-νύχτα κανδήλα. Οι χριστιανοί του αρχοντικού και αρκετοί γείτονες, προσέρχονταν τις Κυριακές και τις εορτές για να ανάψουν λαμπάδα και να προσκυνήσουν την εικόνα του αγίου. Κάποια νύχτα όμως του Νοεμβρίου του 1872 μια πυρκαγιά αποτέφρωσε όλους τους βοηθητικούς χώρους του αρχοντικού. Η οικοδέσποινα απέδωσε το καταστρεπτικό γεγονός σε ολιγωρία του υπηρετικού προσωπικού. Όμως οι ζημιές αποκαταστάθηκαν γρήγορα και η λειτουργία του παρεκκλησίου συνεχίσθηκε.
Μετά τον θάνατο της Νουριέ χανούμ το μεγάλο αυτό αρχοντικό περιήλθε στην κατοχή του ανεψιού της Χουσνή μπέη, ο οποίος αρχές Οκτωβρίου του 1881, ένα μήνα περίπου μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, πρόσφερε το αρχοντικό του για να καταλύσει ο βασιλέας Γεώργιος ο Α΄ όταν επισκέφθηκε επίσημα τη Λάρισα. Ικανοποιημένος από την ευρυχωρία του κτιρίου και την απέραντη αυλή, ο Γεώργιος το αγόρασε στις 11 Οκτωβρίου 1881. Η βασίλισσα Όλγα, προσωπικότητα έντονα θρησκευόμενη, γοητευμένη από την παράδοση του υποτυπώδους ναΐσκου του Αγίου Βησσαρίωνος σε ένα απόμερο μέρος του κονακιού, αποφάσισε το 1898 να ανεγείρει νέο ναό προς τιμήν του αγίου. Γράφει σχετικά η εφημερίδα «Ελλάς»: «Από πολλών ημερών ήρχισεν η ανέγερσις του μικρού ναϊσκου εις τον περίβολον των ενταύθα ανακτόρων. Εις τον ναόν τούτον θα εκκλησιάζονται τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, οσάκις μας επισκέπτονται» [3]. Ο ναός διακοσμήθηκε με αγιογραφίες ρώσων ζωγράφων, εμπλουτίσθηκε με αφιερώματα φιλόθρησκων Λαρισαίων και φιλοξένησε τις εικόνες και τα ιερά σκεύη του κατεδαφισθέντος το 1898 παρεκκλησίου του αγίου Βησσαρίωνος στο ναό του Αγίου Αχιλλίου (Βασιλική του Καλλιάρχη). Αρχιτεκτονικά ήταν μονόχωρη σταυροειδής κατασκευή, αρκετά ψηλή για τις διαστάσεις της, με τρούλο ο οποίος ήταν μολυβδοσκέπαστος, δηλ. καλύπτονταν με παχιά φύλλα μολύβδου. Η τοιχοποιία, όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία, ήταν από πελεκημένη πέτρα, με κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις στα ανοίγματα.
Όταν το 1918 κατεδαφίσθηκε το ανάκτορο, ο ναός του Αγίου Βησσαρίωνος διατηρήθηκε. Την ίδια χρονιά μάλιστα ο εστιάτορας Κωνσταντίνος Γεωργ. Νατάκιας, με δαπάνες του ανακαίνισε το εκκλησάκι. Κάλυψε με επίχρισμα τους εξωτερικούς τοίχους, ολοκλήρωσε την αγιογράφησή του και έτσι ο ναός του αγίου αποδόθηκε στη χρήση των πιστών της περιοχής.
Όμως ο καταστρεπτικός σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 ισοπέδωσε μεταξύ άλλων και το εκκλησάκι. Αναγκαστικά κατεδαφίσθηκε και στη θέση του στήθηκε προσωρινά ξύλινο παράπηγμα, για να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των περιοίκων. Το 1955, χάρη στην οικονομική υποστήριξη του ΟΥΗΛ, προδρόμου της σημερινής ΔΕΥΑΛ, άρχισε η ανέγερση του σημερινού ναού τα εγκαίνια της οποίας έγιναν στις 13 Οκτωβρίου 1957. Το 1961 αγιογραφήθηκε, πάλι με δαπάνη του ΟΥΗΛ, από τον δικό μας ζωγράφο Αγήνορα Αστεριάδη και τους μαθητές του με θαυμάσιες τοιχογραφίες. Σήμερα ο ναός αυτός στολίζει την πλατεία του Δημοτικού Ωδείου και είναι σημείο αναφοράς για πολλούς συμπολίτες μας.


[1]. Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, Επιστολικά δελτάρια (1900-1960), Συλλογή Γεωργίου και Λένας Γουργιώτη, Λάρισα (2007) σελ. 19.
[2].Μακρής Θρασύβουλος. Ο Άγιος Βησσαρίων, εφ. Λαρισαϊκός Τύπος, Λάρισα, φύλλο της 15ης Σεπτεμβρίου 1943. Η εφημερίδα αυτή ήταν κοινή έκδοση της «Ελευθερίας» και του «Ημερήσιου Κήρυκα» της Λάρισας κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου.
[3]. εφ. Ελλάς, φύλλο της 29ης Ιουνίου 1898.