Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Οι τοπικές ιδιωτικές τράπεζες της Λάρισας


Το Μέγαρο Κατσαούνη στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας στέγασε κατά διαστήματα  διάφορα υποκαταστήματα τραπεζών, όπως στη συγκεκριμένη φωτογραφία τη Λαϊκή Τράπεζα.  Λεπτομέρεια φωτογραφίας του 1935. Συλλογή Αντώνη Γαλερίδη.Το Μέγαρο Κατσαούνη στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας στέγασε κατά διαστήματα διάφορα υποκαταστήματα τραπεζών, όπως στη συγκεκριμένη φωτογραφία τη Λαϊκή Τράπεζα. Λεπτομέρεια φωτογραφίας του 1935. Συλλογή Αντώνη Γαλερίδη.

Είναι γνωστό ότι ολόκληρη η Θεσσαλία (πλην της επαρχίας Ελασσόνος) και από την Ήπειρο η περιοχή της Άρτας ενσωματώθηκαν το 1881 με την υπόλοιπη Ελλάδα, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου. Από την εποχή αυτή πολλά άλλαξαν στην πόλη μας. Ήταν επόμενο νόμοι και δομές του ελληνικού κράτους να αντικαταστήσουν άμεσα τη μακροχρόνια οθωμανική διοίκηση στη νεοπροσαρτηθείσα περιοχή. Εκκλησιαστικές, διοικητικές, δικαστικές, στρατιωτικές και πολλές άλλες μεταβολές παρατηρήθηκαν στη Λάρισα, η οποία είχε επιλεγεί από τότε ως πρωτεύουσα πόλη του θεσσαλικού χώρου.


Στο σημερινό σημείωμα θα αναφερθούμε στην εμφάνιση πολλών χρηματοπιστωτικών γραφείων και τραπεζικών καταστημάτων ή υποκαταστημάτων τοπικής εμβέλειας που εμφανίσθηκαν στη Λάρισα από τα πρώτα χρόνια της ελεύθερης ζωής της. Από τις πρώτες ήταν η «Προνομιούχος Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας». Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1882 με έδρα τον Βόλο και υποκαταστήματα στην Αθήνα, τη Λάρισα και άλλες θεσσαλικές πόλεις. Το υποκατάστημα της Λάρισας ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1882, τα δε επίσημα εγκαίνια έγιναν στις 14 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Διευθυντής της διορίσθηκε ο επτανήσιος Κωνσταντίνος Τραυλός [1]. Το υποκατάστημα στεγάσθηκε αρχικά σε νεόδμητη κατοικία του Παράσχου μαχαλά (συνοικία Αγ. Νικολάου), ιδιοκτησίας του ιερέα Άνθιμου Πρωτοσύγκελου και του κτηματία Δημήτριου Πρωτοσύγκελου. Από τους μεγαλύτερους κεφαλαιούχους της Τράπεζας αυτής υπήρξε ο Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος σύμφωνα με την τοπική παράδοση πιστεύεται ότι συνέβαλε και στην ανέγερση του κατεστραφέντος κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ναού του Αγίου Χαραλάμπους στον Πέρα Μαχαλά. Το 1899 λόγω σοβαρών οικονομικών ζημιών της από τον προηγηθέντα πόλεμο, αλλά και του θανάτου του Ανδρέα Συγγρού συγχωνεύθηκε με την Εθνική Τράπεζα.
Ένα άλλο τοπικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ήταν η Τράπεζα Θεσσαλίας. Ιδρύθηκε το 1921 από τον Γεώργιο Παπαγεωργίου, γιο του επιχειρηματία Στυλιανού Παπαγεωργίου (1848-1925) [2] και τον Αλέξανδρο Χρυσοχοΐδη, πρώην διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας στον Βόλο. Το κεντρικό κατάστημά της βρισκόταν στον Βόλο και διοικητής ήταν ο Αλ. Χρυσοχοΐδης, ενώ ο Γεώργιος Παπαγεωργίου ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας. Το 1923 η Τράπεζα Θεσσαλίας ίδρυσε κατάστημα και στην Αθήνα. Διευθυντής στο υποκατάστημα της Λάρισας διορίσθηκε ο Νικόλαος Φίλιος [3]. Στεγαζόταν στο Μέγαρο Κατσαούνη, το οποίο βρισκόταν στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας Θέμιδος, δίπλα από το κτίριο των Δικαστηρίων. Το Μέγαρο αυτό είναι περισσότερο γνωστό επειδή στον επάνω όροφο κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού εγκατέστησαν το αρχηγείο τους οι Γάλλοι στρατιωτικοί της Αντάντ που κατέλαβαν τη Λάρισα, με επί κεφαλής τον στρατηγό Venel. Aργότερα και για αρκετά χρόνια φιλοξένησε το στρατηγείο του ελληνικής ταξιαρχίας Ιππικού που είχε έδρα τη Λάρισα. Τα γραφεία της Τράπεζας Θεσσαλίας κατελάμβαναν τα δύο από τα τρία καταστήματα του ισογείου του Μεγάρου. Η τράπεζα χρεοκόπησε μετά το μεγάλο παγκόσμιο τραπεζικό κραχ του 1929.
Άλλη τοπική τράπεζα που λειτούργησε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν η Τράπεζα Λαρίσης. Κατά το 1925 μια μικρή ομάδα ατόμων από γνωστές οικογένειες της πόλης αποφάσισε την ίδρυση τραπεζικού καταστήματος με την ως άνω επωνυμία. Ως ιδρυτικά μέλη αναφέρονται οι οικογένειες των αδελφών Οικονομίδη (Κωνσταντίνος, Γεώργιος και Κίτσος), του Μιλτιάδη Ζαρίμπα, Κωνσταντίνου Σκαλιώρα, Βασιλείου Αρσενίδη, Κωνσταντίνου Δημητριάδη [4], οι οποίες συνεισέφεραν το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού εταιρικού κεφαλαίου που ανερχόταν σε 9.500.000 δραχμές και ουσιαστικά την ήλεγχαν. Βέβαια υπήρχαν και πολλά άλλα άτομα, τα οποία είχαν μετοχές, όμως την πλειοψηφία τη διατηρούσαν οι προαναφερθέντες κύριοι μέτοχοι.
Στην πρώτη Γενική Συνέλευση των μετόχων που έγινε ευθύς αμέσως επέλεξαν ως διοικητή και γενικό διευθυντή της Τράπεζας τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Οικονομίδη. Προϊστάμενος Λογιστηρίου τοποθετήθηκε ο Κώστας Δημητριάδης, ο οποίος είχε χρηματίσει και δημοτικός σύμβουλος. Τα επίσημα εγκαίνια της Τραπέζης Λαρίσης έγιναν στις 31 Αυγούστου 1926. Στεγάσθηκε σε ένα ιδιόκτητο κομψό κτίριο, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Μακεδονίας (Βενιζέλου) και Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), το οποίο κτίσθηκε γύρω στα 1925 σε οικόπεδο ιδιοκτησίας του εμπόρου Ιωάννου Αλεξάνδρου. Το 1929 όταν ξεκίνησε η παγκόσμια οικονομική κρίση φυσικά δεν άφησε ανεπηρέαστη και τις μικρές τράπεζες της χώρας μας. Ο αντίκτυπος για τους καταθέτες των τραπεζών ήταν τραγικός. Στην αρχή η Τράπεζα Λαρίσης μπόρεσε να ανταποκριθεί κατά μεγάλο μέρος προς τους καταθέτες της, αλλά αργότερα κατέρρευσε και το 1932 οριστικά χρεοκόπησε.
Την ίδια τύχη είχε και η Τράπεζα Χολέβα – Μαρκατά. Ο Ιωάννης Χολέβας [5] (1844-1922) βρέθηκε από μικρός στη Ρουμανία, όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία. Το 1886 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου άνοιξε τραπεζιτικό γραφείο, το οποίο αργότερα, με τη συνεργασία του Μαρκατά, εξελίχθηκε στην ιδιωτική Τράπεζα Χολέβα-Μαρκατά. Στεγαζόταν σε κτίριο απέναντι από την Τράπεζα Λαρίσης. Μετά το 1930 ακολούθησε και αυτή τη μοίρα των άλλων μικρών τραπεζών της Λάρισας.
Η Τράπεζα Καρακίτη ήταν μία ακόμα από τις πολλές βραχύβιες τοπικές τράπεζες που λειτούργησαν στη Λάρισα την πρώτη 25ετία του 20ού αιώνα. Ιδρυτής και διευθυντής της ήταν ο Κωνσταντίνος Καρακίτης [6], σύζυγος της Ελένης Τέτση, γνωστής στα δημοσιογραφικά δεδομένα της Λάρισας ως «La Rebelle». Η τράπεζα αυτή ιδρύθηκε έπειτα από επιμονή της συζύγου του Κων. Καρακίτη, αμέσως μετά τον γάμο τους, περί το 1912-13 και στεγάσθηκε σε ισόγειο οίκημα στην αρχή της σημερινής οδού Ρούσβελτ, κοντά στη διασταύρωση με την Κύπρου. Όμως η ανεκτική πολιτική της στους αγρότες δανειστές γρήγορα την οδήγησε σε χρεοκοπία.
Και άλλες τοπικές Τράπεζες είχαν λειτουργήσει παλιότερα στη Λάρισα για μικρό χρονικό διάστημα. Θα αναφέρουμε την Τράπεζα Σαμπετάι, την Τράπεζα Καραστεργίου, αλλά και μερικές άλλες που είχαν πολύ περιορισμένο κύκλο εργασιών. Όλες αυτές όμως μετά το μεγάλο οικονομικό κραχ του 1929 άρχισαν βαθμιαία να χρεοκοπούν και έκλεισαν ή συγχωνεύθηκαν με τις κρατικές τράπεζες.

[1]. Γρηγορίου Αλέξανδρος, Κωσταντίνος Π. Τραυλός (1840-1890). Ο πρώτος διευθυντής της «Τράπεζας Ηπειροθεσσαλίας» στη Λάρισα, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 7ης Φεβρουαρίου 2016.
[2]. Η οικογένεια Στυλιανού Παπαγεωργίου έγινε επί πλέον γνωστή και από το μεγάλο αγρόκτημα της Γυρτώνης (Μπάκραινα), υπολείμματα του οποίου υπάρχουν μέχρι σήμερα. Επίσης από το κατάστημα γεωργικών μηχανημάτων και εργαλείων που βρισκόταν στην οδό Ακροπόλεως (Παπαναστασίου σήμερα), εκεί όπου τώρα στεγάζεται η Alpha Bank και από το μεγάλο κατάστημα υφαντουργίας που ίδρυσε στον Βόλο το 1905-1906.
[3]. Ο Νικόλαος Φίλιος (1876-1959) σπούδασε ιατρική, αλλά εξάσκησε την επιστήμη του για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Στην κοινωνία της Λάρισας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα τον συναντάμε περισσότερο σαν τραπεζικό και πολιτευτή. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1876 και το 1881, σε ηλικία πέντε ετών, εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στη Λάρισα. Τον Απρίλιο του 1909 νυμφεύθηκε τη Ματθίλδη Ν. Παπαγεωργίου από τη Χαλκίδα, ανιψιά του Γεωργίου Δεσύπρη, διευθυντού του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα. Εκλέχθηκε από το 1907 μέχρι το 1923 τρεις φορές δημοτικός σύμβουλος, ενώ διετέλεσε και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου. Επίσης αναδείχθηκε δύο φορές βουλευτής, το 1915 και το 1920. Όταν η Τράπεζα Θεσσαλίας σταμάτησε να λειτουργεί, διορίσθηκε το 1929 διευθυντής του υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας στη Λάρισα. Το 1928 εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της νεοσύστατης Εταιρείας Ύδρευσης και Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης (ΕΥΗΛ), όπου παρέμεινε μέχρι το 1940. Πέθανε το 1959. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Το Α’ Δημοτικό νεκροταφείο της Λάρισας (1899-1993), Θεσσαλονίκη (2013), σελ. 105.
[4]. Οι οικογένειες που ίδρυσαν την Τράπεζα Λαρίσης διατηρούσαν στενούς συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους. Λ.χ. η αδελφή του κτηματία και εργολάβου Κωνσταντίνου Σκαλιώρα, Φανή, είχε παντρευτεί το 1874 τον χρυσοχόο Νικόλαο Αρσενίδη, πατέρα του Βασιλείου Αρσενίδη. Ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Οικονομίδης είχε νυμφευθεί το 1909 την Κλεοπάτρα, κόρη του Νικ. Αρσενίδη και αδελφή του κτηματία Βασιλείου Αρσενίδη. Ο τελευταίος κάποια στιγμή διορίσθηκε δήμαρχος Λαρίσης.
[5]. Η αρχοντική κατοικία της οικογένειας Ιωάννη Χολέβα αγοράσθηκε μαζί με την πλούσια επίπλωσή της από τους Τούρκους που εγκατέλειπαν τη Λάρισα μετά την απελευθέρωση και επέστρεφαν στην Κωνσταντινούπολη. Με τη χρεοκοπία της Τράπεζας Μαρκατά-Χολέβα, το σπίτι αυτό περιήλθε το 1932 στην κατοχή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία το κατεδάφισε και οικοδόμησε το κτίριο που υπάρχει σήμερα και στεγάζει το τοπικό υποκατάστημά της. Τα στοιχεία αυτά έθεσε στη διάθεσή μας ο εγγονός του Ιωάννη Χολέβα, Δημήτριος Αλεξάνδρου.
[6]. O Κωνσταντίνος Καρακίτης ήταν γόνος πλούσιας και αρχοντικής οικογένειας γαιοκτημόνων της Λάρισας. Έκανε ανώτερες σπουδές στην Αθήνα, τις οποίες συμπλήρωσε με επιτυχία στην Ευρώπη. Στις εκλογές του 1902 και του 1905 εκλέχθηκε βουλευτής, ενώ στις επόμενες εκλογές του 1906 δεν κατόρθωσε να εκλεγεί και αποσύρθηκε από την κεντρική πολιτική σκηνή. Το 1911 νυμφεύθηκε την Ελένη, κόρη του δικηγόρου Γεωργίου Τέτση, η οποία ήταν μία από τις πιο χειραφετημένες γυναίκες (σουφραζέτες) της Λάρισας.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

 

ΥΒΡΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ

Ο Τάλως (ένα … ρομπότ της π.Χ. Εποχής!)

Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέα

ΓΕΝΙΚΑ – ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Ο Τάλως ήταν ο μυθικός φύλακας της Κρήτης. Ήταν ένας ανθρωπόμορφος γίγαντας με σώμα από χαλκό. Διέθετε μία και μοναδική φλέβα, η οποία ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στον αστράγαλό του, όπου ένα χάλκινο καρφί ή μια βίδα έκλεινε την έξοδό της. Μέσα στη φλέβα του Τάλω κυλούσε ο ιχώρ, δηλαδή “το αίμα των αθανάτων”, θείο υγρό που του έδινε ζωή. Για την προέλευσή του υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η πιο γνωστή, αυτή που διασώζει ο Απολλόδωρος, υποστηρίζει πως τον κατασκεύασε ο θεός Ήφαιστος στη Σαρδηνία και τον δώρισε στο βασιλιά Μίνωα για να φυλάει την Κρήτη. Ο Πλάτων τον θεωρεί υπαρκτό πρόσωπο, λέγοντας μάλιστα ότι ήταν αδελφός του Ροδάμανθυ και του Μίνωα. Αντιθέτως, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ισχυρίζεται ότι το “ρομπότ” αυτό ήταν δώρο του Δία στην Ευρώπη, για να φυλάει την ίδια και τα παιδιά της, που γεννήθηκαν από την ερωτική τους σχέση. Αργότερα η Ευρώπη με τη σειρά της το πρόσφερε στο γιο της, το Μίνωα. Προσφάτως, ο Ι. Κακριδής, εξέφρασε την άποψη ότι ο Τάλως ήταν ηλιακή θεότητα, που αργότερα μεταπλάστηκε σε ήρωα. Μάλιστα ο Ησύχιος1 γράφει πως ταλς σήμαινε ήλιος2. Αξίζει πάντως να αναφέρουμε πως ακόμη και το όνομα του Δία στην Κρήτη, που ήταν Ταλαιός, προέρχεται από την ίδια ρίζα. Τέλος ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς πίστευαν ότι ο γίγαντας αυτός ήταν ο στερνός απόγονος του χάλκινου γένους πού αναδύθηκε από τις στάχτες των δένδρων.

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΤΑΛΩ: Ο Τάλως, κατά τον Πλάτωνα, ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να επιτηρεί την εφαρμογή των νόμων στην Κρήτη. Μάλιστα πάντοτε κουβαλούσε μαζί του τους γραπτούς νόμους. Οι περισσότερες μυθικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν άγρυπνος φύλακας της Κρήτης που γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές τη μέρα3. Κατ΄ άλλους ήταν φτερωτός και εκτελούσε τα καθήκοντά του πετώντας. Κρατούσε σε απόσταση τα άγνωστα πλοία που πλησίαζαν την Κρήτη πετώντας τους τεράστιες πέτρες. Αν οι άγνωστοι είχαν ήδη αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή αφού πυράκτωνε το χάλκινο σώμα του με φωτιά, τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω του κι έτσι τους έκαιγε.

ΤΑΛΩΣ ΚΑΙ ΣΑΡΔΟΝΙΟ ΓΕΛΩΣ: Κάποτε, όταν οι Σαρδηνοί προσπάθησαν να εισβάλουν στο νησί, ο Τάλως πυρακτώνοντας το σώμα του μέσα στη φωτιά, τούς έσφιγγε πάνω του και, γελώντας βροντερά με υπερηφάνεια, τούς εξόντωσε όλους. Από εδώ προέρχεται και η έκφραση «Σαρδόνιος γέλως».

ΤΟ ΤΕΛΟΣ: Το τέλος του Τάλω ήρθε όταν συναντήθηκε με τους Αργοναύτες, όταν αυτοί επέστρεφαν από την Κολχίδα. Θέλοντας να δέσουν οι άνδρες του Ιάσονα στο νησί, αντιμετώπισαν τον γίγαντα που τους κρατούσε σε απόσταση. Τότε η Μήδεια, που ταξίδευε μαζί τους, μάγεψε με τα λόγια της τον Τάλω, υποσχόμενη σ΄αυτόν αθανασία, κι έτσι μπόρεσε πονηρά ο Ιάσων να του αφαιρέσει το καρφί στη φτέρνα του που έκλεινε τη μια και μοναδική φλέβα που διέτρεχε όλο το κορμί του, θανατώνοντάς τον. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Τάλως “σκοτώθηκε” από τον Ποίαντα, τον πατέρα του Φιλοκτήτη, ο οποίος τον χτύπησε με βέλος στο ίδιο μοναδικό αδύνατο σημείο του.

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ: Όλες οι προδιαγραφές του μύθου για τον Τάλω δείχνουν ή καλύτερα θυμίζουν ένα υπερφυσικό ρομπότ με μεγάλη ταχύτητα, τεράστια δύναμη εκτόξευσης βαρών, υγρά που θυμίζουν υγρά μπαταρίας και αυτοθέρμανση! Ακόμη, σκοπός του ήταν να αναχωρεί από την βάση του στην Φαιστό και να κάνει τον γύρο του νησιού τρεις φορές την ημέρα, να εκσφενδονίζει βράχους σε οιοδήποτε ξένο πλοίο που θα προσπαθούσε να φτάσει στην Κρήτη ή να βγάζει φωτιά από το σώμα του καίγοντας εχθρούς. Εάν σκεφτούμε ότι η ακτογραμμή της Κρήτης είναι πάνω από 1.000 χιλιόμετρα, τότε θα έπρεπε να τρέχει με 150 χιλιόμετρα την ώρα! Για κάποιους άλλους ο Τάλως παρουσιάζεται με φτερά σαν συμβολισμός για την ταχύτητα με την οποία διέτρεχε το νησί. Η αναφορά στην χάλκινη κατασκευή του μυθικού ήρωα έχει σχέση και με μυθολογικές παραδόσεις που αναφέρουν ότι η τεχνική της δημιουργίας χάλκινων αγαλμάτων ήταν ήδη γνωστή στην Κρήτη από το 16 αιώνα π.χ., ειδικά στην Φαιστό, εκεί όπου ήταν και ο τόπος προέλευσης του χαλκού αυτού γίγαντα. Κατά καιρούς υπήρχε αναφορά σε άλλο πρόσωπο της μυθολογίας με το όνομα Τάλως, ο οποίος ήταν ανιψιός του Δαίδαλου και είχε ταλέντο στις εφευρεύσεις4. Γι΄αυτόν μάλιστα λέγεται πως ανακάλυψε το πριόνι, τον διαβήτη και τον κεραμικό τροχό. Τέλος αξίζει να αναφερθεί, πως ο Τάλως εμφανίζεται σε αρκετά νομίσματα της Φαιστού [όπως στο δίδραχμο της φωτογραφίας], ενώ η ομοιότητα του Τάλω με ρομπότ και οι εντυπωσιακές δυνατότητές του, δίνουν τροφή σε συζητήσεις από μειοψηφία ερευνητών περί της κατοχής εξελιγμένης τεχνολογίας απ’ τους αρχαίους Έλληνες.

  1. Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς ήταν Έλληνας γραμματικός που έζησε τον 5ο μ.Χ. αι. και συνέγραψε το γνωστό «Λεξικό Ησυχίου» -”Γλώσσαι” που θεωρείται απ΄ όλα τα σωζόμενα το πλουσιότερο και σπουδαιότερο της ευρύτερης Αρχιότητας.
  2. Ησύχιος, Γλώσσαι.
  3. Ούτος ο Τάλως τρις εκάστης ημέρας την νήσον περιτροχάζων ετήρει” [Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1.9, 26.4].“Τρις περί χαλκείοις Κρήτην ποσί δινεύοντα” [Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά 4, 1644]. “Τον δε Τάλων τον φύλακα του Μίνω τρις μεν εν ημέρα πάσαν περιπολείν την Κρήτην, τηλικαύτην ούσαν.”. [Φώτιος, Βιβλιοθήκη 250].“Τρις δε εκάστης ημέρας την νήσον περιερχόμενος ο Τάλως ετήρει.” [Ζηνόβιος, Επιτομή των Ταρραίου και Διδύμου παροιμιών, Σαρδόνιος γέλως].
  4. Στο εργαστήρι του Δαίδαλου μαθήτεψαν πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες, γλύπτες, ζωγράφοι και τεχνίτες. Μεταξύ άλλων και ο νεαρός Τάλως, γιος της αδερφής του Δαίδαλου Πέρδικας.

Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Κεντρική πλατεία της Λάρισας πριν 100 χρόνια


Η Κεντρική πλατεία  της Λάρισας πριν 100 χρόνια

Η Κεντρική πλατεία της Λάρισας (σημερινή επίσημη ονομασία πλατεία δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα), κατά τη διάρκεια των 141 χρόνων ελεύθερου βίου της πόλης μας, άλλαξε διάφορες ονομασίες.

Είναι ατυχώς ένα φαινόμενο συχνό στην ιστορία των ονομασιών οδών και πλατειών της. Κατά τα πρώτα μετά την απελευθέρωση του 1881 χρόνια η ονομασία της ήταν πλατεία Σεραγίου. Την ονομασία αυτήν τη συναντάμε συχνά στα πρώτα συμβόλαια που έχουν συνταχθεί μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, ήταν ανεπίσημη και οφείλεται στην παρουσία του επιβλητικού τουρκικού Διοικητηρίου, το οποίο είχε οικοδομηθεί το 1876 και βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία της πλατείας. Όταν λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση στο κτίριο αυτό στεγάστηκαν οι δικαστικές υπηρεσίες της πόλης, ονομάσθηκε πλατεία Δικαστηρίων και αργότερα πλατεία Θέμιδος. Μετά την πυρπόληση των Δικαστηρίων το 1905 και την κατεδάφιση το 1908 των ερειπίων των, μετονομάσθηκε σε πλατεία Απελευθερώσεως για να τιμηθεί προφανώς η απελευθέρωση της Λάρισας μετά από 458 χρόνια οθωμανικής κατάκτησης. Μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 και για να τιμηθεί ο δαφνοστεφής βασιλιάς Κωνσταντίνος, η πλατεία αλλάζει όνομα το 1920 σε πλατεία Κωνσταντίνου του Νικητού [1]. Με την εγκατάσταση του Β’ Σώματος Στρατού στη Λάρισα και τη συμβολή του σε αποτυχία κάποιου πραξικοπήματος που έγινε στην Αθήνα μετονομάσθηκε τώρα σε πλατεία Β’ Σώματος Στρατού. Πρέπει να πούμε ότι προπολεμικά, παρ’ όλες αυτές τις επίσημες ονομασίες, η πλατεία ήταν γνωστή όλα αυτά τα χρόνια ως πλατεία Θέμιδος. Τον Νοέμβριο του 1959, με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου μετονομάσθηκε εκ νέου σε πλατεία δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, ονομασία η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα. Όμως η πλειονότητα των Λαρισαίων την αποκαλεί εδώ και χρόνια, ανεπίσημα βέβαια, Κεντρική πλατεία. Συμπερασματικά η επισημότερη πλατεία της Λάρισας μέσα σε 141 χρόνια έχει αλλάξει επίσημα και ανεπίσημα οκτώ διαφορετικές ονομασίες.
Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει τμήματα της δυτικής και της βόρειας πλευράς της Κεντρικής πλατείας. Ανήκει στον Βόλιώτη φωτογράφο Στέφανο Στουρνάρα, είναι χρωμολιθόγραφη [2] και προέρχεται από το επιστολικό δελτάριο με τον αριθμό 245, είναι ταχυδρομημένο και η σφραγίδα του έχει ημερομηνία αποστολής 6 Δεκεμβρίου 1915.
Ο φωτογράφος στάθηκε στην ανατολική πλευρά της πλατείας και επικέντρωσε τον φακό του στη βορειοδυτική πλευρά της. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας απεικονίζεται ένα μεγάλο μέρος της πλατείας, η οποία είναι χωμάτινη, επίπεδη και χωρίς ίχνος στολισμού. Στον χώρο της διακρίνουμε μικρές ομάδες ατόμων, κάθε μία με τη δική της αμφίεση. Μπροστά δύο μεσήλικες με χωριάτικη ενδυμασία και σκούφο (καλπάκι) κοιτάζουν τον φακό του φωτογράφου. Στο κέντρο η άλλη ομάδα αποτελείται από τέσσερις κομψά ντυμένους κυρίους με παλτά και ρεπούμπλικα, οι οποίοι φαίνεται να συζητούν. Στο βάθος δεξιά είναι αραιά απλωμένα τραπεζοκαθίσματα από το απέναντι καφενείο, που βρισκόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Το Στέμμα». Οι θαμώνες είναι λίγοι, καθώς απ’ ό,τι συμπεραίνεται και από τις ενδυμασίες, ήταν απλώς μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη ημέρα.
Στο επάνω μέρος της φωτογραφίας διακρίνουμε πέντε κτίρια. Το πρώτο από αριστερά είναι ένα θαυμάσιας ομορφιάς νεοκλασικό κτίσμα, το οποίο στέγαζε το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Είχε κτισθεί στη θέση μουσουλμανικού τεκέ του Κουρά εφέντη [3] που είχε αγοράσει η Τράπεζα, τα σχέδια ήταν του Αθηναίου μηχανικού Νικολάου Μπαλάνου (1860-1942) και ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1907. Ο κάτω όροφος φιλοξενούσε τα γραφεία της Τράπεζας, ενώ ο επάνω όροφος ήταν προορισμένος για κατοικία του διευθυντή. Στο μέγαρο αυτό πέρασαν τα νεανικά τους χρόνια οι κόρες του επί σειρά ετών διευθυντή του υποκαταστήματος Γεωργίου Δεσύπρη. Από αυτές η Μαρία μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1912 μετακόμισε στην Αθήνα, παντρεύτηκε τον συνταγματολόγο και πολιτικό Αλέξανδρο Σβώλο και μεταπολεμικά εκλέχθηκε βουλευτής με την ΕΔΑ. Επίσης στα διαμερίσματα αυτού του ορόφου έζησε αργότερα και ο Μ. Καραγάτσης όταν διευθυντής ήταν ο πατέρας του Γεώργιος Ροδόπουλος. Ο σεισμός του 1941 επέφερε στο κτίσμα αρκετές ζημιές, οι σοβαρότερες των οποίων εμφανίσθηκαν στο υπερώο του τρίτου ορόφου, το οποίο και κατεδαφίσθηκε. Με τη μορφή αυτή λειτούργησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 οπότε ή διοίκηση της Τράπεζας υποχρεώθηκε να το κατεδαφίσει.
Αμέσως μετά και στο βάθος μπορούμε να διακρίνουμε μέρος παλιάς τουρκικής κατοικίας, η οποία περιήλθε, μαζί με τα πολύτιμα έπιπλα που περιείχε, στην ιδιοκτησία της οικογένειας Ιωάννη Χολέβα, κατόπιν αγοράς από τον Τούρκο ιδιοκτήτη, ο οποίος εγκατέλειψε τη Λάρισα μετά την προσάρτηση. Μετά τη χρεoκοπία της ιδιωτικής «Τράπεζας Μαρκατά-Χολέβα» το 1932, το σπίτι περιήλθε στην κατοχή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία το κατεδάφισε και οικοδόμησε το σημερινό κτίριο που στεγάζει το τοπικό υποκατάστημά της.
Το επόμενο διώροφο κτίσμα στέγαζε στον επάνω όροφο το ξενοδοχείο «Όλυμπος», ενώ το ισόγειο διέθετε καταστήματα σε διάφορους επαγγελματίες. Στο γωνιακό στεγαζόταν για χρόνια το κατάστημα αποικιακών «Η Κρήτη» του Κ. Μακρυγιάννη.
Απέναντί του το ισόγειο κατάστημα στη γωνία Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και Αλεξάνδρας (Κύπρου) στέγαζε την περίοδο εκείνη το φαρμακείο του ο Ισραηλίτης Μουσόν Ματαλών και εν συνεχεία το λειτούργησε ο Νικόλαος Ζησιάδης από τη Ραψάνη, αδελφός του δικηγόρου και βουλευτή Τυρνάβου Βασιλείου Ζησιάδη [4], ο οποίος και το διατήρησε με την επωνυμία «Φαρμακείον Ν. Ζησιάδου και Σία» μέχρι το 1941. Ήταν χαρακτηριστική η διαφημιστική επιγραφή του φαρμάκου «Σαντράλ» που έφερε σε στηθαίο στο ύψος της στέγης, στην πρόσοψη που έβλεπε προς την Πλατεία. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον κόσμο να ονομάζει το συγκεκριμένο κτίριο σαν Φαρμακείο Σαντράλ.
Το επόμενο επιβλητικό οικοδόμημα είναι το δημοτικό ξενοδοχείο «Το Στέμμα», το οποίο κτίστηκε το 1888 επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη και ήταν το πολυτελέστερο κατάλυμα των επισκεπτών της Λάρισας για χρόνια.


[1]. Ζιαζιάς Γεώργιος. Η Λάρισα από την απελευθέρωση μέχρι το 1950. Λάρισα (2004) σελ. 93.
[2]. Χρωμολιθογραφία είναι ειδική τεχνική έγχρωμης εκτύπωσης εικόνων, οι οποίες έχουν χαραχθεί σε λίθινες πλάκες.
[3] Παπαγιαννόπουλος Ιωάννης, Επαρχία Λαρίσης, Θεσσαλικά Χρονικά, έκτακτος έκδοσις επ’ ευκαιρία της πεντηκονταετηρίδος (1881-1931) από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας. Πανηγυρικός τόμος της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Θεσσαλών, Αθήναι (1935) σελ. 282 και Στεργιόπουλος Δημ., Μνημεία Μουσουλμανικής Ιστορίας και Τέχνης στον νομό Λάρισας, εφ. Λαρισαϊκή Ηχώ της 11ης Μαρτίου 1985.
[4]. Ο Βασίλειος Ζησιάδης νυμφεύθηκε την Πιπίτσα Λογιωτάτου, αδελφή της Ιουλίας Σάπκα-Λογιωτάτου και επομένως ήταν σύγαμπρος με τον δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 11 Απριλίου 2022

 

Η Κλίτσα και η ιστορία της


Η Κλίτσα και η ιστορία της

Από τον Γιάννη Γούδα

«Ο γραμματέας την πένα του, ο γεωργός τ’ αλέτρι του, ο παπάς το πετραχήλι του
κι ο τσοπάνος την κλίτσα του!» έλεγαν στο χωριό μου.
Εκτός από τον τρουβά, που τις περισσότερες φορές δεν περιείχε τίποτα περισσότερο από ψωμί και τυρί και το καλοκαίρι και καμιά ντόπια ντομάτα, διπλωμένα στην πετσέτα ή ένα παγούρι με νερό, μπορεί και λίγο κρασάκι, για να περάσει τη μέρα του ο τσοπάνος, τον εξοπλισμό του συμπλήρωναν η κάπα και η κλίτσα, η οποία εκτός από το όνομα αυτό, λεγόταν και κλούτσα, σκόπι κ.ά.
Τι ήταν (είναι) όμως η κλίτσα, σε τι χρησίμευε και πώς φτιάχνονταν; Ας τα πάρουμε ένα-ένα και ας τα δούμε αναλυτικά, για να μπορέσουμε οι πιο παλιοί να τα θυμηθούμε και οι νεότεροι για να τα μάθουνε, γιατί δεν ξέρεις ποτέ πώς θα τα φέρει η ζωή και μπορεί (ορισμένοι) να τη χρειαστούν κιόλας (μακάρι, δεν είναι και άσχημα, γιατί κανένα επάγγελμα δεν είναι υποτιμητικό!).
Η κλίτσα, ως γνωστόν, είναι ένα μακρύ (συνήθως ξύλινο) μπαστούνι, με μια καμπυλωτή χειρολαβή. Την κρατούσαν κατ’ αρχάς οι τσοπάνηδες {αυτή ήταν τελείως απλή, χωρίς κεντήματα στο ξύλο (γιατί θα χαλούσαν με την καθημερινή χρήση) και μακριά (έφτανε συνήθως μέχρι τον λαιμό του, για να μην τον εμποδίζει να περνάει κάτω από χαμηλά δέντρα και ανάμεσα σε θάμνους)} και η χρήση της ήταν (γιατί σήμερα δεν είναι) απλή, αλλά σημαντική: Οδηγούσε τα ζώα στη βοσκή και στον δρόμο. Με αυτή θα έπιανε αυτά που ήθελε, όταν χρειαζόταν από το πισινό πόδι στο άρμεγμα, στο μαντρί και στο λιβάδι. Τη χρησιμοποιούσε για το πέρασμα των ζώων στη στρούγκα για να ξεχωρίσει τα κριάρια που χτυπιούνταν την άνοιξη, κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος των προβάτων. Πάνω σε αυτήν έπρεπε να στηριχτεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν ανέβαινε και κατέβαινε με το κοπάδι του τα δύσκολα μονοπάτια, τα βουνά και τα λαγκάδια. Ακουμπώντας σε αυτή και με την κάπα του στο κεφάλι, για να σταθεί όρθιος στη βροχή. Να στηριχτεί για να καθίσει στο χώμα και να σηκωθεί από εκεί. Να τη χρησιμοποιήσει σαν στήριγμα, για να μεταφέρει στον ώμο του τον τρουβά του ή άλλα αντικείμενα. Ακόμα με αυτή θα συμπούσε (συμπάω: τακτοποιώ τα αναμμένα ξύλα) τη φωτιά στη μοναξιά του τις κρύες νύχτες, θα έφερνε κοντά του τα μακρινά κλαδιά τραβώντας τα, θα κατέβαζε τα ξερά κλαδιά από τα δέντρα να τα έχει για προσάναμμα, θα έφτανε κανένα φρούτο (μήλο, γκόρτσο, σύκο, σταφύλι, κεράσι) που δεν θα μπορούσε με το χέρι του, με αυτή θα αντιμετώπιζε τα σκυλιά που θα του χιμούσαν από τις άλλες στάνες, θα έκανε θόρυβο για να φύγουν τα φίδια που θα συναντούσε στον δρόμο του ή θα τα σκότωνε, όταν νόμιζε ότι κινδυνεύει. Θα αναμερούσε (αναμεράω: παραμερίζω, βάζω στην άκρη) τα ξερά χόρτα ή όσα τον εμπόδιζαν στον δρόμο του, θα σήκωνε τα κλαδιά για τον φράχτη και τη στρούγκα και τέλος θα τη χρησιμοποιούσε σαν «όπλο» για κάποιον ενδεχόμενο καβγά (συνήθως με άλλο τσομπάνο), γιατί υπήρχαν και αυτά (όχι σε μεγάλο βαθμό βέβαια).
Για το καφενείο ή για τα παζάρια και την αγορά στην πόλη όταν κατέβαιναν, είχαν άλλη, η οποία ήταν πιο κοντή και είχε περισσότερο σκάλισμα, γιατί έπρεπε να δείχνει τη γοητεία της, την αρχοντιά της, το πολύ μεράκι, τη δεξιοτεχνία και την υπομονή του καλλιτέχνη κατασκευαστή της, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον τσοπάνο! Την κρατούσε με υπερηφάνεια και μ’ αυτήν έκανε τις επίσημες εμφανίσεις του στα μαγαζιά ή τις επισκέψεις του σε συγγενικά και φιλικά σπίτια, σε ονομαστικές γιορτές κ.λπ.
Κλίτσα ακόμη και σήμερα, που λείπουν τα ζώα, έχουν ορισμένοι άνθρωποι, κυρίως στην επαρχία, για περπάτημα και για συντροφιά. Χρησιμοποιείται από τα ηλικιωμένα συνήθως άτομα σαν στήριγμα, σαν τρίτο πόδι δηλαδή για να το πούμε πιο απλά, στην έξοδό τους στο καφενείο, στην πλατεία, στην εκκλησία και στον περίπατο. Κυρίως με την κλίτσα στο χέρι, ο μεσήλικας και ο υπερήλικας νιώθει ένα συναισθηματικό ανέβασμα. Έναν σύνδεσμο με τη ζωή στο χωριό, από την οποία έχει έντονες αναμνήσεις και συναισθήματα. Αυτό το ταπεινό εργαλείο γίνεται συνδετικός κρίκος με το παρελθόν. Ένα παρελθόν με τις δυσκολίες, που είχε τότε η χωριάτικη ζωή.
Είχε όμως και κάποιες μεταφορικές χρήσεις: «Έμεινε με την κλίτσα στο χέρι» έλεγαν για τον τσοπάνο που έπαθε μεγάλη ζημιά στο κοπάδι. «Πήρα την κλίτσα» έλεγε κάποιος που δεν έπαιρνε τα γράμματα και γινόταν κτηνοτρόφος. «Κρεμάστηκα στην κλίτσα», δηλαδή αφοσιώθηκα και ζω με τα ζωντανά μου». Την κρέμασα την κλίτσα», έλεγε κάποιος που με τη θέλησή του εγκατέλειπε το επάγγελμα του κτηνοτρόφου. «Μη ξύνεσαι στην κλίτσα του τσοπάνη», δηλαδή μην πας γυρεύοντας.
Ο τσοπάνος ο μερακλής διακρίνεται από την κλίτσα και τον τρουβά του. Τον τρουβά, τον έφτιαχνε η γυναίκα του. Την κλίτσα όμως την έφτιαχνε ο ίδιος. Διάλεγε το καλύτερο ξύλο (Οκτώβριο ή Νοέμβριο, γιατί κατέβαιναν οι χυμοί), συνήθως και στα μέρη μας την κρανιά, το έκοβε με το τσεκουράκι του και το κρεμούσε στον τοίχο όρθιο, για να στραγγίσει τα νερά του. Μετά το καψάλιζε στη φωτιά και του έβγαζε τη φλούδα με ένα μαχαίρι. Την πολλή δουλειά όμως την είχε η χειρολαβή ή η κατσιούλα όπως τη λέγαμε, διότι εκεί έπρεπε να δώσει το μεγαλύτερο βάρος, ώστε να γίνει η κλίτσα ξεχωριστή και να ταιριάζει με την ομορφιά της φύσης και τη βουνίσια ζωή.
Τα τελευταία χρόνια και λίγο πριν «συνταξιοδοτηθεί» και περάσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της στις προθήκες των καταστημάτων πώλησης των παραδοσιακών αυτών αντικειμένων ή σε ένα καλό μέρος και στη γωνία σε κάποιο Λαογραφικό Μουσείο, απέκτησε και έναν ακόμα ρόλο: Εκτός από σύμβολο εξουσίας στα ζώα, επέβαλε μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες και την «ηγετική παρουσία της» και σε ομάδες ανθρώπων, σε συμβολικό βέβαια επίπεδο. Για παράδειγμα, δεν ήταν ασυνήθιστη η χειρονομία κάποιων πολιτών να χαρίζουν κλίτσες σε πολιτικούς.
Σήμερα, η κλίτσα δεν χρησιμοποιείται όπως παλιότερα, γιατί τα επαγγέλματα με τα οποία συνδέονταν έχουν αλλάξει και έχουν εκσυγχρονιστεί. Δεν υπάρχουν κοπάδια και στάνες, όπου οι κτηνοτρόφοι να γυρίζουν από περιοχή σε περιοχή, αλλά σύγχρονες κτηνοτροφικές μονάδες. Το παρήγορο πάντως είναι ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι «μερακλήδες», συλλέκτες, λάτρεις της κλίτσας και λάτρεις της παράδοσης και του πολιτισμού της χώρας μας!

 

Ο Πηνειός στη Μυθολογία και την Ιστορία


Η Κοιλάδα των ΤεμπώνΗ Κοιλάδα των Τεμπών

Από τον Ευάγγελο Μπαλντούνη, φιλόλογο

* Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ: Στη μυθολογία ο Πηνειός υπήρξε ένας ποτάμιος θεός. Ήταν δηλ. ο θεός τού ομώνυμου ποταμού. Είναι από τα ποτάμια με έντονη παρουσία στη μυθολογία και πολλοί μύθοι συνοδεύουν τη μακραίωνη ιστορία του. Γονείς του: ο Ωκεανός και η Τηθύς (που ήταν αδέλφια, παιδιά Ουρανού και Γαίας). Αδελφές του οι Ωκεανίδες. Ο Πηνειός παντρεύτηκε την Κρέουσα, παιδί κι αυτή του Ουρανού και της Γαίας. Απέκτησε δύο παιδιά: τον Υψέα (που έγινε βασιλιάς των Λαπιθών) και τη Στίλβη. Η Στίλβη με τον Απόλλωνα έκανε δύο γιους: τον Λαπίθη και τον Κένταυρο. Επίσης κόρες τού Πηνειού ήταν και οι Νύμφες Τρίκκη και Λάρισα, που έδωσαν τα ονόματά τους στις ομώνυμες πόλεις...
* Ο ΜΥΘΟΣ: Σύμφωνα με μια μυθική παράδοση, οι θεοί τού Ολύμπου ζήλεψαν την εύνοια τού Απόλλωνος για την όμορφη Πίνδο, στην οποία είχε εμπιστευτεί τις αγαπημένες του Μούσες και Νύμφες. Ο Απόλλων για να ματαιώσει τα άσχημα σχέδια των θεών, πάντρεψε την Πίνδο με ένα όμορφο παλικάρι, τον ξακουστό Λίγκα (τα σημερινά βουνά Χάσια). Από την ένωση τού αγαπημένου ζευγαριού άρχισαν να ξεπροβάλουν στη Δυτική Θεσσαλία μαγευτικές κοιλάδες και γοητευτικά τοπία. Αυτό εξόργισε ακόμα περισσότερο τους θεούς και απαίτησαν τον χωρισμό τους....
Μάταια παρακαλούσαν και έχυναν πικρά δάκρυα για να τα αφήσουν ενωμένα. Οι θεοί σκληροί και αμετάπειστοι, ανάγκασαν το ζευγάρι να χωρίσει. Από τότε η Πίνδος και ο Λίγκας (Χάσια) νοσταλγώντας τη χαμένη ευτυχία τους συνέχεια δακρύζουν. Από τα δάκρυα αυτά δημιουργήθηκε ο Πηνειός, που πηγάζει από το σημείο χωρισμού των δύο αγαπημένων βουνών... Άλλος μύθος αναφέρει πως ο Πηνειός είχε δύο αδέλφια: τον Άραχθο και τον Αχελώο.
* ΑΠΟΛΛΩΝ και ΔΑΦΝΗ: Στην κοιλάδα των Τεμπών και δίπλα από τον εθνικό δρόμο, υπάρχει η «Πηγή της Δάφνης». Αποκαλείται έτσι γιατί, κατ’ άλλον μύθο, ο Πηνειός ήταν πατέρας της Δάφνης (μητέρα της η Γαία). Ο Απόλλων ερωτεύτηκε σφοδρά τη Δάφνη. Όμως η Δάφνη στάθηκε εντελώς αδιάφορη (ο Έρως τη «χτύπησε» με το ασημένιο βέλος κι όχι με το χρυσό). Ο Απόλλων άρχισε να την κυνηγά ασταμάτητα. Απελπισμένη η Δάφνη ζήτησε βοήθεια από τη μητέρα της, τη Γαία. Η Γαία, μόλις ο Απόλλων την έφτασε και προσπάθησε να την αγκαλιάσει, τη μεταμόρφωσε στο φυτό δάφνη. Ο Απόλλων τότε έκοψε ένα κλαδί της και στεφανώθηκε. Έτσι η δάφνη έγινε το ιερό φυτό του...
* ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΣ, ΣΤΟΝ ΠΗΝΕΙΟ: Πρώτοι οι Έλληνες κι έπειτα οι Ρωμαίοι, στεφάνωναν με κλαδιά δάφνης τους νικητές των αγώνων. Ακόμα και σήμερα η δάφνη ταυτίζεται με τη δόξα και τη νίκη. Αναφέρεται ότι η Πυθία των Δελφών μασούσε φύλλα δάφνης πριν δώσει τον χρησμό της... Η Αφροδίτη ερχόταν στον Πηνειό ποταμό όταν ήθελε να ανακτήσει την αγνότητά της (υπάρχει η σχετική «Πηγή της Αφροδίτης»). Οι Μούσες επίσης επιλέγουν τον Πηνειό για κατοικία τους (υπάρχει η «Πηγή των Μουσών»).
Γύρω από την κοίτη τού Πηνειού αναπτύχθηκαν πριν από χιλιετίες οι πρώτες κοινότητες ανθρώπων στη Θεσσαλία. Δημιουργήθηκαν οικισμοί, ορισμένοι από τους οποίους συνεχίζουν τη ζωή τους κατά την εποχή τού χαλκού (3.300 - 1.100 π.Χ). Στα ιστορικά χρόνια μετατρέπονται σε ισχυρές, οχυρωμένες πόλεις με σημαντικό ρόλο στα ιστορικά δρώμενα τής περιοχής.
* ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑ (1.100 μ.Χ.) «ΣΑΛΑΜΠΡΙΑΣ»: Στον Μεσαίωνα ο Πηνειός δεν διατήρησε το όνομά του και ακολούθησε τη μοίρα ελληνικών ποταμών που έχασαν την αρχαία ονομασία τους. Αποκαλείται τώρα «Σαλαμπριάς» (πολλοί και σήμερα τον επονομάζουν έτσι). Η ονομασία αυτή πιθανώς να προέρχεται από σχετική σλαβική ή σερβική λέξη, που σημαίνει: βρύση, κάνουλα, νερό. Τρίστιχο τραγούδι λέει: «Η Σαλαμπριά κατέβασε με ήλιο, με φεγγάρι. / Φέρνει δέντρα, φέρνει κλαδιά, δέντρα ξεριζωμένα. / Φέρνει και μια γλυκομηλιά με μήλα φορτωμένη».
Ειδικός με τα τοπωνύμια γράφει: Σαλαμπριά ή Σαλαμπριάς (ο Πηνειός): α) Λέξη βαρβαρική με θρακική κατάληξη - bria = φρούριο. β) Αρχαία ελληνική λέξη «σαλάμβη» = τρύπα απ’ όπου μπαίνει φως. Το τουρκικό όνομά του ήταν «Κιοστούμ» ή «Κιοστέμ», ενώ το τελευταίο τμήμα τής διαδρομής του λεγόταν Ababa (η ονομασία τού οικισμού Τέμπη είναι «Μπαμπά»)....
Από τον Όμηρο χαρακτηρίζεται «αργυροδίνης»: το ποτάμι δηλαδή που κυλάει ορμητικά, δημιουργεί ως εκ τούτου περιστροφικές κινήσεις τού καθαρού νερού, που κάτω απ’ τον λαμπερό ήλιο αστράφτουν, γυαλίζουν, λάμπουν σαν το ασήμι....

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το Αρσάκειο της Λάρισας


Οι απόφοιτες του Αρσακείου του 1924. Καθισμένοι οι καθηγητές.  Aπό αριστερά: Κουρσούμης δάσκαλος, Αριστοτέλης Πατέρας, Αγγελική Τέτση, Αντώνιος Ναός, Γιαννοπούλου διευθύντρια του Αρσακείου, Γρηγορόπουλος ιατρός, Πάνος Διαμαντόπουλος  και Χατζηγιάννης γεωπόνος. Από το αρχείο του δημοσιογράφου Κώστα Περραιβού.Οι απόφοιτες του Αρσακείου του 1924. Καθισμένοι οι καθηγητές. Aπό αριστερά: Κουρσούμης δάσκαλος, Αριστοτέλης Πατέρας, Αγγελική Τέτση, Αντώνιος Ναός, Γιαννοπούλου διευθύντρια του Αρσακείου, Γρηγορόπουλος ιατρός, Πάνος Διαμαντόπουλος και Χατζηγιάννης γεωπόνος. Από το αρχείο του δημοσιογράφου Κώστα Περραιβού.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Σήμερα ελάχιστοι Λαρισαίοι γνωρίζουν ότι στην πόλη μας λειτουργούσε από το 1902 μέχρι το 1937 ένα ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το Αρσάκειο [1]. Η πρόθεση για τη δημιουργία Αρσακείου στην πόλη μας είχε ήδη ανακοινωθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας λίγα χρόνια πριν, από τα τέλη του 19ου αιώνα. Τελικά όμως η ίδρυσή του υλοποιήθηκε το 1902, χάρη στις προσπάθειες του Δημοτικού Συμβουλίου της Λάρισας, με δήμαρχο τον Αναστάσιο Ζαρμάνη. Το εκπαιδευτήριο αυτό περιελάμβανε Νηπιαγωγείο, Δημοτικό Σχολείο και Διδασκαλείο Θηλέων [2].

Τα εγκαίνια του νέου εκπαιδευτικού ιδρύματος έγιναν την Κυριακή 12 Οκτωβρίου 1902 από τον μητροπολίτη Αμβρόσιο Κασσάρα. Την πρώτη σχολική χρονιά λειτούργησε το Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό Σχολείο και από την επόμενη (1903-1904) το Διδασκαλείο. Η Διοικούσα Επιτροπή του Αρσακείου της Λάρισας διορίσθηκε από τα κεντρικά γραφεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας στην Αθήνα και αποτελέστηκε από τους: Γεώργιο Δεσύπρη, διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, Κωνσταντίνο Παπασταύρου, φαρμακοποιό, Γεώργιο Σακελλαρίδη, ιατρό, Ιωάννη Βασιλάκη, δικηγόρο, Δημήτριο Πιπινόπουλο, δικηγόρο, Γεώργιο Ροδόπουλο, δικηγόρο, Λεωνίδα Αναγνώστου, κτηματία και Αθανάσιο Μιχαηλίδη, έμπορο, όλοι τους γνωστά και ενεργά μέλη της Λαρισαϊκής κοινωνίας.
Η αναζήτηση στέγης του Αρσακείου οδήγησε αρχικά τη Δημοτική Αρχή της Λάρισας να προτιμήσει τη νεοκλασική οικοδομή επί της οδού Μανωλάκη 11, που υπάρχει μέχρι σήμερα και στεγάζει τον ΟΚΑΝΑ. Την περίοδο εκείνη οι γιοι του Αθανασίου Οικονόμου [3] έκτιζαν στο συγκεκριμένο σημείο και σε ιδιόκτητο οικόπεδο, μεγαλόπρεπο κτίριο το οποίο προόριζαν για οικογενειακή τους κατοικία. Τελικά όμως πιο κατάλληλο για τη στέγαση του Αρσακείου κρίθηκε ένα άλλο κτίριο μεγαλύτερο, που οικοδομούσαν τότε οι ίδιοι κατασκευαστές στην γωνία των οδών Ασκληπιού και Ηπείρου. Επειδή το κτίριο αυτό δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, δόθηκε η δυνατότητα να τροποποιηθεί ο εσωτερικός του χώρος σύμφωνα με τις ανάγκες ενός σύγχρονου για την εποχή του διδακτηρίου και να κτισθεί δίπλα και ένα συμπληρωματικό ισόγειο κτίσμα [4]. Αργότερα προστέθηκε στο δεύτερο κτίριο και ένας επί πλέον όροφος.
Το κτίριο του Αρσακείου το γνωρίζουμε από μια κακότεχνη ερασιτεχνική φωτογραφία, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα των Αθηνών «Ελλάς» το 1909. Απ’ όσο γνωρίζω, η αναφερόμενη φωτογραφία του Αρσακείου της Λάρισας είναι η μοναδική και μέχρι σήμερα δεν εντοπίσθηκε άλλη, παρ’ όλο που το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα λειτούργησε επί 35 χρόνια στην πόλη μας [5] και από το οποίο αποφοίτησαν πάνω από 800 δασκάλες. Ήταν διώροφο με υπερυψωμένο υπόγειο και στην πρόσοψη εξείχε ευρύχωρος εξώστης υποστηριζόμενος από μαρμάρινα φουρούσια και περιτριγυρισμένος από σιδερένια κάγκελα. Αρχιτεκτονικά ακολουθούσε το νεοκλασικό ρεύμα της εποχής, με μεγάλα ανοίγματα, τα οποία περικλείονταν από παραστάδες και στην πρόσοψη, ψηλά στο ύψος της στέγης, είχε τοποθετηθεί χαμηλό τριγωνικό αέτωμα. Επί της Ασκληπιού εκτεινόταν ευρύχωρη αυλή, στην οποία εκτός από τη χρήση της στις ελεύθερες ώρες , υπήρχε και προσωπικός κήπος των μαθητριών. Ο Κώστας Περραιβός περιγράφει το κτίριο ως εξής: «... το Αρσάκειο στεγαζόταν σε τρία κτίρια από τα οποία τα δύο διώροφα και ένα ισόγειο. Διέθετε επί πλέον και ένα μεγάλο υπόστεγο και αυλή για γυμναστική» [6].
Επίσης ο παλιός δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας αναφέρει στις «Αναμνήσεις» του: «Το Αρσάκειον Λαρίσης παρεσκεύαζε αρίστας διδασκαλίσσας των οποίων εστερείτο τελείως η Θεσσαλία και Νότιος Μακεδονία. Το Αρσάκειον διοικείτο υπό Διοικητικής Επιτροπής διοριζομένης υπό του εν Αθήναις Κεντρικού Συμβουλίου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, προτάσει του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης. Αι φοιτώσαι μαθήτριαι, μέλλουσαι διδασκάλισαι, κατέβαλον μηνιαίως δίδακτρα ελαφρά και λογικά. Πλην τούτων εφοίτων και άποροι νεάνιδες ωρισμένου αριθμού, προτεινόμεναι υπό του Δημοτικού Συμβουλίου ως υπότροφοι του Δήμου μέχρι αποπερατώσεως των σπουδών των. Ο Δήμος κατέβαλε τα μισθώματα των δύο διδακτηρίων καθ’ όλα τα έτη της λειτουργίας του Αρσακείου και εχορήγει ετησίαν επιχορήγησιν σοβαράν προς κάλυψιν των ελλειμάτων του Αρσακείου μας. Τα κονδύλια ταύτα ανεγράφοντο τακτικώς εις τον ετήσιον προϋπολογισμόν του Δήμου» [7].
Το 1937 αποφοίτησε η τελευταία τάξη, το Αρσάκειο σταμάτησε τη λειτουργία του και χωρίς τις φωνές των κοριτσιών ο γύρω χώρος νέκρωσε. Κατά την κατοχή καταστράφηκε από τον σεισμό και μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκε. Προσωπικά θυμάμαι τον χώρο αυτόν κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια σαν μια απέραντη αλάνα. Αργότερα κτίσθηκε το κτίριο του ΙΚΑ, το οποίο γκρεμίσθηκε πριν από μερικά χρόνια και σήμερα έχει καταντήσει ένας χώρος με άναρχη βλάστηση.—————————————————————
[1]. Η ονομασία «Αρσάκειο» προήλθε από το επίθετο του μεγάλου δωρητή Αποστόλου Αρσάκη, ιατρού και λόγιου από την Ήπειρο, ο οποίος πρόσφερε σημαντική οικονομική βοήθεια για την αποπεράτωση του κτιρίου της οδού Πανεπιστημίου στην Αθήνα, στο οποίο στέγασε τις σχολικές μονάδες της η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Το Δ.Σ. της Εταιρείας τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη και προς τιμήν του ονόμασε τα Σχολεία που ίδρυσε σε ορισμένες πόλεις της χώρας «Αρσάκεια».
[2]. Το Διδασκαλείο Αρρένων ήταν ανώτερη σχολή, της οποίας οι απόφοιτοι διορίζονταν δάσκαλοι σε ελληνικά σχολεία. Έχει ήδη αναφερθεί σε άλλα κείμενά μας ότι η Λάρισα διέθετε Διδασκαλείο από το 1882. Βλέπε ενδεικτικά: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το Διδακτήριο του Γυμνασίου-Διδασκαλείου Λαρίσσης. «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α΄ (2014)», σελ. 175-178.
[3]. Η οικογένεια του Αθανασίου Οικονόμου είχε καταγωγή από τα Ιωάννινα και διέμενε στο Καζακλάρ (Αμπελώνα). Οι τρεις γιοι του Αναστάσιος, Κωνσταντίνος και Νικόλαος Οικονόμου ήταν εμπειρικοί εργολάβοι οικοδομών και η δραστηριότητά τους επεκτεινόταν και στη Λάρισα. Αργότερα μετακόμισαν οικογενειακά στην πόλη μας. Βλέπε: Γουργιώτη Λένα, Οικία Οικονόμου-Φαληρέα, ένα διατηρητέο Νεοκλασικό στη Λάρισα. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης «Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου αιώνα-1920», Λάρισα (2005) σελ. 88-102.
[4]. «…δια την ευχερεστέραν λειτουργίαν του Αρσακείου οι αδελφοί Οικονόμου προθύμως ανέλαβον να κτίσωσιν ετέρας πέντε μεγάλας αιθούσας δι’ εστιατόριον, αναγνωστήριον και τα τοιαύτα, άτινα αναγκαιούσιν εις τας μελλούσας αρσακειάδας». Βλέπε: εφ. «Όλυμπος», Λάρισα, φύλλο της 12ης Ιουλίου 1902.
[5]. Σήμερα έχουν εντοπισθεί μερικές γερμανικές φωτογραφίες του 1941 οι οποίες απεικονίζουν τα κτίρια του Αρσακείου ερειπωμένα από τον μεγάλο σεισμό του 1941.
[6]. Βλέπε: Περραιβός Κώστας, Αναμνήσεις μιας Αρσακειάδας, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 3ης Ιουλίου 1983.
[7]. Σάπκας Μιχαήλ, Αναμνήσεις από την ανέγερσιν των Σχολικών Διδακτηρίων, ανέκδοτο χειρόγραφο κείμενο.