Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

 

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Τα «δίδυμα σπίτια» κρίθηκαν διατηρητέα

 
Τα "Δίδυμα σπίτια" της οδού 31ης Αυγούστου.  Φωτογραφία προ του 1990, όταν κατοικούνταν.Τα "Δίδυμα σπίτια" της οδού 31ης Αυγούστου. Φωτογραφία προ του 1990, όταν κατοικούνταν.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Στο φύλλο της 9ης Μαρτίου 2023 δημοσιεύθηκε από την έγκριτο δημοσιογράφο Λένα Κισσάβου στην εφημερίδα «Ελευθερία», η εξής χαροποιός είδηση: «Το Τμήμα Διατηρητέων Κτιρίων του Υπουργείου Περιβάλλοντος απέστειλε στο Υπουργείο Πολιτισμού αιτιολογική έκθεση για τον χαρακτηρισμό ως διατηρητέων, των κτιρίων που βρίσκονται επί των οδών 31ης Αυγούστου 9 και 31ης Αυγούστου και Λορέντζου Μαβίλη, στο Ο.Τ. 984Β, στον Δήμο Λαρισαίων, την οποία και διαβίβασε στη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Λαρισαίων». Πρόκειται για τη δήλωση που έκανε ο αντιδήμαρχος Πολεοδομίας της πόλης μας κ. Νίκος Καλτσάς μόλις έγινε γνωστή η υπουργική απόφαση. Το γεγονός αυτό χαροποίησε ιδιαίτερα, εκτός των άλλων, τους φίλους της τοπικής ιστορίας, τη Φωτοθήκη του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας, τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Λάρισας και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος-Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας.
Τα δύο αυτά σπίτια της προπολεμικής Λάρισας τα οποία βρίσκονται σε έναν από τους κεντρικότερους δρόμους της Λάρισας και παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, είχαν από χρόνια μπει στο στόχαστρο του Δήμου, των Συλλόγων που αναφέρθηκαν και πολλών υγιώς σκεπτόμενων Λαρισαίων πολιτών. Έπρεπε με κάθε θυσία να διασωθούν, ιδιαίτερα από το 1994 και μετά, όταν το τρίτο απ’ αυτά, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Μαβίλη και Δροσίνη, είχε κατεδαφισθεί και στη θέση του είχε οικοδομηθεί σύγχρονη οικοδομή.
Σήμερα μιλάμε για «δίδυμα σπίτια», αλλά μέχρι το 1994 ήταν τρίδυμα. Και τα τρία είχαν την ίδια αρχιτεκτονική εξωτερικά και σχεδόν την ίδια διαρρύθμιση και εσωτερικά. Μάλιστα σύμφωνα με ορισμένους παλιούς κατοίκους της περιοχής πρέπει να υπήρχε και τέταρτο σπίτι, το οποίο έβλεπε επί της 31ης Αυγούστου, δίπλα στου Οικονόμου, το οποίο όμως δεν είχε την ίδια αρχιτεκτονική με τα άλλα τρία, δεν κατασκευάσθηκε από τον ίδιο ιδιοκτήτη κατεδαφίσθηκε λίγο μετά το 1960 και στη θέση του ανυψώθηκε πολυώροφη οικοδομή, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα. Σε μια αεροφωτογραφία της Λάρισας της δεκαετίας του 1950 διακρίνεται πολύ χαρακτηριστικά η ομοιομορφία των τριών κτιρίων όσον αφορά τη στέγη και κατ’ επέκταση την κάτοψή τους, ενώ για το τέταρτο μπορεί να είναι ισομέγεθες με τα τρία, αλλά διαφέρει αισθητά απ’ αυτά ως προς το γενικό σχέδιο.
Στα δίδυμα σπίτια έχουμε αναφερθεί και παλαιότερα από τις στήλη αυτή της εφημερίδας και συγκεκριμένα στο φύλλο της 9ης Μαΐου 2018. Σήμερα θα δώσουμε ορισμένα στοιχεία για τα τρία αυτά ομοιόμορφα σπίτια και συγχρόνως δημοσιεύουμε και παλιές φωτογραφίες τους.
Η ακριβής χρονολογία κατασκευής τους δεν είναι γνωστή. Πιθανολογείται ότι είναι κτίσματα της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Ιδιοκτήτης και κατασκευαστής ήταν ο Γεώργιος Νατάκιας, ο οποίος διατηρούσε από το 1915 επί της οδού Πανός εστιατόριο-ταβέρνα με το όνομα «Η Αφθονία».
Όσοι διασχίζουν την οδό της 31ης Αυγούστου ξεκινώντας από την πλατεία του Αγ. Βησσαρίωνος, θα συναντήσουν στο Νο 9 την πρώτη από τις κατοικίες που έκτισε ο Γεώργιος Νατάκιας. Αρχικά περιήλθε στην ιδιοκτησία του έμπορου της Λάρισας Ηλία Τριανταφύλλου. Ο τελευταίος καταγόταν από τον Τύρναβο, αλλά κάποια στιγμή μετέφερε την επαγγελματική του στέγη στη Λάρισα όπου και απέκτησε σημαντική περιουσία. Παρέμεινε άγαμος και έγινε γνωστός στην κοινωνία της Λάρισας ως ευεργέτης του Δημοτικού Νοσοκομείου. Με δική του δαπάνη κτίσθηκε το 1937 ο επάνω όροφος του νοσηλευτικού αυτού ιδρύματος, που ως γνωστόν άρχισε να λειτουργεί το 1890 με δωρεά του Ιωάννη Κουτλιμπανά. Όταν το 1954, επί δημαρχίας Σωτηρίου Ζιαζιά, αποφασίσθηκε με Βασιλικό Διάταγμα η κρατικοποίηση του Νοσοκομείου, από Δημοτικό μετονομάσθηκε σε "Κουτλιμπάνειο και Τριανταφύλλειο Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης". Στις 12 Απριλίου 1938 ο Τριανταφύλλου πούλησε την κατοικία αυτή στην Ελένη χήρα του Γεωργίου Γκουλιάμα. Η τελευταία με διαθήκη της την μεταβίβασε στις 27 Αυγούστου 1946 στην ανεψιά της Αντωνία χήρα Ιωάννη Οικονόμου. Με τη σειρά της η Αντωνία Οικονόμου την πούλησε στις 7 Φεβρουαρίου 1989 στον ανεψιό της Νικόλαο Οικονόμου του Στάμου, στην κυριότητα του οποίου υπάρχει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με το συμβόλαιο αγοράς, το οικόπεδο με την κατοικία είχε ως όρια: νότια την οδό 31η Αυγούστου, ανατολικά την οικία Αντωνίου Γκαρανέ (το άλλο δίδυμο σπίτι), βόρεια την οικία Ηλία Τσιτσιά (το τρίτο ομοιόμορφο σπίτι) και δυτικά "την ιδιοκτησίαν πρώην Σοφού και ήδη πολυκατοικίαν". Ολόκληρο το κτίσμα περιγράφεται ως εξής: Τόσο το ισόγειο (ημιυπόγειο), όσο και ο όροφος διαθέτουν τέσσερα δωμάτια με τους απαραίτητος βοηθητικούς χώρους και επικοινωνούν μεταξύ τους με εσωτερική ξύλινη σκάλα. Στον όροφο έμεναν οι ιδιοκτήτες, ενώ στο ισόγειο συνήθως στεγάζονταν οι οικιακοί βοηθοί. Μέχρι το 2004 κατοικείτο από την οικογένεια Νικολάου Οικονόμου και έκτοτε παραμένει ακατοίκητο. Η σοφίτα πάνω από την κεντρική είσοδο του ορόφου στο ύψος της στέγης σε αψιδωτή μορφή, με την πόρτα, τον εξώστη και τα απλά σιδερένια κάγκελα, αποτελεί αρχιτεκτονικό εύρημα που χαρακτηρίζει τα δίδυμα σπίτια και τα "ντύνει" με χάρη και ομορφιά.
Η επόμενη κατοικία στο Νο 11 της οδού, καταλαμβάνει τη γωνία των οδών 31 Αυγούστου και Μαβίλη, πουλήθηκε στις 30 Απριλίου 1928 από τον ιδιοκτήτη Γεώργιο Νατάκια στον ιατρό Κοσμά Κατσίγρα του Γεωργίου. Ο Κοσμάς Κατσίγρας ήταν θείος του μεγάλου δωρητή της Λάρισας Γεωργίου Κατσίγρα. Αρχικά εργάσθηκε ως δάσκαλος στην περιοχή της Φιλιππούπολης της Βουλγαρίας. Σε μεγάλη ηλικία σπούδασε ιατρική στην Αθήνα με εξειδίκευση στη γυναικολογία και εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Νυμφεύθηκε τη Βασιλική Κάλλιου και το 1943 μεταφερόμενος ως όμηρος στην Ιταλία, βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με πολλούς άλλους Λαρισαίους, όταν το πλοίο “Cita di Genova” που τους μετέφερε τορπιλίστηκε στην Αδριατική από αγγλικό υποβρύχιο. Γιός του ήταν ο γνωστός χειρουργός και κλινικάρχης Κλέων Κατσίγρας. Σύμφωνα με το συμβόλαιο αγοράς, το οικόπεδο με την κατοικία είχε ως όρια: νότια την οδό 31η Αυγούστου, ανατολικά "ανώνυμον δημοτικήν πάροδον άγουσαν εις ατμόμυλον" (δεν είχε ακόμη ονοματοθετηθεί η οδός Λορέντζου Μαβίλη), βόρεια την οικία Ιωάννου Τσιτσιά (το τρίτο από τα όμοια σπίτια του Νατάκια) και δυτικά την οικία Ηλία Τριανταφύλλου (δεύτερο δίδυμο σπίτι). Στις 17 Αυγούστου 1933 ο Κοσμάς Κατσίγρας το πούλησε στον κτηματία Αντώνιο Γκαρανέ του Ιωάννου (Μεγαλόβρυσο Αγιάς 1888-Νέα Υόρκη 1978). Το κτίσμα αυτό χρησιμοποιήθηκε για αρκετά χρόνια είτε ως κατοικία είτε ως επαγγελματική στέγη. Σήμερα ανήκει στους Ζήση-Απόστολο, Ιωάννη και Άννα Γκαρανέ, τέκνα του αγοραστού, άτομα μεγάλης ηλικίας, τα οποία κατοικούν στη Νέα Υόρκη και ουσιαστικώς δεν ενδιαφέρονται για την τύχη του.
Μέχρι το 1994 τα όμοια κτίσματα στην περιοχή ήταν τρία. Το τρίτο βρισκόταν στη γωνία των οδών Μαβίλη και Δροσίνη, πίσω ακριβώς από το γωνιακό από τα δίδυμα. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Ηλίας Τσιτσιάς. Διαφοροποιείται από τα άλλα δύο μόνον επειδή ο αύλειος χώρος του οριοθετούνταν από ψηλή συμπαγή περίφραξη και διέθετε δευτερεύουσα ξύλινη είσοδο. Την άνοιξη του 1994 κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κατασκευάσθηκε σύγχρονη οικοδομή. Στον ακάλυπτο χώρο ο οποίος βρισκόταν ανάμεσα από τα τρία όμοια σπίτια (ιδίως στο πίσω σπίτι που κατεδαφίσθηκε το 1994), υπήρχε καταφύγιο, του οποίου οι αεραγωγοί διευθύνονταν και στα τρία κτίσματα.
Το 1994 Ομάδα Εργασίας για την "Καταγραφή των Αξιόλογων Κτισμάτων της Λάρισας" του Τεχνικού Επιμελητηρίου της πόλης μας, που αποτελούνταν από τα μέλη του Αντωνούλη Α., Γιοβρή Ε., Ιωαννίδης Γ., και Παπαδόπουλος Κ., αναφέρει για τα κτίσματα αυτά: "Είναι ισόγεια με ημιυπόγειο και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η σοφίτα στο κεντρικό τμήμα της όψης, με συμμετρικά ανοίγματα με παραστάδες και η στέγη του καταλήγει σε γείσο που στηρίζεται σε πυκνή σειρά από φουρούσια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίφραξη του αύλειου χώρου με πέτρινο τοίχο, κολώνες εκατέρωθεν της αυλόπορτας και παραδοσιακά κάγκελα
Σήμερα και τα δύο σπίτια που έχουν απομείνει , είναι εγκαταλειμμένα και καθώς μένουν χωρίς καμιά φροντίδα, κάθε μέρα που περνάει αυτοκαταστρέφονται. Επομένως τώρα ο Δήμος έχει πολλή δουλειά όχι μόνο να τα συντηρήσει, αλλά και να τα αξιοποιήσει ως «χώρο Πολιτισμού-Εκπαίδευσης-Πρόνοιας-Διοίκησης», όπως αναφέρεται στη δημοσιευθείσα είδηση.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Πλατεία Θέμιδος. Νοτιοδυτική Γωνία


Τα κτίρια της νοτιοδυτικής πλευράς της Κεντρικής πλατείας (Θέμιδος). Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Κωνσταντίνου Παρασκευόπουλου από τον Βόλο. Περίπου 1920.Τα κτίρια της νοτιοδυτικής πλευράς της Κεντρικής πλατείας (Θέμιδος). Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Κωνσταντίνου Παρασκευόπουλου από τον Βόλο. Περίπου 1920.

Η σημερινή φωτογραφία προέρχεται από χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του βιβλιοχαρτοπώλη του Βόλου Κων. Παρασκευόπουλου. Την περίοδο εκείνη, τέλη της δεύτερης και αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, μεσουρανούσε στη γειτονική μας πόλη ως εκδότης καρτποστάλ ο Στέφανος Στουρνάρας και ακολουθούσε από απόσταση ο Κωνσταντίνος Παρασκευόπουλος. Ο τελευταίος διατηρούσε ένα από τα καλύτερα βιβλιοχαρτοπωλεία και τυπογραφεία της χώρας στην οδό Ιάσονος και από το 1924 ανέλαβε μαζί με τον δημοσιογράφο Τάκη Οικονομάκη και τη διεύθυνση της εφημερίδας «Θεσσαλία».

Μεταπολεμικά και μετά τον θάνατο του Οικονομάκη κατά την Κατοχή, η εφημερίδα περιήλθε στην κατοχή των γιων του Κων. Παρασκευόπουλου, Τάκη και Γεωργίου, μέχρι το 1990. Τα επιστολικά δελτάρια του Κων. Παρασκευόπουλου είναι λίγα και χρωμολιθόγραφα. Για τη Λάρισα έχω υπ’ όψιν μου τρία. Στην πίσω πλευρά αναγράφουν μέσα σε περιθώριο τις λέξεις «Stampato in Italia», δηλαδή εκτυπώθηκαν στην Ιταλία. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η αισθητική τους εμφάνιση υπολείπεται κατά πολύ των αντίστοιχων του Στ. Στουρνάρα. Η δημοσιευόμενη κάρτα είναι ταχυδρομημένη στις 9 Σεπτεμβρίου του 1923.
Η λήψη της φωτογραφίας τοποθετείται γύρω στα 1920 και απεικονίζει ένα μέρος της Κεντρικής πλατείας (Θέμιδος ονομαζόταν τότε), καθώς και τα κτίρια της νοτιοδυτικής πλευράς της. Το έδαφος της πλατείας είναι χωμάτινο και αδιαμόρφωτο και μόνο μια δενδροστοιχία περιφερικά διακόπτει την ερημία της. Επί της πλατείας κυκλοφορούν ορισμένα άτομα, μεταξύ των οποίων δύο εφημεριδοπώλες και ένας λαχειοπώλης.
Τα κτίσματα της φωτογραφίας είναι επτά. Ξεκινώντας από αριστερά, το πρώτο είναι το κομψό διώροφο νεοκλασικό μέγαρο του Κατσαούνη, κρυμμένο πίσω από τη φυλλωσιά ενός δέντρου. Προπολεμικά το ισόγειο στέγασε διάφορες υπηρεσίες και καταστήματα, όπως την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας των αδελφών Παπαγεωργίου [1], το 1917 το ζαχαροπλαστείο του Δημ. Α. Πάτσου με την επωνυμία «Doree» και άλλα. Από τον εξώστη του επάνω ορόφου τον Ιούνιο του 1917 χαιρέτισε το συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία ο Γάλλος στρατηγός Sarrail, όταν τα στρατεύματα της Αντάντ κατέλαβαν κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού τη Λάρισα. Αργότερα και για πολλά χρόνια εγκαταστάθηκε το Στρατηγείο της Ταξιαρχίας Ιππικού, της οποίας κάποια στιγμή διοικητής διετέλεσε ο Παπάγος και κατόπιν στεγάσθηκε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» των αδελφών Μίχου. Μεταπολεμικά, όταν το κτίριο λόγω του σεισμού διαμορφώθηκε σε ισόγειο, στέγασε το καφενείο «Παλλάδιον».
Το επόμενο κτίριο μέχρι το 1920 στέγαζε μια δημόσια υπηρεσία. Τη χρονολογία αυτή αγοράσθηκε από την Εμπορική Τράπεζα με σκοπό να στεγάσει το τοπικό υποκατάστημά της και εξωτερικά τουλάχιστον δέχθηκε ορισμένες βελτιώσεις με την προσθήκη στον όροφο νεοκλασικών στοιχείων.
Ακολουθεί το τριώροφο κτίριο που είναι γνωστό ως «Πανελλήνιον». Ο θεμέλιος λίθος του τέθηκε το 1908 από τους ιδιοκτήτες του χώρου αδελφούς Μποσινιώτη και έμελλε να είναι για χρόνια ένα από τα ψηλότερα κτίρια στο κέντρο της Λάρισας [2]. Στο ισόγειο υπήρχε μεγάλη αίθουσα, η οποία φιλοξένησε κατά διαστήματα, καφεζαχαροπλαστείο, θεατρικά σχήματα, χορούς και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, ενώ οι δύο όροφοι λειτούργησαν ως ξενοδοχείο με το όνομα «Πανελλήνιον». Μετά τον σεισμό του 1941 διαμορφώθηκε σε διώροφο, ενώ το 1976 κατεδαφίσθηκε και στη θέση του υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή.
Το επόμενο τέταρτο στη σειρά κτίριο είναι ισόγειο και στέγαζε ζαχαροπλαστείο με διάφορα κατά καιρούς ονόματα (Κόκκαλη, Γαλλικόν, Ελληνικόν, κ.λπ.).
Ακολουθεί το κτίριο του Ιωάννη Νικόδημου. Βρισκόταν στη νοτιοδυτική γωνία της πλατείας, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Δημαρχείο. Ο επώνυμος αυτός Λαρισαίος μετά τον θάνατό του το 1925 κληροδότησε το κτίριο στον Δήμο.
Αμέσως μετά μόλις διακρίνεται χαμηλά η ισόγεια κατοικία του ιατρού Κωνσταντίνου Βλάχου [3]. Μεταπολεμικά οι χώροι που στέγαζαν το κτίριο του Νικόδημου και την κατοικία του Κων. Βλάχου ενσωματώθηκαν, για την ανέγερση του σημερινού Δημαρχιακού Μεγάρου, το οποίο οικοδομήθηκε επί δημαρχίας Δημητρίου Χατζηγιάννη.
Το τελευταίο προς τα δεξιά κτίσμα βρισκόταν στη δυτική πλευρά της πλατείας και ανήκε στον γαιοκτήμονα Νικόλαο Καρανίκα. Είχε αγοράσει τον χώρο από τον Ισραηλίτη Μουσόν Αβραάμ και έκτισε στα 1910 μια πολύ όμορφη διώροφη οικοδομή που υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του 1960 στη γωνία των οδών Παπαναστασίου και Ίωνος Δραγούμη. Στον επάνω όροφο έμεινε ο ιδιοκτήτης με την οικογένειά του και για ένα διάστημα στέγασε τη Στρατιωτική Λέσχη. Στο ισόγειο λειτουργούσε καφεζαχαροπλαστείο με το όνομα «Βασιλικόν». Εκείνο, όμως, που έδινε χάρη και ομορφιά στο κτίσμα ήταν ένα θαυμάσιο σύμπλεγμα, τοποθετημένο στην πρόσοψη, πάνω από το κεντρικό τμήμα του στηθαίου της στέγης και το οποίο μόλις διακρίνεται στη φωτογραφία [4].

-----------------------------
[1]. Οι αδελφοί Παπαδημητρίου ήταν μεγαλοκτηματίες. Παραμένει μέχρι και σήμερα ερειπωμένο το αρχοντικό ενός εκ των αδελφών στον συνοικισμό Γυρτώνη (Μπάκραινα), λίγο έξω από τη Λάρισα, στον δρόμο για τα Τέμπη.
[2]. Ψηλό τριώροφο κτίριο και μάλιστα χρονικά παλαιότερο από το «Πανελλήνιον», ήταν και το αρχοντικό του Ιωάννη Βελλίδη, στον λόφο της Ακρόπολης, απέναντι από τον ναό του Αγίου Αχιλλίου.
[3]. Ο Κωνσταντίνος Βλάχος το 1917, κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, μετά την καθαίρεση το αιρετού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα από την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, διορίσθηκε δήμαρχος Λαρίσης μέχρι το 1920.
[4]. Παρόμοιο σύμπλεγμα και μάλιστα στην ίδια θέση παρατηρούμε ότι υπήρχε και στο αρχοντικό του Στεφάνοβικ, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Παπακυριαζή και 28ης Οκτωβρίου, εκεί όπου μέχρι πριν από λίγα χρόνια στεγαζόταν το στρατιωτικό πρατήριο.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

 «ΤΟ ΑΛΚΑΖΑΡ, ΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ…»

Η Λάρισα του 1936 σε περιγραφή ταξιδιώτη


«Το Αλκαζάρ, το Ζάππειο της Λαρίσης, εντελώς απεριποίητο  και εγκαταλελειμμένο στη φροντίδα της φύσεως».  Επιστολικό δελτάριο Μαργαρίτη-Γκηνάκου. Περίπου 1935. «Το Αλκαζάρ, το Ζάππειο της Λαρίσης, εντελώς απεριποίητο και εγκαταλελειμμένο στη φροντίδα της φύσεως». Επιστολικό δελτάριο Μαργαρίτη-Γκηνάκου. Περίπου 1935.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Πολλές φορές μέχρι σήμερα έχουμε μεταφέρει στη στήλη αυτή της εφημερίδας, περιγραφές της Λάρισας από επισκέπτες ημεδαπούς ή αλλοδαπούς. Η παλαιότερη είναι του 1545 και φθάνουν χρονικά μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Στο σημερινό σημείωμά μας καταγράφουμε μια πιο πρόσφατη περιγραφή της πόλης μας, όπως ήταν πριν ογδόντα επτά χρόνια από κάποιον επισκέπτη του οποίου η ματιά δείχνει να είναι αρκετά ανιχνευτική. Ήταν η περίοδος που η Λάρισα, έπειτα από 55 χρόνια ελεύθερου βίου, είχε οριστικά αποβάλλει τον τίτλο της τουρκόπολης ρυμοτομικά, οικοδομικά και αισθητικά και αποκτούσε τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ελληνικής πολιτείας. Είχαν φροντίσει οι δημοτικοί άρχοντες, και ιδιαίτερα ο Μιχαήλ Σάπκας, να της προσδώσουν μια όμορφη εικόνα, ιδιαίτερα σε πολλά σημεία του κεντρικού ιστού της και η τοπική κοινωνία να μιμηθεί πολιτιστικά κατά το δυνατόν τους εκλεπτυσμένους τρόπους ζωής της ελληνικής πρωτεύουσας. Η χρονική περίοδος 1925-1940 είναι για τη Λάρισα μια εποχή αλματώδους ανάπτυξης σε πολλούς τομείς, στους οποίους προηγουμένως δραματικά υστερούσε, όπως ήταν η ύδρευση, ο ηλεκτροφωτισμός, οι ασφαλτοστρώσεις, ο πολιτιστικός τομέας, η εκπαίδευση και τόσα άλλα. Όμως, όλη αυτήν την πρόοδο ήλθε να διακόψει δραματικά ο πόλεμος του 1940, ο καταστρεπτικός σεισμός του 1941 και η κατοχή του 1941-1944.
Την άνοιξη του 1936, περίοδο μετάπλασης της Λάρισας σε μεγαλούπολη, την επισκέφθηκε ένας Πειραιώτης ταξιδιώτης. Εντυπωσιάσθηκε από την ομορφιά και τη μεταλλαγή της, αλλά και από τη ζωντάνια και τη φιλοξενία των κατοίκων της, ώστε θεώρησε υποχρέωση να δημοσιεύσει τις εντυπώσεις του στην τοπική εφημερίδα της Λάρισας «Κήρυξ» στο φύλλο της 16ης Ιουνίου 1936 [1]. Υπογράφει με το όνομα «Ρωσσέτος» και στην επικεφαλίδα του κειμένου αυτοπροσδιορίζεται ως «Πειραιώτης εκδρομεύς». Προσκλήθηκε από κάποιο συγγενικό του πρόσωπο που τον φιλοξένησε κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα. Επισκέφθηκε και τα Τρίκαλα και πιθανότατα έφθασε μέχρι τα Μετέωρα. Το κείμενό του είναι απλό, γλαφυρό και τα συμπεράσματά του αντικειμενικά, καθώς δεν αποφεύγει να καταγράψει με ευγενικό ή και χιουμοριστικό τρόπο όλα τα κακώς κείμενα, όσα υποπίπτουν στην αντίληψή του, αλλά και να επαινεί όσα τον γοητεύουν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κείμενο που αναφέρεται στην επίσκεψή του στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή. Γράφει, λοιπόν, για την πόλη ο ταξιδιώτης μας:
«Η Λάρισα δεν είναι πια η παλιά τουρκόπολη που δεν έβλεπε κανείς παρά μιναρέδες, ξιφολόγχες και …πελαργούς. Είναι τελείως αλλαγμένη, με δρόμους καλούς, με πλατείες εξωραϊσμένες, με κτίρια καινούργια και προπαντός με κατοίκους φιλόξενους και υποχρεωτικότατους. Νιώθει κανείς έναν άνεμο πολιτισμού να πνέει εδώ. Αν κρίνω απ’ όσους έτυχε να γνωρίσω -χάρις σ’ ένα συγγενικό μου σπίτι που φιλοξενήθηκα- πρέπει το πλείστο των νέων της Λαρίσης νά ‘ναι ευγενικοί και μορφωμένοι, όσο δε για τις νέες είναι αφελέστατες, χωρίς σεμνοτυφίες και υποκρισίες, που με τόση επιμονή φύλαγε άλλοτε κατά παράδοσιν η ελληνική επαρχία. Πολλά από τα κορίτσια αυτά, αν και ζουν σε περιορισμένο περιβάλλον, δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους εργαζόμενα. Τούτο δείχνει αναμφισβήτητα μια εξέλιξη. Ένα ελάττωμα έχουν μόνο, να μιλάνε …Γαλλικά και όταν ακόμα δεν πρέπει ή να ανακατεύουν στην ελληνική συζήτησή τους φράσεις γαλλικές!...
Όσο για τα σπίτια, όλα σχεδόν έχουν τον κήπο τους, πλημμυρισμένο αυτήν την εποχή από ανθισμένες πασχαλιές που μοσχοβολούν όπου περάσεις. Και επειδή περάσαμε το πρωί του Πάσχα, το άρωμα τούτο ανακατευόταν με την ...τσίκνα του οβελία. Όλη η πόλη είχε μεταβληθεί σε μια μεγάλη ψησταριά. Απ’ όλες τις αυλές ο καπνός υψωνόταν, αλλά δεν πρόφταινε να σκορπισθεί γιατί οι …ρώθωνες των διαβατών αμέσως τον απορροφούσαν λαίμαργα. Κατά τη συνήθεια του τόπου αλλάζουν την ημέρα αυτήν επισκέψεις για να ευχηθούν τα χρόνια πολλά, να τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό, να γευτούν το τσουρέκι, να δοκιμάσουν το κοκορέτσι και τα …γλυκαδάκια και να φύγουν για να …κουτσομπολέψουν σε άλλη αυλή το αρνί του γείτονά τους ότι ήταν άπαχο, άψητο, κ.λπ. Θα υπάρχουν και εξαιρέσεις βέβαια, αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτές, λέμε μόνον τον κανόνα. Όσοι, λοιπόν, από τους αγαπητούς Λαρισείς [2] τύχει να διαβάσουν αυτές τις εντυπώσεις μου, να ‘χουν υπόψη τους ότι δεν ανήκουν στον κανόνα, αλλά στην εξαίρεση. Έτσι, δε θα τους κακοφανεί, αφού ο κανών θα αφορά τους άλλους και όχι αυτούς.
Εντελώς ιδιαίτερη χάρη στην πόλη δίνει και ο Πηνειός, που κάποτε, όμως, γίνεται η αιτία να πλημμυρίζουν οι χαμηλές συνοικίες. Η γέφυρα προς το Αλκαζάρ είναι μεγάλη και γραφικότατη και η θέα απ’ αυτήν προς τον Άγιο Αχίλλιο, την Μητρόπολη, μεγαλοπρεπής. Αμέσως μετά τη γέφυρα είναι το Αλκαζάρ, το Ζάππειο να πούμε της Λαρίσης, με δενδροστοιχίες και πανύψηλα πεύκα, λεύκες, πλατάνια, κυπαρίσσια, κ.λπ., όλα, όμως, εντελώς απεριποίητα και εγκαταλελειμμένα στη φροντίδα της φύσεως. Αν προχωρήσετε περί τα τρία τέταρτα μετά το Αλκαζάρ και πάντα στην αριστερή όχθη του ποταμού από δρομάκι γραφικό και ευχάριστο, ανάμεσα στις βατομουριές και στα πράσινα χωράφια γεμάτα από αγριολούλουδα, όπου αναπνέεται διάχυτο παντού το λεπτό τους άρωμα και πλάι στο ήρεμο θέαμα του ποταμού που κυλάει ήσυχα και αθόρυβα τα θολά νερά του, θα βγείτε σε μια όμορφη τοποθεσία με ψηλά πλατάνια και αφάνταστα πλούσια βλάστηση. Λούνα Παρκ [3] το λένε. Ασφαλώς κάποια από τις …Γαλλίζουσες θα το βάπτισε έτσι! Ωστόσο, θα αγαπούσα τη Λάρισα και μόνο για τούτο το όμορφο κομμάτι της [4].
Γυρίζοντας από τα Τρίκαλα και λίγο πριν μπούμε στη Λάρισα αντικρίσαμε ένα φωτεινό ρολόι. Μάθαμε πως ήταν η Γεωργική Σχολή. Την επομένη την επισκεφθήκαμε. Δεν πήγε χαμένη η ώρα, γιατί εκτός που είδαμε τις διάφορες ράτσες όλων των ειδών ζώων και πουλερικών, από το κουνέλι μέχρι το ευγενικό άλογο της κούρσας με τα χαρακτηριστικά ονόματα -Πηνειός, Κένταυρος, κ.λπ.- και από το κοτόπουλο μέχρι το παγώνι, που καλλιεργούν επιστημονικά εδώ για ζωντανή διδασκαλία, ικανοποιηθήκαμε και από τα φροντισμένα καλαίσθητα παρτέρια με τα όμορφα άνθη, φυτεμένα συμμετρικά, που συμπληρώνουν αρμονικά τα κτήρια των Σχολών, τα διαμονητήρια, εργαστήρια, κ.λπ., και αποτελούν ένα νοικοκυρεμένο σύνολο που αφήνει τον επισκέπτη τέλεια ικανοποιημένο. Έξω υπάρχει ένα απέραντο αγροκήπιο με διαρρυθμισμένα γραφικά δρομάκια, μοναδικά για περίπατο, διάβασμα και …ρέμβασμα.
Ένα άλλο συνηθισμένο και χαρακτηριστικό θέαμα στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία είναι οι πελαργοί, οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι της Θεσσαλίας. Τα συμπαθητικά και ωφέλιμα τούτα πουλιά -τα λελέκια αλλιώς καλούμενα από τους αρχαίους Λέλεκας- δίνουν μια νότα γραφική στον θεσσαλικό κάμπο. Τα βλέπει κανείς στις στέγες των σπιτιών και των εκκλησιών να στέκονται πάνω στο ένα πόδι τους πλάι στη φωλιά τους ή τα συναντά στα χωράφια να κυνηγούν σκουλήκια. Λένε πως σε ορισμένη ημέρα -της Μεταμορφώσεως- μαζεύονται οι πελαργοί της Θεσσαλίας σε ένα χωριό, το Καζακλάρ, και από εκεί παραλαμβάνοντας στα δυνατά φτερά τους όσα άλλα μικρά μεταναστευτικά πουλιά νιώθουν αδύνατο τον εαυτό τους για ταξίδι, ξεκινούν εν σώματι πάνω από θάλασσες και πολιτείες για χώρες μακρινές, θερμές, ώσπου νά ‘ρθει πάλι η άνοιξη και να ξαναγυρίσουν στην παλιά φωλιά τους…
Τελειώνω τις εντυπώσεις μου νιώθοντας την ίδια θλίψη που αφήνει σαν τελειώνει ένα όμορφο όνειρο. Χιλιοειπωμένη αυτή η παρομοίωση, τι τα θέλετε, όμως; Μοιάζει τόσο πολύ με όνειρο κάθε τέτοια εκδρομή, ώστε είναι δύσκολο να βρεθεί πιο επιτυχημένη. Όπως, λοιπόν, το ζωηρό όνειρο αφήνει κάποτε ανεξίτηλη εντύπωση στη μνήμη μας, έτσι και η εκδρομή αυτή δεν θα ξεχασθεί εύκολα. Οι μη ρομαντικοί ας με γελάσουν…».
------------------
[1]. Γενικά για την εφημερίδα της Λάρισας «Κήρυξ» βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η εφημερίδα «Κήρυξ», Εκδότης-Διευθυντής: Αδαμάντιος Νικολαΐδης, Διευθυντής Συντάξεως: Κώστας Περραιβός, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 29ης Μαΐου 2018.
[2]. Λαρισείς: Πρόκειται για την απόδοση της λέξεως Λαρισαίοι στην καθαρεύουσα, η οποία δεν ακούγεται και άσχημα.
[3]. Οι λέξεις «Λούνα Παρκ» είναι ξένες και σημαίνουν το άλσος του φεγγαριού.
[4]. Σήμερα η περιοχή αυτή, η οποία ονομαζόταν τουρκικά Ορμάν τσιφλίκ, με την αποψίλωση των δέντρων που έγινε κατά τη διάρκεια του παγερού χειμώνα του 1942 από Ιταλούς και Έλληνες, δυστυχώς, έχασε την τόσο πλούσια βλάστηση.

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο «λόγιος» της Λάρισας

ΚΟΥΜΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (1777-1836)


Κούμας Κωνσταντίνος. Χαρακτικό με την ιδιόχειρη υπογραφή του από τον 12ο τόμο του βιβλίου του «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων». 1832Κούμας Κωνσταντίνος. Χαρακτικό με την ιδιόχειρη υπογραφή του από τον 12ο τόμο του βιβλίου του «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων». 1832

Στην έκθεση που «τρέχει» ακόμη στη Δημοτική Πινακοθήκη Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα, και στην ενότητα «Θεσσαλικός Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκτίθενται, μεταξύ άλλων, και έργα του Λαρισαίου λόγιου Κωνσταντίνου Κούμα.

Κατά την ξενάγηση διαπιστώθηκε ότι το σπουδαίο αυτό τέκνο της πόλης μας είναι γνωστό για την ομώνυμη κεντρική οδό, ίσως και για την προτομή του στην Κεντρική πλατεία Μιχαήλ Σάπκα. Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν ποιος πράγματι ήταν ο Κωνσταντίνος Κούμας και αυτό μας υποχρεώνει να σκιαγραφήσουμε εν συντομία τη ζωή και το έργο του.
Ο Κωνσταντίνος Κούμας υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους «Διδασκάλους του Γένους», ο οποίος εργάσθηκε με σθένος για την πνευματική αφύπνιση του υπόδουλου γένους. Με το τεράστιο συγγραφικό έργο και την εκπαιδευτική του δράση, προετοίμασε πνευματικά μαζί με άλλους, τη γενιά των Ελλήνων που πραγματοποίησε την Επανάσταση του 1821.
Γεννήθηκε στη Λάρισα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1777 [1]. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Κούμας, ένας ευκατάστατος γούναρης στο επάγγελμα, μητέρα του μια απλή γυναίκα, η Αβραμική. Επειδή η Λάρισα (Γενή Σεχίρ για τους Τούρκους) κατοικούνταν από «μισόχριστους και εις άκρα θηριώδεις» μουσουλμάνους, οι γονείς του τον είχαν έγκλειστο, φοβούμενοι μήπως τον συλλάβουν οι γενίτσαροι. Γι’ αυτό και μέχρι την ηλικία των δέκα ετών δεν είχε πάει καθόλου στο σχολείο. Το 1787 έπληξε τη Λάρισα σοβαρή επιδημία πανώλης, η οποία ανάγκασε την οικογένειά του να μετακομίσει προσωρινά στον Τύρναβο, όπου κατόρθωσε να μάθει τα πρώτα γράμματα. Αργότερα, μαθήτευσε για έξι χρόνια κοντά στον περίφημο ιεροδιδάσκαλο του Τυρνάβου Ιωάννη Πέζαρο. Το διάστημα αυτό ήταν τόσο αποφασιστικό για την πνευματική του συγκρότηση, ώστε προσδιόρισε ολοκληρωτικά τη μετέπειτα ζωή του. Επιστρέφοντας το 1796 στη Λάρισα, έπειτα από προτροπή του τότε Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου Καλλιάρχη, τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρέτησε γραμματικός στην ηγεμονική αυλή του Κων. Υφηλάντη. Σύντομα, όμως, επέστρεψε στη Λάρισα, γιατί ο χαρακτήρας του τον οδηγούσε σε άλλους ανεξάρτητους ατραπούς.
Για πρώτη φορά διδασκαλικά καθήκοντα ανέλαβε το 1798 και μάλιστα στο Σχολείο της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Λάρισας. Την ίδια χρονιά νυμφεύθηκε τη Σταμουλίτσα, μικρότερη αδελφή της γυναίκας του Ιωάννη Πέζαρου. Έτσι, με τον δάσκαλό του στον Τύρναβο έγιναν σύγαμπροι. Όμως, έναν χρόνο μετά, η γυναίκα του πέθανε [2] και από τότε μέχρι το τέλος του βίου του ζούσε με τη μητέρα του και την κόρη του. Στη συνέχεια, αρχίζει για τον Κούμα μια σειρά μετακινήσεων που ξεκινούν από τις κωμοπόλεις της Θεσσαλίας (Τσαριτσάνη, Αμπελάκια) και φθάνουν μέχρι τα μεγάλα αστικά κέντρα του Ελληνισμού, όπως η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη και στην Ευρώπη η Βιέννη, η Τεργέστη και ορισμένες πόλεις της Γερμανίας, οι οποίες μάλιστα του απένειμαν υψηλές τιμητικές διακρίσεις. Η Λειψία τον ανακήρυξε διδάκτορα της Φιλοσοφίας και των Καλών Τεχνών, ενώ η Βασιλική Ακαδημία του Βερολίνου και η αντίστοιχη του Μονάχου τον υποδέχθηκαν ως επίτιμο μέλος τους.
Η ίδρυση στη Σμύρνη το 1809 από τον Κούμα του Φιλολογικού Γυμνασίου θεωρείται το αποκορύφωμα της διδασκαλικής του δράσης. Προσκάλεσε για διδάσκαλο της Ελληνικής γλώσσας τον Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ Οικονόμων από την Τσαριτσάνη, ενώ ο ίδιος παράλληλα δίδασκε και επιστημονικά μαθήματα. Στην ιστορία της Εκπαίδευσης θεωρείται ότι το Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης υπήρξε το πρώτο από όλα τα ελληνικά ιδρύματα της Ανατολής, όπου διδάχθηκαν συστηματικά η Χημεία, η Φυσική και τα Λατινικά.
Το 1821, μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, εγκατέλειψε τη Σμύρνη ως πρόσφυγας και εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Τεργέστη. Σε κάποιο ταξίδι του στη Βιέννη συνελήφθη από την Αστυνομία και φυλακίστηκε προσωρινά με την κατηγορία της συμμετοχής του στη Φιλική Εταιρεία. Όμως, του στέρησαν το διαβατήριο και δεν του επέτρεπαν να επιστρέψει στην οικογένειά του στην Τεργέστη μέχρι το 1827.
Από το 1933 ο βασιλέας Όθων και η Ελληνική Κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, τον προσκάλεσαν να έλθει στην Ελλάδα για να μορφώσει «την σπουδάζουσαν νεολαίαν». Όμως, η κλονισμένη υγεία και η ηλικία του τον ανάγκασαν να μην αποδεχθεί την πρόσκληση. Λίγα χρόνια αργότερα προσβλήθηκε από χολέρα και την 1η Μαΐου 1836 [3] πέθανε σε ηλικία 59 ετών. Ενταφιάστηκε στο ορθόδοξο νεκροταφείο των Αγίων Αποστόλων της Τεργέστης.
Είδαμε, λοιπόν, ότι το διδακτικό έργο του Κούμα υπήρξε τεράστιο, νεωτεριστικό, αποδοτικό και αναπτύχθηκε σε Ευρώπη και Ανατολή. Αλλά και το συγγραφικό του έργο είναι και αυτό εκτεταμένο και έχει κατ’ εξοχήν διδακτικό χαρακτήρα. Έχει υπολογιστεί ότι κυκλοφόρησε συνολικά 45 τόμους, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αποτελεί συμπλήρωμα της εκπαιδευτικής του δράσης. Η πνευματική παραγωγή του περιλάμβανε πρωτότυπη συγγραφή, μεταφράσεις και σχολιασμό κειμένων.
Στις 25 Οκτωβρίου 1930, έγιναν στην Κεντρική πλατεία Θέμιδος με κάθε επισημότητα τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1965, με πρωτοβουλία του Μορφωτικού Εκδρομικού Συλλόγου «Αριστεύς», έγινε η ανακομιδή των οστών του Κούμα από την Τεργέστη στη Λάρισα και από τότε αυτά αναπαύονται στην πατρική γη, στο Α’ Δημοτικό Νεκροταφείο της πόλης μας.


[1]. Κούμας Κωνσταντίνος, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας, τόμ. 12ος, εν Βιέννη της Αυστρίας, 1932, σελ. 583. Στο κεφάλαιο «Κατάστασις της Παιδείας των νεωτέρων Ελλήνων», στις σελίδες 583-598 δημοσιεύει την αυτοβιογραφία του.
[2]. «Η καλή σύζυγος του εγέννησε θυγάτριον την 9ην Νοεμβρίου 1799 και μετ’ ολίγας ημέρας απέθανεν». Κούμας Κωνσταντίνος, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, ό.π. σελ. 584.
[3]. Ως επίσημη αιτία θανάτου αναφέρεται η παραλυσία και ημερομηνία η 13η Μαΐου 1836.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

 

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΚΑΡΑΘΑΝΟΥ

Eνα ιστορικό φαρμακείο


Το Φαρμακείο Καραθάνου στη γωνία των οδών Βενιζέλου  και Παπαναστασίου, απέναντι από το παλαιό κτίριο της Τραπέζης Λαρίσης.  Το βέλος υποδεικνύει μία από τις θέσεις που στεγάσθηκε το φαρμακείο.  Λεπτομέρεια από μεταπολεμική φωτογραφία του Τάκη Τλούπα.Το Φαρμακείο Καραθάνου στη γωνία των οδών Βενιζέλου και Παπαναστασίου, απέναντι από το παλαιό κτίριο της Τραπέζης Λαρίσης. Το βέλος υποδεικνύει μία από τις θέσεις που στεγάσθηκε το φαρμακείο. Λεπτομέρεια από μεταπολεμική φωτογραφία του Τάκη Τλούπα.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Τα Φαρμακεία και οι φαρμακοποιοί της Λάρισας αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της πόλης από την απελευθέρωσή της το 1881 μέχρι και σήμερα. Για το θέμα αυτό μας δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να αναφερθούμε, είτε γενικά στη συμβολή τους στην υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη των κατοίκων της περιοχής μας, είτε ειδικά αναφερόμενοι σε μεμονωμένα ιστορικά φαρμακεία. Από όσα μέχρι τώρα γνωρίζουμε, το πρώτο ιστορικά φαρμακείο που λειτούργησε στην πόλη μας χρονολογείται από τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Ανήκε στον Αναστάσιο Αστεριάδη, που ήταν ταυτόχρονα πρακτικός ιατρός και φαρμακοποιός και ήταν γνωστό ως Βοτανοπωλείο (Ντρογκερία)[1]. Κοντά του μαθήτευσε από μικρός ο ανεψιός του Κωνσταντίνος Αστεριάδης[2]. Ο αριθμός των εμπειρικών και νομίμως λειτουργούντων φαρμακείων στη Λάρισα κατά την απελευθέρωση ανερχόταν σε πέντε. Τα θεραπευτικά σχήματα που εφάρμοζαν τα φαρμακεία αυτά για τα διάφορα νοσήματα δεν απείχαν και πολύ από την Ιπποκρατική θεραπευτική. Λίγα ήταν τα νέα φάρμακα που η χημική βιομηχανία είχε εντάξει στη φαρέτρα των ιατρών. Για τις διάφορες παθήσεις, οι πρακτικοί φαρμακοποιοί της εποχής, με την εμπειρία που παρείχε η μακροχρόνια μαθητεία και ενασχόλησή τους με τη θεραπευτική ιδιότητα των φαρμακευτικών φυτών, παρασκεύαζαν για τους ασθενείς φάρμακα, τα οποία ως επί το πλείστον προέρχονταν από τη φύση, τα βότανα. Ο Ιωάννης Μαζαράκης, γενικός αρχίατρος που συνόδευε τον ελληνικό στρατό κατά την είσοδό του στη Λάρισα το 1881, σε μια ανταπόκρισή του στην εφημερίδα των Αθηνών «Αιών» της 25ης Σεπτεμβρίου 1881 γράφει ότι συνάντησε στη Θεσσαλία πολλές πρακτικές θεραπεύτριες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν ιαματικά την πλούσια σε βότανα χλωρίδα της θεσσαλικής γης, σε μια περίοδο όπου δεν υπήρχε καμιά αστυνόμευση, σε σημείο ώστε ο καθένας μπορούσε να δηλώνει και να εξασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ήθελε[3].
Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε σε ένα παλιό φαρμακείο της πόλης μας, του Καραθάνου. Το λειτούργησαν δύο γενιές της ίδιας οικογένειας, ο πατέρας Ηρακλής και κατόπιν ο υιός του Δημήτριος Καραθάνος, ο οποίος υπήρξε και δήμαρχος κατά το διάστημα 1951-1954. Ο Ηρακλής Καραθάνος δεν ήταν Λαρισαίος. Καταγόταν από την Καρδίτσα και όταν αποφοίτησε από τη Φαρμακευτική Σχολή διαπίστωσε ότι το επαγγελματικό του μέλλον στην πατρίδα του δεν ήταν ευοίωνο. Υπήρχαν πολλά φαρμακεία, σε πόλη με μικρό πληθυσμό. Έπρεπε λοιπόν να αναζητήσει πολιτεία εκτός Καρδίτσας για να στεγάσει την επαγγελματική του δραστηριότητα, η οποία θα του απέφερε οικονομικά οφέλη. Τελικά επέλεξε τη Λάρισα γιατί ήταν μια πληθυσμιακά ανερχόμενη πόλη, στο κέντρο μιας εύφορης πεδιάδας. Και δεν έπεσε έξω.
Πότε ακριβώς άνοιξε ο Ηρακλής Καραθάνος το φαρμακείο του στη Λάρισα δεν το γνωρίζουμε. Υπολογίζεται στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Βρισκόταν σε μια μικρή πλατειούλα που υπήρχε μεταξύ των οδών Απόλλωνος και Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), η οποία σήμερα έχει μετατραπεί στη μικροσκοπική οδό Ύδρας. Στη θέση αυτή δεν έμεινε για πολύ καιρό. Μετακόμισε στη γωνία των σημερινών οδών Βενιζέλου και Παπαναστασίου, στο δεξιό μέρος της αρχής του ανηφορικού δρόμου για τον Λόφο. Το σημείο αυτό ήταν πολυσύχναστο και η μετακόμιση αποδείχθηκε ότι ήταν μια έξυπνη επαγγελματική κίνηση.
Σύμφωνα με τους χρονογράφους της εποχής[4], ο Ηρακλής Καραθάνος ήταν ένας συμπαθέστατος άνθρωπος, γραφική φυσιογνωμία, με την κλασική κεντρική χωρίστρα και ένα περιποιημένο μουστάκι που τόνιζε την προσωπικότητά του. Όμως εκτός από την επαγγελματική του κατάρτιση, ήταν πανέξυπνος, είχε γενικότερη εγκυκλοπαιδική μόρφωση και διέθετε λεπτό χιούμορ.
Για όσους δεν γνωρίζουν, τα φαρμακεία της Λάρισας μέχρι την κατοχή ήταν και τόποι συνάντησης των πνευματικών και προοδευτικών ανθρώπων, των «πεπαιδευμένων» όπως αποκαλούνταν. Οι περισσότεροι από τους ιατρούς εκτός από το γεγονός ότι υπηρετούσαν τον Ιπποκράτη και τον Ασκληπιό, συγχρόνως θεράπευαν και τις Μούσες. Όσοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν την αποπνικτική ατμόσφαιρα των καφενέδων, προσέφευγαν στα φαρμακεία, όπου γοητεύονταν με τις συζητήσεις που έκαναν με άλλους ιατροφιλόσοφους και φαρμακοποιούς πάνω σε θέματα επιστημονικά, κοινωνικά, ιστορικά και προ παντός πολιτικά. Την εποχή που ο Ηρακλής Καραθάνος είχε ανοίξει το φαρμακείο του, είχε ήδη αρχίσει να μεσουρανεί το άστρο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Θαυμαστής του από τα πρώτα χρόνια, έγινε φανατικός οπαδός του και τον υπερασπιζόταν ένθερμα. Γι’ αυτό όταν στο φαρμακείο του σύχναζαν αντιφρονούντες (βασιλικοί), άναβαν τα αίματα και ακολουθούσαν ομηρικοί καβγάδες.
Όταν ο γιος του Δημήτριος πήρε το 1922 το πτυχίο του φαρμακοποιού, ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του στη Λάρισα, ενώ ο Ηρακλής επέστρεψε στην Καρδίτσα, όπου άνοιξε νέο φαρμακείο. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, κάποια στιγμή όμως μια πυρκαγιά το κατέστρεψε. Παρά την ηλικία του δεν το έβαλε κάτω. Το ανασύστησε από την αρχή και το διατήρησε ως το τέλος της ζωής του.
Ο Δημήτριος (Μήτσος όπως τον φώναζαν) Καραθάνος (1899-1954) διαδέχθηκε στη Λάρισα τον πατέρα του στο φαρμακείο που όπως αναφέρθηκε, βρισκόταν στη γωνία των οδών Βενιζέλου και Παπαναστασίου, απέναντι από το νεοκλασικό κτίριο της Τραπέζης Λαρίσης. Είχε κληρονομήσει τον χαρακτήρα του πατέρα του. Ήταν εύθυμος, πρόσχαρος, ευγενέστατος, γαλαντόμος και προπαντός δημοκρατικός. Αυτό τον διευκόλυνε να δικτυωθεί σύντομα στην κοινωνική ζωή της Λάρισας. Αναμίχθηκε από νωρίς στην αθλητική ζωή και αναδείχθηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους αθλητικούς παράγοντες της πόλης. Για πολλά χρόνια διοίκησε την ποδοσφαιρική ομάδα “Ηρακλής” και υπήρξε μέλος και εν συνεχεία πρόεδρος του Ομίλου Εκδρομέων Λαρίσης. Επί πλέον σαν μέλος και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φαρμακευτικού Συλλόγου, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προώθηση ζητημάτων τα οποία αφορούσαν τον κλάδο των Φαρμακοποιών[5]. Κατά τη διάρκεια της κατοχής καταδιώχθηκε και ανέπτυξε πλούσια αντιστασιακή δράση.
Με την πληθωρική δραστηριότητα που ανέπτυξε ο Δημήτριος Καραθάνος αγαπήθηκε και από τους ομοϊδεάτες του και από τους αντιφρονούντες. Σέβονταν τις ιδέες των τελευταίων, ανέπτυσσε φιλίες μαζί τους, αλλά διατηρούσε στο ακέραιο τον προσωπικό του πολιτικό προσανατολισμό. Μεταπολεμικά μετέφερε το φαρμακείο του από τη γωνία που αργότερα στέγασε το ζαχαροπλαστείο του Έξαρχου και το εγκατέστησε σε ιδιόκτητο κτίριο που οικοδόμησε στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας (Παπαναστασίου). Στην περίοδο της εθνικής αναταραχής δεν ήταν λίγες οι διώξεις που υπέστη για τις ιδέες του. Αυτό όμως όχι μόνον δεν τον πτόησε, αλλά τον ενδυνάμωσε και τον κατηύθυνε να ασχοληθεί με την πολιτική.
Όταν αποκαταστάθηκε η εθνική ομαλότητα, αποφασίσθηκε να διενεργηθούν το 1951 οι πρώτες δημοτικές εκλογές μετά το 1934. Σ’ αυτά τα 17 χρόνια ο εκλεγμένος το 1934 Στυλιανός Αστεριάδης (Πατόφλας) διατηρήθηκε στη δημοτική αρχή για μεγάλο χρονικό διάστημα, με μεσοδιαστήματα διαφόρων μεταβατικών καταστάσεων, ανάλογα με την κρατούσα πολιτική κατάσταση. Ο Μήτσος Καραθάνος έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου του 1951, υποστηριζόμενος από το κόμμα ΕΠΕΚ, που είχε ιδρύσει ο συμπατριώτης του Νικόλαος Πλαστήρας. Αντίπαλός του ήταν ο Δημήτριος Λαγός, αξιωματικός εν αποστρατεία. Η δημοφιλία του ήταν τόσο μεγάλη ώστε υπερίσχυσε του ψηφοδελτίου του Λαγού και εκλέχθηκε πανηγυρικά με μεγάλη πλειοψηφία δήμαρχος. Δεν πρόφθασε όμως να ολοκληρώσει την τετραετή θητεία του, γιατί ήλθε πρόωρα ο θάνατος από υποτροπή καρδιακού εμφράγματος στις 17 Μαρτίου 1954. Παρά το σύντομο χρονικό διάστημα της δημαρχίας του, ανέπτυξε σπουδαία δραστηριότητα και επιτέλεσε πολλά και θαυμαστά έργα. Στην κηδεία του παρευρέθηκε σύσσωμη η Λάρισα. Με τον θάνατό του έσβησε οριστικά και η επιγραφή του φαρμακείου Καραθάνου για την πόλη.
--------------------
[1]. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη drοguerie, που σημαίνει φαρμακείο και ετυμολογείται από την ελληνική λέξη δρόγη, η οποία υποδηλώνει φαρμακευτικό φυτό, βότανο. Στην περίοδο εκείνη με τη λέξη Ντρογκερία προσδιόριζαν το εμπειρικό φαρμακείο.
[2]. Έγγραφο του πρώτου δημάρχου Λαρίσσης Χασάν Ετέμ με ημερομηνία 10 Ιουνίου 1882 αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος Αστεριάδης (1856-1908) «μετέρχεται τον φαρμακοποιόν» από το 1870.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικ. Η Λάρισα κατά την απελευθέρωση του 1881, Ενημερωτικό Δελτίο του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας 2007-2010, σ. 46.
[4]. Ολύμπιος {Περραιβός Κώστας}, Φαρμακεία, εντευκτήρια πεπαιδευμένων, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 4ης Αυγούστου 1975.
[5]. Ζιαζιάς Γεώργιος, Τοπωνυμική εγκυκλοπαίδεια οδών και πλατειών Λάρισας, Λάρισα (1995) σελ.184.

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Τα φυλάκια των Φόρων

ΤΑ ΔΙΑΠΥΛΙΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ


Αεροφωτογραφία του Φόρου Τυρνάβου. Βρισκόταν στην έξοδό της  από την γέφυρα του Πηνειού. Αρχείο Θανάση ΜπετχαβέΑεροφωτογραφία του Φόρου Τυρνάβου. Βρισκόταν στην έξοδό της από την γέφυρα του Πηνειού. Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή φωτογραφία είναι μεταπολεμική και χρονολογείται πριν το 1950. Πρόκειται για αεροφωτογραφία και αποτυπώνει την περιοχή που βρίσκεται στην έξοδο της γέφυρας του Πηνειού με κατεύθυνση προς Τύρναβο και Αλκαζάρ, στην αρχή της συνοικίας του Πέρα Μαχαλά (Ιπποκράτη).

Ο φωτογράφος είναι άγνωστος. Πιστεύεται ότι την περίοδο εκείνη, επειδή επιτρέπονταν μόνον στρατιωτικές πτήσεις, η εικόνα αυτή να είναι από το αρχείο της 110 Π.Μ.
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, αριστερά διακρίνονται τα πρώτα σπίτια του Πέρα μαχαλά (Βλαχομαχαλά). Ακολουθεί ένα στενό δρομάκι που αντιπροσωπεύει τη σημερινή οδό μητροπολίτου Δωροθέου και μετά βλέπουμε μέρος της αριστερής όχθης του Πηνειού κοντά στη γέφυρα. Στο δεξιό άκρο φαίνεται καθαρά ένα τμήμα της γέφυρας που είναι ξύλινη[1], και κατασκευάσθηκε για να γεφυρώσει πρόχειρα το χάσμα που δημιουργήθηκε από τις ανατινάξεις της κατοχής. Η νέα γέφυρα με οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν) έγινε αργότερα.
Στο μέσον της εικόνας διανοίγονται τρεις δρόμοι. Ο πρώτος αριστερά οδηγεί στο κέντρο του συνοικισμού Πέρα μαχαλάς και συνεχίζει προς Γιάννουλη και Τύρναβο, ο μεσαίος προς το κέντρο Αλκαζάρ και το ομώνυμο στάδιο και ο δεξιός στο «ανάχωμα» όπως λέγαμε την πρόχειρη παρόχθια οδό που οδηγούσε στο εξοχικό κεντράκι «Κιβωτός»[2]. Στην αρχή του δρόμου προς τον Τύρναβο διακρίνεται ένα μικρό κτίσμα με δίρριχτη στέγη από κεραμίδια. Είναι ο γνωστός «Φόρος του Τυρνάβου». Για τα κτίσματα αυτά, τους φόρους, θα αναφερθούμε πιο κάτω.
Στο βάθος της φωτογραφίας αριστερά εντοπίζεται το άγαλμα του Κρυστάλλη με το μικρό κυκλικό σιντριβάνι που είχε μπροστά του και δεξιά το μνημείο για τους πεσόντες αξιωματικούς και οπλίτες κατά τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897[3]. Το μνημείο αυτό αποτελούσε το ηρώο της πόλεως μέχρις ότου κατασκευάστηκε κατά τη δεκαετία του 1960 το σημερινό μεγαλοπρεπές ηρώο στο Φρούριο.
Αναφέρθηκε προηγουμένως ο «Φόρος του Τυρνάβου». Με την ευκαιρία αυτή θα δώσουμε μερικά στοιχεία γι’ αυτά τα κτίσματα. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να κάνουμε γνωστό στους νεώτερους ότι μέχρι το 1948 υπήρχαν στις κύριες εισόδους της πόλεως μικρά κτίσματα, στα οποία όσοι μετέφεραν εμπορεύματα και διάφορα προϊόντα στην πόλη σταματούσαν και πλήρωναν τα λεγόμενα «διαπύλια τέλη». Τα τέλη αυτά ήταν φορολογία η οποία εισπράττονταν από την δημοτική αρχή, για να αντιμετωπίζει τις δαπάνες επισκευής και συντήρησης του οδικού δικτύου της πόλεως. Μέχρι το 1939 ο Δήμος παραχωρούσε με δημοπρασία σε ιδιώτη την είσπραξη των τελών αυτών. Από το 1939 μέχρι το 1948 που καταργήθηκε ο φόρος, εισπράττονταν από δημοτικούς υπαλλήλους, οι οποίοι στεγάζονταν στα κτίσματα που είχαν κτισθεί για τον σκοπό αυτό. Απ’ όσο γνωρίζω, τα φυλάκια αυτά των φόρων ήταν συνολικά πέντε. Του Τυρνάβου ή Γεφυρόπορτα που βλέπουμε στη φωτογραφία, η Βολιόπορτα που ήταν κοντά στις γραμμές του τρένου στο τέλος της παλιάς οδού Βόλου (σήμερα 23ης Οκτωβρίου), η πόρτα (πύλη) των Σιδηροδρόμων του Διεθνούς και του Θεσσαλικού, η Καρδιτσόπορτα που βρισκόταν στη διασταύρωση των σημερινών οδών Πολυτεχνείου και Παπαναστασίου, πάνω στο ανάχωμα της τάφρου την οποία σήμερα κάλυψε η οδός Πολυτεχνείου, δίπλα σ’ ένα γεφυράκι και η Τρικαλόπορτα που ήταν λίγο πιο κάτω από το στρατιωτικό νοσοκομείο προς τη Φιλιππούπολη.
Μέσα στους φόρους-φυλάκια που ήταν μικρά μονόχωρα κτίσματα, έμενε ο υπάλληλος του φόρου που είχε το γραφείο του, συγχρόνως όμως χρησίμευε και για κατοικία του, γιατί τότε δεν υπήρχαν οκτάωρα και ο φύλακας χρειαζόταν ακόμα και να διανυκτερεύει.
Από τους φόρους αυτούς τη μεγαλύτερη κίνηση είχε η Γεφυρόπορτα (του Τυρνάβου), ιδίως τις ημέρες της αγοράς της Τετάρτης, όταν οι σούστες και τα κάρα με τα εμπορεύματα πολλές φορές σχημάτιζαν τέτοια ουρά που έφθανε και πέρα από το γήπεδο του Αλκαζάρ. Ο έλεγχος και η ποσότητα των εμπορευμάτων γινόταν με αυτοψία του υπαλλήλου και η διαδικασία αυτή ήταν χρονοβόρα.
Εκτός όμως από τους υπαλλήλους αυτούς υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι διακινούνταν ελεύθερα, όπως η σημερινή ΣΔΟΕ. Μερικοί περιπολούσαν στους μικρότερους συνοικιακούς δρόμους πρόσβασης στην πόλη, ενώ άλλοι περιφέρονταν στην εβδομαδιαία αγορά της Τετάρτης, για να φορολογούν εκείνους οι οποίοι προσπαθούσαν να αποφύγουν την φορολόγηση των προϊόντων τους.
Όπως γίνεται πάντοτε εδώ στη χώρα μας, οι περιπτώσεις φοροδιαφυγής και τότε ήταν πολλές, γι’ αυτό και δεν έλειπαν οι καθημερινοί καβγάδες μεταξύ ελεγκτών και εμπόρων οι οποίοι καταγράφονταν στις στήλες των εφημερίδων της εποχής και μερικές φορές οι καυγάδες αυτοί κατέληγαν να γίνονται και βίαιοι.

 

[1]. Η γέφυρα ανατινάχθηκε κατά τη διάρκεια της κατοχής δύο φορές. Η πρώτη ήταν τον Απρίλιο του 1941 από τους Νεοζηλανδούς, για να επιβραδύνουν την προέλαση των Γερμανών προς την Αθήνα και η δεύτερη, η πιο ισχυρότερη, τον Οκτώβριο του 1944 από τους Γερμανούς κατά την οπισθοχώρησή τους.
[2]. Σήμερα αυτός ο δρόμος έχει ασφαλτοστρωθεί και έχει καθιερωθεί από τους περιπατητές της ως «οδός bypass», επειδή τον διασχίζουν συνήθως γυμναζόμενοι εκείνοι που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση στένωσης των στεφανιαίων αγγείων της καρδιάς.
[3]. Είναι έργο του γλύπτη Γεωργίου Ξενάκη και στήθηκε το 1909. «Την ερχομένην εβδομάδα καταφθάνει εξ Αθηνών το άγαλμα του τύμβου, το οποίον παρά τη γέφυραν ανεγείρουσιν οι κ. κ. Αξιωματικοί μας εις μνήμην των κατά το 1897 πεσόντων. Είναι έργον του γλύπτου Ξενάκη, επισήμως δε θα γίνωσι προσεχώς τα αποκαλυπτήριά του». Βλέπε εφ. «Μικρά», Λάρισα, φύλλο της 16ης Απριλίου 1909.