Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Ο κεντρικός τομέας της Λάρισας το 1910


Φωτογραφία του κεντρικού τομέα της Λάρισας στην περιοχή της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη) όπως ήταν το 1910. Λεπτομέρεια φωτογραφίας Στεφ. Στουρνάρα. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΦωτογραφία του κεντρικού τομέα της Λάρισας στην περιοχή της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη) όπως ήταν το 1910. Λεπτομέρεια φωτογραφίας Στεφ. Στουρνάρα. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Μέχρι το 1910 η Λάρισα είχε αρχίσει να αποτινάσει τις οθωμανικές πολεοδομικές καταβολές τουλάχιστον στον κεντρικό τομέα της.
Το 1882, ένα χρόνο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό βασίλειο, είχε ήδη καταρτισθεί το σχέδιο πόλεως και σταδιακά άρχισαν οι απαλλοτριώσεις, οριοθετήθηκαν οι κύριοι οδικοί άξονες και κατασκευάστηκαν τα πρώτα σύγχρονα για την εποχή κτίσματα. Ο φωτογράφος του Βόλου Στέφ. Στουρνάρας, ο οποίος από τα τέλη του 19ου αιώνα επιδόθηκε με επιτυχία στην εκτύπωση εικονογραφικών επιστολικών δελταρίων, μας άφησε σημαντικές απόψεις της Λάρισας των πρώτων δεκαετιών από την απελευθέρωσή της. Από τη μελέτη τους μπορούμε να συμπεράνουμε όχι μόνο την αλλαγή της πόλης μας σε διάφορα σημεία, αλλά και να αποκτήσουμε μια εικόνα της μορφολογίας πολλών κτισμάτων, τα οποία μας ήταν γνωστά μόνον από περιγραφές.
Η εικόνα που δημοσιεύεται σήμερα είναι λεπτομέρεια κάρτας του Στέφανου Στουρνάρα. Ο φωτογράφος ανέβηκε στον μιναρέ το Γενί τζαμί, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν ακέραιος και από τον εξώστη του έστρεψε το φακό για να απαθανατίσει τη νοτιοδυτική πλευρά του κεντρικού τομέα της Λάρισας. Για τη διευκόλυνση των αναγνωστών αναφέρουμε ότι στο κάτω μέρος διακρίνεται ένα τμήμα της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη σήμερα) και οι στέγες οικημάτων της αριστεράς πλευράς του δρόμου. Στο κέντρο της εικόνας τα κτίρια είναι αριθμημένα για καλύτερη απεικονιστική προσέγγιση. Τα περισσότερα εξ αυτών έχουν ήδη περιγραφεί εκτενέστερα σε παλαιότερά κείμενά μας και σήμερα θα γίνει μια μικρή αναφορά τους.
Στον αριθμό [1] απεικονίζεται το "Ξενοδοχείο της Γαλλίας". Κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και την εκμετάλλευσή του την είχε ο Νικόλαος Μουστάκας. Το 1931 δύο άτομα από το Συκούριο, οι Ιωάννης Κουλούντζος και Αθανάσιος Μέλιος, οι οποίοι είχαν ζήσει για ένα διάστημα στην Αμερική, το ανακαίνισαν, το μετονόμασαν σε «Παλλάς» και το μετέτρεψαν σε πολυτελές ξενοδοχείο. Μετά από λίγα χρόνια το ανέλαβε ο Γεώργιος Σκένδρος και το 1968 κατεδαφίσθηκε. Στη θέση του κατασκευάστηκε το πολυώροφο ξενοδοχείο "Αδωνις"[1].
Εν συνεχεία στον αριθμό [2] παρατηρούμε την παρουσία ενός κομψού διώροφου κτιρίου με νεοκλασικά στοιχεία. Στην πρόσοψη το ισόγειο εμφανίζει πρόπυλο, ενώ η στέγη επιστέφεται με τριγωνική μετώπη. Για το κτίριο αυτό δεν έχουμε άλλες απεικονίσεις, ούτε και πολλά ιστορικά στοιχεία. Την εποχή της λήψεως της φωτογραφίας στέγαζε το Οθωμανικό Σχολείο. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στέγασε το Α΄ Δημοτικό Σχολείο. Στις ανέκδοτες χειρόγραφες "Αναμνήσεις " του παλιού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, στο κεφάλαιο "Αναμνήσεις από την ανέγερσιν των Σχολικών Διδακτηρίων", έχουμε εντοπίσει ορισμένα ιστορικά στοιχεία για το κτίριο αυτό, καθώς και για τη χρήση του ως διδακτήριο του Α΄ Δημοτικού Σχολείου Λάρισας, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια:
"Το Αον Δημοτικόν Σχολείον μετά την ανταλλαγήν των Ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και των Οθωμανικών τοιούτων της Ελλάδος εγκατεστάθη εις το οθωμανικόν σχολείον εις λίαν κεντρικήν θέσιν κείμενον επί της οδού Βασιλέως Κωνσταντίνου[2], προσιτήν εις τας κεντρικάς συνοικίας της πόλεως.
Το Οθωμανικόν Σχολείον είχε ανεγερθεί από την Οθωμανικήν Κοινότητα Λαρίσης ουχί προ πολλών ετών, περίπου 25-30 ετών[3], ήτο διόροφος οικοδομή με οκτώ αιθούσας και δύο ευρείς προθαλάμους, με πλήρη όλα τα απαιτούμενα παραρτήματα και αρκετήν αυλήν δια τα διαλείμματα. Προς ανακαίνισιν ολίγας επισκευάς ήθελε. Ο τότε επιθεωρητής της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως αοίδιμος Καλιγάς το έκρινε κατάλληλον δια την στέγασιν του Αου Δημοτικού Σχολείου. Μετά την αναχώρησιν των Τούρκων εκ Λαρίσης εγκατέστησε τούτο εις αυτό, άλλως τε εκ της συμβάσεως διαχειρίσεως των ανταλλαξίμων περιουσιών δικαιωματικώς ηδύνατο να χρησιμοποιηθή τούτο ως σχολείον Δημοτικόν, αποζημιωμένης εν καιρώ της επιτροπής διαχειρίσεως ανταλλαξίμων υπό του Δήμου. Ούτω προέκυπτε οικονομία εις την ανέγερσιν των Σχολείων, αναβαλομένης της ανεγέρσεως του Αου Δημοτικού Σχολείου δι’ αργότερον εφ’ όσον ήδη εστεγάζετο τούτο ικανοποιητικώς εις το Οθωμανικόν Σχολείον.
Ο Δήμος ουχ ήττον προέβη εις σχετικήν διαπραγμάτευσιν δια την αγοράν και του Οθωμανικού Σχολείου με την επιτροπήν διαχειρίσεως ανταλλαξίμων, δηλώσας κατηγορηματικώς ότι θα αγοράση τούτο οριστικώς βραδύτερον. Δυστυχώς μετά την εγκατάστασιν της νέας Δημοτικής αρχής της προελθούσης εκ των εκλογών του 1934[4], εδηλώθη υπό ταύτης εις την επιτροπήν διαχειρίσεως ότι το εμβαδόν του Οθωμανικού Σχολείου ήτο ανεπαρκές προς ανοικοδόμησιν Σχολικού διδακτηρίου και δεν θα ηγοράζετο, ενώ λόγω της κεντρικής θέσεώς του έπρεπε να περιέλθη τούτο εις την κατοχήν του Δήμου, συμπληρωμένης της ανεπαρκείας του δι’ αγοράς ή απαλλοτριώσεως εκ συνεχομένων ακαλύπτων ιδιωτικών γηπέδων της απαιτουμένης εκτάσεως προς συμπλήρωσιν του απαιτουμένου εμβαδού. Ούτω απωλέσθη η ευκαιρία της εξασφαλίσεως του οικοπέδου και δια το Αον Δημοτικόν Σχολείον, λίαν καταλλήλου μάλιστα. Η επιτροπή διαχειρίσεως ανταλλαξίμων προέβη βεβιασμένως εις εκποίησιν αυτού, όπερ ηγοράσθη υπό ενδιαφερομένων να αποκτήσωσι τούτο.
Ούτω ελλείψει γηπέδου το Αον Δημοτικόν Σχολείον έμεινε άνευ διδακτηρίου και όταν υπεχρεώθη να εκκενωθή το Οθωμανικόν Σχολείον κατενεμήθη εις άλλα Σχολεία λόγω μη εξευρέσεως καταλλήλου κτιρίου".
Πίσω από το Οθωμανικό Σχολείο, με τον αριθμό [3], διακρίνεται η σκεπή του αρχοντικού του δημάρχου Αχιλλέως Αστεριάδη, το οποίο είχε πρόσοψη επί της οδού Ασκληπιού.
Απέναντι από το αρχοντικό του Αστεριάδη και αφού μεσολαβεί η οδός Κούμα στον αριθμό [4] ήταν το σπίτι του Βασιλείου Αρσενίδη (1875-1944), γαιοκτήμονα με τεράστιες εκτάσεις στο χωριό Αλήφακα και διορισμένου δημάρχου την περίοδο 1924-1925.
Στον αριθμό [5] απεικονίζεται το πίσω μέρος της κατοικίας του εργολάβου Δημητρίου Πουλιάδη, η οποία είχε πρόσοψη προς την πλατεία Ταχυδρομείου, ενώ στον αριθμό [6] αναγνωρίζουμε την ωραιότερη κατοικία που κτίστηκε στη Λάρισα, το αρχοντικό του Κωνσταντίνου Σκαλιώρα, στη γωνία των σημερινών οδών Ρούσβελτ και Πατρόκλου.
Τέλος στο βάθος με τον αριθμό [7] μόλις φαίνονται σε μια συνεχή σειρά οι μεγάλης έκτασης στρατώνες της Λάρισας.
-----------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Ξενοδοχείον της Γαλλίας, εφ. "Ελευθερία", φύλλο της 14ης Φεβρουαρίου 2016.
[2]. Όπως αναφέρθηκε πολλές φορές, οι μεγάλοι δρόμοι της Λάρισας στα 138 ελεύθερου βίου της είχαν υποστεί πολλές μετονομασίες. Η ονομασία Βασ. Κωνσταντίνου διατηρήθηκε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε και απέκτησε τη σημερινή ονομασία οδός Παναγούλη.
[3]. Επειδή ο Σάπκας στις αναμνήσεις του αυτές αναφέρεται στην περίοδο ανέγερσης των νέων τότε σχολικών κτηρίων (1930-32), συμπεραίνεται ότι η κατασκευή του Οθωμανικού σχολείου πρέπει να έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα (1900-1905).
[4]. Στις δημοτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1934 ο συνδυασμός του Στυλιανού Αστεριάδη (Πατόφλα) υπερίσχυσε του Μιχαήλ Σάπκα.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

21η Δεκεμβρίου 1940: Μια «μαύρη» ημέρα για τη Λάρισα

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΤΑΛΟΥΣ ΑΦΗΣΕ ΠΙΣΩ ΤΟΥ 60 ΝΕΚΡΟΥΣ ΚΑΙ 150 ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ


- Η οδός Αλεξάνδρας (σημερινή Κύπρου) βομβαρδισμένη (1941). Συλλογή Αγγ. Αβδανά.- Η οδός Αλεξάνδρας (σημερινή Κύπρου) βομβαρδισμένη (1941). Συλλογή Αγγ. Αβδανά.
Υπάρχει ένας λόγος, για τον οποίο η 21η Δεκεμβρίου αποτελεί ημέρα αναφοράς. Την ημέρα αυτή (ή την επομένη 22 Δεκεμβρίου), συμβαίνει το χειμερινό ηλιοστάσιο, οπότε το βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη έχει τη μικρότερη σε διάρκεια ημέρα και τη μεγαλύτερη νύχτα.
Για τη Λάρισα όμως η ημέρα αυτή ξυπνά μαύρες μνήμες και –σε λιγοστούς πια- οδυνηρές θύμησες. Πριν από 79 χρόνια, την 21η Δεκεμβρίου του ΄40, καταγράφηκε ο πρώτος μεγάλος βομβαρδισμός της πόλης από τους Ιταλούς. Ουσιαστικά, δύο μήνες μετά την κήρυξή του, είναι η στιγμή που η πόλη βιώνει από πρώτο χέρι το αποκρουστικό και θανατηφόρο πρόσωπο του πολέμου. Μετρά τους πρώτους της νεκρούς, όχι στα βουνά της Αλβανίας, αλλά εδώ στην πόλη. Γι’ αυτό και η ημέρα αυτή περιγράφεται ως μαρτυρική: Οι νεκροί φτάνουν τους 60, οι 48 εκ των οποίων Λαρισαίοι, σε 150 υπολογίζονται οι τραυματίες.
Οι αριθμοί είναι μεγάλοι, αφενός διότι οι κάτοικοι της πόλης δεν είχαν ζήσει έως τότε τον θάνατο από τους βομβαρδισμούς, οι οποίοι μέχρι την ημέρα εκείνη ήταν σποραδικοί και συνήθως άστοχοι, με τις βόμβες να πέφτουν πέριξ της πόλης έχοντας ως στόχο την περιοχή του Σιδηροδρομικού Σταθμού και αποθήκες πυρομαχικών και στρατιωτικού υλικού στο Μεζούρλο. Αφετέρου διότι η αεράμυνα φαίνεται ότι δεν λειτούργησε έγκαιρα, με τις σειρήνες να ηχούν σχεδόν ταυτόχρονα με τη ρίψη της πρώτης βόμβας.
Τη μαρτυρική εκείνη ημέρα, το ημερολόγιο έλεγε 21 Δεκεμβρίου του ΄40, ήταν ένα ηλιόλουστο (με λίγα μόνο σύννεφα στον ουρανό) μεσημέρι Σαββάτου. Τη διαδέχτηκε η πένθιμη Κυριακή, με τους νεκρούς να κηδεύονται δυο-δυο, γιατί τα θύματα ήταν πολλά και η μέρα μικρή…
Από κείμενα, λίγα χρόνια μετά, του δημοσιογράφου Βασίλη Βουτσιλά στην «Ελευθερία» και το βιβλίο του Γιώργου Ζιαζιά για την Κατοχή, δανειζόμαστε μερικά αποσπάσματα της τραγικής εκείνης ημέρας.
Γράφει ο Βασίλης Βουτσιλάς στο φύλλο της «Ε» της 21.12.1965:
«Οι μέχρι της 21ης Δεκεμβρίου 1940 βομβαρδισμοί της Ιταλικής αεροπορίας στην πόλη της Λάρισας και την περιοχή της, που είχαν στόχους αποθήκες πυρομαχικών και υλικών στρατού, ήταν λίγοι και άστοχοι στην πλειοψηφία και γύρω από τον σταθμό τότε ΣΕΚ και το Μεζούρλο, και αυτός ήταν ένας λόγος που κράτησε η Λάρισα ένα μέρος των κατοίκων της, τους κάπως πιο θαρραλέοι, οι οποίοι είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω επαγγέλματος είτε λόγω αναστολών και απαλλαγών δεν είχαν επιστρατευθεί και διανυκτέρευαν στα σπίτια τους στην πόλη».
Κατά τον συγγραφέα οι βομβαρδισμοί 21ης Δεκεμβρίου 1940, στέρησαν τη ζωή σε 61 αμάχους πολίτες, τραυματίζοντας 150.
Να πώς περιγράφει τους βομβαρδισμούς ο Γ. Ζιαζιάς:
«Πλησίαζε μεσημέρι, όταν με ένα φίλο, συνάδελφό μου δικηγόρο βολτάραμε στο νότιο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο της Κεντρικής πλατείας, μιας που ο καιρός ήταν σχετικά καλός, μόνο το μισό ουρανό πάνω από την πόλη σκέπαζαν σύννεφα. Άξαφνα άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες συναγερμού. Αμέσως με το άκουσμα ο κόσμος που ήταν στην πλατεία άρχισε να τρέχει προς τα πλησιέστερα καταφύγια το ίδιο και οι πελάτες που έβγαιναν από τα μαγαζιά. Οι μαγαζάτορες άρχισαν να κλείνουν πόρτες, να κατεβάζουν τα ρολά και να σπεύδουν κι αυτοί στα καταφύγια όπως και εγώ με τον φίλο μου, να σπεύδουμε να καταφύγουμε στο ξενοδοχείο τότε ύπνου «Ολύμπιον», που ήταν στη γωνία των οδών τότε των Έξη και σήμερα Κύπρου και Μεγ. Αλεξάνδρου (σήμερα γραφεία), που λόγω του ότι ήταν νεόδμητο με πλάκες υπογείου και ορόφων από μπετόν θεωρείτο για την εποχή του ασφαλές, προς τα εκεί άλλωστε έτρεχαν και οι αξιωματικοί που λόγω του μεσημεριού έτρωγαν στη Στρατιωτική Λέσχη της Πλατείας και ήταν αρκετοί.
Με τα μάτια και προς τον ουρανό και προτού φθάσουμε στο κέντρο της πλατείας και ταυτόχρονα με τη λήξη των σειρήνων, είδαμε να ξεπροβάλει από τα σύννεφα ένα σμήνος τεσσάρων Ιταλικών βομβαρδιστικών και συγχρόνως να σκάζουν γύρω μας βόμβες, τα αέρια των οποίων μας πέταξαν, εμένα μεν στο παρτέρι της πλατείας, από τη μεριά, όπου σήμερα η Τράπεζα Εργασίας (τότε καφενείο «Παράδεισος»), τον φίλο μου δε προς την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς να μας πάρει ευτυχώς κανένα βλήμα από τις βόμβες, ούτε κανένα μεταλλικό φύλλο, που σε σχήμα λεπιών ψαριού, ήταν καλυμμένος ο τρούλος της λέσχης και που με τον βομβαρδισμό του τα φύλλα του, με την εκτίναξή τους, σκότωσαν και τραυμάτισαν τους περισσότερους της πλατείας περιπατητές και περαστικούς.
Και τα τέσσερα παρτέρια της πλατείας ήταν και τότε, όπως πρόσφατα φυτευμένα με πράσινο και λουλούδια, διαφορετικά όμως διαρρυθμισμένα, σε σχήμα δε «γάμα» είχαν ανοίγει ορύγματα, όπως και σε πολλούς άλλους ελεύθερους χώρους, για να καταφεύγουν οι κάτοικοι σε περίπτωση βομβαρδισμών, γιατί τα καταφύγια για το κοινό ήταν λιγοστά, εν σχέση με τα οικογενειακά που ήταν κάπως περισσότερα. Από την πρασιά του παρτεριού, που μου είχαν πετάξει τα αέρια, με την ασύλληπτη δύναμη σε πίεση, κύλησα στο όρυγμα, που κρατούσε και λίγο νερό, από την προηγούμενη βροχερή ημέρα και την ίδια στιγμή πήδησε μέσα στο όρυγμα ένας πιτσιρικάς εφημεριδοπώλης, που από τον φόβο του και το νερό που μπήκε στα παπούτσια του έτρεμε σύγκορμος. Σηκώθηκα όρθιος και μέσα σε μια μπαρουτοκαπνισμένη ατμόσφαιρα με σύννεφα σκόνης προσπαθούσα να ιδώ τι απέγινε ο φίλος μου. Αντίκρισα σκηνές φρικιαστικές, σκηνές που η πένα μου αδυνατεί να περιγράψει, να μεταφέρει στο χαρτί.
Η πλατεία και οι γύρω δρόμοι της έμοιαζαν με πεδίο μάχης. Πτώματα μπροστά και πίσω μου, όπου ήταν τα παλιά Δικαστήρια, τούβλα, πέτρες, θραύσματα από τζάμια, εκατοντάδες φύλλα μολύβδου του βομβαρδισθέντος τρούλου του κτιρίου της Στρατιωτικής Λέσχης, που ήταν εκεί όπου και σήμερα, αλλά σε κτίριο νεοκλασικού ρυθμού με τρούλο, δεκάδες τραυματίες που με γοηρές κραυγές ζητούσαν βοήθεια, ουρλιαχτά και κλάματα από το μέρος της Εθνικής Τράπεζας, στο πεζοδρόμιο της οποίας υπήρχαν σκοτωμένοι και τραυματίες και απελπιστικές φωνές, «βοήθεια», «ωχ, ωχ μάνα μου» και βουγγητά από τη μεριά της Ιονικής τράπεζας (τότε Λαϊκής), έξω από το πεζοδρόμιο της οποίας είχαν τραυματιστεί λούστροι και λουστράκια, που τότε με τα κασελάκια τους γυάλιζαν παπούτσια και μέσα σ' αυτή την κόλαση ν' ακούς μια μάνα, στη γωνία των οδών Κούμα και Παπαναστασίου, ανασκουμπωμένη και με το «πιστιμάλλι», όπως βγήκε από την κουζίνα της, ν' αναζητεί το γιο της φωνάζοντας συνέχεια «Κώτσιο - Κώτσιο παιδί μ'», χωρίς να νοιάζεται για τίποτε άλλο!
Περίμενα να ιδώ κανέναν άλλον, ώστε να τρέξω και εγώ για βοήθεια, πλην όμως και για ένα διάστημα δεν τολμούσε να ξεμυτίσει κανένας, μόνο ένας αξιωματικός χωρίς πηλίκιο, τον θυμάμαι σαν τώρα, που έμαθα αργότερα ότι ήταν γιατρός, έτρεχε εδώ και εκεί βοηθώντας τους τραυματίες, χωρίς τη βοήθεια κανενός άλλου αξιωματικού, από αυτούς που είχαν καταφύγει, όπως προαναφέρα στο «Ολύμπιο», οι οποίοι από τη σαστιμάρα τους στοιβαγμένοι στην είσοδο του ξενοδοχείου, παρακολουθούσαν αδρανείς το φρικιαστικό θέαμα, χωρίς να τολμούν να σπεύσουν σε βοήθεια, γιατί όπως άκουσα στις συζητήσεις τους κατόπιν περίμεναν ότι θα επακολουθούσε και άλλο σμήνος βομβαρδιστικών, αφού το πρώτο σμήνος πρόβαλε στον ουρανό, χωρίς να το αντιληφθεί έγκαιρα η αεράμυνα, κάτι τέτοιο άλλωστε φοβόμουν και εγώ και δεν τόλμησα να φύγω από όρυγμα και να πάω ή στο καταφύγιο του «Ολυμπίου» ή στο της Αγροτικής Tράπεζας στην οδό Ίωνος Δραγούμη, ή να τρέξω για βοήθεια όπως έτρεξαν για βοήθεια και τρεις Καναδέζοι ή Νεοζηλανδοί, δεν θυμάμαι καλά, μόνο θυμάμαι ότι ήταν πανύψηλοι που κατά την ώρα του βομβαρδισμού γυάλιζαν τις μπότες τους σε κασελάκια λούστρων που ήταν απέναντι από το καφενείο τότε «Παράδεισος», στην άκρη της πλατείας. Μάλιστα θυμάμαι ότι για τη μη έγκαιρη προειδοποίηση του κόσμου και το μακελειό που έγινε, κατηγορούσαν και έριχναν την ευθύνη στον τότε υπεύθυνο της Αεράμυνας αντισυνταγματάρχη, υποστηρίζοντας ότι δεν έπρεπε να σημάνει καθόλου συναγερμό γιατί με τον συναγερμό βρήκαν οι βόμβες τον κόσμο στους δρόμους τρέχοντας προς τα καταφύγια. Ένας λόγος ήτανε κι αυτός.
Πέρασαν λίγα λεπτά της ώρας και σαν τα μυρμήγκια άρχισαν να ξεθαρρεύουν και να βγαίνουν τρέχοντας, άλλοι για τα σπίτια τους, άλλοι για τα μαγαζιά τους και ελάχιστοι να βοηθούν τους πολιτοφύλακες, τους χωροφύλακες, τους αξιωματικούς και στρατιώτες που εν τω μεταξύ κατέφθαναν.
Βγήκα και εγώ από το όρυγμα κοιτώντας με ανατριχίλα τα πτώματα (ένα μάλιστα ήταν συνάδελφου μου), τους τραυματίες και τις γύρω καταστροφές και πήρα τον δρόμο προς την οδό Φιλελλήνων, στο μέσον της οποίας ήταν το μαγαζί του πατέρα μου, που με αγωνία με περίμενε και στη συνέχεια επέστρεψα στην πλατεία και βοήθησα τους πολιτοφύλακες στο φόρτωμα πτωμάτων σ' ένα διπλόκαρο όπως και στη μεταφορά τραυματιών. Στην πλατεία βρήκα τον φίλο συνάδελφο, σώο κι αυτόν, με στουμπισμένο όμως κορμί, όπως άλλωστε και το δικό μου. Πάνω στις μαρτυρίες αυτές έπιασε το αυτί μου για βόμβα στην οδό Τζαβέλλα όπου το σπίτι μου, που ήταν κλειστό, αφού η υπόλοιπη οικογένεια, είχε καταφύγει στη Ρέτσανη (Μεταξοχώρι) - Αγιάς και έντρομος έτρεξα να ιδώ. Πράγματι η πρώτη βόμβα είχε πέσει στη γωνία των οδών Τζαβέλλα - Σκουφά και ήταν εκεί σκοτωμένη μια γυναίκα και κάτι αίματα, σημείο ότι ήταν τραυματισμένοι, που έφυγαν ή τους πήραν. Κοιτάζω το σπίτι μου και βλέπω ότι από την πρόσοψη είχαν εκτιναχθεί πόρτες και παράθυρα, τα οποία αφού πρόχειρα ψευτομερεμέτισα κάρφωσα, πήρα πάλι τον δρόμο προς το μαγαζί. Φθάνοντας στη διασταύρωση των οδών Σκουφά και Ταγματάρχου Βελησσαρίου είδα τις καταστροφές της δεύτερης βόμβας, όπως και στη διασταύρωση των οδών Ανθ. Γαζή και Παπακυριαζή, όπου ήταν σκοτωμένοι και έπλεαν σε λίμνη αίματος τα πτώματα μιας γυναίκας και δύο μικρών παιδιών και πιο κει ένα άλλο πτώμα ενός ηλικιωμένου συνταξιούχου αξιωματικού. Την εικόνα αυτή των μικρών, όπως και το πώς πιάστηκα από μια κολόνα φωτισμού για να μη λιποθυμήσω τη θυμάμαι ακόμα και ανατριχιάζω.
Συνεχίζοντας διαπίστωσα ότι η τέταρτη βόμβα είχε πέσει στο οικόπεδο της Εθνικής Τράπεζας, που ήταν τότε θερινός Κινηματογράφος και σήμερα μια σειρά ισογείων καταστημάτων, η πέμπτη όπως προανέφερα έπεσε στην Κεντρική πλατεία στον τρούλο της στρατιωτικής Λέσχης, η έκτη στην οδό Πανός, όπου έξω από τα ήδη γνωστά δύο ψητοπωλεία ήταν σκοτωμένος ένας χωριάτης, του οποίου τα άλογα του διπλοκάρου τραυματισμένα ψυχορραγούσαν και τα αποτελείωσε με το πιστόλι του ένας Εγγλέζος, η εβδόμη βόμβα έπεσε στην οδό Δήμητρας και μια άλλη πιο κάτω. Στην πλατεία και μπροστά στην Εθνική τράπεζα ένας πολιτοφύλακας, ράφτης στο επάγγελμα, μου γνώρισε ότι μεταξύ των νεκρών και ο αδελφός του πατέρα μου και ότι ο ίδιος τον είχε φορτώσει απέναντι από το κτίριο ΟΤΕ σ' ένα κάρο μαζί με άλλους, δεν γνώριζε όμως που τους πήγαν.
…Το (επόμενο) πρωί αφού άκουσα τον απόηχο των πρωτοφανών εγκληματικών γεγονότων, εκείνο που έκανε σε μένα και σ' όλους μεγάλη αίσθηση ήταν ότι κανενός σκοτωμένου δεν αφαιρέθηκαν χρήματα ή χρυσαφικά κλπ., που έφεραν πάνω τους. Μερικοί μάλιστα φορούσαν και ζωνάρια με ραμμένες πάνω χρυσές λίρες, ρεσέτια και πεντόλιρα».

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Το Ε’ Δημοτικό Σχολείο της Λάρισας

Το ιστορικό ίδρυσής του


Το Ε’ Δημοτικό Σχολείο της Λάρισας
Μία από τις πλέον πυκνοκατοικημένες συνοικίες της Λάρισας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν ο Καραγάτς μαχαλάς[1].
Την κατοικούσαν σχεδόν αποκλειστικά οικογένειες Οθωμανών και ήταν πολύ δύσκολο να την πλησιάσουν οι χριστιανοί. Εκεί είχαν κτίσει τα κονάκια τους πολλοί Τούρκοι μπέηδες, μερικοί από τους οποίους παρέμειναν στη Λάρισα και μετά το 1881, που έγινε η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα. Τόπο λατρείας είχαν το Μπουρμαλί τζαμί[2], το οποίο βρισκόταν εκεί όπου σήμερα έχει κτισθεί ο κινηματογράφος «Βικτώρια». Στο κέντρο της συνοικίας αυτής κατείχε μία τεράστια οικοπεδική έκταση ο Οθωμανός Χασάν Ετέμ Εφέντης[3]. Ήταν ένας πλούσιος, φιλάνθρωπος και ευγενής στην ψυχή Λαρισαίος μεγαλοκτηματίας. Διετέλεσε δήμαρχος της Λάρισας επί τουρκοκρατίας και χάρη στα έμπρακτα φιλελληνικά του αισθήματα θεωρήθηκε ικανός και έμπιστος από την ελληνική κυβέρνηση να καταλάβει τη θέση του προσωρινού υπηρεσιακού δημάρχου της πόλης κατά το πρώτο έτος μετά την απελευθέρωση (1881-1882). Το φθινόπωρο του 1882 παραιτήθηκε και στη θέση του διορίσθηκε ο μεγαλοεπιχειρηματίας Αργύριος Διδίκας.
Για αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση και μετά την αποχώρηση πολλών Οθωμανών, οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν στερούνταν σχολείου και εκκλησίας. Για τη στέγαση του σχολείου της περιοχής χρησιμοποιούσαν παλιά εγκαταλειμμένα κονάκια μπέηδων, εντελώς ακατάλληλα για σχολική χρήση. Για τις θρησκευτικές τους ανάγκες ήταν αναγκασμένοι να καταφεύγουν σε ναούς γειτονικών συνοικιών (Αγ. Σαράντα στα Σουφλάρια, Αγ. Νικόλαος στον Παράσχου μαχαλά). Για τον λόγο αυτό, πριν αποχωρήσει από τη Λάρισα ο Χασάν Ετέμ Εφέντης δώρισε στις 3 Ιουνίου 1887 ενώπιον του συμβολαιογράφου Λαρίσης Παναγιώτου Σκαμβούγερα «…έν οικόπεδον εκ μέτρων περίπου δύο χιλιάδων …και παρέδωκε αυτό προς τον έμπορον Διονύσιον Σ. Γαλάτην[4] αμετακλήτως, υπό τον όρον όπως εντός έξη μηνών από σήμερον τω χρησιμοποιήση ως οικόπεδον προς ανέγερσιν εκκλησίας εν τη συνοικία ταύτη του Καραγάτς…»[5]. Τον Αύγουστο του 1899 θεμελιώθηκε στον χώρο του δωρηθέντος οικοπέδου ο πρώτος προσωρινός λιτός ναός του Αγίου Κωνσταντίνου.
Επειδή το οικόπεδο ήταν τεράστιο και ο ελεύθερος χώρος μετά την ανέγερση του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν μεγάλος, ο Μιχαήλ Σάπκας στην προσπάθειά του να λύσει το στεγαστικό πρόβλημα των σχολικών κτιρίων κατά τη διάρκεια των δύο πολύ δημιουργικών θητειών του (1925-1934), σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει τον ελεύθερο αυτό χώρο για την ανέγερση του διδακτηρίου του Ε’ Δημοτικού Σχολείου. Έκανε πρόταση στα μέλη του εκκλησιαστικού συμβουλίου του ναού όπως μέρος του ακάλυπτου χώρου χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση σχολικού συγκροτήματος που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της συνοικίας. Ήταν γνωστό ότι η περιοχή ήταν πυκνοκατοικημένη και δεν υπήρχε άλλος χώρος ελεύθερος στο κέντρο της συνοικίας. Όμως στην προσπάθειά του αυτή συνάντησε αρκετές αντιδράσεις. Ας παρακολουθήσουμε πώς περιγράφει ο Μιχαήλ Σάπκας στις ανέκδοτες μέχρι σήμερα «Αναμνήσεις» του, τα γεγονότα της ανέγερσης του Σχολείου όπως τα έζησε.
«Κατά το 1926 ο Δήμος απεφάσισε την ανέγερσιν ιδία δαπάνη δύο τετραταξίων Δημοτικών Σχολείων απαραιτήτων δια την στέγασιν των μαθητών της συνοικίας Φαλήρου[6] και Αγ. Κωνσταντίνου, ήτοι των 4ου και 5ου Δημοτικών Σχολείων. Δια την τοποθέτησιν του 5ου Δημοτικού σχολείου υπό της αρμοδίας Σχολικής Επιτροπής και του μηχανικού του Δήμου εθεωρήθη ως το πλέον κατάλληλον και κεντρικόν δια την συνοικίαν το δημοτικόν γήπεδον το δωρηθέν υπό του Ετέμ Εφένδη, αρκετά ευρύ μετά την γενομένην διάθεσιν των 2.000 τ. μ. δια την ανέγερσιν της εκκλησίας, εμβαδού δε πλέον των 2.500 τ. μ.[7]… Όλως απροόπτως η Εκκλησιαστική Επιτροπή μοι εκοινοποίησεν αγωγήν προσωρινών μέτρων κατά του Δήμου, ως καταλαμβάνοντος οικόπεδον της Εκκλησίας... Κατά την ημέραν και ώραν της εκδικάσεως της αγωγής εσήμαναν οι καμπάνες της Εκκλησίας συναγερμόν και συνεκεντρώθησαν όλοι οι ενορίται, με την Εκκλ. Επιτροπήν επί κεφαλής και τον δικηγόρον των. Επλησίασα προς αυτούς και επεχείρησα να τους ομιλήσω, εξηγών ότι είναι άτοπον... Άλλως τε η Επιτροπή του Σχολικού Ταμείου κατ’ επιλογήν προέκρινε το οικόπεδον τούτο ως το καταλληλότερον.
Η εκδίκασις εγένετο. Ο Δήμος επέδειξε τον τίτλον της δωρεάς όλου του γηπέδου του Ετέμ Εφένδη, μάρτυρες κατέθηκαν την ιστορίαν της υποθέσεως και η απόφασις εξεδόθη υπέρ του Δήμου. Το Σχολείον ανηγέρθη χωρίς να πάθη τι η εμφάνισις της Εκκλησίας ή περιορισθή η ευρύτης του περιβόλου αυτής. Κατά το 1929 ηυρύνθη το Σχολείον τούτο εις εξατάξιον και κοσμεί την συνοικίαν και τον περίβολον της Εκκλησίας».
Τελικά το οικόπεδο αυτό των 2.500 τ. μ. περίπου παραχωρήθηκε στον Δήμο με την υπογραφή του εμπόρου Αποστόλου Βακάλη, ως προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Αγίου Κωνσταντίνου και του απόστρατου στρατιωτικού Κλεομένη Ζαχαρακοπούλου, ως προέδρου της σχολικής εφορείας του Ε’ Δημοτικού Σχολείου[8].
Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο προέρχεται από προεκλογικό φυλλάδιο του Μιχαήλ Σάπκα κατά τις δημοτικές εκλογές του 1934 και απεικονίζει το Ε’ Δημοτικό Σχολείο, όπως κτίστηκε επί δημαρχίας Σάπκα. Διατηρήθηκε μέχρι πριν μερικά χρόνια, οπότε αντικαταστάθηκε από νέο διδακτήριο σύμφωνα με σύγχρονες προδιαγραφές.
[1]. Κατά προσέγγιση τη συνοικία αυτή μπορούμε να την οριοθετήσουμε μεταξύ των σημερινών οδών Κατσώνη – Κανάρη – Μανδηλαρά –Κρίκης – Ελευσίνος. Η περιοχή αυτή περικλείει σήμερα τον χώρο του Ε’ Δημ. Σχολείου, τον ναό του Αγ. Κωνσταντίνου και την πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως. Θα μπορούσαμε να την μετονομάσουμε σε συνοικία Αγ. Κωνσταντίνου.
[2]. Το τζαμί με τον μιναρέ του ήταν εν χρήσει από τους μωαμεθανούς της Λάρισας μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Μετά έμεινε χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη μέχρι τον μεγάλο σεισμό του Μαρτίου 1941. Τότε ο μιναρές σωριάστηκε, το κτίσμα έπαθε σοβαρές ζημιές και γύρω στα 1960 το τζαμί κατεδαφίσθηκε.
[3]. Το εν λόγω άτομο φέρεται με πολλές ονομασίες από του ιστορικούς και τους δημοσιογράφους της εποχής: Χασάν Εφέντη Ετέμ αγάς, Χασάν Ετέμ Καντήρ αγάς, Χασάν Εφέντης, κλπ. Πάντως στα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου υπέγραφε ως Χασάν Ετέμ.
[4]. Ο Διονύσιος Γαλάτης ήταν από την Ιθάκη. Εγκαταστάθηκε στη Λάρισα πολύ πριν από την απελευθέρωση στον Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου) και ασχολήθηκε κυρίως με την εμπορία του σίτου. Το 1877 τον βρίσκουμε να είναι προξενικός πράκτορας της Γαλλίας, ενώ έλαβε μέρος και στη αποτυχημένη Θεσσαλική επανάσταση του 1878. Ένα μήνα μετά το δωρητήριο συμβόλαιο, στις εκλογές της 5ης Ιουλίου 1887, εκλέχθηκε Δήμαρχος Λαρίσης για μία τετραετία, μέχρι το 1891.
[5]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σ. 19.
[6]. Φάληρο ήταν η συνοικία η οποία περικλείεται στο τετράγωνο που ορίζεται από τους σημερινούς δρόμους Ανθίμου Γαζή-Πολυτεχνείου-Καραθάνου-Κουμουνδούρου και προήλθε από την ονομασία εξοχικού κέντρου με το όνομα αυτό στην περιοχή.
[7]. Υπάρχει μια αναντιστοιχία όσον αφορά στην έκταση του οικοπέδου που δωρίθηκε. Στο συμβόλαιο του 1887 αναφέρεται ότι είχε έκταση περίπου 2.000 τ. μ., ενώ ο Μιχ. Σάπκας το εκτιμά στα 2.000 + 2.500= 4.500 τ. μ.
[8]. Αρ. συμβολαίου 81644/8. 12. 1932 του συμβολαιογράφου Λαρίσης Ευστρατίου Νικ. Γεωργιάδου.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις...

Η ΑΒΕΡΩΦΕΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ


Το κεντρικό κτίριο της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής. Επιστολικό δελτάριο των αδελφών Παπακωνσταντίνου. Τέλη δεκαετίας του 1910. Από το αρχείο του Αντώνη ΓαλερίδηΤο κεντρικό κτίριο της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής. Επιστολικό δελτάριο των αδελφών Παπακωνσταντίνου. Τέλη δεκαετίας του 1910. Από το αρχείο του Αντώνη Γαλερίδη
Η σημερινή εικόνα μας αποτυπώνει το κεντρικό κτίριο της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής της Λάρισας. Πρόκειται για μια σπάνια φωτογραφία, προσαρμοσμένη σε επιστολικό δελτάριο το οποίο κυκλοφόρησε στη Λάρισα στα τέλη της δεκαετίας του 1910 (1918-1920) από τους Αδελφούς Παπακωνσταντίνου, οι οποίοι διατηρούσαν χαρτοπωλείο με τυπογραφείο και φωτογραφείο, άγνωστο όμως σε ποιο σημείο της πόλης.
Εκείνο μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι η κατοικία τους βρισκόταν στον κεντρικό τομέα της πόλης. Την τοποθεσία μάς την περιγράφει ο παλιός δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας στις ανέκδοτες "Αναμνήσεις" του, στο κεφάλαιο " Αναμνήσεις από την ανέγερσιν της Δημοτικής Αγοράς"[1]. Οι αδελφοί Παπακωνσταντίνου κάποια στιγμή μετέφεραν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες στη Θεσσαλονίκη[2].
Το ενδιαφέρον στη φωτογραφία αυτή είναι ότι εκτός από την απεικόνιση του κεντρικού κτιρίου, στα σκαλοπάτια της κύριας εισόδου του είναι παρατεταγμένοι για φωτογράφιση μαθητές και καθηγητές της Γεωργικής Σχολής, όταν αυτό κατά τα αρχικά χρόνια της λειτουργίας της Σχολής χρησιμοποιούνταν ως Διδακτήριο και Οικοτροφείο. Η κάρτα αυτή προέρχεται από τη συλλογή του Αντώνη Γαλερίδη και εκτέθηκε μαζί με άλλες από το αρχείο του συγκεκριμένου συλλέκτη φέτος και για πολλούς μήνες στο αίθριο της Δημοτικής Πινακοθήκης Γ. Ι. Κατσίγρα. Από τις λίγες κάρτες των αδελφών Παπακωνσταντίνου που διασώθηκαν μέχρι σήμερα γίνεται αντιληπτό ότι τεχνικά υστερούν και στη φωτογράφιση και στην εκτύπωση και στην ποιότητα του χαρτιού. Δεν παύουν όμως να μας προσφέρουν πληροφορίες από διάφορα κτίσματα της Λάρισας, από μια εποχή που δεν έχουμε πολλές απεικονίσεις. Απ' όσο γνωρίζω οι αδελφοί Παπακωνσταντίνου θα πρέπει να είναι οι πρώτοι Λαρισαίοι εκδότες επιστολικών δελταρίων. Ο Γεώργιος Βελώνης με τις 25 θαυμάσιες χρωμολιθόγραφες κάρτες του ακολούθησε τη δεκαετία του 1920-1930.
Η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή βρίσκεται στα δυτικά της Λάρισας σε μια τεράστια έκταση 40 περίπου στρεμμάτων. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις της Σχολής βρίσκονται σε έναν περιφραγμένο χώρο, μέσα στον οποίο περιλαμβάνεται ένα συγκρότημα 43 συνολικά κτιρίων, τα οποία έχουν κατασκευασθεί σε διάφορες χρονικές περιόδους. Το κεντρικό κτίσμα που απεικονίζεται στη φωτογραφία είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο από τα επιβλητικά οικοδομήματα που συναντάμε στον χώρο της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής και χαρακτηρίζεται από το μεγάλο ρολόι στο κέντρο του ψηλότερου σημείου της πρόσοψης. Τα περισσότερα κτίσματα, ιδιαίτερα αυτά τα οποία βρίσκονται μπροστά, αμέσως μετά την κεντρική είσοδο του επισκέπτη στον χώρο της, αρχιτεκτονικά είναι δομημένα με νεοκλασικά χαρακτηριστικά, έναν ρυθμό ο οποίος ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την περίοδο της κατασκευής τους.
Η ιστορία της Σχολής αρχίζει το 1901, μετά τη απόφαση της Πολιτείας να αξιοποιήσει τη σπουδαία χρηματική δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ προς το ελληνικό Δημόσιο, με σκοπό τη σύσταση γεωργικού σχολείου. Η επιλογή της Λάρισας ως τόπου λειτουργίας της Σχολής ήταν επιθυμία του δωρητή, αλλά σημαντικό ρόλο έπαιξε και η γεωγραφική της θέση στο κέντρο της τεράστιας θεσσαλικής πεδιάδας. Η Σχολή είχε ως σκοπό να μορφώσει και να καταρτίσει γεωπόνους και από την άποψη αυτή θεωρείται ότι υπήρξε το πρώτο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της χώρας. Ως καταλληλότερος χώρος εγκατάστασης επελέγη μια περιοχή του κτήματος «Ακ-Σεράι», η οποία προερχόταν από τα κτήματα του Στεφάνοβικ, τα οποία είχαν περιέλθει στο ελληνικό Δημόσιο με πολύ χαμηλό τίμημα. Το 1903 η περιοχή παραχωρήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και τον Ιούνιο του 1908 άρχισαν οι εργασίες κατασκευής των κτιρίων, τα βασικότερα των οποίων παραδόθηκαν τον Αύγουστο του 1911. Για την κατασκευή των κτιριακών εγκαταστάσεων χρησιμοποιήθηκαν τα καλύτερα υλικά, αφού το γενναίο κληροδότημα του Γεωργίου Αβέρωφ επέτρεπε κάτι τέτοιο. Τρεις μήνες αργότερα λειτούργησε επίσημα η Σχολή[3].
Κατά τη μακρά διάρκεια της λειτουργίας της η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή άλλαξε πολλές φορές χρήση, επίπεδο εκπαίδευσης και μερικές φορές υπέστη ολιγόχρονη διακοπή της λειτουργίας της. Τη μεγαλύτερη άνθιση γνώρισε το 1918, όταν η Σχολή είχε μετατραπεί σε Μέση Γεωργική Σχολή και τη διεύθυνσή της είχε αναλάβει ο Φιλοποίμην Τζουλιάδης[4], ο οποίος με την παρουσία του σφράγισε ολόκληρη την περίοδο λειτουργίας της Σχολής, που κράτησε 26 ολόκληρα χρόνια. Στην περίοδο αυτή αναφέρεται και το μυθιστόρημα «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» του Μ. Καραγάτση, γνωστό έργο στους Λαρισαίους, γιατί η πλοκή του περιστρέφεται γύρω από τη ζωή και τα έργα του Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντοφ, ταγματάρχη της τσαρικής φρουράς, ο οποίος έφθασε σαν εμιγκρές[5] στη Λάρισα και προσελήφθη ως ζωοτέχνης κτηνίατρος στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή, μια και είχε κάνει ανώτερες σπουδές στη Γερμανία.
Το 1993 με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού όλο το κτιριακό συγκρότημα της Αβερωφείου Σχολής χαρακτηρίσθηκε ως ιστορικά διατηρητέο μνημείο και θεωρήθηκε ότι «πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα συγκροτήματος κτιρίων με εκπαιδευτικό χαρακτήρα, με ιδιαίτερα μορφολογικά, αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και εκλεκτικιστικά στοιχεία που εκφράζουν την αρχιτεκτονική της εποχής του».
-------------------------------------------------------------
[1]. "Το οικοδομικόν τετράγωνον το οποίον αφορίζεται υπό των εξής οδών, ανατολικώς υπό της οδού Ασκληπιού, μεσημβρινώς υπό της οδού Κούμα, δυτικώς υπό της οδού Φαρσάλων (σημερινή Ρούσβελτ) και βορείως υπό της παρόδου Κ. Παπασταύρου, εμβαδού περί τα 3.400 τ.μ. εκαλύπτετο υπό πεπαλαιωμένων οικοδομών, μαγαζείων τινων ηρειπωμένων, ελευθέρων ασκεπών χώρων και την οικίαν των αδελφών Δ. Παπακωνσταντίνου. Πλην της οικίας ταύτης, όλα τα άλλα κτίσματα ήσαν οθωμανικά ανταλλάξιμα ακίνητα άνευ μεγάλης αξίας. Μόνον η οικία των αδελφών Δ. Παπακωνσταντίνου, ενοικιασμένη ως εισαγγελία Πρωτοδικών...". Η περιγραφή αυτή αφορά τη χρονική περίοδο γύρω στα 1930, όταν ο αναμορφωτής αυτός δήμαρχος της Λάρισας είχε πάρει την απόφαση να οικοδομήσει το κτίριο της Δημοτικής Αγοράς.
[2]. Στο "Πανθεσσαλικό Λεύκωμα" του Λαρισαίου στην καταγωγή δημοσιογράφου και συγγραφέα Βινικίου, το οποίο κυκλοφόρησε στον Βόλο το 1928, υπάρχει ολοσέλιδη διαφήμιση του καταστήματος των αδελφών Δ. Παπακωνσταντίνου στη Θεσσαλονίκη. Αυτό σημαίνει ότι οι ανωτέρω είχαν μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη πριν από το 1928.
[3]. Λεπτομερή περιγραφή της ιστορίας της Σχολής και εν γένει της γεωργικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα μπορεί κανείς να βρει στη διδακτορική διατριβή της φιλολόγου-ιστορικού Ιουλίας Κανδήλα, με τίτλο: Η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή Λάρισας. Συμβολή στην ιστορία της γεωργικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, Λάρισα (2001) σελ. 473.
[4]. Ο Φιλοποίμην Τζουλιάδης νυμφεύθηκε την πρώτη κόρη του Γεωργίου Ροδόπουλου, Ροδόπη. Είναι η «κυρία διευθυντού» στο μυθιστόρημα «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» του αδελφού της Μ. Καραγάτση (επισήμως Δημήτριος Ροδόπουλος).
[5]. Εμιγκρές θεωρείται το άτομο το οποίο εκπατρίζεται με τη θέλησή του καταφεύγοντας σε μια ξένη χώρα,
για να αποφύγει διωγμούς ή διάφορες ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις που επικρατούν στην πατρίδα του.


Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

ΤΟ ΜΠΑΪΡΑΚΛΙ ΤΖΑΜΙ

Μια προσπάθεια ταυτοποίησής του

«Δρόμος στη Λάρισα». Πιθανολογείται ότι είναι η σημερινή οδός Παπαφλέσσα και στο βάθος το Μπαϊρακλί τζαμί. Εφ. L’ Illustration Journal Universel, αρ. 459, Paris, 13 Δεκεμβρίου 1851, σελ. 376. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας«Δρόμος στη Λάρισα». Πιθανολογείται ότι είναι η σημερινή οδός Παπαφλέσσα και στο βάθος το Μπαϊρακλί τζαμί. Εφ. L’ Illustration Journal Universel, αρ. 459, Paris, 13 Δεκεμβρίου 1851, σελ. 376. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Γάλλος Hippolyte Lapeyre, γραμματέας του Σαμί Πασά, με παρέα λιγοστών φίλων του, πραγματοποίησε ένα μακρινό και πολυήμερο ταξίδι.
Περιηγήθηκε την Αίγυπτο, την Τουρκία και ολοκλήρωσε το οδοιπορικό του με την Ελλάδα, η οποία μόλις πριν τρεις περίπου δεκαετίες είχε απελευθερωθεί μέχρι τον Δομοκό. Ολοκληρώνοντας το ταξίδι τους ο Lapeyre κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε ένα λεπτομερές οδοιπορικό με τον τίτλο: Journal d‘ un voyageur en Egypt, en Grece et en Turquie [Το ημερολόγιο ενός ταξιδιώτη στην Αίγυπτο, την Ελλάδα και την Τουρκία].
Το 1851 στην εβδομαδιαία εφημερίδα των Παρισίων L’ Illustration Journal Universel, τεύχος 459, της 13ης Δεκεμβρίου, δημοσιεύθηκε στις σελίδες 375-379 ένα μέρος των εντυπώσεών του με τίτλο: «Larisse, le mont Olymp, le mont Ossa. Aly Tchucca, Histoire d’ un chef de Brigands» [Λάρισα, Όλυμπος, Όσσα.
Ο Αλή Τσούκα, η ιστορία ενός λήσταρχου]. Το κείμενο διανθίζεται και με τέσσερα χαρακτικά, εκ των οποίων τα τρία αφορούν απόψεις της Λάρισας, ενώ το τέταρτο είναι μια απεικόνιση του λήσταρχου Αλή Τσούκα.
Η δημοσιευόμενη σήμερα εικόνα είναι μία από τις τρεις φωτογραφίες της Λάρισας που περιέχονται στο πρωτότυπο κείμενο το οποίο δημοσιεύθηκε στη γαλλική εφημερίδα και έχει την υποσημείωση «Ένας δρόμος στη Λάρισα». Αμέσως μετά τον εντοπισμό της εκφράσθηκαν κατά καιρούς διάφορες απόψεις οι οποίες αφορούσαν την περιοχή που απεικονίζεται στο χαρακτικό. Η ταυτοποίηση παρουσίαζε κάποιες δυσκολίες. Όμως η περίπτωση να είναι φανταστική η καταγραφή έχει αποκλεισθεί, αφού τα υπόλοιπα δύο χαρακτικά έχουν όλα τα εχέγγυα ότι οι απεικονίσεις είναι πραγματικές. Τζαμιά με τρούλο υπήρχαν στη Λάρισα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα μόνον δύο. Το ένα ήταν του Χασάν μπέη κοντά στη μεγάλη γέφυρα του Πηνειού και το άλλο του Ομέρ μπέη το οποίο βρισκόταν βόρεια της περιοχής των ανακτόρων (Ωδείου), στο ύψος της σημερινής οδού Γαριβάλδη. Όμως η μορφολογία και ο περιβάλλων χώρος και στα δύο, απέκλειε μια πιθανή ταυτοποίηση.
Ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος επισκέφθηκε τη Λάρισα το 1668 αναφέρει στο οδοιπορικό του ότι ένα από τα τζαμιά της πόλης, το Μπαϊράκ τζαμί «είναι ένα μολυβοσκέπαστο και φωτεινό τζαμί, που ξεκουράζει την ψυχή»[1]. Η λέξη μολυβοσκέπαστο υποδηλώνει ότι το εν λόγω τέμενος είχε τρούλο, ο οποίος καλυπτόταν από λεπτά φύλλα από μολύβι, όπως ακριβώς σκεπάζονταν κατά τη βυζαντινή και την οθωμανική περίοδο οι περισσότερες κατασκευές με τρούλο[2].
Το Μπαϊράκ[3] ή Μπαϊρακλί τζαμί ο Εβλιγιά Τσελεμπή το περιγράφει ως εξής: «Ο μουεζίνης[4] τούτου του τζαμιού κοιτάζει συνέχεια την ώρα και σαν έρθει η στιγμή να καλέσει τους πιστούς σε προσευχή, σηκώνει το μπαϊράκι με σχοινιά στην κορυφή του μιναρέ, απάνω σε κοντάρι από πευκόξυλο. Οι μουεζίνηδες όλων των άλλων τζαμιών και των μικρών συνοικιακών τεμενών, μόλις δούνε τούτο το μπαϊράκι καλούνε και αυτοί τους πιστούς σε προσευχή. Γι' αυτό και λέγεται «Τζαμί του Μπαϊρακιού». Τούτο το σινιάλο με το μπαϊράκι κι' εκείνος που προσέχει την ώρα, είναι στ' αλήθεια κάτι παράξενο και αξιοπερίεργο. Επειδή το τζαμί αυτό βρίσκεται ακριβώς καταμεσίς της αγοράς και του παζαριού, μαζεύει πάμπολλους πιστούς, όπως γίνεται και στα τζαμιά της Κωνσταντινούπολης»[5].
Το Μπαϊρακλί τζαμί το αναφέρουν πολλοί περιηγητές στα οδοιπορικά τους και το όνομά του έχει εντοπιστεί κατά την έρευνα σε πολλά έγγραφα και έντυπα[6}. Έπαιξε σημαντικό ρόλο καθ' όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας στη θρησκευτική ζωή των μωαμεθανών, καθώς ήταν το κεντρικότερο τέμενος της πόλης, στην καρδιά της αγοράς της Λάρισας, όπως αναφέρει ο Εβλιγιά Τσελεμπή και εξυπηρετούσε τους εμπόρους, τους καταστηματάρχες, αλλά και τους καθημερινούς επισκέπτες της περιοχής οι οποίοι επισκέπτονταν την πόλη. Βρισκόταν στη γωνία των οδών Παπαφλέσσα και Όσσας, στη νοτιοανατολικές παρυφές του Λόφου της Ακρόπολης. Υπήρχε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και σε ορισμένες φωτογραφίες και χαρακτικά του 1897 διακρίνεται από μακρινή απόσταση. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και μέχρι το 1993, ο χώρος του είχε καταληφθεί από κατάστημα ζαχαροπλαστικής. Μεγάλη πυρκαγιά τη χρονολογία αυτή κατέστρεψε ολοκληρωτικά το τελευταίο κατάστημα του ζαχαροπλάστη Δημητρίου Μέγα και τότε αποκαλύφθηκαν υπολείμματα του ανατολικού και του βόρειου τοίχου του Μπαϊρακλί τζαμί, τα οποία η αρχαιολογική υπηρεσία το αποκατέστησε όσο ήταν δυνατόν[7]. Σήμερα στον ελεύθερο χώρο έχει κτισθεί σύγχρονο κτίριο.
Μετά την περιγραφή αυτή μπορούμε με κάποια σχετική βεβαιότητα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το τζαμί στο δημοσιευόμενο χαρακτικό από το οδοιπορικό του Hippolyte Lapeyre απεικονίζει το Μπαϊρακλί τζαμί. Ο δρόμος είναι ελαφρά ανηφορικός, όπως η σημερινή οδός Παπαφλέσσα και οδηγεί με την παρεμβολή ενός καταστήματος στον χώρο του οθωμανικού τεμένους. Δεξιά του δρόμου υπάρχει τοίχος επιμήκης κάποιου μεγάλου κτίσματος, ενώ αριστερά προβάλλει το σαχνισί μιας τουρκικής κατοικίας. Τέσσερις χανούμισσες έρχονται από το βάθος του δρόμου, προφανώς από το τζαμί, ενώ αριστερά ένας Ελληνας με φουστανέλα κάθεται στην άκρη του δρόμου κοιτώντας αδιάφορα. Ο τρούλος του τζαμιού καλύπτεται από φύλλα μολύβδου και ο μιναρές είναι εντυπωσιακός.
Την ίδια κατασκευή έχει και ο μολυβοσκέπαστος τρούλος του τζαμιού το οποίο απεικονίζεται στο έγχρωμο χαρακτικό με τον υπότιτλο «Bazar de Larisse» [Αγορά της Λάρισας} που έχει δημοσιευθεί στο οδοιπορικό του Jacob Bartholdy[8]. Ο τελευταίος είχε επισκεφθεί τη Λάρισα το 1803 και έκανε μια εκτεταμένη περιγραφή της πόλης.
Συμπερασματικά, με κάποια μικρή αμφιβολία μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι και τα δύο χαρακτικά (του Lapeyre και του Bartholdy) απεικονίζουν το τζαμί που υπήρχε στην αγορά της Λάρισας, το Μπαϊρακλί τζαμί.
-----------------------------------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Η Θεσσαλία στο οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (1668). Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Θεόδωρος Παλιούγκας, έκδοση του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Λάρισα (2001) σελ. 40.
[2]. Όσοι έχουν επισκεφθεί το Άγιον Όρος (άνδρες φυσικά), θα έχουν σχηματίσει μια ιδέα για τους μολυβοσκέπαστους τρούλους από τα Καθολικά των μοναστηριών.
[3]. Μπαϊράκ, στην τουρκική γλώσσα σημαίνει σημαία.
[4]. Στο Ισλάμ μουεζίνης ονομάζεται εκείνος ο οποίος είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να αναγγέλλει την ώρα της προσευχής με τη στεντόρεια φωνή του και να καλεί από το ύψος του μιναρέ τους πιστούς να προσέλθουν στο τζαμί.
[5]. Βλέπε: Η Θεσσαλία στο οδοιπορικό του Εβλιγιά Τσελεμπή, ό. π., σελ. 40.
[6]. Θεόδωρος Παλιούγκας. Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ Α΄, έκδοση Δήμου Λάρισας, Λάρισα (1996) σελ. 277-282.
[7]. Λεπτομερής περιγραφή των υπολειμμάτων του Μπαϊρακλί τζαμί βλέπε: Θεόδωρος Παλιούγκας, ο. π., σελ. 280-282.
[8]. Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804 par J. L. Bartholdy. Traduit de lAllemand par Adu CParis (1807). Βλέπε και Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η αγορά της Λάρισας το 1803, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 19ης Απριλίου 1915.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΑΣΤΕΡΙΑΔΗ


Μέρος της πρόσοψης του αρχοντικού του Αχιλλέα Αστεριάδη επί της οδού Ασκληπιού, όταν λειτουργούσε ως κατάστημα ΤΤΤ (Ταχυδρομείο-Τηλεγραφείο-Τηλεφωνείο). Στον εξώστη υπάλληλοι. Περί το 1935. Από το οικογενειακό αρχείο του Τέλη Παπουτσή.Μέρος της πρόσοψης του αρχοντικού του Αχιλλέα Αστεριάδη επί της οδού Ασκληπιού, όταν λειτουργούσε ως κατάστημα ΤΤΤ (Ταχυδρομείο-Τηλεγραφείο-Τηλεφωνείο). Στον εξώστη υπάλληλοι. Περί το 1935. Από το οικογενειακό αρχείο του Τέλη Παπουτσή.
Η Λάρισα είχε προπολεμικά πολλά αρχοντόσπιτα, τα οποία ο μεγάλος σεισμός του 1941 τα κατέστρεψε και η επελθούσα αξονική κατοχή τα εξαφάνισε.
Ένα από τα πιο εμβληματικά και ιστορικά αυτά κτίσματα υπήρξε και η κατοικία του παλιού δημάρχου της Λάρισας Αχιλλέα Αστεριάδη (1855-1920), το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Κούμα και Ασκληπιού. Όμως κατά περίεργο τρόπο, η Φωτοθήκη Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής ιστορίας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει και ταυτοποιήσει χιλιάδες φωτογραφίες της Λάρισας από πολλά κτίρια και έχει εντοπίσει γραπτές[1] και προφορικές περιγραφές της εν λόγω κεντρικής κατοικίας της πόλης μας, δεν μπόρεσε να βρει μια απεικόνιση, η οποία να επιβεβαιώνει όλη τη μεγαλοπρέπειά της. Σε επιστολικό δελτάριο ταχυδρομημένο τον Οκτώβριο του 1932 με πανοραμική άποψη της οδού Κούμα, απεικονίζεται η νότια πλευρά του χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες[2]. Πιστεύουμε όμως όλοι μας στη Φωτοθήκη ότι ένα τέτοιο κτίριο σε κεντρική θέση της πόλης θα έχει οπωσδήποτε αποτυπωθεί φωτογραφικά. Την πρώτη επιβεβαίωση της σκέψης μας είχαμε πριν λίγες ημέρες. Ο παιδικός φίλος, γείτονας στην οδό Ροΐδου και συμπαίκτης, ο καθηγητής Αριστοτέλης (Τέλης) Παπουτσής[3] μας προσκόμισε τρεις φωτογραφίες από το οικογενειακό του αρχείο. Η μία απ' αυτές είναι η δημοσιευόμενη σήμερα και η οποία απεικονίζει μέρος από το αρχοντικό του Αχιλ. Αστεριάδη. Συγκεκριμένα αποτυπώνεται το μεγαλύτερο τμήμα της κύριας εισόδου του, η οποία είχε πρόσοψη προς την οδό Ασκληπιού. Τέσσερις τετράγωνοι κίονες (διακρίνονται στη φωτογραφία τρεις) υποβαστάζουν έναν μεγάλο εξώστη, πάνω στον οποίο βρίσκονται υπάλληλοι του κρατικού οργανισμού ΤΤΤ (Ταχυδρομείο - Τηλεγραφείο - Τηλεφωνείο). Είναι η περίοδος, κατά την οποία τα τέκνα του Αχιλλέα Αστεριάδη έχουν εγκαταλείψει τη Λάρισα και στο αρχοντικό στεγάστηκε δημόσια υπηρεσία. Η είσοδος στο ισόγειο είναι εντυπωσιακή, όπως και το εύρος του εξώστη.
Όπως αναφέρθηκε, η κατοικία του Αχιλ. Αστεριάδη βρισκόταν στη βορειοανατολική γωνία της διασταυρώσεως των σημερινών οδών Κούμα και Ασκληπιού. Στο σημείο αυτό υψωνόταν από τα τέλη του 19ου αιώνα ένα μεγαλόπρεπο διώροφο αρχοντικό, το οποίο βορειοανατολικά διέθετε τεράστια αυλή. Αρχιτεκτονικά είχε έντονα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ένα μέρος της αυλής καταλάμβανε μεγάλος ανθοστόλιστος κήπος, ο οποίος βρισκόταν επί της οδού Κούμα. Ένας άλλος χώρος, ο οποίος κάλυπτε έκταση ενός και πλέον στρέμματος, διέθετε στέγαστρα όπου στάθμευαν τα ιδιωτικά αμάξια της οικογενείας και οι χώροι όπου σταβλίζονταν τα άλογά τους. Όλος αυτός ο χώρος αποτελούσε προέκταση της αυλής, είχε πρόσοψη επί της οδού Ασκληπιού, συνεχιζόταν στην οδό Αχιλλέως (σήμερα Παναγούλη) και σε κάποιο σημείο εφαπτόταν με τον περίβολο του Οθωμανικού Σχολείου[4].
Ο Αχιλλέας Αστεριάδης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους δημάρχους της Λάρισας και ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των «Αστεριάδηδων». Ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Αστεριάδη (1856-1908). Και τους δύο ανέλαβε να τους σπουδάσει ο θείος τους Αναστάσιος Αστεριάδης, που ήταν εμπειρικός ιατρός και είχε μείνει άτεκνος. Η οικογένεια καταγόταν από την Ήπειρο, αλλά γύρω στα 1850 μετακόμισε στα Αμπελάκια, και σύντομα βρέθηκε στη Λάρισα. Ο Αχιλλέας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1855 και με τη φροντίδα του θείου του σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε στη χειρουργική. Μόλις επέστρεψε από τις σπουδές του, πήρε μέρος στη Θεσσαλική Επανάσταση του 1878 κατά των Τούρκων. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, παράλληλα με την εξάσκηση του επαγγέλματος, αναμείχθηκε από νωρίς και στην τοπική πολιτική σκηνή, και αναδείχθηκε επανειλημμένως δήμαρχος. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 αιχμαλωτίσθηκε, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία στη Μ. Ασία. Εκεί καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέσθηκε. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων από τη Θεσσαλία τον Ιούνιο του 1898 η ποινή του χαρίσθηκε και επέστρεψε στη Λάρισα.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης δημαρχιακής του θητείας (1891-1895 και 1903-1912) σπουδαιότερα έργα του ήταν η δημιουργία του προσφυγικού οικισμού της Νέας Φιλιππούπολης για τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, η Λάρισα είδε για πρώτη φορά ηλεκτρικό φωτισμό έστω και με δυσκολίες, λειτούργησε η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή, ιδρύθηκε το 1910 το Εργατικό Κέντρο Λαρίσης, και άλλα πολλά που είναι δύσκολο να απαριθμηθούν.
Λόγω της δημαρχιακής του ιδιότητας και του άνετου και πολυτελούς αρχοντικού του, φιλοξένησε κατά καιρούς διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής, των επιστημών και των γραμμάτων. Σ’ αυτό κατέλυαν και διάφορα μέλη της βασιλικής οικογένειας όταν έρχονταν στη Λάρισα, γιατί είχε αναπτύξει μαζί της στενούς δεσμούς φιλίας. Αυτή όμως η φιλία αργότερα, όταν ξέσπασε ο εθνοκτόνος διχασμός, τού στοίχισε τη δοκιμασία της εξορίας που αναφέραμε.
Το 1912 και πριν ακόμα λήξει η θητεία του, έπειτα από δικαστική διαμάχη με τον Όμιλο Ανεμογιάννη από την Κέρκυρα για τον ηλεκτροφωτισμό της Λάρισας, εξέπεσε του δημαρχιακού αξιώματος, επειδή οι ανακρίσεις έφεραν στο φως «πράξεις δωροδοκίας και δωροληψίας» μεταξύ των δύο πλευρών[1]. Μετά την περιπέτειά του αυτή ιδιώτευσε και περιφρονημένος πέθανε στις 2 Απριλίου 1920, σε ηλικία 65 ετών. Ενταφιάστηκε κατόπιν επιθυμίας του στο δημοτικό Κοιμητήριο της Λάρισας χωρίς επισημότητες.
Με τη γυναίκα του απέκτησε τρία τέκνα. Τον Αναστάσιο (Τάσο), ο οποίος σπούδασε ιατρική. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, διετέλεσε διευθυντής του Γαλλικού Νοσοκομείου της πόλης και εκλέχθηκε βουλευτής με τον "Ελληνικό Συναγερμό" του Αλέξανδρου Παπάγου. Πέθανε το 1972. Δεύτερο παιδί του ήταν η Γιοχάνα, η πολυαγαπημένη κόρη του, ένα από τα ωραιότερα κορίτσια της Λάρισας κατά την εποχή του μεσοπολέμου. Παντρεύτηκε έπειτα από ένα επεισοδιακό και μακροχρόνιο ειδύλλιο με τον διακεκριμένο δικηγόρο της Λάρισας Ξενοφώντα Ριζόπουλο, αλλά ο γάμος τους δεν κράτησε για πολύ. Τρίτο παιδί του ήταν ο Πίπης, ο οποίος έπειτα από τον θάνατο του πατέρα του και το διαζύγιο της αδελφής του, εγκαταστάθηκε με τη Γιοχάνα στην Αθήνα.
Πάνω από δέκα χρόνια στεγάσθηκαν οι υπηρεσίες των τηλεπικοινωνιών στο σπίτι του Αστεριάδη. Ο μεγάλος σεισμός που έπληξε τη Λάρισα τον Μάρτιο του 1941 το κατέστησε ετοιμόρροπο. Μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκε και στη θέση του σήμερα υψώθηκαν πολυώροφες οικοδομές.
------------------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας). Ένα αρχοντικό που δεν υπάρχει πια, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 5ης Φεβρουαρίου 1973.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η οδός Κούμα το 1932, εφ. "Ελευθερία", Λάρισας, φύλλο της 19ης Νοεμβρίου 2017.
[3]. Εκφράζω προσωπικές ευχαριστίες στον Τέλη Παπουτσή για την ευγενική του χειρονομία.
[4]. Το Οθωμανικό Σχολείο βρισκόταν επί της οδού Αχιλλέως, μεταξύ του "Ξενοδοχείου της Γαλλίας" του Νικ. Μουστάκα και της μεγάλης αυλής της κατοικίας του Αχιλλέα Αστεριάδη.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος Κασσάρας όπως τον σκιαγραφεί ο Θρασύβουλος Μακρής -Β’


Η επίστεψη του ταφικού μνημείου του επισκόπου Αμβροσίου στον προαύλειο χώρο του ναού των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Συκούριο. Φωτογραφία Παναγιώτη ΔομούζηΗ επίστεψη του ταφικού μνημείου του επισκόπου Αμβροσίου στον προαύλειο χώρο του ναού των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Συκούριο. Φωτογραφία Παναγιώτη Δομούζη
Στο σημείωμα της προηγούμενης εβδομάδος παρουσιάσθηκε το πρώτο μέρος της βιογραφίας του μητροπολίτου Λαρίσης Αμβροσίου όπως την περιέγραψε ο δημοσιογράφος Θρασύβουλος Μακρής το έτος 1938.
Σήμερα συνεχίζουμε με το δεύτερο και τελευταίο μέρος της:
«Ο Αμβρόσιος, εκ των διαπρεπεστέρων επί μορφώσει και παιδεία ιεραρχών, έχων συνεργάτην του πεπειραμένον Πρωτοσύγκελον, τον γηραιόν Προκόπιον Βρυάντιον εκ Ταταούλων της Κωνσταντινουπόλεως, είχεν ηλικίαν 56 περίπου ετών, υψηλού μάλλον αναστήματος, μεγαλοπρεπής το ανάστημα και με γενειάδα μιξοπόλιον[1]. Η δράσις του εν τη νέα ευρεία επισκοπική περιφερεία του υπήρξε μοναδική, πρότυπον δε χριστιανικής όντως αυταπαρνήσεως και μεγαλοψυχίας, αρκούντως εζωγραφισμένης επί της συμπαθητικής μορφής του. Ευσεβής και αρχαϊκός κατά βάθος, εδέχετο τους υγιεινούς νεωτερισμούς, αγαπών την ψυχρολουσίαν, τους περιπάτους και τας σωματικάς ασκήσεις, φιλοφρονέστατος εξ άλλου και αβρότατος όχι μόνον προς τους φίλους και γνωρίμους του, αλλά και προς πάντας γενικώς.
Ο αοίδημος Αμβρόσιος, ανελθών εις τον από τετραετίας χηρεύοντα Μητροπολιτικόν θρόνον Λαρίσης, καθώρισεν εν πρώτοις τας ιερατικάς περιφερείας, εγκαταστήσας εις αυτάς μορφωμένους αντιπροσώπους του και επελήφθη της διαπαιδαγωγήσεως και μορφώσεως του υπ’ αυτόν Ιερού Κλήρου, όστις τότε απηρτίζετο ως επί το πλείστον εκ παρηλίκων και αγραμμάτων ιερέων. Συνέστησε τον «Ιερατικόν Σύνδεσμον Λαρίσσης και Περιχώρων», ούτινος ο κυριώτερος σκοπός ήτο η μορφωτική και οικονομική ανάπτυξις των μελών αυτού δια διαλέξεων και διδασκαλιών, τας οποίας συχνότατα και μεθοδικώτατα έκαμνεν ο διαπρεπής ιεράρχης. Η εποικοδόμησις και διασκευή του Μητροπολιτικού της Λαρίσσης Ναού του πολιούχου αυτής Αγίου Αχιλλίου, η εις πολλά χωρία ανέγερσις ναών, ο πλουτισμός τούτων δια των απαραιτήτων ιερών βιβλίων, κωδώνων, αμφίων και άλλων σκευών και επίπλων, επετεύχθη δια χρημάτων του ανωτέρω Ιερατικού Συνδέσμου και εν πολλοίς δαπάναις αυτού τούτου του Αμβροσίου, όστις συνεχίζων την δράσιν και εξωτερικεύων τας φιλανθρωπικάς του αρχάς, διέθετε το μεγαλείτερον μέρος του μισθού του και των άλλων προσόδων του εις την εκπαίδευσιν φτωχών μαθητριών και μαθητών, αριστευόντων εις τα μαθήματά των. Δεκάδες όλαι διδασκαλισσών, διδασκάλων, ιατρών και δικηγόρων, σπουδασάντων δαπάναις του Αμβροσίου, εξασκούσιν ακόμη και σήμερον πολλαχού της Θεσσαλίας το επάγγελμά των, αρκετοί δε ιερείς, των οποίων τα άμφια ιδίαις δαπάναις του κατεσκεύασεν, ιερουργούσιν εισέτι εις διάφορα της Θεσσαλίας χωρία, ευγνωμόνως μνημονεύοντες του αγαθού των εκείνου Πατρός και ακαμάτου ηγέτου των.
Ο Αμβρόσιος εξ άλλου εγκυκλοπαιδικώτατος ών, διέθετο τας ώρας της σχόλης του εις συγγραφήν περισπουδάστων πραγματειών και βιβλίων, ως και μελετών επί διαφόρων εκκλησιαστικών ζητημάτων, αυτός δε ήτο ο το πρώτον εις την Ιεράν Σύνοδον εισηγηθείς κατά το 1902 την μισθοδοσίαν του Κλήρου, την οποίαν όμως οι ιθύνοντες τότε τα του Υπουργείου της Παιδείας απέρριψαν, θεωρήσαντες ταύτην ως «πολυτέλειαν δια τους αρκετά αποκομίζοντας παπάδες». Εκ των διασωθέντων συγγραμμάτων του Αμβροσίου, φυλασσομένων μετά των βιογραφικών του και ιστορικών άλλων σημειώσεών του υπό του φίλου, στενού του συγγενούς κ. Μιχ. Χαδέλη[2], διαχειριστού της συναδέλφου «Κήρυξ», αναφέρομεν: Την «Εισαγωγήν εις την Ορθόδοξον Χριστιανικήν Ηθικήν», τας «Σχέσεις της Εκκλησίας προς το Κράτος», «Περί Ομιλητικής και Εκκλησιαστικών ειδικώς λόγων», «Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον και αι πηγαί αυτού», «Ο Κλήρος και τα προνόμια αυτού», την «Μελέτην επί του Σχίσματος», «Περί Αρχιεπισκόπων, Εξάρχων και Πατριαρχών», «Περί των εν Χριστώ δύο φύσεων» και το ολίγον προ του θανάτου του εκτυπωθέν και διανεμηθέν «Εγκόλπιον των Ιερέων».
Το θέρος του 1909 τίθεται εις το πλευρόν της υπό τον Ζορμπάν στρατιωτικής επαναστάσεως και ετοιμάζεται δια την εφαρμογήν των απαραιτήτων κατ’ αυτόν μέτρων προς ανόρθωσιν της Εκκλησίας και του Κλήρου, πλην όμως δεν επραγματοποίησε ταύτην, της επαναστάσεως αποτυχούσης και αδόξως διαλυθείσης. Μόνος, ούτω, ο Αμβρόσιος εναπομείνας, εγένετο έκτοτε ο στόχος επιθέσεων όχι μόνον αντιφρονούντων πολιτικών, αλλά και συναδέλφων του, οίτινες παρεξηγήσαντες, ως μη ώφειλε, τας διαθέσεις του, εξύφαναν αρκετάς κατ’ αυτού σκευωρίας και πολλάς πικρίας τω επότισαν, τας οποίας όμως ο μεγαλόψυχος ιεράρχης καρτερικώτατα και μίαν προς μίαν εδοκίμασε.
Τοιουτοτρόπως την αθόρυβον δράσιν του αδαμάστου αυτού του εθνισμού κήρυκος, του μέχρις αυτοθυσίας απαρνηθέντος το εγώ του, του αγαθού λευϊτου και εξόχου της ειρήνης και της αγάπης διδασκάλου, βάσκανος μοίρα και δαίμων κακός ανέκοψαν έκτοτε, ιδία δε από του Δεκεμβρίου του 1903, όταν ο Αμβρόσιος ιερουργών εις τον ναόν του Αγίου Νικολάου της πόλεώς μας, εμνημόνευσε με την στεντορείαν εκείνην φωνήν του και εν αρχή της προσκομίσεως των Τιμίων Δώρων, των εν Αθήναις πεσόντων φοιτητών κατά τας διαδραματισθείσας τότε σκηνάς επί τη απειληθείση μεταφράσει εις την σαχλήν μαλλιαρήν γλώσσαν του ιερού μας Ευαγγελίου[3].
Τον Ιανουάριον του 1910 μηνυθείς[4] υπό πεπορωμένων πολιτικών και αχαρίστων άλλων, πολλαχώς υπ’ αυτού ευεργετηθέντων εις την Ιεράν Σύνοδον, καθηρέθη υπ’ αυτής προφανώς παραπεισθείσης, από του Επισκοπικού αξιώματος. Η εντύπωσις την οποίαν επροξένησεν εις το ποίμνιόν του και ιδία εις τον Λαρισσαϊκόν λαόν, η απόφασις αύτη της Ιεράς Συνόδου υπήρξεν αλγεινοτάτη, εξεγείρασα την χριστιανικήν συνείδησιν και ογκώσασα την λαϊκήν αγανάκτησιν. Εν τούτοις όταν η Λάρισσα σύσσωμος περιεκύκλωσε το Μητροπολιτικόν οίκημα και δακρύουσα διεμαρτύρετο δια το προς τον έξοχον ιεράρχην της προσγενόμενον αδίκημα, ο Αμβρόσιος εξελθών εις το παράθυρον συνέστησε εις το μαινόμενον πλήθος ησυχίαν και σεβασμόν προς το δεδικασμένον, αρκεσθείς να είπη: «Η απόφασις αύτη είναι είς επί πλέον στέφανος δια τους υπέρ της Εκκλησίας υπερτεσσαρακονταετείς αγώνας μου! Η πατρίς, δυστυχώς, ούτως ανταμείβει απότινος τους υπέρ αυτής μοχθούντας».
Από του 1910 ο Αμβρόσιος ιδιώτευεν εν Κεσερλί (Συκουρίω), διάγων βίον αθόρυβον και ομαλώτατον […] . Ευτυχώς τον πλήρη πικριών βίον του Αμβροσίου εγλύκανε κατά το 1911 η υπό της Κυβερνήσεως, ενεργείαις των τότε βουλευτών μας Γεωργίου Βλάχου και Δημητρίου Οικονόμου, χορηγηθείσα αυτώ σύνταξις και η τη εισηγήσει και επιμονή του αειμνήστου διαδόχου του και συνοδικού τότε Αρσενίου Αφεντούλη[5], δοθείσα υπό της Ιεράς Συνόδου συγχώρησις.
Την δευτέραν ημέραν του Πάσχα του 1918, ο Αμβρόσιος Κασσάρας υπό το βάρος εβδομήκοντα έξ όλων ετών, με πάλευκον την πλουσίαν κώμην του και βαρέως τραυματισμένος υπό των τόσων της μοίρας κτυπημάτων εξεμέτρησε το ζήν…[6]».
[1]. Μιξοπόλιος = γκρίζος. Η φυσιογνωμική περιγραφή του μητροπολίτου Αμβροσίου αντιστοιχεί στην εποχή της μεταθέσεώς του στη Λάρισα το 1900.
[2]. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, ο Αμβρόσιος έφερε στο Συκούριο και τους άμεσους συγγενείς του από την Κάλυμνο, μεταξύ των οποίων και τον αδελφό του Μιχαήλ Κασσάρα, του οποίου η κόρη παντρεύτηκε τον Ηλία Χαδέλλη, πατέρα του δημοσιογράφου Μιχαήλ Χαδέλλη, διευθυντή της τοπικής εφημερίδος «Ημερήσιος Κήρυξ».
[3].Τα «Ευαγγελικά» επεισόδια έγιναν στις 7 Νοεμβρίου 1901, όπου φονεύθηκαν μεταξύ των άλλων και τρεις φοιτητές. Όμως ανάλογες αντιδράσεις είχε προκαλέσει και η μετάφραση της «Ορέστειας» του Αισχύλου. Τον Νοέμβριο του 1903, φοιτητές, υποκινούμενοι από τον καθηγητή τους Γ. Μιστριώτη, προέβησαν σε διαδηλώσεις οι οποίες κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια με έναν ή δύο νεκρούς. Τα επεισόδια αυτά έμειναν στην Ιστορία ως «Ορεστειακά». Προφανώς ο Αμβρόσιος μνημόνευσε στις 6 Δεκεμβρίου 1903 τα ονόματα των φοιτητών οι οποίοι φονεύθηκαν στα πρόσφατα τότε «Ορεστειακά».
[4]. Η μήνυση κατ’ αυτού έγινε τον Δεκέμβριο του 1909, απλώς η απόφαση περί καθαιρέσεως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Ιανουάριο του 1910.
[5]. Ο Αρσένιος Αφεντούλης μετατέθηκε στη μητρόπολη Λαρίσης το 1914.
[6]. Η εξόδιος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στο ναό των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Συκούριο και ενταφιάσθηκε στο προαύλιο του ναού.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΚΟΝΑΚΙ ΤΟΥ ΧΑΛΗΜΑΓΑ


Το κονάκι του Χαλήμαγα. Προπολεμική φωτογραφία. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΤο κονάκι του Χαλήμαγα. Προπολεμική φωτογραφία. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Πριν μερικά χρόνια, αναδιφώντας το προσωπικό μου αρχείο έπεσα σε ένα απόκομμα της εφημερίδας "Ελευθερία", αλλά δεν είχα την πρόνοια να σημειώσω την ημερομηνία της. Ήταν κάποιο δημοσίευμα του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Βάσου
Καλογιάννη[1], το οποίο περιείχε τις φωτογραφίες δύο πολύ παλαιών οικιών της Λάρισας από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Η μία απεικονίζει το αρχοντικό του στρατηγού Ιωάννη Άρτη, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Αγ. Νικολάου, απέναντι από τη νότια πλευρά του προαύλειου χώρου της ομώνυμης εκκλησίας και το οποίο περιγράψαμε σε παλαιότερο σημείωμά μας[2]. Η δεύτερη φωτογραφία έχει τον υπότιτλο "Το τούρκικο κονάκι του Χαλήμαγα[3], πίσω από την οδό Παλαιστίνης" και κανένα άλλο στοιχείο. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στο σημερινό κείμενο και δείχνει ότι ήταν ένα μεγάλο σε έκταση διώροφο κτίσμα σε σχήμα Π κεφαλαίο. Τέτοιο κτίριο όμως σήμερα στην περιοχή πίσω από την οδό Παλαιστίνης δεν υπάρχει. Μετά το εύρημα αυτό, για την ομάδα της Φωτοθήκης Λάρισας άρχισε ένας αγώνας δρόμου για να ταυτοποιηθεί το κτίριο και να εντοπισθεί η ακριβής περιοχή όπου βρισκόταν, ώστε η όλη προσπάθεια να έχει αίσιο τέλος. Επειδή η όλη πορεία είναι ενδιαφέρουσα, κρίνουμε σκόπιμο να περιγράψουμε τα κύρια σημεία της, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους αναγνώστες να κατανοήσουν πώς λειτουργούν τα μέλη της Φωτοθήκης. Η πρώτη βοήθεια ήλθε από τη Θεσσαλονίκη. Η Μάρθα Παπαργύρη[4], η οποία διαμένει χρόνια στη μακεδονική πρωτεύουσα, στις επισκέψεις της στη Λάρισα τα τελευταία χρόνια αναζητούσε το σπίτι των μαθητικών της χρόνων, χωρίς να το βρίσκει. Ήλθε σε επαφή με άτομα της Φωτοθήκης, τα οποία της επέδειξαν τη φωτογραφία με το κονάκι του Χαλήμαγα, το αναγνώρισε και συγκινήθηκε. Το περιέγραψε και έφερε στη μνήμη της τους συγκατοίκους της όταν διέμενε σ' αυτό κατά το 1962-1963. Η επόμενη αναζήτηση στράφηκε στο Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου. Ο προϊστάμενος του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου και μέλος της Φωτοθήκης Γιώργος Χατζούλης μας υπέδειξε τοπογραφικούς χάρτες της περιοχής του 1944, οι οποίοι φώτισαν τον δρόμο μας και με βάση τα αρχιτεκτονικά στοιχεία τα οποία απορρέουν από τη φωτογραφία, η οποία απεικονίζει το κονάκι, εντοπίστηκε η θέση του. Κάποια στιγμή, με τους χάρτες και τη φωτογραφία στα χέρια, αποφασίστηκε να γίνει επιτόπια αυτοψία. Μια μεγάλη ομάδα αποτελούμενη από μέλη της Φωτοθήκης, τις αδελφές Παπαργύρη, οι οποίες ταξίδεψαν από τη Θεσσαλονίκη ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό, τη Ρίτα Μωυσή-Κοέν, σύζυγο του αείμνηστου Εσδρά Μωυσή και μητέρα της Αλίνας Μωυσή και την Αλέγρα Λεβή-Φρανσέ μέλη της Εβραϊκής Κοινότητας, βρεθήκαμε στην πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, αφού η περιοχή αυτή από την περίοδο της Τουρκοκρατίας ακόμη ήταν μέσα στην Εβραϊκή συνοικία. Η αυτοψία απέδειξε ότι το κονάκι του Χαλήμαγα κατεδαφίσθηκε για να επεκταθεί η οδός Κύπρου δυτικότερα της πλατείας. Μάλιστα κατά το μεγαλύτερο μέρος το κτίσμα σήμερα αντιστοιχεί στην οδό Κύπρου και μόνον ένα μικρό τμήμα βρίσκεται μέσα από την πολεοδομική γραμμή, στο ύψος της πολυώροφης οικοδομής στον αρ. 106 τη οδού, κοντά στη διασταύρωσή της με την Ταγματάρχου Βελισσαρίου. Το 1963 το κονάκι του Χαλήμαγα, μαζί με πολλά άλλα κτίσματα της περιοχής, τα περισσότερα από τα οποία ανήκαν στην Εβραϊκή Κοινότητα και δωρίθηκαν στον Δήμο, κατεδαφίστηκαν για να επεκταθεί η οδός Κύπρου και να δημιουργηθεί η κυκλική πλατεία, η οποία το 1987 εγκαινιάστηκε και αφιερώθηκε στους Εβραίους μάρτυρες της γερμανικής Κατοχής. Όπως αναφέρθηκε, το κονάκι ήταν διώροφο και σε κάτοψη είχε τη μορφή Π κεφαλαίου. Κάθε όροφος είχε τέσσερα μεγάλα δωμάτια, με κοινόχρηστο μπάνιο και κουζίνα. Κάθε δωμάτιο μπορούσε να χωρέσει τέσσερα κρεβάτια και φιλοξενούσε από ένα έως τέσσερα άτομα. Ήταν ιδιοκτησία της αδελφής του φαρμακοποιού Ζυγόπουλου, η οποία είχε συγγένεια με τον Χαλήμαγα. Το 1962-63 οι αδελφές Μάρθα και Σοφία Παπαργύρη, μαθήτριες στο Γυμνάσιο Θηλέων, έμεναν σε ένα δωμάτιο μαζί με τη Σουλτάνα Τάχα. Η τελευταία είχε μέσα στο δωμάτιο αργαλειό, στον οποίο δούλευε νυχθημερόν. Στον κάτω όροφο ένα δωμάτιο ήταν νοικιασμένο από τη Μαρία Λυροπούλου και στην απέναντι πλευρά κατοικούσε η οικογένεια Γιαννακά, άνθρωποι θρησκευόμενοι, οι οποίοι είχαν διασυνδέσεις με κύκλους της Εκκλησίας. Σε άλλα δωμάτια έμεναν η πολυμελής οικογένεια Χριπάτσιου και στον επάνω όροφο ο Τζανέτος. Ο τελευταίος ήταν ένας κομψευόμενος τύπος της Λάρισας, ο οποίος φορούσε καθημερινά κουστούμι και παπιγιόν και εργαζόταν ως σερβιτόρος σε κάποιο εστιατόριο της Λάρισας. Στο δωμάτιό του είχε μια αξιόλογη βιβλιοθήκη, βιβλία της οποίας δάνειζε σε πολλούς συγκατοίκους του. Η συμβίωση όλων αυτών των ατόμων πολλές φορές ήταν δύσκολη, αφού οι κοινόχρηστοι χώροι ήταν ελλιπείς και οι φιλονικίες φυσιολογικά θα πρέπει να ήταν συχνές. Αρχιτεκτονικά το κτίριο αποτελείτο από μια ευρεία εγκάρσια πτέρυγα και δύο πλάγιες, οι οποίες ήταν κάθετες στην κεντρική. Η κύρια είσοδος ήταν στο κέντρο της εγκάρσιας πτέρυγας. Στο σημείο αυτό στον επάνω όροφο εξείχε απλός εξώστης με ξύλινα κιγκλιδώματα και προς τη στέγη ανυψωνόταν ένα μεγάλο τριγωνικό αέτωμα. Η πρόσοψη της εγκάρσιας πτέρυγας φαίνεται να έχει μια ομοιότητα με τη "Βίλλα Λαχτάρα" (Αρχοντικό Αναγνωστόπουλου) στη γωνία των οδών Αδριανού και Καλλιάρχου, στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου. Το κονάκι του Χαλήμαγα ανήκει στα κτίσματα τα οποία ο Γιώργος Γουργιώτης τα ονομάζει "λαϊκά νεοκλασικά", τα οποία εμφανίζονται μόνον στη Λάρισα και χαρακτηρίζονται από ένα μείγμα λαϊκών και νεοκλασικών στοιχείων. Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να έχουν οικοδομηθεί αυτά τα λαϊκά νεοκλασικά σπίτια, από τα αρχιτεκτονικά τους στοιχεία συμπεραίνεται ότι πρέπει να είναι από το τέλος της Τουρκοκρατίας μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά την προσάρτηση[5]. Επομένως για το κονάκι του Χαλήμαγα μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση ότι ο χρόνος κατασκευής του τοποθετείται στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η πρόσοψη της κατοικίας του Χαλήμαγα έβλεπε ελαφρώς λοξά προς την οδό Πελασγών, έναν δρόμο που δεν υπάρχει σήμερα, μετά τις απαλλοτριώσεις και κατεδαφίσεις που έγιναν για να κατασκευασθεί η επέκταση της οδού Κύπρου και η πλατεία Εβραίων Μαρτύρων. Η οδός Πελασγών βρισκόταν νότια της σημερινής επέκτασης της Κύπρου και είχε μια λοξή διαδρομή σε σχέση με αυτήν. Ξεκινούσε από την Ταγματάρχου Βελισσαρίου και κατέληγε στη συμβολή των οδών Πηνειού και Κενταύρων. Τελειώνουμε με την παράκληση: Όσοι γνωρίζουν έστω και κάτι περισσότερο για το κονάκι αυτό ας επικοινωνήσουν με τον γράφοντα (2410-287.450). [1]. Ο Βάσος Καλογιάννης πέραν όλων αυτών έχει ενδιατρίψει και στην ιστορία της Λάρισας και πρέπει να έχει αφήσει ένα πλουσιότατο αρχείο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Γιώργο Ζιαζιά. Πολυγραφότατοι και οι δύο, πλην όμως τα αρχεία τους είναι απρόσιτα, ακαταλογράφητα και άγνωστα σε όλους. Δεν θα έπρεπε για το καλό της ιστορίας της Λάρισας να δημοσιοποιηθούν κατά κάποιον τρόπο; [2]. Βλέπε: Η κατοικία του στρατηγού Άρτη, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 23ης Αυγούστου 2015 [3]. Ο αγάς ήταν τίτλος αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που δήλωνε άρχοντα, διοικητή. Κατά την έρευνα, Οθωμανός κάτοικος της Λάρισας με το όνομα Χαλήμ αγάς δεν εντοπίσθηκε στην προσιτή σε μας βιβλιογραφία. Είναι γνωστός μόνον ο Πέτρος Χαλήμαγας, ο οποίος άφησε ζωηρό το στίγμα του στη Λάρισα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Όταν το 1916 μετά την κατεδάφιση των Ανακτόρων της Λάρισας, ενοικίασε από τον Δήμο τον Κήπο των Ανακτόρων, έκτισε μια μεγάλη αίθουσα και το καλοκαίρι χρησιμοποιούσε τον κήπο σαν ψυχαγωγικό κέντρο και υπαίθριο κινηματογράφο, με το όνομα "Κήπος του Χαλήμαγα". Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το καφενείο "Ντορέ" ως κέντρο ψυχαγωγίας, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 16ης Οκτωβρίου 2019. [4]. Η οικογένεια της Μάρθας Παπαργύρη κατοίκησε κατά το διάστημα 1960-1963 στο χωριό Άγιος Γεώργιος (Μπουχλάρ) της Λάρισας, όπου ο πατέρας της ήταν εφημέριος του οικισμού, η ίδια δε με την αδελφή της Σοφία, οι οποίες φοιτούσαν στο Γυμνάσιο Θηλέων, κατά το σχολικό έτος 1962-1963, διέμεναν σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού του Χαλήμαγα. [5]. Βλέπε: Γουργιώτης Γεώργιος, Μικρά Μελετήματα, Αθήνα (2000), έκδοση Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, σελ.114-115.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)