Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το αρχοντικό Βελλίδη


Το τριώροφο αρχοντικό του Ιωάννου Βελλίδη αριστερά.  Απέναντί του ο προπολεμικός ναός του Αγ. Αχιλλίου. Φωτογραφία του 1929.Το τριώροφο αρχοντικό του Ιωάννου Βελλίδη αριστερά. Απέναντί του ο προπολεμικός ναός του Αγ. Αχιλλίου. Φωτογραφία του 1929.

Oταν στις αρχές του 20ού αιώνα η ανθρώπινη επικοινωνία άρχισε να γίνεται πυκνή με τη χρήση εικονογραφημένων επιστολικών δελταρίων (καρτ ποστάλ), οι φωτογράφοι της εποχής προσπαθούσαν να αποτυπώσουν απόψεις ελκυστικές για τον υποψήφιο αποστολέα τους.

Για τη Λάρισα η θεματογραφία των εικόνων εντοπιζόταν ως επί το πλείστον στην περιοχή γύρω από τη μεγάλη λίθινη και πολύτοξη γέφυρα του Πηνειού, με φόντο από τη μια την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου και τα σπίτια του Τρανού μαχαλά και από την άλλη το μεγάλο τζαμί του Χασάν μπέη. Άλλες απόψεις δεν ήταν πολύ συχνές, ίσως γιατί δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο που να χαρακτήριζε την πόλη, εκτός από το τουρκικό Διοικητήριο που βρισκόταν στη βορειοδυτική πλευρά της Κεντρικής πλατείας και είχε μετατραπεί σε Δικαστικό Μέγαρο. Οι φωτογράφοι της Λάρισας της περιόδου εκείνης προτιμούσαν τις λήψεις κλειστού χώρου (Studio) και όχι τοπίου. Γι’ αυτό τα πρώτα εικονογραφημένα δελτάρια της Λάρισας που κυκλοφόρησαν ήταν της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας (1901-1903) και του Βολιώτη ζωγράφου και φωτογράφου Στέφανου Στουρνάρα (λίγο μετά το 1900).
Στις όμορφες κάρτες του Στέφανου Στουρνάρα που απεικονίζουν απόψεις του λόφου του Φρουρίου παρατηρούμε ότι στην περιοχή δέσποζε ένα ψηλό τριώροφο κτίριο, ο τελευταίος όροφος του οποίου εξείχε πάνω από τη στέγη του ναού του Αγίου Αχιλλίου, της βασιλικής του Καλλιάρχη όπως είναι ευρύτερα γνωστή. Μετά το 1907, όταν στη θέση της βασιλικής ολοκληρώθηκε ο προπολεμικός ναός αναγεννησιακού ρυθμού, το τριώροφο αυτό κτίριο συναγωνιζόταν σε ύψος τα δύο κωδωνοστάσιά του. Το κτίριο αυτό ήταν γνωστό σαν κατοικία της οικογένειας Ιωάννη Βελλίδη. Βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τη νότια πλευρά του ναού σε μια σειρά με άλλα χαμηλότερα κτίσματα. Το κτίριο κτίσθηκε το 1888, λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Λάρισας από τους Τούρκους.
Ο ιδιοκτήτης του Ιωάννης Βελλίδης (1849-1890) καταγόταν από το Λιβάδι Ελασσόνας και το 1873 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Το 1877 είχε προσληφθεί ως γενικός επιθεωρητής των επιχειρήσεων των Τούρκων γαιοκτημόνων Χουσνή μπέη και Χαϊρή μπέη [1]. Επίσης για κάποιο χρονικό διάστημα είχε διατελέσει και νομαρχιακός σύμβουλος. Ο Βελλίδης δαπάνησε ένα σεβαστό ποσόν για να ανοικοδομήσει ένα τριώροφο αρχοντικό σε περίοπτη θέση πάνω στο λόφο, δίπλα από τον μητροπολιτικό ναό και μάλιστα σε διαστάσεις που να αντιπαραβάλλεται και να υπερτερεί απ’ αυτόν σε ύψος. Δυστυχώς όμως ο ιδιοκτήτης του έναν περίπου χρόνο μετά την εγκατάσταση στη νέα του κατοικία, είχε τραγικό τέλος. Τον Απρίλιο του 1890 για λόγους ασυμφωνίας με τους αναφερθέντες Οθωμανούς μπέηδες υπέστη οικονομική καταστροφή, έπεσε στα νερά του διπλανού Πηνειού και αυτοκτόνησε. Το πτώμα του βρέθηκε λίγες μέρες αργότερα στην τοποθεσία Ορμάν Τσιφλίκ, το σημερινό Δασοχώρι και ενταφιάσθηκε στο νεκροταφείο της συνοικίας του Αγίου Χαραλάμπους (Πέρα μαχαλά), το οποίο βρισκόταν αμέσως αριστερά από την έξοδο της γέφυρας του Πηνειού, στον δρόμο που οδηγούσε στον Τύρναβο. Τρεις ημέρες μετά την κηδεία του Ιωάννη Βελλίδη, η άρρωστη σύζυγός του Ελένη δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό του και τον ακολούθησε και εκείνη στον τάφο, δίπλα του [2]. Μετά τον θάνατο του ζεύγους Βελλίδη η κατοικία περιήλθε κληρονομικά στη δικαιοδοσία των δύο ανήλικων παιδιών τους, αλλά κατοικήθηκε από διάφορους ενοικιαστές.
Αρχιτεκτονικά το αρχοντικό του Βελλίδη ακολουθούσε το ρεύμα της εποχής, τον νεοκλασικισμό. Στο κέντρο της βόρειας όψης υπήρχε μια υποχώρηση της πρόσοψης, στο ισόγειο της οποίας βρισκόταν η κεντρική είσοδος, πλαισιωμένη από κίονες και αντίκριζε τη νότια πλευρά του μητροπολιτικού ναού. Στη βόρεια πλευρά της στέγης υπήρχε σαν επιστέγασμα, μικρό, τετράγωνο, κομψό υπερώο με απέραντη θέα τόσο στην πόλη, όσο και στον απέραντο κάμπο μέχρι τον Όλυμπο και τον Κίσσαβο.
Στους ευρύχωρους εσωτερικούς χώρους του επάνω ορόφου η οικογένεια Βελλίδη στο λίγο χρονικό διάστημα που διέμειναν, αλλά και αργότερα από τους ενοικιαστές του, φιλοξένησε κοσμικές συγκεντρώσεις φίλων και γνωστών, οι οποίες κατά τον δικηγόρο και ιστορικό της σύγχρονης Λάρισας Γιώργο Ζιαζιά, άφησαν εποχή. Δυτικά του αρχοντικού αυτού βρισκόταν η διώροφη κατοικία της οικογένειας Δημητρίου Αλέκου, που τον συναντήσαμε σαν εκκλησιαστικό επίτροπο στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου [3].
Η ζωή του επιβλητικού αυτού αρχοντικού υπήρξε σχετικά σύντομη, περίπου 53 χρόνια. Ο καταστρεπτικός σεισμός της 1ης Μαρτίου 1941 το κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κατεδαφίσθηκε σχεδόν συγχρόνως με τον ναό του Αγίου Αχιλλίου. Η θέση δε που καταλάμβανε, μαζί και με τα διπλανά μ’ αυτό κτίρια, απαλλοτριώθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση το 1965 του σημερινού μεγαλοπρεπούς ναού του Αγίου Αχιλλίου.


[1]. Είναι οι ιδιοκτήτες της κατοικίας όπου διέμενε ο Βασιλιάς Γεώργιος κατά την πρώτη του επίσκεψη στη απελευθερωμένη Λάρισα τον Οκτώβριο του 1881 και εν συνεχεία δι’ αγοράς μετατράπηκε σε βασιλικό ανάκτορο. Αλέξανδρος Γρηγορίου. Ιωάννης Βελλίδης. Από την απόλυτη παντοδυναμία στην τραγική αυτοκτονία, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 17ης Απριλίου 2016.
[2]. Αλέξανδρος Γρηγορίου, Το Α’ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας (1899-1993). Ιστορική διαδρομή. Ταφικά μνημεία. Ο Ιερός Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Το Στρατιωτικό Νεκροταφείο της Λάρισας, Θεσσαλονίκη (2013) σ. 19.
[3]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, Αργυρός δίσκος του 1858 στον Ιερό Ναό του Αγίου Αχιλλίου. Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Α’ (2014), σελ. 91-94.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το Διδασκαλείον Λαρίσσης

Η ομιλία των εγκαινίων του (1882)


Το κτίριο του Διδασκαλείου Λαρίσσης. Η κυρία είσοδός του αρχικά ήταν από την οδό Μουσών (Παπακυριαζή). Χαρακτικό δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Το Άστυ». Εν Αθήναις την 22 Ιουνίου 1886.Το κτίριο του Διδασκαλείου Λαρίσσης. Η κυρία είσοδός του αρχικά ήταν από την οδό Μουσών (Παπακυριαζή). Χαρακτικό δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Το Άστυ». Εν Αθήναις την 22 Ιουνίου 1886.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στις 10 Οκτωβρίου 1882 έγινε με επισημότητα η έναρξη της λειτουργίας του Διδασκαλείου Λαρίσσης. Το Διδασκαλείο ήταν ένα δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο προετοίμαζε τους απόφοιτους του Γυμνασίου επί τρία χρόνια να πάρουν την επίσημη πιστοποίηση ώστε να διορισθούν δάσκαλοι στη Θεσσαλία που μόλις είχε απελευθερωθεί, αλλά και σε διάφορα ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας, η οποία ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή. Με απόφαση της Νομαρχίας, το Διδασκαλείο Αρρένων Λαρίσσης στεγάσθηκε στο κτίριο που είχε ξεκινήσει να κατασκευάζεται το 1873 επί τουρκοκρατίας από τη χριστιανική κοινότητα της πόλης για να λειτουργήσει ως Γυμνάσιο, αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί. Μετά την απελευθέρωση του 1881 το κτίσμα περιήλθε στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία το ολοκλήρωσε άμεσα και από τη σχολική περίοδο 1882-83 εγκαταστάθηκε το Διδασκαλείο.
Κατά τα εγκαίνια λειτουργίας των μαθημάτων του Διδασκαλείου μίλησε ο διευθυντής του Παναγιώτης Π. Οικονόμου (1851-1931). Καταγόταν από τη Γορτυνία και ήταν ένας μορφωμένος εκπαιδευτικός. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά τις σπουδές του, με υποτροφία πήγε το 1871 για τέσσερα χρόνια στη Ιένα και τη Λειψία και μαθήτευσε κοντά σε σπουδαίους καθηγητές της Παιδαγωγικής.
Επανερχόμενος στην Ελλάδα διετέλεσε διευθυντής του Πρότυπου Δημοτικού Σχολείου Θεσσαλονίκης και αργότερα υπηρέτησε ως διευθυντής του Πρότυπου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών. Το 1882 η κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη τον διόρισε διευθυντή του νεοσύστατου Διδασκαλείου στη Λάρισα.
Η ομιλία του κατά την τελετή των εγκαινίων σαγήνευσε το κοινό, γι’ αυτό και ο Βασίλειος Αργυρόπουλος, εκδότης της εφημερίδας της Λάρισας «Ανεξαρτησία»[1] ζήτησε την άδεια να εκτυπώσει τον εμπνευσμένο λόγο του, ο οποίος κυκλοφόρησε σε ένα φυλλάδιο 24 μικρών σελίδων με τον τίτλο «Περί αποστολής του Διδασκαλείου Θεσσαλίας». Το φυλλάδιο αυτό κυκλοφόρησε μέσα στο 1882 από το τυπογραφείο της εφημερίδας.
Στον πρόλογό του ο εκδότης γράφει σχετικά: «Τον λόγον όν σήμερα παρέχω εις ανάγνωσιν των Ελλήνων, ήκουσα λεγόμενον παρά του διευθυντού του Διδασκαλείου Θεσσαλίας κατά την ημέραν των εγκαινίων. Τοιαύτη δε εντύπωσιν έκαμεν εις εμέ και εις πάντας τους παρευρεθέντας κατά την ημέραν εκείνην δια τα αληθείας άς περιέχει, δια τον θερμόν τόνον μεθ’ ού αύται λέγονται, δια την παρρησίαν ήτις είναι προσόν καθαράς επιστήμης, ώστε η δημοσίευσις αυτού είχε γίνει επαισθητή ανάγκη...».
Από την ομιλία του Παν. Οικονόμου κατά την έναρξη της λειτουργίας του Διδασκαλείου απομονώνουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα τα οποία αποδεικνύουν το επίπεδο της μόρφωσής του και τις προηγμένες για την εποχή του σκέψεις για την Παιδαγωγική: «Ίνα μορφωθή και ειδολογικώς η ψυχή, πρέπει η διδασκαλία να γίνεται ακριβώς αντιστρόφως απ’ ότι γίνεται. Διότι μόρφωσις ουδέποτε είνε η μηχανική απομνημόνευσις κανόνων, ουδέ δύναται ποτέ ούτε εν τω παρελθόντι, ούτε εν τω παρόντι, ούτε εν τω μέλλοντι τοιαύτη μάθησις να παράσχη δύναμίν τινα ή ικανότητα εις την ψυχήν προς οιανδήποτε πνευματικήν εργασίαν. […] Όταν λέγομεν μόρφωσιν εννοούμεν την ικανότητα ήν απέκτησε το πνεύμα του ανθρώπου να αντιλαμβάνηται ορθώς πασών των εκδηλώσεων της ανθρωπίνης διανοίας εν τε τη επιστήμη και τη τέχνη […]. Η μόρφωσς δεν είναι ούτε αποστήθησις, ούτε πολυμάθεια, αλλ’ είναι της ψυχής διοργάνωσις τοιαύτη, ώστε ό,τι προσλαμβάνει να το αφομοιώνη, να τα καταλαμβάνη και ούτω να αυξάνηται, να φωτίζηται και τελειοποιήται». Εδώ και 140 χρόνια ο διευθυντής του Διδασκαλείου Παναγιώτης Οικονόμου είχε επισημάνει ότι η παιδαγωγική της μάθησης στα σχολεία δεν ήταν η ενδεδειγμένη.
Πέρασαν από τότε τόσα χρόνια, άλλαξαν κυβερνήσεις, καθεστώτα, περάσαμε πολέμους, νέες κατοχές και η κατάσταση στο θέμα αυτό δυστυχώς παραμένει σχεδόν η ίδια.
Οι πλούσιες σπουδές, η προηγηθείσα πείρα και η αναμφισβήτητη ικανότητα του Οικονόμου τον βοήθησαν να οργανώσει το Διδασκαλείο σε υγιείς βάσεις, αλλά έπειτα από τρία χρόνια ευδόκιμης πορείας, το 1885 το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα σταμάτησε προσωρινά τη λειτουργία του.
Οι λόγοι της διακοπής υπήρξαν ασαφείς. Ίσως η μικρή προσέλευση σπουδαστών, μπορεί και ο αυστηρός χαρακτήρας του διευθυντού του. Ο Παναγιώτης Οικονόμου μετατέθηκε ως τμηματάρχης στο Υπουργείο Παιδείας και στη συνεχεία πέρασε από πολλά σχολεία της χώρας, αλλά η παραμονή του σε όλα ήταν συνήθως ολιγόχρονη.
Το 1891 το Διδασκαλείο άρχισε και πάλι να λειτουργεί, μέχρι και τον Απρίλιο του 1897. Η ελληνοτουρκική σύρραξη οδήγησε στη διακοπή των μαθημάτων της. Επαναλειτούργησε τον Φεβρουάριο του 1899. Η νέα πορεία του Διδασκαλείου υπήρξε για κάποιο διάστημα ανοδική. Ο αριθμός των σπουδαστών αυξήθηκε, η επιστημονική πληρότητα των νέων καθηγητών ήταν σπουδαία, οι εξωσχολικές δραστηριότητες των σπουδαστών εντυπωσίαζαν τους Λαρισαίους και η πόλη απολάμβανε τα ευεργετικά αποτελέσματα της λειτουργίας ενός ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Όμως το 1907 το «Διδασκαλείον Λαρίσσης» σταματά να υπάρχει οριστικά.
Τελικά η διάρκεια ζωής του διήρκησε επί 25 χρόνια (1882-1907), με δύο ενδιάμεσες διακοπές οι οποίες κράτησαν 8 χρόνια. Όμως, παρά τη μικρή διάρκεια λειτουργίας του, η προσφορά σε έμψυχο υλικό μορφωμένων εγκυκλοπαιδικά και με εθνική συνείδηση δασκάλων, ήταν πολύ μεγάλη.

 

[1]. Η «Ανεξαρτησία» ήταν χρονολογικά η δεύτερη εφημερίδα η οποία κυκλοφόρησε στην ελεύθερη Λάρισα. Το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε στις 22 Νοεμβρίου του 1881. Εκδότης και διευθυντής ήταν ο Βασίλειος Αργυρόπουλος.

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Οικία Χρήστου Παντοστόπουλου


Η κατοικία του οδοντιάτρου Χρήστου Παντοστόπουλου.  Σχέδιο του Χρήστου Τζεζαϊρλίδη.Η κατοικία του οδοντιάτρου Χρήστου Παντοστόπουλου. Σχέδιο του Χρήστου Τζεζαϊρλίδη.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Στη νοτιοανατολική γωνία της διασταύρωσης των οδών Κούμα και Βασ. Κωνσταντίνου (Παναγούλη), απέναντι από τον κινηματοθέατρο «Παλλάς» βρισκόταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η οικία του οδοντιάτρου Χρήστου Παντοστόπουλου.
Η κατοικία αυτή οικοδομήθηκε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και αρχικά στέγασε την οικογένεια Μητάκου. Ο γνωστός φωτογράφος της περιόδου εκείνης Ιωάννης Παντοστόπουλος [1], εγκατέλειψε το φωτογραφικό εργαστήριο που είχε αρχικά στην περιοχή «Σάλια» και αργότερα στην αρχή της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη), κοντά στο ζαχαροπλαστείο του Κωνσταντινίδη και ενοικίασε την κατοικία Μητάκου. Στους χώρους της εγκατέστησε το νέο φωτογραφείο του. Εκεί εγκατέστησε τις μηχανές του, τον σκοτεινό θάλαμο, το γραφείο και τα συμπαρομαρτούντα. Ήταν ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες ζωγράφους-φωτογράφους της πόλης μας, του οποίου η επαγγελματική δράση ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1890. Υπήρξε ο γενάρχης μιας πλειάδας άλλων φωτογράφων της πόλης. Είναι γνωστό ότι η αδελφή του Ιωάννη Παντοστόπουλου Στυλιανή παντρεύτηκε τον Γεράσιμο Δαφνόπουλο και από εκεί ξεκίνησε μια μεγάλη δυναστεία φωτογράφων (Γεώργιος Βαλσάμης, Δημήτριος Αρετόπουλος, Νικόλαος Μούσιος), η οποία άφησε εποχή στην πόλη μας.
Αργότερα, όπως μας αναφέρει ο Γεώργιος Γουργιώτης, ο Ιωάννης Παντοστόπουλος νυμφεύθηκε τη Φανή Μητάκου, κόρη του ιδιοκτήτη του σπιτιού όπου στέγαζε το φωτογραφείο του και έτσι έγινε κάτοχός του. Από τον γάμο τους απέκτησαν έξι τέκνα. Τον Χρήστο, ο οποίος σπούδασε Oδοντιατρική, τον Γιώργο, τον Κώστα, τον Μιχάλη, την Αριάδνη και τη δασκάλα Αθηνά. Ο Χρήστος και οι δύο αδελφές του έμειναν στη Λάρισα, δεν ευτύχησαν να κάνουν οικογένεια και ζούσαν μαζί στο πατρικό τους σπίτι απέναντι από το κινηματοθέατρο «Πάλλας».
Ο Χρήστος Παντοστόπουλος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1897 [2], σπούδασε στο «Οδοντιατρικόν Σχολείον» του Πανεπιστημίου Αθηνών και άρχισε την εξάσκηση του επαγγέλματος του οδοντιάτρου τον Οκτώβριο του 1923 στη Λάρισα. Φαίνεται ότι δεν συγκινήθηκε από την επαγγελματική επιτυχία και την κοινωνική καταξίωση του πατέρα του και δεν ακολούθησε το επάγγελμα του φωτογράφου. Ο Χρήστος εκτός από την επιστήμη του, επιδόθηκε με ιδιαίτερη αγάπη και στη μουσική, την οποία μελέτησε θεωρητικά και ήταν και λυρικός τραγουδιστής. Ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια πρωτοστατούσε σε όλες τις μουσικές εκδηλώσεις οι οποίες πραγματοποιούνταν με την ευκαιρία διαφόρων εορτασμών και συναυλιών, όπως γίνεται αντιληπτό και από την αναδίφηση ειδήσεων σε παλαιές εφημερίδες της πόλης μας. Υπήρξε επί σειρά ετών μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, το οποίο υπεραγάπησε από τη στιγμή της ίδρυσής του προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά, μέχρι και τον θάνατό του και βοήθησε με τον τρόπο του, συμμετέχοντας κατά καιρούς σε διάφορες εκδηλώσεις με μουσικά σχήματα του Ωδείου. Επιπλέον, δημοσίευε στις τοπικές εφημερίδες κριτική από διάφορες μουσικές εκδηλώσεις, ρεσιτάλ, συναυλίες, κλπ. και γενικά πρωτοστατούσε σε κάθε μουσική εκδήλωση της Λάρισας. Προσωπικά τον θυμάμαι κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν επί δημαρχίας Δημητρίου Καραθάνου (1951-1954) ανασυστάθηκε η Φιλαρμονική του Δήμου, υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Καμηλιέρη. Η πρώτη της εμφάνιση στους δρόμους της Λάρισας την ημέρα της εορτής του Αγίου Αχιλλίου είχε ξεσηκώσει τον κόσμο, ιδίως τους μαθητές, για τους οποίους ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και ο Χρήστος Παντοστόπουλος ακολουθούσε τα βήματα των μουσικών από κοντά και απολάμβανε τους ήχους των εμβατηρίων σαν μικρό παιδί.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1928 μετέφερε το οδοντιατρείο του γύρω στα 1930 στην ιδιωτική κατοικία της οικογένειας, στους χώρους όπου είχε ο πατέρας του το φωτογραφικό εργαστήριο. Ήταν μια ευρύχωρη μονοκατοικία, της οποίας η κυρία είσοδος ήταν επί της οδού Παναγούλη. Τα δύο πρώτα δωμάτια μετά την είσοδο, που έβλεπαν στον δρόμο, εξυπηρετούσαν την επαγγελματική του ιδιότητα. Το ένα το είχε μετατρέψει σε αίθουσα αναμονής και στο άλλο είχε εγκαταστήσει την περίφημη οδοντιατρική καρέκλα και τα λοιπά εξαρτήματα της επιστήμης του. Τα υπόλοιπα δωμάτια στο πίσω μέρος του σπιτιού φιλοξενούσαν την οικογένεια η οποία αποτελείτο, όπως αναφέραμε, από τον ίδιο και τις δύο αδελφές του. Ήταν από τους πρώτους επιστήμονες οδοντιάτρους που εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, εφοδιασμένος με τα κατάλληλα εργαλεία της επιστήμης του, στο δε μητρώο του Οδοντιατρικού Συλλόγου της Λάρισας φέρει τον αριθμό 1 (ένα).
Η κατοικία διέθετε μια μεγάλη κατάφυτη αυλή η οποία περιέβαλε την κατοικία και είχε επικοινωνία και με τους δύο δρόμους, Παναγούλη και Κούμα. Ήταν πάντοτε περιποιημένη χάρη στην αγάπη που έδειχναν οι δύο αδελφές του. Τοιχίο με κάγκελα την οριοθετούσε από το πεζοδρόμιο της οδού Παναγούλη και μια μεγάλη σιδερένια πόρτα με περίτεχνα σχέδια οδηγούσε από τον δρόμο προς την αυλή.
Ο Χρήστος Τζεζαϊρλίδης αποτύπωσε σε ωραία σχέδια τόσο την κατοικία του Χρήστου Παντοστόπουλου, όσο και τη σιδερένια αυλόπορτα. Τα σχέδια αυτά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Σπαρμός» που εξέδιδε στην πόλη μας τη δεκαετία του 1980 ο ιατρός και λογοτέχνης Μάκης Λαχανάς.
Αρχιτεκτονικά η κατοικία του Χρήστου Παντοστόπουλου ήταν μια ισόγεια μονοκατοικία με ημιυπόγειο, η οποία ήταν στολισμένη εξωτερικά με ορισμένα λιτά, αλλά κομψά νεοκλασικά διακοσμητικά στοιχεία, κυρίως γύρω από τα ανοίγματα και τις γωνίες. Ιδιαίτερα η κυρία είσοδος είχε στα πλάγια δύο ευρείες παραστάδες, ήταν ψηλή και επάνω τελείωνε σε ένα κομψό τριγωνικό αέτωμα. Δύο σκαλοπάτια οδηγούσαν από το πεζοδρόμιο στη δίφυλλη πόρτα με φεγγίτη. Η πόρτα ήταν ξύλινη και τα ανοίγματά της προστατεύονταν από όμορφες σιδεριές. Ήταν ένα κτίσμα μικρό σε διαστάσεις, αλλά πολύ κομψό, με ωραίες αναλογίες, τετράριχτη στέγη με κεραμίδια, ακροκέραμα στις γωνίες και με δύο απλές καμινάδες, όπως φαίνεται και από το δημοσιευόμενο σχέδιο. Τελικά αυτοί οι παλιοί τεχνίτες, εμπειρικοί οι περισσότεροι, φαίνεται ότι είχαν πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα της καλαισθησίας, αν αναλογιστεί κανείς την αδιάφορη αισθητική παρόμοιων σε διαστάσεις σημερινών μονώροφων κτισμάτων. Ενδιαφέρουσα ήταν, όπως αναφέρθηκε, και η εξώπορτα που οδηγούσε στην αυλή. Ήταν σιδερένια με ωραίο δαντελωτό μεταλλικό σφυρήλατο σχέδιο, όπως το έχει αποτυπώσει ο αείμνηστος Χρήστος Τζεζαϊρλίδης.
Το κτίριο άντεξε στις κακουχίες της κατοχής (σεισμός, βομβαρδισμοί) και ο ιδιοκτήτης συνέχισε και μεταπολεμικά να εργάζεται και να διαμένει σ’ αυτό. Το 1964 συνταξιοδοτήθηκε και παρέμεινε σ’ αυτό μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ακολούθησε δυστυχώς την τύχη των άλλων νεοκλασικών κτισμάτων της Λάρισας και κατεδαφίστηκε για να κατασκευαστεί η σημερινή πολυώροφη οικοδομή. Τα τρία αδέλφια μετακόμισαν σε διαμέρισμα επί της οδού Παπακυριαζή. Κατά την κατεδάφισή του στη διάρκεια σωστικής ανασκαφής από την Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων, βρέθηκε σε δεύτερη χρήση ενεπίγραφη πλάκα με απελευθερωτικές πράξεις. Η πλάκα αυτή είχε χρησιμοποιηθεί σε κτίσμα της ύστερης αρχαιότητας ως κατώφλι, με την επιγραφή τοποθετημένη προς τα κάτω, από την οποία όμως διασώθηκαν μόνο αποσπασματικά λείψανα [3]. Στην ίδια ανασκαφή βρέθηκαν και άλλες πλάκες με επιγραφές.
Ο Χρήστος Παντοστόπουλος απεβίωσε το 1974 σε ηλικία 77 ετών. Το Δημοτικό Ωδείο Λάρισας νομίζω ότι του χρωστάει μια εύφημη μνεία, όπως και άλλους διοικητικούς παράγοντες, οι οποίοι προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του.

------------------
[1]. Ο Ιωάννης Παντοστόπουλος (1863-1928) γεννήθηκε στη Σαμαρίνα και σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Αργότερα επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και μαθήτευσε κοντά στους μοναχούς την αγιογραφία της Ναζαρινής τέχνης. Με τη φωτογραφία ασχολήθηκε αργότερα. Βλέπε: Γουργιώτης Γεώργιος. Λαρισαίοι φωτογράφοι του τέλους του 19ου αιώνα ως το 1940, στο βιβλίο Μικρά μελετήματα, Λάρισα (2000) στις σελ. 131-132.

[2]. Μπαρμπής Βοζαλής, Πορτραίτα πρωτοπόρων οδοντιάτρων της Λάρισας, Λάρισα (2006), σελ. 11.

[3]. Ζάχου-Κοντογιάννη Μ.-Η., Μία νέα επιγραφή με απελευθερωτικές πράξεις από τη Λάρισα, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμ. Κ’ (1981), σελ. 155-172 + 5 πίνακες-φωτογραφίες Τλούπα και συμπλήρωμα σελ. 483-484. Η επιγραφή αυτή βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρισας με την ένδειξη 75/30.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

 

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Adolphe Joanne & Émile Isambert

Η Λάρισα και τα Τέμπη στα μέσα του 19ου αιώνα


Τα Τέμπη και το χωριό Μπαμπάς στις αρχές του 20ού αιώνα. © Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Τα Τέμπη και το χωριό Μπαμπάς στις αρχές του 20ού αιώνα. © Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

O Adolphe Laurent Joanne υπήρξε Γάλλος δικηγόρος, δημοσιογράφος και γεωγράφος (1813-1881).

Από το 1841 μέχρι το 1860 πραγματοποίησε δεκάδες ταξίδια ανά την υφήλιο, καταγράφοντας τα ιστορικά, αρχαιολογικά και σύγχρονα αξιοθέατα κάθε πόλης που επισκεπτόταν, δημιουργώντας έτσι τους περίφημους τουριστικούς οδηγούς που έφεραν το όνομά του (Guides Joanne) [1]. Ο Émile Isambert υπήρξε Γάλλος ιατρός και καθηγητής Πανεπιστημίου (1827-1876). Πραγματοποίησε δεκάδες ταξίδια στην Ανατολή και ασχολήθηκε με τη συγγραφή ταξιδιωτικών οδηγών, που εντάχθηκαν στη συλλογή Guides Joanne.
Το 1861 οι δύο προαναφερθέντες εξέδωσαν από κοινού στο Παρίσι έναν τουριστικό και χιλιομετρικό οδηγό (Itinéraire) για τις χώρες της Ανατολής που είχαν επισκεφθεί μεταξύ των ετών 1854-1859. Από τις σημειώσεις τους για την Ευρωπαϊκή Τουρκία, παρουσιάζουμε αυτές που αφορούν τη Λάρισα και τα Τέμπη [1]:
«Λάρισα (Γενή Σεχίρ). Αυτή η πόλη, η οποία υπήρξε η αρχαία πρωτεύουσα του κράτους του Αχιλλέα, ήταν σύμμαχος των Αθηνών κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μετά από την εισβολή των Ρωμαίων και την κατάκτησή της, αναφέρεται ως ένα από τα σημαντικότερα μέρη της τότε αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα της τουρκικής εξουσίας στην Ευρώπη πριν από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, η Λάρισα είναι ακόμη και σήμερα η πιο μουσουλμανική πόλη από άλλες αντίστοιχες. Βρίσκεται στη θέση της αρχαίας πόλης και υψώνεται απαλά στη δεξιά όχθη του Πηνειού (Σαλαμβριά). Οι λευκοί μιναρέδες, οι όμορφοι κήποι και το γραφικό γεφύρι της, δίνουν ακόμα στην πόλη πιο χαριτωμένη εμφάνιση. Είναι πολύ ακμάζουσα και κατοικείται από περίπου 30.000 ψυχές. Στους δρόμους της βλέπει κανείς να κυκλοφορούν κομψοί αραμπάδες και βαριά θεσσαλικά κάρα που το σχήμα τους δεν έχει αλλάξει από την αρχαιότητα. Μερικά από τα τζαμιά της είναι πολύ όμορφα και αξίζει να τα επισκεφτείτε. Διασώζονται μερικά απομεινάρια της αρχαίας πόλης στο παζάρι [= μπεζεστένι] και στις επιτύμβιες πλάκες του νεκροταφείου.
Βγαίνοντας από τη βόρεια πλευρά της Λάρισας, αφήνουμε δεξιά τη μεγάλη ελώδη πεδιάδα (Καρά-τσαΐρ) και φθάνουμε στο χωριό Μπαμπά [=Τέμπη]. Αυτό το γοητευτικό χωριό βρίσκεται στους πρόποδες των γκρεμών της Όσσας και απέναντι από την όμορφη κοιλάδα του Δερελί [=Γόννοι] […]. Από εδώ μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα Αμπελάκια, ένα χωριό στις παρυφές της Όσσας που περιτριγυρίζεται από όμορφους αμπελώνες. Στα Αμπελάκια άκμαζε παλαιότερα το εμπόριο των μεταξωτών υφασμάτων και οι έμποροι είχαν επεκτείνει τις δραστηριότητές τους μέχρι τη Γερμανία. Πλησιάζοντας στον Πηνειό, συναντούμε το χάνι των Αμπελακίων που σηματοδοτεί την είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών που σήμερα ονομάζεται Λυκοστόμιο […].
Αυτή η κοιλάδα, η τόσο όμορφη και ποιητική, ήταν αφιερωμένη στη λατρεία του θεού Απόλλωνα […]. Για τους Ρωμαίους, η κοιλάδα των Τεμπών ήταν μείζονος στρατιωτικής σημασίας, τόσο στις μάχες με τους Μακεδόνες βασιλείς όσο και στους εμφυλίους πολέμους τους. Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει πως την υπεράσπιζαν τέσσερα οχυρά. Η σημερινή διαδρομή, στην οποία ακόμα διακρίνονται τα ίχνη των αρχαίων αρμάτων, ακολουθεί τη δεξιά όχθη του Πηνειού. Στην αντίπερα όχθη, το ποτάμι αγκαλιάζει το βουνό τόσο κοντά, που σε μερικά σημεία ένας άντρας μετά βίας θα μπορούσε να περάσει. Σύντομα η κοιλάδα στενεύει και τα στηρίγματα της Όσσας και του Ολύμπου βυθίζουν τα πόδια τους στον Πηνειό, που δεν ξεπερνά τα τριάντα μέτρα πλάτος. Στη συνέχεια, ο δρόμος σκαρφαλώνει στα βράχια που δεσπόζουν στο ποτάμι. Σε λίγο ανοίγεται η άγρια λαγκάδα της Ανεμότρυπας στις πλευρές της Όσσας. Στην είσοδο της λαγκάδας και στους πρόποδες ενός τεράστιου βράχου που φαίνεται να εμποδίζει το πέρασμα, παρατηρεί κανείς αρχαία κατάλοιπα που σηματοδοτούν τη θέση ενός από τα τέσσερα φρούρια που αναφέρει ο Λίβιος. Στην κορυφή του βράχου βρίσκονται τα απομεινάρια του κάστρου της Ωριάς που χρονολογείται από τον Μεσαίωνα. Λίγο πιο πέρα από το φρούριο, όταν το μονοπάτι υψώνεται στις παρυφές της Όσσας, ο βράχος έχει κοπεί στα δεξιά του δρόμου και φέρει λατινική επιγραφή, η οποία υπενθυμίζει τα έργα που πραγματοποιήθηκαν από τους Ρωμαίους για τη διευκόλυνση των επικοινωνιών μέσω της κοιλάδας των Τεμπών. Στην έξοδο της κοιλάδας, εμφανίζεται μπροστά μας το μαγευτικό πανόραμα του Θερμαϊκού κόλπου, του Ολύμπου, του Άθω και των Σποράδων […]. Σε μικρή απόσταση και στις παρυφές της Όσσας, βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, με βυζαντινή εκκλησία που χρονολογείται από την εποχή του Ιουστινιανού. Ο δρόμος που βρίσκεται πλέον δίπλα στη θάλασσα, διασχίζει μια εύφορη πεδιάδα φθάνοντας μέχρι τον Πλαταμώνα».


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Μέχρι το 1860 οι οδηγοί αριθμούσαν ήδη 120 τίτλους, ενώ ο γιος του, Paul Bénigne Joanne, συνέχισε το έργο του, επανεκδίδοντας καινούργιους τίτλους και συμπληρώνοντας τους παλαιότερους. Το 1916 οι οδηγοί αυτοί μετονομάστηκαν σε «Guides Bleus» (Μπλε οδηγοί), ονομασία που διατηρούν μέχρι σήμερα.
[2]. Adolphe Joanne & Émile Isambert, Itinéraire descriptif, historique et archéologique de l’ Orient. Paris: Librairie Hachette et Cie, 1861, σελ. 411-413.

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το καφενείο «Ο Παράδεισος»


Το καφενείο «Ο Παράδεισος» στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας (γωνία Μ. Αλεξάνδρου  και Κούμα). Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο του Ιωάννη Κουμουνδούρου. 1935 περίπου.Το καφενείο «Ο Παράδεισος» στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας (γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα). Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο του Ιωάννη Κουμουνδούρου. 1935 περίπου.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στο σημερινό κείμενο θα περιγράψουμε τη διαδοχική πορεία που είχε οικοδομικά η γωνία των σημερινών οδών Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας, από την ημέρα της απελευθέρωσης της Λάρισας το 1881 μέχρι και σήμερα.


Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα στη γωνία αυτή υπήρχαν διάφορα μικρά ανεξάρτητα οικήματα, μεταξύ των οποίων και δύο ισόγεια κτίσματα. Το ένα απ’ αυτά στέγαζε το Συμβολαιογραφείο του Ανδρέα Ροδόπουλου. Ο δικηγόρος Ανδρέας Ροδόπουλος είχε έλθει οικογενειακώς το 1881 από την Πάτρα στη Λάρισα, γιατί οι απολαβές από την εργασία του συμβολαιογράφου την περίοδο εκείνη, λόγω της αποχώρησης των Τούρκων γαιοκτημόνων (μπέηδων), ήταν ιδιαίτερα ελκυστικές. Δίπλα από το Συμβολαιογραφείο του είχε εγκατεστημένα τα τυπογραφεία και τα γραφεία της η εφημερίδα «Σάλπιγξ». Ιδρυτής και αργότερα διευθυντής της υπήρξε ο Μιχαήλ Τσόγκας. Το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου 1889[1].
Κάποια στιγμή, πιθανόν μετά την αποχώρηση των Τούρκων από τη Θεσσαλία τον Μάιο του 1898, ολόκληρος ο χώρος με τα οικήματα στη γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα περιήλθαν κατόπιν αγοράς στην ιδιοκτησία του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Μανεσιώτη, ο οποίος τα κατεδάφισε και στη θέση τους έκτισε ένα τεράστιο επίμηκες ισόγειο κτίσμα με πρόσοψη προς την πλατεία. Η πλευρά αυτή είχε οκτώ μεγάλα ανοίγματα (πόρτες) με τοξοειδείς απολήξεις και στους χώρους αυτούς στεγαζόταν εκτός από το συμβολαιογραφείο του Ανδρέα Ροδόπουλου και το Καφενείον-Ζαχαροπλαστείον «Τα Τέμπη» του Λάζ. Αντωνιάδη.
Στη δεκαετία του 1910 ολόκληρος ο τεράστιος αυτός χώρος μεταμορφώθηκε, έγινε εσωτερικά ενιαίος και στέγασε το περίφημο καφενείο «Παράδεισος». Ήταν ένα από τα παλαιότερα και διασημότερα καφενεία της Λάρισας. Όμως οι ενοικιαστές του, μετά την κατασκευή το 1908 του τριώροφου κτιρίου «Πανελλήνιον» στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, το ισόγειο του οποίου διαμορφώθηκε σε καφενείο που διέθετε και θεατρική σκηνή, αισθάνθηκαν την ανάγκη να δημιουργήσουν και αυτοί μέσα στο καφενείο τους και θεατρική σκηνή. Η Λάρισα κατά τα χρόνια αυτά παρουσίαζε σπουδαία θεατρική κίνηση και ενώ ο πληθυσμός της στα 1910 δεν ξεπερνούσε τις 20.000 κατοίκους, μπορούσε να συντηρεί τρεις θιάσους στη διάρκεια του καλοκαιριού διότι διέθετε αρκετά ανεπτυγμένο θεατρόφιλο κοινό[2]. Μία από τις σκηνές με τον τίτλο «Θέατρον Παράδεισος» βρισκόταν κατά το 1910 στο ομώνυμο καφενείο, το οποίο τις βραδινές ώρες το διαμόρφωνε σε θεατρική αίθουσα. Τους θερινούς μήνες, προς την πλευρά της οδού Κούμα διέθετε και υπαίθρια θεατρική σκηνή, προσαρτημένη με το ομώνυμο καφενείο. Στις σκηνές αυτές έδιναν παραστάσεις οι περαστικοί από τη Λάρισα θίασοι. Όλες οι μεγάλες δόξες του ελληνικού θεάτρου της περιόδου του μεσοπολέμου πέρασαν από τον «Παράδεισο» στο διάστημα 1910-1940. Η Κοτοπούλη, η Κυβέλη, η Βερώνη και πολλοί άλλοι θεατρικοί αστέρες ήταν ορισμένοι εξ αυτών[3].
Κατά τη δεκαετία του 1930 το Καφενείο «Παράδεισος» αποτελούσε επιχείρηση των Ζήση Τσουρέλη και Γιάννη Μπέκα. Στην απέναντι γωνία Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα υπήρχε το Φαρμακείο των Δημητρίου Επιτρόπου και Φώτη Παπαζήση. Μετά τον θάνατο του Φώτη Παπαζήση διατήρησε για λίγο το φαρμακείο μόνος του ο Επιτρόπου και το 1930 μετακόμισε στη γωνία των οδών Μ. Αλεξάνδρου και Παπακυριαζή. Το παλιό φαρμακείο και ένα διπλανό κτίριο που ήταν πρατήριο βενζίνης, τα πήρε ο Σπύρος Σιμιτσής και δημιούργησε δύο μεγάλες σάλες, μέσα στις οποίες ανέπτυξε το Εστιατόριο «Ερμής». Σε πολλές προπολεμικές φωτογραφίες και κάρτες διακρίνεται καθαρά ο τεράστιος όγκος του καφενείου «Παράδεισος». Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία οι λεπτομέρειες του κτιρίου κρύβονται πίσω από τα δένδρα της πλατείας και τα σκίαστρα που ξεκινούν από τις μαρκίζες του καφενείου.
Με τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και του εχθρικούς βομβαρδισμούς, το κτίριο που στέγαζε το καφενείο «Παράδεισος» σχεδόν ισοπεδώθηκε, όπως φαίνεται και από τις γερμανικές φωτογραφίες που διασώθηκαν. Μεταπολεμικά στη θέση αυτή κτίσθηκε το κινηματοθέατρο «Ορφεύς». Η είσοδός του κάλυπτε τη γωνία Μ. Αλεξάνδρου-Κούμα, ο χώρος προς την πλατεία διαμορφώθηκε σε καταστήματα, πάνω από τα οποία στεγαζόταν ο θερινός κινηματογράφος «Ορφεύς», ο οποίος βρισκόταν σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη πλευρά με τον άλλο θερινό κινηματογράφο της πλατείας «Τιτάνια», στη δυτική πλευρά της πλατείας.
Αλλά και το κτίριο του κινηματογράφου «Ορφεύς» δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής. Ολόκληρη η γωνία κατεδαφίσθηκε και δημιουργήθηκε ένα πολυώροφο κτίριο, στο οποίο στεγάζονται σήμερα διάφορα καταστήματα και υπηρεσίες.

 

[1]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Μιχαήλ Τσόγκας (1854-1909), Ο ιδρυτής της εφημερίδας «Σάλπιγξ» της Λάρισας, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 8ης Ιανουαρίου 2017.
[2]. Μη μας εκπλήσσει η τεράστια επιτυχία του «Θεσσαλικού Θεάτρου». Οι πρόγονοι των σημερινών Λαρισαίων θεατρόφιλων, παρακολουθούσαν πριν εκατό χρόνια μετά μανίας αθηναϊκούς θιάσους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ιδίως τους θερινούς μήνες.
[3]. Εκτός από τον «Παράδεισο» και το «Πανελλήνιον», θερινές θεατρικές σκηνές διέθετε δύο και ο Λόφος της Ακρόπολης. Η μία του Ζήση Δημητρίου δίπλα στο Μπεζεστένι και η άλλη του Μπόκοτα στην «Πλατεία Καλλιθέας». Στον Πέρα Μαχαλά, αριστερά όπως βγαίνουμε από τη γέφυρα, υπήρχε το θέατρο «Απόλλων». Προσκαλούσε όμως θιάσους αμφιβόλου ποιότητας και οι θαμώνες του ήταν κυρίως άνδρες. Συνήθως είχε μεγάλη κίνηση κατά τη διάρκεια της εμποροπανήγυρης όπου έσπαζε ρεκόρ εισπράξεων.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Οι εποχές των μεγάλων στερήσεων


Προσφυγικές παράγκες στη Φιλιππούπολη. 1960. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα από το βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες» με κείμενα του Νικου Νάκου, έκδοση 1994, σελ. 98Προσφυγικές παράγκες στη Φιλιππούπολη. 1960. Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα από το βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες» με κείμενα του Νικου Νάκου, έκδοση 1994, σελ. 98

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Σε πολλά κείμενα αυτής της στήλης κατά το παρελθόν περιγράψαμε τη Λάρισα, τα αρχοντικά της, την κοινωνική ζωή των ανθρώπων της και τις προσωπικότητες που ανέδειξε. Μεγάλα και όμορφα σπίτια, ευτυχισμένους κατοίκους, με αρκετές ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, καλοντυμένους και με αφθονία και ποικιλία αγαθών. Αυτά βέβαια αναφέρονταν σε μια μικρή ομάδα αστικών οικογενειών.
Τα παλαιότερα όμως χρόνια που συνήθως περιγράφουμε, λίγα άτομα ανήκαν σ’ αυτήν την κατηγορία. Κάθε λογής εργαζόμενοι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, μικροεπαγγελματίες, με 15ωρη καθημερινή εργασία χωρίς να εξαιρείται η Κυριακή, αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της. Οι άνθρωποι αυτοί που πολλές φορές συντηρούσαν πολυμελείς οικογένειες, μόλις τα έβγαζαν πέρα οικονομικά με το μηνιαίο εισόδημά τους. Μάλιστα υπήρχαν περίοδοι, όταν η χώρα λόγω πολέμων, πολιτικών ανωμαλιών, κ.λπ. δεν τα πήγαινε καλά, που οι στερήσεις οι οποίες έπλητταν συνήθως τις φτωχές κοινωνικά τάξεις ήταν δυσβάστακτες. Έζησα μεταπολεμικά αυτές τις καταστάσεις, γιατί μεγάλωσα σε μια πολυμελή οικογένεια με πενιχρό εισόδημα.
Από τις πρώτες στερήσεις που εμφανίζονται σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές είναι οι καθημερινές διατροφικές συνήθειες. Σπάνια εμφανίζονταν στο τραπέζι τα κρεατικά. Ακόμα και το κοτόπουλο, μια τόσο φθηνή τροφή σήμερα, ήταν τότε πολυτέλεια και μόνον όταν αρρώσταινε κάποιος από την οικογένεια έσφαζαν, έπειτα από ιατρική εντολή, κάποια κότα από το κοτέτσι τους, να τη μαγειρέψουν σούπα και να τη δώσουν στον ασθενή. Γενικά το κρέας έμπαινε στο σπίτι μόνο κατά τις μεγάλες εορτές (Χριστούγεννα, Αποκριές, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο) και εξαιρετικά στην εορτή κάποιου μέλους της οικογένειας. Οι συνηθισμένες τροφές ήταν ως επί το πλείστον τα όσπρια (φασόλια, φακές, ρεβίθια), τα λαχανικά, τα ζαρζαβατικά και προ πάντων οι λαχανόπιτες, και όλα αυτά με ελάχιστο λάδι. Σαν σαλάτες χρησιμοποιούσαν συνήθως τα χορταρικά, τα οποία οι γυναίκες της οικογένειας μάζευαν από τους αγρούς που υπήρχαν την εποχή εκείνη άφθονοι όχι μόνο στις παρυφές της Λάρισας, αλλά και σε άγονα οικόπεδα στο εσωτερικό της. Τα φρούτα έμπαιναν στο σπίτι κυρίως το καλοκαίρι, γιατί τα καρπούζια και τα σταφύλια ήταν προσιτά στο βαλάντιό τους και αποτελούσαν ευλογία. Τα γλυκά που διέθετε η νοικοκυρά ήταν χειροποίητα, όλα του κουταλιού και μόνον οι σοκολάτες αποτελούσαν συνήθως το έπαθλο επιβράβευσης κάποιας παιδικής επιτυχίας.
Μια άλλη στέρηση πιο εμφανής ήταν το ντύσιμο των φτωχών αυτών ανθρώπων. Τότε οι άνδρες της οικογένειας διέθεταν ένα και μοναδικό κουστούμι για τις επίσημες στιγμές, το οποίο μπορούσε να κρατήσει για μια ζωή. Το κουστούμι αυτό γινόταν υποχρεωτικά από ύφασμα που η ύφανσή του ήταν ίδια και από τις δύο όψεις. Όταν με τον καιρό η μία όψη καταστρεφόταν, το έδιναν στον ράπτη και το γύριζε από την ανάποδη. Θυμάμαι ότι το πρώτο μου κουστούμι το φόρεσα ως μαθητής Γυμνασίου. Ήταν του μεγαλύτερου αδελφού μου, που ο ράφτης χρησιμοποίησε την ανάποδη όψη του υφάσματος και για να το προσαρμόσει στο ύψος και τις διαστάσεις, μού πήρε τα μέτρα. Στις δοκιμές διαπίστωσα ότι το τσεπάκι του σακακιού όπου συνήθως το στολίζει ένα μαντηλάκι, ήταν δεξιά αντί αριστερά, όπως συνηθίζεται. Στεναχωρήθηκα, αλλά οι γονείς μου με …προσγείωσαν στην πραγματικότητα. Σε μια πολυμελή οικογένεια ήταν συνηθισμένο φαινόμενο οι μικρότεροι να φορούν τα ρούχα των μεγαλυτέρων. Τα ευαίσθητα σημεία των κουστουμιών, όπως το καβάλο στα παντελόνια ή οι αγκώνες στα μανίκια, όταν έλιωναν τα αντικαθιστούσαν με μπαλώματα, ραμμένα όμως επιδέξια με το ίδιο ύφασμα που φρόντιζαν να διατηρούν οι ράπτες. Και όταν έφθανε το κουστούμι στο σημείο να καταστραφεί εντελώς, η νοικοκυρά το έκοβε σε λωρίδες και μαζί με άλλα φθαρμένα υφάσματα τα έδινε και γίνονταν κουρελούδες, τις οποίες έστρωναν στο πάτωμα. Στην παλιά οικογενειακή οικονομία τίποτα δεν πήγαινε χαμένο.
Το ίδιο συνέβαινε και με τα παπούτσια. Συνήθως η αγορά για τα παιδιά γινόταν τις ημέρες του Πάσχα. Θυμάμαι ότι τα φορούσαμε για πρώτη φορά στη λειτουργία της Κυριακής των Βαΐων και στη συνέχεια τις γιορτινές μέρες που ακολουθούσαν (Μ. Παρασκευή, Ανάσταση, κ.λπ.). Όταν από το πολύ παιχνίδι και την ακαταλληλότητα του εδάφους στους χώρους που παίζαμε μπάλα καταστρέφονταν οι σόλες και τα τακούνια, αναλάμβανε ο τσαγκάρης της γειτονιάς να τοποθετήσει πεταλάκια (μικρογραφία αυτών που τοποθετούσαν στις οπλές των ζώων) για να αντέξουν περισσότερο. Όταν η καταστροφή της σόλας ήταν ανεπανόρθωτη, πρόσθεταν νέα. Όταν πάλι από τη μακροχρόνια χρήση καταστρεφόταν και το δέρμα, τότε ο μπαλωματής, τοποθετούσε τις λεγόμενες μασκαρέτες και τις φόλες. Έπρεπε με κάθε θυσία να κρατηθούν τα παπούτσια μέχρι το επόμενο Πάσχα.
Οι γυναίκες και τα κορίτσια την εποχή εκείνη περνούσαν τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας μέσα στο σπίτι. Ίσως έφθαναν μέχρι και το γειτονικό μπακάλικο, όχι πιο πέρα. Με λαχτάρα περίμεναν την Κυριακή και τις γιορτές για να φορέσουν τα καλά τους φουστάνια και να πάνε στην εκκλησία της γειτονιάς για να λειτουργηθούν, αλλά και να δουν κόσμο, να αλλάξουν μερικές κουβέντες με γνωστές και φίλες και να ρίξουν κρυφά βλέμματα στα νεαρά αγόρια.
Όσο για τις κατοικίες των ανθρώπων αυτών ήταν τότε πρόχειρες, με αυλές στολισμένες με λουλούδια οι περισσότερες και με απαστράπτουσα καθαριότητα. Η σημερινή φωτογραφία μάς δίνει μια εικόνα προσφυγικών καταυλισμών που υπήρχαν στη Φιλιππούπολη κατά το 1960, στην περιοχή όπου σήμερα έχουν κατασκευασθεί ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος και το μέγαρο της Επισκοπής.