Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

http://www.centralgreece.gr/el/views/118-o-filoktitis-tou-omirou-ki-o-filoktitis-tou-sofokli.html
Θεσσαλία: Υστερη Αρχαιότητα και Μεσαίωνας
* Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Συνοπτική Ιστορία των Β. Σποράδων από τη Ρωμαιοκρατία ως τον 15ο αι.


Α΄ ΣΚΙΑΘΟΣ: Στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ.οι κάτοικοι της Σκιάθου άρχισαν να ασπάζονται
το Χριστιανισμό, ενώ το 530 μ.Χ. η Σκιάθος έγινε έδρα Επισκοπής υπαγόμενης στη Μητρό-
πολη Λαρίσης. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204) η Σκιάθος πέρασε
στο «μερίδιο» των Ενετών. Κύριοι του νησιού έγιναν μέλη της οικογένειας των Γκίζι (Ιερεμίας
και Ανδρέας), οι οποίοι απαγόρευσαν την τέλεση ιεροπραξιών του ορθοδόξου κλήρου,
αναγκάζοντας τους κατοίκους να αποδεχθούν τον Παπισμό. Θέλοντας όμως να έχουν φιλική
αντιμετώπιση από τους ντόπιους, οι Γκίζι έδωσαν στο νησί ελεύθερη αυτοδιοίκηση και ορι-
σμένα προνόμια. Το 1276 το νησί επανήλθε στη βυζαντινή κυριαρχία του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Η Σκιάθος υπέφερε από συχνές πειρατικές επιδρομές, Σαρακηνών αλλά και Τούρκων, αναγκάζοντας του ντόπιους να μεταφέρουν την αρχαία τους πόλη από τα νοτιοανα-
τολικά, όπου περίπου βρίσκεται και σήμερα,στο Κάστρο, σε μια ασφαλέστατη τοποθεσία,
στην προεξοχή μιας απόκρημνης ακτής στα βόρεια (1.350). Οι κάτοικοι του Κάστρου ανέρ-
χονταν την εποχή εκείνη στους 1.500. (Αξίζει κανείς να διαβάσει τα κείμενα του Παπαδιαμάντη για το Κάστρο, κυρίως τα διηγήματα στο Χριστό στο Κάστρο και το "Φτωχός Άγιος", θα δει, ιδιαίτερα με το δεύτερο διήγημα, μια εντυπωσιακή και γλαφυρή περιγραφή των πειρατικών επιδρομών και γενικότερα τις δυσκολίες των Σκιαθιτών της εποχής.) Την περίοδο 1350-1390 η Σκιάθος βρέθηκε στη δίνη ανταγωνισμών Ενετών και Βυζαντινών. Μετά την οριστική άλωση της Πόλης (1453) οι κάτοικοι της Σκιάθου ζήτησαν από τους Ενετούς να καταλάβουν αυτοί το νησί τους για να αποφύγουν την πολύ σκληρότερη τουρκική σκλαβιά, έτσι οι Ενετοί κατέλαβαν το νησί, παραχώρησαν ειδικά προνόμια, ενώ επιπλέον επετράπη στους ντόπιους να έχουν τη δική τους ορθόδοξη Επισκοπή. Η αναπόφευκτη τουρκική κυριαρχία τελικά άρχισε το 1538 όταν η Σκιάθος κατελήφθη μετά από πολιορκία έξι ημερών, από τον Έλληνα αρνησίθρησκο, ναύαρχο, Χαϊρεντίν
Μπαρμπαρόσα. Την αποβίβαση των Τούρκων στη νήσο επακολούθησε γενική σφαγή των κα-
τοίκων. Κατάλοιπα της Μεσαιωνικής Εποχής είναι τα ερείπια του κάστρου Μπούρτζι που είχε
κτιστεί από τους Γκίζι τον 13ο αιώνα και συμπεριλάμβανε μικρό ναό του Αγίου Γεωργίου
που σήμερα δεν υπάρχει. Το Μπούρτζι καταστράφηκε το 1660 κατά τη διάρκεια του ενε-
το-τουρκικού πολέμου. Τμήμα του βυζαντινού μόλου του 8ου αιώνα σώζεται ως σήμερα κάτω
από την επιφάνεια της θάλασσας.
Β΄ ΣΚΟΠΕΛΟΣ (ΠΕΠΑΡΗΘΟΣ): Στην Ύστερη Ρωμαιοκρατία (από το 186 μ.Χ.) το νησί απο-
καλείται για πρώτη φορά με τη νέα του ονομασία: «Scopell». Για τους πρώτους Βυζαντινούς
Χρόνους, μοναδική πηγή αποτελεί ο βίος του Αγίου Ρηγίνου. Στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. ο
Χριστιανισμός είχε ήδη διαδοθεί στη Σκόπελο.Τότε επίσκοπος του νησιού ήταν ο Ρηγίνος,
συγγενής του Αγίου Αχιλλίου, που συμμετείχε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και στη Σύνοδο
της Σαρδικής. Το 363 θανατώθηκε κατά τη διάρκεια των διωγμών του Ιουλιανού του Παραβάτη.
Αργότερα ανακηρύχθηκε Άγιος ενώ σήμερα θεωρείται ο προστάτης της Σκοπέλου. Κατά την
Πρωτοβυζαντινή Εποχή, αλλά και λίγο αργότερα,το νησί χρησιμοποιούνταν από τη βυζαντινή
εξουσία ως τόπος εξορίας ανεπιθύμητων. Το 10ο αιώνα υπαγόταν στο θέμα Μακεδονίας. Ευ-
ρήματα της περιόδου έχουν βρεθεί στη Γλώσσα (Μαντάκι, Λουτράκι) και στη Σκάλα. Τον 11ο αι-
ώνα η Σκόπελος γίνεται έδρα της Επισκοπής Σκιάθου - Σκοπέλου. Τότε κτίστηκαν ο Ναός της
Παναγίας (1078) και ο Ναός των Αγίων Αποστόλων στο Βράχο. Το 1204 η αρχαία Πεπάρηθος δόθηκε αρχικά στο Δουκάτο Νάξου αλλά στη συνέχεια πέρασε στα χέρια του οίκου των Γκίζι. Οι Γκίζι επισκεύασαν το αρχαίο κάστρο της Χώρας, υπολείμματα του οποίου σώζονται ως και σήμερα. Το 1276 ο ιππότης Λικάριος, διοικητής του αυτοκρατορικού στόλου, ανακατέλαβε το νησί για λογαριασμό των Βυζαντινών.Το 1453 οι Σκοπελίτες, μιμούμενοι τους Σκιαθίτες, ζήτησαν την προστασία του Ενετικού στόλου. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία έστειλε τον Τζιάκομο Λορεντάνο ο οποίος εγκατέστησε εκεί κάποιους Ιταλιώτες εποίκους. Κατάλοιπο της εποχής είναι το τοπωνύμιο Φραγκομαχαλάς της Χώρας. Στα χρόνια της Β΄ Ενετοκρατίας (1453-1538) κτίστηκε το κτίριο της Επισκοπής στα ΝΑ της Χώρας. Επρόκειτο να αποτελέσει έδρα του επισκόπου, όμως έμεινε ημιτελές, λόγω της επιδρομής του Μπαρμπαρόσα (1538), ο οποίος κατέλαβε το νησί κατασφάζοντας τους κατοίκους του. Στη διάρκεια του υπολοίπου του 16ου αιώνα, σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή-ναυτικό Πίρι Ρέις, το κάστρο παρέμενε ακατοίκητο.
Σύμφωνα με κείμενο του Ενετού G. Bembo (1540;), το νησί ήταν έρημο και ενήργησε ο ίδιος προς την κατεύθυνση να μεταφερθεί στη Σκόπελο πληθυσμός από άλλα μέρη. Ο ίδιος
προσθέτει ότι, λίγους χρόνους αργότερα, η Σκόπελος κατοικείτο μόνον από 60 οικογένειες.
Ίσως γι’ αυτό το λόγο να μην αναφέρεται από τον Marko Sanudo η Σκόπελος στον κατάλογο
των κατοικημένων νήσων του Αιγαίου. Τέλος,το 1564 το νησί παραχωρείται στον... αρχιμάγειρο του σουλτάνου, ο οποίος μετέφερε κατοίκους από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία για να το συνοικήσουν.
Γ΄ ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ (ΙΚΟΣ), ΓΥΡΩ ΝΗΣΙΑ: Στα χρόνια του ρωμαϊκού εμφυλίου ολόκληρη η Ίκος
ήταν ένα τεράστιο αγρόκτημα-αμπελώνας κάποιου Υμναίου από τη γειτονική Πεπάρηθο. Οι
πηγές των επόμενων αιώνων αγνοούν συστηματικά την Αλόννησο, αλλά κατά τη Φραγκοκρατία γνωρίζουμε ότι έπεσε στα χέρια των Φράγκων. Στην Πρώιμη Βυζαντινή Εποχή στο νησί υπήρχε οργανωμένος οικισμός στον Άγιο Δημήτριο ενώ στην Υστεροβυζαντινή στο Κάστρο (Χώρα Αλοννήσου). Το νησί ήταν συχνά τόπος εξορίας και μόνιμος στόχος πειρατικών επιδρομών (κυρίως από τον 8ο αιώνα). Μεγάλα μοναστικά κέντρα δημιουργήθηκαν στο νησί κατά τη Μέση και Ύστερη Βυζαντινή Εποχή. Ένα τέτοιο ήταν στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου,κοντά στην ακτή, εκτεθειμένο σε κάθε λογής κινδύνους. Δεύτερη σπουδαία Μονή υπήρχε κοντά στον Άγιο Πέτρο, όπου γύρω απ’ το ναό βρέθηκαν υπολείμματα κτισμάτων. Ίσως να κατοικούνταν από λαϊκούς που εργάζονταν στο Μοναστήρι. Μονές είχαν ιδρυθεί και στα γειτονικά ερημόνησα (Σκάντζουρα (Ι. Μ. Ευαγγελισμού), Πιπέρι (Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής), στην Ψαθούρα (ίχνη βυζαντινών ναών) και στο Πελαγονήσι ή Κυρα-Παναγιά όπου βρίσκονται ερείπια του μεγαλύτερου ίσως μοναστικού κέντρου των νησιών(1)). Το 1207 η Αλόννησος και τα γύρω νησιά έπεσαν στα χέρια των Γκίζι. Αυτοί έδωσαν προνόμια στους ντόπιους και επισκεύασαν το βυζαντινό κάστρο της Χώρας. Κατασκευάστηκε και μια κρυφή στοά, μέσα στο κάστρο. Η στοά βοηθούσε στη διαφυγή των κατοίκων σε περίπτωση πτώσης του κάστρου μετά από πολιορκία, μιας και κατέληγε βαθιά μέσα στο δάσος, στα ανατολικά της Χώρας. Σήμερα δε σώζεται γιατί καταστράφηκε από σεισμό. Συχνά οι διοικητές του νησιού συμμαχούσαν με πειρατές. Το 1261 η Αλόννησος κατελήφθη από τον Lorenzo Tiepolo, ο οποίος έκανε το νησί ορμητήριο πειρατών. Ονόματα και τοπωνύμια του νησιού προέρχονται από την Ενετοκρατία (Μαρπούντα,Ζαρμπούντα, Τζωρτζή γιαλός,Μουρτερώ, Σινιόρα, κ.ά.). Το 1276 ο Λικάριος επανέφερε τις Σποράδες στη βυζαντινή επικράτεια. Στα χρόνια των Παλαιολόγων το νησί υπέφερε από τη φορολογία της κεντρικής βυζαντινής εξουσίας και τις πειρατικές επιδρομές.
Μετά την άλωση (1453) τα νησιά, με διάλειμμα 10 χρόνων, ανήκαν επισήμως στο κράτος της
Βενετίας, η οποία έστειλε δυο αντιπροσώπους της (Rettore), που υπάγονταν στον διοικητή
της Χαλκίδας (Βάιλο του Νεγροπόντε). Πάντως οι κάτοικοι είχαν αυτοδιοίκηση και ήταν οργα-
νωμένοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Τον Ιούνιο του 1538 ο Μπαρμπαρόσα κατέλαβε και την
Αλόννησο καταστρέφοντάς την ολοσχερώς. Όσοι κάτοικοι δεν σφαγιάστηκαν οδηγήθηκαν σκλάβοι στα παζάρια της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Οι λιγοστοί διασωθέντες κατέφυγαν στην Εύβοια και στη Θεσσαλία. Η ερήμωση του νησιού κράτησε τουλάχιστον ως το 1650.

* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέας
www.scribd.com/oikonomoukon
konstantinosa.oikonomu@gmail.com

(1) Σύμφωνα με έγγραφο της Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας, το νησί πωλήθηκε σε δυο μοναχούς
το 993.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Θεσσαλία: Υστερη Αρχαιότητα και Μεσαίωνας
* Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς

Το 1402, κι ενώ η οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν στο απόγειο της ανόδου,ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ συνετρίβη από τους Μογγόλους του Τιμούρ του Χωλού (Ταμερλάνου) στη μάχη της Άγκυρας. Αυτό το γεγονός παρέτεινε για λίγα χρόνια τον επιθανάτιο ρόγχο της Βυζαντινής Αυτο-
κρατορίας. Έτσι, κατόπιν της συμφωνίας του 1403, που συνήφθη μεταξύ του γιου του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν Α΄ και του Μανουήλ Παλαιολόγου, αρκετά από τα κατακτημένα εδάφη επιστράφηκαν στο βυζαντινό κράτος, μεταξύ των οποίων και η Ανατολική Θεσσαλία μέχρι την Λάμία(1). Η
Δυτική Θεσσαλία, ισχυρίζονται ορισμένοι,πως παρέμενε σχεδόν ανεξάρτητη. Όμως οι πηγές(2) της εποχής αναφέρουν έναν Οθωμανό, το Γιουσούφ μπέη, κυβερνήτη της Μεγάλης Βλαχίας για το έτος 1406.
Σύμφωνα με δυο ανώνυμα μικρά χρονικά της συλλογής P. Schreiner (48/3 και 69/9) το καλοκαίρι του 1404 ξέσπασε μια «στάση» των Χριστιανών («απιστία» ή «αποστασία» κατά τα κείμενα) της περιοχής του Φαναρίου. Το 1403 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Από τη μια ήταν ο νόμιμος σουλτάνος Σουλεϊμάν και από την άλλη ο επίδοξος σφετεριστής του θρόνου και αδελφός του προηγουμένου, Μουσά Τσελεμπή. Ένα βίαιο επεισόδιο αυτής της διαμάχης παίχτηκε στη Λάρισα. Ο Χαλκοκονδύλης μάς αναφέρει ότι «περί τα μέρη της Λαρίσου» ο Μουσά τύφλωσε τον ανεψιό του Σουλεϊμάν Ορχάν(3) (1413). Την ίδια χρονιά ο νέος σουλτάνος Μεχμέτ (Μωάμεθ) Α΄ (1423-1421) ανανέωσε τη συνθήκη του 1403
παραχωρώντας επιπλέον και άλλα φρούρια και χωριά της Θεσσαλίας στους Βυζαντινούς. Οι Βενετοί μ’ αυτή τη συνθήκη ήλεγχαν το κάστρο του Πτελεού και των Λεχωνίων έχοντας τη νομή των καλλιεργειών του κάμπου των Λεχωνίων. (Βέβαια τα Λεχώνια υπάγονταν ακόμη, τυπικά, στο Δούκα των Αθηνών Antonio Acciaiuoli). Το 1416 δυνάμεις εμίρηδων, αντιπάλων του
σουλτάνου προσπάθησαν να προξενήσουν προβλήματα στον οθωμανικό θρόνο. Συγκεκριμένα ο Μουσταφά της Καραμανίας και ο Τζουνέιντ του Αϊδινίου εισέβαλαν στη Βουλγαρία κι από εκεί στη Μακεδονία.
Όπως όμως μας βεβαιώνει ο ιστορικός Δούκας, οι δυνάμεις τους, που βασίστηκαν στη βοήθεια ντόπιων πληθυσμών, αναχαιτίστηκαν από το στρατό του σουλτάνου.Μετά το θάνατο του Μεχμέτ (1421) ο Μανουήλ συνεργάστηκε με τους προαναφερθέντες εμίρηδες κατά του νέου σουλτάνου
Μουράτ Β΄. Ο Μουράτ αφού αντιμετώπισε με επιτυχία τους στασιαστές, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Θεσσαλίας, σχεδόν αναίμακτα, με στρατηγό τον Τουραχάν μπέη. Η κατάκτηση τη φορά αυτή συνο-δεύτηκε από οργανωμένη εγκατάσταση πολυάριθμων μουσουλμάνων από την Ανατολία. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν αγροτικές οικογένειες από το Ικόνιο της Καππαδοκίας, εκτοπισμένοι λόγω των εμφυλίων συγκρούσεων των ηγεμόνων της Μικράς Ασίας. Αυτοί συνοικίστηκαν σε χωριά της βορειοανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας και ονομάζονταν Κονιαρέοι ή Κόνιαροι από τον τόπο καταγωγής τους (Ικόνιο). Τα περισσότερα από αυτά τα χωριά συγκροτήθηκαν στον άξονα της σημερινής Παλαιάς Εθνικής Οδού Λάρισας-Βόλου,από το ύψος της λίμνης Κάρλας και βορειότερα μέχρι την περιοχή Συκουρίου. Μια
άλλη ομάδα μουσουλμάνων εποίκων, που έφθασαν λίγο αργότερα στη Θεσσαλία (1463), ήταν οι Γιουρούκοι οι οποίοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία(4) και εγκαταστάθηκαν στις παρυφές του Ολύμπου (από το Αργυροπούλι ως την Ιτέα), της Όσσας (χωριά του Συκουρίου ως τη Μαρ-
μαρίνη), του Μαυροβουνίου (Καλαμάκι,κ.ά.) του Φυλλήιου όρους, στην περιοχή των Κυνός Κεφαλών, και αλλού. Στη συνέχεια ο Τουραχάν διαμοίρασε τον θεσσαλικό κάμπο, σε ντόπιους εκούσια εξισλαμισθέντες φεουδάρχες(5) και σε δικούς του αξιωματούχους, υπό τη μορφή φέου-
δων. Ο λόγος της διανομής ήταν η επιβράβευση αυτών για τη συμβολή τους στην κατάκτηση της Θεσσαλίας. Ο νεότερος ιστορικός Γιάννης Κορδάτος αναφέρεται στο γεγονός με τη χαρακτηριστική του λεπτή ειρωνεία: «Οι Τούρκοι άφησαν το φεουδαρχικό καθεστώς, μια που οι φεουδάρχες ειρηνικά παρέδωσαν τη χώρα».(6)Από τη Λαμία εκδιώχτηκε το μεγαλύτερο μέρος του λιγοστού τότε χριστιανικού πληθυσμού και κατοικήθηκε από Τούρκους εποίκους καθώς και από διοικητικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς του οθωμανικού κράτους. Ο ίδιος ο Τουραχάν το 1452 βρισκόταν εγκαταστημένος στονΙσθμό απ’ όπου επιχείρησε τον αποκλεισμό των δεσποτών του Μυστρά(7). Η ίδια η Λάρισα άλλαξε όνομα και μετονομάστηκε από τους Οθωμανούς «Γενή Χεσίρ», δηλαδή Νέα Πόλη, χωρίς όμως να καταφέ ρουν να εκτοπίσουν το παλιό της όνομα.
Συμπερασματικά το 1423 ολοκληρώθηκε και η τρίτη φάση της οθωμανικής κατάκτησης του μεγαλύτερου τμήματος της Θεσσαλίας. Η τελευταία, απεγνωσμένη,προσπάθεια των Βυζαντινών εναντίον της οθωμανικής επέκτασης στη Θεσσαλία ήταν μια παράτολμη ενέργεια του Δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (του μελλοντικού τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα). O Κων/νος, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος, το 1445 προέλασε στη Στερεά και εισήλθε στη Θεσσαλία περνώντας από το Φανάρι (δεν γνωρίζουμε αν το κατέλαβε προσωρινά) και έφτασε στα ορεινά των Αγράφων. Ειδοποιούμενος όμως οτι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις είχαν συγ-
κεντρωθεί στο Βελεστίνο (αρχές του 1446), αναγκάστηκε να υποχωρήσει νοτιότερα. Η αντίσταση των Ελλήνων που ήταν περιορισμένη στα ορεινά της Θεσσαλίας εγκαταλείφθηκε μετά την άλωση
της Πόλης (1453). Τότε φαίνεται πως έπεσε οριστικά και το Φανάρι στα χέρια των εισβολέων. Τέλος το 1454 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ του Μωάμεθ Β΄ (Πορθητή) και των Ενετών, σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι αποκτούσαν τον έλεγχο των τελευταίων δυο οχυρών(8) της Θεσσαλίας:των κάστρων του Πτελεού και του Γαρδικίου (Ετέρα Γαρδικία). Όμως η συμφωνία
έμελλε να γίνει πράξη το 1470, μετά την πτώση της Εύβοιας (12-7-1470). Έτσι τα τελευταία οχυρά εκπορθήθηκαν, ενώ οι Ενετοί υπερασπιστές των σκοτώθηκαν μέχρι ενός από τους Τούρκους, και οι Έλληνες κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Κων/λη. Αυτοί μαζί με άλλους εκτοπισμένους, μεταξύ τωνοποίων και Φαναριώτες, επρόκειτο να συ-
νοικίσουν την γειτονιά του Φαναρίου στην Πόλη.
* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέας

(1) «Απέδωκεν Ζητούνιον τοις Έλλησι» Χαλκοκονδύλης εκδ. Βόννης, σελ. 174, δες σχετ. και
Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η Θεσσ. Ιστορία,τ. γ΄ Λάρισα 2008 και δ΄ τόμος Λάρισα 2009.

(2) Τη χρονολογία και το όνομα του μπέη κατέγραψε ένας Τούρκος χρονικογράφος του 1650,
ο Κατίμπ Τσελεμπή.

(3) Χαλκοκονδύλης, ό.π. 178.

(4) Δ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί, 52,53.

(5) Δηλαδή σε πλούσιους γαιοκτήμονες που δέχτηκαν με τη θέλησή τους να αλλαξοπιστήσουν
για να μην χάσουν τις πλούσιες εκτάσεις γης που κατείχαν και τα προνόμιά τους.

(6) Γ. Κορδάτος, Ιστορία Βόλου – Αγιάς, 182.

(7) Το 1456, γέρος πια ο Τουραχάν θα κληθεί από τους δεσπότες του Μυστρά Δημήτριο και Θωμά να αντιμετωπίσει μια εξέγερση Αλβανών και Ελλήνων χωρικών του Μοριά.

(8) Εξαιρουμένων των θεσσαλικών νήσων.

Η μεγάλη δεσποτική εορτή της Χριστιανοσύνης, σε ανάμνηση της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους. Γιορτάζεται πενήντα ημέρες μετά το Πάσχα, πάντα Κυριακή.
 
Η χριστιανική Πεντηκοστή έλκει την καταγωγή της από την Εβραϊκή Πεντηκοστή (Shavuot στα Εβραϊκά), η οποία γιορτάζεται από τους Ισραηλίτες πενήντα ημέρα μετά το Εβραϊκό Πάσχα, σε ανάμνηση της ημέρας που ο Μωυσής έλαβε τις 10 εντολές από τον Θεό στο όρος Σινά.
 
Την ημέρα αυτή πρόσφεραν στο Ναό τα πρωτογεννήματα (πρώτους καρπούς) από τον θερισμό των δημητριακών (Έξοδος λδ΄, 22 και Λευϊτικόν κγ΄, 15-25).
 
Στο Χριστιανισμό, η Πεντηκοστή θεωρείται η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας. Την ημέρα αυτή έγινε η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, που επικάθησε με τη μορφή πύρινων γλωσσών πάνω από τα κεφάλια των Αποστόλων και τους φώτισε.
 
Με το κήρυγμα του Πέτρου πίστεψαν και βαπτίστηκαν 3.000 άνθρωποι στο Χριστό. Έτσι, ιδρύθηκε η πρώτη χριστιανική εκκλησία στα Ιεροσόλυμα. (Πράξεις Αποστόλων β΄, 1-41)
 
Η Πεντηκοστή γιορταζόταν από τα πρώτα χρόνια της Χριστιανοσύνης και την ημέρα αυτή τελούνταν οι βαπτίσεις των κατηχουμένων.
 
Στις μέρες μας, αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία, τελείται στις εκκλησίες ο λεγόμενος «Εσπερινός της Γονυκλισίας», κατά τον οποίο ψάλλονται ύμνοι αφιερωμένοι στο Άγιο Πνεύμα, το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ενώ την ίδια ώρα οι πιστοί προσεύχονται γονατιστοί.
 
Απολυτίκιο της εορτής:
 
Ευλογητός ει, Χριστέ ο Θεός ημών,
ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, 
καταπέμψας αυτοίς το Πνεύμα το άγιον,
και δι’ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας,
φιλάνθρωπε, δόξα σοι.
 
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014


Θεσσαλία: Υστερη αρχαιότητα και μεσαίωνας
* Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Από την αναρχία στην πρώτη Οθωμανική κατάκτηση (1371- 1392)

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ: Στα 1385 η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας επεκταθεί ως την καρδιά της νότιας Βαλκανικής, προώθησε στρατιωτικές δυνάμεις ως την Αλβανία όπου οι ντόπιοι προέβαλαν μικρή αντίσταση. Άλλες οθωμανικές δυνάμεις, με το νέο τους μπεηλέρμπεη (αρχιστράτηγο)Χαΐρ αντίν πασά, πέρασαν από τη Μακεδονία στη Βόρεια Θεσσαλία. Το 1386 κατέλαβαν, μεταξύ άλλων, το Κίτρος Πιερίας και το φρούριο της Λάρισας(1). Τον Απρίλιο του 1387, μετά την εγκατάλειψη της πόλης από το Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, οι Τούρκοι άλωσαν και τη Θεσσαλονίκη για να ακολουθήσει και η πτώση της Βέροιας τον Μάιο της ίδιας χρονιάς.
Η σπουδαιότερη μάχη που έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ των Οθωμανών ήταν η πρώτη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, τον Ιούνιο του 1389. Εκεί ο σουλτάνος(2) Μουράτ έσπασε την αντίσταση των Σέρβων και των άλλων Χριστιανών ηγεμόνων καταφέροντας περιφανή νίκη. Ο Μουράτ σκοτώθηκε σ’ εκείνη τη μάχη, χάρις στην παράτολμη πράξη ενός απλού Σέρβου στρατιωτικού, και διάδοχός του ανέλαβε ο γιος του Βαγιαζήτ.
ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ: Η Θεσσαλία φαίνεται ότι κατελήφθη προσωρινά, τουλάχιστον μερικώς, το 1386. Τότε, πιθανότατα, οι Τούρκοι υποχώρησαν βορείως των Τεμπών για να επανέλθουν τη διετία 1392-3 καταλαμβάνοντας και πάλι θεσσαλικά εδάφη που υπάγονταν στον βυζαντινό θρόνο,τα περισσότερα τουλάχιστον απ’ αυτά, μιας και τα Φάρσαλα και ο Δομοκός μέχρι το 1392 κατέχονταν από σερβική φρουρά. Οι Οθωμανοί, είναι γεγονός,ότι προήλασαν εύκολα στο εσωτερικό της Θεσσαλίας και αυτό οφείλεται και στο φαινόμενο των εκούσιων
(εθελοντικών) εξισλαμισμών, που στη Θεσσαλία ήταν γεγονός(3). Πραγματικά αρκετοί φεουδάρχες,φιλοτομαριστές όντες, για να διατηρήσουν τις περιουσίες τους και τα υποστατικά τους, δέχονταν την ισλαμική περιτομή και προσχωρούσαν στη θρησκεία του Μωάμεθ. Ως συνέπεια αυτής της αλλαξοπιστίας των αρχόντων ήταν και η αθρόα προσέλευση στον Μουσουλμανισμό και των περισσότερων υποτακτικών τους(4). Η εισβολή των Οθωμανών
έγινε σε τρεις φάσεις:
Α’ ΦΑΣΗ: Αυτή έλαβε χώρα το 1386. Κατά τη διάρκειά της κατελήφθησαν κατά σειρά το κάστρο
του Πλαταμώνα, το κάστρο της Ωριάς στα Τέμπη και η Λάρισα. Κατά τη γνώμη πολλών ιστορικών σ’αυτή τη φάση άρχισε η εγκατάσταση των πρώτων Τούρκων νομάδων εποίκων. Στρατηγός των Οθωμανών, μάλιστα ένας από τους κορυφαίους του σουλτάνου, ήταν ο Εβρενός μπέης, ο ονομαζόμενος και πορθητής της Λάρισας που ήταν Έλληνας αρνησίθρησκος. Πέθανε το 1417 και θάφτηκε στη νέα οθωμανική πόλη της Δ. Μακεδονίας, τα Γιαννιτσά.
Την ίδια περίοδο ο Αλέξιος Φιλανθρωπινός, ο λεγόμενος Καίσαρ της Μεγάλης Βλαχίας, παρέμενε οχυρωμένος στα Τρίκαλα μέχρι και τον θάνατό του,που μάλλον συνέβη το 1388. Συνεπώς αυτή η πρώτη φάση της οθωμανικής εισβολής στη Θεσσαλία τερματίστηκε στην περιοχή της Λάρισας. Τα επόμενα έτη, όταν άρχισαν οι εμφύλιες διαμάχες των Παλαιολόγων δεσποτών του Μυστρά, ζητήθηκε από τον Εβρενός μπέη να επέμβει! Πράγματι ο οθωμανικός στρατός πέρασε για πρώτη φορά τον Ισθμό και έφερε την... ειρήνευση μεταξύ των αντιμαχομένων!!
Β’ ΦΑΣΗ:Η δεύτερη φάση της οθωμανικής εξάπλωσης στη Θεσσαλία άρχισε το 1392/3 υπό την
ηγεσία και πάλι του Εβρενός και έληξε το 1394 υπό την αρχιστρατηγία του ίδιου του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’. Ο Εβρενός, επικεφαλής ισχυρού στρατού,πέρασε το 1392 τα Τέμπη. Συμμετείχε σ’ αυτήν την εκστρατεία και ο Χασάν Μπαμπά ως πνευματικός καθοδηγητής του στρατού, καθόσον ήταν δερβίσης(5). Αφού οι Οθωμανοί κατέλαβαν και πάλι το κάστρο της Ωριάς, αντιμετώπισαν με άνεση στην έξοδο της κοιλάδας το στρατό του νέου Καίσαρα της Μεγαλοβλαχίας Μανουήλ Άγγελου Φιλανθρωπινού. Έτσι ο οθωμανικός στρατός, χωρίς καμιά άλλη αντίσταση, κατέλαβε ξανά τη Λάρισα. Την ίδια χρονιά έπεσαν προσωρινά (μέχρι του 1403) στα χέρια των Οθωμανών η Σκιάθος και η Σκόπελος. Σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές(6) το 1394 την αρχιστρατηγία
του οθωμανικού στρατού ανέλαβε ο Βαγιαζήτ ο οποίος και υπέταξε την ίδια χρονιά κατά σειρά τα
Φάρσαλα, το Δομοκό, το Ζητούνι, τις Θερμοπύλες και την παλιά πρωτεύουσα του θεσσαλικού κράτους Υπάτη (Νέες Πάτρες), η οποία μετονομάστηκε από τους Οθωμανούς σε Πατρατζίκ. Μετά τη λήξη των επιχειρήσεων παραχώρησε μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας, ως φέουδο, στον Εβρενός, τιμώντας τον κατ’ αυτόν τον τρόπο για την προσφορά του. Λίγο αργότερα, το 1396/7, ο Εβρενός συνέχισε το καταστροφικό του έργο, λεηλατώντας περιοχές της Στερεάς και της Πελοποννήσου, ενώ ο Βαγιαζήτ συνέχισε τις κατακτήσεις του στο θεσσαλικό έδαφος
(Τρίκαλα, Βαθύρρεμα, Φανάρι, Γόλος [Βόλος] κ.ά.).
Χρονιά σταθμός ήταν το 798 μετά Εγίραν(7), σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές(8) (1395-6), διότι
τότε έπεσε η πιο οχυρή θεσσαλική πόλη, τα Τρίκαλα,τα οποία στη συνέχεια απετέλεσαν έδρα του πρώτου Οθωμανού πασά (διοικητή) της Θεσσαλίας, Τουραχάν (ή Τουρχάν).

* Στο επόμενο (19ο) άρθρο θα αναφερθούμε στην οριστική κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους
Οθωμανούς και θα παρουσιάσουμε και τη συνολική βιβλιογραφία της φετινής ιστορικής μας σειράς.
* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέας
www.scribd.com/oikonomoukon

(1) Σπ. Λάμπρος, Ενθυμήσεων ήτοι Συλλογή σημειωμάτων (1910), 145, αρ. 77-78
(2) Ο Μουράτ ήταν ο πρώτος Οθωμανός ηγέτης που χρησιμοποίησε αυτόν τον τίτλο.
(3) Κων. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσ. Ιστορία, τ’ γ’ Λάρισα 2008.
(4) Δ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας,1974, σελ. 50-51 και Α. Σαββίδης, Τα προβλήματα για την οθωμανική κατάληψη και την εξάπλωση των κατακτητών στο Θεσσαλικό χώρο, Θεσσαλ. Ημερολόγιο, 42 , σ. 33-64
(5) Οι δερβίσηδες ήταν μυστικιστές, περίπου μοναχοί του Ισλαμισμού, που διαιρούνταν σε διάφορες oμάδες-τάγματα.
(6) «Χρονικό των Τούρκων σουλτάνων» Εκδόσεις Ζώρας, σελίδα 31.
(7) Έτος Εγίρας θεωρείται η χρονιά που ξεκίνησε τη δράση του ο προφήτης της ισλαμικής θρησκείας,Μωάμεθ.