Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019


Μία εντυπωσιακή αναπαράσταση ετοίμασε το BBC σαν αφιέρωμα στην Κρήτη και τον Μινωικό πολιτισμό, κάτι που δεν έχει καταφέρει ακόμα να κάνει η Ελλάδα.
Συγκεκριμένα τα δυο βίντεο είναι η εξαιρετική τηλεταινία Ατλαντίδα – Το τέλος ενός κόσμου, η αρχή ενός θρύλου σε σκηνοθεσία Τόνι Μίτσελ που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια από το BBC.
Δείτε το πρώτο και το δεύτερο μέρος ολόκληρη της ταινίας με ελληνικό υποτιτλισμός  εξυμνεί τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό μας και κάνει το γύρο του κόσμου.





Αμάρυνθος, με ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων. 

Ξεκινώντας να γράφουμε την Ιστορία τής αρχαίας Αμαρύνθου, η αρχή γίνεται με την θέα του κυνηγιού Άρτεμις. Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, η Άρτεμις ήταν κόρητου Δία και της Λητούς, δίδυμη αδερφή του Απόλλωνα.
Βασίλισσα των βουνών και των δασών, θεα του κυνηγιού, προστάτιδα των μικρών παιδιών και ζώων.
Η Άρτεμις, ζούσε και κυνηγούσε στην πεδιάδα της σημερινής Αμαρύνθου. Αρκετοί αρχαιολόγοι πιστεύουν, πως αν η αρχαία Θέα ήταν υπαρκτό πρόσωπο, έζησε το 9.000 με 8.000 π.χ.
Στο κυνήγι ( πάντα κατά την μυθολογία ), την συνόδευε και κάποιος με το όνομα Αμάρυνθος!
Το όνομα της πόλης φαίνεται να προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἀμαρύσσω, το οποίο σημαίνει 'λάμπω, ακτινοβολώ'.
Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, στην Αμάρυνθο αναπτύχθηκε μόνιμος οικισμός κατά τη νεολιθική περίοδο (6000 - 3000 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια της πρώιμης εποχής του Χαλκού (3000 - 2100 π.Χ), η Αμάρυνθος αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους πρωτοελλαδικούς οικισμούς και σπουδαίο προϊστορικό λιμάνι στο νησί της Εύβοιας. Είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τα νησιά του Αιγαίου, όπως φαίνεται από τα κυκλαδικά αντικείμενα που βρέθηκαν στην περιοχή. Κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο (2000 - 1650 π.Χ.) η πόλη είχε στενές εμπορικές σχέσεις με την ηπειρωτική Ελλάδα και παρήγαγε θαυμαστά δείγματα της μινύειας αρχιτεκτονικής. Κατά την πρώιμη Υστεροελλαδική περίοδο αποτελούσε μια από τις σπουδαιότερες περιοχές της Εύβοιας, ενώ το όνομα της Αμαρύνθου αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β. Εκτός από το εμπόριο, άλλες ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία και η χαλκουργία.
Η περιοχή, στην οποία είχαν εγκατασταθεί οι Ίωνες, υπήρξε τόπος λατρείας της θεάς Αρτέμιδος, στην οποία είχε δοθεί το προσωνύμιο Αμαρυνθία ή Αμαρυσία, από το όνομα της πόλης, ο ναός της οποίας βρισκόταν στην πεδιάδα.
Προς τιμήν της Αρτέμιδος διοργανώνονταν τα Αμαρύσια, γιορτή η οποία μεταφέρθηκε και στο Άθμονον της αρχαίας Αθήνας, που αποτελεί το σημερινό Μαρούσι.
Ο αρχαίος οικισμός της Αμαρύνθου πιθανολογείται πως βρισκόταν σε μικρή απόσταση στα ανατολικά του σύγχρονου οικισμού, στον παραλιακό λόφο της Παλαιοχώρας, εξού και το η ονομασία του "παλαιά χώρα". Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η περιοχή μαστιζόταν από τις επιδρομές πειρατών και οι κάτοικοι της αρχαίας τοποθεσίας κατέφευγαν στην ενδοχώρα για να προστατευθούν, όπου δημιούργησαν τον οικισμό της Βάθειας.
Στα τέλη του 19ου αιώνα κάτοικοι της Βάθειας άρχισαν και πάλι να μετακινούνται προς την αρχική τους κοιτίδα στα παράλια της περιοχής, όπου έχτισαν νέο οικισμό με το όνομα Κάτω Βάθεια, ενώ ο παλαιότερος οικισμός ονομάστηκε Άνω Βάθεια και υπάρχει μέχρι σήμερα 3 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Αμαρύνθου.
===============================
Είναι βέβαιο, ότι οι Ιστορικοί που κατέγραψαν την αρχαία Ιστορία, όπως και οι αρχαιολόγοι, γνωρίζουν κάτι πάρα πάνω από όσους αμφισβητούν!! τόσο την Ιστορία της Αμαρύνθου, όσο και την ταύτιση των αρχαιολογικών ευρημάτων με το Ιερό του αρχαίου Ναού.

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μία εικόνα, χίλιες λέξεις…

Ο λόφος της αρχαίας Ακρόπολης της Λάρισας

Σπάνια φωτογραφία του 1888


Η δυτική πλευρά του Λόφου της Λάρισας με τη γέφυρα και το τζαμί του Χασάν μπέη σε φωτογραφία δημοσιευμένη το 1888. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΗ δυτική πλευρά του Λόφου της Λάρισας με τη γέφυρα και το τζαμί του Χασάν μπέη σε φωτογραφία δημοσιευμένη το 1888. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Η αναζήτηση πολλές φορές αποφέρει καρπούς. «Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκε» γράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Πριν λίγες ημέρες ανάμεσα στις σελίδες κάποιου βιβλίου εντόπισα ένα ελεύθερο φύλλο από άλλο άγνωστο σε μένα βιβλίο ιστορίας.
Ήταν οι σελίδες 243 και 244. Το είχα ξεχασμένο τελείως, αλλά όταν το είδα θυμήθηκα ότι το είχα αποκτήσει σε μια δημοπρασία στην Αθήνα και το μόνο που είχα σημειώσει ήταν η χρονολογία 1888. Το ενδιαφέρον του φύλλου αυτού που με υποχρέωσε να το διαφυλάξω είναι ότι στη σελίδα 243 περιέχει σπάνια φωτογραφία της πόλης μας με τον υπότιτλο: «Σημερινή άποψις της Ακροπόλεως της Λαρίσης». Αυτή την εικόνα θα αναλύσουμε στο σημερινό μας σημείωμα και θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τη χρονολογία λήψης της.
Η φωτογραφία φέρει κάτω δεξιά την υπογραφή ΚΑΖΑΝΗΣ. Ο Ελευθέριος Καζάνης (1861-1930) ήταν φωτοτσιγκογράφος[1] της Αθήνας και πολλές φωτογραφίες βιβλίων της εποχής φέρουν την κλασική υπογραφή του. Οι φωτοτσιγκογραφίες όταν εκτυπώνονται έχουν ως χαρακτηριστικό το ράστερ, δηλ. μια συσσωμάτωση πολύ λεπτών κουκκίδων διαφορετικής ασπρόμαυρης απόχρωσης σε παράλληλη διάταξη, οι οποίες συνθέτουν την εικόνα. Ο φωτογράφος μάς είναι άγνωστος. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε μέσα από το ποτάμι, του οποίου η στάθμη του νερού ήταν χαμηλή και ως εκ τούτου η παρόχθια προσπέλαση ήταν εύκολη. Ο φωτογράφος στάθηκε στο ύψος της σημερινής δεύτερης οδικής γέφυρας και έστρεψε τον φακό του προς τον Λόφο.
Η σπανιότητα της φωτογραφίας, όπως αναφέρθηκε, οφείλεται στο γεγονός ότι ολόκληρη η δυτική πλευρά του Λόφου είναι κατειλημμένη από κατοικίες, οι οποίες καλύπτουν σχεδόν τελείως τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγ. Αχιλλίου. Η διάταξη των κτιρίων είναι όμοια σχεδόν με τη φωτογραφία του 1884 του Δημητρίου Μιχαηλίδη από την Αδριανούπολη, την οποία ο Στέφανος Στουρνάρας από τον Βόλο κυκλοφόρησε περί το 1910 ως χρωμολιθόγραφη. Παρατηρούνται διώροφα και ημιτριώροφα λόγω της κατωφέρειας του εδάφους κτίσματα, τα οποία, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, καταλαμβάνουν τις δυτικές παρυφές του Λόφου. Από τις πρώτες ενέργειες της δημοτικής αρχής μετά την απελευθέρωση υπήρξε αρχικά η κατεδάφιση όλων των κτιρίων, ώστε να «αναπνεύσει» η περιοχή και να αναδειχθεί ο Αγ. Αχίλλιος. Αργότερα κατασκευάσθηκαν αναλληματικοί τοίχοι για να εξαλείψουν την κατωφέρεια και δημιουργήθηκε η μεγάλη πέτρινη κλίμακα η οποία οδηγούσε από τον προαύλιο χώρου του ναού στη δεξιά όχθη του Πηνειού.
Παρατηρώντας τη φωτογραφία από τα αριστερά, βλέπουμε ανάμεσα σε μια μεγάλη έκταση καλυμμένη με δένδρα τα ερείπια κάποιου κτιρίου. Είναι τα υπολείμματα του άλλοτε επιβλητικού Mevlevihane[2], του τεκέ των Μεβλεβήδων, δηλαδή μονής του μουσουλμανικού τάγματος των στροβιλιζόμενων δερβίσηδων, οι οποίοι πήραν την ονομασία αυτή από μια ειδική τελετουργία, η οποία τους χαρακτήριζε. Στη συνέχεια αποτυπώνεται η μεγάλη πολύτοξη πέτρινη γέφυρα η οποία συνέδεε τις δύο όχθες του Πηνειού, ενώ πίσω της αποτυπώνεται η δυτική πλευρά του Λόφου της αρχαίας ακρόπολης της Λάρισας. Από τον Ναό του Αγ. Αχιλλίου μόλις διακρίνεται μέρος από το τριγωνικό αέτωμα της δυτικής πλευράς της βασιλικής του Καλλιάρχη. Από τα άλλα κτίσματα του λόφου αναγνωρίζουμε τον μιναρέ του Παζάρ τζαμί το οποίο βρισκόταν στο σημείο όπου σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό αναψυκτήριο. Δεξιά φαίνεται ότι έχει ήδη κτισθεί το μεγάλο τριώροφο αρχοντικό του Βελλίδη[2], το οποίο προείχε λόγω ύψους σε όλες τις προπολεμικές φωτογραφίες του Λόφου. Στη συνέχεια αναγνωρίζεται το μεγάλο και ισχυρό χάνι των αδελφών Ξενοφώντος και Δημητρίου Σαχίνη, το σπουδαιότερο από τα πανδοχεία του Τσούγκαρι και τέλος στο δεξιό άκρο της φωτογραφίας απεικονίζεται το τζαμί του Χασάν μπέη[3], το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο τέμενος της Λάρισας καθ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ένα από το μεγαλύτερα του ελληνικού χώρου. Ο πανύψηλος μιναρές του φαίνεται να λογχίζει τον ουρανό της πόλης. Χαμηλά, κοντά στην κοίτη του ποταμού διακρίνονται διάφορα άτομα να θαυμάζουν το τοπίο.
Η χρονολόγηση της φωτογραφίας θα βασισθεί κυρίως στην εικόνα που παρουσιάζει η δυτική πλευρά του Λόφου της Ακρόπολης. Οι τοίχοι υποστήριξης (αναλληματικοί) και τα σκαλοπάτια στη δυτική πλευρά του Λόφου κατασκευάσθηκαν το 1894[4] και δεν απεικονίζονται, ενώ το αρχοντικό του Ιωάννη Βελλίδη είχε κτισθεί το 1888, λίγα χρόνια πριν αυτοκτονήσει στα νερά του Πηνειού τον Απρίλιο του 1890[5]. Δοθέντος ότι ο τόμος στον οποίο δημοσιεύθηκε η φωτογραφία ήταν έκδοση του 1888, συμπεραίνεται ότι η φωτογραφία μπορεί να χρονολογηθεί επακριβώς το 1888.
------------------------------------------
[1]. Η φωτοτσιγκογραφία ήταν μια μέθοδος φωτογραφικής αποτύπωσης εικόνων πάνω σε πλάκες τσίγκου (ψευδαργύρου). Ήταν πολύ διαδεδομένη στις έντυπες εκδόσεις από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο βιβλίο του δικού μας Επαμεινώνδα Φαρμακίδη "Η Λάρισα. Από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως εις την Ελλάδα το 1881. Τοπογραφική και Ιστορική μελέτη", που εκδόθηκε στον Βόλο το 1926, όλες οι φωτογραφίες της Λάρισας του Γεωργίου Βελώνη οι οποίες δημοσιεύονται είναι φωτοτσιγκογραφίες του Ελευθερίου Καζάνη.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α΄ (2014), Λάρισα (2016) σελ. 191-194.
[3]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α΄ (2014), Λάρισα (2016) σελ. 147-150.
[4]. Συμφωνητικό αριθμ. 16.008 της 13ης Ιανουαρίου 1894 του συμβολαιογράφου Λαρίσης Αγαθάγγελου Ιωαννίδη..
[5]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Ιωάννης Βελλίδης (1849-1890). Από την απόλυτη "παντοδυναμία" στην τραγική αυτοκτονία, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 17ης Απριλίου 2016.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις...

Τα Ταμπάκικα

Τα Ταμπάκικα, η σημερινή συνοικία Αμπελοκήπων. Φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Μούσιου. Περίπου 1946-1950.Τα Ταμπάκικα, η σημερινή συνοικία Αμπελοκήπων. Φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Μούσιου. Περίπου 1946-1950.
* Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
Στη μνήμη του φίλου Μάκη Μούσιου, για τον ένα χρόνο από τον χαμό του
Ας μου το συγχωρήσουν οι φίλοι αναγνώστες επειδή το σημερινό σημείωμα έχει κάποιο προσωπικό χαρακτήρα.
Στη ζωή μας γνωρίζουμε ανθρώπους απλούς, άδολους, οι οποίοι όμως ξεχειλίζουν από αγάπη και εκτίμηση προς τους φίλους και τους συνανθρώπους τους και την αγάπη αυτή πρέπει κανείς με κάποιο τρόπο να τους την ανταποδώσει.
Στις 25 Μαΐου φέτος, κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα. 53 δημοσιεύματα στην καθημερινή εφημερίδα της Λάρισας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ κάθε Τετάρτη, κατά το έτος 2014», καθώς βρισκόμουν στο φουαγιέ του Δημοτικού Ωδείου με πλησίασε διστακτικά μια κυρία που δεν γνώριζα. Με ευγενικό τρόπο μου συστήθηκε ως Χάιδω Βαλσάμη-Πανέλα, κόρη του γνωστού φωτογράφου της Λάρισας Γεωργίου Βαλσάμη και εξαδέλφη του αείμνηστου φίλου μου δικηγόρου Μάκη Μούσιου. Επί πλέον μου παρέδωσε και μεγάλο φάκελο, μέσα στον οποίο υπήρχαν αυθεντικές φωτογραφίες και αντίγραφά τους, τόσο του πατέρα της Γεωργίου Βαλσάμη, όσο και του πατέρα του εκλιπόντος δικηγόρου φίλου μου, Νικολάου Μούσιου. Μπορώ να πω ότι η χειρονομία αυτή με συγκίνησε το ίδιο, όσο και η παρουσίαση του βιβλίου που επακολούθησε.
Έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα η ίδια ευγενική κυρία μου πρόσφερε μια σειρά από αντίγραφα φωτογραφιών του Νικολάου Μούσιου, αναφέροντας με συγκίνηση ότι επιτελεί μια πράξη που θα ήθελε πολύ να την είχε κάνει ο ίδιος ο Μάκης, αλλά η αιφνίδια εκδημία του πριν ένα χρόνο, είχε ματαιώσει οριστικά τα σχέδια που είχαμε κάνει για το αρχείο των φωτογραφιών που διέθετε.
Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω την κατά διαστήματα ανιδιοτελή προσφορά των απογόνων των οικογενειών Δαφνοπούλου, Βαλσάμη και Μούσιου, σημαντικού μέρους του φωτογραφικού τους αρχείου προς εμπλουτισμό των συλλογών του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας. Μια προσφορά ουσίας για την ιστορία της φωτογραφίας και των φωτογράφων της Λάρισας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Και μια προσφορά-υπόδειγμα σε όσους θέλουν να διαφυλαχθούν για πάντα, να αναδειχθούν, να αξιοποιηθούν και να μην καταστραφούν τα οικογενειακά τους αρχεία.
Με την ευκαιρία του σημερινού ετησίου μνημοσύνου του Γεράσιμου (Μάκη) Μούσιου θα πρέπει να αποκαλύψω ότι με τον εκλιπόντα σχεδιάζαμε να γράψουμε μαζί την ιστορία της οικογενειακής δυναστείας των φωτογράφων, η οποία ξεκινάει από τον Ιωάννη Παντοστόπουλο, συνεχίζεται στον Γεράσιμο Δαφνόπουλο και την αδελφή του Ελένη και ολοκληρώνεται με τους Γεώργιο Βαλσάμη, Δημήτριο Αρετόπουλο, Νικόλαο Μούσιο και τους διαδόχους τους. Επειδή πριν από μερικές δεκαετίες έκλεισε αυτός ο κύκλος των μεγάλων φωτογράφων της ονομαστής οικογένειας, θεωρήθηκε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να καταγραφεί σε μια πολυσέλιδη μελέτη και να εκδοθεί, η προσωπική και επαγγελματική διαδρομή των ατόμων που αποτύπωσαν στη φωτογραφική πλάκα τις προσωπογραφίες σημαντικών, αλλά και απλών καθημερινών ανθρώπων και διέσωσαν τοπία και απόψεις της Λάρισας μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Όμως «αι βουλαί του Κυρίου» όρισαν αλλιώς. Παρ’ όλα αυτά με τη βοήθεια του αρχείου του που άφησε, την ολόθερμη συμπαράσταση της Χάϊδως Βαλσάμη-Πανέλα και των άλλων συγγενών της οικογένειας και κρατώντας την υπόσχεση που είχα δώσει στον Μάκη, υπόσχομαι ότι η επιθυμία του θα εκπληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η σημερινή φωτογραφία προέρχεται από ένα επιστολικό δελτάριο του πατέρα του Μάκη, Νικόλαο Μούσιο. Ο τελευταίος γεννήθηκε το 1911 στον Βόλο και επειδή ο πατέρας του Γεώργιος πέθανε το 1915 σε νεαρή ηλικία, όταν ο ίδιος ήταν μόλις 4 ετών, μετακόμισε οικογενειακώς στη Λάρισα, κοντά στον αδελφό της μητέρας του Γεράσιμο Δαφνόπουλο. Όταν ενηλικιώθηκε ταξίδευσε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας, κοντά στη θεία του Ελένη Δαφνοπούλου και τον άνδρα της Νικόλαο Ιωαννίδη, οι οποίοι διατηρούσαν με επιτυχία φωτογραφείο. Κοντά τους φρόντισε στο μικρό διάστημα που έμεινε μαζί τους, να τελειοποιήσει τις γνώσεις του γύρω από τη φωτογραφική τέχνη που είχε αποκτήσει ήδη στο εργαστήριο του θείου του Γεράσιμου Δαφνόπουλου στη Λάρισα. Όταν ο τελευταίος πέθανε το 1935, Ο Νικόλαος Μούσιος ήταν ήδη επαγγελματικά έτοιμος να αναλάβει το φωτογραφείο του θείου του μαζί με τον Δημήτριο Αρετόπουλο. Όμως ο Νικόλαος Μούσιος, όπως και ο πατέρας του Γεώργιος, πέθανε νεότατος το 1951 σε ηλικία 40 ετών.
Εν αντιθέσει με τους άλλους φωτογράφους της οικογένειας οι οποίοι καταγίνονταν αποκλειστικά με τη φωτογραφία-πορτραίτο μέσα στο φωτογραφικό εργαστήριο, ο Νικόλαος Μούσιος ήταν επιπλέον και φωτογράφος τοπίου. Έχουν διασωθεί φωτογραφίες του σε επιστολικά δελτάρια. Τα δελτάρια αυτά είναι μικρού σχήματος δίπτυχα και στο εσωτερικό τους έχουν ένα λεπτό δίπτυχο χαρτί για την αναγραφή των ευχών και άλλων ειδήσεων του αποστολέα. Και τα δύο δίπτυχα συγκρατούνται από μια λεπτή δίχρωμη κλωστή από άσπρο και μπλε χρώμα. Στο εξωτερικό τμήμα του πρώτου φύλλου είναι επικολλημένες μικρού μεγέθους φωτογραφίες, οι οποίες απεικονίζουν συνήθως τοπία της Λάρισας. Σε μερικές εξ αυτών σημειώνεται από κάτω η λεζάντα με την υπογραφή του, ενώ άλλες είναι χωρίς επεξήγηση της φωτογραφίας και υπογραφή. Δεν μπορώ ακόμη να υπολογίσω με ακρίβεια τον αριθμό των καρτών του. Πάντως δεν πρέπει να είναι πολλές και μέχρι στιγμής έχω εντοπίσει περί τις δέκα.
Η σημερινή εικόνα απεικονίζει τη συνοικία Ταμπάκικα από μια ασυνήθιστη γωνία. Ο φωτογράφος στάθηκε στη βόρεια πλευρά του λόφου της Ακροπόλεως (Φρουρίου), στο ύψος του σημερινού Ηρώου και αποτύπωσε με τον φακό του την ανατολική πλευρά της σημερινής συνοικίας των Αμπελοκήπων, γι’ αυτό και ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής δεν διακρίνεται. Χρονολογείται ανάμεσα στα 1946 με 1950 περίπου. Αφήνω όμως στην ομάδα «Η Συνοικία μας τα Ταμπάκικα» να μελετήσει με λεπτομέρεια τη φωτογραφία, γιατί γνωρίζει περισσότερα από μένα και αν θέλει, μπορεί να με ενημερώσει σχετικά.