Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΤΟ «ΚΟΛΩΝΑΚΙ» ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - E’


Το κτίριο Ζορτού επί της οδού Νιρβάνα αρ. 10  σε σύγχρονη φωτογραφία του Παναγιώτη Δομούζη. Οκτώβριος 2020 Το κτίριο Ζορτού επί της οδού Νιρβάνα αρ. 10 σε σύγχρονη φωτογραφία του Παναγιώτη Δομούζη. Οκτώβριος 2020

Επανερχόμαστε πάλι στη συνέχεια της περιγραφής της περιοχής «Κολωνάκι» της Λάρισας. Υπήρχαν ορισμένα κενά στη συλλογή πληροφοριών γύρω από κτίρια και οικογένειες και η επελθούσα απαγόρευση της άσκοπης κυκλοφορίας στάθηκε αφορμή για την

προσωρινή διακοπή των δημοσιευμάτων. Αποδείχτηκε όμως ότι ήταν και ευεργετική. Αρκετοί κάτοικοι της περιοχής προσκόμισαν σπουδαίες πληροφορίες. Ο Γκαρώ Σιρινιάν από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Αντωνία (Νινέτα) Ζουριδάκη-Αργυριάδου, ο Γιώργος Κων. Ζορτός, η Μαίρη Λυτροκάπη-Ζορτού, ο Δημήτριος Κουκουβέλας, η Λίνα Καρανίκα-Καμηλιέρη, η «Mεγάλη Kυρία» της Λάρισας Ρούλα Σδρόλια και ορισμένοι άλλοι, προσέφεραν πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό με όρεξη και διάθεση για πληρέστερη καταγραφή της ξακουστής αυτής περιοχής. Επί πλέον κατά την αναδίφηση του αρχείου του παλαιού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα εντοπίστηκε η διαδικασία απόκτησης και η χάραξη οικοδομικών τετραγώνων και οδών στη βορειοανατολική πλευρά της Λάρισας κατά το 1927. Λόγω της σημασίας της πληροφορίας αυτής και πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή, αντιγράφουμε το σχετικό απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Σάπκα ως έχει:
«Εις τα ανωτέρω έργα οδοποιίας και ανασυγκροτήσεως της πόλεως γενικώς, έχομεν να προσθέσωμεν και την επέκτασιν του σχεδίου της πόλεως προς την βορειοανατολικήνπλευράν αυτής, επί εκτάσεως πολλών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, εν συνεχεία του πολεοδομικού σχεδίου της. Το ευρύτατον τούτο γήπεδον προήρχετο εκ καταργηθέντων οθωμανικών νεκροταφείων και κατά σχετικόν νόμον περιήλθεν εις την κυριότητα του Δημοσίου. Εξετείνετο ανατολικώς της οδού Ολύμπου, βορειοδυτικώς της οδού 31 Αυγούστου, μεταξύ του δυτικού τοίχου του περιβόλου το Δημοτικού Νοσοκομείου και της ανατολικής όχθης του Πηνειού. Η Οικονομική Εφορία Λαρίσης διεχώρησε τούτο εις τετράγωνα οικοδομικά μεγάλα, άτιναεπώλησε επί δημοπρασία.
Το 1927 ο Δήμος απεφάσισε την επέκτασιν του σχεδίου της πόλεως καθ’ όλην την ευρείαν ταύτην έκτασιν, ανέθηκε δε την εργασίαν επεκτάσεως του σχεδίου και την χάραξιν του σχεδιαγράμματος και των οδών, κατ’ επέκτασιν του πολεοδομικού σχεδίου, εις τον τότε μηχανικόν του Δήμου κ. Κ. Νταλίπην. Ούτος μετά πολλής επιμελείας και λίαν επιτυχώς εχάραξε ευρείας οδούς και τα νέα οικοδομικά τετράγωνα, ως και μικράν τριγωνικήν πλατείαν προς την πλευράν του Δημοτικού Νοσοκομείου, επί του νέου τμήματος του σχεδίου πόλεως. Εχαράχθησαν αι νέαιοικοδομικαίγραμμαί εφ’ ών θα ανεγείροντο αι νέαι οικοδομαί. Αι χαραχθείσαι οδοί είναι αι ακόλουθοι: 1) Παύλου Νιρβάνα, 2)Ογλ, 3) Γαριβάλδη, 4) Λορέντζου Μαβίλη. Αύται εχαράχθησαν κατ’ επέκτασιν κεχαραγμένων και διεστρωμένων οδών εις το τμήμα τούτο του σχεδίου της πόλεως. 5) Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, 6)Αλεξάνδρου Ελλαδίου, 7)Σβαρτς, 8)Κωνσταντά και 9) Νίκης. Αι δεύτεραι πέντε οδοί εχαράχθησαν εντελώς νέαι επί του νέου τμήματος του σχεδίου της πόλεως. Μετά βραχύ χρονικόν διάστημα ήρχισαν ανεγειρόμεναι επί του προεκταθέντος σχεδίου οικοδομαί διόροφοι, εντελώς του τελευταίου οικοδομικού τύπου, ρυθμού αρχιτεκτονικού νεωτάτου, ευπρόσωποι και λίαν εμφανίσιμοι. Ανεπήδησεν νέα συνοικία της πόλεως ευάερος, ευήλιος, εγγύς της αγοράς, υγιεινής και αθόρυβος. Άπασαι [αι οδοί] διεστρώθησαν με σύστημα ασφαλιστικόν και τα πεζοδρόμια και ρείθρα εγένετο τέλεια».
Σταματήσαμε στο τελευταίο μας κείμενο στο σπίτι του μαέστρου της Δημοτικής Φιλαρμονικής Γεωργίου Καμηλιέρη[1]. Η επόμενη κατοικία είναι γνωστή ως κατοικία του Ζορτού. Οι πρόγονοι της οικογένειας Ζορτού έφθασαν στη Λάρισα τέλος το 19ου αιώνα και οι απόγονοί της σήμερα είναι τόσοι πολλοί ώστε έχουν εξαπλωθεί σαν το άνοιγμα της βεντάλιας. Ο γενάρχης της οικογένειας Κωνσταντίνος Ζορτός[2] καταγόταν από τους Μολάους της Μάνης και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Λάρισα. Ενθουσιάστηκε φαίνεται από την εριβώλακα (εύφορη) Θεσσαλία, χαρακτήρισε στην οικογένειά του την περιοχή σαν «Καναδά» και ήλθε κατά τις αρχές του 20ού αιώνα[3] με τη γυναίκα του Αικατερίνη για μόνιμη εγκατάσταση στη Λάρισα. Έγιναν κάτοχοι μιας περιοχής η οποία σήμερα μπορεί να οριοθετηθεί στη διασταύρωση των οδών Νιρβάνα και Λορέντζου Μαβίλη. Δημιούργησαν το σπιτικό τους και στην αυλή φύτεψαν πολλά οπωροφόρα δένδρα και κυρίως λεμονιές. Το 1908 εφημερίδα της Λάρισας αναφέρει τον Κων. Ζορτό «ως γνωστόν τοις πάσιν αλλαντοποιό, παγοέμπορο και λεμοναδοποιό»[4] αλλά δεν τον αναφέρει ως εστιάτορα. Η πρώτη ύλη για τα αλλαντικά ήταν εύκολο να βρεθεί. Για τις λεμονάδες είχε αρχικά έναν μεγάλο οπωρώνα με λεμονιές. Όμως παγοποιεία δεν είχαν ακόμη δημιουργηθεί στην πόλη μας. Πρώτη ύλη για τον πάγο ήταν το χιόνι το οποίο προμηθευόταν τους θερινούς μήνες από τον Κίσσαβο, πιο πάνω από το χωριό Σπηλιά, το μετέφεραν καλά τυλιγμένο με φτέρες και λινάτσες και το διακινούσαν σαν πάγο. Όταν άνοιξε το εστιατόριο μπροστά από το τουρκικό λουτρό (χαμάμ) της οδού Βενιζέλου, που υπάρχει μέχρι σήμερα, αποθήκευε το χιόνι στο υπόγειο του τουρκικού λουτρού όπου η θερμοκρασία ήταν πολύ χαμηλή ώστε να συντηρείται περισσότερο χρονικό διάστημα το χιόνι[5].
Το πρώτο κατάστημα της οικογενείας Κων. Ζορτού βρισκόταν, όπως αναφέρθηκε, στη θέση που βρίσκεται σήμερα το τουρκικό λουτρό, δίπλα από το κατάστημα του Φάις και λειτουργούσε ως εστιατόριο. Κατά τη δεκαετία του 1920 μεταφέρθηκε στην αρχή της οδού Βενιζέλου. Ήταν ένα ισόγειο κτίσμα με πέντε μεγάλες και όμορφες τοξωτές πόρτες, από τις οποίες το εστιατόριο χρησιμοποιούσε τις τρεις μεσαίες[6]. Ανατολικά βρισκόταν σε επαφή με ένα διώροφο κτίριο το οποίο καταλάμβανε τη γωνία των οδών Βενιζέλου και Ολύμπου, απέναντι από το σημερινό Ωδείο. Στο ισόγειο του κτηρίου αυτού είχε το φαρμακείο του ο Αναστάσιος Νικ. Βάης. Το 1936 απεβίωσε ο αρχηγός της οικογενείας Κων. Ζορτός και την επιχείρηση του εστιατορίου ανέλαβαν τα τέκνα του Γεώργιος και Πέτρος (Πιέρρος). Το εστιατόριο συνέχισε να λειτουργεί στο ίδιο σημείο και μεταπολεμικά μέχρι το 1970-71. Την περίοδο εκείνη μετακόμισαν στο ισόγειο του κτιρίου της οδού Νιρβάνα και το μετέτρεψαν σε ταβέρνα, την οποία ανέλαβαν τα αδέλφια Κωνσταντίνος (Κώστας) και Σταύρος, εγγονοί του γενάρχη της οικογένειας. Το κατάστημά τους δεν είχε την πολυτέλεια και την άνεση χώρου όπως το εστιατόριο, αλλά κατόρθωσε να γίνει πασίγνωστο στη Λάρισα και να προσελκύσει μεγάλο αριθμό θαμώνων λόγω της εξαιρετικής ποιότητος των εδεσμάτων τα οποία προσέφερε. ΟΙ Λαρισαίοι κάποιας ηλικίας θα θυμούνται, όπως και ο υποφαινόμενος, τα περίφημα ψητά μπιφτέκια και τα παϊδάκια που ήταν τα σπεσιαλιτέ τους. Η ταβέρνα σταμάτησε οριστικά τη λειτουργία της την περίοδο 1987-88, αφού άλλαξε θέση τρεις φορές, διέγραψε πορεία 80 περίπου ετών και τη δούλεψαν τρεις γενεές Ζορτού.
Το σπίτι που είχε κτίσει ο Κωνσταντίνος Ζορτός όταν ήλθε στη Λάρισα από τους Μολάους καταστράφηκε από βομβαρδισμό κατά τη διάρκεια της κατοχής από βόμβα που έπεσε ακριβώς στο σαλόνι του σπιτιού[7]. Μεταπολεμικά κατεδαφίστηκε και σταδιακά κατασκευάστηκε το σημερινό κτίσμα. Όπως διακρίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία, σήμερα το κτίσμα αυτό διαθέτει μαζί με το ισόγειο, τρεις ορόφους. Η πορεία ανέγερσής του, σύμφωνα με το αρχείο της Πολεοδομικής υπηρεσίας του Δήμου, έχει ως εξής. Το 1959 εκδόθηκε άδεια ανέγερσης μονώροφου κατοικίας με πρόβλεψη ορόφου, από τον πολιτικό μηχανικό Νικόλαο Μίχο. Το 1966 εκδόθηκε άδεια προσθήκης πρώτου και δευτέρου ορόφου πάνω από το ισόγειο, με μηχανικό τον Απόστολο Σακελλαρίου. Σήμερα το ισόγειο του κτιρίου στο οποίο βρισκόταν η ταβέρνα, είναι άδειο. Στον πρώτο όροφο διαμένει η κόρη του Κώστα Ζορτού, Μαίρη Λυτροκάπη-Ζορτού με την οικογένειά της και στον δεύτερο όροφο η Ευγενία χήρα του Σταύρου Ζορτού.
(Συνέχεια)
----------------------------
[1]. Η κόρη του Νικολέτα (Λίνα) Καρανίκα-Καμηλιέρη διαθέτει πλούσιο αρχείο από τη ζωή του πατέρα της και με μεγάλη προθυμία θα το θέσει υπόψη μας, ώστε να δημοσιεύσουμε κάποια στιγμή τη ζωή και το έργο του πρώτου μεταπολεμικά μαέστρου της Φιλαρμονικής μας.
[2]. Έτσι ήταν το αρχικό επίθετό του. Αργότερα εμφανίζονται οι απόγονοί του ως Ζουρτός, ίσως «ληξιαρχική ευθύνη» και μερικές φορές ως Ζωρτός.
[3]. Κατ' άλλους ήλθε μόνιμα στη Λάρισα περί το 1884-1886.
[4]. «Εν τω ναώ του Νεκροταφείου [ετελέσθη] το μνημόσυνον του προώρως θανόντος Σταύρου Ζορτού, μεγαλυτέρου υιού του γνωστού τοις πάσιν αλλαντοποιού, παγοεμπόρου και λεμοναδοποιού Κωνσταντίνου Ζορτού», εφ. «Μικρά» Λάρισα, φύλλο της 8ης Φεβρουαρίου 1908.
[5]. Ο Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός) σε δημοσιεύματά του στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Λάρισα» κατά την περίοδο 1968-1980 αναφέρει ότι πριν κατασκευάσει ο Κων. Κατσαούνης το πρώτο παγοποιείο στην περιοχή Ταμπάκικα, υπήρχαν αγωγιάτες οι οποίοι μετέφεραν με ζώα καλά συσκευασμένο χιόνι από τον Κίσσαβο, το οποίο το αποθήκευαν στο υπόγειο του Χαμάμ και το διακινούσαν με τις σούστες σε εύπορες οικογένειες της πόλης ή σε πυρέσσοντες ασθενείς.
[6]. Σε φωτογραφίες που διασώθηκαν από την εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα τον Απρίλιο του 1941 έχουμε απεικόνιση του καταστήματος αυτού. Βλέπε το λεύκωμα: «Η Μνήμη της Πόλης. Λάρισα. Κατοχή-Απελευθέρωση. 1941-1944». Αρχείο φωτογραφιών του Βύρωνα Μήτου και άλλων συλλεκτών. Έκδοση Δήμου Λαρισαίων. Επιμέλεια Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας, Λάρισα (2018) σελ. 96.
[7]. Το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών του σημερινού κειμένου προέρχεται από πολυσέλιδο χειρόγραφο της κ. Αντωνίας (Νινέτας) Αργυριάδου-Ζουριδάκη, καθηγήτριας Φυσικής στη Μέση Εκπαίδευση, την οποία και ευχαριστώ.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

 

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το Αλσος των Νυμφών


Η κεντρική οδός του Άλσους των Νυμφών (Αλκαζάρ). Επιστολικό δελτάριο  του Νικολάου Κουρτίδη. Μέσα δεκαετίας του 1930. Συλλογή Αντώνη Γαλερίδη Η κεντρική οδός του Άλσους των Νυμφών (Αλκαζάρ). Επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Κουρτίδη. Μέσα δεκαετίας του 1930. Συλλογή Αντώνη Γαλερίδη

Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει τον κεντρικό δρόμο που υπήρχε στον χώρο του Αλκαζάρ και διχοτομούσε το Άλσος των Νυμφών. Ο δρόμος αυτός υπάρχει μέχρι σήμερα διαφορετικά διαμορφωμένος. Αρχίζει από τα λιγοστά σκαλάκια που υπάρχουν αφήνοντας τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην εκκλησία του Αγ. Χαραλάμπους και καταλήγει στο σημερινό μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, στον χώρο όπου παλαιότερα αναπτυσσόταν η μεγάλη εμποροπανήγυρη της Λάρισας κάθε Σεπτέμβριο. Είναι πεζοδρομημένος και περιβάλλεται ένθεν και ένθεν από πλούσια βλάστηση. Δεν υπάρχει κίνηση στον δρόμο, εκτός από έναν ποδηλάτη και ένα άλλο άτομο στο δεξιό πεζοδρόμιο. Το ενδιαφέρον όμως στη φωτογραφία αυτήν εντοπίζεται σε μια μεγάλη επιγραφή η οποία είναι αναρτημένη στα κλαδιά ενός ψηλού δένδρου δεξιά και η οποία γράφει με μεγάλα γράμματα «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΙΕΛΕΥΣΙΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ-ΕΦΙΠΠΩΝ». Και για μεν τα οχήματα (αυτοκίνητα, άμαξες, σούστες, κάρα και λοιπά) η επιγραφή δικαιολογείται. Εξ άλλου και σήμερα η απαγόρευση επισημαίνεται με το κατάλληλο οδικό σήμα. Εντύπωση όμως προξενεί η απαγόρευση των «εφίππων». Και ιδού πώς εξηγείται. Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η Λάρισα φιλοξενούσε το στρατηγείο και τις στρατιωτικές μονάδες της Ταξιαρχίας Ιππικού[1]. Καθώς οι στρατώνες προπολεμικά βρίσκονταν μακριά από την πόλη και οι δρόμοι ήταν τον χειμώνα λασπωμένοι και το καλοκαίρι γεμάτοι σκόνη, οι αξιωματικοί του Ιππικού έφθαναν στο κέντρο της πόλης με τα άλογά τους. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο την εποχή εκείνη να βλέπει κανείς να βολτάρουν στους δρόμους της Λάρισας, ακόμη και στην Κεντρική πλατεία, αξιωματικοί καβάλα στα άλογά τους. Η ενόχληση στους κατοίκους από την κατάσταση αυτήν ήταν εμφανής και διαβάζουμε στις παλιές εφημερίδες της πόλης μας ότι συχνά οι δημοσιογράφοι στηλίτευαν το γεγονός αυτό. Φυσικά οι καβαλάρηδες αξιωματικοί έφθαναν μέχρι και τον κήπο του Αλκαζάρ και η παρουσία τους ενοχλούσε τους περιπατητές και τους θαμώνες του εξοχικού κέντρου, οι οποίοι έφθαναν μέχρις εκεί για να απολαύσουν καθαρό αέρα και ησυχία. Για να απαγορευτεί η παρουσία τους, ο Δήμος αναγκάστηκε να τοποθετήσει την πινακίδα με την επιγραφή που διακρίνεται στη φωτογραφία.
Η φωτογραφία αυτή προέρχεται από το υπ’ αριθμ. 339 επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Κουρτίδη και ανήκει στη Συλλογή του αείμνηστου Αντώνη Γαλερίδη. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο εκδότης της κάρτας Νικόλαος Κουρτίδης τύπωνε τον λογότυπο της εταιρείας του «Nicourt ATHENS» στο κάτω δεξιό άκρο της φωτογραφίας. Θεωρείται ότι είναι ο εκδότης με τα περισσότερα καρτ ποστάλ στην Ελλάδα. Τα θέματά του είναι κυρίως απόψεις από διάφορα μέρη της χώρας μας, σε μία εποχή που η ασπρόμαυρη φωτογραφία είχε φτάσει στο απόγειό της. Οι εκτυπώσεις του είναι πολύ καθαρές, ευκρινείς και απεικονίζουν ωραίες φωτογραφικές απόψεις προερχόμενες αποκλειστικά από την ελληνική περιφέρεια. Η αρίθμηση των καρτ ποστάλ του ξεκινά από το No 1 και φτάνει μέχρι περίπου το No 1.100. Δραστηριοποιήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 (μεταξύ 1935-1940). Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ήλθε στη Λάρισα, πάντως για την πόλη μας είναι γνωστές 6-7 κάρτες του.
Θα πούμε λίγα λόγια για το Άλσος των Νυμφών, όπως είναι η επίσημη ονομασία του κήπου Αλκαζάρ. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όλος ο χώρος που ορίζεται από τη γέφυρα μέχρι τον σημερινό περιφερειακό δρόμο της Λάρισας και από τον δρόμο προς Γιάννουλη μέχρι την αριστερή όχθη του Πηνειού, ήταν επίπεδος και γυμνός και χρησίμευε για ασκήσεις του τουρκικού στρατού και παρελάσεις. Μια εικόνα του χώρου μπορεί κανείς να σχηματίσει αν μελετήσει προσεκτικά τις υδατογραφίες τις οποίες σχεδίασε ο Βαυαρός αξιωματικός Ludwig Koellnberger, όταν την άνοιξη του 1834 ως μέλος μικρής ομάδας του Βαυαρικού Εκστρατευτικού Σώματος της Ελλάδος, επισκέφθηκε την τουρκοκρατούμενη Λάρισα για συνομιλίες με τον Τούρκο πασά της πόλης Μουσταφά Νουρή[2].
Όλος αυτός ο χώρος είχε κατά διαστήματα διάφορες ονομασίες. Επί τουρκοκρατίας η πιο συνηθισμένη ονομασία του ήταν Μπελεντιέ Μπαχτσέ που σημαίνει Δημοτικός Κήπος. Μετά την απελευθέρωση η κοινή του ονομασία ήταν Μεριάς, που σημαίνει μεγάλος, επίπεδος και άγονος χώρος. Η ονομασία αυτή επικράτησε μέχρι και την κατοχή[3]. Την ίδια περίοδο επίσημα ονομαζόταν Πλατεία ή Πεδίον του Άρεως[4], επειδή ήταν χώρος στρατιωτικών ασκήσεων. Χώροι με την ονομασία αυτή συναντούμε και σε άλλες ελληνικές πόλεις (Αθήνα, Βόλος, Τρίπολις, και αλλού). Ο όρος Αλκαζάρ υπήρχε ήδη στη Λάρισα κατά την περίοδο της προσάρτησης της Θεσσαλίας το 1881[5]. Άλσος των Νυμφών ονομάσθηκε το 1903 με εισήγηση της βασίλισσας Όλγας[6], η οποία ερχόταν τακτικά στη Λάρισα συνοδεύοντας τον σύζυγό της Γεώργιο Α’. Ο όρος αυτός είχε ατονήσει, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούμε ότι άρχισε και πάλι να χρησιμοποιείται.
[1]. Το στρατηγείο στεγαζόταν μέχρι την κατοχή στον επάνω όροφο του μεγάρου Κατσαούνη που βρισκόταν στη νότια πλευρά της πλατείας, περίπου εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Public. Μάλιστα για ένα διάστημα, διοικητής της ταξιαρχίας Ιππικού υπήρξε ο μετέπειτα στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος. Στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το κτίριο της 1ης Στρατιάς υπήρχε ιπποδρόμιο στο οποίο εξασκούνταν οι στρατιώτες του Ιππικού και κατά διαστήματα γίνονταν και ιππικοί αγώνες.
[2]. Παπασπύρου-Καραδημητρίου Ευθυμία, Εικόνες από την Ελλάδα (1833-1838). Υδατογραφίες του Hans Hanke από το έργο του Ludwig Koellnberger, πρόλογος Ιωάννης Μαζαράκης-Αινειάν, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος, Αθήνα (2000) σ. 92-95.
[3]. «Ως θέσις της εμποροπανήγυρεως επιλέχθηκε η περιοχή «Μεριάς», μεγάλης εκτάσεως χώρος ο οποίος εκτείνεται πέραν της μεγάλης γεφύρας του Πηνειού, παραλλήλως προς την οδόν την άγουσαν εις Τύρναβον», γράφει εφημερίδα της Λάρισας στις 15 Οκτωβρίου 1888.
[4]. Στην αρχαία Ρώμη ο όρος αυτός σήμαινε εκτεταμένο και ανοικτό χώρο, αφιερωμένο στον θεό του πολέμου Άρη. Εκεί συνέρχονταν οι Ρωμαίοι για την εκλογή αρχόντων της πόλης και συγχρόνως ήταν και πεδίο ασκήσεων και παρελάσεων. Στο πρόγραμμα της Γεωργοκτηνοτροφικής έκθεσης που έγινε στη Λάρισα το 1900 παρουσία του διαδόχου Κωνσταντίνου, αναφέρεται: «Η έκθεσις γενήσεται εν ειδικώ Εκθετηρίω ανεγειρομένω επί της παρά τον Πηνειόν πλατείας του Άρεως».
[5]. Στις 11 Αυγούστου 1882 η εφημερίδα της Λάρισας «Ανεξαρτησία» έγραφε: «Χθες εν πλήρει μεσημβρία εγένετο παρανάλωμα του πυρός το πέραν της γεφύρας κείμενον Αλκαζάρ…». Βλέπε και: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το κέντρο Αλκαζάρ-Α’, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 29ης Ιανουαρίου 2014 .
[6]. Με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας ιδρύθηκε στην πόλη μας «Φιλοδασική Ένωσις». Σκοπός της ήταν να συμβάλλει στη δημιουργία πρασίνου στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας. Με τη συμβολή μονάδων μηχανικού υπό τον λοχαγό Σαπουντζάκη και μαθητών του Γυμνασίου, δενδροφυτεύτηκε η περιοχή του Αλκαζάρ κατά μήκος της αριστερής όχθης του Πηνειού, μέχρι το κτήμα Παπασταύρου, περίπου μέχρι εκεί που αρχίζει σήμερα το Στάδιο Αλκαζάρ. Αυτός ο τεράστιος χώρος πρασίνου ονομάσθηκε από τον Δήμο «Άλσος των Νυμφών».

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

ΜΙΧΑΗΛ ΣΑΠΚΑΣ

Αναμνήσεις εκ της εκτελέσεως έργων οδοποιίας εν Λαρίση -Γ΄


Η οδός Μακεδονίας  (Βενιζέλου) ήταν από  τους μεγαλύτερους  και κεντρικότερους  δρόμους της Λάρισας  και από τους πρώτους  που ασφαλτοστρώθηκαν.  Δεξιά η διασταύρωση  με την οδό Δήμητρας.  Από επιστολικό δελτάριο  του Νικ. Στουρνάρα.  1950 περίπου.  Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας. Η οδός Μακεδονίας (Βενιζέλου) ήταν από τους μεγαλύτερους και κεντρικότερους δρόμους της Λάρισας και από τους πρώτους που ασφαλτοστρώθηκαν. Δεξιά η διασταύρωση με την οδό Δήμητρας. Από επιστολικό δελτάριο του Νικ. Στουρνάρα. 1950 περίπου. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Τελειώνουμε σήμερα με τις αναμνήσεις του παλιού δημάρχου Μιχ. Σάπκα για το σοβαρό για την εποχή εκείνη θέμα της κατασκευής σύγχρονων και ασφαλτοστρωμένων δρόμων στη Λάρισα. Η γραφή του είναι αποκαλυπτική και περιγράφει, ίσως κάπως

υπερτονισμένα, την προσπάθεια που κατέβαλε για να αντιμετωπίσει με σθένος τις αντιξοότητες και τις αντιπαλότητες που αντιμετώπισε. Εξ άλλου είναι γνωστό ότι πάντα οι δημόσιοι άνδρες όταν πρόκειται να εκτελέσουν μεγάλα έργα πνοής προσκρούουν σε κάθε είδους αντιπολιτευτικές ή συμφεροντολογικές απαιτήσεις. Συνεχίζει ο δήμαρχος:
"Το Δημοτικόν Συμβούλιον είχε πεισθεί πλέον ότι εις τας οδούς της πόλεως έπρεπε κατά κανόνα να γίνουν οδοστρώματα ασφαλτικά, τα μόνα ενδεδειγμένα διά την απαλλαγήν αυτών από την λάσπην και την σκόνην. Πεζοδρόμια και ασφαλτικαί οδοί θα ανύψωνον την εμφάνισιν της Λαρίσης εις τα όμματα των κατοίκων και όλων των παρεπιδήμων υπαλλήλων, αξιωματικών και οπωσδήποτε διερχομένων και επισκεπτομένων αυτήν.
Είχε τεθεί εις εφαρμογήν ο νόμος περί Ταμείων Μονίμων Οδοστρωμάτων αλλά μόνον διά τας Αθήνας. Ουχ ήττον υπήρχε εις αυτόν διάταξις κατά την οποίαν ηδύνατο ούτος να επεκταθή και εις άλλας επαρχιακάς πόλεις διά Διατάγματος. Χωρίς να χάσω καιρόν υπέβαλα πρότασιν εις το Δημοτικόν Συμβούλιον όπως ζητήση διά πράξεώς του επέκτασιν του νόμου και εις την Λαρισαν, εν τη πεποιθήσει ότι εξυπηρετώ τα μέγιστα την πόλιν. Πόροι του Ταμείου ήσαν εκτός ποσοστού τινος εισφοράς εκ των εσόδων του Δήμου και η επιβολή διοδίων επί όλων των τροχοφόρων των εισερχομένων και εξερχομένων της πόλεως. Όρια της πόλεως εθεωρούντο τα διά του σχεδίου της πόλεως καθοριζόμενα τοιαύτα. Φυλάκεια ετοποθετήθησαν κατά τας εισόδους της πόλεως διά την είσπραξιν των διοδίων. Το Ταμείον διοικείτο υπό επιτροπής αποτελουμένης εκ του Εφόρου, του Νομομηχανικού, του Δημάρχου και του Διευθυντού της Νομαρχίας. Αύτη εκανόνιζε την θέσιν της τοποθετήσεως των Φυλακείων εισπράξεως και διώριζε τους εισπράκτορας. Παν τροχοφόρον (αυτοκίνητον, άμαξα, φορτηγαί άμαξαι, κάρρα και τα γεωργικά τοιαύτα) υπέκειντο εις την καταβολήν των διοδίων ευθύς ως διήρχοντο προ του Φυλακείου εισερχόμενα ή εξερχόμενα. Ουδεμία εξαίρεσις υπήρχε ούτε διά τα τροχοφόρα του Δήμου, κάρρα καθαριότητος και την νεκροφόρον ακόμη.
Το ποσόν των καταβαλομένων διοδίων καίτοι δεν ήτο πολύ μεγάλον, ήτο αρκετά επαχθές διά τους μη δυναμένους να κρίνωσι περί του επιδιωκομένου λίαν σοβαρού σκοπού, τόσον επωφελούς διά τας πόλεις. Δι’ ειδικού ψηφίσματος του Δημοτικού Συμβουλίου επεβλήθησαν τα διόδια και ενεκρίθη το καθορισμένον υπό του νόμου ποσόν δι’ εκάστην κατηγορίαν τροχοφόρων υπό της Νομαρχίας. Άμα τη δημοσιεύσει των αποφάσεων του Δήμου περί επιβολής διοδίων, τρικυμιώδης εξέγερσις εξεδηλώθη όλων των κατόχων τροχοφόρων, αμαξηλάται, καρραγωγείς, εργολάβοι έργων, αυτοκινητισταί επιβατηγών και φορτηγών αυτοκινήτων της πόλεως και της περιφερείας όλης, οι γεωργοί διά τα γεωργικά κάρρα των, όλοι διεμαρτύροντο, ηπείλουν. Άρθρα εις όλας τας τοπικάς εφημερίδας αγροτοπατέρων, εργατοπατέρων, εργολάβων εδημοσιεύοντο εναντίον μου, απειλάς εξεστομίζοντο απειλούσαι κρέμασμα των επιβαλόντων τα διόδια. Οι δημαγωγοί και δημοκόποι ήσαν επί κεφαλής της εκδηλωθείσης αντιδράσεως. Έμεινα ασυγκίνητος από όλας τας απειλάς και διαμαρτυρίας, δεν έβλεπον παρά μόνον τα αγαθά τα οποία θα προέκυπτον εις την πόλιν εκ της εφαρμογής του συστήματος μονίμων οδοστρωμάτων και θα ανεσύρετο η Λάρισα εκ του βορβόρου και της σκόνης εις τα οποία έπλεε χειμώνα και καλοκαίρι, θα διελύετο η κατ’ αυτής δυσφήμισις και θα είχε και το οικονομικόν κέρδος της ανατιμήσεως όλων των ακινήτων, ως συμβαίνει εις πάσαν καλοβαλμένην πόλιν.
Ευθύς μετά την οργάνωσιν του Ταμείου Μονίμων Οδοστρωμάτων και την επιβολήν των διοδίων και λοιπών πόρων του ταμείου, το Δημοτικόν Συμβούλιον απεφάσισε όπως εκ παραλλήλου με το ανωτέρω ταμείον ο Δήμος προβή εις την κατασκευήν και ανακαίνισιν πολλών δημοτικών οδών, πλην εκείνων διά τας οποίας είχεν υποχρέωσιν να αναλάβη την διά γρανιτασφάλτου οδοστρωσίαν το Ταμείον Μονίμων Οδοστρωμάτων. Εκ του νόμου το Ταμείον θα ησχολείτο με την κατασκευήν μονίμων οδοστρωμάτων εις τα τμήματα των εθνικών και επαρχιακών οδών εντός του σχεδίου πόλεως περιλαμβανόμενα. Δημοτικάς οδούς μόνον κατόπιν ειδικής αιτήσεως του Δήμου και ιδιαιτέρας συμφωνίας θα κατασκεύαζεν. Ο Δήμος δεν απετάθη προς αυτό, αλλά απεφάσισε να εκτελέση ο ίδιος τας γρανιτασφαλτώσεις των δημοτικών οδών. Προς τούτο προέβη και εις την προμήθειαν ειδικού λέβητος και ειδικής αντλίας διά τους εμποτισμούς και επαλείψεις των οδοστρωμάτων δι’ ασφάλτου. Μετά την τακτοποίησιν της επιτυχούς εφαρμογής των διαφόρων συστημάτων ασφαλτοστρώσεως, ανεθέσαμεν διά δημοπρασίας εις ειδικούς εργολάβους την ασφαλτόστρωσιν οδών με σύστημα ανάλογον της κυκλοφορίας εκάστης. [...] Δεν δύναμαι να βεβαιώσω αν εξετελέσθη το έργον κατά την σύμβασιν και αν ασφαλτοστρώθησαν πάσαι αι υπό της συμβάσεως προβλεπόμεναι οδοί[1]. Δεν είχον την τύχην να παρακολουθήσω την εκτέλεσιν αυτών. Η έκβασις των εκλογών του Φεβρουαρίου του 1934 υπήρξε δυσμενής δι’ εμέ.
Προς σύγχρονον και πληρεστέραν συμπλήρωσιν του έργου της οδοποιίας καθ’ όλον το οδικόν δίκτυον της πόλεως, επεδίωξα την πλήρη συνεργασίαν με το Ταμείον Μονίμων Οδοστρωμάτων. Επειδή τούτο κατά το πρώτον έτος της συστάσεως εστερείτο οικονομικών μέσων προς άμεσον έναρξιν της λειτουργίας αυτού, επέτυχον την υπ’ αυτού σύναψιν δανείου εκ 4.000.000 δρχ. υπό την εγγύησιν του Δήμου, προοριζόμενον διά την γρανιτασφάλισιν των εν τω σχεδίω της πόλεως περιλαμβανομένων τμημάτων των μεγάλων εθνικών οδών, ήτοι της οδού Μακεδονίας (Βενιζέλου), οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), οδού Ηπείρου, οδού Αχιλλέως νυν Βασιλ. Κωνσταντίνου (Παναγούλη), οδού Βόλου (23ης Οκτωβρίου) και οδού 31 Αυγούστου-Τεμπών.
Ευθύς άμα τη αποκαταστάσει της οικονομικής επαρκείας του Ταμείου Μονίμων Οδοστρωμάτων διά της συνάψεως του ανωτέρω δανείου επετύχωμεν την διάστρωσιν αυτών, αίτινες ήσαν εκ των κυριωτέρων οδών, διά μονίμου γρανιτασφαλτικού οδοστρώματος. Μόνον το τελευταίον τμήμα της οδού Αχιλλέως, ήτοι του άγοντος από την Πύλην Φαρσάλων εις τους Σιδηροδρομικούς Σταθμούς έμεινεν άνευ γρανιτικής ασφαλτώσεως, διότι ηγέρθη αμφισβήτησις υπό του Γραφείου Νομομηχανικού αν έπρεπε να χαρακτηρισθή ως τμήμα εθνικής οδού. [...]
Εδέησε διά προσωπικής μου επιστολής προς τον τότε υπουργόν Δημοσίων Έργων, γνωστόν μου επί της επί έτη υπηρεσίας του παρά τη Μεραρχία Λαρίσης, τον παρεκάλεσα να επέμβη παρά ταις αρμοδίαις υπηρεσίαις του υπουργείου του και λυθή το ζήτημα. Τη αμέσω επεμβάσει του ελύθη η διαφορά και επεστρώθη και το τμήμα τούτο δι’ οδοστρώματος γρανιτασφάλτου και απηλλάγη της λάσπης και της σκόνης.
Συγχρόνως εγένετο γρανιτασφαλτική διάστρωσις και της κεντρικής πλατείας Θέμιδος και άλλων τινων μικροτέρων πλατειών, αφού προηγήθη διαμόρφωσις αυτών, δενδροφύτευσις και καλλωπισμός βάσει σχεδίου εκπονηθέντος υπό επιτροπής εκ του Διευθυντού της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής και άλλων γεώπόνων μηχανικών. Ο Διευθυντής της Σχολής κ. Φιλοποίμην Τζουλιάδης ενδιεφέρθη εξαιρετικώς διά τας διαμορφώσεις και δενδροφυτεύσεις των πλατειών μας και πάρκων. Επίσης εφυτεύθησαν κατά μήκος των κεντρικών οδών δενδροστοιχίαι εκ καταλλήλων δένδρων, αι δε πλατείαι μας εκοσμήθησαν με πρασιάς, ανθώνας και μπορντούρες εκ πυξών και άλλων θαμνωδών δενδρυλλίων. Οι δημοτικοί μας κήποι συνεπληρώθησαν υπό του δενδροκόμου του Δήμου κ. Ι. Κατσίγρα[2] με άπειρον καλαισθησίαν. Οι δημοτικοί κήποι Παλαιών Ανακτόρων[3], Πλατείας Φρουρίου, Πλατείας Ρήγα Φερραίου (Ταχυδρομείου) και άλλοι μικροτέρων πλατειών ενέτυχον εξαιρετικής επιμελείας υπό του δενδροκόμου του Δήμου. Εφάμιλλον προς ευρωπαϊκά πάρκα και δημοτικούς κήπους είχε γίνει το άλσος Αλκαζάρ. Και τας όχθας του Πηνειού εκοσμήσαμεν με δενδροφυτεύσεις. Η Λάρισα παρουσίαζε τότε όψιν όλως πρασίνην, πολλοί ξένοι περιηγηταί ή διερχόμενοι δι’ αυτής, παρομοιάζον ταύτην με μικράν Ελβετικήν ή Γερμανικήν πόλιν. Η εμφάνισίς της ήτο τότε, 1930-34, εξαιρετική. [...].
Όταν δε τα έργα οδοποιίας συνεπληρώθησαν με τας καλωπισμένας πλατείας, τας δενδροφυτεύσεις αυτών, τας δενδροστοιχίας των οδών, με τους περιποιημένους δημοτικούς κήπους και τα πάρκα, η Λάρισα μετέβαλεν όψιν και εγένετο ωραία επαρχιακή πόλις, ευχάριστος εις τους παρεπιδημούντας ξένους. Όμως το αποτέλεσμα των Δημοτικών εκλογών του Φεβρουαρίου του 1934 υπήρξε δυσμενές δι’ εμέ. Τα διά την Λάρισαν σχέδιά μου και αι ονειροπόλαι προβλέψεις μου ανετράπησαν και εματαιώθησαν. Αι νέαι Δημοτικαί αρχαί ας συνεχίσωσι την ανασυγκρότησιν και αναμόρφωσιν αυτής με το πρόγραμμά των".
Η πικρία του Μιχ. Σάπκα για την αποτυχία να εκλεγεί εκ νέου δήμαρχος ήταν πολύ μεγάλη και το αποτέλεσμα απρόσμενο. Έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του (1956) δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα δημοτικά πράγματα.
-------------------------
[1]. Σύμφωνα με τη σύμβαση οι οδοί προς ασφαλτόστρωση ήταν 52.
[2]. Πρόκειται για τον πατέρα του ιατρού και μεγάλου δωρητή της πόλης μας Γεωργίου Κατσίγρα.
[3]. Εννοεί τη σημερινή πλατεία του Αγ. Βησσαρίωνος παρά το Δημοτικό Ωδείο. Στη σημερινή πλατεία Αγαμ. Μπλάνα το χρονικό αυτό διάστημα είχε ήδη αρχίσει να χτίζεται η Δημοτική αγορά.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

 

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

ΦΕΝΑΚΕΣ: ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗΣ
Τι είναι η Φ ε ν ά κ η και τι οι Φ ε ν ά κ ε ς; Δεν θα είναι δύσκολο θαρρώ να περιγραφεί. Οι εποχές ετούτες κατακλύζονται από αυτούς τους δαίμονες.
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία και λατρεία, με την ονομασία Φενάκες ήταν γνωστοί κάποιοι δαίμονες, τους οποίους επικαλούνταν και ζητούσαν τη βοήθειά τους οι αρχαίοι Αθηναίοι όσες φορές επιθυμούσαν να ε ξ α π α τ ή σ ο υ ν κάποιον άνθρωπο.
Ο αρχικός τύπος ήταν ο φαίναξ, του φαίνακος, από το ρήμα φαίνω – φαίνομαι, δηλαδή φανερώνω. Ο φαίναξ ήταν ο α π α τ ε ώ ν α ς, που με την σειρά του μας έδωσε το φέναξ, φένακος.
Το "αι" της φενάκης μονοφθογγίστηκε γλωσσολογικώς, οι δύο φθόγγοι απλοποιήθηκαν και έγιναν ένας, "ε".
Λέξη πολύ παλιά, οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο Φαίναξ ήταν κύριο όνομα, το ανθρωπωνύμιο pa-na-ki μια δοτική των μυκηναϊκών χρόνων, που απαντάται στις πινακίδες της μυκηναϊκής Β γραφής.
Με την φενάκη ως πρώτη έννοια εννοούσαν και την περούκα.
Η περούκα κρύβει μια ατέλεια, άρα απατά, εξαπατά, φενακίζει.
Η φενάκη, η εξαπάτηση, ο φενακισμός είναι η παραπλάνηση αφελών και μη. Φ ε ν ά κ η, λοιπόν, είναι η απάτη, η ψευτιά, η πλάνη, το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση.
Επικαλούμαστε την Φενάκη για να κρύψουμε ένα μυστικό, μία ιδέα, μία ιδεολογία, ακόμα και μια ιδεοληψία, όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε την εμμονή μας σε συγκεκριμένες πεποιθήσεις, με τελικό σκοπό την εξαπάτηση.
Λέμε ή ακούμε καμιά φορά προτάσεις όπως: "Οι υποσχέσεις του, τα λόγια του αποδείχτηκαν φενάκη" και το μυαλό μας πάει κατευθείαν στους πολιτικούς αυτού του τόπου.
Είναι βέβαιο ότι τους Φ έ ν α κ ε ς τους επικαλούνται αυτή η μερίδα των πολιτών σε καθημερινή βάση. Όμως αυτοί που τους επικαλούνται, δεν είναι ο καθρέφτης αυτών που τους ψηφίζουν;
Όπως προαναφέραμε: "ο φενακισμός είναι η παραπλάνηση αφελών και μη".
Αφελών και μη.
Οι δαίμονες Φένακες λοιπόν συνεχίζουν να ζουν και ουδέποτε ξεπέσανε στην λήθη. Απόδειξη;
Ας κοιτάξουμε γύρω μας.
Ετούτος ο τόπος και ο λαός, ο πλανεμένος και βαθιά εξαπατημένος, είναι η απόδειξη.
*Ερευνα και συλλογή πληροφοριών Γιώβη Βασιλική
Aναζητήστε το άρθρο με αυτόν τον τίτλο, στο μπλογκ μου mythiki-anazitisi.blogspot

 

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

ΜΙΧΑΗΛ ΣΑΠΚΑΣ

Αναμνήσεις εκ της εκτελέσεως έργων οδοποιίας εν Λαρίση -Β’


Η οδός Βόλου  στο ύψος του ναού  του Αγ. Κωνσταντίνου  ασφαλτοστρωμένη,  με ρείθρα, κράσπεδα  και πεζοδρόμια.  Φωτογραφία  από προεκλογικό  διαφημιστικό φυλλάδιο  του Μιχ. Σάπκα  για τις δημοτικές εκλογές  του Φεβρουαρίου του 1934. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας Η οδός Βόλου στο ύψος του ναού του Αγ. Κωνσταντίνου ασφαλτοστρωμένη, με ρείθρα, κράσπεδα και πεζοδρόμια. Φωτογραφία από προεκλογικό διαφημιστικό φυλλάδιο του Μιχ. Σάπκα για τις δημοτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1934. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Συνεχίζουμε και σήμερα τις αναμνήσεις του παλιού δημάρχου Λαρισαίων Μιχαήλ Σάπκα από τη μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε για την κατασκευή σύγχρονων έργων οδοποιίας στην πόλη μας στο διάστημα της δημαρχιακής του θητείας. Γράφει ο Σάπκας:

Πεζοδρόμια και ασφαλτοστρώσεις
Αυτή ήτο η οδική κατάστασις της Λαρίσης ότε ανέλαβον την Δημοτικήν αρχήν μετά τας δημοτικάς εκλογάς της 25 Οκτωβρίου 1925. Ιδού τι εγράφομεν εις την λογοδοσίαν μας του 1934: «Κεφαλαιώδες έργον όπερ απησχόλησε την Δημοτικήν αρχήν ήτο και το ζήτημα των οδών της πόλεως. Προ ολίγων ακόμη ετών η Λάρισα ήτο πόλις διακρινομένη δια τους λασπώδεις δρόμους της και την σκόνην της. Η από τον σιδηροδρομικόν σταθμόν εις την πόλιν άνοδος ήτο το μαρτύριον των επιβατών, η κυκλοφορία δε εις τας κεντρικάς οδούς, ήτοι Ακροπόλεως [Παπαναστασίου], Μακεδονίας [Βενιζέλου], Βόλου [23ης Οκτωβρίου] και λοιπών ήτο αγωνιώδης, ως πάντες ενθυμούμεθα, η δε κατάστασις αύτη των οδών εγένετο πλέον απελπιστική μετά την εκσκαφήν δια την τοποθέτησιν των σωλήνων της υδρεύσεως».
Δεν ήτο δυνατόν παρά να σκεφθώμεν σοβαρώς περί της θεραπείας του μεγάλου αυτού κακού της πόλεως, διότι εδυσφημείτο εις τοιούτον βαθμόν λόγω της κακής καταστάσεως των οδών, ώστε να θεωρήται ως τόπος μαρτυρίου η εγκατάστασις και διαμονή εν αυτή των αξιωματικών και παρεπιδημούντων ξένων, ως και των δημοσίων υπαλλήλων.
Κατόπιν ανταλλαγής γνωμών μετά διαφόρων ειδικών κατελήξαμεν εις το συμπέρασμα ότι η Λάρισα ίνα αποκτήση δρόμους συγχρονισμένους, έπρεπε ούτοι να κατασκευασθώσι με μόνιμα οδοστρώματα πάντως ασφαλιστικά τοιαύτα, διαφόρων συστημάτων, αναλόγως της κινήσεως αυτών και να τοποθετηθώσιν εις πάντας τους δρόμους πεζοδρόμια, κράσπεδα και ρείθρα, καθόσον άνευ ασφαλτώσεως και κρασπέδων δεν ήτο δυνατόν να υπάρχωσι δρόμοι απηλλαγμένοι της λάσπης και της σκόνης. Προς πραγματοποίησιν των ανωτέρω απεφασίσθη δια ψηφίσματος του Δημοτικού Συμβουλίου η εφαρμογή της ασφαλτοστρώσεως εις πάσας τας οδούς της πόλεως, τας τε δημοτικάς, εθνικάς και επαρχιακάς. Προς τούτο απεστάλη εις Αθήνας ο προϊστάμενος της Μηχανικής υπηρεσίας του Δήμου ίνα παρακολουθήση παρά τω Δήμω Αθηναίων και τω υπουργείω Συγκοινωνίας τα προσφορώτερα δια την Λάρισαν συστήματα ασφαλτοστρώσεως. Απεφασίσθη επίσης η ίδρυσις Ταμείου Μονίμων Οδοστρωμάτων, όπερ και επροικίσθη με τους αναγκαίους πόρους τους προβλεπομένους υπό του σχετικού νόμου. Τούτο εγένετο προς τον σκοπόν όπως συγχρόνως και εκ παραλλήλου οδοστρωθώσι δια μονίμων και ημιμονίμων οδοστρωμάτων όλαι αι μεγάλαι οδοί της πόλεως. Τα επιτευχθέντα αποτελέσματα δια της εφαρμογής του συστήματος τούτου εδικαίωσαν τα προβλέψεις μας και ήδη πάντες οι κεντρικοί δρόμοι έχουσι κατασκευασθεί και στρωθεί κατά το τελειότερον της οδοποιίας σύστημα, είναι δε απηλλαγμένοι τόσον της λάσπης όσον και της σκόνης.

Εφαρμογή νέων περί οδοποιίας Νόμων
Δύο νόμοι ήσαν οίτινες κατέστησαν εφικτήν την θεραπείαν του μεγάλου τούτου κακού της πόλεως. Ο νόμος περί κατασκευής πεζοδρομίων υπό των Δήμων και ο νόμος περί ιδρύσεως Ταμείου μονίμων οδοστρωμάτων.
Μέχρι του 1925 δια τους δυστροπούντας εις την κατασκευήν πεζοδρομίων παροδίους ιδιοκτήτας ακινήτων, τα πεζοδρόμια ήδύνατο να κατασκευάζη το κράτος και να εισπράττη το καταλογιζόμενον δια την κατασκευήν εις έκαστον παρόδιον ιδιοκτήτην ποσόν, κατά τον περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων νόμον. Το κράτος ουδέποτε ή σπανιώτατα εφήρμοσε το μέτρον τούτο. Το κονδύλιον το οποίον ανεγράφετο κατ’ έτος εις τον κρατικόν προϋπολογισμόν ανήρχετο δια τας πόλεις όλας εις 6.000 δρχ., ποσόν ευτελώς αστείον. Οι Δήμοι δεν είχον το δικαίωμα της κατασκευής των πεζοδρομίων. Δια την βελτίωσιν της καταστάσεως των οδών των πόλεων έπρεπε να αρχίση μεν από τα πεζοδρόμια. Άνευ αυτών δεν ήτο δυνατόν να υπάρχωσι οδοί πραγματικαί εις τας πόλεις. Μόνον αν μετεφέροντο τα δικαιώματα της κατασκευής των πεζοδρομίων από το κράτος εις τους Δήμους, τους πραγματικούς αντιλήπτορας των αναγκών των πόλεών των, ήτο δυνατόν να κατασκευασθώσι πεζοδρόμια και συντηρηθώσι οδοί.
Η κατάστασις της πόλεώς μας από οδικής απόψεως υπήρχε και εις άλλας πόλεις και απεφασίσαμεν να γίνη ομαδική ενέργεια των Δημάρχων παρά τω υπουργείω Συγκοινωνίας, όπως γίνη τροποποίησις εις τας περί πεζοδρομίων διατάξεις του νόμου οδοποιίας κατά την ανωτέρω άποψιν. Οι Δήμαρχοι των τριών πόλεων Βόλου, Χανίων και Λαρίσης ελάβομεν την πρωτοβουλίαν της ενεργείας. Επισκέφθημεν τον τότε διευθυντήν της υπηρεσίας σχεδίου πόλεως και εξεθέσαμεν το αίτημά μας και αφού διεκτραγωδήσαμεν την οδικήν κατάστασιν των πόλεών μας, εζητήσαμεν όπως ανατεθή εις τους Δήμους να τοποθετώσι τα πεζοδρόμια, κράσπεδα και ρείθρα των παροδίων ιδιοκτητών των δυστροπούντων να τοποθετήσωσι τοιαύτα και να εισπράττωσι το καταβληθησόμενον ποσόν κατά τον νόμον περί εισπράξεων Δημοσίων εσόδων. Παρεκαλέσαμεν δε προς τούτο να γίνη σχετική τροποποίησις εις τον περί οδοποιίας νόμον. Ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας Διευθυντής Σχεδίου πόλεων, ενήμερος της καταστάσεως των οδών των επαρχιακών ιδίως πόλεων, μας ήκουσε μετά προσοχής και υιοθέτησε το αίτημά μας. Τη συνοδεία αυτού επισκέφθημεν τον τότε υπουργόν της Συγκοινωνίας, εις τον οποίον ανεπτύξαμεν το ζήτημα. Ο υπουργός υπεσχέθη να εισηγηθή την τροπολογίαν ταύτην εις τας περί κατασκευής πεζοδρομίων διατάξεις του σχετικού νόμου.
Οι Δήμοι μετά την ψήφισιν υπό της Βουλής της άνω τροπολογίας ανέλαβον την πρωτοβουλίαν της τοποθετήσεως εις τας οδούς κρασπέδων, ρείθρων και πεζοδρομίων και αι πόλεις εξησφάλισαν καλάς οδούς.
Ο δεύτερος νόμος περί ιδρύσεως Ταμείου μονίμων οδοστρωμάτων υπήρξεν επίσης σπουδαιότατος ιδία από οικονομικής απόψεως, και επ’ αυτού εστηρίχθη η αντικατάστασις του συστήματος οδοστρωσίας δια σκίρρων (μακαντάμ), αποδειχθέντος όλως ακαταλλήλου δια τας οδούς των πεδινών πόλεων, με τα διάφορα συστήματα των μονίμων οδοστρωμάτων δι’ ασφαλτοστρώσεως. Το σύστημα τούτο καλώς εφαρμοζόμενον απήλλαξε την πόλιν μας της λάσπης και της σκόνης.
Βάσει των δύο τούτων νόμων αντεκαταστήσαμεν το σύστημα οδοστρωσίας Λαρίσης δια γρανιτασφαλτώσεως ή γενικής ασφαλτώσεως.

Πεζοδρόμια
Έναρξιν της εφαρμογής των ληφθεισών αποφάσεων υπό του Δημοτικού Συμβουλίου εκάμαμεν από τα πεζοδρόμια, διότι ούτως έπρεπε να γίνη.
Υπήρχον εις την πόλιν πολλαί κεντρικαί και μεγάλαι οδοί οδοστρωμέναι με το σύστημα σκιρρωστρωσίας μακαντάμ, άνευ κρασπέδων και ρείθρων και τούτο ήτο εις βάρος της συντηρήσεως των οδοστρωμάτων. Το Δημοτικόν Συμβούλιον δια πράξεώς του απέφάσισε την τοποθέτησιν κρασπέδων, ρείθρων και διαστρώσεως των πεζοδρομίων κατ’ εφαρμογήν της γενομένης τροπολογίας επί των διατάξεων περί κατασκευής πεζοδρομίων και των σχετικών διαταγμάτων.
Συμφώνως προς ταύτα συνετάχθη μελέτη υπό επιτροπής εκ του Νομομηχανικού του Μηχανικού του Δήμου και ενός ανωτέρου διοικητικού υπαλλήλου, ως και ο σχετικός προϋπολογισμός και ο πίναξ των παροδίων ιδιοκτητών των υποχρέων προς τοποθέτησιν πεζοδρομίων. Η πράξις αύτη ενεκρίθη κατά τον νόμον και έγινε αποδεκτή.
Ο Δήμος δια προσωπικών προσκλήσεων εκάλεσε τους υποχρέους παροδίους, όπως εντός τακτής προθεσμίας προβώσι εις κατασκευήν πεζοδρομίων, άλλως ήθελεν προβή η Δημοτική αρχή εις την κατασκευήν αυτών δημοτική δαπάνη εις βάρος των παροδίων, αύτη θα κατεχωρείτο εις πίνακα καταλογισμού και θα εισεπράττετο υπό του Δήμου κατά τον νόμον περί εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. Η πρόσκλησίς μας κατετάραξε μεν τους παροδίους, αλλά ουδείς εσκέφθη να ανταποκριθή εις ταύτην. Μόνον πολυμελής επιτροπή εμπόρων και ιδιοκτητών προσήλθε προς επίσκεψίν μου εις την Δημαρχίαν προς διαμαρτυρίαν και ίνα ζητήση «την αναβολήν της τοποθετήσεως πεζοδρομίων εις τας οδούς εις απώτερον χρόνον, ότε θα έχωσιν οικονομικήν δυνατότητα να κατασκευάσωσιν ταύτα μόνοι των. Τώρα η πόλις ευρίσκεται εις μεγάλην οικονομικήν δυσπραγίαν». Η απάντησίς μου ήτο ότι «ο Δήμος οριστικώς έχει αποφασίσει την εκτέλεσιν του έργου Δημοτική δαπάνη, την δε οικονομικήν δυσπραγίαν προς καταβολήν της δαπάνης υπό των παροδίων θα εξετάσωμεν, όταν μετά την αποπεράτωσιν του έργου καταρτισθή ο απολογιστικός πίναξ και κληθώσι προς καταβολήν του καταλογισθησομένου εις έκαστον ποσόν». Τελικώς δε τους επληροφόρησα ότι η διακήρυξις της δημοπρασίας προς εκτέλεσιν του έργου των πεζοδρομίων είναι ετοίμη και εντός ολίγων ημερών θα γίνη αύτη. Η ανακοίνωσίς μου αύτη εγένετο δεκτή μετά εντόνου διαμαρτυρίας εις βάρος της δημοτικότητός μου. Η εκτέλεσις του έργου ανελήφθη από ωρισμένους εργολάβους με μικράν μείωσιν των τιμών του τιμοκαταλόγου της μελέτης. Κατά την περίοδον της εκτελέσεως αρκετοί παρόδιοι, καθ’ ό είχον δικαίωμα, ετοποθέτησαν δι’ ιδίων τεχνιτών τα πεζοδρόμια, ευρόντες πλέον συμφερούσας τας τιμάς των ελευθέρων τεχνιτών. Πάντως υπήρξεν λίαν ικανοποιητικόν το αποτέλεσμα των ενεργειών μας. Ετοποθετήθησαν κράσπεδα και ρείθρα, ως και διαστρώσεις πεζοδρομίων επί των οδών [αναφέρονται 34 κεντρικοί δρόμοι της πόλης]. Μετά την παραλαβήν των εν λόγω έργων υπήρξε μεγίστη απροθυμία προς πληρωμήν αυτών. [...] Εν τέλει έδωκα εντολήν όπως ο Δήμος εγγράψη προσημείωσιν επί του παροδίου ακινήτου του οφείλοντος το καταλογισθέν ποσόν. Η ενέργειά μου αυτή εξήγειρε τους οφειλέτας, αλλά διαμαρτυρόμενοι πάντοτε, ήρχισαν να προσέρχωνται προς εξόφλησιν της οφειλής των. Ο Δήμος εισέπραξε πάντα τα δαπανηθέντα δια τα πεζοδρόμια ποσά. Η προσημείωσις υπήρξε δραστικόν φάρμακον.
(Στο επόμενο το τελευταίο μέρος)

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

 

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

 ΜΙΧΑΗΛ ΣΑΠΚΑΣ

Αναμνήσεις εκ της εκτελέσεως έργων οδοποιίας εν Λαρίση

Τα Ταμπάκικα μετά την πλημμύρα του 1883. Ο ανοικτός χώρος στο κέντρο και αριστερά αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Γεωργιάδου. Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη. Συλλογή ΔΕΥΑΛ. Τα Ταμπάκικα μετά την πλημμύρα του 1883. Ο ανοικτός χώρος στο κέντρο και αριστερά αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Γεωργιάδου. Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη. Συλλογή ΔΕΥΑΛ.

Διακόπτουμε προσωρινά τη συνέχεια της περιπλάνησής μας στο "Κολωνάκι της Λάρισας". Ο αυστηρός περιορισμός μετακινήσεων και συναθροίσεων λόγω της έξαρσης της πανδημίας δυσκολεύει την αυτοψία και καθιστά αδύνατη την προσωπική επαφή με άτομα-

πληροφοριοδότες της περιοχής. Ζητούμε την κατανόησή σας και υποσχόμαστε ότι θα επιστρέψουμε σύντομα.
Επειδή τον τελευταίο καιρό οι κεντρικοί δρόμοι της Λάρισας ανασκάπτονται και εξωραΐζονται, επικράτησε η σκέψη να περιγράψουμε το ιστορικό των έργων οδοποιίας στην πόλη μας από τη στιγμή της απελευθέρωσης το 1881, μέχρις ότου η ασφαλτόστρωση καθιερώθηκε μόνιμα στους κεντρικούς δρόμους της. Οδηγός μας θα είναι ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας, ο αναμορφωτής της Λάρισας, ο οποίος έζησε και έδρασε κατά την περίοδο αυτή και θεωρείται ο καταλληλότερος για να τα περιγράψει. Γνωρίζουμε ότι ο Σάπκας, τα τελευταία χρόνια της ζωής του επιδόθηκε στην καταγραφή των απομνημονευμάτων από τις τρεις δημαρχιακές θητείες του, με τίτλο "Αναμνήσεις". Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει τη δημοσίευσή τους. Αρχικά κοινοποίησε σε πολυγραφημένη μορφή το κείμενο "Η Λάρισα ορμητήριον του Μακεδονικού αγώνος" και το 1955, έναν χρόνο πριν τον θάνατό του, κυκλοφόρησε δύο βιβλία. Το πρώτο με τις αναμνήσεις του για την ύδρευση και τον ηλεκτροφωτισμό και το δεύτερο με τα πεπραγμένα του τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού της Λάρισας για το διάστημα 1922-1955. Τα υπόλοιπα απομνημονεύματα, τα οποία ανέρχονται σε πολλές σελίδες και είναι χειρόγραφα, γραμμένα από τον ίδιο με τη μικρογράμματη και συμπυκνωμένη γραφή του, παραμένουν ανέκδοτα, παρά τις προσπάθειες του κατόχου τους. Απ' αυτά επιλέξαμε σήμερα το κεφάλαιο που έχει τον τίτλο "Αναμνήσεις εκ της εκτελέσεως έργων οδοποιίας εν Λαρίση", το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γι' αυτό και θα το παραθέσουμε αυτούσιο, ορθογραφικά και συντακτικά, καθώς στη σύνταξη χρησιμοποιεί την απλή καθαρεύουσα η οποία είναι σε όλους κατανοητή. Γράφει ο Μιχ. Σάπκας:
"Μετά την απελευθέρωσιν της Λαρίσης, εκ των πρώτων μελημάτων των πρώτων Δημοτικών Αρχών ήτο η εκπόνησις σχεδίου πόλεως, ίνα ανασυγκροτηθή και αναμορφωθή, αποβάλει δε την όψιν παλαιάς τουρκοπόλεως.
Διά του εκπονηθέντος σχεδίου εχαράσσοντο οδοί πλατείς, ευθείαι, με πλατείας, δενδροφυτείας και κήπους. Η Λάρισα θα εμφανίζετο συγχρονισμένη με όψιν ευρωπαϊκής πόλεως.
Το σχέδιον ενεκρίθη διά Β. Διατάγματος και επέκειτο η έναρξις της εφαρμογής του. Το σχέδιον ήτο καλώς μελετημένον, αλλά κατά την εφαρμογή του δεν εδόθη η απαιτουμένη προσοχή ώστε να γίνη αύτη με σύστημα και τάξιν και η πόλις να ανακαινισθή βαθμιαίως και κατά τομείς, αναλόγως της οικονομικής δυναμικότητος του Δήμου και των ιδιωτών.
Το σχέδιον ήρξατο εφαρμοζόμενον κατά το 1884, δημαρχούντος του αειμνήστου Διον. Γαλάτη[1], όστις συνήψε και δάνειον 500.000 δρχ. παρά της Εθνικής Τραπέζης προς αποζημίωσιν ρυμοτομουμένων οικοδομών, την διάνοιξιν νέων οδών και την εκτέλεσιν απαραιτήτων τινων δημοτικών έργων. Από της ενάρξεως της εφαρμογής του σχεδίου πόλεως εζητήθησαν τροποποιήσεις αυτού, εισηγήσει πολιτικών παραγόντων. Αύται γενόμεναι δεκταί, παρεμόρφωσαν το αρχικόν αρχιτεκτονικόν σχέδιον.
Αι διανοίξεις οδών ήρχισαν από τας κεντρικωτέρας της αγοράς, τας οδούς Μακεδονίας (Βενιζέλου) και των Έξ (Κύπρου). Αύται διεπλατύνοντο και ευθυάζοντο. Ευτυχώς ή δυστυχώς διά τας μεγάλας και κεντρικάς ταύτας αγοραίας οδούς, δεν κατεβλήθησαν αποζημιώσεις, διότι δύο μεγάλαι πυρκαϊαί[2] απετέφρωσαν απ’ άκρου εις άκρον τα επ’ αυτών μαγαζεία και αποθήκας, άτινα ήσαν κτισμένα εκ πλίνθων και ξυλοτύπων. Ούτω διευκολύνθη αμέσως η διεύρυνσις και των δύο αυτών οδών. Εις τους πυροπαθείς καταστηματάρχας επετράπη να εγκαταστήσωσι επί των οικοδομικών γραμμών των οδών κατά το σχέδιον της πόλεως ξύλινα παραπήγματα εις τα οποία εστεγάσθησαν, μέχρι ανεγέρσεως νέων καταστημάτων βάσει σχεδίων αρχιτεκτονικών, εγκεκριμένων υπό του Γραφείου Νομομηχανικού.
Αν η εφαρμογή του σχεδίου εγένετο κατά τομείς, δεν θα ενεφανίζετο η προκύψασα εις την πόλιν ακαταστασία. Το Γραφείον του Νομομηχανικού κατέβαλεν εκάστοτε φιλοτίμους προσπαθείας διά την ανακαίνισιν των οδών και διάνοιξιν νέων. Αλλά αι διανοίξεις των οδών εγένοντο εική και ως έτυχε, κατ’ απαίτησιν διαφόρων κομματικών παραγόντων, χωρίς σειράν και τάξιν. Ούτω συχνά εγίνοντο τμήματα οδών εις διαφόρους συνοικίας, προβλεπομένων μεν υπό του σχεδίου πόλεως, αλλά μη εχόντων καμμίαν επαφήν ή προσαρμογήν μεταξύ των ή προς νέας κεντρικάς οδούς, ώστε να αποτελέσωσι πλήρες οδικόν δίκτυον διά τας αποχετεύσεις των ομβρίων υδάτων.
Επίσης αι ρυμοτομίαι εγένοντο άνευ συστήματος, ώστε η Λάρισα να εμφανίζη εις πολλά σημεία όψιν ηρειπωμένης πόλεως, χωρίς να διανοίγωνται νέοι δρόμοι και ούτω τα τμήματα αυτά μετά από βροχάς μετεβάλλοντο εις τέλματα αδιάβατα. Πάντα ταύτα οφείλοντο εις την σκανδαλώδη επέμβασιν της πολιτικής(3). Λόγω της ανακολούθου ταύτης χαράξεως των οδών, αι γραμμαί οικοδομήσεως και ρυμοτομίας συχνά εδίδοντο λανθασμέναι, λόγω των παραμενουσών παλαιών οικοδομών. Γενικώς αι οδοί εχαράσσοντο κεχωρισμένως εις διάφορα τμήματα της πόλεως, μη έχοντα συνοχήν ή επαφήν.
Η τεχνική κατασκευής των οδών της πόλεως ήτο τελείως απροσάρμοστος προς αυτήν. Εις πόλιν άνευ της ελαχίστης εδαφικής κλίσεως, με έδαφος μαλακόν αργιλώδες, δεν ήτο δυνατόν να ευδοκιμήση το εφαρμοζόμενον σύστημα οδοστρωσίας. Εις πόλιν ως η Λάρισα με μεγάλην κίνησιν τροχοφόρων, το εκ μακαντάμ σύστημα(4) οδοστρωμάτων εκ σκύρρων ασβεστολιθικών και αμμοχώματος, άνευ υποθεμελιώσεως αυτών δι’ αργών λίθων, άνευ συγχρόνου τοποθετήσεως πεζοδρομίων μετά κρασπέδων και ρείθρων προς υποστήριξιν του οδοστρώματος και σχηματισμόν μικράς τεχνικής κλίσεως των οδών, ήτο καταδικασμένον εις πλήρη αποτυχίαν. Αλλά και η κυλίνδρωσις των οδοστρωμάτων αυτών ήτο αστεία, ελαφροτάτη, εκτελουμένη κατά τα πρώτα έτη με λίθινον κύλινδρον, συρόμενον υπό ίππου ή εργατών. Οι οδοστρωτήρες ήργισαν να εμφανισθούν εις την Λάρισαν.
Υπήρξε πολύ ατυχής η ιδέα προς ανακαίνισιν των οδών να ανασκάπτουσι τα ισχυρότατα καλτερίμια (λιθόστρωτα) και να τα αντικαθιστώσι με το σαθρόν εκ μακαντάμ οδόστρωμα. Προς τεχνικήν ανακαίνισιν των οδών στερεάν, αντοχής και καλαισθητικήν ηδύναντο να τα αντικαταστήσωσι με κυβολίθους, ως αρχικώς η μηχανική υπηρεσία εύρε λιθοστρωμένην την οδόν Φιλελλήνων. Το σύστημα των μακαντάμ και ο τρόπος της τεχνικής εφαρμογής αυτού διά σκύρρων και αμμοχώματος άνευ υποθεμελιώσεως δι’ αργών λίθων, άνευ τοποθετήσεως πεζοδρομίων, κρασπέδων, ρείθρων, άνευ ισχυράς μηχανικής κυλινδρώσεως δι’ οδοστρωτήρος, εφηρμόσθη κατά την αρχικήν κατασκευήν όλων των μεγάλων κεντρικών οδικών αρτηριών της πόλεως. Η αντοχή αυτών εις την κίνησιν των πολλών τροχοφόρων ήτο ασθενεστάτη και μετ’ ολιγους μήνας εφθείροντο, και η λάσπη με τα πρώτας βροχάς του φθινοπώρου και τον χειμώνα ανέβλυζε από το υπέδαφος διά των μεσοδιαστημάτων του σκυρρωτού οδοστρώματος και μεταβάλοντο όλοι οι κεντρικοί δρόμοι, ιδία οι άγοντες προς τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τας πύλας της πόλεως εις συνεχές βορβορώδες τέλμα λάσπης, με βαθύτατα λακκώματα κατά βραχέα διαστήματα. Πολλάκις και εις αυτά τα τροχοφόρα καθίστατο δυσχερής η κυκλοφορία, ιδίως κατά την νύκτα. Αλλά δια τους δυστυχείς πεζούς πολίτας και διαβάτας ήτο τραγική η κυκλοφορία εις τας οδούς, και ιδίως των επιβατών των σιδηροδρόμων, των οποίων η άνοδος και κάθοδος προς τους σταθμούς και προς τας πύλας της πόλεως ήτο δύσκολος και ενίοτε διενυκτέρευον εκεί[5], μη δυνάμενοι να ανέλθωσι εις την πόλιν από την απελπιστικήν λάσπην.
Ευλόγως είχε χαρακτηρισθεί η Λάρισα και δυσφημησθεί ως η λασποδεστέρα (sic) των πόλεων της Ελλάδος. Τούτο δε είχε σοβαράν επίδρασιν επί της εξελίξεως και της προόδου αυτής και την καθίστα αποκρουστικήν. Έπρεπε με πάσαν θυσίαν να θεραπευθή η απελπιστική αύτη κατάστασις, ήτις διήρκησε από της εφαρμογής του σχεδίου της πόλεως και του συστήματος οδοστρωσίας μακαντάμ μέχρι το 1926. Επιβάλετο η ταχυτάτη μεταβολή του συστήματος οδοστρωσίας διά αδιαχωρήτου στεγανού και στερεού τοιούτου, το οποίον είχε αρχίσει να εφαρμόζεται εις την πρωτεύουσαν λίαν επιτυχώς.
Από οικονομικής απόψεως αι ανακαινίσεις και αι ατελείωται συντηρήσεις των οδών μακαντάμ επαναλαμβανόμεναι κατά βραχύτατα χρονικά διαστήματα, επιπολαίως πάντοτε ενεργούμεναι, απετέλουν συνεχή και μεγάλην δαπάνην, ανωτέραν της κατασκευής μονίμων οδοστρωμάτων, άτινα είναι ισχυράς αντοχής, διατηρούμενα σχεδόν άθικτα άνευ συντηρήσεως επί πολλά έτη.
(Συνεχίζεται)
---------------------
[1]. Δήμαρχος Λαρίσης το 1884 ήταν ο Χρήστος Γεωργιάδης.
[2]. Γνωστή είναι η μεγάλη πυρκαγιά στην εμπορική περιοχή Ξυλοπάζαρο το 1882.
[3]. Κάνει εντύπωση το γεγονός ότι δεν είχαν περάσει παρά μόλις ελάχιστα χρόνια από την απελευθέρωση και η πολιτικάντικη ροπή των ηγητόρων της Λάρισας (βουλευτές, τοπικοί άρχοντες, κλπ.) είχε ήδη αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό ώστε να την αναφέρει ο Σάπκας επανειλημμένως.
[4]. Η λέξη μακαντάμ προέρχεται από το όνομα του Σκωτσέζου μηχανικού John Mac Adam (1756 -1836), ο οποίος, όταν το 1816 διορίστηκε επιθεωρητής έργων οδοποιίας του Bristol, εφάρμοσε δική του μέθοδο επίστρωσης των δρόμων. Τοποθετούσε στρώσεις θρυμματισμένης πέτρας αναμεμιγμένης με αμμοχάλικο οι οποίες τοποθετούνταν πάνω σε μια σταθερή βάση λίθων.
[5]. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που από πολύ νωρίς δημιουργήθηκαν στην πλατεία του διεθνούς (Λαρισαϊκού) σιδηροδρομικού σταθμού δύο ξενοδοχεία, εκ των οποίων το ένα (Διεθνές) εξακολουθεί να λειτουργεί.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Εικόνες από τον Λόφο της Ακρόπολης


Ο Λόφος της Ακρόπολης, το Φρούριο όπως εσφαλμένα έχει καθιερωθεί να ονομάζεται από τους συμπολίτες μας ο τεχνητός γήλοφος που βρίσκεται σε επαφή με τη δεξιά όχθη του Πηνειού στο ιστορικό κέντρο της πόλης μας, είναι μαζί με την παλιά λίθινη γέφυρα και την Κεντρική πλατεία, τα πλέον φωτογραφημένα σημεία της Λάρισας μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Σε μια πόλη σεισμογενή, πλημμυροπαθή και με τον πληθυσμό της να κυμαίνεται από 20-30.000 κατοίκους κατά το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωσή της το 1881 μέχρι τη δεκαετία του 1930, τα φωτογενή τοπία της περιορίζονταν στα τρία αυτά σημεία. Αυτός είναι και ο λόγος που όλες σχεδόν οι παλιές φωτογραφίες της Λάρισας που έχουν διασωθεί και τα επιστολικά δελτάρια που έχουν εκδοθεί απεικονίζουν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τις τρεις αυτές περιοχές. Το γεγονός αυτό γίνεται πιο έντονα αισθητό κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι ξένοι περιηγητές που την επισκέφθηκαν από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα και την αποτύπωσαν σε χαρακτικά, απεικόνισαν στην πλειονότητά τους τη δυτική πλευρά της πόλης, με τη μεγάλη γέφυρα και τον Λόφο της Ακρόπολης[1].
Η σημερινή εικόνα δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι διαθέτει τίτλους αισθητικής καλαισθησίας, όμως απεικονίζει περιοχή του Λόφου από μία σπάνια γωνία λήψης. Ο φωτογράφος ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο της τουρκικής αγοράς (Μπεζεστένι)[2] και από το σημείο αυτό έστρεψε τον φακό του νοτιοδυτικά για να αποτυπώσει την πρόχειρη εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, πίσω της το μεταπολεμικό ρολόι που ηχούσε μέχρι το 1992 με ένα μικρό τμήμα της Λάρισας και εμπρός μια νησίδα πλούσιας βλάστησης από υψηλόκορμα δένδρα. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το 1965 η παράγκα του Αγ. Αχιλλίου σταμάτησε να λειτουργεί, αφού είχε ήδη εγκαινιασθεί ο σημερινός μητροπολιτικός ναός και το γεγονός ότι τα προσιτά στη φωτογραφία γειτονικά σπίτια είναι ακόμη χαμηλά (διώροφα), χωρίς την παρουσία πολυώροφων οικοδομών, πιθανολογείται ότι η χρονολογία λήψης της τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ο προσωρινός πρόχειρος ναός του Αγ. Αχιλλίου που απεικονίζεται στη φωτογραφία κατασκευάστηκε στο σημείο αυτό το 1941, λίγους μήνες μετά τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και τους εχθρικούς βομβαρδισμούς. Με βαριά τραυματισμένο τον καθεδρικό ναό της πόλης κατά τους χαλεπούς χρόνους της ιταλογερμανικής κατοχής, οι ενορίτες του Αγίου Αχιλλίου, αλλά και όλοι οι Λαρισαίοι, από τη στιγμή που είδαν ότι ήταν αδύνατη η επισκευή του, κατέφυγαν σε λύση ανάγκης για να ξεπεράσουν προσωρινά το πρόβλημα του εκκλησιασμού. Μέσα στις άσχημες κατοχικές συνθήκες επιβίωσης, με ακμαίο όμως το θρησκευτικό συναίσθημα, επέλεξαν τον χώρο μεταξύ της ερειπωμένης σκεπαστής τουρκικής αγοράς και του καταχωμένου Αρχαίου Θεάτρου, για να οικοδομήσουν κάποια πρόχειρη κατασκευή, ώστε να στεγάσουν τον Άγιό τους. Στην περιοχή του Αρχαίου Θεάτρου την περίοδο εκείνη είχαν κτισθεί πάνω του πολλά οικήματα, μεταξύ των οποίων και το Επισκοπείο με τη μητροπολιτική κατοικία. Η επιλογή αυτού του χώρου έγινε χωρίς να γνωρίζουν ότι αντιστοιχούσε στον ναό του Αγ. Αχιλλίου της βυζαντινής περιόδου, ούτε φυσικά ακόμη μπορούσαν να προβλέψουν ότι σ’ αυτό το σημείο λίγες δεκαετίες αργότερα (1978) η αρχαιολογική σκαπάνη θα αποκάλυπτε τα θεμέλιά του. Η παράγκα ήταν μια πρόχειρη ξύλινη κατασκευή μικρών διαστάσεων, η οποία στήθηκε βιαστικά το 1941, με τη θαρραλέα παρέμβαση στους κατακτητές του γερμανομαθούς μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου. Η εξωτερική εμφάνισή της κατασκευής αυτής ήταν απλή και μόνον η παρουσία του σταυρού στη στέγη υποδήλωνε ότι επρόκειτο για θρησκευτικό κτίσμα. Έτσι μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον όρο «παράγκα», ο οποίος είχε επικρατήσει τότε μεταξύ των πιστών, ονομασία η οποία διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα.
Έπειτα από την αποχώρηση των κατακτητών, ο πρόχειρος ναός μεγάλωσε σε διαστάσεις και πήρε τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος, όπως ακριβώς διακρίνεται και στη φωτογραφία, όπου απεικονίζεται η στέγη του μεσαίου και του βόρειου κλίτους. Με τις προσθήκες αυτές η μορφή της «παράγκας» άλλαξε. Έγινε ναός μεγαλύτερος και πιο στερεός, οι εσωτερικοί χώροι του περισσότερο λειτουργικοί και μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις ενός καθεδρικού ναού.
Η βελτιωμένη αυτή προσωρινή κατασκευή εξακολούθησε να λειτουργεί ως μητροπολιτικός ναός μέχρι το 1965. Επί είκοσι τέσσερα χρόνια η πόλη υμνούσε τον πολιούχο της σ’ αυτό το ταπεινό εκκλησάκι, ενώ παράλληλα μέσα από μύριες δυσκολίες και αντιξοότητες προετοίμαζε τον νέο ναό της. Το ημερολόγιο έδειχνε Κυριακή 6 Ιουνίου 1965 όταν έγιναν πανηγυρικά τα εγκαίνια του σημερινού καθεδρικού ναού του Αγίου Αχιλλίου. Έκτοτε ο πρόχειρος ναός λειτουργούσε μόνον περιστασιακά. Τη δεκαετία του 1970, κατά τη διάρκεια εργασιών της δημοτικής αρχής που έγιναν στον χώρο μεταξύ του προσωρινού ναού του Αγίου Αχιλλίου και της παλαιάς τουρκικής αγοράς (Μπεζεστένι), αποκαλύφθηκαν εντελώς τυχαία, σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία συνεχίζονταν και κάτω από τον πρόχειρο ναό. Επειδή η τύχη του ναού αυτού είχε από καιρό προδιαγραφεί, αν και αναπτύχθηκαν ισχυρές αντιδράσεις εκ μέρους ενοριτών για την κατεδάφισή του, αυτή τελικά υπήρξε σωτήρια, καθώς κάτω από τα θεμέλιά του εντοπίσθηκαν το 1978 τα υπολείμματα μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6ου αιώνα, μέσα στα οποία αποκαλύφθηκε μεγάλος καμαροσκέπαστος τάφος, για τον οποίο πιστεύεται ότι ανήκε στον Άγιο Αχίλλιο.
Την ίδια τύχη με τον μητροπολιτικό ναό είχε και το ρολόι της Λάρισας. Ο καταστροφικός σεισμός το λάβωσε βαθειά και αυτό στάθηκε η αφορμή να μείνει επί μία δεκαετία η πόλη χωρίς ρολόι. Μεσολάβησε η κατοχή, η πείνα, ο εμφύλιος και επί δημαρχίας Δημητρίου Καραθάνου (1951-1954) τέθηκε το ζήτημα ανέγερσης νέου. Κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 1951, συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα της «…κατασκευής Ωρολογίου της πόλεως, το οποίον είχε κρημνισθεί από τον σεισμόν». Η μελέτη του ανατέθηκε στον πολιτικό μηχανικό Νικόλαο Βασ. Μίχο. Έτσι το 1952, δίπλα από τα θεμέλια του πύργου του παλιού, υψώθηκε το νέο λευκό ψηλόλιγνο ρολόι. Κατασκευαστικά είχε τετράγωνη βάση και κάθε πλευρά του είχε μήκος περίπου τρία μέτρα, ενώ το ύψος του έφθανε τα 18,5 μέτρα και ήταν από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η ζωή του ρολογιού αυτού ήταν σύντομη, μόλις σαράντα χρόνια. Τον Σεπτέμβριο του 1992 κατεδαφίσθηκε αναγκαστικά για να συνεχιστεί απρόσκοπτα η διαδικασία αποκάλυψης του Αρχαίου Θεάτρου, καθώς η παρουσία του στην περιοχή του επιθεάτρου προδιέγραψε την τύχη του. Από τότε η πόλη έμεινε χωρίς ρολόι.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...


Η πριγκιπική πομπή αποχωρεί από τον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλείου.  Χαρακτικό από το γαλλικό περιοδικό Le Monde Illustré. 1897Η πριγκιπική πομπή αποχωρεί από τον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλείου. Χαρακτικό από το γαλλικό περιοδικό Le Monde Illustré. 1897

Η νοτιοδυτική πλευρά του λόφου

Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, εκτός των άλλων, στάθηκε αφορμή να γίνει η Λάρισα γνωστή και έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, καθώς σαν ακριτική πόλη συγκέντρωσε το διάστημα αυτό μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Ήταν Μάρτιος του 1897 και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προοιώνιζε ότι επέκειτο πολεμική σύρραξη με τη γειτονική Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο τότε διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος, που είχε αναλάβει την αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, ήλθε με τον αδελφό του πρίγκιπα Νικόλαο και το επιτελείο του στη Λάρισα και κατέλυσαν στα βασιλικά ανάκτορα που είχαν από το 1881 αγοραστεί από τον βασιλέα Γεώργιο Α’, για να συντονίσουν τις αναμενόμενες πολεμικές επιχειρήσεις. Με την άφιξή τους στην πόλη, τελέσθηκε στις 17 (29 με το νέο ημερολόγιο) Μαρτίου δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου. Το χαρακτικό το οποίο δημοσιεύεται σήμερα αποτυπώνει την αποχώρηση της πριγκιπικής άμαξας μετά το τέλος της θρησκευτικής τελετής και αποτελεί πιστή αντιγραφή φωτογραφίας, η λήψη της οποίας έγινε από τον Ευστάθιο Αναστασιάδη, ανταποκριτή της γαλλικής εφημερίδας Le Monde Illustré στην Ελλάδα[1]. Ο φωτογράφος στάθηκε στο υπερώο του κτηρίου που στέγαζε μονάδα του ελληνικού πυροβολικού[2], το οποίο βρισκόταν στη θέση όπου σήμερα υπάρχει η προ του Ηρώου πλακοστρωμένη πλατεία, και έστρεψε τον φακό του προς τη νοτιοδυτική πλευρά του Λόφου. Το χαρακτικό αυτό της γαλλικής εφημερίδας[3] καταγράφει ένα σημαντικό για τη Λάρισα ιστορικό γεγονός.
Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το χαρακτικό αυτό για πληρέστερη κατανόηση. Στο κέντρο της εικόνας διακρίνουμε την ιστορική άμαξα[4] που φέρει τον διάδοχο Κωνσταντίνο με τον πρίγκιπα Νικόλαο και τους υπασπιστές τους. Η άμαξα απομακρύνεται από τον ναό του Αγίου Αχιλλίου και κατηφορίζει προς τη σημερινή οδό μητροπολίτου Διονυσίου Φιλοσόφου[5]. Προηγούνται έφιπποι αξιωματικοί με τα ξίφη τους γυμνά στον αέρα, ενώ κάτω αριστερά ένα άγημα έφιππων αξιωματικών αποδίδει τιμές με τον ίδιο τρόπο. Δεξιά και αριστερά κατά μήκος της πορείας, πλήθος κόσμου παρακολουθεί την πορεία της άμαξας από απόσταση. Όλη αυτή η σκηνή διαδραματίζεται σε μεγάλο, ανοικτό και αδιαμόρφωτο χώρο, την πλατεία Καλλιθέας ή πλατεία Ακροπόλεως, όπως ονομαζόταν τότε, η οποία σήμερα αντιστοιχεί με την πλατεία Μητέρας.
Στο βάθος της εικόνας και αρχίζοντας από δεξιά, πρώτη εντοπίζουμε την κατοικία του μητροπολίτου Λαρίσης Νεοφύτου Πετρίδη (1875-1896), η οποία κτίσθηκε με δικά του έξοδα το 1882. Στο ισόγειο το κτίριο αυτό φιλοξενούσε τα γραφεία της Μητροπόλεως, ενώ ο επάνω όροφος με το χαρακτηριστικό υπερώο, αποτελούσε το ενδιαίτημα του ιεράρχη. Μπροστά από την κατοικία και σε επαφή μαζί της διακρίνονται δύο επιμήκη ισόγεια κτίσματα τα οποία χρησίμευαν ως βοηθητικοί χώροι και μια μικρή αυλή. Ακριβώς πίσω της και πάνω από το υπερώο, διακρίνουμε μέρος του τρίτου ορόφου του αρχοντικού του Ιωάννη Βελλίδη[6]. Εν συνεχεία διακρίνεται στο βάθος ο μιναρές και το τέμενος του Χασάν μπέη. Στην εποχή του ονομαζόταν και «πράσινο τζαμί», ίσως λόγω της παρουσίας πράσινων κιόνων στο εσωτερικό του, από τα λατομεία της Χασάμπαλης. Ήταν το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο τζαμί της Λάρισας και ένα από τα σπουδαιότερα του ελλαδικού χώρου[7]. Δίπλα του προβάλλει ένα ψηλό επίμηκες κτίριο, για το οποίο ακόμη δεν έχουμε εντοπίσει στοιχεία. Ο υπόλοιπος χώρος της πλατείας μέχρι το τζαμί του Χασάν μπέη καταλαμβάνεται από διάσπαρτα μικρά πρόχειρα οικήματα του Τρανού μαχαλά[8], με αυλές και αραιή βλάστηση. Στο βάθος της εικόνας μόλις διακρίνονται τα αραιά σπίτια του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγίου Αθανασίου). Αισθητικά το χαρακτικό αυτό είναι άρτιο, χαρακτηρίζεται από λεπτότατη χάραξη και περικλείει άγνωστες λεπτομέρειες από περιοχή της πόλης κατά το τέλος του 19ου αιώνα.
——————————————————-
[1]. Την περίοδο εκείνη η φωτογραφική τέχνη ήταν ακόμη στα πρώτα βήματα ανάπτυξής της. Τα αρνητικά αποτυπώνονταν σε γυάλινη πλάκα και η εκτύπωση της εικόνας σε έντυπο παρουσίαζε ακόμα αρκετές ατέλειες, οι οποίες καθιστούσαν τη δημοσίευση ατελέσφορη. Γι’ αυτό οι μεγάλες εφημερίδες, τα περιοδικά και οι εκδότες βιβλίων της εποχής, είχαν ειδικούς καλλιτέχνες στις εγκαταστάσεις τους οι οποίοι ζωγράφιζαν ή χάρασσαν με μεγάλη ακρίβεια την εικόνα, έχοντας ως πρότυπο τη φωτογραφία.
[2]. Το κτίριο αυτό ήταν παλιός οθωμανικός στρατώνας. Στο κέντρο της πρόσοψής του και πάνω από τη στέγη, υπήρχε μικρό υπερώο. Το κτίσμα αυτό μετά την απελευθέρωση του 1881 στέγασε τις εγκαταστάσεις πυροβολικού του ελληνικού στρατού.
[3]. Εφ. Le Monde Illustre, Paris, φύλλο της 1ης Μαΐου 1897, σ. 257.
[4]. Έμεινε ιστορική καθώς κατά την αιφνιδιαστική υποχώρηση των στρατευμάτων από τη Λάρισα, μεταφέρθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Θεσσαλικού και για να φορτωθεί στον συρμό άδειασαν βίαια ένα βαγόνι γεμάτο από αλλόφρονες Λαρισαίους που εγκατέλειπαν την πόλη και τα σπίτια τους, μεταφέροντας μαζί τους μόνον τα πλέον απαραίτητα.
[5]. Δρόμος αφιερωμένος στον μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου Β’ τον Φιλόσοφο (1593-1601). Το 1611 συνελήφθη στα Ιωάννινα από τους Τούρκους και γδάρθηκε ζωντανός. Οι εχθροί και οι Τούρκοι τον ανέφεραν σκωπτικά για την επαναστατική του δράση ως Σκυλόσοφο, και το επίθετο αυτό τον προσδιόριζε μέχρι πριν λίγα χρόνια. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι χρονικά τα επαναστατικά του κινήματα είναι από τα πρώτα που έγιναν κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά παρ’ όλα αυτά έμεινε και δυστυχώς εξακολουθεί για ορισμένους να παραμένει ακόμα ένας παρεξηγημένος ιερωμένος.
[6]. Ο ιδιοκτήτης του Ιωάννης Βελλίδης από το Λιβάδι, ήταν από το 1877 γενικός διευθυντής των επιχειρήσεων του Χουσνή μπέη και του Χαϊρή μπέη. Όταν οι τελευταίοι αναχώρησαν για την Κωνσταντινούπολη, τον διόρισαν διαχειριστή όλων των κτημάτων τους. Αλέξανδρος Γρηγορίου: Ιωάννης Βελλίδης (1849-1890). Από την απόλυτη παντοδυναμία στην τραγική αυτοκτονία. εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 17ης Απριλίου 2016. Ας σημειωθεί ότι στο κονάκι του Χουσνή μπέη φιλοξενήθηκε για λίγες ημέρες ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ τον Οκτώβριο του 1881, κατά την πρώτη του επίσκεψη στα νέα εδάφη που προσαρτήθηκαν στο Ελληνικό Βασίλειο. Του άρεσε και αμέσως το αγόρασε για να στεγάσει τα ανάκτορά του στην πόλη μας. Παπαθεοδώρου Νικόλαος: Τίτλοι ιδιοκτησίας ανακτόρων Λαρίσσης. εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 8ης Αυγούστου 2018.
[7]. Ο Χασάν μπέης ήταν εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας στρατηγού Τουρχάν μπέη και γιος του Ομέρ μπέη. Θεωρείται ότι η πέτρινη πολύτοξη γέφυρα του Πηνειού ήταν έργο του.
[7]. Σαν Τρανός μαχαλάς χαρακτηρίζεται η χριστιανική συνοικία, η οποία βρισκόταν στον λόφο της Ακρόπολης της Λάρισας. Κατά περίεργο τρόπο οι πλούσιες μουσουλμανικές οικογένειες δεν προτιμούσαν να κτίζουν τα κονάκια τους στο Λόφο της Ακρόπολης, αλλά κυρίως στην περιοχή Ντάρκουλη (γύρω από την Κεντρική πλατεία) και τον Καραγάτς μαχαλά (συνοικία Αγ. Κωνσταντίνου).

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ «ΚΟΛΩΝΑΚΙ» ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - Δ’


Το σημερινό κτίριο της οικογένειας Χατζηβασιλείου επί της οδού Νιρβάνα 4. Φωτογραφία Παναγιώτη Δομούζη. Το σημερινό κτίριο της οικογένειας Χατζηβασιλείου επί της οδού Νιρβάνα 4. Φωτογραφία Παναγιώτη Δομούζη.

Συνεχίζουμε την περιήγησή μας στο "Κολωνάκι", μια περιοχή στον κεντρικό τομέα της Λάρισας, ο οποίος εποικίστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του μεταπολεμικά. Όμως έχει το προνόμιο ότι διατήρησε αρκετά όμορφα κτίσματα από την πρώτη τους κατασκευή, η

οποία απέβλεπε στην ομορφιά και τη λειτουργικότητα μιας οικογενειακής κατοικίας, και δεν υπέκυψαν μέχρι σήμερα στις σειρήνες της αντιπαροχής.
--Είχαμε σταματήσει την προηγούμενη Τετάρτη στην κατοικία του Ιωάννη Αγραφιώτη. Συνεχίζουμε σήμερα με το επόμενο κτίσμα (αριθ. 7 στο σχέδιο), το οποίο καταλάμβανε τη γωνία Νιρβάνα με Γαριβάλδη. Ήταν μια χαμηλή διώροφη οικοδομή η οποία κτίστηκε, όπως και οι περισσότερες της περιοχής, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια από την οικογένεια Γκαρώ Σιρινιάν. Στο ισόγειο διέμενε η οικογένειά του, ενώ ο όροφος ενοικιαζόταν συνήθως σε οικογένειες αρμενικής καταγωγής. Διέθετε στο πίσω μέρος της προς τη Γαριβάλδη μεγάλο κήπο, στον οποίο ο Ονίκ Σιρινιάν, ανεψιός του ιδιοκτήτη, χρησιμοποιούσε συχνά για να ασκηθεί στη σκοποβολή, όπως αναφέρουν παλαιοί γείτονες.
Όταν ο Γκαρώ μετανάστευσε στην Αμερική, όπου βρισκόταν η μητέρα του Άρτεμις, το κτίριο αγοράστηκε από τον δικηγόρο Ιωάννη Τρικκαλίδη. Το 1980 εκδόθηκε από την πολεοδομία άδεια κατεδάφισης παλαιάς διώροφης οικοδομής από τον μηχανικό Βασίλειο Λέκκα, ενώ το 1988 εκδόθηκε άδεια στον ιδιοκτήτη να ανεγείρει τετραώροφη οικοδομή με υπόγειο από τον μηχανικό Δημ. Νικολαΐδη. Η θέση της οικοδομής αυτής είναι προνομιακή και ο αρχιτέκτονας την εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα. Ο δικηγόρος Ιωάννης Τρικκαλίδης νυμφεύθηκε τη φαρμακοποιό Αναστασία Κουλιαλή, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες, την Κωνσταντίνα και την Σταματία. Η Κωνσταντίνα σπούδασε φαρμακοποιός και συνεχίζει το επάγγελμα της μητέρας της, ενώ η Σταματία είναι δικαστικός.
--Στο σημείο αυτό θα διακόψουμε τον περίπατό μας, για να πάμε στην απέναντι πλευρά της οδού Νιρβάνα, ξεκινώντας από την οδό Ολύμπου. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, πριν ακόμα κτιστεί η μεγάλη αίθουσα του Ωδείου, στη γωνία υπήρχε οίκημα (αριθμ. 8 στο σχέδιο), το οποίο στέγαζε την Πυροσβεστική Υπηρεσία της Λάρισας. Δίπλα του υπήρχε ένα μικρότερο (αριθ. 9 στο σχέδιο), στο οποίο βρίσκονταν τα γραφεία και ο χώρος συγκέντρωσης των χορωδών του Μουσικού Συλλόγου Λαρίσης. Ακολουθούσε ο κήπος των Ανακτόρων, με τον ναΐσκο του Αγ. Βησσαρίωνος και τη ρηχή παιδική πισίνα που είχε κατασκευαστεί. Επί δημαρχίας Μεσσήνη η πισίνα καταργήθηκε και ο χώρος πλακοστρώθηκε. Στη θέση αυτή επί δημαρχίας Καφφέ δημιουργήθηκε ένα μεγάλο σιντριβάνι. Με τη διαμόρφωση αυτή ο παλαιός κήπος των Ανακτόρων είναι κατ' ευφημισμόν κήπος.
--Μεσολαβούσε η οδός Ογλ και εν συνεχεία η πρώτη γωνιακή κατοικία (οδός Νιρβάνα 2) ήταν ιδιοκτησία του Γεωργίου Παπαδέδε (αριθμ. 10 στο σχέδιο). Η είσοδος του σπιτιού ήταν επί της οδού Όγλ και συνόρευε με την κατοικία του αδελφού του Βρασίδα, η οποία καταλάμβανε τη γωνία Ογλ-Δροσίνη. Η κατοικία του Γεωργίου Παπαδέδε διέθετε μεγάλο κήπο που είχε μέτωπο προς τη Νιρβάνα, μέσα στον οποίο βρισκόταν κτισμένο μικρό σπιτάκι, όπου έμενε η Μαριγούλα η οποία φρόντιζε με μεγάλη στοργή τον κήπο. Τα δύο αδέλφια διατηρούσαν συνεργείο αυτοκινήτων στη Λάρισα, το οποίο βρισκόταν στην οδό Βασ. Κωνσταντίνου (Παναγούλη), στο ύψος του σημερινού ζαχαροπλαστείου Fontan. Ο Γεώργιος Παπαδέδες νυμφεύθηκε την Ελένη Γουργιώτη, αδελφή των Ιωάννη και Γεωργίου Γουργιώτη, αλλά πέθανε σχετικά νέα. Απέκτησαν δύο κορίτσια, τη Βασιλική (Σίλια) και τη Θεοφανώ, οι οποίες σήμερα ζουν στην Αθήνα. Ο Βρασίδας Παπαδέδες με τη σύζυγό του Λόλα απέκτησαν ένα παιδί, τον Βασίλη, ο οποίος χάθηκε νωρίς.
--Ακολουθούσε η κατοικία του Ανδρέα Χατζηβασιλείου στον αριθμ. 4 της οδού Νιρβάνα. Ήταν μια απλή μονοκατοικία (αριθμ. 11 στο σχέδιο) με αυλή, η οποία ήταν γεμάτη με γαρδένιες, το αγαπημένο φυτό της γυναίκας του Βασιλικής (Κούλας), που τα πότιζε και τα περιποιείτο με αγάπη. Μάλιστα σε κάθε γείτονα ή περαστικό που τύχαινε να περνάει, τον σταματούσε και του χάριζε μία γαρδένια. Το 1977 εκδόθηκε από την Πολεοδομία άδεια να ανεγερθεί στο σημείο αυτό ισόγεια οικοδομή από τον μηχανικό Τσόκρη Νικόλαο, κατάλληλη να στεγάσει καταστήματα. Έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα εκδόθηκε νέα άδεια προσθήκης ενός επί πλέον ορόφου επί του ισογείου από τον ίδιο μηχανικό και έτσι το όλο κτίσμα έλαβε τη σημερινή του μορφή, όπως ακριβώς αποτυπώνεται από τη φωτογραφία η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο.
Ο Ανδρέας Χατζηβασιλείου είχε καταγωγή από τη Μ. Ασία, ήταν δερματέμπορος, το κατάστημά του βρισκόταν μέσα στην ανώνυμη πάροδο η οποία συνδέει τους δρόμους Ερμού και Ανδρούτσου και ήταν συνέταιρος με τον Χαράλαμπο Εμπορίδη μέχρι το 1970, όταν έκλεισαν το κατάστημα[1]. Νυμφεύθηκε τη Βασιλική Χατζησαλάτα από την Αγιά, με την οποία απέκτησαν τρία τέκνα. Δύο αγόρια, τον Χαράλαμπο (Μπάμπη) και τον Γιάννη, οι οποίοι διαχειρίζονταν το ξενοδοχείο "Εσπέρια" που βρίσκεται επί της οδού Αμαλίας 4, ανατολικά της πλατείας Μπλάνα (Λαού), και το οποίο έχει από καιρό διακόψει τη λειτουργία του. Το τρίτο τους παιδί η Λένα παντρεύτηκε τον αξιωματικό της αεροπορίας Αθανάσιο Ρεκαΐτη, μετακόμισαν στη Σαντορίνη όπου ζουν μόνιμα και ασχολούνται με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.
--Το επόμενο σπίτι στη Νιρβάνα αριθμ. 6 ήταν αρχικά μια πολύ όμορφη κατοικία όπου διέμενε η οικογένεια του Δημητρίου Γεωργιάδη (αριθμ. 12 στο σχέδιο). Περιβαλλόταν από αυλή στην οποία βρίσκονταν αποθηκευμένα βαρέλια από κρασί, αφού ο ιδιοκτήτης του ήταν έμπορος κρασιών, όπως και ο πατέρας του Θωμάς. Το κατάστημά του βρισκόταν επί της 31ης Αυγούστου. Το 1962 στη θέση όπου βρισκόταν η μονοκατοικία, εκδόθηκε άδεια ανέγερσης τριώροφης οικοδομής από τον πολιτικό μηχανικό Σπυρίδωνα Μπλάνα. Η οικογένεια Γεωργιάδη διέμενε στο ισόγειο, ενώ στους ορόφους στεγάστηκαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι υπηρεσίες του Υγειονομικού Κέντρου Λαρίσης[2]. Όταν το τελευταίο μετακόμισε, στους ορόφους του κτιρίου αυτού μεταστεγάστηκαν οι Υπηρεσίες της Γενικής Ασφάλειας, οι οποίες όπως αναφέραμε σε προηγούμενο σημείωμά μας[3], βρίσκονταν εκεί δίπλα, στη Νιρβάνα 7, γωνία με Ογλ. Ο Δημήτριος Γεωργιάδης είχε τρείς αδελφές. Τη Μαρίκα η οποία παντρεύτηκε τον Τάκη Μπιλάλη από τη Λαμία, όπου και έζησαν. Την Πόπη η οποία στεφανώθηκε με τον Στέφανο Τρυφωνίδη, μηχανικό στη ΔΕΗ. Και τέλος τη Βούλα ή οποία πέθανε πολύ νέα. Με τη γυναίκα του Θεοπίστη ο Δημήτριος Γεωργιάδης απέκτησε δύο αγόρια, τον Θωμά ο οποίος είναι κτηνίατρος και τον Ευριπίδη ο οποίος είναι οικονομολόγος.
--Δίπλα από το σπίτι του Γεωργιάδη, στον αριθμ. 8 της οδού Νιρβάνα, βρισκόταν η κατοικία της οικογένειας Σωτηροπούλου (αριθμ. 13 στο σχέδιο). Όταν μεταπολεμικά ανασυστήθηκε η Φιλαρμονική του Δήμου, πρώτος της μαέστρος υπήρξε ο αρχιμουσικός Γεώργιος Καμηλιέρης. Η καταγωγή του ήταν από την Κέρκυρα και ερχόμενος εδώ νυμφεύθηκε την Παναγιώτα Σωτηροπούλου. Το ζευγάρι διέμενε σε μια τυπική μονοκατοικία ιδιοκτησία της οικογένειας της νύφης, στον αύλειο χώρο της οποίας υπήρχαν και δύο παράσπιτα. Το 1956 εκδόθηκε άδεια "προσθήκης ορόφου επί ισογείου οικοδομής", με μηχανικό τον Δημ. Παρρή, ενώ το 1961 νέα άδεια προσθήκης διωρόφου παραρτήματος, με τον ίδιο μηχανικό. Σήμερα στη θέση αυτή έχει υψωθεί εξαώροφη οικοδομή. Γεώργιος Καμηλιέρης και Παναγιώτα Σωτηροπούλου απέκτησαν δύο θυγατέρες. Η μία ήταν η Σπυριδούλα η οποία παντρεύτηκε τον Ευάγγελο Καραβά, υπάλληλο του ΟΤΕ και απέκτησαν δύο τέκνα, τον Γεώργιο και την Παναγιώτα. Η άλλη ονομαζόταν Νικολέτα (Λίνα), παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Καρανίκα και απέκτησε τρία τέκνα, τον Ζήση την Αλεξάνδρα και την Παναγιώτα[4].
Στο σημείο αυτό θέλω να υπογραμμίσω ότι όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν από άτομα που διέμεναν στην περιοχή αυτή και από συγγενείς και απογόνους των αναφερόμενων οικογενειών. Είμαι βέβαιος ότι έχουν παρεισφρήσει λάθη. Για τον λόγο αυτό παρακαλώ όσους γνωρίζουν περισσότερα για τα σπίτια αυτά και τις οικογένειες που τα κατοίκησαν, ή έχουν εντοπίσει λάθη, είτε διαθέτουν παλιές φωτογραφίες της περιοχής, να έλθουν σε επαφή μαζί μου, στο τηλ. 2410-287450.
(Συνεχίζεται)

-----------------

[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Οδός Ερμού - Δ’, εφημ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 19ης Φεβρουαρίου 2020.
[2]. Του κτίσματος αυτού έχω προσωπικές αναμνήσεις. Το 1967, όταν εκτελούσα τη θητεία μου ως αγροτικός ιατρός, μετατέθηκα για μερικούς μήνες στο Υγειονομικό Κέντρο για να αντικαταστήσω τον Νομίατρο ο οποίος είχε μεταβεί με υποτροφία στη Σουηδία.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το "Κολωνάκι" της Λάρισας - Β’, εφημ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 4ης Νοεμβρίου 2020.
[4]. Για τη σύνταξη του σημερινού κειμένου βοήθησαν οι κυρίες Νία Γώγου-Αγραφιώτη, Κωνσταντίνα Τρικκαλίδου, Μπέτυ Βελώνη-Κολοκοτρώνη, Ντίνα Παρλάτζα και οι κύριοι Αλέξανδρος Γρηγορίου και Βαγγέλης Ρηγόπουλος, τους οποίους και ευχαριστώ.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

 

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

 Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Το «Κολωνάκι» της Λάρισας - Γ’


Η κατοικία του Νικολάου Φαρασλή στην αρχική της μορφή (ισόγειο)  όπως κτίστηκε το 1949. Στον ακάλυπτο χώρο μπροστά κτίστηκε αργότερα  η κατοικία του Οδυσσέα Κρίκκη. Οικογενειακό αρχείο Κωνσταντίνου Φαρασλή Η κατοικία του Νικολάου Φαρασλή στην αρχική της μορφή (ισόγειο) όπως κτίστηκε το 1949. Στον ακάλυπτο χώρο μπροστά κτίστηκε αργότερα η κατοικία του Οδυσσέα Κρίκκη. Οικογενειακό αρχείο Κωνσταντίνου Φαρασλή

Πριν συνεχίσουμε την καταγραφή των οικημάτων τα οποία απαρτίζουν το λεγόμενο «Κολωνάκι» της Λάρισας και βρίσκονται στην οδό Νιρβάνα και σε δύο κάθετους προς αυτήν δρόμους (Παπαδιαμάντη, Ελλαδίου), θα αναφέρουμε ορισμένες διορθώσεις και προσθήκες όσων είχαμε γράψει την προηγούμενη Τετάρτη για την κατοικία και την οικογένεια Πολυμεροπούλου[1].

Τα αδέλφια ήταν τελικά πέντε. Η μητέρα τους Αννούλα το γένος Ψάλτη, καταγόταν από την Κρανιά Ολύμπου. Από τα παιδιά, ο Σπύρος ήταν διοικητικός υπάλληλος στη Νομαρχία και παρέμεινε άγαμος. Μετά τη συνταξιοδότησή του εργάστηκε ως υπάλληλος στο υπεραστικό ΚΤΕΛ. Η Ασπασία (Τασία) και η Αργυρώ μετανάστευσαν στην Αμερική, όπου και παντρεύτηκαν, χωρίς να αποκτήσουν απογόνους. Η Τασία έμεινε μόνιμα στην Αμερική, ενώ η Αργυρώ επέστρεψε κάποια στιγμή στην Ελλάδα. Η Άρτεμις, η οποία δεν ακολούθησε τις αδελφές της στην Αμερική, παρέμεινε και έζησε στη Λάρισα χωρίς να παντρευτεί. Τέλος ο Νίκος εργαζόταν ως εργοδηγός μηχανικός στην Τεχνική Υπηρεσία της Νομαρχίας. Νυμφεύθηκε την Αφροδίτη Αγγελοπούλου από τον Βόλο, η οποία είχε κάνει σπουδές ζωγραφικής. Ο γιος τους Ιωάννης Πολυμερόπουλος έγινε και αυτός ζωγράφος και συγχρόνως διατηρούσε φωτογραφείο στο ισόγειο της πολυώροφης οικοδομής η οποία κτίστηκε περί το 1976 στη θέση όπου βρισκόταν το πατρικό τους σπίτι που περιγράψαμε στο προηγούμενο κείμενό μας.
—Μετά την κατοικία του φαρμακοποιού Οδυσσέα Κρίκη όπου σταματήσαμε στο προηγούμενο κείμενο, βρισκόταν η κατοικία του Νικολάου Φαρασλή στην οδό Νιρβάνα 11 (αριθμ. 5 στο σχέδιο που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη Τετάρτη). Κτίστηκε αρχικά σαν μονοκατοικία το 1948 και όπως διακρίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία στέγασε την οικογένειά του. Ο μεγαλύτερος γιος Θωμάς με το ποδηλατάκι παίζει στον ακάλυπτο χώρο ο οποίος αργότερα χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση της κατοικίας του Κρίκη, ενώ ο μικρός Κωστάκης, νήπιο ακόμη βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του Χάιδως και παρακολουθεί από το παράθυρο τον αδελφό του. Το 1963-64 προστέθηκε και δεύτερος όροφος στη μονοκατοικία και όλη η κατοικία ολοκληρώθηκε και εξωτερικά. Το 1988 κατεδαφίστηκε μαζί με τη γειτονική κατοικία του Ιωάννη Αγραφιώτη και εκδόθηκε άδεια για την ανέγερση εξαώροφης οικοδομής.
Ο Νικόλαος Φαρασλής καταγόταν από τον Ελληνόπυργο Καρδίτσας και μεγαλώνοντας εντάχθηκε στη Χωροφυλακή όπου έφθασε μέχρι τον βαθμό του μοιράρχου. Αποστρατεύτηκε το 1963 με τον βαθμό του ταγματάρχου. Νυμφεύθηκε τη Χάιδω το γένος Κουλιαλή από τα Δελέρια και το ζευγάρι απέκτησε τρία τέκνα. Τον Θωμά, ο οποίος σπούδασε οδοντιατρική και εργάστηκε στην πόλη μας ιδιωτικά και στο ΙΚΑ. Τον Κώστα ο οποίος σπούδασε αρχιτέκτων στο Πολυτεχνείο και εργάστηκε με επιτυχία ως εργολάβος ιδιωτικών έργων. Ο τελευταίος απέκτησε τρία τέκνα. Τη Χάιδω, η οποία εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος, τη Ζωή, η οποία σπούδασε αρχιτέκτων και τον Δημήτριο πολιτικό μηχανικό, οι οποίοι συνεχίζουν το έργο του πατέρα τους Κώστα. Το τρίτο παιδί του Νίκου Φαρασλή ήταν η Ελένη χήρα Αποστόλου Δεσλή.
Ως εκ της ιδιότητός του ο Νικόλαος Φαρασλής είχε συχνές μετακινήσεις από πόλη σε πόλη κατά το διάστημα 1950-1957. Κατά το διάστημα αυτό στην κατοικία του στεγάστηκε ο Θεόδωρος Καραναστάσης με τη γυναίκα του Μαρίκα. Ο Καραναστάσης ήταν συνέταιρος με τον Ντίνο Ρουσμένη στην εμπορική τους επιχείρηση. Το 1957 η οικογένεια Φαρασλή εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα. Μετά την αποστρατεία του ο Νικόλαος Φαρασλής εργάστηκε ως διευθυντής του πολιτικού γραφείου του βουλευτού της Λάρισας και Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου (Τάκη) Ροδόπουλου, από το 1965 μέχρι τον θάνατό του το 1971.
Το επόμενο κτίσμα μετά την κατοικία του Νικ. Φαρασλή ήταν του Ιωάννη Αγραφιώτη (αριθμ. 6 στο σχέδιο) το οποίο ήταν στην οδό Νιρβάνα 13. Από το Πολεοδομικό γραφείο του Δήμου Λαρισαίων[2] μαθαίνουμε ότι το 1952 εκδόθηκε άδεια ανέγερσης διώροφης οικοδομής στο σημείο αυτό επ’ ονόματι Ιωάν. Αγραφιώτη και με μηχανικό τον Αχιλλέα Κέλλα[3]. Όπως διακρίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία, ήταν ένα κομψό κτίσμα με συμμετρικές διαστάσεις, όμορφη είσοδο και από πάνω της ήταν ανεπτυγμένος εξώστης, σε μια γωνία του οποίου υπήρχε απλός ισοπαχής κυκλικός κίονας με περίτεχνο κιονόκρανο που συγκρατούσε μια γωνία της στέγης. Ενδιαφέρον παρουσίαζε και το σιδερένιο περιτοίχισμα με τα διάφορα σχέδια, το οποίο περιέκλειε την αυλή από τον δρόμο. Σ’ αυτό το οίκημα στέγασε ο Ιω. Αγραφιώτης την οικογένειά του, ενώ για κάποιο διάστημα γύρω στα 1957 αναφέρεται ότι στο ισόγειο λειτούργησε το Γαλλικό Ινστιτούτο, πριν στεγαστεί στο σημερινό κτίριο της οδού Κούμα. Όπως αναφέρθηκε ήδη, το 1988 κατεδαφίστηκε μαζί με τη γειτονική κατοικία του Νικολάου Φαρασλή και εκδόθηκε άδεια για την ανέγερση εξαώροφης οικοδομής η οποία φέρει τη διεύθυνση Νιρβάνα 11-13.
Ο Ιωάννης Αγραφιώτης ήταν χοντρέμπορος εδώδιμων και αποικιακών προϊόντων, συνεργαζόταν με τον αδελφό του Κωνσταντίνο και το κατάστημά τους βρισκόταν στην οδό Βενιζέλου 60, απέναντι σχεδόν από το τούρκικο Χαμάμ. Δίπλα του ήταν το φανοποιείο του Μωυσή και στη συνέχεια το παλιό φαρμακείο του Ντίνου Σολωμού, το οποίο καταλάμβανε τη γωνία Βενιζέλου-Φιλελλήνων. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα του είδους του στη Λάρισα, πλούσιο σε εμπορεύματα και διακίνηση. Ο Ιωάννης Αγραφιώτης νυμφεύθηκε τη Βασιλική Ζιαζιά[4]. Το ζευγάρι απέκτησε τρία τέκνα την Ουρανία (Νία), τον Δημήτριο και τον Θωμά. Η Νία, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε την ιδέα της καταγραφής της περιοχής της Λάρισας που έμεινε με το όνομα «Κολωνάκι» και υπήρξε ο κύριος πληροφοριοδότης μου, αφού γνωρίζει και θυμάται με εξαιρετική ενάργεια πρόσωπα, πράγματα και ημερομηνίες που αφορούν την περιοχή, όταν μικρή ζούσε την ατμόσφαιρα που απέπνεε ο χώρος αυτός που ήταν η γειτονιά της. Οι περιηγήσεις στους δρόμους της περιοχής μαζί της, πάντα πρόθυμη, συντροφιά με τον Αριστείδη Παπαχατζόπουλο και τον Γιώργο Γραβάνη που είναι κάτοικοι του «Κολωνακίου» μέχρι και σήμερα, και τον Παναγιώτη Δομούζη, τον Βαγγέλη Ρηγόπουλο και τον Γιώργο Τράντα, θα μας μείνουν αξέχαστες. Η Νία ήταν για χρόνια καθηγήτρια πιάνου στο Δημοτικό Ωδείο της Λάρισας, παντρεύτηκε τον οικονομολόγο Γρηγόρη Γώγο και έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, τον οικονομολόγο Στέλλιο και την Παρασκευή (Βίβιαν) η οποία σπούδασε μουσικολογία. Το δεύτερο παιδί του Ιωάννη και της Βασιλικής Αγραφιώτη, ο Δημήτριος σπούδασε ιατρική, ειδικεύτηκε στη νευρολογία, εργάστηκε στη Λάρισα και σήμερα είναι συνταξιούχος. Το τρίτο τους παιδί, ο Θωμάς, σπούδασε μηχανικός μεταλλειολόγος και ζει στην Αθήνα.
Τέλος θέλω να προσθέσω ότι όσο θα διαρκούν τα κείμενα αυτά είναι καλοδεχούμενες διορθώσεις, προσθήκες και φωτογραφίες από την περιοχή αυτή είτε τηλεφωνικά (2410-287.450 και 6951-004.232) είτε ηλεκτρονικά (nikapap@hotmail.com).
(Συνεχίζεται)
————————————————-
[1]. Τις πληροφορίες μου τις έδωσαν τηλεφωνικά η εκπαιδευτικός κ. Μιμίκα Μπαχτσέ-Βάσιου, για την οικία αδελφών Πολυμεροπούλου, ο Κώστας Φαρασλής για την πατρική του κατοικία και η Ουρανία (Νία) Γώγου-Αγραφιώτου για τη δική της πατρική κατοικία, τους οποίους και ευχαριστώ θερμά.
[2]. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναγνωρίσω τις φιλότιμες προσπάθειες για βοήθεια του Γιώργου Χατζούλη μέλους της Φωτοθήκης ο οποίος είναι προϊστάμενος στο τμήμα Πολεοδομίας του Δήμου.
[3]. Πρόκειται για τον πατέρα του βουλευτού της Λάρισας Χρήστου Κέλλα, ο οποίος είχε σπουδάσει μηχανικός στη Γερμανία.
[4]. Η Βασιλική Ζιαζιά ήταν αδελφή του δικηγόρου και γνωστού ιστορικού της Λάρισας Γιώργου Ζιαζιά, ο οποίος εκλέχτηκε πολλές φορές δημοτικός σύμβουλος και είχε μακροχρόνια θητεία στο Γηροκομείο. Χάρη στις ενέργειές του εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι και σήμερα, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες που αντιμετωπίζει, με την καθοδήγηση της κόρης του Κατερίνας Σουφλιά-Ζιαζιά.

Πολέμησαν όπως είχαν εκπαιδευτεί. Πολέμησαν όπως είχαν ζήσει. Ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο. Για μας, δεν ήταν κάτι ξεχωριστό. Οι άλλοι τους έβλεπαν έτσι. Οι ξένοι. Εμείς ξέραμε πως ήταν μόνο τριακόσιοι "όμοιοι". Σπαρτιάτες οπλίτες, δηλαδή. Όποιος από μας κι αν βρισκόταν στις Θερμοπύλες, θα έκανε το ίδιο. Άξιζαν όλοι τους κάθε τιμή. Την ίδια τιμή που όφειλε η πόλη σε κάθε οπλίτη που τηρούσε τον νόμο της και έπεφτε στη μάχη. Νομός ξεκάθαρος. Όποιος έμπαινε στη φάλαγγα, όποιος παρατασσόταν κι αντίκριζε τον εχθρό, έπρεπε να επικρατήσει ή να σκοτωθεί. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή οδηγούσε στην ατίμωση. Όλοι είχαμε ζυμωθεί, από μικρά παιδιά, μ' αυτήν την αντίληψη. Θα επικρατήσεις ή θα σκοτωθείς. Οι άνδρες του Λεωνίδα, η φρουρά του, το ήξεραν καλά. Δεν ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Τις υποχρεώσεις τους τήρησαν μόνο. Δεν νίκησαν, αλλά σκοτώθηκαν όλοι, με την ασπίδα στο χέρι. Δεν μετακινήθηκαν απέναντι στον εχθρό. Ο εχθρός μετακινήθηκε απέναντί τους. Αλλιώς δεν μπορούσε να νικήσει. Εκείνοι έμειναν αμετακίνητοι, όπως προστάζουν οι νόμοι του Λυκούργου.
Ήρωας, για μας, ήταν αυτός που έχοντας την επιθυμία να ζήσει, όχι να πεθάνει, έκανε πράξεις παράτολμες. Πέρα από τα όρια του καθήκοντος. Οι άνδρες του Λεωνίδα δεν είχαν υπερβεί τα όρια. Τα είχαν τηρήσει. Δεν πήγαν στις Θερμοπύλες για να θυσιαστούν. Ο δρόμος του πολεμιστή δεν οδηγεί στη θυσία. Οδηγεί στη νίκη. Πήγαν για να νικήσουν. Ήξεραν ότι υποχώρηση μπροστά στον εχθρό σήμαινε πρόσκαιρη μόνον παραμονή στη ζωή. Το αδίκημα αυτό η πόλη το τιμωρεί με θάνατο, ανεξάρτητα από το αριθμητικό μέγεθος του αντιπάλου. Δεν μετράμε όταν πολεμάμε. Η προοπτική της υποχώρησης είναι για μας αδιανόητη. Σε ηλικία επτά ετών μπαίνουμε στις αγέλες. Τότε αρχίζει η εκπαίδευσή μας. Η "αγωγή". Σκοπός της ένας και μόνος. Η συνεχής επιδίωξη της αρετής. Από επτά ετών, μέχρι την ηλικία των εξήντα, διαβιώνουμε μονότονα με την ίδια αντίληψη. Κανένας Σπαρτιάτης "όμοιος" δεν θα μπορούσε να σκεφτεί διαφορετικά. Η στάση της φρουράς στις Θερμοπύλες δεν ήταν τρέλα, ούτε απερισκεψία της στιγμής. Ήταν η ζωή τους όλη. Όπως είχαν ζήσει, όπως είχαν εκπαιδευτεί, έτσι ακριβώς πολέμησαν. Οι ξένοι μόνο απορούσαν. Εμείς όχι. <<Δεν φοβήθηκαν τους Πέρσες;>> μας ρωτούσαν. <<Ήταν μονάχα τριακόσιοι πολεμιστές. Δεν φοβήθηκαν;>>
Εμείς ξέραμε την απάντηση.
Ο φόβος απέναντι στους Πέρσες σίγουρα υπήρχε. Πριν τη μάχη φοβάσαι. Όλοι φοβούνται. Εμείς, όμως, δεν φοβόμασταν μετά. Όταν η μάχη άρχιζε. Αυτή ήταν η διαφορά. Όλη η εκπαίδευση μας, η ζωή μας δηλαδή ολόκληρη, σ' αυτό αποσκοπούσε. Στην απελευθέρωση από τα δεσμά του φόβου. Του φόβου για τον θάνατο. Φοβόμασταν τον άδοξο θάνατο, επιδιώκαμε όμως τον ένδοξο. Ο Δίας δίνει τη ζωή, ο Δίας την παίρνει πίσω. Δεν είναι δική μας επιλογή ο χρόνος. Ούτε ο τόπος. Δική μας επιλογή είναι μόνον ο τρόπος. Αυτό γνωρίζαμε και αυτό πιστεύαμε. Έτσι επιλέγαμε τον ένδοξο θάνατο, όχι το άδοξο. Θέλαμε να έχουμε εμείς τον έλεγχο. Τον έλεγχο του τρόπου. Γι' αυτό δεν μισούσαμε τον αντίπαλο. Οι φανατικοί μισούν. Εμείς υπερασπιζόμασταν την πατρίδα μας και σεβόμασταν εκείνους που έκαναν το ίδιο για τη δική τους πατρίδα. Ο εχθρός δεν ήταν αντικείμενο μίσους, ήταν αντικείμενο εξόντωσης. Δεν τρίζαμε τα δόντια, δεν ουρλιάζαμε , δεν βρίζαμε. Ούτε μίσος, ούτε φόβος. Ψάλαμε τον παιάνα και προελαύναμε. Σταθερά, με βήμα και ρυθμό, κάτω από τον ήχο των αυλών, όλη η φάλαγγα, σαν ένα σώμα, μια ψυχή, προελαύναμε, μέχρι να επικρατήσουμε ή να σκοτωθούμε. Το ίδιο έγινε και στις Θερμοπύλες. Η αριθμητική υπεροχή του εχθρού μας άφηνε αδιάφορους. <<Μην ρωτάτε πόσοι είναι αλλά που είναι>> μας έλεγαν στην εκπαίδευση. Άλλωστε ήμασταν πάντοτε λιγότεροι από τους άλλους.