Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις..

Ο ΛΟΦΟΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ (1970)


ΛΑΡΙΣΑ. Ο Λόφος της Ακρόπολης. Αεροφωτογραφία του 1970 από οίκο δημοπρασιών. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής ΙστορίαςΛΑΡΙΣΑ. Ο Λόφος της Ακρόπολης. Αεροφωτογραφία του 1970 από οίκο δημοπρασιών. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας
Ο Λόφος της Ακρόπολης της Λάρισας, το Φρούριο[1] όπως λανθασμένα έχει επικρατήσει να ονομάζεται από τους Λαρισαίους αυτός ο πανάρχαιος τεχνητός γήλοφος, αποτελεί την καρδιά της πόλης από τα πολύ παλιά χρόνια.
Σήμερα περικλείεται κυκλικά από τους δρόμους Βενιζέλου, Δήμητρας και Γεωργιάδου και η δυτική πλευρά του σχεδόν ακουμπάει στη δεξιά όχθη του Πηνειού ποταμού, από τον οποίο χωρίζεται από την προέκταση της οδού Γεωργιάδου.
Η σημερινή εικόνα απεικονίζει από ψηλά ολόκληρο τον Λόφο και ένα μέρος του ανατολικού τμήματος της πόλης, φωτογραφημένο από τη δυτική πλευρά. Πρόκειται για αεροφωτογραφία, η οποία χρονολογείται από το έτος 1970 περίπου, σύμφωνα με τα υπό κατασκευήν έργα τα οποία διακρίνεται ότι γίνονταν στο δυτικό πρανές του Λόφου. Η φωτογραφία προέρχεται από οίκο δημοπρασιών των Αθηνών και μας προσφέρει μια σπουδαία άποψη της περιοχής αυτής όπως ήταν πριν 50 περίπου χρόνια.
Αναλύοντας την εικόνα από κάτω προς τα επάνω, αρχικά διακρίνουμε αριστερά τα τσιμεντένια στηθαία τα οποία οριοθετούν τη δεξιά όχθη του ποταμού από την καμπύλη επέκταση της οδού Γεωργιάδου και μέρος της γέφυρας. Δεξιότερα με την πρόχειρη στοίχιση λίθων καθορίζεται ο χώρος, στον οποίο το 1994 τοποθετήθηκε "Το άλογο", μια σπουδαία γλυπτή σύνθεση του Μίλτου Παπαστεργίου (Λάρισα 1953- ), η οποία με το στήσιμό της δημιούργησε έναν έντονο και άδικο προβληματισμό σε μια μερίδα Λαρισαίων, οι οποίοι το χαρακτήρισαν υποτιμητικά "ψωροάλογο".
Πιο πάνω διακρίνονται οι εργασίες ανακατασκευής του δυτικού πρανούς του Λόφου. Κατεδαφίσθηκαν οι αναλληματικοί τοίχοι οι οποίοι είχαν κατασκευασθεί λίγο μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, όπως και η μεγάλη πέτρινη σκάλα του 1894, η οποία οδηγούσε από την αυλή του ναού του Αγ. Αχιλλίου απ' ευθείας στη δεξιά όχθη του ποταμού και στη θέση τους βρίσκονται υπό κατασκευήν τα νέα έργα τα οποία ολοκληρώθηκαν επί δημαρχίας Θάνου Μεσσήνη. Είναι αυτά τα οποία υπάρχουν και σήμερα.
Ψηλότερα προέχει ο νεόδμητος μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου[2], ο οποίος δεν κτίσθηκε στη θέση όπου βρισκόταν προπολεμικά, αλλά νοτιότερα, με την παρεμβολή ευρύτατου πεζόδρομου. Στο παρκάκι όπου στεγαζόταν ο προπολεμικός ναός είναι ήδη στημένη η προτομή του μητροπολίτου Λαρίσης Πολύκαρπου Δαρδαίου (1811-1818 και 1821), ο οποίος καρατομήθηκε από τους Τούρκους τον Σεπτέμβριο του 1821. Η προτομή αυτή είναι έργο του διάσημου Έλληνα γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρα και αποτέλεσε δωρεά του Λαρισαίου εμπόρου Ηλία Κολέσκα στην πόλη. Επίσης στον ίδιο χώρο διακρίνεται και ο κίονας επάνω στον οποίο στηριζόταν η Αγία Τράπεζα του σεισμόπληκτου ναού του Αγίου Αχιλλίου, ως ενθύμιο της ύπαρξής του.
Ακριβώς πίσω από το παρκάκι αυτό προβάλλει το οικοδομικό συγκρότημα του Β΄ Δημοτικού Σχολείου. Ήταν το πρώτο από τα πολλά σχολικά κτίρια που είχε φροντίσει να ανεγείρει στη Λάρισα ο παλιός δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας. Άρχισε τη λειτουργία του το σχολικό έτος 1932-1933. Ήταν διώροφο, με ευρύτατη αυλή και πολλούς βοηθητικούς χώρους. Ο σεισμός του 1941 επέφερε καταστροφές στον όροφο, ο οποίος τέθηκε εκτός λειτουργίας και οι σχολικές τάξεις λειτούργησαν αποκλειστικά στους χώρους του ισογείου. Το 1978, μέσα στο πλαίσιο εξωραϊσμού της περιοχής του Λόφου της Ακρόπολης, κατεδαφίσθηκε και στη θέση του βρίσκεται σήμερα πάρκο με προτομές και αναμνηστικές στήλες. Πίσω ακριβώς από το Ιερό του νέου μητροπολιτικού ναού διακρίνεται η πλατεία Μητέρας, η οποία σήμερα έχει ολόκληρη παραχωρηθεί για επαγγελματική χρήση [3].
Ανατολικότερα διακρίνεται στα αριστερά ο χώρος του Ηρώου, ένα σπουδαίο έργο του γλύπτη Λάζαρου Λαμέρα, καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Ο γλύπτης σμίλεψε το άγαλμα της Νίκης, το οποίο είναι τοποθετημένο σε μια μαρμάρινη στήλη ύψους 10 μέτρων και το οποίο κατασκευάσθηκε επί δημαρχίας Δημητρίου Χατζηγιάννη το 1962. Μέχρι τότε ως ηρώο χρησιμοποιείτο η αναθηματική στήλη που βρίσκεται και σήμερα στην αρχή του άλσους των Μουσών στην περιοχή του Αλκαζάρ και είχε φιλοτεχνηθεί από τον γλύπτη Γ. Ξενάκη για να τιμηθεί η μνήμη των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Δεξιότερα εξέχει με το ύψος του το μεταπολεμικό ρολόι της Λάρισας που είχε κατασκευάσει ο δήμαρχος Δημήτριος Καραθάνος και το οποίο το 1992 κρημνίστηκε για να αποκαλυφθούν οι κερκίδες του αρχαίου Θεάτρου.
Μεταξύ Ηρώου και Ρολογιού διακρίνεται κάποιο μικρό πάρκο και πίσω τους, καλυμμένη από ψηλά δένδρα, μόλις φαίνεται η πρόχειρη εκκλησία του Αγ. Αχιλλίου η οποία είχε κτισθεί μετά τον σεισμό του 1941 για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των πιστών της πόλης ως μητροπολιτικός ναός, αφού ο προπολεμικός είχε τελείως καταστραφεί από τον σεισμό και τους βομβαρδισμούς. Δεξιότερα διακρίνεται η σιλουέτα του επισκοπικού μεγάρου, ενώ στο βάθος η εικόνα μικραίνει και μόλις μπορεί κανείς να ανιχνεύσει το κέντρο "Φρούριον", το μπεζεστένι και τις τσιμεντένιες σκεπές από τα υπαίθρια καταστήματα της εβδομαδιαίας αγοράς της Τετάρτης.
Η σημερινή φωτογραφία μάς προσφέρει τη δυνατότητα να έχουμε μια πλήρη εικόνα πως ήταν ο χώρος αυτός πριν από μισό αιώνα. Μια αντίστοιχη σημερινή φωτογραφία μπορεί να μας αποκαλύψει τις αλλαγές που έχουν επιτελεσθεί στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Αυτό το πλεονέκτημα μόνο η αεροφωτογράφιση μπορεί να μας το προσφέρει.
------------------------------------------------------
[1].Η αναφορά στον λόφο του Φρουρίου θεωρείται σήμερα εσφαλμένη. Ποτέ δεν υπήρξε φρούριο ή κάστρο σ’ αυτόν τον χώρο παρά μόνον η ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας. Η ονομασία Φρούριο προήλθε προφανώς από το γεγονός ότι η τουρκική κλειστή αγορά, το λεγόμενο στην τουρκική γλώσσα μπεζεστένι, θεωρείτο παλαιότερα για μεγάλο χρονικό διάστημα από τους κατοίκους της, ακόμα και από επιστήμονες και δημοσιογράφους ότι ήταν αρχαιοελληνικό ή μεσαιωνικό κάστρο. Είναι προτιμότερο να ονομάζεται απλά Λόφος και όχι Φρούριο.
[2]. Τα εγκαίνια έγιναν την Κυριακή 6 Ιουνίου 1965 από τον μητροπολίτη Λαρίσης Ιάκωβο Σχίζα (1960-1968). Το καμπαναριό δεν έχει ακόμα κατασκευασθεί.
[3]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Β΄ Δημοτικό Σχολείο στο Φρούριο. Ιστορική διαδρομή, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 19ης Νοεμβρίου 2014.


Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Ο Σταθμός του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου


Ο σταθμός του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου με την πλατφόρμα και τις σιδηροδρομικές γραμμές. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. 1950. Από το βιβλίο "ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες". Φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, κείμενα, Νίκου Νάκου. Έκδοση Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας (2003) σελ. 108.Ο σταθμός του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου με την πλατφόρμα και τις σιδηροδρομικές γραμμές. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα. 1950. Από το βιβλίο "ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες". Φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, κείμενα, Νίκου Νάκου. Έκδοση Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας (2003) σελ. 108.
Παρουσιάζουμε σήμερα μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωτογραφίες του μεγάλου φωτογράφου της Λάρισας, του Τάκη Τλούπα. Απεικονίζει το κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων πολύ πριν ακόμα καταντήσει το σημερινό ερείπιο που αντικρίζουν οι περιπατητές όταν φθάνουν σ' αυτό το σημείο της πόλης.
Ήταν ένα αρχιτεκτονικό στολίδι το οποίο κοσμούσε τη Λάρισα από το 1883-84 μέχρι το 1957. Το αντίστοιχο του Βόλου το οποίο ήταν πανομοιότυπο διατηρείται μέχρι σήμερα συντηρημένο σε πολύ καλή κατάσταση και όσοι Λαρισαίοι πέρασαν από τον σιδηροδρομικό σταθμό της γειτονικής πόλης μας και το θαύμασαν, μπορούν να αποκτήσουν μια εικόνα της ομορφιάς που χάθηκε.
Ο Τάκης Τλούπας (1920-2003)γεννήθηκε στη Λάρισα. Γιος ξυλουργού, ασχολήθηκε αρχικά με την ξυλογλυπτική στο οικογενειακό κατάστημα. Προπολεμικά ήλθε τυχαία σε επαφή με τη φωτογραφία, με την οποία μεταπολεμικά ασχολήθηκε συστηματικά. Μεγάλη του αγάπη το ασπρόμαυρο φιλμ, η vespa και αργότερα το DCV και τα ταξίδια. Στις κόρες του Χρηστίνα και Βάνια είχε εξομολογηθεί: " Η συνεχιζόμενη φθορά που παρακολουθούσα γύρω μου, αποτέλεσε την αιτία για να φωτογραφίσω τα έργα των ανθρώπων"[1].
Ίσως δεν είναι γνωστό ότι η Λάρισα ήταν η μοναδική ίσως ελληνική πόλη με δύο κτίρια σιδηροδρομικών σταθμών. Ο πρώτος ήταν ο σταθμός της σημερινής φωτογραφίας, του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου, ο οποίος άρχισε να λειτουργεί το 1884. Βρισκόταν σε μακρινή απόσταση από την πόλη, οι κατοικίες της οποίας έφθαναν την εποχή εκείνη λίγο πιο κάτω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Τα σημερινά απομεινάρια του μπορεί κανείς να τα αναζητήσει πίσω από το Τελωνείο και απέναντι από το κτίριο του Λαογραφικού Μουσείου. Ο δεύτερος ήταν ο Διεθνής, από τον οποίο διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών – Λαρίσης – Θεσσαλονίκης - Συνόρων, και η λειτουργία του άρχισε το 1908. Όπως αντιλαμβάνεσθε είχαν μια χρονική διαφορά κατασκευής 25 περίπου χρόνων.
Η κατασκευή του Σταθμού του Θεσσαλικού άρχισε πολύ νωρίς, σχεδόν μετά την απελευθέρωση του 1881. Στις 28 Δεκεμβρίου αυτού του χρόνου πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα η επίσημη έναρξη των έργων. Η τελετή έγινε λίγο μετά την «πύλη της Φαρσάλου», κοντά στο αρχαίο τείχος της πόλης. Στο σημείο της τελετής είχε στηθεί μεγάλη σκηνή, σημαιοστολισμένη, η οποία φιλοξένησε τους εκπροσώπους των θρησκευτικών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, τους επικεφαλής των κατασκευαστικών έργων, εργατοτεχνίτες και πλήθος κόσμου. Ο αγιασμός τελέσθηκε από τον μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτο. Ευχές για την ευοίωνη πορεία των έργων απηύθυναν μεταξύ των άλλων ο Μουφτής της Λάρισας Μεχμέτ Εμίν Εφέντης και ο Ραβίνος Σιμών Πεσάχ. Στη συνέχεια ο Βέλγος μηχανικός A. Hennebert προσκάλεσε τους επισήμους να εγκαινιάσουν το έργο, σκάβοντας συμβολικά με μια σκαπάνη το έδαφος. Τέλος προσφέρθηκαν στους παρευρισκόμενους ποτά, γλυκίσματα, φρούτα και σαμπάνια[2].
Η σιδηροδρομική γραμμή άρχισε να στρώνεται κατά τα τέλη του 1882 από τον Βόλο και ολοκληρώθηκε στη Λάρισα τον Ιούλιο του 1883. Όμως τα εγκαίνια της γραμμής έγιναν στις 22 Απριλίου 1884, καθώς η μεγάλη πλημμύρα του Οκτωβρίου του 1883 κατέστρεψε ένα μέρος της γραμμής κοντά στη Λάρισα, το οποίο χρειάσθηκε ανακατασκευή. Το πλάτος μεταξύ των σιδηροτροχιών ήταν ένα μέτρο. Η τελετή ξεκίνησε από τον Βόλο και έγινε παρουσία του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, μελών της βασιλικής οικογένειας και πολλών επισήμων τους οποίους είχε προσκαλέσει ο χρηματοδότης της κατασκευής Θεόδωρος Μαυροκορδάτος. Μετά την τελετή επιβιβάσθηκαν στην αμαξοστοιχία και σε 2 ώρες και 20 λεπτά έφθασαν στη Λάρισα. Τους επισήμους υποδέχθηκαν στον σταθμό οι τοπικές αρχές και πλήθος κόσμου και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στα βασιλικά ανάκτορα, τα οποία βρίσκονταν ως γνωστόν στην περιοχή του σημερινού Δημοτικού Ωδείου. Το μεσημέρι οι προσκεκλημένοι παρακάθισαν σε γεύμα που παρέθεσε ο Θεόδ. Μαυροκορδάτος σε αίθουσα των ανακτόρων η οποία είχε διακοσμηθεί κατάλληλα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος έγιναν οι τυπικές προπόσεις και εκφράσθηκαν ευχές για την ομαλή πορεία του έργου. Οι εφημερίδες της εποχής όμως κατηγόρησαν τον Μαυροκορδάτο ότι παρέλειψε να προσκαλέσει στο γεύμα και ορισμένα άλλα σπουδαία πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και τους αγωνιστές της Θεσσαλικής του 1878, ενώ αντίθετα είχε προσκαλέσει «ομογενείς και άλλους ανθρώπους, λείχοντας μέχρι της χθες τα κράσπεδα των Τούρκων πασάδων»[2].
Στη σημερινή φωτογραφία ο Τάκης Τλούπας στάθηκε πέρα από τις γραμμές και φωτογράφισε ολόκληρο το κτίριο, και τη στεγασμένη αποβάθρα. Αν και δεν ήταν πολύ μεγάλο σε μέγεθος, το κτίριο του σταθμού φαντάζει εντυπωσιακό, χάρη στην ιδιότυπη αρχιτεκτονική του. Ήταν επίμηκες και στο μεγαλύτερο μέρος ισόγειο και μόνον το μεσαίο τμήμα του εμφάνιζε δεύτερο όροφο, ο οποίος στη στέγη κατέληγε σε τριγωνική μετώπη.
Ο σταθμός αυτός εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια τη συγκοινωνία και τις μεταφορές μεταξύ Λάρισας και Βόλου. Η γραμμή αυτή αποτέλεσε το κυριότερο μεταφορικό μέσον μεταξύ Λαρίσης και Βόλου. Ήταν η εποχή κατά την οποία οι μεγάλες χερσαίες συγκοινωνίες στη χώρα μας ήταν υποτυπώδεις και το λιμάνι του Βόλου αποτελούσε το κύριο εισαγωγικό και εξαγωγικό κέντρο εμπορίου το οποίο, με την επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι την Καλαμπάκα, εξυπηρετούσε ολόκληρη τη Θεσσαλία. Στη θέση του σήμερα δυστυχώς κείτονται ερείπια…
------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα (2005) σελ. 11. Η προσφορά του είναι ανεκτίμητη. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν τμήθηκε από την πόλη του όσο και όπως έπρεπε.
[2]. Ανδρουλιδάκης Κώστας, Οι Θεσσαλικοί Σιδηρόδρομοι (1881-1955), Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστου Καλεμκερή» Δήμου Καλαμαριάς, (2002) σελ. 44.
[2]. Ανδρουλιδάκης Κώστας, ό. π., σελ. 60.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Το ρολόι της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής

 
Το ρολόι της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής στη στέγη του κεντρικού κτιρίου της Σχολής με τη χρονολογία αναγραφής της κατασκευής ,ΑϞΘ΄. Σύγχρονη φωτογραφία.   Το ρολόι της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής στη στέγη του κεντρικού κτιρίου της Σχολής με τη χρονολογία αναγραφής της κατασκευής ,ΑϞΘ΄. Σύγχρονη φωτογραφία.
 Τον Φεβρουάριο του 1901 η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη αποφάσισε να προχωρήσει στην ψήφιση νόμου (Νόμος ΒΩΛΕ΄ 18/10-2-1901) σύμφωνα με τον οποίο ιδρύθηκε Γεωργική Σχολή στη Λάρισα με την επωνυμία «Αβερώφειος Γεωργική Πρακτική Σχολή Λαρίσης».
Η επιλογή της Λάρισας ως τόπου ίδρυσης γεωργικού σχολείου ήταν επιθυμία του δωρητή Γεωργίου Αβέρωφ λόγω των σχέσεών του με την πόλη. Πλην τούτου όμως η επιλογή αυτή βασίσθηκε και στη γεωγραφική θέση της, στο κέντρο της εύφορης θεσσαλικής πεδιάδας[1]. Ως χώρος εγκατάστασης της Σχολής επελέγη δημόσια έκταση 3.000 στρεμμάτων στην περιοχή Ακ Σεράι (Λευκό ανάκτορο)[2] η οποία παραχωρήθηκε από Υπουργείο Οικονομικών. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις της Σχολής αναπτύχθηκαν σε χώρο 40 στρεμμάτων, ο δε υπόλοιπος χώρος ήταν προορισμένος να χρησιμοποιηθεί για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών. Τελικά η Σχολή άρχισε τη λειτουργία της το σχολικό έτος 1911.
Από τα κτίρια της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής το επιβλητικότερο και το μεγαλύτερο είναι το κεντρικό. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την είσοδο στον περίβολο της Σχολής, είναι διώροφο, εξωτερικά φέρει πλούσια στοιχεία νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και προοριζόταν για διδακτήριο και οικοτροφείο. Το χαρακτηριστικό του που το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα εξίσου ωραία κτίρια της Σχολής (βιβλιοθήκη, γραφείο διευθυντού, κατοικίες καθηγητών, κλπ.) είναι ότι στο μέσον του κτιρίου και ψηλά στο ύψος της στέγης, εξέχει το ρολόι, τα ηχητικά κύματα του οποίου κάλυπταν ακουστικά ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα και καθόριζαν τις ώρες εργασίας, μαθημάτων και διαλειμμάτων. Είναι τοποθετημένο σε μια ευρεία μαρμάρινη βάση, στην οποία έχει σμιλευθεί επιγραφή τονισμένη χρωματικά, και αναφέρει με μεγαλογράμματη γραφή: ΑΒΕΡΩΦΕΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ,ΑϞΘ΄[3]. Το ρολόι βρίσκεται σε ένα κουβούκλιο σκεπασμένο με δίκλινη στέγη, πάνω στην οποία βρίσκεται πακτωμένη μικρή καμπάνα με το γλωσσίδι εξωτερικά. Οι αριθμοί στο στρόγγυλο δίσκο είναι λατινικοί.
Το ρολόι της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής και ο μηχανισμός του κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τη γερμανική εταιρεία Philipp Hörz. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1862 στο Ulm της Γερμανίας και δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα, αναλαμβάνοντας τη συντήρηση παλιών δημόσιων μηχανικών ρολογιών. Η ταύτιση του ρολογιού της Αβερωφείου επιτεύχθηκε χάρη στον Βρετανό κ. Andy Burdon[4], ειδικό στα θέματα αυτά, έπειτα από μελέτη φωτογραφιών τις οποίες του απέστειλε από την Ελλάδα ο ιστορικός Αντώνης Γώδης. Ο τελευταίος επικοινώνησε με την εταιρεία Philipp Hörz, τεχνικός της οποίας του επιβεβαίωσε πως την εποχή εκείνη (στις αρχές του 20ού αιώνα) η εταιρία του είχε πωλήσει 14 δημόσια ρολόγια στην εταιρεία του γνωστού Έλληνα κατασκευαστή και μεταπωλητή ρολογιών δημοσίων χώρων "ΚΑΡΑΜΑΝΟΣ" στον Πειραιά, ο οποίος προφανώς μεταπώλησε και εγκατέστησε στην Αβερώφειο Σχολή το ρολόι της εταιρείας Hörz που υπάρχει μέχρι σήμερα. Ο τεχνικός της Hörz, κ. Erich Mueller, επιβεβαίωσε πως το ρολόι της Αβερωφείου είναι της εταιρείας τους και πως χτυπά τις ώρες και τη μισή ώρα, ήταν δε συνδεδεμένο με καμπάνα. Μάλιστα έδωσε και επιπλέον τεχνικές πληροφορίες. Ο τύπος του ρολογιού είναι ο W250 b, της σειράς 2121. Η γερμανική εταιρεία ανέφερε ακόμα ότι αναλαμβάνει την επισκευή και συντήρηση των ρολογιών που έχουν πωλήσει ή εγκαταστήσει στο παρελθόν. Αυτή η τελευταία πληροφορία μπορεί να αποβεί σημαντική σε περίπτωση κατά την οποία η σημερινή διεύθυνση της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής θελήσει να συντηρήσει ή να επισκευάσει το όμορφο ρολόι[5], οι χτύποι του οποίου έφθαναν και στα αυτιά του Μ. Καραγάτση[6], όταν σκιαγραφούσε ως Συταγματάρχη Λιάπκιν" τον Βασίλι Νταβίντωφ, γεωπόνο και Ρώσο εμιγκρέ, ο οποίος εργαζόταν ως υπάλληλος στο ιπποφορβείο της Σχολής.
-------------------------------------------
[1]. Πλήρη και αναλυτική περιγραφή της ιστορίας της Σχολής και εν γένει της γεωργικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα μπορεί κανείς να βρει στη διδακτορική διατριβή της Λαρισαίας φιλολόγου-ιστορικού Ιουλίας Κανδήλα, με τίτλο: Η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή Λάρισας. Συμβολή στην ιστορία της γεωργικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, Λάρισα (2001).
[2]. Η περιοχή ονομάσθηκε Ακ Σαράι από την παρουσία του ανακτόρου του Βελή πασά, το οποίο είχε κτίσει όταν βρισκόταν στη Λάρισα (1812-1822). Ο ίδιος είχε και άλλα δύο ανάκτορα, ένα μεγαλοπρεπέστατο στον Τύρναβο και ακόμη ένα στον Αετόλοφο Αγιάς με τεχνητή λίμνη, το οποίο ήθελε να του θυμίζει σε μικρογραφία το παλάτι του Αλή πασά στα Ιωάννινα. Περιέργως, από το ανάκτορο της Λάρισας δεν έχει διασωθεί καμία γραπτή ή απεικονιστική πληροφορία, ούτε κάτι από τοπική προφορική παράδοση.
[3]. Η χρονολογία, γραμμένη με το ελληνικό σύστημα αρίθμησης, είναι λανθασμένη και διαβάζεται 1099. Το ψηφίο Ϟ (κόππα) αντιστοιχεί στο 90, ενώ το ψηφίο Ϡ (σαμπί) αντιστοιχεί στο 900. Έπρεπε δηλαδή η επιγραφή να γράφει ,ΑϠΘ΄ για να αντιπροσωπεύει το 1909, έτος ανέγερσης.
[4]. Ο Andy Burdon είναι ειδικός της Βρετανικής εταιρείας The Time Workshop - Research, Restoration & Sale of Turret Clocks and Public Timekeeping Clocks και τον ευχαριστούμε θερμά.
[5]. Στο σημείο αυτό θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον ιστορικό κ. Αντώνη Γώδη, ο οποίος πρόσφατα έγινε ηλεκτρονικός φίλος μου, χωρίς να τον γνωρίζω προσωπικά. Όλες οι πληροφορίες οι οποίες αναφέρθηκαν για το ρολόι, καθώς και μια σειρά φωτογραφιών, μου τις εμπιστεύθηκε με ανιδιοτέλεια, όπως ακριβώς πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε πραγματικό ιστορικό που σκοπός του είναι η διάδοση της ιστορικής γνώσης.
[6]. Η σύζυγος του Φιλοποίμενα Τζουλιάδη, διευθυντού επί χρόνια της Γεωργικής Σχολής, ονόματι Ροδόπη Ροδοπούλου, ήταν αδελφή του Μ. Καραγάτση, κατά κόσμον Δημητρίου Ροδοπούλου.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μία εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η ΛΑΡΙΣΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897


Η ΛΑΡΙΣΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897
Τον Μάρτιο του 1897 η Λάρισα, μια πόλη 20.000 κατοίκων η οποία προσπαθούσε να αποτινάξει τον τούρκικο χαρακτήρα της, είχε αλλάξει εντελώς μορφή.
Δρόμοι γεμάτοι από στρατιωτικούς, οχήματα, ξένους. Ξενοδοχεία υπερπλήρη, απλά καταλύματα δυσεύρετα, τα εστιατόρια γεμάτα όλες τις ώρες, ο Θεσσαλικός σιδηρόδρομος συνεχώς να αδειάζει οπλίτες και πολεμοφόδια. Όλα αυτά δημιουργούσαν μια εικόνα εκρηκτική. Ήταν οι προετοιμασίες ενός προαναγγελθέντος πολέμου με την γείτονα Τουρκία και η πόλη αναστέναζε. Από την αγχώδη αυτή περίοδο έχουν διασωθεί πάμπολλες απεικονίσεις της Λάρισας. Τις δημιούργησαν ειδικοί καλλιτέχνες, εμπιστευμένοι από διάφορα ειδησεογραφικά πρακτορεία και από εφημερίδες και περιοδικά όλου του πλανήτη, με την εντολή να αποτυπώσουν στιγμιότυπα από τις προετοιμασίες και από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Η σημερινή εικόνα είναι μία από τις πολλές οι οποίες έχουν εντοπισθεί σε ξένα έντυπα μέσα. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "San Francisco Call" των Ηνωμένων Πολιτειών στο φύλλο της 29ης Απριλίου 1897. Η εφημερίδα αυτή ήταν μία από εκείνες οι οποίες ενημέρωναν συχνά τους αναγνώστες τους για όσα συνέβαιναν τόσο μακριά τους, στην περιοχή της Θεσσαλίας, ενώ ο εμπλουτισμός των ανταποκρίσεων με εικόνες πρόσφερε ουσιαστικότερη κατανόηση των γεγονότων[1].
Ο καλλιτέχνης εδώ καταγράφει την πορεία τριών στρατιωτικών τμημάτων σε σχηματισμούς, τα οποία εισέρχονται στη Λάρισα από τη γέφυρα, στρίβουν δεξιά, στην οδό Καλλιθέας και βαδίζουν δίπλα από το τζαμί του Χασάν μπέη. Από τα τρία τμήματα το μεσαίο είναι έφιππο, ενώ τα άλλα δύο πεζά. Ο επικεφαλής έφιππος αξιωματικός του αγήματος δείχνει να είναι σταματημένος. Εκεί κοντά λίγοι κάτοικοι της πόλης παρακολουθούν το γεγονός. Η πιθανότερη εκδοχή είναι τα στρατιωτικά τμήματα να επιστρέφουν από γυμνάσια τα οποία γίνονταν την περίοδο εκείνη στην περιοχή Μεριάς, έναν εκτεταμένο γυμνό χώρο ο οποίος βρισκόταν εκεί όπου σήμερα είναι ανεπτυγμένο το "Πάρκο των Ευχών", και να κατευθύνονται στους στρατώνες, ακολουθώντας την δεξιά όχθη του ποταμού. Δεξιά πάνω σε υπερυψωμένο έδαφος προβάλλει ένα τμήμα από το τζαμί του Χασάν μπέη, το μεγαλύτερο και επισημότερο τέμενος της Λάρισας. Αριστερά διαγράφονται ορισμένα τόξα από την παλιά πέτρινη γέφυρα του Πηνειού, με τα χαρακτηριστικά ξύλινα στηθαία.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο πίσω απ' όλα αυτά ο ζωγράφος έχει απεικονίσει από αριστερά κάποια δένδρα από το Άλσος των Νυμφών (Αλκαζάρ) και ένα μικρό κτίσμα το οποίο αντιστοιχεί στο ομώνυμο εξοχικό κεντράκι που υπήρχε την εποχή εκείνη στο συγκεκριμένο σημείο. Ακολουθεί το ποτάμι, το οποίο διχαζόταν από την παρουσία μιας μικρής στενόμακρης νησίδας, η οποία σήμερα δεν υπάρχει[2]. Στη συνέχεια διακρίνεται στη δεξιά όχθη του ποταμού ένα τμήμα με πολλά ψηλά δένδρα. Είναι η περιοχή Ταμπάκικα, όπου δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί μέχρι εκεί ο οικισμός και η περιοχή ήταν κατάφυτη από δένδρα και αμπέλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δυτική πλαγιά του Λόφου της Ακρόπολης. Ο καλλιτέχνης έχει ζωγραφίσει μια σειρά από σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο, όπως συνηθίζονταν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Και ενώ το 1897 είχαν ήδη κατασκευασθεί οι ψηλοί αναλληματικοί τοίχοι στη βορειοδυτική πλευρά του Λόφου , καθώς και τα σκαλοπάτια τα οποία οδηγούσαν από το ύψος του λόφου προς τη δεξιά όχθη του Πηνειού, φαίνεται ότι ο ζωγράφος τα αγνοεί, όπως αγνοεί και την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, η οποία δεν απεικονίζεται. Αντιθέτως στη θέση της υπάρχει ένα κτίσμα με φρουριακή κατασκευή, το οποίο μπορεί κανείς να το παρομοιάσει με το κατεστρεμμένο Μπεζεστένι[3], αν και χωροταξικά το τελευταίο βρίσκεται πιο ανατολικότερα στον Λόφο.
Όπως θα προσέξατε από την λεπτομερή και προσεκτική ανάλυση του σχεδίου, υπάρχουν στοιχεία τα οποία ο χαράκτης τα αναπαράγει όπως ήταν στην πραγματικότητα την εποχή εκείνη, ενώ σε άλλα σημεία αυθαιρετεί και απεικονίζει εντελώς φανταστικά τοπογραφικά στοιχεία. Το γεγονός δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα. Το πιθανότερο είναι, αρχικά να σχεδίασε εκ του φυσικού ένα απλό, πρόχειρο σκαρίφημα και στη συνέχεια όταν δημιούργησε το οριστικό σχέδιο στο εργαστήριό του, πρόσθεσε στα σημεία της εικόνας που δεν είχε ολοκληρώσει, ό,τι η μνήμη του είχε εσφαλμένα συγκρατήσει, γι' αυτό και οι μορφές πολλών σπιτιών ομοιάζουν, ειδικά οι στέγες τους, με κατοικίες προηγμένων χωρών της Ευρώπης ή της Αμερικής.
---------------------------------------------------
[1]. Η βιβλιογραφία του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 είναι εκτενέστατη. Μια εικόνα του πλούτου της μπορούμε να αποκτήσουμε από το βιβλίο του κ. Χαράλαμπου Βόγια «Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Κινηματογραφικές, Υγειονομικές και άλλες πρωτοτυπίες. Ευρεία Γενική Βιβλιογραφία», έκδοση του 2017. Η Φωτοθήκη Λάρισας σκέπτεται να συγκεντρώσει όσες εικόνες έχουν σχέση με τη Λάρισα και την περιοχή της, ερευνώντας όλα τα έντυπα αυτής της περιόδου όπως καταγράφονται στην εξαντλητική βιβλιογραφία του βιβλίου που αναφέραμε, να τα κατατάξει σε ιδιαίτερο αρχείο και να εκτυπώσει ένα λεύκωμα με τις σπουδαιότερες απ' αυτές.
[2]. Κατά τις εργασίες της Αγγλικής Τεχνικής Εταιρείας "Boot" οι οποίες είχαν αρχίσει το 1935, με σκοπό να διαμορφωθεί η δεύτερη ανακουφιστική κοίτη του Πηνειού στην περιοχή του Αισθητικού Άλσους, υψώθηκαν και διευθετήθηκαν οι όχθες της παλιάς κοίτης και συγχρόνως εξαφανίσθηκε και το μικρό αυτό κομμάτι γης στη μέση του ποταμού. Η νησίδα αυτή πρωτοστατούσε τα παλιά χρόνια κατά την εορτή των Θεοφανείων, όπου συγκεντρωνόταν πλήθος κόσμου για να παρακολουθήσει την ρίψη του Σταυρού στο ποτάμι και να θαυμάσει του κολυμβητές.
[3]. Το Μπεζεστένι είχε καταστραφεί από εμπρησμό το 1799 και είχε απομείνει μόνον το κέλυφός του, όπως ακριβώς διατηρήθηκε μέχρι σήμερα..

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Απόγευμα Κυριακής


Η Κεντρική πλατεία στις δεκαετίες 1950-1960. Φωτογραφία του Νικολάου Στουρνάρα, η οποία απεικονίζει τη νοτιοδυτική πλευρά της, την οδό Κούμα και τα κτίριά τηςΗ Κεντρική πλατεία στις δεκαετίες 1950-1960. Φωτογραφία του Νικολάου Στουρνάρα, η οποία απεικονίζει τη νοτιοδυτική πλευρά της, την οδό Κούμα και τα κτίριά της
Στα μισοσκότεινα χρόνια της μισοφωτισμένης πόλης μας, ο κινηματογράφος ήταν το φθηνότερο μέσο ομαδικής ψυχαγωγίας. Και ταλαιπωρίας. Ιδίως τα κυριακάτικα απογεύματα.
Για να μπεις στην αίθουσα, έπρεπε, λόγω κοσμοσυρροής, να σταθείς με τις ώρες στην ουρά: Να εξέλθουν "οι πρωινοί" θεατές, ν' ανοίξουν οι πόρτες για να αεριστεί η αίθουσα και να εισέλθουν, πατείς με πατώ σε, οι επόμενοι. Πατείς με πατώ σε στην κυριολεξία. Ως και η Πυροσβεστική καλούνταν ενίοτε, για να απομακρύνει τον κόσμο που στριμωχνόταν στο ταμείο και τις προθήκες, χαζεύοντας τις φωτογραφίες των ηθοποιών. Τα «συγνώμη», τα «με συγχωρείτε» και τα «sorry», έδιναν και έπαιρναν. Στον κινηματογράφο και στη βόλτα, μπορούσες να δείξεις και να επιδείξεις τα σολιασμένα παπούτσια, το μεταποιημένο κουστούμι, την ξεφτισμένη γραβάτα οι νεαροί, το ατσαλάκωτο φόρεμα από ταφτά ή σατέν ή μουσελίνα, τα κορίτσια.
Ο ΟΡΦΕΥΣ, ο κινηματογράφος, βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας -μία και μοναδική ήταν και είναι, αν και όχι μοναδική ούτε και τόσο κεντρική πια, η μεγάλη μας πλατεία. Απέναντι ο θερινός ΤΙΤΑΝΙΑ. Γύρω τα ζαχαροπλαστεία. Το απόγευμα της Κυριακής θεωρούνταν ανεπίσημα, οι επίσημοι χώροι συνάντησης των κοινωνικών τάξεων. Εκεί, στη βόλτα και στα ζαχαροπλαστεία, εξελίσσονταν οι γνωριμίες και ωρίμαζε το προξενιό. Αν έβρεχε μία Κυριακή, η πλατεία ερήμωνε, η βόλτα αναβαλλόταν κι όλες οι προετοιμασίες πήγαιναν στράφι. Οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να περιμένουν την άλλη Κυριακή, για να συναρμολογήσουν τα σπασμένα κομμάτια, να ξαναβρούν το κομμένο νήμα οι κρυφές ματιές και να συμπληρωθούν οι προτάσεις που προβάρονταν όλη τη βδομάδα, με προορισμό το αγαπημένο πρόσωπο. Οι εύτακτοι εμποροϋπάλληλοι, οι πιλοφορούντες γυμνασιόπαιδες, οι φωνακλάδες οικοδόμοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι σεμνές μαθήτριες με τις γαλάζιες ποδιές, οι ταπεινές υφάντρες, οι ονειροπόλες κορδελιάστρες, όλες, όλοι περίμεναν την άλλη Κυριακή, για να ολοκληρώσουν αυτό που άφησαν στη μέση την προηγούμενη. Να αναθερμανθούν οι σχέσεις. Σχέσεις και φιλίες που από μια αδέξια, αψυχολόγητη κίνηση, θρυμματίζονταν για πάντα.
Βγαίνοντας, το σούρουπο οι θεατές από το σινεμά, χωνεύονταν στη βόλτα. Το σούρουπο ερχόταν στην ώρα του. Ήσυχα. Αθόρυβα. Στις πέντε τον χειμώνα. Στις οχτώ το καλοκαίρι. Η ώρα κυλούσε ομαλά. Αβίαστα. Δεν άλλαζε. 'Ολα λειτουργούσαν όπως τα δημιούργησε ο Θεός. Κατά τις εφτά ακουγόταν από το Φρούριο, η σάλπιγγα που σήμαινε την υποστολή της σημαίας. Οι περιπατητές σχεδόν ακινητοποιούνταν. Μέχρι το τέλος της ολιγόλεπτης τελετής. Ώσπου το άγημα περνούσε μπροστά από την πλατεία με κατεύθυνση τους στρατώνες και η βόλτα ξανάρχιζε. Πάνω κάτω, πέρα δώθε. Διακόσια μέτρα επί τρεις ώρες... Γι΄ αυτό ήμασταν όλοι τετράπαχοι.
Έτσι ήταν η ζωή και η διασκέδαση τότε, (δηλαδή χτες), που αν είχες ραδιόφωνο ήσουν προνομιούχος. Κι όσοι δεν είχαν, οι περισσότεροι, περνούσαν όλο το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, έξω από το βιβλιοπωλείο του Δημητρακόπουλου, κοντά στην ένδοξη κι αυτό πλατεία μας ευρισκόμενο, για να ακούσουν τους κερδίζοντες αριθμούς του λαχείου Συντακτών. Έχοντας αποστηθίσει τον αριθμό του δικού τους λαχείου, που το είχαν φυλαγμένο ψηλά στα εικονίσματα, ανοιχτό δύο μήνες τώρα, για να βλέπει τον αριθμό η Παναγία και η Τύχη. Το ραδιόφωνο, η βόλτα, τα ζαχαροπλαστεία κι ο ΟΡΦΕΥΣ, που έπαιζε εκείνες τις αθάνατες ελληνικές και ινδικές ταινίες, και η φτώχεια κι όχι μόνον αυτή, μπορούσε με τρεις δραχμές, ανοίγω παρένθεση: Εγώ μια χρονιά, Χριστούγεννα ήταν, δωροδόκησα με μισό μέτρο λουκάνικο τον ελεγκτή της εισόδου, για να μ' αφήσει να δω το πρώτο μέρος της εξάωρης ταινίας «Φου Μαντσού». Το λουκάνικο ήταν παραγωγής δικής μας, από το γουρούνι μας, που το τρέφαμε από τον Μάρτη ως τον Δεκέμβρη, στο μεγάλο οικόπεδο του θείου μου του Τσιρούκη, που μας παραχώρησε ένα οίκημα για να μείνουμε όταν ήρθαμε στην πόλη. Εκατόν δεκαπέντε οκάδες έγινε εκείνη τη χρονιά -η τελευταία χρονιά που μεγαλώσαμε γουρούνι. Παχύτατο, ευτραφέστατο, ασήκωτο, με τις γκρίνιες του, το λίπος του, τις τσιγαρίδες του, τα λουκάνικα, τις μπριζόλες. Τη φούσκα του. Πεντακάθαρο κρέας. Χωρίς διοξίνες, χωρίς τοξίνες, χωρίς ασθένειες.
Μα ο χώρος στένεψε, οι αυλές μίκρυναν, οι αλάνες περιορίστηκαν, οι άνθρωποι πολλαπλασιάστηκαν. Στα οικόπεδα υψώθηκαν πολυώροφες οικοδομές για να χωρέσουν. Νόμοι απαγόρεψαν τη συνύπαρξη γουρουνιών και ανθρώπων. Και βέβαια στη βεράντα του διαμερίσματος δεν μπορούσες να μεγαλώσεις ένα γουρούνι, από τον Μάρτη ως τον Δεκέμβρη, ώσπου να γίνει εκατόν δεκαπέντε οκάδες ή ανάλογα κιλά. Τη θέση αυτή πήραν τα σκυλιά. Κλείνω την παρένθεση, κι η φτώχεια κι όχι μόνον αυτή, διασκέδαζε με τρεις δραχμές, κλαίγοντας με απελπισία ένα ολόκληρο, μεγάλο, κυριακάτικο απόγευμα.
Με κεντημένα μαντηλάκια στο χέρι οι δεσποινίδες, υγρά από δάκρυα και μύξες. Αναφιλητά και κλάματα βουβά οι μαμάδες, που συνόδευαν τις κόρες. Στεναγμοί, αχ και βαχ οι ασχημάτιστες κοπελίτσες με το κολλητό στο τριζάτο σώμα τους τσιτάκι. Και ήταν εκείνο το απλό φόρεμα, το σεμνό και κολλητό και φτωχικό, πιο πλούσιο και πιο προκλητικό απ' όλες τις πατ αστρακάν και τις βιζόν που με αυτές ήταν φορτωμένες οι κοσμικές κυρίες της απέναντι λέσχης. Μόνον οι φέρουσες αυτά τα τσιτάκια δεσποινίδες, αυτές οι μικρές φοραδίτσες, αυτά τα απέριττα λουλούδια που φύτρωναν στις γειτονιές και πήγαιναν τα απογεύματα της Κυριακής με τη μαμά στον λαϊκό ΟΡΦΕΑ, δεν ήξεραν, ακόμα, τι στολίδια ήταν, τι αναστάτωση προκαλούσαν, παντού απ' όπου περνούσαν.
Με το τέλος της ταινίας και της βόλτας, ολοκληρωνόταν η μεγάλη γιορτή της Κυριακής αργίας. Τα καλά κορίτσια επέστρεφαν στο σπίτι αγκαζέ με τη μαμά. Τα άλλα, αργότερα.
Η όμορφη πόλη μας, με την τρισένδοξη πλατεία! Πόσο άλλαξε. Η πλατεία. Ο ΟΡΦΕΥΣ κατεδαφίστηκε. Η ΤΙΤΑΝΙΑ επίσης. Στα ζαχαροπλαστεία δεν κλείνονται προξενιά. Στα παγκάκια κάθονται άγνωστα πρόσωπα. Οι παλιοί έχουν λακίσει. Θα 'μεναν δε θα ΄μεναν καμιά εκατοστή. Άντε εκατόν ένας με μένα. Οι λοιποί οδεύσανε προς τα παλιοντούλαπα. Μόνο οι προτομές των ηρώων παραμένουν ασάλευτες στη βάση τους με μια κουτσουλιά στη μύτη.
 Τώρα πώς προέκυψε, ενώ η μισή Ελλάδα ζει στον ρυθμό της καταβολής των αναδρομικών, να κάνω εγώ αναδρομή στο παρελθόν, ερευνητέον. Εγώ για τη βόλτα στην πλατεία ήθελα να μιλήσω. Αλλά κουβέντα στην κουβέντα νυχτώσαμε.
* Από τον Νίκο Κύρκο

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΠΑΛΙΕΣ ΛΑΡΙΣΙΝΕΣ ΟΜΟΡΦΙΕΣ


Όμορφα νεοκλασικά κτίρια περιτριγυρίζουν στη σειρά τη Ν.Δ. πλευρά την πλατείας Θέμιδος (Μιχαήλ Σάπκα). Φωτογραφία του Ιωαν. Κουμουνδούρου. Αρχές δεκαετίας 1930. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΌμορφα νεοκλασικά κτίρια περιτριγυρίζουν στη σειρά τη Ν.Δ. πλευρά την πλατείας Θέμιδος (Μιχαήλ Σάπκα). Φωτογραφία του Ιωαν. Κουμουνδούρου. Αρχές δεκαετίας 1930. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Η σημερινή φωτογραφία μάς παρουσιάζει μια πανοραμική άποψη μέρους της Κεντρικής πλατείας κατά τα προπολεμικά χρόνια, όταν ονομαζόταν πλατεία Θέμιδος (όπως μας πληροφορεί και η ένθετη λεζάντα).
Η ονομασία της προήλθε από το γεγονός ότι από τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια υπήρχε μέσα στον χώρο της πλατείας, στη βορειοδυτική γωνία της, ένα όμορφο νεοκλασικό κτίριο το οποίο στέγαζε το "Θέμιδος Μέλαθρον", δηλαδή τις δικαστικές υπηρεσίες της πόλης[1]. Το 1905 πυρκαγιά από άγνωστη αιτία αποτέφρωσε το κτίσμα. Το 1908 κατεδαφίσθηκε, ελευθερώθηκε ολόκληρος ο χώρος και δημιουργήθηκε η πλατεία όπως υπάρχει μέχρι σήμερα, αλλ' όμως η ονομασία Θέμιδος παρέμεινε για πολλά χρόνια παρά την κατεδάφιση του κτιρίου.
Η λήψη της φωτογραφίας έγινε στον εξώστη του επάνω ορόφου του Μεγάρου Αχμέτ Χατζημέτου (γνωστού ως Λέσχη Ασλάνη)[2]. Ο φωτογράφος έστρεψε τον φακό του προς την πλατεία και αποτύπωσε μεγάλο μέρος της, καθώς και τα κτίρια τα οποία βρίσκονταν στη νοτιοδυτική γωνία της. Αν αναλογισθεί κανείς ότι τέτοιου είδους κτίσματα υπήρχαν και στους τέσσερες δρόμους οι οποίοι περιτριγύριζαν την πλατεία, αντιλαμβάνεται την προπολεμική ομορφιά της. Ο φωτογράφος είναι άγνωστος, αλλά πιστεύεται ότι πρέπει να είναι ο εκδότης της κάρτας Ιωάννης Κουμουνδούρος, που διατηρούσε Βιβλιοχαρτοπωλείο στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Φιλελλήνων, με πρόσοψη προς την οδό Φιλελλήνων, στο ίδιο οίκημα όπου στεγαζόταν το υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας, το οποίο όμως είχε πρόσοψη προς την πλατεία. Οι λήψεις και οι εκτυπώσεις του Κουμουνδούρου δεν διακρίνονται για την αρτιότητά τους, όμως η δημοσιευόμενη είναι μία από τις καλύτερες από τη θέση αυτή, γιατί η απεικόνιση του χώρου της πλατείας και των κτιρίων είναι συμμετρική, κατατοπιστική και τοπογραφικά σωστή.
Στην άποψη αυτή διακρίνονται έξι κτίρια, τα οποία έχουν περιγραφεί με λεπτομέρειες σε άλλα κείμενά μας. Αρχίζοντας από αριστερά κατά σειρά είναι τα εξής:
--Το μέγαρο Κατσαούνη. Είναι γνωστό και ως "Ντορέ" ή "Παλλάδιον". Ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο, κτισμένο στις αρχές του 20ου αιώνα. Το ισόγειο φιλοξένησε κατά διαστήματα διάφορα καταστήματα, ενώ ο όροφος στέγασε για μεγάλο χρονικό διάστημα τα γραφεία της 1ης Ταξιαρχίας Ιππικού. Κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού, όταν τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Λάρισα, στον όροφο στεγαζόταν το επιτελείο του Γάλλου στρατηγού Venel. Μετά τον σεισμό του 1941 ο όροφος θεωρήθηκε ακατοίκητος, γκρεμίσθηκε και έμεινε μόνο το ισόγειο, στις αίθουσες του οποίου μεταπολεμικά φιλοξενήθηκε το καφενείο "Παλλάδιον". Κάποια στιγμή σε ένα τμήμα του λειτούργησε και το λεγόμενο "Μικρό Ολύμπιον", σε αντιδιαστολή με το ζαχαροπλαστείο "Ολύμπιον" του Γκουνταρούλη στην Κύπρου, κάτω από το ομώνυμο ξενοδοχείο. Τελικά το κτίσμα κατεδάφησε και στη θέση του σήμερα δημιουργήθηκε ο πεζόδρομος Μαρίνου Αντύπα, ο οποίος βρίσκεται παραπλεύρως του Δικαστικού Μεγάρου.
--Το επόμενο χαμηλό διώροφο κτίριο είχε αγορασθεί το 1920 από την Εμπορική Τράπεζα, καλλωπίσθηκε με την προσθήκη νεοκλασικών διακοσμητικών στοιχείων στον εξωτερικό τοίχο προς την οδό Κούμα, διαρρυθμίστηκε κατάλληλα και στέγαζε μέχρι πριν λίγες δεκαετίες τις υπηρεσίες του υποκαταστήματος. Ακολουθώντας την πορεία και των άλλων κτιρίων του κέντρου της Λάρισας, η Τράπεζα μεταπολεμικά το κατεδαφίσθηκε και κατασκεύασε τη σημερινή πολυώροφη οικοδομή.
--Στη συνέχεια εικονίζεται το ψηλότερο προπολεμικά κτίριο της πλατείας Θέμιδος. Άρχισε να κτίζεται το 1908 από τους αδελφούς Δημήτριο και Αθανάσιο Μποσινιώτη. Όλο το οικοδόμημα αποτελούνταν από υπερυψωμένο υπόγειο, ισόγειο και δύο ορόφους και ονομάσθηκε "Πανελλήνιον". Στο ισόγειο λειτούργησε το περίφημο καφεζαχαροπλαστείο από διάφορους επιχειρηματίες, ενώ παράλληλα είχε δημιουργήσει και θεατρική σκηνή. Ήταν το κοσμικότερο κέντρο της Λάρισας και οι εκδηλώσεις του (χοροί, θεατρικές παραστάσεις, προβολές κινηματογραφικών έργων) συγκέντρωναν την αφρόκρεμα του αστικού πληθυσμού της πόλης. Οι δύο επάνω όροφοι προπολεμικά στέγαζαν το ομώνυμο ξενοδοχείο. Μετά τον σεισμό του 1941 κρίθηκε ακατοίκητος ο τελευταίος όροφος, γκρεμίσθηκε και μεταπολεμικά το κτίριο μέχρι το 1978 παρέμεινε διώροφο, μέχρις ότου κατεδαφίσθηκε και οικοδομήθηκε πολυώροφη οικοδομή.
--Ακολουθεί στη φωτογραφία ένα μικρό ισόγειο κατάστημα στη γωνία με την οδό Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου) το οποίο λειτουργούσε ως ζαχαροπλαστείο με διάφορες ονομασίες ("Γαλλικόν", "Ελληνικόν", κλπ.) και από διάφορους επιχειρηματίες. Το μικρό αυτό κτίσμα ήταν το τελευταίο που αντιστάθηκε στην κατεδάφιση για την κατασκευή πολυώροφης οικοδομής.
--Στην απέναντι γωνία (Παπαναστασίου και Ίωνος Δραγούμη) διακρίνεται το Μέγαρο του Γεωργίου Νικόδημου. Κτίσθηκε την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και για χρόνια στεγαζόταν στους χώρους του η Νομαρχία Λαρίσης. Το 1935 ο ιδιοκτήτης Γεώργιος Νικόδημος το κληροδότησε εν ζωή στον Δήμο και μεταπολεμικά, τραυματισμένο και αυτό από τον σεισμό, κατεδαφίσθηκε μαζί με τη διπλανή κατοικία του ιατρού Κωνσταντίνου Βλάχου και στη θέση του κατασκευάσθηκε το σημερινό Δημαρχιακό Μέγαρο.
--Τελευταίο κτίριο της φωτογραφίας είναι το Μέγαρο του Νικ. Καρανίκα. Κτισμένο σε σπουδαία θέση περί το 1910, κόσμησε με τη χαρακτηριστική εξωτερική του διακόσμηση την Κεντρική πλατεία της Λάρισας. Κατεδαφίσθηκε τη δεκαετία του 1960 και στη θέση του κατασκευάσθηκε και εδώ πολυώροφη οικοδομή, η οποία μέχρι πρόσφατα στέγαζε την Α’ Οικονομική Εφορία και το Ταμείο.
Τελειώνοντας θέλω να επισημάνω ότι η μεγάλη πληγή της κατεδάφισης έπληξε και τα έξι κτίρια της φωτογραφίας και να θέσω ένα ρητορικό ερώτημα. Πότε ήταν ομορφότερη η περιοχή αυτή της Κεντρικής πλατείας. Προπολεμικά ή σήμερα;
---------------------------------------------
[1]. Το κτίριο αυτό είχε κατασκευαστεί το 1876 επί τουρκοκρατίας και στέγαζε, μέχρι την απομάκρυνση των Τούρκων το 1881, το Τουρκικό Διοικητήριο.
[2]. Στο σημείο αυτό στεγάζεται σήμερα η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης, ενώ κατά τη λήψη της φωτογραφίας, η οποία χρονολογείται στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στεγαζόταν το ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία".

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com