Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΛΟΥΤΡΟ (BUYUK HAMAM) ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ


Ο τρούλος του Χαμάμ παραμένει ακέραιος παρά τον σεισμό και τους ανελέητους βομβαρδισμούς του 1941 που είχαν μετατρέψει τη Λάρισα σε ερείπια. Αντίγραφο από διεθνή δημοπρασία. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΟ τρούλος του Χαμάμ παραμένει ακέραιος παρά τον σεισμό και τους ανελέητους βομβαρδισμούς του 1941 που είχαν μετατρέψει τη Λάρισα σε ερείπια. Αντίγραφο από διεθνή δημοπρασία. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Με την ευκαιρία της εκδήλωσης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο καφέ-Χαμάμ της οδού Βενιζέλου το μεσημέρι της περασμένης Κυριακής, για την ιστορία και την ευοίωνη μελλοντική πορεία του Οθωμανικού μνημείου Buyuk Hamam και μετά τα τόσα ενδιαφέροντα μας ανέφεραν οι ομιλητές, κυρίες Κατερίνα Κόσσυβα και Σταυρούλα Σδρόλια και ο κ. Θεόδωρος Παλιούγκας, έρχεται και η στήλη αυτή να προσθέσει ένα ακόμα μικρό λιθαράκι ιστορικής μνήμης της πόλης.
- Ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός (κρυμμένος κάτω από το όνομα "Ολύμπιος" κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, λόγω της προηγηθείσης βουλευτικής του ιδιότητας), διατηρούσε για πολλά χρόνια (1968-1981) στην εβδομαδιαία εφημερίδα "Λάρισα" και το 1982-1983 στην εφημερίδα "Ελευθερία", τη στήλη "Η Λάρισα που χάθηκε". Στα κείμενά του αυτά προβάλλει διάφορα ιστορικά στοιχεία της πόλης με έναν ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο. Πολλές φορές τα κείμενα αυτά ήταν διανθισμένα με ανέκδοτες διασκεδαστικές ιστορίες προσώπων και γεγονότων που είχαν κάνει αίσθηση στην εποχή τους.
Σε ένα δημοσίευμά του αναφέρει ότι υπήρχε επί τουρκοκρατίας και ένα δεύτερο λουτρό, ειδικά για γυναίκες, πέραν του Μικρού (Κιουτσούκ) Χαμάμ στην περιοχή του ξενοδοχείου "Divani Palace" που αναφέρθηκε στην εκδήλωση. Η είσοδός του βρισκόταν επί της οδού Ερμού και εκτεινόταν επί της οδού Πανός, δρόμος ο οποίος επί τουρκοκρατίας δεν είχε ακόμη διανοιχθεί. Γράφει επί λέξει ο Κώστας Περραιβός[1]: "Στην αρχή-αρχή [της οδού Ερμού υπήρχε], στο αριστερό από την πλευρά της οδού Κύπρου, μια πελώρια είσοδος που οδηγούσε σε δημόσια λουτρά (χαμάμ). Προπολεμικά άκουσα από υπέργηρους Λαρισινούς ότι το χαμάμι αυτό ήταν αποκλειστικώς για τις γυναίκες, ενώ το άλλο που υπάρχει ακόμη πίσω από το εμπορικό κατάστημα των αδελφών Φάις[2], εξυπηρετούσε μόνον άνδρες και αποκλειστικά Τούρκους. Το γυναικείο χαμάμι εκτεινόταν μέχρι την οδό Πανός και την έφρασσε. Αυτός ο δρόμος δεν υπήρχε στον καιρό της τουρκοκρατίας και διανοίχθηκε κατά το 1883, μόλις άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου πόλεως. Τη διάνοιξη διευκόλυνε μια πυρκαγιά η οποία αποτέφρωσε τα κτίσματα γύρω από το χαμάμι[3]. Ίσως η πυρκαγιά αυτή να μην ήταν τυχαία, όπως δεν ήταν τυχαία και μια άλλη που συνέβη το 1887 και επέτρεψε τη διάνοιξη της άλλοτε οδού Φαρσάλων και νυν Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Πάντως η φωτιά άνοιξε την οδό Πανός και συνέβαλε στην ανάπτυξη της οδού σε εμπορικό δρόμο. Για την ιστορία πρέπει να σημειώσω ότι η είσοδος του γυναικείου χαμάμ ήταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κοσμηματοπωλείο του Μίμη Σάπκα[4]. Όπως μου είπε ο ίδιος, όταν αγόρασαν το μαγαζί ο χώρος ήταν λιγότερος, γιατί υπήρχαν ακόμη τα μεγάλα τείχη του λουτρού από την μια και την άλλη μεριά. Όταν στα 1941 έγιναν οι πρώτοι μεγάλοι σεισμοί και σαρώθηκε η στέγη, ο Σάπκας αποφάσισε να το ανακατασκευάσει και γκρέμισε τα μεγάλα τείχη, έκτισε νέα και κέρδισε αρκετό χώρο".
-Ο κ. Θεόδωρος Παλιούγκας ανέφερε ότι μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 στο ελληνικό βασίλειο, το Μεγάλο Λουτρό ουσιαστικά σταμάτησε να λειτουργεί και έκτοτε δεν χρησιμοποιήθηκε. Όμως λόγω της θέσεως του εδάφους των αιθουσών του σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον εξωτερικό χώρο, η θερμοκρασία μέσα σ' αυτό διατηρούνταν ακόμα και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες πολύ χαμηλή. Με το πλεονέκτημα αυτό βρέθηκε να είναι για αρκετό χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα μέχρι τη δημιουργία από τον Κωνσταντίνο Κατσαούνη του πρώτου Παγοποιείου στα Ταμπάκικα, αποθήκη χιονιού που το χρησιμοποιούσαν κατά τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού. Θα καταφύγουμε και πάλι στον Κώστα Περραιβό, ο οποίος γράφει σχετικά: "Αλλά δεν ήταν μόνο μολυσμένο το νερό[5], αλλά τα καλοκαίρια ήταν τόσο ζεστό, που δεν μπορούσε κανείς να το πιει παρά μόνον από ανάγκη. Και για να το δροσίσουν λίγο οι καψωμένοι Λαρισινοί, το μετάγγιζαν σε στάμνες και κανάτια που τη νύχτα τα άφηναν στα αυλές ή τα έδεναν και τα κατέβαζαν σε πηγάδια, εκεί όπου υπήρχαν τέτοια. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε να δροσισθεί το νερό. Και το πηγάδι του Καστοριανού[6] το χρησιμοποιούσαν οι καταστηματάρχες της οδού Ερμού για να δροσίζουν το νερό που έπιναν. Έδεναν κανάτια με τριχιές και τα κατέβαζαν στο πηγάδι, όπου τα άφηναν κάποιες ώρες και δρόσιζαν. Αλλά τέτοια εποχή κατέβαζαν και καρπούζια, τα οποία τοποθετούσαν σε καλάθια και τα ανέσυραν το μεσημέρι που θα πήγαιναν στα σπίτια για φαί. Η ψύξη των καρπουζιών ήταν μια άλλη αφορμή για καυγάδες. Πολλοί πήγαιναν, ανέσυραν τα ξένα καρπούζια και τα πήγαιναν σπίτια τους. Όταν όμως καμιά φορά ανακαλύπτονταν οι δράστες των κλοπών, ξυλοφορτώνονταν άγρια από τα θύματά τους. Μόνον οι εύποροι μπορούσαν να προμηθεύονται χιόνι από το χαμάμι που βρίσκεται εκεί όπου σήμερα το κατάστημα Φάϊς. Στο χαμάμι αυτό αποθήκευαν χιόνι που έφερναν από τις κορυφές του Κισσάβου αγωγιάτες από τη Σπηλιά. Το χιόνι το τύλιγαν σε φτέρες για να μην λιώνει κατά τη διαδρομή και μέσα σε φτέρες το συντηρούσαν και στο χαμάμι. Το χιόνι διατίθεντο κυρίως για φάρμακο για όσους είχαν προσβληθεί από τύφο. Το έβαζαν σε σακούλες από λεπτό μουσαμά και το τοποθετούσαν στην κοιλιά του αρρώστου. Σε πολλές περιπτώσεις οι ασθενείς γλύτωναν τον θάνατο, αλλά η νόσος συνήθως τους άφηνε κουσούρια αθεράπευτα. Υπήρχαν όμως και οι παραλήδες, οι οποίοι ακριβοπλήρωναν για να προμηθευθούν χιόνι, το οποίο τοποθετούσαν μέσα σε καζάνια και στο κέντρο έβαζαν στάμνες"[7].
- Όταν η κ. Κατερίνα Κόσσυβα αναφέρθηκε στην ιστορία των ιαματικών λουτρών, συνειρμικά ήλθε στο μυαλό μου ένας δικός μας, ο λόγιος ιατρός (ιατροφιλόσοφος) Αλέξανδρος Ελλάδιος ο Λαρισαίος (Λάρισα 1686 - Ρωσία;), ο οποίος έφυγε από τη Λάρισα σε νεαρή ηλικία και περιπλανήθηκε σε πολλές χώρες (Κωνσταντινούπολη, Αγγλία, Γερμανία, Ρωσία) σπουδάζοντας και εργαζόμενος[8]. Το 1712 στο Karlsbad, το σημερινό Κάρλοβι Βάρι της Βοημίας, φημισμένη λουτρόπολη ακόμα και σήμερα, με τη μεσολάβηση του αρχίατρου της αυλής του συνάντησε τον Μ. Πέτρο της Ρωσίας, που είχε μεταβεί για την ετήσια λουτροθεραπεία του. Ο Ελλάδιος ζήτησε από τον Μ. Πέτρο την άδεια να αφιερώσει στην υψηλότητά του το έργο του "Status praesens Ecclesiae Graecae (Η ενεστώσα κατάστασις της Ελληνικής Εκκλησίας) γραμμένο στα λατινικά. Το βιβλίο του Αλέξανδρου Ελλάδιου ήταν ουσιαστικά η διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης και κυκλοφόρησε το έτος MDCCXIV (=1714). Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου προτασσόταν ένα θαυμάσιο πορτραίτο του τσάρου πασών των Ρωσιών Μ. Πέτρου, μαζί με μια θερμή αφιέρωση του Ελλάδιου. Η γνωριμία του τελευταίου μέσω των ιαματικών λουτρών του Karlsbad με την αυλή του τσάρου τον οδήγησε κατόπιν στη Ρωσία, όπου κατά περίεργο τρόπο χάθηκαν τα ίχνη του μεγάλου Λαρισαίου.
 [1]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η οδός Ερμού, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 9ης Ιουλίου 1973.
[2]. Εννοεί το Μεγάλο Λουτρό (Buyuk Hamam) όπου έγινε η εκδήλωση.
[3]. Αναφέρεται στη μεγάλη πυρκαγιά που έγινε το 1882 στην κεντρική περιοχή της Λάρισας Ξυλοπάζαρο. Η πυρκαγιά αυτή και η φοβερή πλημμύρα του Οκτωβρίου του 1883 "βοήθησαν" στην ταχύτερη έναρξη εφαρμογής του νέου Σχεδίου Πόλεως της Λάρισας.
[4]. Αναφέρεται στον παππού του σημερινού ιδιοκτήτη, ο οποίος φέρει το όνομά του, Δημήτριος Σάπκας.
[5]. Είναι γνωστός ο ανθυγιεινός τρόπος υδροδότησης πόσιμου νερού από τον Πηνειό την εποχή εκείνη, όταν και το νερό των πηγαδιών είχε κριθεί ακατάλληλο ως πόσιμο.
[6]. Υπήρχε στην περιοχή μεταξύ των οδών Ερμού και Πανός, εκεί που κατά το 1923 διανοίχθηκε η Στοά Κουτσίνα. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Στοά Κουτσίνα Α΄, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 28ης Φεβρουαρίου 2018.
[7]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός), Ένα πηγάδι που έκανε… θαύματα, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 13ης Αυγούστου 1973.
[8]. Αλέξανδρος Ελλάδιος ο Λαρισαίος. Διεθνής διημερίδα. Λάρισα, 4-5 Σεπτεμβρίου 1999, Πρακτικά. Επιμέλεια Βασίλειος Ν. Μακρίδης, έκδοση του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Λάρισα, 2003.


Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ


Λάρισα. Η Συνοικία Ταμπάκικα. Επιστολικό δελτάριο των αρχών της δεκαετίας του 1930, έκδοση του Λαρισαίου βιβλιοπώλη και τυπογράφου Αντωνίου Παναγιωτακόπουλου. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΛάρισα. Η Συνοικία Ταμπάκικα. Επιστολικό δελτάριο των αρχών της δεκαετίας του 1930, έκδοση του Λαρισαίου βιβλιοπώλη και τυπογράφου Αντωνίου Παναγιωτακόπουλου. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Τα κείμενα που δημοσιεύονται σ' αυτή τη στήλη, συνοδεύονται πάντα και από μία εικόνα της παλιάς Λάρισας.
Τις περισσότερες φορές οι εικόνες αυτές προέρχονται από παλιά εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια, γνωστά στον κόσμο ως καρτ ποστάλ ή επί το απλούστερον ως κάρτες. Στο σημερινό μας σημείωμα θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά στην ιστορία των καρτών που απεικονίζουν τη Λάρισα και την περιοχή της και στους εκδότες των.
Απλά επιστολικά δελτάρια άρχισαν να κυκλοφορούν στην Ελλάδα περίπου από το 1880. Ήταν υπόλευκες κάρτες διαστάσεων 15 x 10 εκ., οι οποίες είχαν αντικαταστήσει τις κλειστές σε φάκελο επιστολές, στις περιπτώσεις που το γραπτό περιεχόμενο δεν ήταν απόρρητο. Η μια όψη τους έφερε έντυπο γραμματόσημο με κεφαλή του Ερμή, την ένδειξη «ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟΝ ΔΕΛΤΑΡΙΟΝ/CARTE CORRESPONDENCE» και αναγραφόταν η διεύθυνση του παραλήπτη, ενώ στην άλλη όψη υπήρχε από τον αποστολέα κάποιο μήνυμα. Αργότερα τα επιστολικά δελτάρια στη μια τους όψη είχαν έγχρωμες εικονογραφημένες παραστάσεις (ερωτιδείς, γυναικείες καλλονές, ερωτευμένα ζευγάρια και άλλα) και όταν πλέον η φωτογραφία μπήκε για τα καλά στη ζωή του ανθρώπου και η τεχνική της εκτύπωσης βελτιώθηκε, περιείχαν μια φωτογραφία, συνήθως τοπίο. Τα δελτάρια αυτά από την πρώτη κιόλας στιγμή έγιναν πολύ δημοφιλή και άρχισαν να κυκλοφορούν μαζικά.
Στον τομέα των εικονογραφημένων δελταρίων αρχικά υπήρξαν διάφορες ερασιτεχνικές ιδιωτικές πρωτοβουλίες, χωρίς όμως επιτυχία και μόλις το 1900 εμφανίσθηκε η πρώτη προσπάθεια έκδοσης καλαίσθητων καρτών. Τη χρονιά αυτή προκηρύχθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Ταχυδρομείων και Τηλεγράφων πανελλήνιος διαγωνισμός για την προσφορά πρωτότυπων φωτογραφιών με σκοπό να περιληφθούν σε ταχυδρομικά δελτάρια που ήθελε να εκδώσει η Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία. Με τον τρόπο αυτό κυκλοφόρησαν μέσα σε τρία χρόνια 384 συνολικά αριθμημένες κάρτες με τοπία και αρχαιότητες απ’ όλη την Ελλάδα, η οποία τότε εκτεινόταν μέχρι τη Μελούνα. Η πρώτη σειρά βγήκε στην αγορά τον Ιούλιο του 1901. Στα πρώτα αυτά εικονογραφημένα δελτάρια αναφερόταν μόνον η Ταχυδρομική υπηρεσία ως εκδότης, ενώ οι φωτογράφοι που είχαν κάνει τις λήψεις παρέμεναν άγνωστοι. Από τα 384 δελτάρια που κυκλοφόρησαν κατά σειρές, τα 61 απεικονίζουν τοπία της Θεσσαλίας και απ’ αυτά τα οκτώ είναι διάφορες απόψεις της Λάρισας[1]. Η σειρά αυτή της Λάρισας κυκλοφόρησε την 1η Μαΐου 1902. Το έντονο ενδιαφέρον των Λαρισαίων για τις πρώτες εικονογραφημένες κάρτες της πόλης μας αποτυπώνεται σε δημοσιεύματα του τοπικού τύπου της εποχής[2]. Και μπορεί μεν να κυκλοφόρησαν το 1902, όμως οι λήψεις των φωτογραφιών σαφώς έγιναν σε προγενέστερα χρονικά διαστήματα. Πότε ακριβώς δεν είναι καταγραμμένο. Από τη μελέτη του τοπίου και των απεικονιζόμενων κτιρίων δεν θα ήμασταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα αν υποστηρίζαμε ότι οι φωτογραφίες αυτές είναι της περιόδου 1898-1899. Βλέποντας σήμερα κανείς τις απεικονίσεις αυτές, αντικρίζει μια άλλη Λάρισα και δύσκολα μπορεί να προσανατολισθεί.
Ταυτόχρονα και διάφοροι εκδοτικοί οίκοι των Αθηνών, όπως οι Πάλλης & Κοτζιάς, Ελευθερουδάκης και άλλοι, κυκλοφόρησαν δικά τους εικονογραφημένα δελτάρια. Περί το 1900 το χαρτοπωλείο και τυπογραφείο των Πάλλη & Κοτζιά άρχισε την παραγωγή καρτών για όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδος και σήμερα οι απόψεις της Λάρισας αποτελούν σημείο αναφοράς για την τοπογραφία της κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Είναι αριθμημένες, ασπρόμαυρες και μερικές έχουν επιχρωματισθεί, αλλά όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Η παλαιότερη απ’ όλες που έχει εντοπισθεί με απεικόνιση της Λάρισας είναι η υπ’ αριθμ. 374 και φέρει τον υπότιτλο «Πλατεία Καλλιθέας (Ακροπόλεως)». Η φωτογραφία αυτή αποτυπώνει μια ημέρα εορτής πάνω στον Λόφο της Ακρόπολης. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, και σε συνδυασμό με χαρακτικό από την ίδια εκδήλωση της γαλλικής εφημερίδας Le Monde Illustre, η φωτογραφία αυτή χρονολογείται στα 1897, όταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος μετά την άφιξή του στη Λάρισα παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου, παρακολούθησε τη δοξολογία της 25ης Μαρτίου στον μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου.
Την ίδια εποχή εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια εκτύπωσε και ο εκδοτικός οίκος Κ. Ελευθερουδάκη. Για τη Λάρισα είχε κυκλοφορήσει ελάχιστες κάρτες, μεταξύ των οποίων και μια σειρά με την ένδειξη «Θεσσαλία – Πηνειός». Προσεκτική ανάλυση των τοπίων στις τελευταίες κάρτες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι λήψεις είναι από ποταμό ή ποταμούς του εξωτερικού, ίσως χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες βαπτίσθηκαν "Πηνειός" προφανώς για εμπορικούς λόγους.
Κοντά σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τον Βολιώτη ζωγράφο-φωτογράφο Στέφανο Στουρνάρα (1867-1928), ο οποίος σπούδασε την τέχνη της ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Εργάσθηκε για ένα διάστημα μαζί με τους αδελφούς του κυρίως σε φωτογραφίες πορτραίτα. Τα παλαιότερα επιστολικά δελτάρια είναι της Α΄ σειράς με φωτογραφίες του 1895-1905. Είναι ασπρόμαυρες και αριθμημένες και στη σειρά της Λάρισας έχει συμπεριλάβει εκτός από τις δικές του φωτογραφίες και αντιγραφές άλλων φωτογράφων, κυρίως του Δημητρίου Μιχαηλίδη[3]. Μετά το 1905 ασχολήθηκε με τις έγχρωμες κάρτες. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με την επιμέλεια του Στουρνάρα ιδιαίτερα στην επιλογή των χρωμάτων, εκτυπώνονταν στη Γερμανία με μια ειδική χρωμολιθογραφική επεξεργασία. Οι κάρτες αυτές υπήρξαν πρωτοποριακές για τα ελληνικά δεδομένα, παραμένουν και σήμερα όμορφες και είναι πολλές σε αριθμό.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι απόψεις της Λάρισας μέσα από τα πρώτα εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια που κυκλοφόρησαν διάφοροι εκδότες και κυρίως ο Στέφανος Στουρνάρας, μας δίνουν τη δυνατότητα να αναπλάσουμε με ακρίβεια την όψη της πόλης μας και κυρίως του κεντρικού τομέα της, έτσι όπως ήταν στις αρχές του περασμένου αιώνα, μόλις είκοσι χρόνια μετά την προσάρτηση της περιοχής μας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Στη Λάρισα οι εγχώριοι τυπογράφοι άργησαν να εκτυπώσουν δικές τους φωτογραφίες σε επιστολικά δελτάρια. Εκείνο το οποίο παρατηρούμε είναι ότι απ’ όλους τους βιβλιοχαρτοπώλες-τυπογράφους της πόλης, πρώτος ο Θρασύβουλος Μακρής, από το 1905 ακόμα κυκλοφόρησε κάρτες των Πάλλη-Κοτζιά και άλλων εκδοτών, με την επισήμανση, άλλοτε στην πρόσθια και άλλοτε στην οπίσθια όψη της κάρτας «Βιβλιοχαρτοπωλείον Θρασυβ. Γ. Μακρή εν Λαρίσση». Όμως ο πρώτος στην πόλη μας που εκτύπωσε 25 χρωμολιθόγραφες κάρτες και μάλιστα εξαιρετικής τέχνης ήταν ο τυπογράφος Γεώργιος Βελώνης. Οι φωτογραφίες του προέρχονται απ' όλη τη Θεσσαλία, είναι διαφορετικών φωτογράφων οι οποίοι δεν αναφέρονται και οι λήψεις τους κυμαίνονται σε διάφορες χρονολογικές περιόδους από το 1897 μέχρι το 1925 περίπου.
Στη δεκαετία του 1930 προστέθηκαν και άλλοι τυπογράφοι της Λάρισας με δικές τους εικονογραφημένες κάρτες, όπως οι Γεώργιος Δημητρακόπουλος, Ιωάννης Κουμουνδούρος, Κώστας Τουφεξής, Παντελής Γκίνης, Νικόλαος Μούσιος, Αντώνιος Παναγιωτακόπουλος, η κάρτα του οποίου συνοδεύει το σημερινό μας κείμενο, Μίμης Γεντέκος και άλλοι.
 [1]. Είναι τα εξής: αρ. 242 με τίτλο τα Ανάκτορα, αρ. 243 το Δικαστήριον, αρ. 244 η Μητρόπολις, αρ. 245 πανόραμα της Λαρίσσης, αρ. 246 άποψις του Πηνειού, αρ. 247 γέφυρα του Πηνειού εν Λαρίσση, αρ. 249 άποψις της Λαρίσσης από του Φρουρίου και αρ. 250 οδός εν Λαρίσση.
[2]. «Έφθασαν ήδη από τινος εις το Ταχυδρομείον εις αρκετήν ποσότητα και τα εικονογραφημένα δελτάρια της πόλεώς μας, των οποίων μεγάλη, ως πληροφορούμεθα, γίνεται ζήτησις …», εφ. «Όλυμπος», Λάρισα, φύλλο της 7ης Ιουλίου 1902.
[3]. Ο Δημήτριος Μιχαηλίδης είναι ο πρώτος φωτογράφος που έκανε συστηματική δουλειά στην αποτύπωση τοπίων της Θεσσαλίας. Αρχικά είχε φωτογραφείο στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην ψαραγορά (BalukPazar), αργότερα όμως εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Τη Θεσσαλία επισκέφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και από την επίσκεψή του αυτή γνωστό είναι σήμερα το λεύκωμά του Souvenir de Thessalie, με 28 φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων και πολύ καλής τεχνικής από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΛΚΑΖΑΡ ΤΟΥ ΡΩΜΥΛΟΥ ΑΥΔΗ


Λάρισα-Κήπος Αλκαζάρ. Επιστολικό δελτάριο άγνωστου εκδότη. Μέσα δεκαετίας του 1920. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΛάρισα-Κήπος Αλκαζάρ. Επιστολικό δελτάριο άγνωστου εκδότη. Μέσα δεκαετίας του 1920. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
 Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1920 κυκλοφόρησε μια σειρά από επιστολικά δελτάρια της Λάρισας, τα οποία είχαν ορισμένα χαρακτηριστικά, που τα διαφοροποιούσαν από τα συνηθισμένα. Ο υπομνηματισμός βρισκόταν στο επάνω λευκό περιθώριο της κάρτας, έξω από τη φωτογραφία, ήταν λιτός, με πεζά γράμματα και χωρίς αρίθμηση.
Η φωτογραφία υστερούσε τόσο σε ποιότητα όσο και σε εκτύπωση, οι διαστάσεις των καρτών ήταν σε μέγεθος λίγο μικρότερες από το κανονικό 10 x 15 εκ. των άλλων και το χαρτί δεν ήταν καλής ποιότητας. Δεν γνωρίζουμε ούτε τον φωτογράφο ούτε και τον εκδότη των καρτών, θα πρέπει προφανώς να ήταν κάποιος τυπογράφος από τη Λάρισα, γιατί δεν παρουσιάζονται κάρτες με τέτοια χαρακτηριστικά σε άλλες περιοχές πλην της πόλης μας.
Η συγκεκριμένη κάρτα φέρει την ένδειξη: Λάρισα - Κήπος Αλκαζάρ και απεικονίζει κάποιο εξοχικό κέντρο σε μια περιοχή δενδροφυτευμένη, αλλά με φυλλώματα ισχνά. Αραιά τραπεζοκαθίσματα στον προαύλιο χώρο επιβεβαιώνουν τη χρήση του κτίσματος. Αρχιτεκτονικά το κέντρο αποτελείται από ένα υπερυψωμένο ορθογώνιο διώροφο κτήριο με περιφερειακά στέγαστρα στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές που διακρίνονται στη φωτογραφία. Βρισκόταν στην περιοχή όπου από την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 και μετά υπήρχε πάντα κάποιο εξοχικό ψυχαγωγικό κέντρο. Αυτό μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, γιατί στη θέση τους σήμερα έχει κατασκευασθεί από τη δημοτική αρχή το Κηποθέατρο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η οπίσθια πλευρά της κάρτας. Είναι ταχυδρομημένη την 1η Ιανουαρίου 1929 από τη Λάρισα. Αποστολείς είναι οι αδελφές Αμαλία, Λιλίκα και Αλίκη Κουτσίνα από τη Λάρισα, οι οποίες στέλνουν ευχές για το νέο έτος 1929 στη φίλη τους δεσποινίδα Αθηνά Καρακίτη στον Βόλο[1]. Οι αδελφές Κουτσίνα ήταν κόρες του Κωνσταντίνου Κουτσίνα, αδελφού του Νίκου Κουτσίνα και εξαδέλφες του πολύ γνωστού Ανδρέα Κουτσίνα, ιδιοκτήτη της Στοάς Κουτσίνα και του ξενοδοχείου "Ολύμπιον". Ως γνωστόν η Αλίκη και η Λιλίκα Κουτσίνα έμειναν άγαμες, έζησαν πολλά χρόνια και οι παλαιότεροι Λαρισαίοι θα τις θυμούνται.
Το κτήριο της φωτογραφίας πρέπει να είναι το δεύτερο στη σειρά εξοχικό κέντρο σ' αυτή την περιοχή. Στις φωτογραφίες του φωτογραφείου "Μακεδονία" του Ι. Λεονταρίδη από τη μεγάλη πλημμύρα της Λάρισας στις 15 Οκτωβρίου 1883, οι οποίες σήμερα βρίσκονται στο αρχείο της ΔΕΥΑΛ, διακρίνεται στην περιοχή του πλημμυρισμένου Αλκαζάρ ένα περίτεχνο για την εποχή του κτίσμα, περιτριγυρισμένο από δένδρα. Πιστεύεται ότι είναι το πρώτο εξοχικό κέντρο το οποίο ονομαζόταν Αλκαζάρ. Εξ αυτού ονομάσθηκε και όλη η περιοχή, αλλά και όλα τα επόμενα κέντρα στη θέση αυτή, "Αλκαζάρ".
Περί το 1915 με εισήγηση του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, το Δημοτικό Συμβούλιο πήρε την απόφαση να παραχωρήσει το μέρος του Άλσους των Νυμφών στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το Κηποθέατρο, στον επιχειρηματία Ρωμύλο Αυδή για να κατασκευάσει ένα ευπρεπές εξοχικό αναψυκτήριο. Σκοπός του ήταν να εξυπηρετεί τους πολλούς περιπατητές οι οποίοι επισκέπτονταν τακτικά το Άλσος, αλλά και να προσφέρει στις οικογενειακές εξορμήσεις των Λαρισαίων για λόγους αναψυχής κάποια διασκέδαση, ιδίως τις Κυριακές και τις γιορτές. Για τον σκοπό αυτό έκτισε ανάμεσα στα δένδρα και δίπλα από το ποτάμι μια απλή κατασκευή, προμηθεύτηκε γραμμόφωνο, πρωτοποριακή κίνηση για την εποχή εκείνη, με το οποίο πρόσφερε και μουσική απόλαυση σε όσους απολάμβαναν τον καφέ, την γκαζόζα ή το τσίπουρο και τοποθέτησε τραπεζάκια με καρέκλες κάτω από τη σκιά των δένδρων. Μεγάλη προσέλευση κοινού είχε το κέντρο αυτό τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια, όταν η ατμόσφαιρα στην πόλη ήταν αφόρητη. Μην ξεχνάμε ότι καλοκαιρινές διακοπές και θαλάσσια μπάνια την εποχή εκείνη ήταν κάτι άγνωστο. Η δροσιά που πρόσφερε το ποτάμι και το πλούσιο πράσινο του χώρου, ανακούφιζε τους επισκέπτες, όπως το ίδιο συνέβαινε και με το εξοχικό κέντρο "Φάληρο", το οποίο βρισκόταν δυτικά από το σχολικό γυμναστήριο, περίπου στη διασταύρωση των σημερινών οδών Ηπείρου και Τζαβέλα, όπου υπήρχε μεγάλος χώρος με πλούσια βλάστηση. Στο κέντρο που έκτισε ο Ρωμύλος Αυδής του έδωσε την ονομασία «Αλκαζάρ», προφανώς επειδή, όπως είδαμε, είχε πάρει από χρόνια η περιοχή την ονομασία αυτή.
Ο Αυδής ήταν ένας έξυπνος επιχειρηματίας και δούλεψε το κέντρο με συνέπεια και φροντίδα για τους επισκέπτες του. Όμως η λειτουργία του δυστυχώς υπήρξε σύντομη, μόλις μία δεκαετία περίπου. Το 1925 πυρκαγιά από άγνωστη αιτία κατέστρεψε εντελώς το κτήριο με όλα τα εντός αυτού υπάρχοντα αντικείμενα. Μετά την καταστροφή αυτή δεν θέλησε να αναστηλώνει το κέντρο και έστρεψε τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του σε άλλο σημείο της πόλης. Προτίμησε να οργανώσει ένα άλλο εξοχικό κέντρο, το «Λούνα Πάρκ», στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα παλιά Σφαγεία. Για το παλιό καμένο κέντρο έδειξε ενδιαφέρον ένας άλλος επιχειρηματίας, ο Νέστορας Αναστασίου, ο οποίος πολύ σύντομα, στις 15 Απριλίου 1926, έκτισε ένα νέο κέντρο, μεγαλύτερο από το προηγούμενο με την ίδια ονομασία, αλλά διαφορετική αρχιτεκτονική μορφή[2].
-----------------------------------------------
[1]. Η οικογένεια Καρακίτη είχε και στη Λάρισα έναν κλάδο της. Ήταν ο γαιοκτήμονας, πολιτικός και επιχειρηματίας Κωνσταντίνος Φ. Καρακίτης ο οποίος κάποια στιγμή ίδρυσε και ιδιωτική Τράπεζα στη Λάρισα. Νυμφεύθηκε την Ελένη Γ. Τέτση, τη γνωστή με το ψευδώνυμο Rebelle, όταν δημοσίευε διάφορα άρθρα κοινωνικού και φεμινιστικού ενδιαφέροντος στην εφημερίδα "Μικρά" του Θρασύβουλου Μακρή. Εκτός της φιλίας δεν γνωρίζω αν συνέδεε τις αδελφές Κουτσίνα και συγγενικός δεσμός με την οικογένεια Καρακίτη.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Κέντρο Αλκαζάρ, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλα της 29ης Ιανουαρίου και της 5ης Φεβρουαρίου 2014. Του ιδίου, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-2014, Λάρισα (2016) σελ. 33-40.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Οικία Γερολυμάτου

ΕΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ ΚΤΙΣΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ


Οικία Γερολυμάτου
Οι μεταρρυθμίσεις (Tanzimat) του 1839 και κυρίως του 1856, που αναγκάσθηκε να εφαρμόσει η Οθωμανική αυτοκρατορία έπειτα από πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, επέτρεψαν στους χριστιανούς μεταξύ των άλλων να κτίσουν και αυτοί ιδιόκτητες κατοικίες.
Οι περισσότερες ήταν απλές, ισόγειες, στο κέντρο μιας αυλής με λουλούδια, δένδρα και πηγάδι, οι οποίες περιτριγυρίζονταν από παντού με ψηλό μαντρότοιχο που τους απομόνωνε από τον δρόμο ή από τις γειτονικές ιδιοκτησίες. Υπήρχαν όμως και μερικές διώροφες κατοικίες όπου στο ισόγειο αναπτύσσονταν διάφοροι βοηθητικοί χώροι, ενώ ο όροφος φιλοξενούσε τους χώρους κατοικίας και υποδοχής. Είχαν συνήθως κάτοψη ορθογώνια. Η τοιχοποιία των σπιτιών ήταν απλή. Χρησιμοποιούσαν πλίνθους και ξυλοδεσιές με την τεχνική του τσατμά. Τα δωμάτια στον όροφο καταλάμβαναν όλη την επιμήκη πλευρά στο πίσω μέρος του κτίσματος, ενώ στην μπροστινή τοποθετούσαν τον οντά, δηλαδή το δωμάτιο υποδοχής και φιλοξενίας, το οποίο διέθετε ευρύχωρους ανοικτούς και φωτεινούς χώρους. Κύριο χαρακτηριστικό του επάνω ορόφου ήταν τα ημιυπαίθρια χαγιάτια και οι ποικίλες αρχιτεκτονικές προεξοχές (τα σαχνισιά), κατασκευές με ελαφρά υλικά, αρθρωμένες πάνω σε κάθετους όγκους. Λίγα χρόνια πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας παρατηρήθηκε από μέρους των χριστιανών κατοίκων της Λάρισας μια οικοδομική έξαρση, με κατασκευές περιποιημένες και ευρύχωρες. Σαν παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε το αρχοντικό του Θεόδωρου Μαρκίδη[1] στη συνοικία Παράσχου, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Γρηγορίου Ε’ και Ροΐδου και σπίτια Λαρισαίων αστών της τουρκοκρατίας στον Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου), τα οποία κατεδαφίσθηκαν σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες, με πιο πρόσφατο το κτίσμα της οδού Ζαρμάνη 22.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε σε ένα από τα ελάχιστα κτίσματα, αν όχι το μοναδικό, που έχουν παραμείνει στη Λάρισα από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Βρίσκεται στην παλιά συνοικία Σουφλάρ (Σαράντα Μαρτύρων), επί της οδού Σεφέρη 39, στο ύψος της οδού Άρεως, περιτριγυρισμένη, στριμωγμένη θα έλεγα, από πανύψηλα κτίρια. Για ορισμένους μια «ανορθογραφία» μέσα στη σύγχρονη αρχιτεκτονική των πολυώροφων οικοδομών, για άλλους ένα απομεινάρι της παλαιάς πόλης που ευτυχείς συγκυρίες το διατήρησαν αλώβητο(;) Πρόκειται για μια απλή διώροφη κατοικία, συντηρημένη από τον Δήμο Λαρισαίων, στην ιδιοκτησία του οποίου περιήλθε το 1990. Πιστεύεται ότι είναι η παλαιότερη «εν ζωή» κατοικία της πόλεως.
Πότε ακριβώς κτίσθηκε δεν είναι γνωστό, ίσως γιατί δεν έχουν διασωθεί οι τίτλοι ιδιοκτησίας της. Τα αρχιτεκτονικά και δομικά στοιχεία παραπέμπουν την οικοδόμησή της στην προ του 1881 περίοδο και πρέπει να έχει ζωή περίπου 150 χρόνων. Ως πρώτος ιδιοκτήτης της φέρεται ο Θεόδωρος Κυρλής. Μετά απ’ αυτόν η κυριότητα πέρασε κληρονομικά στην κόρη του Χρυσή. Μετά τον θάνατο της τελευταίας το κτίσμα περιήλθε στα τρία ξαδέλφια της Αριστέα, Βασιλική και Γεράσιμο Γερολυμάτο. Τελικά ο Γεράσιμος, συμβολαιογράφος το επάγγελμα, μετά τον θάνατο των αδελφών του έγινε ο μοναδικός κληρονόμος. Στο σπίτι αυτό κατοικούσε για χρόνια η οικογένειά του. Τελευταίος ιδιοκτήτης ήταν η Ευφροσύνη Γερολυμάτου-Φατούρου μέχρι το 1990.
Το Υπουργείο Πολιτισμού με απόφασή του χαρακτήρισε στις 26 Μαρτίου 1982 το κτίσμα διατηρητέο και μάλιστα με την υπογραφή της Υπουργού Πολιτισμού την περίοδο εκείνη Μελίνας Μερκούρη. Το σκεπτικό της απόφασης περιείχε τα εξής: «Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο που παρουσιάζει αξιόλογο μορφολογικό ενδιαφέρον, με τη συμμετρική του πρόσοψη, τα δύο σαχνισιά στα άκρα του ορόφου, τα οποία στηρίζονται σε χαρακτηριστικά φουρούσια και είναι ένα από τα τελευταία δείγματα της αρχιτεκτονικής των ελληνικών σπιτιών που διατηρούσαν στη Λάρισα οι ευκατάστατοι έμποροι πριν από την προσάρτηση του 1881»[2]. Το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρισας με την απόφαση 5/1990 ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση να περιέλθει το κτίριο στην κυριότητα του Δήμου λόγω της παλαιότητας και της ιδιάζουσας αρχιτεκτονικής. Ως αντάλλαγμα αποφασίσθηκε να δοθεί στην τελευταία ιδιοκτήτρια Ευφροσύνη Γερολυμάτου-Φατούρου οικόπεδο στη συνοικία της Νεάπολης. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να διατηρηθεί το κτίσμα, το οποίο στη συνέχεια συντηρήθηκε επιστημονικά από τη δημοτική αρχή, χωρίς όμως να δοθεί σε κάποια χρήση, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να εγκαταλειφθεί. Σήμερα έχει υποστεί σημαντικές φθορές, οι οποίες επιβάλλουν νέα συντήρηση, ώστε να δοθεί σε χρήση σε κάποιο πολιτιστικό σωματείο ή κάτι παρεμφερές.
Η κατασκευή της κατοικίας αυτής έγινε με παραδοσιακά υλικά, καθώς οι τοίχοι της ήταν κατασκευασμένοι από τσατμά, με ενδιάμεσες ξυλοδεσιές. Για ένα χρονικό διάστημα από την παντελή εγκατάλειψη η κατασκευαστική αυτή δομή είχε γίνει ορατή, γιατί είχαν απολεπισθεί τα εξωτερικά επιχρίσματα και φάνηκε το υλικό κατασκευής των τοίχων.
Όπως κατασκευαστικά έτσι και μορφολογικά, το κτίριο έχει άφθονα παραδοσιακά στοιχεία, αλλά διαφαίνεται σ’ αυτό και κάποια λαϊκή έκφραση του νεοκλασικισμού, ο οποίος μόλις αναδυόταν στην επαρχιακή Ελλάδα την εποχή εκείνη. Στο ισόγειο η τοιχοποιία είναι με πλιθιά (λάσπη με άχυρα, σχηματοποιημένα σε τούβλα). Στον όροφο η κατασκευή ήταν πιο ελαφριά από απόψεως πάχους, αλλά ήταν ενισχυμένη με και με ξύλινο σκελετό, ο οποίος συμπληρωνόταν από πλιθιά και επίχρισμα.
Αρχιτεκτονικά ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσοψη προς την οδό Σεφέρη. Προέχουν στον όροφο δύο σαχνισιά, υποστηριζόμενα με τρία ξύλινα φουρούσια το καθένα, συμμετρικά τοποθετημένα σε σχέση με το κεντρικό τμήμα της κατοικίας. Το μεσαίο τμήμα της πρόσοψης στον όροφο βρίσκεται σε εσοχή και εκτός από το κεντρικό παράθυρο, υπάρχουν στα πλάγια και δύο μικρά. Τα ανοίγματα (παράθυρα) όπως πάντα υπερέχουν αριθμητικά στον όροφο, είναι με ξύλινη κατασκευή και καλύπτονται με συμπαγή πατζούρια, τα οποία είναι τοποθετημένα εξωτερικά στην τοιχοποιία. Η στέγη είναι δίριχτη καλυμμένη με κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Στο κέντρο του ισόγειου βρίσκεται η παραδοσιακή ισχυρή ξύλινη πόρτα. Πάνω της αντί για υπέρθυρο ανοίχτηκε φωταγωγός, δηλ. ένα τετράγωνο παράθυρο προστατευμένο από σιδερένια κιγκλιδώματα, και δεξιά και αριστερά υπάρχει από ένα παράθυρο για τις ανάγκες φυσικού φωτισμού και εξαερισμού των δωματίων της πρόσοψης. Οι βοηθητικοί χώροι της κατοικίας βρίσκονται σε κάποιο βοηθητικό κτίσμα στο πίσω μέρος της αυλής.
Αυτό το σπίτι το τυλίγει σήμερα ένα πέπλο σιωπής και όταν το προσεγγίζεις καθώς είναι ακατοίκητο, αναζητάς κάποια ξεχασμένα ανοίγματα μέσα από τα κλειστά πορτοπαράθυρα, για να απλώσεις λαθραία τη ματιά σου στο εσωτερικό του, να παρατηρήσεις το ξύλινο κλιμακοστάσιο, τα σαθρά πατώματα, τα αποκολλημένα επιχρίσματα, τα σβηστά φώτα και να αναπλάσεις την οικογενειακή ζωή που ξετυλίχθηκε για χρόνια στους χώρους του.
Το αρχοντικό Γερολυμάτου αποτελεί σήμερα ένα θαυμάσιο και μοναδικό δείγμα οικογενειακής κατοικίας απλών ανθρώπων του χριστιανικού πληθυσμού της Λάρισας κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας και όπως φαίνεται οι μαστόροι δούλεψαν για την κατασκευή της με έμπνευση και καλή διάθεση[3].
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η ευκολία με την οποία η πόλη κατέστρεψε μεταπολεμικά τα κτίσματά της και ουσιαστικά την ίδια την ιστορία της. Η καταστροφή αυτή φαίνεται να ξεπερνάει ακόμα και τις συμφορές που της προξένησαν τα φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, πλημμύρες) και οι εχθρικοί βομβαρδισμοί. Τα οικοδομήματα που είχαν παραμείνει ήταν ελάχιστα και όσο περνούσε ο καιρός με διάφορα τεχνάσματα κατεδαφίζονταν. Έτσι καθώς κανείς περιδιαβαίνει την πόλη μας σήμερα, δεν έχει να θαυμάσει παρά μόνο τις πολυώροφες κατασκευές, κτισμένες η μία δίπλα στην άλλη, χωρίς ελεύθερους χώρους και πράσινο, στριμωγμένες σε έναν εναγκαλισμό αισθητικά αδιάφορο, χωρίς ομορφιά και αρχιτεκτονική έμπνευση, ώστε να χρειασθεί να κοντοσταθεί κάποιος, να τις περιεργασθεί και να τις θαυμάσει.
------------------------------------------------
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Παλιά σπίτια της Λάρισας που χάθηκαν. Το αρχοντικό του Θεόδωρου Μαρκίδη, εφ. "Ελευθερία", ένθετο "Πολιτισμός", φύλλο της 26ης Μαΐου 2006.
[2].Χατζηευθυμίου Δημήτρης, Πώς σώθηκε ένα κτίσμα του 1881, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 30ής Μαΐου 1994.
[3]. Αντωνούλη Α., Γιοβρή Ε., Ιωαννίδης Γ., Παπαδόπουλος Α., Αξιόλογα κτίσματα Λάρισας, ΤΕΕ/Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας, Λάρισα, (Ιούνιος 1994).

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΟΔΟΣ ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΒΙΚ

 
Η σημερινή οδός Παναγούλη (Στεφάνοβικ όπως ονομαζόταν κάποια περίοδο), η οποία ταλαιπωρήθηκε από πολλαπλές αλλαγές της ονομασίας της μέσα σε 100 χρόνια. Φωτογραφία από διαφημιστικό προεκλογικό φυλλάδιο του δημάρχου Μιχ. Σάπκα. 1933Η σημερινή οδός Παναγούλη (Στεφάνοβικ όπως ονομαζόταν κάποια περίοδο), η οποία ταλαιπωρήθηκε από πολλαπλές αλλαγές της ονομασίας της μέσα σε 100 χρόνια. Φωτογραφία από διαφημιστικό προεκλογικό φυλλάδιο του δημάρχου Μιχ. Σάπκα. 1933
Το 1933 προκηρύχθηκαν δημοτικές εκλογές για την 11η Φεβρουαρίου 1934.
Ο ήδη υπάρχων δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας έβαλε εκ νέου υποψηφιότητα, αλλά σ' αυτές είχε τώρα έναν ισχυρό αντίπαλο, τον δημοτικό σύμβουλο Στυλιανό Αστεριάδη ή Πατόφλα, προερχόμενο από την παράταξή του. Καθώς διέβλεπε ότι η επανεκλογή του για τρίτη συνεχή φορά θα ήταν δύσκολη, στις προεκλογικές ενέργειες πρόσθεσε τώρα και διάφορες διαφημιστικές ενέργειες για να προβάλλει το έργο που είχε συντελεσθεί στις δύο προηγούμενες θητείες του. Μία εξ αυτών ήταν να μοιράσει στους συμπολίτες του ειδικό φυλλάδιο 40 σελίδων. Ήταν το πρώτο προεκλογικό φυλλάδιο που είχε κυκλοφορήσει τοπικά στις δημοτικές εκλογές της Λάρισας από το 1881 μέχρι το 1933 και έχει εντοπισθεί. Πέραν από τον απολογισμό των έργων του κατά τις δύο προηγούμενες θητείες του, το ενδιαφέρον είναι ότι το φυλλάδιο αυτό έχει εμπλουτισθεί και με αρκετές φωτογραφίες από διάφορα σημεία της Λάρισας. Επιστράτευσε φωτογράφο, ο οποίος δεν αναφέρεται στο φυλλάδιο, αλλά πιστεύεται ότι είναι ο Παντελής Γκίνης, και το εκτύπωσε στο βιβλιοπωλείο-τυπογραφείο του Γεωργίου Βελώνη, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Ασκληπιού και Κύπρου, ακριβώς απέναντι από το Φαρμακείο του Στέφανου Κυλικά, όπου ο Σάπκας δεχόταν και τους ασθενείς του. Το φαρμακείο διατηρείται μέχρι και σήμερα και το διευθύνει ο εγγονός του Στέφανου Κυλικά, Δημήτριος.
Από τις πολλές φωτογραφίες του φυλλαδίου, ήδη έχουν δημοσιευθεί μερικές παλαιότερα και η σημερινή, η οποία συνοδεύει το κείμενο, απεικονίζει την αρχή της οδού Παναγούλη, η οποία την περίοδο εκείνη επίσημα ονομαζόταν Παύλου Στεφάνοβικ[1], αλλά ο κόσμος δεν το γνώριζε. Οι μετονομασίες οδών στην Ελλάδα ήταν ανέκαθεν πολύ συχνό φαινόμενο, όμως οι περισσότερες δύσκολα επικρατούσαν. Γνωρίζουν άραγε σήμερα οι Λαρισαίοι ότι η πλατεία Ταχυδρομείου επίσημα ονομάζεται Εθνάρχου Μακαρίου; Τα ονόματα των δρόμων μιας πόλης είναι σημεία διαρκούς συλλογικής μνήμης. Ουσιαστικά αποβλέπουν στην ίδια σκοπιμότητα όπως και τα διάφορα μνημεία που στήνονται για να τιμήσουν ιστορικά γεγονότα και επώνυμα άτομα και αποτελούν αναβίωση κάποιας εθνικής ή τοπικής μνήμης. Όσον αφορά στη μετονομασία μιας οδού, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που να την επιτρέπει. Στη χώρα μας βέβαια παρατηρούμε ότι οι δήμοι έχουν την τάση να αλλάζουν συχνά τα ονόματα των δρόμων και των πλατειών με διάφορες αφορμές. Αυτές οι συχνές αντικαταστάσεις των ονομάτων με νέα, καταλήγει τελικά να είναι και αποκαλυπτικές για τις επιλεκτικές διαθέσεις της συλλογικής μνήμης του Δημοτικού Συμβουλίου.
Ο δρόμος της σημερινής φωτογραφίας ονομαζόταν αρχικά οδός Αχιλλέως προς τιμήν του μυθικού ήρωα της περιοχής μας στον Τρωικό πόλεμο. Μετά τις νικηφόρες μάχες των Βαλκανικών πολέμων και τη δολοφονία του Γεωργίου Α’ ονομάσθηκε Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ενδιάμεσα το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας τη μετονόμασε σε Παύλου Στεφάνοβικ προς τιμήν του μεγάλου ευεργέτου όχι μόνον του ελληνισμού, αλλά και της περιοχής μας. Είναι γνωστά τα Στεφανοβίκεια κτήματα και το ομώνυμο χωριό, οι διάφορες δωρεές σε κεντρικούς ναούς της Λάρισας, στο Δημοτικό νοσοκομείο, σε σχολεία και απόρους και το αρχοντικό του στη γωνία των σημερινών οδών Παπακυριαζή και 28ης Οκτωβρίου. Επίσης μετονομάσθηκε και οδό πρίγκηπος Ανδρέου ονομασία η οποία δεν διατηρήθηκε. Μέχρι τη περίοδο της μεταπολίτευσης ήταν γνωστή ως Βασιλέως Κωνσταντίνου. Μετά το 1980 πήρε το σημερινό της όνομα Παναγούλη.
Η δημοσιευόμενη εικόνα δεν είναι τεχνικώς άρτια. Το 1933 τα τοπικά τυπογραφεία δεν είχαν προηγμένα μηχανήματα εκτύπωσης φωτογραφιών. Ούτε όμως και αισθητικώς είναι σπουδαία. Απεικονίζει τη σημερινή οδό Παναγούλη όπως ήταν το 1933. Η λήψη έγινε κοντά στη διασταύρωσή της με την οδό των Έξ (Κύπρου σήμερα) και ο φακός σκοπεύει την προς νότο πορεία του δρόμου. Η εικόνα δεν έχει να επιδείξει τίποτε σημαντικό εκτός από ένα τμήμα μεγάλου κτίσματος στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Το κτίριο αυτό είναι το παλιό "Ξενοδοχείον της Γαλλίας", το οποίο κάποια στιγμή προπολεμικά μετονομάσθηκε σε «Παλλάδιον». Βρισκόταν δίπλα από το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Κωνσταντινίδη.
Στην αρχική μορφή του σαν Ξενοδοχείο Γαλλίας επιχειρηματίας ήταν ο Νικόλαος Μουστάκας. Το 1931 το αγόρασαν δύο άτομα από το Συκούριο, οι Ιωάννης Κουλούντζος και Αθανάσιος Μέλιος, οι οποίο το ανακαίνισαν, το μετονόμασαν σε «Παλλάς» και το μετέτρεψαν σε πολυτελές ξενοδοχείο. Οι ιδιοκτήτες του το ενοικίασαν στον Πέτρο Ζαρκαλή, ο οποίος σύντομα μεταβίβασε την εκμετάλλευσή του στον Γεώργιο Σκένδρο και τους αδελφούς Τσούκαρη. Το 1964 περιήλθε στην ιδιοκτησία της Γεωργίας Σκένδρου-Κουλούτζου, ο σύζυγος της οποίας Σπύρος Σκένδρος ήταν αδελφός του Γεωργίου. Μετά από τέσσερα χρόνια, το 1968, κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κατασκευάσθηκε η σημερινή πολυώροφη οικοδομή.
--------------------------------------------
[1]. Ο Παύλος Στεφάνοβικ -Σκυλίτσης ήταν ένα από τα πολλά τέκνα του Ζαννή Στεφάνοβικ, Έλληνα τραπεζίτη με καταγωγή από τη Χίο, ιδρυτή του εμπορικού οίκου Στεφάνοβικ-Σκυλίτση στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος αναδείχθηκε ένας από τους ισχυρότερους οίκους της εποχής, με δράση από το Λονδίνο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
[2]. Ο πρίγκιπας Ανδρέας ήταν γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και αδελφός του διαδόχου Κωνσταντίνου. Το 1905 ήλθε στη Λάρισα για να υπηρετήσει στο Σύνταγμα Ιππικού που είχε έδρα την πόλη μας και αργότερα έγινε διοικητής του. Συνοδευόταν από τη γυναίκα του Αλίκη, η οποία ήταν πριγκίπισσα της Αγγλίας και αδελφή του λόρδου Μαουντμπάντεν. Για διαμονή τους επέλεξαν το ομορφότερο αρχοντικό της Λάρισας, του Κωνσταντίνου Σκαλιώρα. Ας σημειωθεί ότι ο Ανδρέας και η Αλίκη είναι οι γονείς του σημερινού βασιλικού συζύγου της Αγγλίας Φιλίππου.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΑΛΚΑΖΑΡ. Το Αλσος των Νυμφών



Η ευρύτερη περιοχή του Μεριά (αργότερα Αλκαζάρ) κατά τη διάρκεια στρατιωτικών γυμνασίων και παρελάσεων επί τουρκοκρατίας. Υδατογραφία του Βαυαρού αξιωματικού Ludwig Koellnberger. 1834. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, ΑθήναΗ ευρύτερη περιοχή του Μεριά (αργότερα Αλκαζάρ) κατά τη διάρκεια στρατιωτικών γυμνασίων και παρελάσεων επί τουρκοκρατίας. Υδατογραφία του Βαυαρού αξιωματικού Ludwig Koellnberger. 1834. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
Οι όροι Μπελεντιέ Μπαχτσέ, Μεριάς, πλατεία του Άρεως, Αλκαζάρ, Άλσος των Νυμφών, προσδιορίζουν μια γνωστή και αγαπητή περιοχή της Λάρισας, η οποία από την περίοδο της τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα χρησιμοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς.
Μπελεντιέ Μπαχτσές σημαίνει στα τουρκικά Δημοτικός Κήπος και κατά τον Γιώργο Ζιαζιά τον όρο αυτό χρησιμοποιούσαν οι μουσουλμάνοι της Λάρισας για να χαρακτηρίσουν τη συγκεκριμένη περιοχή. Μεριάς[1] συνήθως ονομαζόταν μέχρι και πρόσφατα μια εκτεταμένη, επίπεδη και άγονη έκταση. Χώροι με την ονομασία Πλατεία ή Πεδίον του Άρεως[2] συναντώνται και σε άλλες ελληνικές πόλεις (Αθήνα, Βόλος, Τρίπολις, και αλλού). Η ονομασία Αλκαζάρ, αντίθετα με τα όσα κατά καιρούς έχουν γραφεί, υπήρχε ήδη στη Λάρισα κατά την περίοδο της προσάρτησης της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος[3]. Άλσος των Νυμφών ονομάσθηκε το 1903 με εισήγηση της βασίλισσας Όλγας[4], η οποία ερχόταν τακτικά στη Λάρισα συνοδεύοντας τον σύζυγό της Γεώργιο Α’. Ο συγκεκριμένος χώρος τοπογραφικά αρχίζει από τη γέφυρα, ορίζεται μεταξύ της αριστερής όχθης του Πηνειού και του οδικού δρόμου προς Τύρναβο και εκτείνεται περίπου μέχρι το σημερινό Αισθητικό Άλσος.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο χώρος αυτός, επίπεδος και γυμνός όπως ήταν, χρησίμευε για ασκήσεις του τουρκικού στρατού και παρελάσεις. Μια εικόνα του χώρου μπορεί κανείς να σχηματίσει αν διαβάσει προσεκτικά την εικόνα που συνοδεύει το σημερινό κείμενο. Προέρχεται από υδατογραφία την οποία σχεδίασε ο Βαυαρός αξιωματικός Ludwig Koellnberger, όταν την άνοιξη του 1834 μικρό τμήμα του Βαυαρικού Εκστρατευτικού Σώματος του Ελληνικού Βασιλείου επισκέφθηκε την τουρκοκρατούμενη Λάρισα για συνομιλίες με τον Τούρκο πασά της πόλης Μουσταφά Νουρή. Παρατηρούμε δεξιά έναν τεράστιο επίπεδο χώρο με συντεταγμένα στρατιωτικά τμήματα να παρελαύνουν προ των επισήμων, οι οποίοι βρίσκονται καθισμένοι μέσα και έξω από μια πολυτελή σκηνή. Στο βάθος προβάλλει ο ορεινός κώνος του Κισσάβου. Αριστερά διακρίνεται μια επιμήκης περιοχή πυκνής βλάστησης, η οποία αντιστοιχεί στην κοίτη του Πηνειού και πίσω διαγράφονται τζαμιά, μιναρέδες και τα παραπήνεια κτίσματα της Λάρισας. Το σχέδιο του Βαυαρού αξιωματικού είναι φανερό ότι δεν αποτυπώνει επακριβώς την τοπογραφία της περιοχής.
Μετά την απελευθέρωση ο Μεριάς χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινός χώρος στρατοπέδευσης μονάδων πυροβολικού του ελληνικού στρατού σε σκηνές. Διασώθηκε μάλιστα και μια φωτογραφία του 1881, η οποία αποτυπώνει την παρουσία μεγάλου αριθμού σκηνών στην περιοχή. Από τις πρώτες ενέργειες των δημοτικών αρχόντων και άλλων φιλοπρόοδων κατοίκων της Λάρισας ήταν και η αξιοποίηση του χώρου αυτού. Στα 137 χρόνια που μεσολάβησαν από το 1881 μέχρι σήμερα η περιοχή αυτή, με τις διάφορες ονομασίες που αναφέραμε, άλλαξε πολλές φορές μορφή και φιλοξένησε διάφορα κτίσματα και μνημειακούς χώρους.
Αρχίζοντας από τα σκαλάκια που οδηγούν στον κεντρικό δρόμο του άλσους, δεξιά βρίσκεται και σήμερα η αναθηματική στήλη για του πεσόντες αξιωματικούς και οπλίτες κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Για πολλά χρόνια αποτέλεσε το Ηρώο της πόλης. Δίπλα του ο ακάματος αρχίατρος Δημήτριος Παλιούρας με φροντίδα του έστησε τις χάλκινες προτομές του ήρωα του 1821 Αθανασίου Διάκου, του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, του ιστορικού της Λάρισας Επαμεινώνδα Φαρμακίδη και του ανθρώπου που νίκησε τη μάστιγα της ελονοσίας στρατιωτικού ιατρού Εμμανουήλ Μανουσάκη. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου είναι στημένη η προτομή του Κώστα Κρυστάλλη, της οποίας τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 21 Ιανουαρίου 1940, με τη φροντίδα του Ομίλου Εκδρομέων Λαρίσης (Ο.Ε.Λ.).
Μετά τις τέσσερες προτομές που αναφέραμε, το 1883 επί δημαρχίας Αργυρίου Διδίκα (1882-1883), κατασκευάστηκε μαρμάρινη στρόγγυλη υπερυψωμένη εξέδρα, στην οποία εκτελούσε διάφορα προγράμματα η φιλαρμονική ορχήστρα (μπάντα) του στρατού σε ειδικές περιπτώσεις. Μετά από λίγα χρόνια μεταφέρθηκε στο μέσον της Κεντρικής πλατείας. Στη συνέχεια λειτούργησε το εξοχικό κέντρο "Αλκαζάρ" το οποίο βρισκόταν ακριβώς στη θέση όπου σήμερα υπάρχει το Κηποθέατρο. Στο σημείο αυτό κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας υπήρχε το τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο.
Απέναντι του κέντρου Αλκαζάρ, ο γεωπόνος της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Ιωάννης Κατσίγρας, πατέρας του μεγάλου ευεργέτη της Λάρισας ιατρού Γ. Ι. Κατσίγρα, στόλισε το 1911 την περιοχή με έναν θαυμάσιο κήπο, ενώ το 1903 η "Φιλοδασική Ένωσις" δενδροφύτευσε ολόκληρη την περιοχή.
Στο τέλος του κεντρικού δρόμου του άλσους, εκεί που σήμερα έχει στηθεί το επιβλητικό Μουσείο της Εθνικής Αντίστασης, ξεκινούσε ο χώρος όπου για πολλά χρόνια, τον μήνα Σεπτέμβριο γινόταν η περίφημη εμποροζωοπανήγυρη της Λάρισας. Το πρώτο παζάρι πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1889, έπειτα από πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Διονυσίου Γαλάτη (1887-1891). Όπως θυμούνται οι παλαιότεροι, η εμποροπανήγυρη, δηλ. οι παράγκες που στέγαζαν τα πρόχειρα καταστήματα, ξεκινούσε από τα σκαλάκια του κεντρικού δρόμου και έφθανε περίπου μέχρι το ύψος του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Εκεί που σήμερα βρίσκεται το κολυμβητήριο και τα διπλανά γήπεδα τένις και μπάσκετ, γινόταν η ζωοπανήγυρη.
Το 1931, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα δημιουργήθηκε στην ευρύτερη περιοχή το Δημοτικό Γυμναστήριο[5], το οποίο προοριζόταν για τα αθλητικά σωματεία της Λάρισας. Ο αθλητικός αυτός χώρος με τον καιρό εξελίχθηκε στο Στάδιο Αλκαζάρ.
Στο βοηθητικό γήπεδο ποδοσφαίρου που βρίσκεται μετά τη νέα περιφερειακή οδό που κατασκευάσθηκε πρόσφατα και κοντά στην ανακουφιστική κοίτη του Πηνειού, βρισκόταν το Ιπποδρόμιο, όπου από το 1900 μέχρι το 1935, παράλληλα με το παζάρι, τελούνταν Πανελλήνιοι Ιππικοί Αγώνες με μεγάλη επιτυχία.
Κάπου εδώ τελείωνε το Πεδίον του Άρεως και υπό ευρεία έννοια ο Μεριάς ή το Άλσος των Νυμφών.
----------------------------------------------------------------
[1]. "Ως θέσις της εμποροπανήγυρεως επιλέχθηκε η περιοχή «Μεριάς», μεγάλης εκτάσεως χώρος ο οποίος εκτείνεται πέραν της μεγάλης γεφύρας του Πηνειού, παραλλήλως προς την οδόν την άγουσαν εις Τύρναβον", γράφει εφημερίδα της Λάρισας στις 15 Οκτωβρίου 1888.
[2]. Ευρύς και ανοικτός χώρος στην αρχαία Ρώμη αφιερωμένος στον θεό του πολέμου Άρη, όπου συνέρχονταν οι Ρωμαίοι για την εκλογή αρχόντων της πόλης και ήταν πεδίο ασκήσεων και παρελάσεων. Στο πρόγραμμα της Γεωργοκτηνοτροφικής έκθεσης του 1900 αναφέρεται: «Η έκθεσις γενήσεται εν ειδικώ Εκθετηρίω ανεγειρομένω επί της παρά τον Πηνειόν πλατείας του Άρεως».
[3]. Στις 11 Αυγούστου 1882 η εφημερίδα της Λάρισας «Ανεξαρτησία» έγραφε: «Χθες εν πλήρει μεσημβρία εγένετο παρανάλωμα του πυρός το πέραν της γεφύρας κείμενον Αλκαζάρ…». Βλέπε και: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το κέντρο Αλκαζάρ-Α’, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 29ης Ιανουαρίου 2014 .
[4]. Με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας ιδρύθηκε και στην πόλη μας, «Φιλοδασική Ένωσις». Σκοπός της ήταν να συμβάλλει στη δημιουργία πρασίνου στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας. Με τη συμβολή μονάδων μηχανικού υπό τον λοχαγό Σαπουντζάκη και μαθητών του Γυμνασίου, δενδροφυτεύτηκε η περιοχή του Αλκαζάρ κατά μήκος της αριστερής όχθης του Πηνειού, μέχρι το κτήμα Παπασταύρου, περίπου μέχρι εκεί που αρχίζει σήμερα το Στάδιο Αλκαζάρ. Αυτός ο τεράστιος χώρος πρασίνου ονομάσθηκε από τον Δήμο «Άλσος των Νυμφών», όρος που είχε ατονήσει, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να χρησιμοποιείται.
[5]. Στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1930 διαβάζουμε: «Μετ’ εισήγησιν του Δημάρχου Μ. Σάπκα, προτείνοντος όπως εις τον πέραν της γεφύρας του Πηνειού ποταμού χώρον του Αλκαζάρ του ανήκοντος εις τον Δήμον, κειμένου πλησίον του Κήπου Παπασταύρου…καθορισθή γήπεδον 15 στρεμμάτων, ήτοι 100 χ 150 τετρ. μέτρων, προς ανέγερσιν Γυμναστηρίου δια την εγκατάστασιν των Αθλητικών Σωματείων της πόλεως…».

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΟΔΟΣ ΕΡΜΟΥ


Η οδός Ερμού όπως φαίνεται από τη διασταύρωσή της με την οδό Κύπρου. Φωτογραφία του 1980 περίπουΗ οδός Ερμού όπως φαίνεται από τη διασταύρωσή της με την οδό Κύπρου. Φωτογραφία του 1980 περίπου
Στο σημερινό μας σημείωμα θα περιγράψουμε έναν μικρό σε μήκος δρόμο της Λάρισας, αλλά από τους γνωστότερους και παλαιότερους, την οδό Ερμού. Πήρε το όνομά της από τον αρχαίο θεό Ερμή, ο οποίος μεταξύ πολλών άλλων ήταν και ο προστάτης του εμπορίου.
Σε όλες τις μεγάλες πόλεις η κεντρικότερη εμπορική οδός ονομάζεται Ερμού (παράβαλε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αλλού). Είναι από τους λίγους δρόμους της πόλης μας ο οποίος δεν μετονομάσθηκε ούτε μία φορά στη νεότερη ιστορία της, από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881.
Απ' όσο γνωρίζουμε από παλαιότερες πηγές, κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας η εμπορική κίνηση της Γενί Σεχίρ ήταν συγκεντρωμένη γύρω από τον Τρανό μαχαλά, τη μόνη αμιγή χριστιανική συνοικία της Λάρισας, η οποία καταλάμβανε ολόκληρο τον Λόφο της Ακρόπολης, αυτόν που σήμερα ονομάζουμε Φρούριο, και τη σημερινή οδό Βενιζέλου από τη γέφυρα μέχρι και την πλατεία Μπλάνα (Λαού) και τις παρόδους της. Μαζί με την εβραϊκή κοινότητα, η οποία καταλάμβανε την περιοχή που οριζόταν από τη σημερινή Συναγωγή μέχρι τους Έξι Δρόμους, οι δύο αυτές κοινότητες διακινούσαν όλο το εμπόριο της θεσσαλικής πρωτεύουσας.
Η οδός Ερμού άρχισε να γίνεται εμπορική κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και αναπτύχθηκε από τις αρχές του 20ου. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στον δρόμο αυτόν υπήρχαν μερικά παπλωματάδικα που ανήκαν σε Ισραηλίτες, και οι λίγοι μαύροι που υπήρχαν στην πόλη είχαν καταστήματα με ξηρούς καρπούς, κυρίως στραγάλια. Το ενδιαφέρον είναι ότι επί της Ερμού, λίγα μέτρα από τη συμβολή της με την Κύπρου και στην αριστερή της πλευρά, υπήρχε μια μεγάλη είσοδος η οποία οδηγούσε σε χαμάμ (δημόσια λουτρά). Η είσοδος του χαμάμ ήταν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το κοσμηματοπωλείο Σάπκα. Λέγεται ότι το χαμάμ αυτό ήταν για αποκλειστική χρήση των Οθωμανίδων γυναικών (χανούμισσες), εν αντιθέσει με το γειτονικό χαμάμ που διασώθηκε μέχρι σήμερα και βρίσκεται στη γωνία Φιλελλήνων και Βενιζέλου[1], το οποίο εξυπηρετούσε αποκλειστικά μόνον Οθωμανούς άνδρες. Το γυναικείο χαμάμ εκτεινόταν μέχρι την οδό Πανός, την οποία διαπερνούσε μέχρι την απέναντι πλευρά και την έφρασσε. Όπως διαπιστώνουμε, στον καιρό της τουρκοκρατίας η οδός Πανός δεν υπήρχε και διανοίχθηκε μόλις άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου πόλεως περί το 1883. Τη διάνοιξη διευκόλυνε μια πυρκαγιά στην περιοχή του Ξυλοπάζαρου[2], η οποία επεκτάθηκε μέχρι και την Ερμού και αποτέφρωσε πολλά κτίσματα της περιοχής. Με τη διάνοιξή της αναπτύχθηκε κατόπιν στη γνωστή αγορά με τα κρεοπωλεία, οπωροπωλεία, ιχθυοπωλεία και καταστήματα αποικιακών ειδών, καταστήματα τα οποία συνέβαλαν στην ανάπτυξη της οδού σε εμπορικό δρόμο.
Θα αρχίσουμε την καταγραφή των καταστημάτων της αριστεράς πλευράς της Ερμού, έχοντας ως βασικό οδηγό τον Βαγγέλη Βοζαλή, ο οποίος θυμάται λεπτομέρειες και διάφορα χωρατά που δεν μπορούν να γραφούν από τη μεταπολεμική χρήση των καταστημάτων, ενώ για την παλαιότερη περίοδο συμβουλευτήκαμε τα γραπτά του δημοσιογράφου Κώστα Περραιβού, του δικηγόρου και ιστορικού της Λάρισας Γιώργο Ζιαζιά και τις τοπικές εφημερίδες, όσες έχουν διασωθεί. Η εκκίνηση γίνεται από την οδό Κύπρου:
--Αρχικά στη γωνία υπήρχε το κατάστημα αποικιακών των αδελφών Λέγγα. Οι τελευταίοι μεταφέρθηκαν στην οδό Πανός και εδώ μετακόμισαν το κατάστημα νεωτερισμών οι Ηλίας και Γεώργιος Βαΐτσης που βρισκόταν στο ισόγειο του μεγάρου Χατζημέτου (Λέσχη Ασλάνη). Ήταν μια τυχαία πυρκαγιά η οποία κατέστρεψε το μαγαζί τους και μερικά άλλα, χωρίς το μέγαρο να πάθει ζημιές και έτσι βρέθηκαν στην αρχή της Ερμού. Ο Ηλίας ήταν κουνιάδος του Γεωργίου Βαΐτση. Το μαγαζί αυτό το αγόρασε ο Γεώργιος Βαϊτσης και αποτέλεσε ιδιοκτησία του κληρονόμου του Χρήστου Βαΐτση. Με τον σεισμό του 1941 το κατάστημα έπαθε σοβαρές ζημιές και ο τελευταίος αναγκάσθηκε να μετακομίσει προσωρινά στην οδό Ρούσβελτ μαζί με τον Νίσκα, δίπλα από το κατάστημα του Δημητρακόπουλου. Το 1945 σε μια φωτογραφία του Τλούπα, βλέπουμε να υπάρχει στο σημείο αυτό το καθημαγμένο από τον σεισμό κατάστημα Γάτσου Αγραφιώτη, στην πινακίδα του οποίου αναγράφονται τα εξής: "Υδραυλικά - Φανοποιΐα. Επισκευαί ρολών". Λίγο αργότερα ο Χρήστος Βαΐτσης, το κατεδάφισε και στη θέση του έκτισε το νέο κατάστημα που διακρίνεται στη φωτογραφία, όπου εγκατέστησε την επιχείρησή του. Υπήρξε κάποια εποχή που τα ψαθάκια Borsalino ήταν της μόδας και ο Βαΐτσης έκανε χρυσές δουλειές. Όταν πήρε τη σύνταξη, στο κατάστημα αυτό εγκατέστησαν το χρυσοχοείο τους οι αδελφοί Νίκος και Νάκης Κωνσταντινίδης. Η οικογένεια Βαΐτση ως γνωστόν έκανε μια σπουδαία δωρεά στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας. Το κατάστημα εν συνεχεία αγόρασε ο Ιωάννης Μότσιος, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος των Εμπόρων του Ιστορικού Κέντρου Λάρισας και ο οποίος το λειτουργεί μέχρι σήμερα με γυναικεία ενδύματα.
-- Σε τμήμα του καταστήματος Βαΐτση λειτούργησε παλαιότερα ένα ραφείο με τον τίτλο «Το Χρυσό Ψαλλίδι» που ανήκε στον Αθανάσιο Μαραγκόπουλο. Ο Μαραγκόπουλος δεν ήταν μόνον καλός φραγκοράφτης, αλλά και άριστος τραγουδιστής.
--Επίσης σε μια βιτρίνα του καταστήματος Βαΐτση είχε εγκαταστήσει το καπνοπωλείο του ο Γεώργιος Λάκκας και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το ραφείο του ο Δημήτριος Σαρίμβεης, εγκαταλείποντας το κατάστημα που είχε μέχρι τότε στη Στοά Κουτσίνα. Ο Σαρίμβεης ήταν σπουδαίος κυνηγός και διετέλεσε για μεγάλο διάστημα και πρόεδρος του Κυνηγητικού Συλλόγου Λαρίσης.
--Στη συνέχεια βρισκόταν παλιά το πρώτο κομμωτήριο της Λάρισας. Ήταν του Γιάννη Ξυραδάκη. Πριν ανοίξει το κατάστημα αυτό, ο Ξυραδάκης που είχε μάθει την κομμωτική τέχνη από καλούς δασκάλους, όταν ήθελε να χτενίσει κυρίες της καλής κοινωνίας της Λάρισας, αναγκαζόταν να πηγαίνει στα σπίτια τους, γιατί τα ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν την παρουσία γυναίκας σε κατάστημα κομμωτικής, ιδιαίτερα άρρενα κομμωτή. Τις χτένιζε σύμφωνα με τη μόδα της εποχής εκείνης, όταν οι γυναίκες δεν έκοβαν εύκολα τα μαλλιά τους, τα άφηναν μακριά και το συνηθέστερο χτένισμα ήταν ο κότσος με διάφορες παραλλαγές. Ο Ξυραδάκης άνοιξε το κομμωτήριο στην οδό Ερμού μετά το 1920, όταν άρχισε να γενικεύεται η μόδα των κοντών μαλλιών, η οποία απαιτούσε τακτικά χτενίσματα. Ήταν σπουδαίος κομμωτής και σταδιακά είχε αποκτήσει αρκετή πελατεία, γιατί οι χειραφετημένες Λαρισαίες που θυσίαζαν τα μακριά τους μαλλιά ακολουθώντας τη μόδα, δεν δίσταζαν να μπαίνουν στο κατάστημά του και να περιποιούνται την εμφάνισή τους. Ο Κώστας Περραιβός[3]αναφέρει πως όταν στον καιρό του μεσοπολέμου ο Ξυραδάκης μετέφερε το κομμωτήριό του στην αρχή της οδού Κούμα, δίπλα από τη Λαρισαϊκή Λέσχη, το κατάστημα αυτό το αγόρασε ο Πάνος Σάπκας και μετέφερε σ' αυτό το κοσμηματοπωλείο του από την απέναντι πλευρά.
--Το χρυσοχοείο Σάπκα στη Λάρισα έχει μια μεγάλη και ιστορική διαδρομή, η οποία ξεκινάει πριν από το 1882. Ο Στέργιος Σάπκας, πατέρας του Μιχαήλ και του Πάνου Σάπκα, κάτοικος Λαρίσης, στις 7 Δεκεμβρίου 1882 ανανέωσε την ενοικίαση του καταστήματός του το οποίο βρισκόταν στην περιοχή Ντάρκολι[4] με την ιδιοκτήτρια Σεριφή Ρουκουγιέ χανούμ, χήρα του Αρίφ Χασήμ, για έναν ακόμη χρόνο[5]. Ο δευτερότοκος γιος του Στέργιου Σάπκα, Παναγιώτης (Πάνος) (1880-1969), από μικρός βρέθηκε στο κατάστημα του πατέρα του και κληρονόμησε το οικογενειακό επάγγελμα του αργυροχρυσοχόου. Ο πρωτότοκος γιος του Πάνου Σάπκα, Δημήτριος (Μίμης) Σάπκας (1912-1994) τον διαδέχθηκε στην επιχείρηση. Ο Πάνος Σάπκας ο νεότερος συνέχισε τη λειτουργία του χρυσοχοείου και σήμερα την επιχείρηση διευθύνει ο Δημήτριος Σάπκας ο νεότερος. Πέντε γενεές Σαπκαίων. Εντυπωσιακό!

(Συνεχίζεται)
 [1]. Σήμερα το λουτρό αυτό έχει συντηρηθεί θαυμάσια από την αρχαιολογική υπηρεσία, έχει δοθεί σε κοινή χρήση και στεγάζει το μπαρ "Χαμάμ".
[2]. Ξυλοπάζαρο λεγόταν η περιοχή η οποία περιλαμβανόταν περίπου μεταξύ των σημερινών οδών Απόλλωνος - Κύπρου - Φιλελλήνων - Βενιζέλου, και σ' αυτό γινόταν η αγορά και η επεξεργασία του ξύλου.
[3]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η οδός Ερμού, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 9ης Ιουλίου 1973.
[4]. Ντάρκολι. Με το όνομα αυτό προσδιορίζεται η κεντρική περιοχή της Λάρισας κατά μήκος της σημερινής οδού Κύπρου, από την Κεντρική πλατεία μέχρι περίπου την Ασκληπιού και την Κούμα.
[5]. Αρ. συμβολαίου 1059 του συμβολαιογράφου Ανδρέα Ροδόπουλου με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1882.


Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

ΤΟ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟ ΡΟΛΟΪ


Ο πυργίσκος από το προπολεμικό ρολόι της Λάρισας. Λεπτομέρεια από φωτογραφία του Γεράσιμου Δαφνόπουλου. 1928. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΟ πυργίσκος από το προπολεμικό ρολόι της Λάρισας. Λεπτομέρεια από φωτογραφία του Γεράσιμου Δαφνόπουλου. 1928. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Εδώ και 26 χρόνια η Λάρισα στερήθηκε του δημοτικού ρολογιού της, το οποίο όπως περιγράψαμε και σε άλλο σημείωμά μας, βρισκόταν συνεχώς και με διαφορετικές μορφές πριν από το 1668[1] στο Λόφο της Ακρόπολης, πάνω από τις κερκίδες του Αρχαίου Θεάτρου.
Στο διάστημα αυτό η πόλη άκουγε τους χτύπους του, οποιαδήποτε μορφή και αν είχε. Όμως το 1992 το τελευταίο ρολόι κρημνίσθηκε για να αποκαλυφθεί ο θησαυρός της πόλης μας, το μεγάλο Αρχαίο Θέατρο και έκτοτε δεν αντικαταστάθηκε.
Η σημερινή εικόνα προέρχεται από λεπτομέρεια φωτογραφίας του προπολεμικού ρολογιού και απεικονίζει τον πυργίσκο του, δηλαδή το υψηλότερο τμήμα του ρολογιού, στο οποίο υπάρχουν τέσσερες δίσκοι ρολογιών που βλέπουν προς τις τέσσερες πλευρές του ορίζοντα. Φωτογράφος είναι ο Γεράσιμος Δαφνόπουλος (1877-1935), ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ο οποίος άφησε εποχή με τις φωτογραφίες του, του απονεμήθηκε ο τίτλος του "Φωτογράφου της Βασιλικής Αυλής" και έμεινε στην ιστορία γιατί απαθανάτισε τον Παύλο Μελά δύο μήνες πριν τον θάνατό του το 1904, φορώντας τον Μακεδονικό ντουλαμά.
Το 1923, επί δημαρχίας Δημητρίου Παπαγεωργίου (1922-1924), το Δημοτικό Συμβούλιο έκρινε ότι το παλιό τούρκικο ρολόι, το οποίο δεν είχε ωροδείκτες και ανήγγειλε τις ώρες με καμπάνα, έπρεπε να αντικατασταθεί με σύγχρονο. Για τον σκοπό αυτό ενέκρινε πίστωση 45.000 δραχμών «…δια την κατασκευήν και ανύψωσιν του παλαιού κτιρίου του πρώην Ωρολογίου της πόλεως»[2]. Σύμφωνα με τον Επαμεινώνδα Φαρμακίδη, στην κατασκευή αυτού του ρολογιού συνέβαλε οικονομικά εκτός του Δήμου και ο Λαρισαίος έμπορος Ηλίας Κολέσκας[3]. Σ’ αυτή την κατασκευή διατηρήθηκε ο εξαγωνικός κορμός του ρολογιού όπως ήταν. Από τις υπάρχουσες φωτογραφίες διαπιστώνουμε ότι η εξαγωνική περίμετρός του εκ κατασκευής εμφανιζόταν ελαφρά μειωμένη όσο ο κορμός έφθανε στο ψηλότερο σημείο Ουσιαστικά λοιπόν η μεταβολή στο νέο ρολόι περιοριζόταν στην αλλαγή του πυργίσκου, ο οποίος εδραζόταν πάνω στον κορμό. Στη θέση του παλαιού κατασκευάσθηκε λιθόκτιστος, τετράπλευρος πυργίσκος, διακοσμημένος αρχιτεκτονικά με πολλά νεοκλασικά στοιχεία, όπως ήταν η μόδα της εποχής. Τοποθετήθηκαν τέσσερα μεγάλα κυκλικά ρολόγια, ένα σε κάθε πλευρά, με ωροδείκτη, λεπτοδείκτη και αριθμούς με λατινικά στοιχεία. Ο πυργίσκος στο κάτω μέρος προστατευόταν περιμετρικά από μεταλλικό κιγκλίδωμα, το οποίο έδινε τη δυνατότητα προσπέλασης και παραμονής εργατών ή και επισκεπτών μέχρι το ύψος αυτό. Ο πυργίσκος ήταν στεγασμένος με έναν ιδιότυπο τρούλο, στη μέση του οποίου υπήρχε τετράπλευρη κατασκευή με ανοίγματα και τρούλο, στην κορυφή του οποίου ήταν πακτωμένο ένα αλεξικέραυνο. Η παρατιθέμενη φωτογραφία του Γεράσιμου Δαφνόπουλου δείχνει όλες τις λεπτομέρειές του. Η κατασκευή του νέου πυργίσκου οδήγησε τελικά σε «ανύψωση», δηλαδή στην καθ’ ύψος αύξηση του ρολογιού, το οποίο δέσποζε λόγω και της θέσεώς του, απ’ όλες τις πλευρές της πόλης και εκτός από την ηχητική αναγγελία της ώρας, υπήρχε και η απ' ευθείας οπτική προσέγγιση. Η ηχητική αναγγελία γινόταν ανά ώρα και οι κρούσεις ήταν τόσες όσες και η αναγγελλόμενη ώρα. Ενδιάμεσα με μία μόνον κρούση γινόταν η αναγγελία της μισής ώρας. Το κομψό αυτό ρολόι έχει αποτυπωθεί σε όλα σχεδόν τα επιστολικά δελτάρια και τις φωτογραφίες της περιόδου, όσα αποτυπώνουν τον Λόφο από το 1923 μέχρι την κατοχή.
Η ζωή του ρολογιού αυτού υπήρξε δυστυχώς σύντομη. Διήρκησε λιγότερο από μια εικοσαετία. Με τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 κατέπεσε εντελώς ο πυργίσκος και μέρος του επάνω τμήματος του κορμού. Έχουν διασωθεί φωτογραφίες από αθηναϊκά φωτογραφικά γραφεία που κάλυψαν ειδησεογραφικά για τις εφημερίδες της πρωτεύουσας τους σεισμούς, τα οποία δείχνουν την παντελή καταστροφή του πυργίσκου και τους δίσκους των ρολογιών πεσμένους στο έδαφος, να έχουν σταματήσει στην ώρα του σεισμού (5 και 54΄ πρωινή ώρα). Μεταπολεμικά ο κορμός του ρολογιού, όσος απόμεινε από τον σεισμό, κατεδαφίσθηκε και η πόλη έμεινε χωρίς ρολόι. Όμως τα υπολείμματα της θεμελίωσής του παρέμειναν ενταφιασμένα και εντοπίσθηκαν το 1992, όταν καθαρίσθηκαν όλες οι επιχωματώσεις οι οποίες βρίσκονταν στην περιοχή και κάλυπταν το αρχαίο θέατρο.
Ο καταστροφικός σεισμός στάθηκε η αιτία να μείνει επί μία δεκαετία και πλέον η Λάρισα χωρίς ρολόι. Μεσολάβησε η κατοχή, η πείνα, ο εμφύλιος και επί δημαρχίας Δημητρίου Καραθάνου[4] (1951-1954) τέθηκε το ζήτημα ανέγερσης νέου. Κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 1951, συζητήθηκε μεταξύ άλλων θεμάτων και το ζήτημα της «…κατασκευής Ωρολογίου της πόλεως, το οποίον είχε κρημνισθεί από τον σεισμόν». Η μελέτη του ανατέθηκε στον πολιτικό μηχανικό Νικόλαο Βασ. Μίχο. Έτσι το 1952, δίπλα από τα θεμέλια του πύργου του παλιού, υψώθηκε το νέο λευκό ψηλόλιγνο ρολόι.
--------------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το ρολόι της Λάρισας. Ιστορική διαδρομή, εφ. ¨Ελευθερία¨, Λάρισα, φύλλο της 17ης Σεπτεμβρίου 2014.
[2]. Καλογιάννης Βάσος, Η χρυσή Βίβλος του Δήμου Λαρίσης. Από τη μακραίωνη ιστορία της θεσσαλικής πρωτευούσης, Λάρισα (1963) σελ.221. Από τα Πρακτικά της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 1923.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ηλίας Κολέσκας, εφ. Larissanet, φύλλο της 24ης Ιουλίου 2015.
[4]. Ο Δημήτριος Καραθάνος γεννήθηκε το 1899 στην Καρδίτσα, αλλά σε νεαρή ηλικία μετακόμισε στη Λάρισα οικογενειακώς. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και ο ίδιος ακολούθησε τα επαγγελματικά βήματά του, διατηρώντας φαρμακείο στην πόλη μας. Συγχρόνως όμως αναμίχθηκε έντονα στην κοινωνική και αθλητική ζωή της, αλλά και σε κάθε φιλοπρόοδη κίνηση της Λάρισας. Στις δημοτικές εκλογές του 1951 πλειοψήφησε ο συνδυασμός του και εξελέγη δήμαρχος. Πέθανε στις 17 Μαρτίου 1954, σε ηλικία 55 ετών ως δήμαρχος, από καρδιακό νόσημα.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com