Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η μετασεισμική Λάρισα

Η αρχή της οδού Μ. Αλεξάνδρου και το νοτιοανατολικό τμήμα της Κεντρικής πλατείας Β΄ Σώματος Στρατού. Επιστολικό δελτάριο Μίμη Γεντέκου. Αρχές δεκαετίας 1950. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας Η αρχή της οδού Μ. Αλεξάνδρου και το νοτιοανατολικό τμήμα της Κεντρικής πλατείας Β΄ Σώματος Στρατού. Επιστολικό δελτάριο Μίμη Γεντέκου. Αρχές δεκαετίας 1950. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Η σημερινή φωτογραφία της Λάρισας θα αποτελούσε για πολλούς έναν γρίφο, αν δεν είχε στον υπότιτλο μια λιτή περιγραφή: "Οδός Μεγ. Αλεξάνδρου".
Με την πρώτη βιαστική ματιά κανένα σημείο της δεν μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να προσανατολιστεί. Όμως προσεκτικότερη ανάγνωση της εικόνας σε οδηγεί να εντοπίσεις την περιοχή που απεικονίζει. Η φωτογραφία αυτή προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Μίμη Γεντέκου, το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο φωτογράφος στάθηκε σε εξώστη του τρίτου ορόφου του ξενοδοχείου της Κεντρικής πλατείας "Ολύμπιον", πρωινές ώρες όπως μας αποκαλύπτουν οι σκιές δένδρων και κτηρίων, και έστρεψε τον φακό του νότια. Κάτω αριστερά διακρίνονται τα κεραμίδια της στέγης του καφενείου "Νέος Κόσμος" και των γειτονικών ισόγειων κτισμάτων. Το κινηματοθέατρο "Ορφεύς" δεν έχει κτισθεί ακόμη και έτσι μπορεί να διακρίνει κανείς ένα μέρος του εστιατορίου "Ερμής", τη γωνία μεταξύ των οδών Κούμα και Μεγ. Αλεξάνδρου.
Δεξιότερα απεικονίζεται η οδός Μ. Αλεξάνδρου, ευρύτερη σε όλο το μήκος της πλατείας, όπως και σήμερα, ενώ πιο κάτω στενεύει, και με τα αγοραία αυτοκίνητα σταθμευμένα κάθετα. Πίσω από τα ταξί υψώνονται πυκνά φυλλώματα δένδρων, τα οποία καλύπτουν την ανατολική πλευρά της πλατείας και στη συνέχεια αποτυπώνεται ένα μέρος από τους κήπους της.
Μεσολαβεί η οδός Κούμα και πίσω διακρίνονται τα προπολεμικά κτίσματα της νότιας πλευράς της πλατείας, ερειπωμένα και κολοβωμένα από τον μεγάλο σεισμό του 1941 και τους βομβαρδισμούς. Στη γωνία Κούμα και Μ. Αλεξάνδρου διατηρείται ακέραια η περίφραξη με το κιγκλίδωμα, αλλά από τα δικαστήρια διακρίνεται ο κάθετος τοίχος μιας πτέρυγας [1]. Στο βάθος, πίσω από τα ερείπια εντοπίζεται ο άνω όροφος του ξενοδοχείου "Νέα Ευρώπη". Η παρουσία δένδρων δεν επιτρέπει να αναδειχθούν λεπτομέρειες. Ακολουθεί το κτήριο Κατσαούνη ισόγειο τώρα, αφού είχε κατεδαφισθεί ο όροφος. Στέγαζε το περίφημο μεταπολεμικά καφεζαχαροπλαστείο "Παλλάδιον". Η Εμπορική Τράπεζα που ακολουθούσε είχε υποστεί ελάχιστες ζημιές και στην άκρη δεξιά μόλις εντοπίζεται τμήμα του ξενοδοχείου "Πανελλήνιον", που από τριώροφο μεταβλήθηκε σε διώροφο και έπαψε να προσφέρει ξενοδοχειακές υπηρεσίες.
Τις ίδιες περίπου ζημιές έφεραν όλα σχεδόν τα κτίσματα που περιτριγύριζαν την Κεντρική πλατεία. Το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως της εποχής εκείνης είχε καταγράψει ότι το 95% των κτισμάτων της Λάρισας είχαν υποστεί ζημιές διαφορετικής βαρύτητας από τις κακουχίες της κατοχής. Αυτός είναι και ο λόγος που σήμερα δεν έχει παραμείνει κανένα από τα προπολεμικά κτήρια τα οποία περιέβαλλαν την πλατεία και από τις τέσσερες πλευρές της, αν εξαιρέσει κανείς το ξενοδοχείο "Ολύμπιον" που είχε κτισθεί το 1936 και ένα κτίσμα με τρεις τοξοειδείς πόρτες, το οποίο βρίσκεται σε επαφή με την πολυώροφη οικοδομή που κτίστηκε στη θέση του παλαιού καφενείου "Νέος Κόσμος".
Όπως ήδη αναφέραμε, η εικόνα που περιγράψαμε υπάγεται σε μια σειρά επιστολικών δελταρίων τα οποία κυκλοφόρησαν στη Λάρισα από τον καθηγητή των Τεχνικών, φωτογράφο, ζωγράφο και γλύπτη Μίμη Γεντέκο. Η σειρά αυτή υπογραφόταν συνήθως με την επωνυμία ΦΩΤΟ-ΓΕΝ. Ο Μίμης Γεντέκος γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα. Το επάγγελμα του πατέρα του (ταχυδρομικός), υποχρέωνε την οικογένεια να τον ακολουθεί στις μεταθέσεις του. Τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στον Τύρναβο, όπου το 1921, σε ηλικία 16 ετών, πέφτοντας από δένδρο υπέστη σοβαρά κατάγματα στην λεκάνη και το δεξιό κάτω άκρο. Οι παλαιοί Λαρισαίοι θα θυμούνται την έντονη αναπηρία που του άφησε ο σοβαρός τραυματισμός του. Το 1924 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Λαρίσης και από το 1925 έως το 1935 φοίτησε αρχικά στο τμήμα Ιχνογραφίας και κατόπιν μεταπήδησε στο τμήμα γλυπτικής και ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσοβείου Πολυτεχνείου. Το 1935 διορίσθηκε καθηγητής Τεχνικών στην Αχιλλοπούλειο Εμπορική Σχολή Τσαγκαράδας, όπου παρέμεινε καθ' όλη τη διάρκεια της κατοχής, μέχρι το 1945.
Τη χρονολογία αυτή, διορίσθηκε καθηγητής Τεχνικών στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων Λαρίσης και παρέμεινε στην πόλη μας μέχρι το 1958. Κατά τη διάρκεια των 13 ετών παρουσίας του στη Λάρισα ξεδίπλωσε όλες τις πτυχές του πολύπλευρου ταλέντου που διέθετε. Το Γυμνάσιο του παραχώρησε ένα χώρο στη δυτική πλευρά του Σχολικού Γυμναστηρίου, ο οποίος βρισκόταν δίπλα από τα αποδυτήρια. Κοντά του βρισκόταν η οικία-πύργος του Λεωνίδα Μπέρτολη. Στον χώρο αυτόν ο Μίμης Γεντέκος δημιούργησε το καλλιτεχνικό του εργαστήριο γλυπτικής και ζωγραφικής, εξασφάλισε την κατοικία του και στέγασε το φωτογραφείο.
Ο εξωτερικός χώρος ήταν πολλές φορές κατειλημμένος από την εργασία του σε γλυπτές συνθέσεις. Κατασκεύαζε ηρώα για διάφορες πόλεις, όπως επίσης προτομές και ανάγλυφα για συλλόγους και δήμους. Το πρόπλασμα ενός αγάλματος του Ρήγα Φεραίου, ύψους τριών περίπου μέτρων χωρίς τη βάση του, που για διάφορους λόγους δεν έγινε ποτέ, έστεκε πάντοτε έξω από τους χώρους του εργαστηρίου του, διατηρήθηκε και μετά την μετάθεσή του στην Αθήνα το 1958, απλώς μετά την κατασκευή των σχολικών διδακτηρίων τοποθετήθηκε στην νοτιοανατολική γωνία του πρώην σχολικού γυμναστηρίου και καθώς είχε γίνει ο στόχος διαφόρων γκράφιτι, καταστράφηκε.
Το εργαστήριό του υπήρξε φυτώριο πολλών μετέπειτα καλλιτεχνών, οι οποίοι υπήρξαν μαθητές του. Τις πρώτες γνώσεις γύρω από την τέχνη της γλυπτικής, της ζωγραφικής και της φωτογραφίας πήραν κοντά του ο γλύπτης Γ. Καλακαλάς και η Μάρα Καρέτσου, ο σκηνογράφος Γ. Ζιάκας, οι ζωγράφοι Χρήστος Μακρόπουλος, Νανά Τάχα, Χρ. Τζεζαϊρλίδης, ο αθλητής και ζωγράφος Δ. Μποντικούλης και πολλοί άλλοι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να εκδίδει επιστολικά δελτάρια με απόψεις αποκλειστικά από τη Λάρισα. Δεν είχαν αρίθμηση και δεν γνωρίζουμε πόσες συνολικά κυκλοφόρησε. Πάντως η ομάδα της Φωτοθήκης έχει εντοπίσει περίπου δεκαπέντε.
Ο Μίμης Γεντέκος το 1958 μετατέθηκε στην Αθήνα σε διάφορα σχολικά συγκροτήματα. Το 1985 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγριά του Βόλου, όπου μετέφερε και το εργαστήριό του. Πέθανε τον Αύγουστο του 1998 σε ηλικία 93 ετών [2].
-------------------------------------------------
[1]. Το κτήριο των Δικαστηρίων έπαθε πολύ σοβαρές ζημιές από τον σεισμό. Όλες οι στέγες κατέρρευσαν και παρέμειναν μόνον οι πλάγιοι τοίχοι, με πολλές ρηγματώσεις. Η κατασκευή του είχε ξεκινήσει από την περίοδο της τουρκοκρατίας (1873), ολοκληρώθηκε το 1882 και αρχικά στέγασε το Διδασκαλείο Λαρίσης .Για την ιστορία του κτηρίου βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα - Α΄ (2014) σελ. 175-178.
[2]. Βλέπε: Μπεχλιβάνος Χρ. Μίμης Γεντέκος, Λάρισα, χ.χ., σελ. 112

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020







 Όταν ο Όμηρος παράκουσε τον χρησμό του μαντείου των Δελφών

Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, ο Όμηρος επισκέφθηκε το μαντείο των Δελφών για να ρωτήσει την Πυθία ποιοι ήταν οι γονείς του και η καταγωγή του.
Η Πυθία απάντησε με τον εξής χρησμό: «Πατρίδα της μητέρας σου είναι η νήσος Ίος, η οποία θα σε δεχθεί όταν πεθάνεις, αλλά φυλάξου από το αίνιγμα των νεαρών παιδιών».
Ο ποιητής όμως παράκουσε τον χρησμό και ταξίδεψε μέχρι την Ίο. Εκεί είδε μερικά μικρά παιδιά που ψάρευαν στην ακτή. Τα ρώτησε τι έπιασαν και τα παιδιά του απάντησαν:
«Όσσ’ έλομεν λιπόμεσθα, όσ’ ουχ έλομεν φερόμεσθα».
Δηλαδή, ότι πιάσουμε το αφήνουμε, ότι δεν πιάσουμε το φέρουμε μαζί μας.
Τα παιδιά αναφέρονταν στις ψείρες. Όσες έβρισκαν, τις σκότωναν, αλλά όσες δεν έβρισκαν, τις έφεραν στο κεφάλι τους.
Ο Όμηρος δεν κατάφερε να βρει την απάντηση, αλλά θυμήθηκε την προειδοποίηση της Πυθίας. Τρομοκρατήθηκε και απομακρύνθηκε γρήγορα.
Ο δρόμος ήταν λασπωμένος και ο ποιητής στη βιασύνη του, γλίστρησε και έπεσε. Χτύπησε το κεφάλι του και πέθανε σχεδόν ακαριαία.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Όμηρος πέθανε από τη στενοχώρια του που δεν έλυσε τον γρίφο, ενώ μία τρίτη εκδοχή λέει ότι ήταν ήδη βαριά άρρωστος και πήγε στην Ίο γιατί γνώριζε ότι θα πεθάνει.
Βέβαια ο θάνατος του μεγάλου ποιητή δεν βασίζεται σε ιστορικές μελέτες, αλλά σε μύθους και παραδόσεις που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Ο Παυσανίας απλώς κατέγραψε μία λαϊκή αφήγηση….


ΠΗΓΗ : www.ipaideia.gr

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο ΑΓΓΛΟΣ HENRY HOLLAND ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ (1812) - Γ'

Η θρησκευτική ζωή της πόλης


Νοτιοανατολική άποψη του Μητροπολιτικού Ναού του Αγ. Αχιλλίου (Βασιλική του Καλλιάρχη). Είναι ο ίδιος ναός στον οποίο εκκλησιάσθηκε ο Holland. Λεπτομέρεια φωτογραφίας του 1890 περίπου, από το βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες», φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, κείμενα Νίκου Νάκου (1986) σελ. 54Νοτιοανατολική άποψη του Μητροπολιτικού Ναού του Αγ. Αχιλλίου (Βασιλική του Καλλιάρχη). Είναι ο ίδιος ναός στον οποίο εκκλησιάσθηκε ο Holland. Λεπτομέρεια φωτογραφίας του 1890 περίπου, από το βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες», φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, κείμενα Νίκου Νάκου (1986) σελ. 54
Κατά την τετραήμερη παραμονή του στη Λάρισα ο Holland παρακολούθησε από κοντά πολλές ιερές ακολουθίες. Παρουσιάζει λοιπόν ενδιαφέρον να διαβάσουμε τις σκέψεις του πάνω σε αυτό το θέμα: «Την επομένη που ήταν Κυριακή, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία στον ελληνικό μητροπολιτικό ναό, που είναι και ο μόνος τόπος χριστιανικής λατρείας στη Λάρισα.
Είναι ενωμένος με την κατοικία του Ιεράρχη και βρίσκεται στην ίδια απομονωμένη θέση. Το εσωτερικό του είναι σκοτεινό και καταθλιπτικό, η διακόσμηση πραγματικά επιφανειακή, αλλά σε μικρή κλίμακα και χωρίς σπουδαίο αισθητικό αποτέλεσμα. Η λειτουργία άρχισε στις οκτώ το πρωί και ο Αρχιεπίσκοπος φρόντισε να βρούμε καθίσματα κάτω από τον υπερυψωμένο άμβωνα[1], στον οποίο καθόταν ο ίδιος. Η εντυπωσιακή εμφάνισή του ήταν το πλέον λαμπερό χαρακτηριστικό στην εκκλησία. Φορούσε πορφυρά άμφια, πλούσια κεντημένα με χρυσοκλωστή και πάνω από το καλυμμαύχι, χαρακτηριστικό του ορθόδοξου κλήρου, ήταν ριγμένη μια κουκούλα από μαύρο μετάξι, η οποία έπεφτε στους ώμους του [=το επανωκαλύμμαυχο]. Οι τρόποι του ήταν σεβάσμιοι και επιβλητικοί και όταν κατά διαστήματα σηκωνόταν από τη θέση του για να ευλογήσει το εκκλησίασμα, προφέροντας το απλό και γαλήνιο Ειρήνη πάσι, υπήρχε μια επισημότητα ανάμικτη με καλοσύνη, που δεν μπορεί οπωσδήποτε να ξεπερασθεί εύκολα. Τα άλλα μέρη της λειτουργίας δεν χαρακτηρίζονταν από την ίδια απλότητα. Στην ορθόδοξη λειτουργία, πολύ περισσότερο από όσο στην καθολική, υπάρχει μια πληθώρα μικρολεπτομερειών και εξωτερικών τύπων... Όταν ο Έλληνας μπαίνει στην εκκλησία κάνει το σημείο του σταυρού κατά τον ορθόδοξο τρόπο τρεις ή πιο συχνά εννιά φορές, κάνοντας τέτοιες μετάνοιες, που κάθε φορά το χέρι του ακουμπάει στο έδαφος. Στη συνέχεια προχωράει προς το Θυσιαστήριο [ το τέμπλο], ξανακάνει τον σταυρό του μπροστά στην εικόνα του Σωτήρα και συγκεκριμένων αγίων και ακουμπάει τα χείλη του διαδοχικά στις εικόνες των αγίων αυτών καθώς προχωράει. Αυτή, καθώς και άλλες ιεροτελεστίες, επαναλαμβάνονται συχνά κατά τη διάρκεια της θείας ευχαριστίας, και στην εκκλησία της Λάρισας γίνονταν ακόμα πιο συχνές, λόγω της παρουσίας του Αρχιεπισκόπου, τον οποίο πλησιάζει κάθε ιερέας όταν πρόκειται να λάβει μέρος στη λειτουργία, υποκλίνεται μπροστά του, για να πάρει την ευλογία του και του φιλά το χέρι το οποίο του προτείνεται.
Ο αριθμός των ιερέων οι οποίοι συμμετέχουν στα διάφορα μέρη της λειτουργίας είναι πολύ σημαντικός και υπάρχει μια επιτηδευμένη ποικιλία, καθώς και λαμπρότητα στα άμφιά τους. Διάφορες μικρές εκδουλεύσεις στην εκκλησία γίνονται από μικρά αγόρια, τα οποία διαβάζουν ακόμα και μικρά ιερά κείμενα, με τον ίδιο προφανή σκοπό να ελκύσουν την προσοχή, με την εναλλαγή του σκηνικού μπροστά μας.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ποικιλία και η γρήγορη εναλλαγή των ιεροτελεστιών αυτών είναι καλά υπολογισμένες, ώστε να απευθύνεται το όλο τελετουργικό στο συναίσθημα των κατώτερων τάξεων, και αφού παραδεχθούμε την κύρια επίδρασή τους στις αισθήσεις, είναι δύσκολο να υπολογίσουμε την έκτασή του. Η ελληνική εκκλησία ... έχει διατηρήσει την πομπώδη λεπτομέρεια στο τελετουργικό της, ακόμα και τη στιγμή που υφίσταται τα δεινά της τουρκικής καταπίεσης και δεν έχει πια την δυνατότητα να περιβάλλει με μεγαλείο την φαινομενική αγνότητα της λατρείας προλήψεων. Ο αριθμός των ανθρώπων οι οποίοι εκκλησιάζονταν στην εκκλησία της Λάρισας ίσως να ξεπερνούσε τους πεντακόσιους. Οι γυναίκες συγκεντρώνονταν κρυμμένες σε έναν εξώστη, πίσω από ένα ξύλινο καφασωτό [=γυναικωνίτης].
Όταν τελείωσε η λειτουργία, η οποία κράτησε σχεδόν δύο ώρες, γυρίσαμε με τον Αρχιεπίσκοπο στην κατοικία του, όπου και μας επέδειξε τα άμφια που φοράει τις εορτάσιμες ημέρες. Ήταν εξαιρετικά λαμπρά και υπέροχα διακοσμημένα, ειδικά η μίτρα, στην οποία βρίσκονται μερικά ωραία ρουμπίνια και ζαφείρια, πάνω σε διάκοσμο πλούσιο σε χρυσό. Η ιστορία του Αδάμ και της Εύας που ήταν δουλεμένη με χρυσοκλωστή και μαργαριτάρια σε κάποιο από τα άμφιά του, έδωσε αφορμή σε μερικά σχόλια από την πλευρά του, τα οποία δεν με εξέπληξαν καθόλου. [Για το τι ακριβώς υπονοεί εδώ ο συγγραφέας υπάρχουν πολλές εξηγήσεις].
Το πρωί αυτό, καθώς και μετά το γεύμα, το σπίτι του Αρχιεπισκόπου γέμισε από κόσμο που είτε είχαν κάποιο αίτημα είτε ήθελαν να τους ρυθμίσει κάποιες διαφορές. Μπαίνοντας στο δωμάτιο ο καθένας τους γονάτιζε μπροστά του, φιλούσε το χέρι του και συχνά, αφού σηκωνόταν, επαναλάμβανε για δεύτερη φορά την ιεροτελεστία αυτή. Ο τρόπος του Αρχιεπισκόπου στην εκτέλεση των ποιμαντικών του καθηκόντων, ήταν ήπιος, καταδεκτικός και φιλοφρονητικός, χωρίς να χάνει καθόλου από την αξιοπρέπεια της θέσης του».
Οι κατ’ ιδίαν συνομιλίες του μητροπολίτη Πολύκαρπου και του επιφανούς ξένου περιηγητή, καθολικού στο θρήσκευμα, γύρω από θεολογικά ζητήματα και κυρίως για το πρωτείο του Πάπα, παρουσιάζουν οπωσδήποτε έντονο ενδιαφέρον. Γράφει λοιπόν ο Holland: «Απόψε δείπνησα μόνος με τον Αρχιεπίσκοπο στο ιδιαίτερο δωμάτιο του. Με τον συνδυασμό σπασμένων γαλλικών, ιταλικών και ρωμαίικων, κατορθώσαμε να διατηρήσουμε μια μακρά συνομιλία, κυρίως για την παρούσα κατάσταση της ελληνικής εκκλησίας, όπου μου έδωσε μερικές παράξενες λεπτομέρειες. Με εισήγαγε σε μια λεπτή σύγκριση της ηγεσίας της ελληνικής και της λατινικής εκκλησίας, διατύπωσε μια σαφή γνώμη για την ανωτερότητα της πρώτης και ρητόρευσε με πολύ στόμφο κατά των καταχρήσεων και γελοιοτήτων του παπικού συστήματος. Αυτός ο διαχωρισμός[2], είπε, από τους κόλπους της αρχικής εκκλησίας, ήταν η πρώτη μεγάλη διάσπαση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου και η πηγή όλων σχεδόν των κακών και των αιρέσεων που παρουσιάσθηκαν έκτοτε. Αποπειράθηκα να θίξω την πρώιμη ιστορία του χριστιανισμού, ως απόδειξη ότι σχίσματα θα μπορούσαν να είχαν επέλθει ακόμα και χωρίς τον μεγάλο και κορυφαίο διαχωρισμό της χριστιανικής εκκλησίας. Εν τούτοις συνέχισε το υβρεολόγιό του κατά της παπικής ηγεσίας και τους ύμνους του για τον σεμνό και πατρικό χαρακτήρα της ελληνικής εκκλησίας και της ορθοδοξίας γενικότερα και διαπίστωσα ότι αυτό ήταν ένα θέμα που δεν μπορούσε να αποσαφηνισθεί, χωρίς τον κίνδυνο παρεξήγησης».
Επιστρέφοντας στη Λάρισα μετά ένα μήνα από το ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη, όπως προαναφέρθηκε, παρέμεινε για δύο ακόμη ημέρες και σημειώνει: «Το επόμενο πρωί, μια και ήταν Κυριακή, παρακολούθησα και πάλι τη λειτουργία στη μητρόπολη της Λάρισας. Ήταν περίπου ίδια με την προηγούμενη που είχα παλαιότερα παρακολουθήσει, εκτός του ότι σε αυτή την περίπτωση, λόγω του ερχομού των Χριστουγέννων, ο Αρχιεπίσκοπος απευθύνθηκε στο εκκλησίασμα με ένα αρκετά μεγάλο κήρυγμα στη ρωμαίικη γλώσσα. Το αντικείμενο της ομιλίας, αν και είχε σχέση με την ηθική και δεν ήταν θεωρητικό, εκτέθηκε στο εκκλησίασμα με μεγάλη έμφαση και με πολύ φλόγα στον λόγο και τις κινήσεις του, ενδεχομένως περισσότερο από όσο θα ταίριαζε στη ρητορεία του άμβωνα. Όμως το κήρυγμα φαινόταν να είναι ως επί το πλείστον εκτός κειμένου και έδειχνε να έχει ο Αρχιεπίσκοπος σημαντική ευγλωττία».
Πόσο πολύ σχολαστικά ο κλήρος, ανώτερος και κατώτερος, κρατούσε τις χριστιανικές του παραδόσεις ακόμα και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, κατανοούμε και από ένα άλλο καθημερινό περιστατικό, ιατρικής φύσεως, που περιγράφει ο Holland: «Ο Αρχιεπίσκοπος μου έφερε το ίδιο βράδυ έναν από τους ιερείς, ο οποίος βρήκα ότι έπασχε από κυνάγχη με υψηλό πυρετό. Ήμουν έτοιμος να χορηγήσω στον ασθενή μου ένα εμετικό, όταν ο Αρχιεπίσκοπος μου είπε ότι αυτή η θεραπεία δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί, επειδή είχε ιερουργήσει το πρωί σε θεία λειτουργία και το τυπικό της εκκλησίας απαγόρευε αυστηρά την εξέμεση σε τόσο λίγο χρόνο μετά την μετάληψη. Διαμαρτυρήθηκα για λίγο, αλλά τελικά χρειάσθηκε να υποχωρήσω και τελικά να χρησιμοποιήσω άλλα μέσα για την άμεση ανακούφιση του ασθενούς μου, του οποίου φυσικά οι προκαταλήψεις συμβάδιζαν απόλυτα με εκείνες του ανωτέρου του».
Παρ’ όλες όμως τις δογματικές αντιδικίες, λίγο-πολύ αναπόφευκτες μεταξύ ενός φανατικά ορθόδοξου ιερωμένου και ενός αυστηρά προσηλωμένου στο αλάθητο του Πάπα καθολικού, κατά την αναχώρησή του από τη Λάρισα ο Holland είχε μόνο καλά λόγια να πει για τον ιεράρχη της πόλης, τόσο για τη ζεστή φιλοξενία που είχε κοντά του, όσο και για τις πλούσιες εμπειρίες που αποκόμισε με τη συντροφιά του: «Το πρωί της 22ης Δεκεμβρίου έφυγα επιτέλους από τη Λάρισα, αφήνοντας το σπίτι του φιλόξενου Αρχιεπισκόπου με χιλιάδες ευχές και ευλογίες, που μου έδωσε με τόση καλοσύνη».
-------------------------------------------------
[1]. Εδώ ο Holland συγχέει τον δεσποτικό θρόνο με τον άμβωνα, απ' όπου εκφωνεί ο διάκονος το Ευαγγέλιο και ο ιεροκήρυκας το κήρυγμα.
[2]. Εννοεί το σχίσμα των δύο εκκλησιών Ανατολικής και Δυτικής του 1054, (Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία).


Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο ΑΓΓΛΟΣ HENRY HOLLAND ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ (1812) - Β’

Η θρησκευτική ζωή της πόλης


Henry Holland (1788-1873)Henry Holland (1788-1873)
Ο Holland και η συνοδεία του μετά την άφιξή τους στην πόλη, φιλοξενήθηκε στην κατοικία του μητροπολίτη της Λάρισας[1], η οποία βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας του Αγίου Αχιλλίου, σε επαφή μαζί της.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ημερών της παραμονής του, έζησε από κοντά την καθημερινή ζωή μέσα στο επισκοπικό κτίριο, γνώρισε από πολύ κοντά τον μητροπολίτη Πολύκαρπο, συνομίλησε μαζί του για διάφορα θέματα, αντιλήφθηκε ότι η δραστηριότητά του βρισκόταν κάτω από τον ασφυκτικό κλοιό του φανατικού μουσουλμανικού όχλου και παρακολούθησε με ευλάβεια το τελετουργικό της ορθόδοξης λατρείας. Από την άποψη αυτή, οι καταγραφές του για τη θρησκευτική ζωή της Λάρισας της περιόδου εκείνης, και μάλιστα από έναν ετερόδοξο όπως ήταν ο Holland, παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον. Γράφει λοιπόν στο οδοιπορικό του: «…μας οδήγησαν στο σπίτι του Αρχιεπισκόπου της Λάρισας, όπου είχε διαταχθεί να μας παραχωρηθεί στέγη. Μπήκαμε στην πόλη και κατευθυνθήκαμε στη μητροπολιτική κατοικία, αν μπορεί να ονομασθεί έτσι ένα παλιό και ακανόνιστο κτίσμα, σε κάποιο ύψωμα πάνω από τον Πηνειό, χωρίς άλλη λαμπρότητα εκτός από εκείνη της θέσης του και με τη μοναδική πρόσβασή του εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη. Ωστόσο βρήκαμε το εσωτερικό του κτιρίου πολύ πιο άνετο από όσο προδιέθετε το εξωτερικό του και ο Αρχιεπίσκοπος μας καλωσόρισε στην κατοικία του με τόσο ευγενικό και περιποιητικό τρόπο, που ήταν αδύνατο να μην είναι καλός οιωνός για την παραμονή μας στην πόλη της Λάρισας… Με διερμηνείς τους ιατρούς Ιωάννη Βηλαρά και Λουκή Βάγια, μπορέσαμε να έχουμε μια συνομιλία με τον Αρχιεπίσκοπο, που δεν μιλούσε άλλη γλώσσα από τα ρωμαίικα, τα αλβανικά και λίγες φράσεις σε σπασμένα ιταλικά. Το όνομά του είναι Πολύκαρπος. Είναι αλβανικής καταγωγής και, όπως ο ίδιος μας βεβαίωσε, ήταν ο μόνος από τη φυλή του που κατέλαβε στους χρόνους αυτούς μητροπολιτικό αξίωμα. Στην υψηλή αυτή θέση της ελληνικής εκκλησίας, την οποία κατείχε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, λέγεται ότι αναρριχήθηκε με τη βοήθεια του Αλή πασά. Πιο πριν ήταν Επίσκοπος της περιοχής που περιλαμβάνει την αρχαία Τροία (αν μπορούμε πράγματι να μιλάμε τόσο συγκεκριμένα για ένα θέμα αρκετά αμφιλεγόμενο)[2]. Μιλώντας για την προηγούμενη ζωή του μας είπε επιγραμματικά πώς ο Αχιλλέας πήγε από τη Θεσσαλία στην Τροία, ενώ αυτός ήλθε από την Τροία στη Θεσσαλία. Η μητρόπολη της Λάρισας κατέχει μία από τις πλέον επίζηλες θέσεις στην ελληνική εκκλησία. Εννέα επίσκοποι περιλαμβάνονται στην αρχιεπισκοπική της περιφέρεια… Αν και είχε ανεβεί τόσο ψηλά στην εκκλησιαστική ιεραρχία, ο οικοδεσπότης μας δεν είχε φθάσει ακόμα τα 40 χρόνια, και αν δεν ήταν το μεγάλο μαύρο γένι που κατέβαινε στο στήθος του, η όψη του θα ήταν νεαρού. Στο κεφάλι του φορούσε το μικρό κυκλικό καλυμμαύχι των ορθόδοξων κληρικών, ενώ τα μαύρα ράσα έδιναν σεβάσμια όψη σε ένα ψηλό και καλοσχηματισμένο άτομο».
Ο μητροπολίτης Λαρίσης Πολύκαρπος γεννήθηκε στη Δάρδα της Β. Ηπείρου το 1778. Μαθήτευσε στις σχολές της Μοσχόπολης, της Καστοριάς, των Ιωαννίνων και του Βερατίου. Το 1806 χειροτονήθηκε επίσκοπος Τρωάδος και στις 20 Μαρτίου του 1811, μετατέθηκε στη Λάρισα, διαδεχθείς τον Γαβριήλ Β’ Γκάγκα. Όταν ο Holland έφθασε στη Λάρισα, ο μητροπολίτης Πολύκαρπος είχε ήδη 18μηνη θητεία. Στην αρχιεπισκοπική κατοικία διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι επικρατούσε τουλάχιστον κάποια γευστική ευδαιμονία. Ας δούμε όμως πώς περιγράφει ο Holland ένα γεύμα του στην Αρχιεπισκοπή: «Φεύγοντας από το Σεράι του Βελή πασά, επιστρέψαμε στο σπίτι του Αρχιεπισκόπου, όπου παρέθεσαν γεύμα στη μία η ώρα. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος και οι ιατροί Βηλαράς και Βάγιας κάθισαν μαζί μας στο τραπέζι που, όπως και στα Ιωάννινα, ήταν απλά ένας μεγάλος δίσκος από κασσίτερο, τοποθετημένος σε ένα ξύλινο τρίποδα. Τα περισσότερα πιάτα σερβίρονταν μόνα τους. Μια αραιή σούπα, βραστό αρνί, ψητά πουλερικά, ψητό αρνί, πουλερικά φρικασέ με κάστανα, ένα πιάτο με αρνί και σέλινο, βραστό ρύζι που προσφέρονταν με ένα άλλο πιάτο με παράξενη σύνθεση από αχλάδια κομπόστα και αρνί ψητό στην κατσαρόλα. Ακολούθησε τυρί από κατσικίσιο γάλα και επιδόρπιο από σταφύλια και ελιές. Τα πιάτα αυτά με τη σειρά όπως αναφέρθηκαν, αποτέλεσαν το αρχιεπισκοπικό μας γεύμα στη Λάρισα. Τρεις ή τέσσαρες γενειοφόροι υπηρέτες, όλοι τους λειτουργοί στην εκκλησία, περίμεναν να τελειώσουμε και η υποταγή τους στην υψηλά ιστάμενη εκκλησιαστική φυσιογνωμία που είχαν μπροστά τους φαινόταν εντυπωσιακή. Από τη μια πλευρά ο υψηλός βαθμός εξουσίας, και από την άλλη η απόλυτη υποταγή σ’ αυτήν. Το βίαιο πνεύμα του Αλβανού δεν είχε χαθεί εντελώς στη συμπεριφορά του Έλληνα Αρχιεπισκόπου…».
Ένα μήνα ακριβώς μετά, στο δεύτερο σύντομο ταξίδι του στη Λάρισα (20 Δεκεμβρίου 1812), ο Holland περιγράφει ένα ακόμα δείπνο στο σπίτι του μητροπολίτη Πολυκάρπου, κάπως αλλιώτικο από το προηγούμενο: «Το τραπέζι του Αρχιεπισκόπου ήταν τώρα κάπως διαφορετικό, λόγω των επιταγών της μεγάλης νηστείας που προηγείται των Χριστουγέννων στην ελληνική εκκλησία. Αυτή η νηστεία, η οποία διαρκεί σαράντα ημέρες, τηρείται με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα από όλους τους Έλληνες όλων των τάξεων. Εν τούτοις δεν υπάρχει λόγος να παραπονούμαι για το αρχιεπισκοπικό γεύμα, το οποίο, αν και περιοριζόταν αποκλειστικά σε ψάρι και λαχανικά, ήταν μαγειρευμένο με τέτοια ποικιλία και τέχνη, που θα ικανοποιούσε ακόμα και έναν κοιλιόδουλο.
Ο Πολύκαρπος σπάνια απομακρυνόταν από το περιβάλλον της επισκοπικής κατοικίας. Λόγοι ασφάλειας τον ανάγκαζαν να κινείται μεταξύ του ναού του Αγίου Αχιλλίου και της επισκοπής, όπου είχε διαμορφώσει και την κατοικία του. Ο Holland περιγράφει πολύ ζωηρά αυτή την καθημερινή σχεδόν τρομοκρατία των χριστιανών της Λάρισας από τους Οθωμανούς: «Είχα ο ίδιος την ευκαιρία να παρατηρήσω τον τρόμο που αισθάνονται οι Έλληνες της Λάρισας για τους Τούρκους συμπολίτες τους. Η κατοικία του Αρχιεπισκόπου Πολυκάρπου έμοιαζε με φυλακή ή κρυφό καταφύγιο… Οι πόρτες που οδηγούσαν εκεί άνοιγαν πάντα με καχύποπτη αγωνία. Μια έκφραση εγρήγορσης και έλλειψης εμπιστοσύνης ήταν διαρκώς αισθητή στους ενοίκους του αρχοντικού. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος σπάνια φεύγει από τον περίβολό του, φοβούμενος προσβολές από τον τούρκικο όχλο αν τον δουν στους δρόμους της πόλης[3]. Τη δεύτερη ημέρα της διαμονής μας στο σπίτι του και ενώ καθόμασταν μαζί στο διαμέρισμά του, κάποιος Τούρκος με οργισμένη και εχθρική όψη μπήκε στο δωμάτιο, κάθισε χωρίς διατυπώσεις στον καναπέ, γέμισε την πίπα του και πήρε καφέ από τους υπηρέτες. Ο Ιεράρχης βρέθηκε προφανώς σε δύσκολη θέση, αλλά δεν αντέδρασε. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα έβγαλε κάποιο νόμισμα από το πορτοφόλι του, το έβαλε χωρίς να πει τίποτα στο χέρι του και ο Τούρκος εξαφανίσθηκε αμέσως».
-------------------------------------------------
[1]. Την περίοδο της τουρκοκρατίας πολλοί ευγενείς ξένοι επισκέπτες εύρισκαν φιλοξενία, έπειτα από διαταγή του πασά της Λάρισας, στην κατοικία του μητροπολίτη η οποία βρισκόταν στο Επισκοπείο.
[2]. Το 1812 που βρέθηκε ο Holland στη Λάρισα υπήρχαν πολλές θεωρίες γύρω από τη θέση της αρχαίας Τροίας. Όπως είναι γνωστό, η ακριβής θέση της διευκρινίστηκε από τις ανασκαφές του διάσημου αρχαιολόγου Schliemann μερικές δεκαετίες αργότερα.
[3]. Παρ’ όλες όμως τις προφυλάξεις που έπαιρνε, δεν απέφυγε τις βιαιότητες των βάρβαρων μωαμεθανών και είχε φρικτό θάνατο. Καρατομήθηκε από τον μαινόμενο τουρκικό όχλο τον Σεπτέμβριο του 1821, στις όχθες του Πηνειού.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο ΑΓΓΛΟΣ HENRY HOLLAND ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ (1812) - Α΄


Η Λάρισα όπως την κατέγραψε το 1912 ο Henry Holland στο περιηγητικό βιβλίο του. Από αριστερά ο Mevlevihane, η γέφυρα του Πηνειού, ο Τρανός μαχαλάς στον Λόφο και το τζαμί του Χασάν μπέηΗ Λάρισα όπως την κατέγραψε το 1912 ο Henry Holland στο περιηγητικό βιβλίο του. Από αριστερά ο Mevlevihane, η γέφυρα του Πηνειού, ο Τρανός μαχαλάς στον Λόφο και το τζαμί του Χασάν μπέη
Ένας από τους πολλούς Ευρωπαίους επισκέπτες της Λάρισας στις αρχές του 19ου αιώνα είναι ο Άγγλος ιατρός Henry Holland [1788-1873].
Γεννήθηκε στη γηραιά Αλβιόνα και σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Διέπρεψε στην επιστήμη του τόσο, ώστε κάποια στιγμή κατόρθωσε και έγινε προσωπικός ιατρός του βασιλικού ζεύγους της Αγγλίας (του πρίγκιπα Αλβέρτου και της βασίλισσας Βικτωρίας). Όμως παρά την αξιόλογη επαγγελματική του ανέλιξη, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του εύρισκε τον χρόνο και ταξίδευε συνεχώς σε Ευρώπη και Αμερική. Την Ελλάδα επισκέφθηκε μόλις τελείωσε τις σπουδές του, τον Οκτώβριο του 1812, σε ηλικία 24 ετών και παρέμεινε τέσσερις μήνες. Πρώτα πέρασε από τα Ιόνια νησιά και συνέχισε στα Ιωάννινα του Αλή πασά, από τον οποίο εφοδιάσθηκε με μπουγιουρντί για το ταξίδι του στη Θεσσαλία. Η ειδική αυτή άδεια, γραμμένη στα ελληνικά, απευθυνόταν στους κατά τόπους Τούρκους άρχοντες και προεστούς, τους οποίους πρόσταζε να διευκολύνουν, να περιποιηθούν, να προσφέρουν ένοπλη συνοδεία και να ικανοποιήσουν όλες τις επιθυμίες των ξένων, αλλιώς «…αν παραπονεθούν, να ξέρετε πως καμμιά δικαιολογία δεν θα ακούσω». Στη Λάρισα έφθασε στις 20 Νοεμβρίου 1812, με το νέο ημερολόγιο και παρέμεινε τέσσερις μέρες. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε ξανά στη Λάρισα στις 19 Δεκεμβρίου για δύο ημέρες και εν συνεχεία κατέβηκε στην Αθήνα και την Πελοπόννησο.
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε ένα σημαντικό οδοιπορικό, το οποίο εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1815, πλουτισμένο με 12 χαλκογραφίες με δικά του σχέδια. Λόγω της μεγάλης απήχησης που είχε το έργο του, κυκλοφόρησε το 1816 στην Ιένα η γερμανική μετάφρασή του, ενώ το 1819 έγινε η δεύτερη αγγλική έκδοση σε δύο πολυτελείς τόμους. Στην έκδοση αυτή, εκτός από τα 12 χαρακτικά της πρώτης, περιλαμβάνονται και 31 πρωτότυπα σχέδια του Holland, εκ των οποίων τα δύο είναι υδατογραφίες.
Σαν περιηγητής ο Holland δεν ανήκει στην κατηγορία των κλασσικών φιλολόγων ή των ερευνητών αρχαιολόγων, οι οποίοι ταξίδευαν στις χώρες της Ανατολής αναζητώντας αρχαίες μνήμες και ερείπια. Είναι περισσότερο ταξιδιώτης με πολύπλευρα ενδιαφέροντα, τόσο για την ιστορία των χωρών που επισκέπτεται, όσο και για το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον που συναντά. Δίνει πλήθος πληροφοριών για τη διαμόρφωση και τη σύσταση του εδάφους, τη βλάστηση, την παραγωγή, τον πληθυσμό, τις ασχολίες των κατοίκων, την οικονομική και πολιτιστική τους κατάσταση και προσπαθεί να σκιαγραφήσει ορισμένες προσωπικότητες που τον εντυπωσίασαν κατά την πρόσκαιρη γνωριμία τους. Έτσι το οδοιπορικό του διαφοροποιείται σημαντικά, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αφηγήσεις άλλων επισκεπτών της Ελλάδος. Είναι γραμμένο με απλότητα και ζωντάνια και καθώς είναι άνθρωπος με ποικίλα ενδιαφέροντα, ευαισθησίες και διεισδυτική παρατηρητικότητα και επιμένει περισσότερο στην καταγραφή της σύγχρονης πραγματικότητας, οι εντυπώσεις του αποτελούν ένα σημαντικό και αξιόπιστο ιστορικό τεκμήριο της προεπαναστατικής περιόδου για την πόλη μας.
Για την επίσκεψή του στη Λάρισα ο Holland αφιερώνει ειδικά πολλές σελίδες του οδοιπορικού του, ίσως τις περισσότερες από κάθε άλλο περιηγητή. Θεωρείται ότι είναι ο περιηγητής που έχει περιγράψει τη Λάρισα ακριβώς όπως τη βρήκε κατά την ανήσυχη αυτή προεπαναστατική περίοδο. Εκείνο όμως που κάνει πολύ ζωντανή τη περιγραφή του είναι οι ατέρμονες συζητήσεις για ποικίλα θέματα που είχε με συναδέλφους του ιατρούς και τον μητροπολίτη Λαρίσης κατά την ολιγοήμερη παραμονή του στην πόλη μας. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να αφιερώσουμε κάποια κείμενα για τον ενδιαφέροντα αυτόν περιηγητή από την Αγγλία. Επίσης ο ίδιος μας άφησε στο βιβλίο του εκτός από τις αναμνήσεις του από τη Λάρισα και ένα θαυμάσιο χαρακτικό της το οποίο στην εποχή του είχε μεγάλη απήχηση. Έτσι οι λεπτομέρειες που αναφέρει είναι πολλές και χρήσιμες.
Καθώς φθάνει στην πόλη (20 Νοεμβρίου 1812), φιλοξενείται στην κατοικία του μητροπολίτη Πολύκαρπου Δαρδαίου. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσει τρεις Έλληνες συναδέλφους του ιατρούς, τον ξακουστό ιατροφιλόσοφο Ιωάννη Βηλαρά και τους επτανήσιους Λουκά Βάγια και Θεριανό. Μένει έκθαμβος από την προσωπικότητα, τις απέραντες γνώσεις, την ευαισθησία και την οξυδέρκεια του Βηλαρά, κατατάσσοντάς τον στους πιο αξιόλογους λόγιους της Ελλάδας. Παρακολουθεί τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής στον μητροπολιτικό, και μοναδικό για τη Λάρισα, ορθόδοξο ναό του Αγίου Αχιλλίου και από τη λειτουργική αυτή σύναξη καταγράφει με την πέννα του ότι συνέλαβε το μάτι και η αντίληψη ενός ετερόδοξου χριστιανού. Εκπλήσσεται δυσάρεστα από το πολύπλοκο τελετουργικό της βυζαντινής θείας λατρείας, το οποίο όμως κατά βάθος τον εντυπωσιάζει. Επισκέπτεται τον διοικητή της Λάρισας Βελή πασά, γιό του Αλή πασά των Ιωαννίνων, τον οποίο και θεωρεί ως τον μόνο Τούρκο που δείχνει ειλικρινές ενδιαφέρον για τις ελληνικές αρχαιότητες, αγνοώντας προφανώς τις λαμπρές επιδόσεις του στην αρχαιοκαπηλία. Και τέλος μετακινείται με την άμαξα του Βελή πασά σε τοποθεσίες γύρω από τη Λάρισα και επιχειρεί διαδρομές σε κοντινές πόλεις, όπως λ.χ. στον Τύρναβο.
Για τη Λάρισα ο Holland δεν εκφράζεται και με τα καλύτερα λόγια. Γράφει: «Η πόλη της Λάρισας βρίσκεται σε ένα μικρό ύψωμα, στη δεξιά όχθη της Σαλαμπριάς[1] και κάνει μεγαλειώδη τη θέα από μακριά η παρουσία των μιναρέδων των 24 τζαμιών που κοσμούν την πόλη… Η Σαλαμπριά είναι το μόνο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της πόλης, που εδώ είναι πλατύ και βαθύ ποτάμι και πλησιάζοντας στην πόλη, μέσα από ένα κομμάτι δασωμένης κοιλάδας, κυλά κάτω από ένα μοναστήρι Δερβίσηδων[[2] δύο μεγάλα τουρκικά τζαμιά και αρκετές ομάδες ψηλών κτιρίων. Έπειτα περνώντας από κάποιον μελαγχολικό φράκτη τούρκικου νεκροταφείου, εξαφανίζεται και πάλι ανάμεσα στα δένδρα. Το εσωτερικό της πόλης είναι άσχημο και άτακτο, οι δρόμοι είναι κακοφτιαγμένοι, στενοί και βρώμικοι, αλλά και στα σπίτια των κατοίκων διακρίνεται αυτή η ερειπωμένη όψη. Τα Παζάρια (αγορές), που αποτελούν ως συνήθως το κεντρικό μέρος μιας πόλης, είναι μάλλον αδιάφορα όσον αφορά τα εμπορεύματά τους, τα οποία είναι προϊόντα μεταποίησης. Περπατώντας στους δρόμους των προαστίων της πόλης, παραξενεύτηκα από τον μεγάλο αριθμό των νέγρων, που ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο είχα παρατηρήσει σε οποιαδήποτε άλλη τουρκική πόλη. Πολλοί από τους εξωτερικούς αυτούς δρόμους, λόγω της θέσης τους είναι εκτεθειμένοι στις πλημμύρες της Σαλαμπριάς και ένα χρόνο περίπου πριν από την επίσκεψή μας στη Λάρισα, λέγεται ότι μερικές εκατοντάδες αγροικίες καταστράφηκαν από την αιτία αυτή, ενώ τα ερείπιά τους φαίνονται ακόμα σε πολλά σημεία. Οι κατοικίες στις συνοικίες αυτές της Λάρισας είναι κατασκευασμένες στο μεγαλύτερο μέρος τους από πέτρα, ξύλο και πηλό, άτεχνα συνδυασμένα… Ενδεχομένως η τοποθεσία της αρχαίας Λάρισας να ήταν κοντά στη σημερινή πόλη και αν είναι έτσι πράγματι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ακρόπολη που αναφέρει ο Τίτος Λίβιος, βρισκόταν στο ύψωμα που κρέμεται πάνω από τη γέφυρα του Πηνειού. Σε διπλανό σημείο βρίσκεται τώρα ένα μεγάλο τζαμί, του οποίου το πρόστεγο στηρίζεται σε κίονες από αρχαία κτίρια. Είναι τοποθετημένοι με γνήσια τουρκικό τρόπο, άλλοι έχουν το κιονόκρανο ανεστραμμένο, έτσι ώστε να στηρίζει τον κορμό του κίονα και άλλοι με τη βάση εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται το κιονόκρανο[3]. Σε ένα άλλο σημείο της πόλης παρατηρήσαμε τα υπολείμματα ενός αγάλματος από πολύ καλό μάρμαρο σαν γωνιακή πέτρα σε κάποιο δρόμο, καθώς και άλλες πέτρες με εμφανή τα ίχνη ελληνικών επιγραφών, όλες τους όμως δυσανάγνωστες από τη φθορά του χρόνου».
(Συνεχίζεται)
-------------------------------------------
[1]. Σαλαμβριάς είναι η μεσαιωνική ονομασία του Πηνειού. Οι Τούρκοι τον ονόμαζαν με τη λέξη Κιοστέμ, η οποία αποτελεί παραφθορά της ελληνικής λέξεως Λυκοστόμιο.
[2]. Ο Holland αναφέρεται στον λεγόμενο Mevlevihane, ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα το οποίο βρισκόταν ακριβώς αριστερά όπως έβγαινε κανείς από τη μεγάλη λίθινη γέφυρα του Πηνειού.,
[3]. Αναφέρεται στο τζαμί του Χασάν μπέη.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Ο ΜΙΜΗΣ ΛΟΓΙΩΤΑΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ


Ο Δημήτριος (Μίμης) Λογιωτάτου και η σύζυγός του Αθηνά Πλάκα στο πλατύσκαλο του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα. Προπολεμική φωτογραφία.Ο Δημήτριος (Μίμης) Λογιωτάτου και η σύζυγός του Αθηνά Πλάκα στο πλατύσκαλο του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα. Προπολεμική φωτογραφία.
Υπάρχουν περιπτώσεις φωτογραφιών των οποίων η ταυτοποίηση είναι πολύ δύσκολη. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τη σημερινή φωτογραφία. Ένα ζευγάρι απεικονίζεται στο πλατύσκαλο ενός επιβλητικού όπως φαίνεται κτίσματος.
Ποιο είναι το κτίσμα αυτό και ποιο το ζευγάρι; Καταβλήθηκαν αρκετές προσπάθειες για να λυθούν οι απορίες και ο μίτος άρχισε να ξετυλίγεται όταν αναγνωρίστηκε ο άνδρας της φωτογραφίας. Από παλιές εικόνες του αρχείου της Ιουλίας (Λίλας) Ρίζου αποδείχθηκε η ομοιότητα του συγκεκριμένου άνδρα με τον Δημήτριο (Μίμη) Λογιωτάτου, στενό συγγενή του παππού της δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα. Είναι γνωστό ότι ο Μίμης Λογιωτάτου κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου είχε διατελέσει για κάποιο διάστημα διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα. Και καθώς στον επάνω όροφο του κτιρίου της συγκεκριμένης Τράπεζας διέμενε ο εκάστοτε διευθυντής της [1], συμπεραίνεται ότι η φωτογραφία απεικονίζει την είσοδο προς τον όροφο, η οποία βρισκόταν στο αριστερό πλάι όπως έβλεπε κανείς από την Κεντρική πλατεία το κτίριο, σε κάποια υποχώρηση από την οικοδομική γραμμή. Οι παλαιότεροι Λαρισαίοι θυμούνται αυτή την είσοδο, η οποία βρισκόταν δίπλα από το κατάστημα του Γιάννακα και τον θερινό κινηματογράφο του Μιχάλη Τζεζαϊρλίδη "Τιτάνια".
Ο Δημήτριος Λογιωτάτου ήταν γιος του ιατρού Αχιλλέα Λογιωτάτου (1847-1896) και δισέγγονος του λόγιου Ιωάννου Οικονόμου Λογιωτάτου του Λαρισαίου (1783;-1842). Ο πατέρας του Αχιλλέας διετέλεσε από το 1895-1896 δήμαρχος Λαρίσης και με τη σύζυγό του Ελένη Διαμαντοπούλου από την Αθήνα, απέκτησε τρία τέκνα, το 1883 την Ιουλία, η οποία παντρεύτηκε το 1906 τον μετέπειτα δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα, την Πιπίτσα, η οποία παντρεύτηκε το 1912 τον δικηγόρο και πολιτευτή από τη Ραψάνη Βασίλειο Ζησιάδη, και τον Δημήτριο (Μίμη) Λογιωτάτου, ο οποίος μετά το τέλος των βασικών του σπουδών στη Λάρισα, σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και παρέμεινε στην πρωτεύουσα[2]. Νυμφεύθηκε την Αθηνά Πλάκα από τον Τύρναβο[3]. Επαγγελματικά αναδείχθηκε σε υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος. Με τη δημιουργία της Αγροτικής Τράπεζας[4] μετατάχθηκε σ' αυτήν και ανεδείχθη διευθυντικό στέλεχός της. Το 1942, όταν ο Μιχαήλ Σάπκας ανέλαβε, εν μέσω της κατοχικής περιόδου, την προεδρία του τοπικού τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, κατόρθωσε με τη μεσολάβηση του Μίμη Λογιωτάτου να αποσπάσει τους υπαλλήλους του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας της Λάρισας Κίμωνα Σάπκα και Πολύζο Παπαπολύζο και να τους εντάξει στο γραφείο του στον Ε. Ε. Σ.[5].
Το παλιό προπολεμικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, ήταν ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίσμα το οποίο δέσποζε στη βορειοδυτική γωνία της Κεντρικής πλατείας Μιχαήλ Σάπκα και απέπνεε ομορφιά και χάρη. Σύμφωνα με περιγραφές του τοπικού τύπου της εποχής, τη μελέτη του έργου κατασκευής του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας εκπόνησε ο σπουδαίος Έλληνας πολιτικός μηχανικός Γεώργιος Μπαλάνος [6], ενώ η εφημερίδα "Μικρά" του Θρασύβουλου Μακρή στο φύλλο της 17ης Ιουνίου 1907, γράφει ότι το κτίριο εγκαινιάσθηκε τον Ιούνιο του 1907 και συμπληρώνει: «Από της παρελθούσης εβδομάδος το ενταύθα Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης εγκατεστάθη εις το όπισθεν των πυρποληθέντων Δικαστηρίων λαμπρόν μέγαρον, το οποίον ιδίαις δαπάναις η Τράπεζα ωκοδόμησεν». Ολόκληρο το οικοδόμημα ήταν μια τριώροφη κατασκευή με υπόγειο. Το ισόγειο φιλοξενούσε τα γραφεία και τις διάφορες υπηρεσίες της Τράπεζας, ενώ στον επάνω όροφο βρισκόταν η κατοικία του διευθυντού. Ο τρίτος όροφος ήταν μικρός σε έκταση και αποτελούνταν από επίμηκες υπερώο, με τριγωνική αετωματική πρόσοψη. Όλη όμως η ομορφιά του κτίσματος επικεντρωνόταν στο νεοκλασικό προστώο του ισογείου, το οποίο έβλεπε προς την πλευρά της πλατείας. Δύο ορθογώνιοι κίονες διαμόρφωναν στην κεντρική είσοδο τοξοστοιχία δια μέσου της οποίας, με τη βοήθεια μικρής μαρμάρινης σκάλας, εισέρχονταν οι πολίτες στα ενδότερα του κτιρίου. Πάνω απ’ αυτήν υπήρχε o μακρόστενος εξώστης του πρώτου ορόφου, τον οποίο συγκρατούσαν τέσσερα μαρμάρινα φουρούσια. Τα ανοίγματα του ισογείου (παράθυρα και πόρτες) ενισχύονταν με πυκνές και ισχυρές σιδεριές, όπως φαίνεται και στην επισυναπτόμενη φωτογραφία, ενώ των άλλων ορόφων τα παράθυρα ήταν ελεύθερα. Ολόκληρο το κτίριο αντανακλούσε αισθητική ομορφιά και κομψότητα, ιδιαίτερα στην πρόσοψη. Στο αριστερό άκρο της πρόσοψης μια μικρή μαρμάρινη σκάλα οδηγούσε σε πλατύσκαλο το οποίο ήταν ισοϋψές με το ισόγειο του κτιρίου. Σε απόσταση λίγων βημάτων βρισκόταν όμορφη σκαλιστή εξώπορτα με φεγγίτες, πίσω από την οποία ξεκινούσε μαρμάρινο κλιμακοστάσιο το οποίο οδηγούσε στον επάνω όροφο. Σύμφωνα με διάφορες περιγραφές, ο χώρος της κατοικίας αυτής ήταν άνετος, ο δε στολισμός και η επίπλωσή του πολυτελέστατη. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε και ως προσωρινό κατάλυμα του βασιλικού ζεύγους, όταν επισκεπτόταν τη Λάρισα.
Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία το ζεύγος Μίμη και Αθηνάς Λογιωτάτου απεικονίζεται μπροστά στην είσοδο που οδηγεί στην κατοικία τους στην Τράπεζα και η λήψη της έγινε από το πεζοδρόμιο της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου). Κάτω αριστερά διακρίνεται η σιδερένια πόρτα η οποία οδηγεί στο υπόγειο του κτιρίου. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία λήψης. Υπολογίζεται να έγινε περί τα μέσα της δεκαετίας του 1920.
-----------------------------------------------------
[1]. Στον ίδιο χώρο έμενε πιο πριν και ο Γεώργιος Ροδόπουλος, με την οικογένειά του, όταν το 1914 διορίσθηκε διευθυντής του υποκαταστήματος. Τη χρονολογία αυτή ένα από τα παιδιά του ο Δημήτριος Ροδόπουλος, περισσότερο γνωστός ως Μ. Καραγάτσης, ηλικίας τότε 6 ετών, περνούσε τακτικά αυτή την πόρτα για να φθάσει στο οικογενειακό τους διαμέρισμα που τους πρόσφερε η Τράπεζα.
[2]. Επιστολαί διαφόρων, αντιγραφείσαι παρ’ εμού του Ιωάννου Οικονόμου Λαρισσαίου: 1823 Ιουλίου 25: Λάρισσα, Μεταγραφή – Παρακολούθηση – Πρόλογος Γιάννη Αντωνιάδη, Φιλολογική παρουσίαση – Μελέτη – Πίνακες Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα (1964), σελ. 19.
[3]. Η Αθηνά Πλάκα προερχόταν από αρχοντική και πολυμελή οικογένεια του Τυρνάβου. Ο πατέρας της ήταν σημαίνον πολιτικό στέλεχος και επί σειράν ετών δήμαρχος της πόλης. Η αδελφή της Μαρίκα είχε παντρευτεί τον Δημήτριο Χατζηγιάννη πολιτευτή και δήμαρχο Λαρίσης. Επομένως Μίμης Λογιωτάτου και Δημήτριος Χατζηγιάννης ήταν σύγαμπροι. Σημειώνεται ότι και οι δύο δεν απέκτησαν απογόνους.
[4]. Η Αγροτική Τράπεζα ιδρύθηκε το 1929 και το τοπικό υποκατάστημα στην πόλη μας λειτούργησε το 1933 στο κτίριο που υπάρχει μέχρι σήμερα. Ζιαζιάς Γεώργιος. Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες και αναπολήσεις (1900-1950). τόμ Β΄, Λάρισα (2000) σελ. 127.
[5]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Μιχαήλ Σάπκας, ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956). Λάρισα (2013) σελ. 153-154.
[6]. Το όνομά του έχει συνδεθεί με εντονότατες επικρίσεις από σύγχρονους αρχαιολόγους όσον αφορά στο αναστηλωτικό του έργο στην Ακρόπολη των Αθηνών και τις ζημιές που είχαν υποστεί τα μνημεία της.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΚΟΝΑΚΙ ΤΟΥ ΦΑΪΚ ΜΠΕΗ

Ιδιοκτησία αδελφών Κων. Κουτσίνα


Το κονάκι του Φαΐκ μπέη ιδιοκτησίας των αδελφών Κων. Κουτσίνα, σε ερειπιώδη κατάσταση, όπως ήταν το 1960 περίπου. Άποψη από την οδό Ρούσβελτ. Από το βιβλίο "Η Λάρισα. Εικόνες του χθες". Φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, κείμενα Νίκου Νάκου, Λάρισα (2003) σελ. 137. Το κονάκι του Φαΐκ μπέη ιδιοκτησίας των αδελφών Κων. Κουτσίνα, σε ερειπιώδη κατάσταση, όπως ήταν το 1960 περίπου. Άποψη από την οδό Ρούσβελτ. Από το βιβλίο "Η Λάρισα. Εικόνες του χθες". Φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, κείμενα Νίκου Νάκου, Λάρισα (2003) σελ. 137.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 όποιος διέσχιζε την αρχή της οδού Ρούσβελτ, λίγα μέτρα πριν φθάσει στη διασταύρωσή της με την οδό Κούμα, διέκρινε στα δεξιά του, μέσα σε ένα μεγάλο, άδειο και αδιαμόρφωτο οικόπεδο, το ερειπωμένο κτίσμα που είχαμε την τύχη να απαθανατίσει με τον φακό του ο Τάκης Τλούπας.
Πρόκειται για τη μία από τις δύο φωτογραφίες οι οποίες συνοδεύουν το σημερινό κείμενο. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα το θυμούνται, γιατί έστεκε εκεί στοιχειωμένο, όπως το άλλο αδελφάκι του, η "Βίλλα Λαχτάρα" της οδού Καλλιάρχου. Αυτό το υπεραιωνόβιο κτίσμα είναι ό,τι απόμεινε από το παλιό κονάκι του Φαΐκ μπέη. Όμως αυτό, όπως και ο περιβάλλων χώρος του έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία θα σας την περιγράψουμε από την αρχή.
Όπως μπορεί κανείς να διακρίνει από την κατασκευή του, το κτίριο είναι διώροφο και ανήκει στην κατηγορία αυτών που ο Γιώργος Γουργιώτης ονομάζει "λαϊκά νεοκλασικά οικοδομήματα". Τα δομικά υλικά του είναι τα παραδοσιακά (ξυλοδεσιές και πλιθιά). Η στέγη είναι τετράκλινη, καλυμμένη από κεραμίδια. Στην πρόσοψη ψηλά έχει κατασκευαστεί τριγωνικό διακοσμητικό αέτωμα (στη φωτογραφία έχει πάθει μερική καθίζηση). Ο τοίχος στο κεντρικό τμήμα της πρόσοψης εμφανίζει μια υποχώρηση και στο σημείο αυτό τέσσερες όρθιοι ισχυροί ξύλινοι δοκοί, οι οποίοι δημιουργούν κάτω από το αέτωμα τρία τόξα, συγκρατούν πιο κάτω τον εξώστη του ορόφου, δημιουργώντας ένα υποτυπώδες προστώο, ενώ στο ισόγειο υπάρχει η κεντρική είσοδος του κτίσματος, πλαισιωμένη από δύο παράθυρα. Η αρχιτεκτονική δομή του το τοποθετεί κατασκευαστικά στα μέσα του 19ου αιώνα, αν και ορισμένοι ομιλούν για προγενέστερη χρονολογία [1].
Ιστορικά γνωρίζουμε ότι το κτίριο αυτό αποτελούσε το κονάκι ενός πλούσιου Οθωμανού μεγαλοκτηματία του Φαΐκ μπέη. Κατά την τουρκοκρατία το κονάκι του ήταν από εκείνα που διέθετε χαρεμλίκι (γυναικωνίτη). Μπροστά του υπήρχε τεράστια αυλή, όπως είχαν όλα τα παλιά μεγάλα τουρκικά σπίτια. Κήποι με άφθονα άνθη γέμιζαν τον χώρο και από τα πηγάδια αντλούσαν νερό, το αποθήκευαν σε μαρμάρινες λάρνακες για να τα ποτίζουν τακτικά. Το κονάκι του Φαΐκ μπέη είναι συνδεδεμένο με μια δραματική ιστορία του ιδιοκτήτη του, ο οποίος κάποια στιγμή έχασε όλα τα υπάρχοντά του και όπως λέει η προφορική παράδοση εγκατέλειψε τη Λάρισα κάποια νύχτα πάμφτωχος.
Μετά την εφαρμογή από το 1884 του νέου ρυμοτομικού σχεδίου της Λάρισας, το κτίριο αυτό απέκτησε δύο οδούς προσπέλασης. Η μία ήταν από την οδό Ρούσβελτ (Φαρσάλων τότε) και η άλλη από την οδό Μ. Αλεξάνδρου, με θέα την ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας. Η τελευταία προσπέλαση γίνεται κατανοητή από τη δεύτερη φωτογραφία, όπου βλέπουμε το πίσω μέρος του κτιρίου. Μετά από ένα προστατευτικό τοιχίο με κάγκελα, οριοθετημένο στο ύψος της οικοδομικής γραμμής, μεσολαβεί στενός ακάλυπτος χώρος και στη συνέχεια διακρίνεται η δυτική είσοδος του κτίσματος. Η φωτογραφία αυτή χρονολογείται στα 1902, όταν στους χώρους του ήταν ανεπτυγμένο από καιρό το ξενοδοχείο ύπνου "Αβέρωφ". Ήταν από τα παλαιότερα της Λάρισας, χωρίς όμως ιδιαίτερες διευκολύνσεις.
Το ξενοδοχείο μαζί με τον τεράστιο ακάλυπτο χώρο που το περιέβαλλε, αγοράστηκε μετά το 1920 από τον Κωνσταντίνο Κουτσίνα, τον αδελφό του Φίλιππου Κουτσίνα, στον οποίο αναφερθήκαμε παλαιότερα [2]. Η οικογένειά τους μετακόμισε στη Λάρισα από τον Τύρναβο λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους [3]. Ο Κωνσταντίνος Κουτσίνας γεννήθηκε στη Λάρισα και με τη γυναίκα του Ολυμπιάδα Αληθινού απέκτησε τρεις κόρες. Πρώτη ήταν η Αμαλία η οποία πέθανε σχετικά νέα, μετά η Αλίκη και τελευταία η Αγγελική (Λιλίκα). Από τον πατέρα τους είχαν τεράστια περιουσία σε οικόπεδα και ακίνητα, τα οποία βρίσκονταν επί της οδού Ρούσβελτ και απλώνονταν μεταξύ του καταστήματος του Γεωργ. Δημητρακοπούλου (γωνία Κύπρου-Ρούσβελτ) και του ξενοδοχείου "Όλυμπος" του Γ. Βουζίκα (γωνία Κούμα-Ρούσβελτ). Οι "Κουτσινούλες" όπως ήταν γνωστές στους παλαιούς Λαρισαίους, ήταν άτομα ευαίσθητα και είχαν αναπτύξει σπουδαία φιλανθρωπική και χριστιανική δράση.
Όταν κατά το 1932-33 σταμάτησε να λειτουργεί το ξενοδοχείο "Αβέρωφ", οι ιδιοκτήτριες αδελφές Κουτσίνα το νοίκιασαν σε διάφορες οικογένειες έναντι ελαχίστου μισθώματος. Το 1934 η είσοδος του ξενοδοχείου που υπήρχε προς την Κεντρική πλατεία καταργήθηκε και στον ακάλυπτο χώρο ανοικοδομήθηκε μια σειρά καταστημάτων με πρόσοψη προς την οδό Μ. Αλεξάνδρου. Μεταπολεμικά και μέχρι την κατεδάφιση του παλιού κτίσματος, στους χώρους του βρήκαν καταφύγιο διάφορες φτωχές οικογένειες.
Το σπίτι όπου διέμενε η οικογένεια Κων. Κουτσίνα βρισκόταν στον ίδιο χώρο με το τούρκικο κτίσμα, αλλά σε άλλη θέση, στο ύψος των κτιρίων της οδού Φαρσάλων (Ρούσβελτ σήμερα) και δίπλα από το εξαώροφο μέγαρο που έκτισε ο έμπορος Γεώργιος Τηλιός, σε οικόπεδο το οποίο είχε αγοράσει από τις αδελφές Κουτσίνα. Ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία με υπερυψωμένο υπόγειο. Πίσω από το σπίτι τους υπήρχε μεταπολεμικά μια μικρή ισόγεια κατασκευή η οποία φιλοξενούσε τις εγκαταστάσεις του χριστιανικού Σωματείου "Σάπφειρος". Οι κόρες του Κωνσταντίνου Κουτσίνα έμειναν άγαμες και χωρίς απογόνους.
Το 1962 περίπου όλη αυτή η έκταση με τα κτίσματα που ανήκαν στις αδελφές Κουτσίνα αγοράστηκαν από τον Σετράκ Σιρινιάν ο οποίος μαζί με τον γιο του Ονίκ τα κατεδάφισε [4] και στη θέση τους ανήγειρε μεγάλη τριώροφη οικοδομή με στοά στο ισόγειο, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν στις 24 Σεπτεμβρίου 1967 [5].
----------------------------------------------------------------
[1]. Ο Βάσος Καλογιάννης. Η Λάρισα που χάνεται. Τα παλιά αρχοντικά μας και η ιστορία τους, εφ."Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 30ής Οκτωβρίου 1964, αναφέρει ότι κατά τη χρονολογία του δημοσιεύματος το κτίσμα "…αριθμεί βίο 200 χρόνων περίπου."
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η οικογένεια Κουτσίνα, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 27ης Δεκεμβρίου 2017. Του ιδίου: Η οικογένεια Κουτσίνα. Προσθήκες και διορθώσεις, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 19ης Ιουνίου 2019. Τα δύο αδέλφια ήλθαν στη Λάρισα.
[3]. "Δύο-τρία χρόνια μετά την μεγάλη πυρκαϊά του Μαΐου του 1882, εγκατεστάθησαν ενταύθα και οι αδελφοί Φίλιππος και Κωνσταντίνος Κουτσίνας εκ Κονίτσης, ιδρύσαντες πλουσιότατα εμπορικά καταστήματα". Μακρής Θρασύβουλος, Λαρισινές σελίδες, εφ. "Θεσσαλικά Νέα", Λάρισα, φύλλο της 6ης Φεβρουαρίου 1947.
[4]. "Κατά την εκσκαφήν θεμελίων του οικοπέδου Σιρινιάν επί της οδού Ρούσβελτ ήλθεν εις φως τμήμα αρχαίας τοιχοποιίας. Ο επιμελητής αρχαιοτήτων καθηγητής κ. Ν. Ταξιλτάρης έχει την γνώμην ότι πρόκειται περί τμημάτων τού κατά το παρελθόν θέρος αποκαλυφθέντος εις τα οικόπεδα Βουζίκα και Τηλιού μεγάρου ρωμαϊκής εποχής, το οποίον θα ήτο πιθανόν ή διοικητήριον ή και συγκρότημα καταστημάτων ρωμαϊκής αγοράς". Εφ. "Ελευθερία", φύλλο της 28ης Μαΐου 1964.
[5]. Θέλω να ευχαριστήσω για τη βοήθειά τους τον Θρασύβουλο Τηλιό και τα μέλη της Φωτοθήκης Λάρισας Θεόδωρο Χατζούλη και Βαγγέλη Ρηγόπουλο.



Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Οι «Βαρελάδες» του Πηνειού


Οι "Βαρελάδες" στη δεξιά όχθη του Πηνειού γεμίζουν τα δοχεία τους με νερό. Επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα αριθ. 246. Περίπου 1910. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΟι "Βαρελάδες" στη δεξιά όχθη του Πηνειού γεμίζουν τα δοχεία τους με νερό. Επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα αριθ. 246. Περίπου 1910. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Η φωτογραφία αυτή προέρχεται από το χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο αριθμ. 246 του φωτογράφου Στέφανου Στουρνάρα από τον Βόλο.
Απεικονίζει τη δεξιά όχθη του Πηνειού, στο ύψος όπου σήμερα στεγάζεται το Τεχνικό Επιμελητήριο. Στα ρηχά νερά του ποταμού και στα διπλανά χαμηλά σημεία της όχθης διακρίνονται τρία δίτροχα. Στο καθένα απ' αυτά είναι φορτωμένο ένα μεγάλο βαρέλι. Ο ιδιοκτήτης του δίτροχου κατευθύνει το άλογο που το έλκει, προς την κοίτη του ποταμού. Εκεί, με ένα ευρύστομο δοχείο γεμίζει το βαρέλι με νερό, οδηγεί το δίτροχο στην όχθη μέχρι ψηλά στην οδό Καλλιθέας και εν συνεχεία το μεταφέρει στην πόλη για να το πουλήσει σε σπίτι και καταστήματα.
Η Λάρισα, η οποία από αρχαιοτάτων χρόνων διασχίζεται από τον Πηνειό[1], το μεγαλύτερο ποτάμι της Θεσσαλίας, είχε από την περίοδο των χρόνων της τουρκοκρατίας, μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης. Οι κάτοικοί της, αν και τα περισσότερα σπίτια είχαν πηγάδια στην αυλή τους, το πόσιμο νερό το εφοδιάζονταν από τον Πηνειό. Η γειτνίαση με τους οικιακούς βόθρους καθιστούσε το νερό των πηγαδιών ακατάλληλο ως πόσιμο και το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά και μόνο για την ατομική και την οικιακή καθαριότητα. Αλλά όμως και το ποταμίσιο νερό δεν ήταν καθαρό, γάργαρο. Οι πηγές του ως γνωστόν ξεκινούσαν από την Πίνδο και στο μακρινό ταξίδι της διαδρομής μέχρι τη Λάρισα δέχονταν κάθε είδους ακάθαρτα υλικά, τα οποία αυξάνονταν καθώς δεχόταν καθ’ οδόν και άλλα από τους παραποτάμους του, οι οποίοι κάθε άλλο παρά καθαροί ήταν. Με την ανακάλυψη των ηλεκτροκίνητων αντλιών τρεις Λαρισαίοι επιχειρηματίες, τα αδέλφια Οικονομίδη και ο Αθανάσιος Κατσαούνης, ανέλαβαν να αντλήσουν το νερό του Πηνειού με ευκολότερο τρόπο. Τοποθέτησαν σωλήνες στο κέντρο της κοίτης του ποταμού, όπου η ροή του ήταν ταχύτερη και ως εκ τούτου το αντλούμενο νερό πιο καθαρό και το αποθήκευαν σε μεγάλες μεταλλικές δεξαμενές που είχαν τοποθετήσει στις όχθες. Οι δεξαμενές αυτές διέθεταν κάνουλες, από τις οποίες οι οδηγοί των δίτροχων γέμιζαν χωρίς κόπο τα βαρέλια με νερό.
Ο ιατρός Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πλέον επιτυχημένους δημάρχους της Λάρισας κατά τον 20ό αιώνα και είναι αυτός ο οποίο έλυσε το πρόβλημα της ύδρευσης με τον καλύτερο τρόπο, σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1955[2] περιγράφει με τον δικό του τρόπο και με τη διάλεκτο της εποχής, τη διαδικασία με την οποία υδρεύονταν οι κάτοικοι της πόλης από την τουρκοκρατία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920: «Η πόλις κτισμένη επί της δεξιάς όχθης του Πηνειού, επί Τουρκοκρατίας εξ αυτού υδρεύετο. Το ύδωρ μετεφέρετο υπό υδροφόρων, των λεγομένων σακατζήδων[3], εις ασκούς δερματίνους, τους λεγομένους σακάδες, χωρητικότητος εκάστου 35-40 οκάδων[4], φερομένους ως πλήρες φορτίον επί ίππων ανά δύο. Το ύδωρ ηντλείτο εκ της κοίτης του Πηνειού και ιδίως κατεβάλλετο προσπάθεια να λαμβάνεται εκ του κεντρικού ρεύματος του ποταμού. Κατόπιν οι δερμάτινοι ασκοί αντεκατεστάθησαν διά βυτίων, φερομένων επί τροχοφόρου βάσεως, συρομένων δι’ ίππων. Η άντλησις του ύδατος αντεκατεστάθη υπό πετρελαιοκινήτων αντλιών, τοποθετημένων εις τας όχθας, εις δεξαμενάς σιδηράς, αρκετής χωρητικότητος, και εξ αυτών ελάμβανον δια κρουνών τα βυτία το ύδωρ».
Το νερό μεταφερόταν στην πόλη και με κάποια μικρή οικονομική επιβάρυνση του νοικοκύρη γέμιζαν τα μεγάλα πήλινα δοχεία, τα κιούπια, τα οποία είχε κάθε σπίτι. Τα τελευταία ήταν παραχωμένα μέχρι τον λαιμό τους βαθιά στο χώμα και εκεί αποθηκευόταν. Έπρεπε να περάσουν 2-3 ημέρες για να το χρησιμοποιήσουν καθώς ήταν θολό. Έριχναν πρώτα μέσα στα γεμάτα με νερό δοχεία μικρή ποσότητα στύψης, η οποία σε λίγες ώρες είχε την ικανότητα να καθαρίζει το νερό απ’ όλες τις φερτές ύλες, οι οποίες καθίζαναν στον πυθμένα του δοχείου και το νερό γινόταν διαυγές. Στη συνεχεία τα σκέπαζαν στεγανά, ώστε να διατηρείται απρόσβλητο το περιεχόμενο των δοχείων από σκόνες και διάφορα πτερωτά αντικείμενα. Η κατανάλωση σαν πόσιμο γινόταν έπειτα από δύο περίπου ημέρες, ώστε να έχει ολοκληρωθεί η καθίζηση. Γι’ αυτό και κάθε κατοικία είχε περισσότερα από ένα κιούπια. Αυτή η διαδικασία μπορεί μεν να εξασφάλιζε στο νερό κάποια καθαρότητα, ουσιαστική όμως αποστείρωση δεν γινόταν, όπως πίστευαν πολλοί, και η υγεία των κατοίκων ήταν επισφαλής. Ο κοιλιακός τύφος και άλλα εντερικά νοσήματα προσέβαλαν περισσότερο τους επισκέπτες και τους περαστικούς από την πόλη, ιδιαίτερα τους στρατιώτες, γιατί οι μόνιμοι κάτοικοι θα έλεγε κανείς ότι το είχαν συνηθίσει. Όμως δεν υπήρχε στη Λάρισα οικογένεια που να μην είχε δοκιμαστεί από την αρρώστια αυτή και πολλοί μάλιστα είχαν χάσει και τη ζωή τους[5].
Το πρόβλημα της ύδρευσης στη Λάρισα λύθηκε το 1930. Ήταν Κυριακή 7 Δεκεμβρίου, μια βροχερή μέρα πριν 90 χρόνια, επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εγκαινίασε τον Υδατόπυργο και τις κεντρικές εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού στο κτίριο του ΟΥΗΛ, το οποίο βρισκόταν εκεί όπου σήμερα υψώνεται το ημιτελές Δημοτικό Θέατρο. Έτσι η Λάρισα στον τομέα της ύδρευσης μέσα σε λίγα χρόνια από παράδειγμα προς αποφυγή, έγινε παράδειγμα προς μίμηση και για άλλες πόλεις.
-------------
[1]. Από την εποχή ακόμα της Άννας Κομνηνής (12ος αι.) μέχρι και τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο ο Πηνειός ήταν γνωστός στο ευρύτερο κοινό με την λαϊκή ονομασία Σαλαμπριάς. Οι Οθωμανοί τον ονόμαζαν Κιοστέμ, από παραφθορά της λέξεως Λυκοστόμιο.
[2]. Μιχαήλ Σάπκας. Ιστορικαί αναμνήσεις από την ανασυγκρότησιν και αναμόρφωσιν της Λαρίσης μετά την απελευθέρωσιν από την τουρκοκρατίαν. Τομ. Α’. Ύδρευσις και Ηλεκτροφωτισμός, εν Λαρίση, (Ιούνιος 1955) σ. 23-24. Είναι το ένα από τα δύο βιβλία των πολλών χειρόγραφων αναμνήσεων που κατόρθωσε να εκδώσει. Το άλλο είναι τα Πεπραγμένα του τμήματος Λαρίσης του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Λάρισα (1955).
[3]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Οι "Σακατζήδες" της Λάρισας, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 19ης Οκτωβρίου 2014.
[4]. Περίπου 50 κιλά νερό ο κάθε ασκός.
[5]. Κώστας Περραιβός. Σακατζήδες και Βαρελάδες μας πότιζαν, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 9ης Μαΐου 1982.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΜΑΡΤΥΡΙΚΕΣ Μ. ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ


Το εσωτερικό του Ιερού Βήματος του κατεστραμμένου μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου από τον σεισμό του 1941 και τους βομβαρδισμούς της κατοχής. Φωτογραφία Γερμανού στρατιωτικού τον Απρίλιο του 1941. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΤο εσωτερικό του Ιερού Βήματος του κατεστραμμένου μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου από τον σεισμό του 1941 και τους βομβαρδισμούς της κατοχής. Φωτογραφία Γερμανού στρατιωτικού τον Απρίλιο του 1941. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Η πανδημία του κορονοϊού μάς υποχρεώνει να γιορτάσουμε φέτος τη Μ. Εβδομάδα και την Ανάσταση από τα σπίτια μας.
Το οφείλουμε στην κοινωνία, στους συνανθρώπους μας και σ' αυτούς που αγαπάμε. Είναι αλήθεια ότι έτσι ξαφνικά άλλαξε η ζωή μας και διάφοροι περιορισμοί μάς απομάκρυναν από τις συνήθειές μας. Αλλά αργά ή γρήγορα όλα θα περάσουν και θα μπούμε στην κανονική ζωή. Η ιστορία της Λάρισας είναι γεμάτη από λοιμούς, λιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς, πυρκαγιές και άλλα φυσικά φαινόμενα. Και όμως τα ξεπέρασε όλα και σήμερα στέκεται σεμνή και όμορφη να αντιμετωπίζει όπως πρέπει μια ακόμη επιδημία [1].
Στο σημερινό σημείωμα θα περιγράψουμε δύο επώδυνες στιγμές στην ιστορία της παλιάς Λάρισας, οι οποίες έτυχε να συμβούν κατά τη Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα στις χρονιές 1897 και 1941 και της στέρησαν, όπως και φέτος, τη χαρά να γιορτάσει σε μια έρημη πόλη, είτε από φυγή είτε από εγκλεισμό στα σπίτια.
-- Αρχές Απριλίου του 1897 άρχισαν οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής σύρραξης στα υψώματα της Μελούνας. Ας παρακολουθήσουμε πως περιγράφει τις οδυνηρές στιγμές της εγκατάλειψης της Λάρισας από τους κατοίκους της η Αμαλία Παπασταύρου [2],: " Απριλίου 10. Ήτο Μ. Πέμπτη και επεριμένομεν Πάσχα και όμως εις καμμίαν οικίαν δεν παρατηρείται η παραμικρά κίνησις εμφαίνουσα την προσέγγισιν της επισημοτέρας των εορτών. Ούτε συγύρισμα, ούτε βάψιμον αυγών, ούτε φεύ εκκλησία. Ο νους δεν είναι δυνατόν να προσηλωθή εις την προσευχήν, διότι επέτα προς τους μαχομένους αδελφούς μας και εκάστη βολή πυροβόλου συνεκλόνιζε και το σώμα και την ψυχήν μας … Απριλίου 11, Μ. Παρασκευή. Έφερον και τον γαμβρόν μας νεκρόν … Είναι δυνατόν να φανταστή τις ότι έχει νεκρόν προσφιλή και δεν δύναται να τω ανάψη ένα κερί. Ότι δεν ευρίσκεται ιερεύς να τον θάψη και ότι τέσσαρες φίλοι του τον τυλίγουν εις μίαν κουβέρταν και τον φέρουν εις τον τάφον. Ότι συγκεχυμέναι τρόμου φωναί από τον δρόμον φθάνουσι μέχρις ημών, μας ευρίσκουν αναισθήτους … Ότι μετά την εκφοράν του νεκρού, χωρίς να πάρωμεν τίποτε, χωρίς να κλείσωμεν τίποτε, αναχωρήσαμεν από την οικίαν … και εβαδίζομεν προς τον Σιδηρόδρομον. Ότι κόσμος πολύς, άνδρες, γυναίκες και παιδιά έτρεχον προς την αυτήν διεύθυνσιν. Ότι εις τον Σταθμόν εφύλαττε σκοπός και εμπόδιζε τους πολίτας να εισέρχονται … Εισήλθομεν ημείς εις διαμέρισμα τρίτης θέσεως όπου ήσαν άλλοι δέκα και ήτο ευτύχημα, διότι άλλοι δεν εύρισκον θέσιν" [3].
-- Μια οδυνηρή Μ. Εβδομάδα έζησε η Λάρισα και κατά το 1941. Είχε προηγηθεί ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου και οι φονικοί ιταλικοί βομβαρδισμοί της επομένης ημέρας. Στη συνέχεια άρχισε η επέλαση των Γερμανών. Τη Μ. Τρίτη 15 Απριλίου ένας ανελέητος γερμανικός βομβαρδισμός αποτελείωσε την καταστροφή της Λάρισας. Η πόλη ερημώθηκε από τους κατοίκους της, τα περισσότερα καταστήματα έκλεισαν και οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούσαν. Ο δήμαρχος Στυλινός Αστεριάδης αφηγείται μεταπολεμικά στον δημοσιογράφο Λάζαρο Αρσενίου: "Τη Μεγάλη Παρασκευή 18 Απριλίου 1941 λίγο μετά το μεσημέρι, γερμανικά στρατεύματα κατακτούν τη Λάρισα … Τις προηγούμενες ημέρες την είχαν σκληρά βομβαρδίσει αεροπλάνα "Στούκας" που προκάλεσαν σοβαρές καταστροφές και θύματα. Οι κάτοικοί της, νοιώθοντας τον εχθρό να πλησιάζη, εγκαταλείπουν ομαδικά την πόλη τους με θλίψη, κουβαλώντας ό,τι πολυτιμότερο μπορούν. Και ανάλογα με τα μέσα που διαθέτουν, καταφεύγουν άλλοι σε κοντινά και άλλοι σε μακρινά χωριά ή πόλεις. Έτσι όταν οι Γερμανοί μπαίνουν στην Λάρισα δεν βρίσκουν πολίτες. Οι Λαρισινοί δεν θέλησαν να τους υποδεχθούν" [4].
Ο παλιός δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας περιγράφει ως εξής την είσοδο των Γερμανών στη Λάρισα: "Κατάστασις τελείως απελπιστική, πείνα, ερείπια, γύμνια και πλήρης ανεργία. Οι Γερμανοί εχαρακτήρισαν την στάσιν της Λαρίσης απέναντί των κατά την είσοδόν των, ως όλως εχθρικήν. Ανέμενον την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου προ της γεφύρας του Πηνειού ποταμού δι' όλης σχεδόν της ημέρας επιτροπήν των αρχών ή των κατοίκων όπως εμφανισθή προ του Στρατηγείου των προς παράδοσιν της πόλεως και συνεννόησιν δια την είσοδον και εγκατάστασιν των υπηρεσιών των εις την πόλιν και διά τινα στοιχειώδη υποδοχήν αυτών και παροχήν ευκολιών εις την εγκατάστασιν, αλλά ουδείς παρουσιάσθη [5].
Ο μετέπειτα δήμαρχος Δημήτριος Χατζηγιάννης αναφέρει για την είσοδο των Γερμανών: "Η πόλις της Λαρίσης ηρημώθη και κατοίκων και των αρχών της. Τα γερμανικά στρατεύματα άτινα την Μ. Παρασκευήν ήρχοντο να καταλάβουν την πόλιν, εστάθμευσαν έξω αυτής, εις την Γιάννουλην, εις απόστασιν τεσσάρων χιλιομέτρων. Ανέμειναν εκεί επί δίωρον μήπως πρεσβεία της πόλεως της παραδώση συμβολικά τας κλείδας της. Ουδείς, ούτε κληρικός, ούτε πολίτης, ούτε των τοπικών της αρχών εστάλη. Και ο γερμανικός στρατός εισελθών εις την ερειπωμένη Λάρισαν, διέταξε γενικήν λεηλασίαν της πόλεως … Ήταν τα αντίποινα κατά της υπερηφάνου πόλεως" [6].
Η φωτογραφία η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο είναι συγκλονιστική. Εντοπίστηκε πριν από ένα χρόνο περίπου από τον Αχιλλέα Καλτσά, που είναι μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας σε διεθνή δημοπρασία παλιών φωτογραφιών. Απεικονίζει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το Ιερόν Βήμα του μητροπολιτικού ναού του Αγ. Αχιλλίου μετά τον σεισμό και τους συνεχείς βομβαρδισμούς. Δεξιά διακρίνεται μέρος της Αγίας Τραπέζης σκεπασμένης από ερείπια. Πίσω, στην κεντρική κόγχη του Ιερού υπάρχει το Σύνθρονο, ο θρόνος του αρχιερέως αλώβητος και ενδιάμεσα ο Σταυρός με τον Εσταυρωμένο έχει πέσει στα πλάγια. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από Γερμανό στρατιωτικό μετά την κατάληψη της Λάρισας, τον Απρίλιο του 1941.
Τη χρονιά εκείνη στη Λάρισα πραγματικά ο Χριστός ξανασταυρώθηκε.
---------------------------------------------------------------
[1]. Ο Θεόδωρος Παλιούγκας στο δίτομο έργο του "Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία 1423-1881)" αφιερώνει στον 2ο τόμο ολόκληρο κεφάλαιο για να περιγράψει στις σελίδες 667-710 τις επιδημίες, τις μεγάλες φυσικές καταστροφές και άλλα δεινά της Λάρισας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
[2]. Η Αμαλία Παπασταύρου-Χρυσοχόου (1856-1935) γεννήθηκε στη Ζίτσα της Ηπείρου και ήταν δασκάλα από την περίοδο της τουρκοκρατίας στη Λάρισα. Παντρεύτηκε τον ομοχώριό της φαρμακοποιό Κωνσταντίνο Παπασταύρου. Περισσότερα βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-2014, Λάρισα (2016) σελ. 41-44.
[3]. Παπασταύρου Αμαλία. Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση από 1-14 Απριλίου 1897, Αλεξάνδρεια (1897), σελ. 16-26.
[4]. Αρσενίου Λάζαρος, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, τόμ. Α΄, Αθήνα (1977) σελ. 18.
[5]. Σάπκας Μιχαήλ, Πεπραγμένα του εν Λαρίση τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού από της ιδρύσεώς του κατά το 1922 μέχρι της 30 Ιουνίου 1955. Εν Λαρίση (1955) σελ. 18-19.
[6]. Αναμνήσεις Δημητρίου Χατζηγιάννη (1888-1973). Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σχόλια Ιουλία Κανδήλα. Λάρισα (2011) σελ. 206.


Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com