Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το προπολεμικό ρολόι

Φωτογραφία του Ιωάν. Κουμουνδούρου


«Ωρολόγιον Λαρίσης». Επιστολικό δελτάριο Ιω. Κουμουνδούρου. 1935 περίπου.«Ωρολόγιον Λαρίσης». Επιστολικό δελτάριο Ιω. Κουμουνδούρου. 1935 περίπου.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή εικόνα που δημοσιεύουμε είναι πολύ σπάνια, αν και το θέμα της είναι τόσο οικείο.

Είναι σπάνια διότι ενώ ανήκει στην κατηγορία των επιστολικών δελταρίων, δεν κυκλοφόρησε σε πολλά αντίτυπα. Είναι η μοναδική που έχω συναντήσει όλα αυτά τα χρόνια. Θα γίνω πιο σαφής. Η κάρτα με την άποψη αυτή της Λάρισας ανήκει στον φωτογράφο Ιωάννη Κουμουνδούρο, έναν επιχειρηματία ο οποίος την πρώτη πενταετία του 1930 κυκλοφόρησε αρκετές φωτογραφίες του στο εμπόριο εν είδει επιστολικού δελταρίου, που όμως μειονεκτούσαν κατά πολύ από τις υπόλοιπες που κυκλοφορούσαν. Ήταν τυπωμένες σε πιο λεπτό χαρτί, σε σημείο ώστε με την πάροδο του χρόνου από επίπεδες που ήταν να κυρτώνουν. Η περιγραφή του τοπίου ήταν λιτή και ανεπαρκής. Μερικές κάρτες μαζί με την περιγραφή αναφέρουν και το όνομα του εκδότη: Έκδοσις Κουμουνδούρου. Δεν ήταν τυπωμένη, αλλά χειρόγραφη στο κατώτερο σημείο της φωτογραφίας και χωρίς καμία καλλιγραφική επιμέλεια. Και το κυριότερο δεν ήταν αριθμημένες, όπως άλλων εκδοτών που κυκλοφορούσαν. Γι’ αυτό και δεν γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα πόσες ακριβώς έχει κυκλοφορήσει ο συγκεκριμένος εκδότης. Αισθητικά η ποιότητα των φωτογραφιών ήταν ως επί το πλείστον πολύ καλή, όπως η δημοσιευόμενη σήμερα, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο φωτογράφος είχε κάποια εμπειρία. Ήταν ασπρόμαυρες και αφορούσαν αποκλειστικά περιοχές της Λάρισας. Όμως υστερούσαν τρομερά στην εκτύπωση. Μερικές ήταν σκοτεινές, άλλες υπερφωτισμένες ή άτεχνα καδραρισμένες. Παράδειγμα η σημερινή. Στο πρωτότυπό της είναι σκοτεινή, αλλά με τα υπάρχοντα σήμερα τεχνικά μέσα, αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό η επάρκειά της. Δεν γνωρίζουμε αν φωτογράφος ήταν ο ίδιος ο Ιωάν. Κουμουνδούρος ή κάποιος άλλος.
Το κατάστημά του βρισκόταν σε κτίριο της βόρειας πλευράς της Κεντρικής πλατείας (Θέμιδος), κτισμένο στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας (Κύπρου σήμερα) και Φιλελλήνων, απέναντι από τη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Στο γωνιακό αυτό ισόγειο κτίσμα, η πλευρά που έβλεπε στην οδό Αλεξάνδρας (οδός των Έξ αργότερα) στέγαζε το τοπικό υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας, ενώ η πλευρά η οποία έβλεπε στην οδό Φιλελλήνων είχε τρία καταστήματα, ένα εκ των οποίων στέγαζε την επιχείρηση του Ιωάννου Κουμουνδούρου. Γράφω επιχείρηση, γιατί από τη φωτογραφία του εξωτερικού του καταστήματος αυτού δεν απομονώνεται κάποιο στοιχείο που να υποδηλώνει ότι είναι αποκλειστικά φωτογραφείο. Το κτίριο αυτό, όπως και τόσα άλλα στη Λάρισα, υπέστη μικρές βλάβες από τον φονικό ιταλικό βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1940 [1], κυρίως όμως καταστράφηκε από τον ισχυρό σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941. Μεταπολεμικά στη θέση αυτή οικοδομήθηκε πολυώροφο κτίριο. Το ισόγειο στέγασε υποκατάστημα της ίδιας Τράπεζας, οι δύο όροφοι τη γυναικολογική κλινική Βασίλα, ενώ στο υπόγειο θυμάμαι καλά ότι μεταξύ των άλλων στεγάστηκαν και τα γραφεία του Μορφωτικού Εκδρομικού Συλλόγου Λαρίσης (Μ.Ε.Σ.Λ.) «Αριστεύς», με πρόεδρο τον δημοσιογράφο Κωνσταντίνο Ξιφαρά [2].
Η φωτογραφία του σημερινού επιστολικού δελταρίου έχει καταγραμμένες χειρόγραφα τις λέξεις: «Ωρολόγιον Λαρίσης». Η λήψη της έγινε μια χιονισμένη ημέρα. Δεξιά διακρίνεται η σιλουέτα του προπολεμικού ρολογιού και αριστερά το πάρκο με τα δένδρα που υπήρχε μπροστά του, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η πλατεία Μητέρας και ένα γειτονικό ψυχαγωγικό κέντρο που τους θερινούς μήνες αναπτύσσει τραπεζοκαθίσματα. Με την ευκαιρία που πρόσφατα είδαμε στο τοπικό τύπο τρία διαφορετικά σχέδια τού υπό σκέψιν να αναβιώσει ρολογιού της πόλης μας, θα αναφέρουμε λίγα λόγια για το ομορφότερο ρολόι που είχε μέχρι σήμερα η Λάρισα.
Το 1923, επί δημαρχίας Δημητρίου Παπαγεωργίου (1922-1924), το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε πίστωση 45.000 δραχμών «…δια την κατασκευήν και ανύψωσιν του παλαιού κτιρίου του πρώην Ωρολογίου της πόλεως». Σύμφωνα με τον Επαμ. Φαρμακίδη, στην κατασκευή του συνέβαλε οικονομικά εκτός του Δήμου και ο Λαρισαίος έμπορος Ηλίας Κολέσκας. Σ’ αυτή την κατασκευή ουσιαστικά ο κορμός του ρολογιού διατηρήθηκε ο εξαγωνικός του παλιού ρολογιού, άλλαξε όμως εντελώς ο πυργίσκος της κορυφής, όπως φαίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία. Κατασκευάσθηκε λιθόκτιστος, τετράγωνος και έφερε πολλά νεοκλασικά στοιχεία στην αρχιτεκτονική του. Δεν είχε καμπάνες όπως το προηγούμενο, αλλά τέσσερα μεγάλα κυκλικά ρολόγια, ένα σε κάθε πλευρά, με ωροδείκτη, λεπτοδείκτη και με λατινικούς αριθμούς. Ο πυργίσκος στο κάτω μέρος προστατευόταν περιμετρικά από μεταλλικό κιγκλίδωμα, το οποίο έδινε τη δυνατότητα προσπέλασης και παραμονής εργατών ή και επισκεπτών μέχρι το ύψος αυτό. Ο πυργίσκος ήταν στεγασμένος με έναν ιδιότυπο τρούλο και από πάνω υπήρχε αλεξικέραυνο. Η όλη κατασκευή του πυργίσκου οδηγούσε τελικά σε «ανύψωση», δηλαδή στην καθ’ ύψος αύξηση του ρολογιού, το οποίο δέσποζε λόγω και της θέσεώς του, απ’ όλες τις πλευρές της πόλης. Η ζωή του υπήρξε δυστυχώς σύντομη. Διήρκησε λιγότερο από μια εικοσαετία. Με τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 κατέπεσε εντελώς ο πυργίσκος και μέρος από το επάνω τμήμα του κορμού. Μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκε. Όμως τα υπολείμματα της θεμελίωσής του παρέμειναν και τελικά εντοπίσθηκαν το 1992, όταν καθαρίσθηκαν όλες οι επιχωματώσεις οι οποίες κάλυπταν το αρχαίο θέατρο.

[1]. Μία ιταλική βόμβα έπεσε ακριβώς επάνω στον τρούλο της γειτονικής Στρατιωτικής Λέσχης και τα μεταλλικά φολιδωτά επικαλύμματά του εκσφενδονίσθηκαν σε μεγάλη απόσταση και υπήρξαν για πολλούς θανατηφόρα.
[2]. Στα υπόγεια αυτά γραφεία ιδρύθηκε και η ομάδα μπάσκετ του «Αριστέα», με επικεφαλής τα μέλη του Μενέλαο Κονταξή, έμπορο υποδημάτων και Αριστοτέλη Παρασκευά, γενικό γραμματέα του Δήμου.

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

 Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΣΙΓΡΑΣ ΩΣ ΙΑΤΡΟΣ, ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΚΑΙ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ

 
Γεώργιος Ιω. Κατσίγρας (1914-1998)Γεώργιος Ιω. Κατσίγρας (1914-1998)

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

«Οκόσα φάρμακα ουκ ίηται, σίδηρος ίηται…». Όσες ασθένειες δεν μπορούν να θεραπεύσουν τα φάρμακα, τα θεραπεύει ο σίδηρος, εννοώντας την επέμβαση με το χειρουργικό νυστέρι.

Αυτή τη ρήση του Ιπποκράτη, πανάρχαια εμπειρία των γιατρών όλων των εποχών, έχουν ως οδηγό και έμβλημά τους οι χειρουργικές ειδικότητες. Ο Γεώργιος Κατσίγρας, πιστός οπαδός της ιπποκρατικής σκέψης, είχε αναρτήσει το επίγραμμα αυτό στην είσοδο της μεγάλης κλινικής του στη Λάρισα, για να του υπενθυμίζει κάθε πρωί που ανέβαινε τις μαρμάρινες βαθμίδες της εισόδου προς το χειρουργείο, ότι κάθε του ιατρική πράξη έπρεπε να βασίζεται στο «ωφελίην ή μη βλάπτειν» του μεγάλου ιατρού της αρχαιότητας, δηλαδή να προσπαθείς να ωφελήσεις τον ασθενή, και αν δεν το καταφέρεις, τουλάχιστον να μην τον βλάψεις.
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τον Γεώργιο Κατσίγρα. Προικισμένος άνθρωπος, έντονη προσωπικότητα, λατρεμένος γιατρός, με χιλιάδες χειρουργικές επεμβάσεις, με φιλάνθρωπες αρετές και ειλικρινή αγάπη προς τον πάσχοντα άνθρωπο, ευρυμαθής, με καλλιτεχνικές ευαισθησίες, συνειδητός συλλέκτης, και ανιδιοτελής δωρητής. «Αν δεν γινόμουν γιατρός, θα ήμουνα ζωγράφος», έλεγε.
Η οικογένεια Κατσίγρα έχει βαθιές ρίζες, οι οποίες φύτρωσαν πριν πολλά χρόνια στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας και έδωσαν αγλαόκαρπους απογόνους. Ο πατέρας του Ιωάννης, γεωπόνος, με συμπληρωματικές σπουδές στην Ευρώπη γύρω από την ανθοκομία, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ανατολική Ρωμυλία μετακόμισε οικογενειακά το 1902 στη Λάρισα. Εδώ νυμφεύθηκε την Λαρισαία Ελένη Καραμπίλια, με την οποία απέκτησε τρία τέκνα, κατά σειράν τον Γεώργιο, την Ευγενία και τον Βασίλειο. Ο Ιωάννης Κατσίγρας άφησε έντονο το επαγγελματικό του στίγμα στην πόλη. Καθηγητής δενδροκομίας στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή, συνεργάσθηκε στενά με τους δημάρχους της Λάρισας, την οποία προίκισε με άφθονο πράσινο.
Ο Γεώργιος Κατσίγρας γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1914 στη Νέα Φιλιππούπολη της Λάρισας, απέναντι από το κτίριο του Γεωργικού Συνεταιρισμού. Οι Μοίρες από την πρώτη στιγμή τον σπαργάνωσαν με τις αρετές τους. Μεγάλωσε σε οικογενειακό περιβάλλον όπου τα μέλη του διακρίθηκαν στις επιστήμες, συναναστράφηκαν με τη διανόηση της εποχής τους και εμφορούνταν με ηθικές αξίες και προοδευτικές αντιλήψεις. Δεν ήταν δύσκολο επομένως να επιλέξει τον δρόμο του. Κατά τα μαθητικά του χρόνια αναζήτησε επίμονα και την εξωσχολική μάθηση. Αγάπησε με πάθος τη φύση. Ήταν μόλις 16 ετών όταν ανέβηκε με τον πατέρα του στον μυθικό Όλυμπο. Επιδόθηκε στον αθλητισμό και τον είλκυσε ιδιαίτερα ο ακοντισμός. Μέσα σ’ όλα αυτά έβρισκε χρόνο να μελετάει ξένες γλώσσες και να συλλέγει γραμματόσημα, φωτογραφίες, βιβλία και άλλα αντικείμενα. Εντάχθηκε στους προσκόπους το 1927 και με ιδιαίτερο ζήλο ενστερνίσθηκε τις ιδέες του προσκοπισμού.
Το 1930 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την περίοδο των σπουδών του οικοδόμησε με υπομονή την πολύπλευρη προσωπικότητά του. Με προτεραιότητα πάντα την ιατρική, παρακολουθούσε συγχρόνως την πνευματική ζωή της Αθήνας, επισκεπτόταν εκθέσεις ζωγραφικής, διάβαζε λογοτεχνικά βιβλία και περιοδικά και ενίσχυε την πολυμάθειά του. Είχε την τύχη να διαμένει στο σπίτι της θείας του Άννας Κατσίγρα που είχε σπουδάσει γιατρός, με ειδίκευση στη μαιευτική-γυναικολογία και ήταν για ένα διάστημα παντρεμένη με τον γνωστό λογοτέχνη και δημοσιογράφο Σπύρο Μελά. Ήταν φυσικό στο σπίτι της να σύχναζαν σπουδαίες προσωπικότητες και είχε την ευκαιρία να συναναστρέφεται και να συζητά με ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Νομίζω ότι δεν θα είναι καθόλου άστοχη η παραδοχή ότι κατά την διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων αναδύθηκε η λανθάνουσα καλλιτεχνική του ροπή προς την ζωγραφική.
Τον Ιανουάριο του 1938 αναγορεύθηκε διδάκτορας της χειρουργικής και τον Μάρτιο του ίδιου έτους κατατάχθηκε στον στρατό ως οπλίτης ιατρός. Για ένα μικρό διάστημα πέρασε και από το δικό μας Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στο οποίο επανήλθε, ως επιστρατευμένος αυτήν τη φορά, στον πόλεμο του 1940. Τον Απρίλιο του 1941, μετά την κατάληψη της χώρας μας από τους Γερμανούς έφυγε για την Αθήνα, όπου τα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και στο Γερουλάνειο Ίδρυμα (κλινική Σμπαρούνη) την ειδικότητα της χειρουργικής κοντά σε σπουδαίους χειρουργούς. Αυτό δεν τον εμποδίσει να αναπτύξει αντιστασιακή δράση, για την οποία συνελήφθη το 1942 από τους Ιταλούς, καταδικάσθηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση, αλλά πάνω στον χρόνο αποφυλακίσθηκε. Συνέχισε ως επιμελητής στον «Ευαγγελισμό» στο πλευρό του καθηγητού Νικολάου Σμπαρούνη, όπου γνωρίσθηκε με την διπλωματούχο νοσοκόμο Καίτη Καζατζή, προϊσταμένη της χειρουργικής κλινικής, την οποία νυμφεύθηκε το 1946.
Τον Μάρτιο του 1947, όταν είχε φουντώσει ο εμφύλιος, επιστρατεύθηκε εκ νέου και πέρασε από πολλές περιοχές της Μακεδονίας, υπηρετώντας σε χειρουργικές μονάδες εκστρατείας κοντά στην πρώτη γραμμή του πυρός. Σ’ αυτές τις μετακινούμενες ιατρικές μονάδες, βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το ταλέντο της χειρουργικής επιδεξιότητάς του. Χειρουργούσε νυχθημερόν κάθε είδους πολεμικά τραύματα, από τα πιο απλά μέχρι και τα πολύ βαριά. Χωρίς καμιά άλλη επιστημονική συνδρομή, βρισκόταν με τον τραυματία ενώπιος-ενωπίω και έπρεπε αποκλειστικά με τις δικές του γνώσεις και την επιστημονική αρτιότητα να τον αντιμετωπίσει. Είναι οι στιγμές που ο γιατρός προσπαθεί να απογειώσει το αίσθημα ευθύνης που η επιστήμη τού εμπιστεύθηκε. Και φαίνεται ότι σ’ αυτόν τον τομέα τα πήγε πολύ καλά, γιατί το όνομά του είχε γίνει πλέον θρύλος ανάμεσα στους στρατιώτες που πέρασαν από τα χέρια του με επιτυχία, και ανάρρωσαν.
Εκεί γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον στρατιώτη που εκτελούσε χρέη νοσοκόμου Ιωάννη Παπαστεργίου, την οξυδέρκεια του οποίου διέκρινε από νωρίς, γι’ αυτό και τον πήρε αργότερα μαζί του στη Λάρισα, τον έχρισε αναντικατάστατο βοηθό του και η συνεργασία τους διατηρήθηκε ανέφελη μέχρι την συνταξιοδότηση του τελευταίου.
Με το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων του εμφυλίου επέστρεψε για λίγο στην Αθήνα, αλλά τον Αύγουστο του 1949, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα. Σε μια διώροφη κατοικία που βρισκόταν επί της οδού Γαληνού εγκατέστησε την πρώτη κλινική του. Όμως το 1950, μόλις μέσα σε έναν χρόνο, η κλινική αποδείχθηκε μικρή για να χωρέσει την ολοένα αυξανόμενη πελατεία του. Ενοικίασε τους δύο επάνω ορόφους του τριώροφου κτιρίου του Ιωάννη Αλεξάνδρου που βρίσκεται και σήμερα στην οδό Βενιζέλου, απέναντι από το Αρχαίο Θέατρο. Τον Σεπτέμβριο του 1952 αγόρασε το αρχοντικό του Δημητρίου Πουλιάδη που βρισκόταν στην πλατεία Ταχυδρομείου στη γωνία των οδών Παπακυριαζή και Ασκληπιού, με την προοπτική να το χρησιμοποιήσει για να στεγάσει την οικογένειά του. Μάλιστα στο εσωτερικό του προέβη σε πολλές μετατροπές. Τελικά επειδή και στη δεύτερη κλινική της οδού Βενιζέλου επικράτησε το αδιαχώρητο, χρησιμοποίησε το σπίτι αυτό ως αναρρωτήριο, όπου μετέφερε τους ασθενείς του λίγες ημέρες μετά το χειρουργείο, μέχρι την πλήρη ίαση.
Εν τω μεταξύ η φήμη που είχε αποκτήσει, αύξησε κατακόρυφα την προσέλευση των ασθενών. Το γεγονός αυτό τον ανάγκασε να συζητάει από το 1952 την δυνατότητα ανέγερσης μεγάλης ιδιόκτητης κλινικής στο κέντρο της πόλης. Για τον σκοπό αυτόν αγόρασε ένα ανεκμετάλλευτο οικόπεδο απέναντι από το αρχοντικό του Πουλιάδη, το οποίο ανήκε στον στρατηγό Ιωάννη Άρτη, εκτάσεως χιλίων περίπου τετραγωνικών μέτρων και την μελέτη κατασκευής ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή από την Αθήνα. Τα εγκαίνια της κλινικής έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1955. Στους μεγάλους, άνετους και εξοπλισμένους χώρους αυτού του θεραπευτηρίου ο Γεώργιος Κατσίγρας, με τη βοήθεια και της συζύγου του Καίτης, είχε δημιουργήσει μια χειρουργική κλινική υψηλού επιστημονικού επιπέδου για την εποχή του, η οποία προσείλκυε ασθενείς απ’ όλη την Ελλάδα, ακόμα και από το εξωτερικό, ιδίως από την ομογένεια και τον κύκλο των μεταναστών. Η οργανωτική δομή της άγγιζε το τέλειο, χάρη και στους δύο πιστούς βοηθούς συνεργάτες του, τον Ιωάννη Παπαστεργίου στο χειρουργείο και την προϊσταμένη Βούλα Ματαραγκιώτου. Μέσα στα 33 χρόνια λειτουργίας της κλινικής αυτής ο Γεώργιος Κατσίγρας βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει όλο το διαγνωστικό και χειρουργικό του ταλέντο. Οι επιτυχίες διαλαλούνταν και έξω από τα ελληνικά σύνορα και είχε αποκτήσει τη φήμη του χειρουργού με το μαγικό χέρι. Η κλινική ήταν σχεδόν πάντοτε γεμάτη από χειρουργημένους. Γι’ αυτό και πολλοί τη βάπτισαν «σύγχρονο Ασκληπιείο», ενώ άλλοι της έδωσαν την βιβλική ονομασία «Κολυμβήθρα του Σιλωάμ».
Το 1988 η κλινική εξαγοράσθηκε από το νεοσύστατο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και με την προσθήκη ενός ακόμη ορόφου στεγάσθηκαν σ’ αυτήν τα πρώτα κτίρια της Ιατρικής Σχολής. Και μπορεί τη χρονολογία αυτή να σταμάτησε η χειρουργική δραστηριότητά του, όμως δεν συνταξιοδοτήθηκε ποτέ και μέχρι τον θάνατό του τον Μάρτιο του 1998 διατήρησε την ιατρική του ιδιότητα, δεχόμενος επιλεκτικά σε ιατρείο συναδέλφου του, συγγενείς, φίλους και παλιούς πελάτες.
Η σημαντική και σπάνια συλλογή του δωρίθηκε στον Δήμο Λαρισαίων, ο οποίος φρόντισε να δημιουργηθεί το επιβλητικό κτίριο της Δημοτικής Πινακοθήκης. Έκτοτε ο πολύτιμος θησαυρός του εκτίθεται μόνιμα, είναι προσιτός σε κάθε επισκέπτη και αποτελεί για την πόλη μας κορυφαίο πολιτιστικό απόκτημα.
Την προσωπικότητα του μεγάλου τέκνου της Λάρισας την περιέγραψε με λίγα και περιεκτικά λόγια, ο συμπολίτης μας δημοσιογράφος της «Καθημερινής» Αντώνης Καρκαγιάννης: «Ως άνθρωπος προκαλούσε δέος, ως γιατρός θαυμασμό και ως φιλότεχνος σεβασμό».

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η τύχη του Χασάν Μπέη Τζαμί-Β’

ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ ΥΠΟ ΤΑ ΟΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ


«Ένα τζαμί και η πόλη της Λάρισας». Σχηματική απεικόνιση από τη γαλλική  έκδοση του περιηγητικού βιβλίου του Edward Brown. 1674 «Ένα τζαμί και η πόλη της Λάρισας». Σχηματική απεικόνιση από τη γαλλική έκδοση του περιηγητικού βιβλίου του Edward Brown. 1674

Με το σημερινό μας δημοσίευμα ολοκληρώνουμε ένα σημαντικό κείμενο που εντοπίσθηκε στην εφημερίδα «Μικρά» της Λάρισας, στα φύλλα της 14ης και της 17ης Ιανουαρίου 1907, του γνωστού χαρτογράφου Μιχαήλ Χρυσοχόου.

Μέσα από τις γραμμές του δημοσιεύματος διαπιστώνουμε το σθένος με το οποίο ο συντάκτης του υπερασπιζόταν την άποψη της παραμονής για ιστορικούς λόγους του τεμένους του Χασάν μπέη, σε αντίθεση με την άποψη της Βακουφικής Επιτροπής των μουσουλμάνων της πόλης μας που για δικούς της λόγους ήθελε την κατεδάφισή του. Είναι χαρακτηριστική η επιμονή του να πείσει άρχοντες και τοπικούς παράγοντες, να διατηρηθούν τα ιστορικά μνημεία που άφησε η μακροχρόνια οθωμανική κατοχή στη Λάρισα.
Συνεχίζει ο Μιχαήλ Χρυσοχόου: «Καίτοι εν τω μέσω της πεδιάδος κειμένη [Η Λάρισα], ήτο πόλις οχυρά και επί έτη αντέστη κατά του κατακτητού Τουρχάν, τον οποίον ηνάγκασεν επί έτη να στήση την έδραν του εις το προς βορράν κείμενον χωρίον Τατάρ, όπου και το πρώτον ανήγειρε τέμενος, όπερ και μέχρι σήμερον σώζεται [1], και πολλά άλλα σημεία της εκεί επί πολύ διαμονής του κατέλιπε. Πανταχόθεν πολιορκηθείσα δεν ηλώθη, αλλά παρεδόθη συνθηκολογήσασα, και δεν ετράπη εις αισχράν φυγήν. Ο Τουρχάν άμα τη καταλήψει της Λαρίσσης, ήν ονόμασε Γενί–Σιείρ [Νέα Πόλις], διότι η πόλις εγκατελείφθη ή εξηνδραποδίσθη [οι κάτοικοί της πωλήθηκαν ως δούλοι], κατέλαβε τον λόφον εφ’ ού ήτο ο ναός του Αγ. Δημητρίου [2] βυζαντινού ρυθμού και μετέβαλεν αυτόν εις οθωμανικόν τέμενος, εγείρας τον πρώτον επ’ αυτού μιναρέν εν Λαρίσση. Προς ανταλλαγήν του, επέτρεψε την ανέγερσιν χριστιανικού ναού εις το άκρον του απέναντι λόφου, Τρανού μαχαλά, ονομασθέντος ούτω, είτε διότι έκειτο υψηλότερον, είτε διότι κατωκείτο υπό της τότε αρχοντιάς της εποχής εκείνης, ούς θελήσας να περιποιηθή, επέτρεψεν την ανέγερσιν ναού.
Ο ναός του Αγ. Δημητρίου και το σημερινόν βανδαλικώς καταστρεφόμενον τέμενος, έκειντο επί αρχαίου ναού της Δήμητρας, πολιούχου θεάς των αγρών, ώστε ο καταστρεφόμενος ούτος ναός έχει τριπλήν μεγάλης σπουδαιότητος αξίαν. Αρχαιολογικήν, αποβλέπουσαν την πέραν του χριστιανισμού εποχήν, χριστιανικήν και θρησκευτικήν επί 1400 έτη και ιστορικήν αξίαν από εθνικής απόψεως και ενθύμημα του καρτερικώς δουλεύοντος έθνους επί 450 και πλέον έτη, του απολυτρωθέντος εσχάτως ελαχίστου του Ελληνισμού τμήματος.
Επί τουρκοκρατίας η Λάρισσα ήτο η έδρα απάσης της Θεσσαλίας [3] και της Ελασσώνος συμπεριλαμβανομένης. Ενταύθα ήσαν συγκεντρωμέναι άπασαι αι αρχαί πολιτικαί και στρατιωτικαί και τοιαύτη έπρεπε να μείνη μετά την προσάρτησιν ως πόλις πλησιεστέρα εις τα νέα της Ελλάδος σύνορα κειμένη, χωρίς να πάθουν αι άλλαι πόλεις και θεωρούμεν σφάλμα μέγα την διαίρεσιν της Θεσσαλίας εις τέσσαρας Νομούς ανεξαρτήτως αλλήλων και αντιπραττόντων των μεν κατά των δε. Δυστυχώς η Λάρισσα εθεωρήθη εξ αρχής ως τόπος εξορίας [4] και επέμποντο ενταύθα υπάλληλοι, οι δυσμενώς προς την επικρατούσαν πολιτικήν διακείμενοι και πολιτικοί και στρατιωτικοί, μη εξαιρουμένου και αυτού του Τρικούπη, όστις εχρεώστει εις την Θεσσαλίαν την επικράτησίν του [5].
Το πρώτον κυβερνητικόν έργον ήτο το σχέδιον της πόλεως και η ρυμοτομία αυτής υπό μηχανικών μη μελετησάντων το αρχαίον αυτής σχέδιον και παρασκευασάντων τον κυκεώνα και την πρώτην της Λαρίσσης καταστροφήν δια της πλημμύρας, καταστρέψαντες τα αντιπλημμυρικά έργα, τα οποία εξέλαβον μόνον ως οχυρωματικά αυτής έργα, παραγεμίσαντες τας τάφρους.
Δευτέρα βανδαλική πράξις αυτής ήτον η μέχρι της επιφανείας της Ακροπόλεως ανάβασις της οδού, δια της οποίας και χάριν αυτής ανέσκαψαν, διχοτομήσαντες εις δύο το μόνον σωζόμενον αρχαίον μνημείον, το θέατρον των Αλευαδών [6]. Το θέατρον τούτο επί πεντακόσια έτη εσεβάσθησαν οι κατακτηταί και αυστηρώς απηγόρευον την μεταφοράν εκείθεν λίθων. Εντός δε 25ετούς ελευθέρου βίου, οι ελεύθεροι βάνδαλοι επροξένησαν τας μεγαλυτέρας και περισσοτέρας καταστροφάς. Ευρέθη δε και υπουργός επισκεφθείς την Λάρισσαν, να δώση την άδειαν εις ψηφοφόρους Βολιώτας, αληθείς εβραίους κερδοσκόπους, να κτίσουν επί του θεάτρου [7], οίτινες δια νυκτός ανέσκαψαν αυτό και μετέβαλον αυτό εις σωρούς λόφων αχρήστων, τα εδώλια του θεάτρου!
Και τρίτη έρχεται τώρα η καταστροφή του κομψού βυζαντινού ρυθμού εκ των αρίστων, ναού του Αγ. Δημητρίου, τον οποίον ο Τουρχάν ο κατακτητής δεν κατέστρεψεν, αλλά μετάβαλεν εις τέμενος μουσουλμανικόν, επί το ανατολικώτερον μετασκευάσας αυτό.
Και τώρα, καθ’ ήν στιγμήν γράφομεν ταύτα, η πόλις άπασα εν φρικτή αδιαφορία μετ’ απαθείας, ουχί ανθρωπίνης, βλέπει την καταστροφήν του ιερού τούτου τεμένους, όπερ κατέχει θέσιν εν Λαρίσση οίαν το Θησείον, ίνα μη είπομεν η Ακρόπολις [8], και δεν ευρέθη είς άνθρωπος να προλάβη τοιαύτην καταστροφήν, τοιαύτην ιεροσυλίαν! Και υπουργοί και βουλευταί και νομάρχαι και δήμαρχοι και ανώτεροι υπάλληλοι, ξένοι εντελώς προς τον τόπον, μικροί δε ν’ αποβλέψουν προς το μέλλον της πόλεως, επί 25ετίαν όλην ουδέν έπραξαν και θα ήτο τούτο αρκετόν, εάν δεν κατέστρεφον ό,τι καλόν είχεν η πόλις αύτη.
Περί της Βακουφικής Επιτροπής φέροντες τον λόγον, λυπούμεθα πολύ δια την απόφασίν της ταύτην, την οποίαν αποδίδομεν εις εντελή χαλάρωσιν και φοβεράν κατάπτωσιν παντός εθνικού και θρησκευτικού αισθήματος. Είναι ακατανόητον πώς μουσουλμάνοι την θρησκείαν και επί πεντακόσια έτη κύριοι της χώρας, ιδίαις χερσί καταστρέφουσι τα μνημεία της δόξης των και της ιστορίας των! Και να ευρίσκωνται δε και άρχοντες της πόλεως ταύτης και Λαρισσαίοι να βλέπουν μετ’ ανηκούστου αδιαφορίας την καταστροφήν τόσων μνημείων και να μην εννοώσιν ότι η ιστορία των Τούρκων είναι και ιστορία του Ελληνισμού αναπόσπαστος!
Ως επληροφορήθημεν, προ διετίας ο κ. Δήμαρχος [9] είχεν εξουσιοδοτηθεί υπό του Δημοτικού Συμβουλίου δια την αγοράν του τεμένους αντί πάσης θυσίας. Εάν τούτο είναι αληθές, ο δήμαρχος έπραξεν έγκλημα ασυγχώρητον κατά της πόλεως ής άρχει και κατά του Έθνους αυτού εν συνόλω. Δια της αγοράς ταύτης και της ευπρεπούς διατηρήσεώς του, ηθέλομεν καταδείξει εις τους συμπολίτας και συμπατριώτας ημών και εις τους πέραν των συνόρων ακόμη, ότι εν Ελλάδι η εξάσκησις της θρησκείας είναι ελευθέρα και σεβαστή και ιδίως εις τους μουσουλμάνους, οίτινες όταν εκράτουν της χώρας εσέβοντο μεν τους χριστιανικούς ναούς, εκράτουν όμως δι’ εαυτούς την υπεροχήν. Οι Λαρισαίοι δεν πρέπει να λησμονώσιν ότι όλα τα τεμένη των συμπολιτών μας μουσουλμάνων ήσαν ναοί χριστιανών [10] και δεν έχασαν ποτέ την ιερότητα, διότι εν αυτοίς ελατρεύετο και εξυμνείτο είς μόνον θεός, αδιάφορον υπό ποίους τύπους.
Η καταστροφή αύτη θα είναι δια την πόλιν και τους κατοίκους αυτής μαύρη κηλίς της ιστορίας της ανεξίτηλος».

 

[1]. Τατάρ ή Τατάρι είναι η τουρκική ονομασία του οικισμού της σημερινής Φαλάνης (Φάλλανας). Η μετονομασία αυτή έγινε το 1916. Το αναφερόμενο τέμενος δεν σώζεται σήμερα.
[2]. Σύμφωνα με την παράδοση το τζαμί του Χασάν μπέη είχε ανεγερθεί πάνω στο χώρο βυζαντινής εκκλησίας, αφιερωμένης στη Σοφία του Θεού και όχι του Αγ. Δημητρίου. Η ίδια παράδοση αναφέρει ακόμη ότι κατά την κλασική περίοδο στη θέση αυτή υπήρχε αρχαίο ιερό προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Βλέπε: Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α’, Λάρισα (1996) σ. 340 - 341. Φαίνεται ότι ο Χρυσοχόου αναφέρει τον χριστιανικό ναό ως αφιερωμένο στον Άγ. Δημήτριο, επηρεασμένος από το προϋπάρχον αρχαίο ιερό της ομόηχης μυθολογικής θεάς Δήμητρας, θεότητας της γεωργίας.
[3]. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και μέχρι τα μέσα του 18ου αι. πρωτεύουσα της Θεσσαλίας ήταν τα Τρίκαλα (σαντζάκι Τρικάλων). Από το 1739 ως πρωτεύουσα της Θεσσαλίας αναγνωρίσθηκε η Λάρισα.
[4]. Πράγματι, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 και μέχρι το 1912 η Λάρισα ήταν ακριτική πόλη, απέχουσα λίγα χιλιόμετρα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Δοθέντος δε του γεγονότος ότι δεν είχε αποβάλλει ακόμη οικοδομικά και χωροταξικά την όψη της τουρκόπολης, η μετάθεση σ’ αυτήν δημοσίου υπαλλήλου θεωρούνταν την περίοδο εκείνη δυσμενής.
[5]. Στις 20 Δεκεμβρίου 1881 έγιναν γενικές εκλογές για την είσοδο και των Θεσσαλών βουλευτών στη Βουλή, παρά την αντίδραση του Χαρίλαου Τρικούπη, φοβούμενος ότι θα επικρατήσει ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος ο οποίος πρωτοστάτησε στην προσάρτηση της Θεσσαλίας. Οι φόβοι του όμως δεν επαληθεύθηκαν και εκλέχθηκε πρωθυπουργός χάρη στις ψήφους των Θεσσαλών. Ο Κουμουνδούρος δεν ανέχθηκε τέτοια αχαριστία και παραιτήθηκε.
[6]. Το Α’ Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας οικοδομήθηκε το α’ μισό του 3ου αι. π.Χ. στα χρόνια του βασιλιά της Μακεδονίας Αντιγόνου Γονατά. Ο οίκος των Αλευάδων ήταν κατά 2-3 αιώνες αρχαιότερος.
[7]. Είναι γνωστό ότι στο ανηφορικό τμήμα της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), πάνω στο Αρχαίο Θέατρο, υπήρχαν στα τέλη του 19ου αι. καταστήματα ελαιοπαραγωγών κατοίκων του Πηλίου.
[8]. Η σύγκριση που κάνει εδώ ο συντάκτης είναι οπωσδήποτε υπερβολική.
[9]. Δήμαρχος ήταν ο ιατρός Αχιλλεύς Αστεριάδης.
[10]. Η αναφορά αυτή του Χρυσοχόου μας υπενθυμίζει ότι την ίδια τακτική είχαν εφαρμόσει οι Οθωμανοί και στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και σήμερα παρατηρούμε ότι διατηρούνται στην Βασιλεύουσα πολλοί βυζαντινοί ναοί, οι οποίοι είχαν μετατραπεί σε τζαμιά και με τον τρόπο αυτό διασώθηκαν ως κτίσματα μέχρι τις ημέρες μας

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο λόφος της Ακρόπολης απ’ το ρολόι


Ένα μέρος του Λόφου της Ακρόπολης με το Β’ Δημοτικό Σχολείο και τον χώρο  όπου στήθηκε το Ηρώο της πόλης. Μεταπολεμική φωτογραφία. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Ένα μέρος του Λόφου της Ακρόπολης με το Β’ Δημοτικό Σχολείο και τον χώρο όπου στήθηκε το Ηρώο της πόλης. Μεταπολεμική φωτογραφία. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Αφιερώνεται στον αλησμόνητο φίλο της Φωτοθήκης Βαγγέλη ΒοζαλήΟ Λόφος της Ακρόπολης θεωρείται ότι είναι ο ιστορικότερος χώρος της Λάρισας.

Η πόλη μας, αν και έχει μια διάρκεια ζωής 8.000 ετών, όπως αναφέρουν διάφοροι ερευνητές των προϊστορικών χρόνων, και θεωρείται από τις αρχαιότερες του ελλαδικού χώρου, δυστυχώς δεν είχε ευτυχήσει μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια να επιδείξει αρχαία μνημεία ή έστω και ορατά ίχνη της μακροχρόνιας αυτής ιστορικής της πορείας. Όμως διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων χρόνων εντοπίζονταν σε τοίχους, κοιμητήρια, αυλές, ακόμα και στα λιθόστρωτα (καλντερίμια). Ο Λόφος αυτός, του οποίου η δυτική πλευρά βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον Πηνειό ποταμό, τον ακοίμητο σύντροφο και ζωοδότη της Λάρισας, αποτελούσε κέντρο της ζωής της πόλης για χιλιάδες χρόνια. Πάνω του κτίσθηκαν κατά καιρούς διάφορα περίλαμπρα οικοδομήματα, τα οποία όμως ο χρόνος, η σεισμικότητα της περιοχής, οι επιδρομές αλλοφύλων και οι πολλοί κατά καιρούς κατακτητές του τα εξαφάνισαν και δεν είχε να επιδείξει τίποτε από την αρχαία αίγλη της. Μεταπολεμικά, όταν η πόλη μεγάλωνε, η ευφορία των καρπών της θεσσαλικής γης παρήγαγε πλούτο, η θέση της στο κέντρο της χώρας αποτέλεσε συγκοινωνιακό κόμβο και διάφορα άλλα πλεονεκτήματά της που προστέθηκαν, την βοήθησαν να αποκαλύψει σταδιακά σ’ αυτό τον χώρο ψήγματα από τον μνημειακό πλούτο της. Προηγήθηκε η αποκάλυψη των ερειπίων της παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Αγ. Αχιλλίου, ακολούθησε η αποκατάσταση του αρχαίου θεάτρου που άλλαξε ριζικά τη χωροταξία της πόλης σ’ αυτή την περιοχή, πρόσφατα εντοπίσθηκε ο χώρος όπου βρισκόταν κατά τους κλασικούς χρόνους ο περίλαμπρος ναός της Πολιάδος Αθηνάς και πολλά άλλα αρχαία και διάσπαρτα τοπόσημα. Πόσα άλλα μπορεί ακόμα να κρύβει στα σπλάχνα του ο Λόφος της Ακρόπολης της Λάρισας, το Φρούριο όπως είναι γνωστό στους συμπολίτες μας, δεν το ξέρουμε ακόμα!
Τα γράφω όλα αυτά επηρεασμένος από τη φωτογραφία που θα μελετήσουμε σήμερα. Απεικονίζει τμήμα του Λόφου, όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πέρασαν από τότε εξήντα περίπου χρόνια και οι αλλαγές στο σημείο αυτό της Ακρόπολης είναι σημαντικές. Ήδη η δημοσιευόμενη φωτογραφία αποτελεί μαρτυρία ότι κατά το χρονικό εκείνο διάστημα εκτελούνταν σημαντικές εργασίες ανακατασκευής του χώρου.
Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από το ύψος του ρολογιού. Ήταν πρόσφατη η κατασκευή του (1952) επί δημαρχίας Δημητρίου Καραθάνου, σε αντικατάσταση του καταστραφέντος από τον σεισμό του 1941. Ο φωτογράφος έστρεψε τον φακό του βόρεια και εκτός από μέρος του Λόφου, αποτύπωσε και τον θεσσαλικό κάμπο μέχρι τον Τύρναβο και τις υπώρειες του μυθικού Ολύμπου. Χαμηλά διακρίνεται η σημερινή οδός μητροπολίτου Αρσενίου, στο οδόστρωμα της οποίας υπάρχουν πέτρες, προφανώς για την κατασκευή του περιτοιχίσματος στο ύψωμα του ρολογιού. Στο μέσον μόλις έχει διαμορφωθεί ένα όμορφο πάρκο που καλύπτει την περιοχή και το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα.
Πιο πάνω αριστερά διακρίνεται διώροφη οικοδομή η οποία ήταν γνωστή ως κατοικία Μακρή. Αργότερα κατεδαφίσθηκε και στο σημείο εκείνο διαμορφώθηκε η πλατεία Μητέρας, σήμερα δε υπάρχει γνωστό ψυχαγωγικό κέντρο. Στη συνέχεια διακρίνεται το κτίριο του Β’ Δημοτικού Σχολείου με τον αύλειο χώρο του. Ήταν το πρώτο από τα οκτώ νέα διδακτήρια που με φροντίδα του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα κατασκευάσθηκαν την περίοδο 1929-1932 [1]. Η τελετή θεμελιώσεως του διδακτηρίου αυτού έγινε στις 10 Μαρτίου 1929 και μεταξύ των άλλων παρέστη και ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου, ως εκπρόσωπος του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο άνω όροφος του διδακτηρίου αυτού υπέστη από τον σεισμό του 1941 ζημιές και έκτοτε το σχολείο χρησιμοποίησε μόνον τον κάτω όροφο.
Ακολούθως διακρίνεται μέρος ενός μεγάλου χώρου υπό διαμόρφωση. Στο σημείο αυτό υπήρχε προπολεμικά χώρος διασκέδασης με το όνομα «Καλλιθέα», στον πολύ κόσμο όμως ήταν γνωστό ως «Κάτω Φρούριο», σε αντιδιαστολή με το «Επάνω Φρούριο» ή απλώς Φρούριο, ένα εστιατόριο και ψυχαγωγικό κέντρο που καταλάμβανε τον εξωτερικό χώρο της τουρκικής αγοράς. Επιχειρηματίας της «Καλλιθέας» ήταν ο Μήτσος Μπόκοτας, ενώ του «Φρουρίου» ο Ζήσης Δημητρίου, ονόματα γνωστά στην προπολεμική Λάρισα. Από το 1960 στον χώρο αυτό είχε αποφασισθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο με δήμαρχο τον Δημήτριο Χατζηγιάννη, να τοποθετηθεί το Ηρώο της πόλης. Είχε ανατεθεί στον διακεκριμένο γλύπτη Λάζαρο Λαμέρα[2]. Τα αποκαλυπτήρια του Ηρώου έγιναν την Κυριακή 7 Οκτωβρίου 1962 σε επίσημη τελετή.
Πίσω από το κτίριο του Σχολείου και τον χώρο του Ηρώου διακρίνεται ένα μέρος της συνοικίας Αμπελοκήπων, τα παλιά Ταμπάκικα. Καθώς η ατμόσφαιρα είναι ηλιόλουστη και καθαρή διακρίνεται στο βάθος ο δρόμος που οδηγεί στη Γιάννουλη και στον Τύρναβο και δεξιότερα μόλις γίνεται ορατή η οροσειρά της Μελούνας.

[1]. Αναφέρει χαρακτηριστικά στις ανέκδοτες μέχρι σήμερα «Αναμνήσεις» του ο Μιχαήλ Σάπκας: «Μετά την πλήρη συμπλήρωσιν των μελετών προεκηρύχθη δημοπρασία διά την ανοικοδόμησιν του 2ου Δημοτικού Σχολείου παρά την Πλατείαν του Φρουρίου, όπερ ήτο εκ των μεγαλυτέρων, με ενσφραγίστους προσφοράς. Τελευταίος μειοδότης ανεδείχθη ο μηχανικός Κωνστ. Μιχαλέας με συμφερούσας τιμάς και κατεκυρώθη εις αυτόν, εγκριθείσης ταύτης και υπό του Δημοτικού Συμβουλίου».
[2]. Λάζαρος Λαμέρας (1913-1998). Καταγόταν από την Τήνο και προερχόταν από οικογένεια με παράδοση στη μαρμαρογλυπτική. Διετέλεσε καθηγητής του Μετσόβειου Πολυτεχνείου στην έδρα της Πλαστικής.

«Της Λαρίσης το Ποτάμι»

 
«Της Λαρίσης το Ποτάμι»

Στη μεγάλη πολιτεία του κάμπου, που απλώνεται εδώ και πολλά χρόνια, από τότε ως σήμερα τη διασχίζει ο ποταμός Πηνειός, πότε ήρεμος και πότε φουσκωμένος έτοιμος να ξεχειλίσει τα θολά νερά του και να σκεπάσει να πνίξει τα πάντα γύρω του.


Αυτό επικρατούσε πριν χρόνια. Τώρα πιστεύαμε ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος εφόσον γίνανε έργα αντιπλημμυρικά, κι όλα μπήκαν σε τάξη σχετικά με τη ροή του ποταμού….
Εκεί στην κοίτη του Πηνειού, ήταν το σπίτι του Φώτη, όπως και πολλών άλλων φτωχών ανθρώπων που ζούσαν βρέθηκαν εκεί, στη συνοικία των Αμπελοκήπων τα Ταμπάκικα, έχτισαν πάνω στο ανάχωμα στην εξωτερική πλευρά του ποταμού, και καθημερινά ζουν κοντά του αντιμέτωποι με τα καλά μα και τα άσχημα αυτής της περιοχής.
Μια αναπνοή απείχε απ’ το ποτάμι, το μικρό φτωχικό σπιτάκι του Φώτη όπου έμενε εκεί με την οικογένειά του. Ήταν κουρέας το επάγγελμά του, κι είχε ένα μικρό κουρείο στο κέντρο της συνοικίας. Καθημερινά ο δρόμος που τον οδηγούσε αυτό περνούσε απ’ το στενό δρομάκι του δικού μου σπιτιού, το πατρικό μου, πάντα το αναφέρω κι έχω γράψει πολλά ποιήματα και διηγήματα για την γειτονιά μου και τους ανθρώπους της, εκεί όπου έζησα τα νεανικά μου χρόνια κι αυτά ως γνωστόν δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Απ’ το σπίτι ως το κουρείο του Φώτη μικρή η απόσταση, γρήγορα έφτανε και κάθε πρωί ήταν εκεί στην ώρα του. Μέσα όλα έλαμπαν από καθαριότητα. Γύρω ραφάκια με κολώνιες, πούδρες, αρωματικά σαπουνάκια, καθρέφτες και η αναπαυτική πολυθρόνα για τον πελάτη, με τον Φώτη όρθιο έτοιμο να τον περιποιηθεί, πρόσχαρος και ομιλητικός.
Ήταν άνθρωπος πανέξυπνος τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Λεπτός με ωραία χαρακτηριστικά, κι ένα μουστακάκι περιποιημένο, του έδινε μαζί με τις κινήσεις των χεριών του έβαζε όλη την τέχνη του γρήγορος και αεράτος, μια καλλιτεχνική φιγούρα. Ο Φώτης ήταν ποιητής, έγραφε στίχους, ποιήματα γεμάτα αίσθημα και αγάπη για όλα γύρω του. Αφάνταστα αισθηματίας, αλλά και απερίγραπτα πολυλογάς. Όταν ο πελάτης είχε βολευτεί στην αναπαυτική πολυθρόνα του κουρείου του, εκείνος αρχίζοντας το κούρεμα ή το ξύρισμα, θα ακολουθούσε ένα ατέλειωτο κουβεντολόι γύρω απ’ την πολιτική, το ποδόσφαιρο μαζί με τα συμβάντα της γειτονιάς αποτελούσαν σημαντικό παράγοντα ενημέρωσης, κι όταν σηκωνόσουν να φύγεις ήσουν πλήρης απ’ όλα τα νέα της ημέρας.
Όμως ας σταθούμε πάνω στο ποιητικό του ταλέντο. Η φήμη του ως στιχουργός απλώθηκε μαθεύτηκε γρήγορα εφόσον ο ίδιος με την πολυλογία του άθελά του διαφήμιζε τον εαυτό του. Έτσι άρχισαν να τον αναζητούν άνθρωποι του τραγουδιού και της πενιάς, στίχους του να τους μελοποιήσουν να γίνουν τραγούδια που κυκλοφόρησαν τις δεκαετίες του πενήντα με εξήντα και ακούγονται ως σήμερα.
Ένα απ’ αυτά είναι το «της Λαρίσης το ποτάμι». Όλοι το γνωρίζουμε αν και τ’ ακούμε σπάνια σε κάποια παλιά ελληνική ταινία όταν παίζεται στην τηλεόραση. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που πρωτοακούστηκε.
Το τραγούδι υπογράφει τους στίχους και τη μουσική ο συνθέτης και τραγουδιστής Γιώργος Μητσάκης. Όμως εγώ πιστεύω πως οι στίχοι ανήκουν στον Φώτη Ζησούλη, αυτό ήταν το επίθετό του.
Και είμαι υπέρ των δικαιωμάτων την κατοχή των στίχων του εφόσον το τραγούδι αναφέρεται στης Λαρίσης το ποτάμι όπου ζούσε τόσο κοντά, και μόνο εκείνος που το ‘ξερε τόσο καλά θέλησε να το δημοσιοποιήσει, να γράψει γι’ αυτό.
Όλα μας κατευθύνουν στον στιχουργό τον άνθρωπο που γνώριζε και είχε την έμπνευση των στίχων του τραγουδιού, ήταν o τόπος του και ιδιαίτερα το ποτάμι που κυλούσε δίπλα του, του έδωσε την ώθηση, το κίνητρο να το προβάλλει, να ακουστεί, να γίνει διάσημο.
Και πάλι το γράφω πως οι στίχοι ανήκουν στον Φώτη Ζησούλη.
Κι όπως γυρίζω πίσω στον χρόνο, θυμάμαι να λένε στη γειτονιά πως ο μεγάλος Γιώργος Μητσάκης ήρθε στη Λάρισα και επισκέφτηκε το μικρό κουρείο του Φώτη, να γνωριστούν και να του ζητήσει τις στιχουργικές του δημιουργίες, με αρκετά υπολογίσιμη αμοιβή.
Φτωχός επαγγελματίας ήταν του μεροκάματου, όμως τόσο ευφυής και ταλαντούχος. Ήταν μεγάλη τιμή, μεγαλεία για κείνον, μια εποχή που ήταν όλα δύσκολα από κάθε πλευρά. Για τον Φώτη τον κουρέα, έτσι τον αποκαλούσαν όλοι στη γειτονιά, είχαν να λένε, τον θεωρούσαν σπουδαίο.
Κι εγώ όταν τύχει να ακούσω της «Λαρίσης το ποτάμι που το λένε Πηνειό» νιώθω συγκίνηση, νοσταλγία, οι μνήμες με γυρίζουν πίσω σ’ αυτά που έφυγαν και δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ.

 

Κωνσταντίνα Κότση
Ποιήτρια

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2023

 Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η τύχη του Χασάν Μπέη Τζαμί-Α’

ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ ΥΠΟ ΤΑ ΟΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ

 
Το τζαμί του Χασάν μπέη και η γέφυρα του Πηνειού. Χαρακτικό του 1897,  από την εφημερίδα «The Illustrated London News».Το τζαμί του Χασάν μπέη και η γέφυρα του Πηνειού. Χαρακτικό του 1897, από την εφημερίδα «The Illustrated London News».

Στην εφημερίδα «Μικρά» της Λάρισας του Θρασύβουλου Μακρή, στα φύλλα αρ. 268 και 269, της 14ης και της 17ης Ιανουαρίου 1907, δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες κείμενο του γνωστού χαρτογράφου Μιχαήλ Χρυσοχόου [1]. Μέσα από τις γραμμές του δημοσιεύματος ο συντάκτης του υπερασπιζόταν με σθένος την άποψη της παραμονής για ιστορικούς λόγους του τεμένους του Χασάν μπέη, για το οποίο την περίοδο εκείνη η Βακουφική Επιτροπή των μουσουλμάνων της πόλης μας είχε φροντίσει να αποκτήσει από τις ελληνικές αρχές νόμιμη άδεια κατεδάφισής του. Είναι χαρακτηριστική η επιμονή να αντιταχθεί στην καταστροφή του και να πείσει άρχοντες και τοπικούς παράγοντες, χριστιανούς και μουσουλμάνους, να προσπαθήσουν να διατηρήσουν ιστορικά μνημεία από τη μακροχρόνια οθωμανική κατοχή της Λάρισας.


Επιπλέον, από τη μελέτη του κειμένου αυτού εμπλουτίζουμε τις ιστορικές μας γνώσεις από μια εποχή που δεν έχει επαρκώς μελετηθεί, πολλά σπουδαία γεγονότα μας διαφεύγουν και προσπαθούμε να συνθέσουμε τη σχετικά πρόσφατη ιστορία της πόλης μας από την αναδίφηση παλαιών εφημερίδων της, όσων έχουν διασωθεί ή εντοπιστεί μέχρι σήμερα. Και αυτό χάρη στις προσπάθειες μιας δράκας ομάδων και ατόμων που έχουν πάθος με την τοπική ιστορία, όπως το «Θεσσαλικό Ημερολόγιο», ο «Όμιλος Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας», η «Φωτοθήκη Λάρισας» και μερικά ευαισθητοποιημένα άτομα.
Επειδή ο χρόνος από τη δημοσίευση του κειμένου του Μιχαήλ Χρυσοχόου είναι μεγάλος και η επιστημονική έρευνα, εν τω μεταξύ, έχει κάνει βήματα προόδου, ορισμένες απόψεις του συγγραφέα είναι ξεπερασμένες ή εσφαλμένες. Με κατάλληλες υποσημειώσεις τα σημεία αυτά θα επισημανθούν και θα διορθωθούν σύμφωνα με τις σημερινές επικρατούσες απόψεις. Η γλώσσα διατηρείται ως έχει, πλην ακραίων περιπτώσεων. Στην περίπτωση αυτή επακολουθεί εντός αγκυλών διευκρίνιση. Το κείμενο έχει ως εξής:
«Η εορτή των Θεοφανείων και η κατάδυσις του Σταυρού από της γεφύρας εν τω Πηνειώ, είναι πανήγυρις μοναδική και εκ των σπανίων των εν Ελλάδι τελουμένων. Την περιγραφήν αυτών πολλοί κατά καιρούς περιέγραψαν, ήτις και επί Τουρκοκρατίας ωσαύτως μεγαλοπρεπώς ετελείτο και αι αρχαί Στρατιωτικαί και Πολιτικαί και μουσικαί ελάμβανον μέρος, και η μεγαλοπρέπεια κάτι το επιβάλλον είχε [2].
Και τότε μεν επί της γεφύρας ιστάμενός τις και προς την πόλιν βλέπων, είχε δεξιά μεν επί λόφου τεχνητού το του κατακτητού Τέμενος, μεγαλοπρεπώς υψούμενον επί της δεξιάς όχθης του ποταμού, κτίριον Βυζαντινού ρυθμού εκ των αρίστων, με νεωτέραν προστοάν ανατολικού ρυθμού, επί μονολίθων στηλών στηριζομένην [3]. Ο μιναρές του, πάντων των εν Λαρίσση υψηλότερος και ευπρεπέστερος, ήτον εν συνόλω το καλλίτερον και μεγαλοπρεπέστερον κόσμημα της Λαρίσσης [4], παρά την αρχαιοτάτην γέφυραν του Πηνειού κείμενον. Αριστερά δε και επί της δυτικής άκρας της τεχνητής επίσης Ακροπόλεως [5], τον ναόν του Αγ. Αχιλλείου ευπρεπή μεν αλλά ταπεινόν, επί του οποίου εσχάτως είχε δοθεί η άδεια να έχη μικράν καμπάναν.
Πέρισυ [1906] την αυτήν εποχήν και ημέραν είχον παρατηρήσει μίαν αντίθεσιν αριστερά της γεφύρας. Ο ταπεινός ναός του Αγ. Αχιλλείου υπερήφανος υψούτο, νεόδμητος ήδη, με τα Βυζαντινής φιλοκαλίας προπύλαιά του και το κωδωνοστάσιον, δεξιά δε το Μουσουλμανικόν Τέμενος κατερειπωμένων και εγκαταλελειμμένον. Η αντίθεσις αύτη οδυνηράν μοι επροξένησεν αίσθησιν και εις πολλούς έκαμα παρατηρήσεις πικράς, εξ ών άλλοι μεν απέδιδον την αναλγησίαν ταύτην εις την Βακουφικήν Επιτροπήν, την από συμπολίτας Μουσουλμάνους αποτελουμένην και άλλοι εις την Δημαρχίαν, ήτις έπρεπε να λάβη πρόνοιαν, ουχί μόνον δια το ιστορικώτατον αυτό Τέμενος υφ’ όλας τας επόψεις, ως θέλομεν ιδεί, αλλά και διά τα άλλα Τεμένη, ένθα και από του ύψους των μιναρέδων λατρεύεται είς Θεός, αλλά και ως της πόλεως αυτής κοσμήματα απαράμιλλα.
Επέπρωτο, όμως, να ίδω εφέτος [1907] το ιερόν αυτό Τέμενος βανδαλικώς ανασκαφόμενον και οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης με αναλγησίαν ακατανόητον, δύναταί τις να είπη, βλέπουσιν απαθέστατα την καταστροφήν τελουμένην, προεξάρχοντος του Δημάρχου και των άλλων Αρχών.
Τι δε να είπωμεν διά την Βακουφικήν Επιτροπήν, ήτις αντί να περιφράξη το ιερόν αυτό Τέμενος και το περιποιηθή ως έδει [όπως έπρεπε], το ενοικίαζεν ως αχούρι χάριν μηδαμινού κέρδους; Τι δε διά την Νομαρχίαν, ήτις έδωκε την άδειαν να πωληθή το υλικόν αυτού εν δημοπρασία αντί ευτελούς ποσού εκ κερδοσκόπων; Τι δε διά τον λαόν της Λαρίσσης, όστις απαθέστατα βλέπει την καταστροφήν; Και τι επί τέλους διά τόσους επιστήμονας εντοπίους και ξένους και προ πάντων διά τους δημοσιογράφους, οίτινες ηδύναντο να προλάβωσι την καταστροφήν κτιρίου υπέρ τρισχιλίων ετών, ένθα εναλλάξ ελατρεύθη η θεά της χώρας Δήμητρα, ο Χριστός και ο Μωάμεθ; Τι ηνάγκασε την Βακουφικήν Επιτροπήν να εξαφανίση, εν σπουδή μάλιστα, περιφανές μνημείον της δόξης των;
Είναι νομίζομεν ακόμη καιρός να προληφθή το κακόν και να σταματήση όπου ευρίσκεται. Είναι αίσχος να εκτελήται τοιούτος βανδαλισμός υπό τα όμματα πάντων και μάλιστα τώρα, ότε η Λάρισσα θα καταστή ο πρώτος Σταθμός του Διεθνούς σιδηροδρόμου και η μετά της Ευρώπης απάσης συγκοινωνία [6].
Η Λάρισσα είναι η αρχαιοτέρα πόλις και αυτών των Αθηνών ακόμη και η μόνη παραποτάμιος, επί της δεξιάς όχθης του Πηνειού κειμένη, επί εδάφους κυματοειδούς, ήτις διασωθείσα ετήρησε την θέσιν της και το όνομα μέχρι σήμερον. Ο παρά τον Πηνειόν προς βορράν υψούμενος μέγας λόφος είναι η τεχνητή Ακρόπολις (Λάρισσα) αυτής και επί της μεσημβρινής πλευράς αυτού έκειτο το μεγαλοπρεπές και αρχαιότατον θέατρον των Αλευάδων. Εις το μέσον της Πελασγιώτιδος [7], επί εδάφους κατά τι υψηλοτέρου κειμένη, έχει ορίζοντα μοναδικόν απέραντον, υπό ορέων υψηλών περιβαλλόμενον. Προς βορράν η Λάρισα έχουσα τον θείον Όλυμπον, προς ανατολάς την Όσσαν και το Πήλιον, προς νότον την Όρθρυν και προς δυσμάς τον Πίνδον, ηδύνατο να καταστή η ωραιοτέρα πόλις της Ελλάδος και μοναδική εις το είδος της.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]. Ο Μιχαήλ Χρυσοχόου (1834-1921) καταγόταν από τη Ζίτσα της Ηπείρου, ξακουστό χωριό που ανήκει στην ευρύτερη περιοχή που ονομάζουμε σήμερα Ζαγοροχώρια. Στη Λάρισα ζούσε από την περίοδο της Τουρκοκρατίας η αδελφή του Αμαλία, δασκάλα, η οποία παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό Κωνσταντίνο Παπασταύρου, που είχε και αυτός καταγωγή από τη Ζίτσα. Ως εκ τούτου ο Χρυσοχόου ήταν τακτικός επισκέπτης της πόλης μας. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Μιχαήλ Χρυσοχόου, «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα» - Β’ (2015), σελ. 199-202.
[2]. Για λεπτομερείς πληροφορίες βλέπε το βιβλίο του Γιάννη Ρούσκα, με τίτλο «Τα Θεοφάνια στη Λάρισα», τυπωμένο με ιδιόχειρη γραφή στην Αθήνα το 2014, με 203 σελίδες και με πλούσιο και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό.
[3]. Εάν αντιπαραβάλλει κανείς τη δημοσιευόμενη εικόνα στο σημερινό κείμενο, με την φωτογραφία της Λάρισας του Δημ. Μιχαηλίδη (1884) ή τα χαρακτικά των περιηγητών του 19ου αι. που απεικονίζουν το τζαμί του Χασάν μπέη, αντιλαμβάνεται ότι το προστώο του τεμένους του Χασάν μπέη άλλαξε ριζικά λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα αναφερόμενα στο κείμενο του Μιχαήλ Χρυσοχόου «…με νεωτέραν προστοάν».
[4]. Το τζαμί του Χασάν μπέη ήταν το σπουδαιότερο της Λάρισας και ένα από τα μεγαλύτερα του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου. Επειδή δε οι κίονές του προέρχονταν από το πολύτιμο πράσινο μάρμαρο της Χασάμπαλης, οι μουσουλμάνοι της Λάρισας το ονόμαζαν και «πράσινο τζαμί».
[5]. Στο σημείο αυτό έχουμε μαρτυρία ότι το 1907 ο λόφος ονομαζόταν από τους κατοίκους της Ακρόπολις και όχι Φρούριο, όπως κακώς επικράτησε επί των ημερών μας.
[6]. Η σιδηροδρομική σύνδεση της Λάρισας με την Αθήνα ολοκληρώθηκε το 1908 και η γραμμή αυτή ονομάσθηκε Λαρισαϊκός σιδηρόδρομος, εξ ου και ο Σιδηροδρομικός Σταθμός της Αθήνας ονομάζεται μέχρι σήμερα Σταθμός Λαρίσης. Όταν το 1916 ολοκληρώθηκε η γραμμή Αθηνών-Θεσσαλονίκης-Συνόρων ονομάστηκε Διεθνής. Ο άλλος σιδηροδρομικός σταθμός της Λάρισας ονομαζόταν Θεσσαλικός και είχε αρχίσει τη λειτουργία του το 1884, μόλις τρία χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλία στην Ελλάδα.
[7]. Η αρχαία Θεσσαλία ήταν διηρημένη σε έξη διαμερίσματα. Τη Θεσσαλιώτιδα, τη Φθιώτιδα, την Πελασγιώτιδα, την Εστιώτιδα, την Περραιβία και τη Θετταλομαγνησία. Η Λάρισα ήταν πρωτεύουσα της Πελασγιώτιδας. Βλέπε: Ιωάννης Αναστ. Λεονάρδος. Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, Λάρισα, Β’ έκδοση, (1992), σελ. 33.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το υπόστεγο των αρχαιοτήτων της Λάρισας


Οι χώροι έξω από το ερειπωμένο Μπεζεστένι έχουν μετατραπεί σε υπαίθριο Αρχαιολογικό Μουσείο. Φωτογραφίες από το περιοδικό «Η Εικονογραφημένη», τεύχος Ιανουαρίου 1911, σελ. 4-5.Οι χώροι έξω από το ερειπωμένο Μπεζεστένι έχουν μετατραπεί σε υπαίθριο Αρχαιολογικό Μουσείο. Φωτογραφίες από το περιοδικό «Η Εικονογραφημένη», τεύχος Ιανουαρίου 1911, σελ. 4-5.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ο επισκέπτης του λόφου της Ακρόπολης της Λάρισας (του λόφου του Φρουρίου όπως είναι ευρύτερα γνωστός στην πόλη), εντυπωσιάζεται με την παρουσία ενός μεγάλου σε όγκο πέτρινου κτίσματος, του οποίου διατηρείται μόνον το κέλυφος, στο οποίο αυτό το διάστημα γίνονται από την αρχαιολογική υπηρεσία εργασίες αποκατάστασής του.

Οι περισσότεροι έχουν την εντύπωση ότι πρόκειται για τα υπολείμματα του αρχαίου ή του μεσαιωνικού φρουρίου της πόλης, γι’ αυτό και στις καθημερινές συζητήσεις επικράτησε από χρόνια ο όρος Φρούριο, ο οποίος ακόμα και σήμερα ουσιαστικά προσδιορίζει τη συγκεκριμένη υπερυψωμένη περιοχή της Λάρισας. Παλαιότερα ακόμα και αρχαιολόγοι, όπως ο Απ. Αρβανιτόπουλος, είχαν τη γνώμη ότι το εν λόγω κτίσμα ήταν βυζαντινό φρούριο, το οποίο αργότερα μετασκευάστηκε σε μοναστήρι και κατά την πρώιμη φάση της τουρκοκρατίας χρησίμευσε σαν στρατώνας και κλειστή αγορά. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι το πελώριο αυτό κτίσμα είναι ό,τι απέμεινε από το Μπεζεστένι, την παλιά τούρκικη σκεπαστή αγορά των πρώτων χρόνων της τουρκοκρατίας στην πόλη.
Η ονομασία Μπεζεστένι έχει τη ρίζα της στην περσική λέξη bez, που σημαίνει ύφασμα και ουσιαστικά ο όρος σημαίνει αγορά υφασμάτων. Με τον καιρό όμως επειδή μέσα στον χώρο αυτόν φυλάσσονταν και πωλούνταν εκτός από υφάσματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα (χρυσός, ασήμι, κοσμήματα, πολύτιμες πέτρες) και αποθηκεύονταν σημαντικά έγγραφα, νομίσματα, πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία και άλλα πολλά, μετατράπηκε σε μια αυστηρά φυλασσόμενη αγορά, με την παρουσία οπλισμένου νυκτοφύλακα [1].
Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του δεν μας είναι γνωστή. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν σήμερα ότι κτίστηκε στα τέλη του 15ου με αρχές του 16ου αιώνα (μεταξύ των ετών 1484-1506). Στα χρόνια που ακολούθησαν και για τρεις περίπου αιώνες το Μπεζεστένι αποτέλεσε το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας της αγοράς της Λάρισας. Πολλοί περιηγητές, όπως οι Τούρκοι Χατζή Κάλφα (1648) και Εβλιγιά Τσελεμπί (1668), ο Γάλλος Robert de Dreux (1669), ο Σουηδός Ιωνάς Bjiornstahl (1779) και άλλοι που το επισκέφθηκαν, το περιγράφουν με κολακευτικά λόγια και το αναφέρουν σαν σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης του εμπορίου της πόλης. Όμως τρεις αιώνες αργότερα, το 1799, μια πυρκαγιά από υπαιτιότητα του φύλακα του κτιρίου, είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφεί το εσωτερικό του, να καταπέσει η σκεπή με τους έξη μολυβένιους τρούλους της, να σταματήσει η λειτουργία του και να παραμείνει τελικά μόνον ο σκελετός του.
Αργότερα έγιναν κάποιες επισκευές, μετατράπηκε από τους Οθωμανούς σε αποθήκη πυρομαχικών και τελικά επιχωματώθηκε ψηλά, όσο το ύψος των τοίχων. Σε αυτή την κατάσταση βρέθηκε κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881. Μάλιστα είχε γίνει τόσο απελπιστική η εμφάνισή του ώστε υπήρξαν σκέψεις και προτάσεις να κατεδαφισθεί.
Το Μπεζεστένι είναι κτισμένο στο ψηλότερο σημείο του λόφου και πιθανολογείται ότι στο σημείο αυτή βρισκόταν η Ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας. Αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα, όταν κατά τις εργασίες ανακατασκευής του αποκαλύφθηκαν τα ερείπια του ναού της Πολιάδος Αθηνάς, ο οποίος στόλιζε την Ακρόπολη. Κατά την τουρκοκρατία, όταν ήταν εν λειτουργία, είχε ορθογώνια κάτοψη εξωτερικών διαστάσεων 20 χ 30 μέτρων περίπου. Καλυπτόταν από έξη μολυβδοσκέπαστους τρούλους και εξωτερικά, περιμετρικά στους κάθετους τοίχους του, ήταν ενσωματωμένα μικρά καταστήματα. Η τοιχοποιία ήταν δομημένη από λίθους και αρχαία διαμελισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, με παρένθετες κατά διαστήματα σειρές πλίνθων [2]. Στις τρεις από τις τέσσερες πλευρές του είχε ψηλές θύρες εισόδου, από τις οποίες η νότια ήταν η κύρια.
Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 στον ελληνικό κορμό, οι ελεύθεροι πλέον Έλληνες άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις διάσπαρτες αρχαιότητες οι οποίες βρίσκονταν εγκαταλειμμένες σε διάφορα σημεία της πόλης. Με τη φροντίδα των δασκάλων και των μορφωμένων ανθρώπων της εποχής συγκέντρωναν με επιμέλεια στον αύλειο χώρο του κτιρίου του Διδασκαλείου, που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Δικαστικό Μέγαρο, οι διάσπαρτες αρχαιότητες και τα ευρήματα των ανασκαφών. Με την φροντίδα του αρχαιολόγου Αποστ. Αρβανιτοπούλου, ο οποίος είχε διορισθεί το 1906 από την «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας, οι αρχαιότητες αυτές μεταφέρθηκαν από την αυλή του Διδασκαλείου στον χώρο έξω από το Μπεζεστένι. Στη νότια πλευρά του είχε κατασκευασθεί σε όλο το μήκος υπόστεγο για την τοποθέτηση αρχαίων επιγραφών και πολύτιμων αρχαιοτήτων, ενώ στη δυτική πλευρά του διατέθηκε ένα μέρος όπου τοποθετήθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη και διάσπαρτα ανάγλυφα τμήματα. Αυτά αποτέλεσαν την πρώτη υπαίθρια Αρχαιολογική Συλλογή της Λάρισας.
Οι δημοσιευόμενες δύο φωτογραφίες προέρχονται από το περιοδικό της Αθήνας «Η Εικονογραφημένη» [3]. Τεχνικά δεν είναι άρτιες. Η εκτύπωση την εποχή εκείνη υστερούσε. Στην πρώτη εξ αυτών βλέπουμε σε τι άσχημη κατάσταση βρισκόταν το μπεζεστένι και ο γύρω χώρος του μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, ενώ στη δεύτερη διακρίνεται καθαρά το υπόστεγο στη νότια πλευρά όπως είχε σχεδιασθεί από τον Έφορο Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας Απόστολο Αρβανιτόπουλο για να φιλοξενήσεις τις αρχαιότητες της Λάρισας.

 

[1]. Μουσιώνη Λίνα, Μια μέρα στο Μπεζεστένι, Λάρισα (2001) σ. 9.
[2]. Σδρόλια Σταυρούλα, Το Μπεζεστένι. Ιστορική εισαγωγή. Ο Λόφος του Φρουρίου στα βυζαντινά και τα νεότερα χρόνια, Λάρισα (2001) σελ. 13.
[3]. «Η Εικονογραφημένη» ήταν μηνιαίο περιοδικό με διευθυντή τον Δ. Βρατσάνο και κυκλοφόρησε από το 1904-1936.