Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

 

Ο εμπρησμός του Δικαστικού Μεγάρου


Το παλιό οθωμανικό Διοικητήριο, το οποίο λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1881 στέγασε τα Δικαστήρια και ονομάσθηκε «Θέμιδος Μέλαθρον». Χαρακτική απεικόνιση.Το παλιό οθωμανικό Διοικητήριο, το οποίο λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1881 στέγασε τα Δικαστήρια και ονομάσθηκε «Θέμιδος Μέλαθρον». Χαρακτική απεικόνιση.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Έπειτα από επώδυνες συμφορές ή μαζικές καταστροφές, η πορεία των γεγονότων μπορεί να οδηγήσει πολλές φορές σε καταστάσεις απροσδόκητες και μη αναμενόμενες. Για τη Λάρισα παράδειγμα ιστορικό αποτελεί ο τρόπος δημιουργίας της αχανούς Κεντρικής πλατείας.
Έχουμε γράψει και άλλοτε την ιστορία του τουρκικού Διοικητηρίου της πόλης μας, το οποίο είχε κτισθεί το 1874 με εντολή του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ. Η κτητορική οθωμανική επιγραφή που είχε τοποθετηθεί από τους κατασκευαστές στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου κατέληγε: «...με τας ευχάς εις τον Θεόν όπως διαφυλάττη τούτο από παντός κακού...». Όμως οι ευχές στον προφήτη τους που εκφράζονταν στην επιγραφή φαίνεται ότι δεν εισακούστηκαν, γιατί η διάρκειά του υπήρξε πολύ σύντομη, μόλις τριάντα ένα χρόνια.


Το λαμπρό αυτό κτίριο ήταν κτισμένο στη βορειοδυτική γωνία της σημερινής Κεντρικής πλατείας, ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο «Το Στέμμα» και το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Προορισμός ήταν να στεγάσει τις τουρκικές διοικητικές υπηρεσίες της Γενί Σεχίρ. Η κύρια όψη, νεοκλασικού ρυθμού, έβλεπε ανατολικά. Την περίοδο της κατασκευής του δεν υπήρχε η σημερινή πλατεία, γιατί τον υπόλοιπο χώρο τον καταλάμβαναν διάφορα κτίσματα που ανήκαν σε Οθωμανούς μεγαλοκτηματίες (μπέηδες). Για να αντιληφθεί κανείς τι επικρατούσε χωροταξικά στη σημερινή Κεντρική πλατεία την περίοδο εκείνη, αρκεί να αναλογισθεί ότι όταν άρχισε το 1873 επί Τουρκοκρατίας από τη χριστιανική Κοινότητα της Λάρισας η κατασκευή του Γυμνασίου, στο οποίο μετά την απελευθέρωση στεγάσθηκε το Διδασκαλείο, η κύρια είσοδός του ήταν από τη σημερινή οδό Παπακυριαζή [1].
Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, στους δύο ορόφους του κτιρίου αυτού στεγάστηκαν οι δικαστικές υπηρεσίες της πόλης, ενώ στο υπόγειο οι υπηρεσίες του Δημόσιου Ταμείου. Όμως στις 14 Ιανουαρίου 1905 μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε εντελώς όλους τους χώρους και παρέμεινε για τρία περίπου χρόνια μόνον το κέλυφος (ο πέτρινος σκελετός του), ένα σιωπηλό ερείπιο στο κέντρο της ραγδαία αναπτυσσόμενης Λάρισας.
Η πυρκαγιά αυτή είχε συγκλονίσει την εποχή εκείνη την πόλη για τη σφοδρότητα, την ταχύτητα της εξάπλωσης και τον αφανισμό όχι μόνον του εξοπλισμού του κτιρίου, αλλά και των αρχείων που περιείχε. Στις παλιές εφημερίδες διαβάζουμε συγκλονιστικές περιγραφές ανθρώπων που την έζησαν. Τα μισοκαμένα χαρτιά αιωρούνταν ψηλά από τη δίνη που προκαλούσαν οι φλόγες και με τον άνεμο ταξίδευαν και μάλιστα λένε ότι έφθασαν μέχρι το ποτάμι. Και ενώ οι φλόγες δεν είχαν καλά-καλά σβήσει πολλοί κάτοικοι, κυρίως παιδιά, ανασκάλευαν τα ερείπια του υπογείου για να μαζέψουν τα μαυρισμένα από τη φωτιά νικέλινα κέρματα που βρίσκονταν στο Δημόσιο Ταμείο, πολλά από τα οποία μάλιστα είχαν παραμορφωθεί.
Όταν κόπασε η συγκίνηση από την καταστροφή του κτιρίου που στόλιζε την πόλη, άρχισαν οι έρευνες για να εντοπισθεί η αιτία της πυρκαγιάς και να ανευρεθούν οι δράστες. Οι ανακρίσεις όμως δεν οδήγησαν πουθενά, γι’ αυτό και ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης χαρακτήρισε την πυρκαγιά αυτή σαν ένα «ανεξιχνίαστον έγκλημα» [2]. Όσο ο χρόνος περνούσε και η αιτία της πυρκαγιάς έμενε απροσδιόριστη, στην πόλη κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια που η αξιοπιστία τους κυμαίνονταν ανάλογα με τη φαντασία του δημιουργού του.
—Η πιο διαδεδομένη αιτία ήταν ο εμπρησμός. Πολλοί πίστευαν ότι το κτίριο των Δικαστηρίων έγινε παρανάλωμα του πυρός από ανθρώπους που είχαν συμφέρον να εκλείψουν πειστήρια, τα οποία θα απέβαιναν εις βάρος τους αν έφθανε η υπόθεσή τους στο ακροατήριο. Στην κοινωνία της πόλης όλη εκείνη την περίοδο είχε εδραιωθεί η άποψη ότι κάποιος υπόδικος από τα Τρίκαλα ή κατ’ άλλους από τα Φάρσαλα, πυρπόλησε το ευάλωτο, έτσι κι’ αλλιώς, κτίριο για να εξαφανίσει τα στοιχεία της αναμφισβήτητης καταδίκης του. Όμως οι ανακρίσεις που έγιναν προς όλες τις κατευθύνσεις δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η πυρκαγιά του ήταν πράξη εμπρησμού.
—Άλλη αιτία ήταν η αμέλεια. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή κάποιος απρόσεκτος επισκέπτης ή υπάλληλος των Δικαστηρίων άφησε αργά το βράδυ αναμμένο τσιγάρο κοντά σε εύφλεκτα αντικείμενα, με αποτέλεσμα να προκληθεί εν αγνοία του η πυρκαγιά που κατέστρεψε το κτήριο. Αν σκεφθεί κανείς ότι την εποχή εκείνη τα μέσα πυρόσβεσης ήταν ανύπαρκτα και η κατασκευή των εσωτερικών χώρων και της οροφής του κτιρίου ήταν από ξύλα, δικαιολογείται η ταχύτατη εξάπλωσή της.
-Υπήρχε επίσης και μία άλλη, πολύ «προχωρημένη» φήμη ότι τη φωτιά έβαλαν κάποιοι νεαροί φιλοπρόοδοι Λαρισαίοι για να ελευθερώσουν τον χώρο από το τουρκικό κτίριο και να προσφέρουν στην πόλη μια μεγάλη έκταση που να χρησιμεύσει για πλατεία [3]. Ήδη η Δημοτική Αρχή μετά την απελευθέρωση και με τη βοήθεια του ελληνικού δημοσίου, είχε πετύχει να εξαγοράσει όσα τουρκικά κτίσματα βρίσκονταν στον υπόλοιπο χώρο κοντά στα Δικαστήρια. Αυτά σταδιακά κατεδαφίστηκαν και η κεντρική αυτή περιοχή ανέπνευσε. Όμως και η φήμη αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από τις μακροχρόνιες ανακρίσεις.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1908 οι αποτεφρωμένοι τοίχοι του Δικαστικού Μεγάρου ισοπεδώθηκαν και ένας μεγάλος χώρος ελευθερώθηκε και αποδόθηκε στον Δήμο για να διευρύνει την πλατεία και να επιτρέψει την εφαρμογή του Σχεδίου Πόλεως, το οποίο είχε συνταχθεί από το 1884. Με τον καιρό γύρω απ’ αυτήν, που ονομάσθηκε Πλατεία Θέμιδος γιατί βρισκόταν απέναντι από τα παλιά Δικαστήρια, άρχισαν να κτίζονται μεγάλα και αισθητικά όμορφα κτίσματα, τα οποία στόλισαν το κέντρο της πόλης μέχρι το φοβερό για τη Λάρισα έτος 1941.
Το αρχιτεκτονικό σχέδιο, το οποίο συνοδεύει το σημερινό κείμενο απεικονίζει την πρόσοψη του Δικαστικού Μεγάρου, η οποία έβλεπε προς την ανατολή. Ήταν εξ ολοκλήρου οικοδομημένο από πέτρα. Το εσωτερικό αποτελούνταν από πολλά και ισομεγέθη δωμάτια, κατανεμημένα και από τις δύο πλευρές κατά σειρά στους μακρόστενους διαδρόμους. Το επιβλητικό αυτό κτίριο το περιέγραψαν με θαυμασμό όλοι σχεδόν οι επισκέπτες της Λάρισας, Έλληνες και ξένοι [4].
Συμπέρασμα. Η απώλεια ενός λαμπρού μεγάρου στάθηκε αφορμή να δημιουργηθεί η πανελληνίως γνωστή μεγάλη πλατεία της Λάρισας. Τελικά μήπως ο εμπρησμός ήταν έργο φιλοπρόοδων νεαρών της Λάρισας με όραμα;

————————————-
[1]. Καλογιάννης Βάσος, Τα Δικαστήρια της Λαρίσης και η μακρά ιστορία τους. Από το «Σεράγι» της Τουρκοκρατίας στο σύγχρονο «Θέμιδος Μέλαθρον», εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 30ής Ιουνίου 1972.
[2]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σελ. 21.
[3]. Περραιβός Κώστας, Περιπέτειες της Θέμιδος στην πόλη μας, εφ. Λάρισα, φύλλο της 26ης Ιουνίου 1972.
[4]. Αναφέρουμε μερικούς όπως ο Βολιώτης γιατρός Νικόλαος Γεωργιάδης (1880), ο στρατιωτικός Ι. Κοκκίδης (1880), ο Σπυρίδων Παγανέλης, (1881), ο Γερμανός Bernard Ornstein (1881), ο Μιχ. Γρηγορόπουλος (1882), ο μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης (1892) και πολλοί άλλοι.

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

 

Η περιοχή της πλατείας «Σιάουλο»


Η οδός Βόλου (23ης Οκτωβρίου) και στο βάθος η περιοχή Σιάουλο, όπως φαινόταν από τον μιναρέ του Μπουρμαλί τζαμί. Φωτογραφία του 1933.Η οδός Βόλου (23ης Οκτωβρίου) και στο βάθος η περιοχή Σιάουλο, όπως φαινόταν από τον μιναρέ του Μπουρμαλί τζαμί. Φωτογραφία του 1933.

ΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com

Διαβάσαμε αυτές τις ημέρες ότι η δημοτική αρχή θα αρχίσει να εκτελεί έργα στον ανοικτό χώρο ο οποίος δημιουργείται από τη συμβολή των οδών Κύπρου - 28ης Οκτωβρίου - 23ης Οκτωβρίου - Ογλ και Νικηταρά και στους δρόμους που την περιβάλλουν. Σήμερα

ο χώρος αυτός αποτελεί έναν οδικό κόμβο, δίνει την εικόνα μικρής πλατείας, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια ονομασία που να την προσδιορίζει. Οι παλαιότεροι τη θυμούνται σαν πλατεία Σιάουλο και έχουμε αναφερθεί ήδη προ καιρού σ’ αυτή. Με την ευκαιρία όμως των νέων έργων στην περιοχή κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε εν συντομία στην ιστορία της.
Η πλατεία Σιάουλο ήταν από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ένας κεντρικός χώρος της Λάρισας. Μεταπολεμικά η ονομασία της αυτή ατόνησε και σήμερα πλέον είναι ανώνυμη. Αμφιβάλλω αν υπάρχουν Λαρισαίοι οι οποίοι να γνωρίζουν πού βρίσκεται. Μάταια θα ψάξουν να την ανακαλύψουν στον χάρτη της Λάρισας. Εν τούτοις είναι κεντρικότατη. Βρίσκεται στην αρχή της οδού Κύπρου, στο σημείο όπου συμβάλλουν οι αναφερθέντες πέντε δρόμοι: Όγλ, Νικηταρά, 23ης Οκτωβρίου, 28ης Οκτωβρίου και Κύπρου. Στην πραγματικότητα δεν έχει το εύρος μεγάλης πλατείας, αλλά πρόκειται για μια συνάντηση πέντε πολυσύχναστων δρόμων, χωρίς θέσεις πρασίνου και χώρους αναψυχής, όπως οι άλλες πλατείες της πόλης. Γι’ αυτό και δεν έχει μέχρι σήμερα ονοματοθετηθεί.
Όμως ποιος και πότε βάπτισε την πλατεία αυτή με το παράξενο όνομα «Σιάουλο» και πώς προήλθε η ονομασία της; Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι έχει τουρκική προέλευση, αλλά οι ερμηνείες της είναι διαφορετικές. Στις ιστορικές πηγές τη συναντάμε με διάφορες παραλλαγές της ίδιας ρίζας (Σιάουλο, Σιάουλου, Σιάουγλου, Σιάχογλου, Σάουλου). Στη συνέχεια θα αναφερθούν μερικές εκδοχές προέλευσης της ονομασίας της, όπως τις διέσωσε κυρίως η προφορική παράδοση.
— Λέγεται ότι στα χρόνια της τουρκοκρατίας κάποιος Εβραίος ονόματι Σαούλ διατηρούσε στο σημείο αυτό ένα παπλωματάδικο και από την παραφθορά του ονόματος προήλθε η λέξη Σιάουλο. Η εκδοχή αυτή δεν φαίνεται πειστική, γιατί όπως αναφέρθηκε, η λέξη πιστεύεται ότι είναι τουρκικής προέλευσης.
— Η πλατεία πήρε το όνομα από ένα παντοπωλείο, ο ιδιοκτήτης του οποίου ονόματι Πράττος είχε γίνει γνωστός με το όνομα Σιάουλος, επειδή βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και 28ης Οκτωβρίου. Ο κόσμος σιγά-σιγά είχε αγνοήσει το όνομα του παντοπώλη και το κατάστημά του το ταύτισε με την τοποθεσία Σιάουλο που είχε η περιοχή[1]. Όμως και αυτή η εκδοχή δεν στέκει, γιατί εδώ η ονομασία Σιάουλο προϋπήρχε του παντοπωλείου. Μάλιστα αργότερα (1932-33) το παντοπωλείο Νικ. Πράττου το βρίσκουμε στη γωνία της οδού Πανός με την Κύπρου[2].
—Ο Κώστας Περραιβός[3], αναφέρει ότι το Σιάουλο είναι παραφθορά σύνθετης λέξης, η οποία προέρχεται από το Σαχ και Ογλού. Το Σαχ είναι αραβικής προέλευσης και σημαίνει βασιλιάς και το ογλού σημαίνει παιδί. Οι Τούρκοι τον Σουλτάνο τους τον αποκαλούσαν Πατισάχ, δηλαδή υπερβασιλέα, αυτοκράτορα. Επομένως δεν αποκλείεται στην περιοχή αυτή κάποια περίοδο να κατοίκησε ένα από τα πολλά βασιλόπαιδα που αποκτούσαν οι Σουλτάνοι με τις παλλακίδες τους. Είναι γνωστό ότι οι παλιοί Τούρκοι είχαν το δικαίωμα να διατηρούν χαρέμι με πολλές γυναίκες. Ο Σουλτάνος απ’ όλες ξεχώριζε μία ως επίσημη βασίλισσα, τη Βαλιντέ χανούμ. Ο γιος τους ανακηρυσσόταν διάδοχός του. Όλα τα άλλα παιδιά που γεννιούνταν με τις άλλες γυναίκες του βασιλικού χαρεμιού είχαν τον τίτλο των πριγκίπων και αποκαλούνταν Σαχ-Ογλού. Τα παιδιά αυτά όταν μεγάλωναν έπαιρναν διάφορα αξιώματα (στρατιωτικοί και πολιτικοί διοικητές, στρατηγοί και ανώτεροι θρησκευτικοί λειτουργοί του Κορανίου). Ίσως λοιπόν κάποιος τέτοιος να ήλθε στη Λάρισα, άγνωστο πότε, να έμεινε εκεί γύρω στην πλατεία. Οι Τούρκοι όταν αναφέρονταν σ’ αυτή την έλεγαν Σαχ-Ογλού, ενώ οι Έλληνες κατά παραφθορά «Σιάουλο».
— Η επικρατέστερη όμως εξήγηση του όρου «Σιάουλο» ανήκει στον Θεόδωρο Παλιούγκα, ιστορικό ερευνητή της περιόδου της τουρκοκρατίας στη Λάρισα, ο οποίος δέχεται μεν την προηγηθείσα εκδοχή, η οποία όμως στηρίζεται στην παρουσία του «Τζαμί Sahoglou» (Τέμενος του γιου του βασιλιά) που υπήρχε επί τουρκοκρατίας κοντά στην ανατολική πλευρά της πλατείας Ανακτόρων (Πλατεία Νέας Αγοράς)[4].
Εν συνεχεία θα περιγράψουμε, όσο αυτό είναι δυνατό, τα κτίρια της γύρω περιοχής της πλατείας Σιάουλο. Στη γωνία των σημερινών οδών Νικηταρά και 23ης Οκτωβρίου βρισκόταν από την περίοδο της τουρκοκρατίας ένα τούρκικο «σαράι» ιδιοκτησίας του πασίγνωστου στους παλιούς Λαρισαίους Μεχμέτ Εφέντη Χατζημέτο[5]. Ο τελευταίος ήταν ένας από τους πλουσιότερους μπέηδες της πόλης μας. Έμεινε στη Λάρισα μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Στα 1951 επισκέφθηκε την πόλη μας ο γιος του, Ομέρ Χατζημέτο, και μαζί με τον τότε δήμαρχο Δημήτριο Καραθάνο με τον οποίο είχαν συνυπάρξει παιδικοί φίλοι, επισκέφθηκαν το σπίτι όπου γεννήθηκε και βρισκόταν πιο κάτω, στη γωνία των οδών 23ης Οκτωβρίου και Λάμπρου Κατσώνη. Ας μην ξεχνάμε ότι στην περιοχή αυτή είχαν τα κονάκια τους όλοι οι πλούσιοι Οθωμανοί που αποτελούσαν την τουρκική αριστοκρατία.
Στο ισόγειο του γωνιακού τούρκικου σαράι, υπήρχε το μαγαζάκι του Χρηστάκη, ο οποίος αρχικά πουλούσε βότανα και φαρμακευτικά φυτά και αργότερα έγινε ψιλικατζίδικο. Όταν το κτίριο αυτό το αγόρασε ο Κώστας Σίμος, το κατεδάφισε και στη θέση του κατασκεύασε διώροφο οίκημα. Στο ισόγειο εγκαταστάθηκε το κατάστημα τροφίμων του Χρήστου Καραμπίλια, όπως διακρίνεται και στην δημοσιευόμενη φωτογραφία. Σήμερα στη θέση του υπάρχει πολυώροφη οικοδομή.
Στην άλλη γωνία, μεταξύ των οδών 23ης και 28ης Οκτωβρίου υπήρχε ένα ισόγειο κατάστημα, το οποίο λειτουργούσε ως καφενείο-εντευκτήριο των προσφύγων που προέρχονταν από την Ανατολική Θράκη, γι’ αυτό και είχε το όνομα «Καφενείον η Θράκη». Αργότερα στη θέση του λειτούργησε το ζαχαροπλαστείο «Ατλαντίς». Πλάι από το καφενείο, επί της 23ης Οκτωβρίου, υπήρχε ένα όμορφο ημιδιώροφο κτίριο που χρησίμευε ως κατοικία του Σαρμουσάκη. Ήταν ο άνθρωπος που είχε δημιουργήσει μία από τις σπουδαιότερες καπνοβιομηχανίες που υπήρχαν στην παλιά Λάρισα.
Στην απέναντι γωνία των οδών Κύπρου και Όγλ υπήρχε από τα προπολεμικά χρόνια μια όμορφη διώροφη οικοδομή ιδιοκτησίας Ντούλα. Στο ισόγειο ο ιδιοκτήτης του είχε ανοίξει αρτοποιείο. Όμως ο Ντούλας πέθανε σε νεαρή ηλικία και τη λειτουργία του καταστήματος συνέχισε η γυναίκα του, η οποία εν συνεχεία παντρεύτηκε τον γείτονά της Στέφανο Χάψα. Ο τελευταίος διατηρούσε ακριβώς στην απέναντι γωνία αποθήκη εγχωρίων προϊόντων και μαζί συνέχισαν και τη λειτουργία του αρτοποιείου. Εδώ και χρόνια στη θέση αυτού του όμορφου κτηρίου υψώνεται πολυώροφη απρόσωπη οικοδομή.

 

[1]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός). Μια πλατεία άγνωστη στους Νεολαρισινούς, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 12ης Μαρτίου 1973.
[2]. Όταν μετακόμισε το παντοπωλείο, στο σημείο αυτό στεγάστηκε το φαρμακείο του Βασιλείου Χρ. Κυλικά, εξαδέλφου του επίσης φαρμακοποιού Βάσου Στεφ. Κυλικά. Με τον καταστρεπτικό σεισμό του 1941 το κατάστημα αυτό καταστράφηκε ολοσχερώς και ο Βασ. Κυλικάς μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δημιούργησε δική του φαρμακευτική εταιρεία.
[3]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Ό,τι δεν ξεχνούν οι παλιοί Λαρισινοί, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 2ας Απριλίου 1973.
[4]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α’, Λάρισα (1996) σελ. 209-210.
[5]. Ήταν για πολλά χρόνια μουφτής των Τούρκων της Λάρισας και πρόεδρος της Μουσουλμανικής Κοινότητας. Δικής του ιδιοκτησίας ήταν στη Λάρισα πολλά κτίσματα, όπως η Λέσχη Ασλάνη στο σημείο όπου σήμερα στεγάζεται η Στρατιωτική Λέσχη, ένα τεράστιο σε μέγεθος κονάκι επί της σημερινής 23ης Οκτωβρίου, απέναντι από το φωτογραφείο της Βάνιας Τλούπα, όπου ήταν η κατοικία του και μεταπολεμικά στεγάσθηκε για κάποιο διάστημα το Ορφανοτροφείο Θηλέων Λαρίσης, πιο κάτω η αποθήκη Αρσενίδη, η οποία βρισκόταν επί της οδού Λάμπρου Κατσώνη, όπου στεγάσθηκε αργότερα το πρακτορείο αυτοκινήτων Αγιάς, και πολλά άλλα. Εκτός από τα αστικά αυτά ακίνητα, κατείχε και έκταση 25.000 στρεμμάτων (τσιφλίκι) στο Νεμπεγλέρ (Νίκαια).

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

 

479 π.Χ: Η συντριβή των Περσών στις Πλαταιές και στη Μυκάλη

27 Αυγούστου του 479 π.Χ. (για άλλους στις 10 Σεπτεμβρίου) έγινε στις Πλαταιές η μεγάλη, ένδοξη για τους Έλληνες μάχη, που στάθηκε η τελευταία των μηδικών πολέμων στην αρχαία Ελλάδα.

Μετά από την ατυχία του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Ξέρξης, αφήνοντας το Μαρδόνιο στη Θεσσαλία, έφυγε για την Περσία. Ο Μαρδόνιος προσπάθησε να συνεννοηθεί με τους Αθηναίους, προτείνοντάς τους να συμμαχήσουν μαζί του με διάφορα ανταλλάγματα. Οι Αθηναίοι όμως αρνήθηκαν περήφανα κι έτσι ο Μαρδόνιος με τους 300.000 στρατιώτες του στρατοπέδευσε στην κοιλάδα του Ασωπού, κοντά στις Πλαταιές.

Με αρχηγό το Σπαρτιάτη Παυσανία, οι ελληνικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην Ελευσίνα (110.000 Έλληνες ή, σύμφωνα μ’ άλλους ιστορικούς, μόνο 37.000). Με τον στρατό των Σπαρτιατών είχαν ενωθεί κάπου 3.000 Μεγαρίτες και αργότερα 8.000 Αθηναίοι. Πίσω από τους Σπαρτιάτες ακολουθούσαν πολλές χιλιάδες από την Πελοπόννησο. Κι όσο προχωρούσαν προς τη Βοιωτία, στρατός όλο και μεγάλωνε, ώσπου έφθασε στις Πλαταιές.

Ο Μαρδόνιος που είχε τριακόσιες χιλιάδες πολεμιστές – τριπλάσιους από τους Έλληνες κι ίσως και πιο πολλούς, όταν έμαθε ότι οι Έλληνες έρχονταν να τον συναντήσουν, ανάπτυξε το στρατό του στην κοιλάδα του Ασωπού ποταμού. Αν οι Έλληνες έμπαιναν στην κοιλάδα, θα έστελνε εναντίον τους το ιππικό και τότε η νίκη του θα ήταν σίγουρη.

Μα οι Έλληνες δεν ήταν κουτοί. Συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στους πρόποδες του Κιθαιρώνα και περίμεναν.

Ο Μαρδόνιος, ίσως για να τους αναγκάσει να μπουν στη μάχη, έστειλε έναντίον τους κάπου δυο χιλιάδες ιππείς, στο κέντρο του μετώπου όπου βρίσκονταν οι Μεγαρίτες. Εκείνοι δυσκολεύτηκαν ν’ αποκρούσουν την επίθεση του Περσικού ιππικού και ζήτησαν βοήθεια. Τρακόσιοι εθελοντές Αθηναίοι έτρεξαν να τους βοηθήσουν, μπήκαν με ορμή στη μάχη κι όταν σκότωσαν τον αρχηγό των Περσών καβαλάρηδων, τον Μασίστιο, οι άλλοι τρομοκρατήθηκαν και υποχώρησαν με πολλές απώλειες. Μα οι Έλληνες δεν τους ακολούθησαν στην κοιλάδα για να μην πέσουν στην παγίδα του Μαρδόνιου.

Δώδεκα ολόκληρες μέρες πέρασαν χωρίς να αρχίσει η μάχη. Ο Μαρδόνιος περίμενε να επιτεθούν πρώτοι οι Έλληνες κι όταν πια έχασε την υπομονή του, στις 4 Αυγούστου του 479 π.Χ. επιτέθηκε αιφνιδιαστικά.

Χιλιάδες ιππείς όρμησαν εναντίον των Ελλήνων, με άγριες κραυγές. Οι Έλληνες οπισθοχώρησαν για ν’ αμυνθούν στους λόφους του Κιθαιρώνα, μα δεν είχαν συνεννοηθεί καλά. Ακολούθησε μια σύγχυση και οι Αθηναίοι αντί να γυρίσουν πίσω, προχώρησαν προς την κοιλάδα. Έτσι, οι Σπαρτιάτες με τους Πελοποννήσιους έμειναν μόνοι τους.

Οι Πέρσες, που δεν πήραν είδηση τους Αθηναίους γιατί τους έκρυβε ένας λόφος, επιτέθηκαν όλοι μαζί εναντίον των Σπαρτιατών. Ύστερα από υπεράνθρωπη προσπάθεια οι Σπαρτιάτες ταμπουρώθηκαν σ’ ένα λόφο, Κοντά στο ναό του Ηρακλή. Χιλιάδες βέλη σφύριζαν γύρω τους αλλά δεν είχαν πολλά θύματα, γιατί είχαν κρυφτεί πίσω από τις πέτρες. Και, σ’ αυτή την ανώμαλη περιοχή, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν τ’ άλογα κι έτσι θ’ αντιμετώπιζαν μόνο το Περσικό πεζικό.

Πρώτοι οι Τεγεάτες αποφάσισαν ν’ αφήσουν την άμυνα και να επιτεθούν. Ακολούθησαν οι Σπαρτιάτες. Άγριοι, σκληραγωγημένοι και ανδρείοι πολεμιστές, όρμησαν εναντίον των Περσών και χωρίς δυσκολία έσπασαν τη γραμμή τους. Σαν στάχια που τα θερίζει το δρεπάνι έπεφταν νεκροί οι πολεμιστές του Μαρδόνιου. Κι όταν οι Σπαρτιάτες προχώρησαν προς την κοιλάδα, για να τους αντιμετωπίσουν οι έντρομοι οι Πέρσες σχημάτισαν ένα τείχος με τις ασπίδες τους.

Αλλά, αυτό δεν ήταν μεγάλο εμπόδιο για τους Σπαρτιάτες. Μπήκαν ανάμεσα στο τείχος των ασπίδων και συνέχισαν την άγρια σφαγή. Ο πανικός κυρίευσε σ’ όλο το μέτωπο τους Πέρσες και άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν.

Μόνοι τους σχεδόν οι Σπαρτιάτες, κατάφεραν να συντρίψουν μια ολόκληρη στρατιά! Από τις τριακοσιες χιλιάδες Πέρσες πολεμιστές, γλύτωσαν κάπου πενήντα χιλιάδες! Και αυτούς τους γλίτωσε η νύχτα και η κούραση των Σπαρτιατών.

Οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να σπάσουν την τελευταία αντίσταση των Περσών, καθώς είχαν συγκεντρώσει ένα πυκνό ανθρώπινο τείχος γύρω από το Μαρδόνιο. Στην ορμή των Ελλήνων διαλύθηκε το τείχος και βρήκε οικτρό θάνατο και ο ίδιος ο Μαρδόνιος. Η συντριβή των Περσών ήταν ολοκληρωτική.

Ένας από τους Αιγινήτες πολεμιστές που πήραν μέρος στη μάχη των Πλαταιών και ονομαζόταν Λάμπων, όταν είδε νεκρό το Μαρδόνιο, είπε στον Παυσανία:

- Πήρατε μεγάλη εκδίκηση εσείς οι Σπαρτιάτες σήμερα, για το θάνατο του βασιλιά σας και των τριακοσίων πολεμιστών σας στις Θερμοπύλες. Τ’ όνομά σου γι’ αυτό το κατόρθωμα θα μείνει αθάνατο στην ιστορία. Αλλά, σου μένει ακόμη να κάνεις κάτι άλλο για να εκδικηθείς την ατίμωση του Λεωνίδα. Να κόψεις το κεφάλι του Μαρδονίου και να το στήσεις πάνω σ’ ένα κοντάρι, όπως έκανε και κείνος με το κεφάλι του νεκρού βασιλιά σας.

- Σ’ ευχαριστώ για τη συμβουλή σου Αιγινήτη, του απάντησε ήρεμος και περήφανος ο Παυσανίας. Ξέχασες όμως ότι τέτοιες πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες έχουν μάθει να σέβονται τους νεκρούς και να μη τους ατιμάζουν, έστω και αν είναι οι χειρότεροι και πιο μισητοί εχθροί τους. Έτσι τελείωσε η μεγάλη και κρίσιμη αυτή μάχη. Στις Πλαταιές διαλύθηκε μαζί με το στρατό του Μαρδόνιου και το τελευταίο όνειρο του Ξέρξη να κυριεύσει την Ελλάδα!

Από τότε η πόλη των Πλαταιών κηρύχτηκε ιερή και απαραβίαστη και, αφού ξαναχτίστηκε με τη βοήθεια των Αθηναίων, έζησε μέχρι τα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου ειρηνικά και ήσυχα. Οι Πλαταιείς, για την αντρεία που έδειξαν, τιμήθηκαν με βραβείο αντρείας και πήραν και χρηματική αμοιβή 80 τάλαντα.

Ένα μνημείο σε σχήμα χάλκινων φίδων (Στήλη των Όφεων) δημιουργήθηκε από περσικά όπλα, τα οποία έγιναν λάφυρα των Ελλήνων μετά τη λεηλασία στους Δελφούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το μνημείο συμβόλιζε τη συμμετοχή όλων των ελληνικών πόλεων-κρατών στο πόλεμο. Οι περισσότερες στήλες βρίσκονταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, τις οποίες πρόσεχε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας.

Η νίκη στη ναυμαχία της Μυκάλης

Την ίδια μέρα που οι Πέρσες ηττήθηκαν στις Πλαταιές, υπέστησαν άλλη μια ήττα στη Μυκάλη της Ιωνίας. Ενώ ο ελληνικός στόλος, κάτω από τις διαταγές του Σπαρτιάτη Λευτυχίδη βρισκόταν στη Δήλο, τρεις άνδρες έφτασαν από τη Σάμο με ένα μήνυμα· οι άνδρες αυτοί ήταν ο Λάμπωνας, γιος του Θρασυκλή, ο Αθηναγόρας, γιος του Αρχεστρατίδη, και ο Ηγησίστρατος, γιος του Αρισταγόρα, που είχαν σταλεί από τους Σαμίους κρυφά από τους Πέρσες και το Θεομήστορα, το γιο του Ανδροδάμαντα, τον οποίο είχαν ορίσει οι Πέρσες τύραννο. Αυτοί, λοιπόν, παρουσιάστηκαν στους διοικητές του στόλου κι ο Ηγησίστρατος τους έκανε έκκληση με κάθε είδους επιχειρήματα, δηλώνοντας ότι η θέα και μόνο του ελληνικού ναυτικού θα ήταν αρκετή ενθάρρυνση, για να εξεγερθούν οι Ίωνες κι ότι οι Πέρσες δε θα τολμούσαν να αντισταθούν ή, αν το έκαναν, θα έδιναν στους Έλληνες ένα έπαθλο πιο πολύτιμο απ’ οποιοδήποτε είχαν ελπίδα να κερδίσουν ποτέ. Έπειτα, στο όνομα όλων των κοινών Θεών, τους παρότρυνε να σώσουν τους Ίωνες, που είχαν ίδιο αίμα μ’ αυτούς, από τη σκλαβιά και να διώξουν τον ξένα. Και πρόσθεσε: «Θα είναι αρκετά εύκολο, γιατί τα περσικά πλοία είναι αδέξια και πολύ κατώτερα από τα δικά σας. Επιπλέον, αν μας υποψιάζεστε για προδότες, είμαστε πρόθυμοι παραδοθούμε ως όμηροι και να πλεύσουμε μαζί σας».

Το καλοκαίρι του 479 π.Χ., οι Έλληνες συνάντησαν τον στρατό του Μαρδόνιου στη μάχη των Πλαταιών. Παράλληλα, ο ελληνικός στόλος έπλευσε στη Σάμο, όπου κατέστρεψε τα απομεινάρια του περσικού στόλου.

Οι Πέρσες μετέφεραν, τότε, τον στόλο τους στη Μυκάλη, όπου υπήρχε περσικό πεζικό. Ο Λεωτυχίδης, αρχηγός του ελληνικού στόλου, αποφάσισε να επιτεθεί στους Πέρσες. Αν και οι Πέρσες πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, οι βαριά τεθωρακισμένα Έλληνες οπλίτες αποδείχθηκαν ανώτεροι στον αγώνα, και ανάγκασαν τους Πέρσες να υποχωρήσουν στο στρατόπεδό τους. Τότε οι Ίωνες επιτέθηκαν στο Περσικό στρατόπεδο και κατέσφαξαν τους Πέρσες ενώ τα περσικά πλοία καταλήφθηκαν και πυρπολήθηκαν από τον ελληνικό στόλο. Η καταστροφή του περσικού στόλου στη Μυκάλη, σε συνδυασμό με την ήττα του Μαρδόνιου στις Πλαταιές, η οποία έγινε την ίδια μέρα, έφεραν το τέλος της περσικής εισβολής στην Ελλάδα.

Μετά τη μάχη των Πλαταιών και τη ναυμαχία της Μυκάλης αρχίζει μια νέα φάση των Περσικών πολέμων, όπου την υπεροχή έχουν οι Έλληνες.

 

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η οδός Αλεξάνδρας


Η οδός Αλεξάνδρας (Κύπρου). Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα. 1907 περίπουΗ οδός Αλεξάνδρας (Κύπρου). Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα. 1907 περίπου

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή εικόνα είναι από τις ωραιότερες της παλιάς Λάρισας, ιδιαίτερα όταν τη θαυμάζει στην έγχρωμη μορφή της. Απεικονίζει, σε όλο σχεδόν το μήκος της, τη σημερινή οδό Κύπρου. Η λήψη έγινε από εξώστη του δευτέρου ορόφου του παλαιού νεοκλασικού κτιρίου του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, με ανατολικό προσανατολισμό και αποτυπώνει τα κτίσματα, τα οποία βρίσκονται κατά μήκος της. Όπως είναι λογικό, τα εγγύτερα προς τον φακό κτίρια διαγράφονται καθαρά, ενώ τα απομακρυσμένα, καθώς είναι ισόγεια, χάνονται πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων. Η χρονολόγηση της φωτογραφίας υπολογίζεται ότι είναι της περιόδου 1906-1908, προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Στέφανου Στουρνάρα και είναι χρωμολιθόγραφη.


Την περίοδο της φωτογράφισης ο δρόμος αυτός είχε την ονομασία οδός Αλεξάνδρας. Όπως όμως είναι γνωστό, στη χώρα μας και ιδίως στην πόλη μας, δρόμοι και πλατείες μετονομάζονται εύκολα. Έτσι και αυτός δεν ήταν δυνατό να εξαιρεθεί. Έχει αλλάξει πολλές ονομασίες από την περίοδο της Τουρκοκρατίας μέχρι και σήμερα, που ονομάζεται οδός Κύπρου.
-Επί Τουρκοκρατίας ονομαζόταν οδός Χατζή Χουσεϊν πασά. Ήταν ένας επιμήκης και σκολιός δρόμος μέσα στην άναρχη ρυμοτομία της τουρκοκρατούμενης Λάρισας, όπως αποτυπώνεται στον «Χάρτη πόλεως Λαρίσσης, χαραχθείς τω 1880», ο οποίος είναι ενσωματωμένος στο βιβλίο τού Επαμεινώνδα Φαρμακίδη [1].
-Μετά την απελευθέρωση τον ίδιο δρόμο τον βρίσκουμε να αναφέρεται στις πρώτες εφημερίδες της Λάρισας ως οδό Ντάρκουλη ή Δάρκουλη, προφανώς από την ομώνυμη κεντρική συνοικία Νταρκουρά. Μετά την εφαρμογή του νέου ρυμοτομικού σχεδίου που ξεκίνησε το 1882, ο δρόμος σταδιακά διευρύνθηκε και ευθειάσθηκε.
-Τον Σεπτέμβριο του 1891 πέθανε στη Ρωσία η πριγκίπισσα της Ελλάδος Αλεξάνδρα (1870-1891) [2]. Μετά το θλιβερό αυτό γεγονός, το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας στη συνεδρίαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1891 αποφάσισε να δώσει το όνομα τής εκλιπούσας πριγκίπισσας στον κεντρικό δρόμο της πόλης Ντάρκουλη [3].
-Το 1932 μετονομάσθηκε σε οδό των Εξ. Η ονομασία αυτή δόθηκε όταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των έξι ατόμων, τα οποία έπειτα από δίκη εκτελέσθηκαν το 1922 ως πρωταίτιοι της Μικρασιατικής καταστροφής. Στην πόλη μας η πρωτοβουλία αυτή του πρωθυπουργού μεταφράστηκε με τη μετονομασία της οδού Αλεξάνδρας.
-Μεταπολεμικά, μετά την εξορία του αρχιεπισκόπου της Κύπρου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες το 1956 και τα γεγονότα που επακολούθησαν, είχαμε νέα μετονομασία του δρόμου αυτού σε Κύπρου, ονομασία η οποία διατηρείται μέχρι και σήμερα.
Αντικρίζοντας τη φωτογραφία διακρίνουμε ότι αριστερά απεικονίζεται σχεδόν ολόκληρη η βόρεια πλευρά του δρόμου που βλέπει στην Κεντρική πλατεία Θέμιδος. Στην άκρη, διακρίνεται μέρος του φαρμακείου του Ισραηλίτη Μουσόν Ματαλών. Αργότερα το φαρμακείο αυτό το λειτούργησε ο Νικόλαος Ζησιάδης από τη Ραψάνη, αδελφός του δικηγόρου και βουλευτή Τυρνάβου Βασιλείου Ζησιάδη, ο οποίος και το διατήρησε με την επωνυμία «Φαρμακείον Ν. Ζησιάδου και Σία» μέχρι το 1941.
Σε επαφή μαζί του ακολουθεί το «Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα». Ήταν ένα διώροφο κτίσμα με δεκαοκτώ δωμάτια στον επάνω όροφο και δύο μεγάλες αίθουσες στο ισόγειο. Η πρόσοψη του ορόφου που έβλεπε προς την πλατεία έφερε πολλά νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Είχε εννέα ανοίγματα (πόρτες και παράθυρα) σε πυκνή και συμμετρική διάταξη. Μια σειρά από ακροκέραμα πάνω από το γείσο της στέγης και κομψές κεραμικές καμινάδες ήταν το επιστέγασμα στη σκεπή του ξενοδοχείου. Κτίσθηκε το 1887 επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη (1887-1891). Το ξενοδοχείο παρέμεινε σαν δημοτική ιδιοκτησία μέχρι την περίοδο της δημαρχίας του Μιχαήλ Σάπκα, οπότε εκποιήθηκε από τον Δήμο και περιήλθε στην ιδιοκτησία των αδελφών Πολύζου από το Συκούριο.
Ακριβώς δίπλα από το ξενοδοχείο και σε επαφή μαζί του ήταν ένα ισόγειο γωνιακό οίκημα, το οποίο έβλεπε και επί της οδού Φιλελλήνων. Από την πλευρά της οδού Κύπρου στέγασε για πολλά χρόνια το υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας, ενώ από την πλευρά της Φιλελλήνων στεγάσθηκαν κατά καιρούς διάφορα καταστήματα.
Μεσολαβεί η οδός Φιλελλήνων και το επόμενο κτίριο με τον τρούλο έμεινε στην ιστορία της Λάρισας ως Λέσχη Ασλάνη. Το 1905, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε το εντυπωσιακό κτίριο των Δικαστηρίων που βρισκόταν στον χώρο της πλατείας, ο Τούρκος επιχειρηματίας Χατζημέτο οικοδόμησε ένα μεγαλοπρεπέστατο διώροφο μέγαρο που κάλυπτε μεγάλο μέρος της γωνίας Φιλελλήνων και Αλεξάνδρας. Σ’ αυτό στεγάσθηκε από το 1906 έως το 1916 η Λέσχη Ασλάνη, η οποία φιλοξενούσε πολλαπλές κοινωνικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Αργότερα μετατράπηκε από τους αδελφούς Κ. Μίχου σε ξενοδοχείο με το όνομα «Μεγάλη Βρετανία». Το 1930 όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήλθε στη Λάρισα για να εγκαινιάσει τις εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτρισμού, υποσχέθηκε και ανέλαβε την πρωτοβουλία να περιέλθει το οίκημα αυτό στο Δημόσιο για να στεγάσει τη Στρατιωτική Λέσχη.
Στο βάθος και στα δεξιά της οδού Αλεξάνδρας διακρίνεται διώροφο κτίσμα, στον άνω όροφο του οποίου στεγαζόταν την περίοδο εκείνη το ξενοδοχείο του Αγραφιώτη. Εν συνεχεία το διαχειρίσθηκε ο Γεώργιος Σκένδρος με την επωνυμία «Ξενοδοχείον Ύπνου το Κεντρικόν». Το 1936-37 ο Ανδρέας Κουτσίνας κατεδάφισε όλα αυτά τα κτίσματα που ήταν ιδιοκτησία του και έκτισε το τριώροφο κτίριο που υπάρχει μέχρι σήμερα και του οποίου οι επάνω δύο όροφοι στέγασαν το ξενοδοχείο «Ολύμπιον».
Στον χώρο της πλατείας διακρίνεται μέρος του πυρπολημένου κτιρίου των Δικαστηρίων (το παλιό τουρκικό Διοικητήριο), που είχε καεί τον Ιανουάριο του 1905. Το 1908 τα ερείπιά του κατεδαφίσθηκαν, με συνέπεια να δημιουργηθεί η τεράστια σε μέγεθος Κεντρική πλατεία Μιχ. Σάπκα.
Αναφέρθηκε ότι η δημοσιευόμενη φωτογραφία είναι του 1907 περίπου. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Λέσχη Ασλάνη που κτίσθηκε το 1906 φαίνεται στη φωτογραφία να είναι ολοκληρωμένη και εν λειτουργία, ενώ τα πυρπολημένα δικαστήρια δεν έχουν ακόμη κατεδαφισθεί.

————————————————————
[1]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926).
[2]. Η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα (1870-1891) ήταν κόρη του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της Όλγας. Σε ηλικία 16 ετών παντρεύτηκε τον Μεγάλο Δούκα της Ρωσίας Παύλο Αλεξάνδροβιτς, είχε όμως την ατυχία να πεθάνει κατά τη διάρκεια του τοκετού του δεύτερου παιδιού της.
[3]. Διαβάζουμε από τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου: «Κατά πρότασιν του Δημάρχου, αποφαίνεται: ονομάζει την δημοτικήν οδόν Ντάρκουλη, την άγουσαν εις Εβραϊκήν συνοικίαν παρά τη οικία Ν. Κουκουτάρα εις οδόν Αλεξάνδρας, εις μνήμην αΐδιον της μεταστάσης βασιλόπαιδος, αγγελομόρφου Αλεξάνδρας, συζύγου Μεγάλου Δουκός Παύλου και αναρτά εις πινακίδα το όνομά της».

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

 

ΕΞΟΧΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΛΑΡΙΣΑΣ

Ο Κήπος Παπασταύρου


Η περιοχή του Κήπου Παπασταύρου πίσω από την ανατολική πλευρά του Σταδίου Αλκαζάρ, όπως ήταν  κατά τη διάρκεια της Εμποροπανήγυρης και Γεωργοκτηνοτροφικής Έκθεσης του 1962. Αρχείο Κυριάκου Πράττου.Η περιοχή του Κήπου Παπασταύρου πίσω από την ανατολική πλευρά του Σταδίου Αλκαζάρ, όπως ήταν κατά τη διάρκεια της Εμποροπανήγυρης και Γεωργοκτηνοτροφικής Έκθεσης του 1962. Αρχείο Κυριάκου Πράττου.

Τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωσή της το 1881, η Λάρισα μικρή σε έκταση,  περιβαλλόταν από εξοχικές περιοχές με φυσική ομορφιά, τις περισσότερες από τις οποίες σήμερα αγνοούμε.

Σ’ αυτές κατέφευγαν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, οι λάτρεις της φύσης και των περιπάτων. Η περιοχή της Γεωργικής Σχολής και κυρίως τα Γκιόλια, το Φάληρο, ο χώρος γύρω από τον σταθμό του Θεσσαλικού Σιδηροδρομικού Σταθμού, η Τούμπα όπου γιορτάζονταν την Καθαρά Δευτέρα τα Κούλουμα, η Αγ. Μαρίνα όπου κατευθύνονταν ομαδικά κυρίως επαγγελματικά σωματεία, το Λούνα παρκ στη Σκάλα του Πηνειού, απέναντι από τα παλιά Σφαγεία, το Αλκαζάρ.
Την εποχή εκείνη η Λάρισα είχε πληθυσμό 20-25 χιλιάδες κατοίκους, η έκτασή της ήταν περιορισμένη και καταλάμβανε μόνον την περιοχή που κάποιοι ονομάζουν σήμερα ιστορικό κέντρο. Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε, έχουν μεταβάλει αισθητά την πολεοδομική μορφή της. Καθώς η πόλη ξεπερνάει σήμερα τις 200 χιλιάδες κατοίκους, ξαπλώθηκε ανοργάνωτα και χωρίς σχέδιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Έχει καταλάβει ακόμη και αγροτικούς χώρους τους οποίους οι κάτοικοί της τους καλλιεργούσαν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Και καθώς συνεχίζει να αναπτύσσεται και να εξαπλώνεται, προβλέπω στο μέλλον να ενσωματωθούν στη Λάρισα και οι γειτονικοί οικισμοί, όπως η Γιάννουλη, η Νίκαια, κλπ.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα έχουμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε μια άλλη παλιά εξοχική τοποθεσία της Λάρισας εξίσου αγαπητή, την οποία προτιμούσαν συχνά οι κάτοικοί της, γιατί δεν βρισκόταν σε μακρινή απόσταση.
Τις ηλιόλουστες χειμωνιάτικες Κυριακές, μετά τον εκκλησιασμό ή τις ζεστές βραδιές του καλοκαιριού, πολλοί Λαρισαίοι κατά ομάδες, ολόκληρες οικογένειες, αλλά και πολλοί γλεντζέδες περνούσαν τη μεγάλη γέφυρα του Πηνειού, διέσχιζαν τον Κήπο των Νυμφών (Αλκαζάρ) και κατευθύνονταν στον Κήπο του Παπασταύρου. Ο κήπος αυτός βρισκόταν σε επαφή με την αριστερή κοίτη του Πηνειού και καταλάμβανε τον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται η συνοικία Αλκαζάρ και ένα μέρος του γειτονικού Σταδίου. Ήταν μια κατάφυτη περιοχή, γεμάτη πράσινο, όπου καλλιεργούνταν λαχανικά.
Πριν όμως περιγράψουμε τον Κήπο του Παπασταύρου, ας πούμε λίγα λόγια για τον ιδιοκτήτη του, για τον οποίο έχουμε αναφερθεί και σε άλλα σημειώματά μας. Ο Κωνσταντίνος Παπασταύρου[1] γεννήθηκε το 1855 στη Ζίτσα, το γνωστό ζαγοροχώρι της Ηπείρου. Σπούδασε φαρμακοποιός στην Αθήνα και στην αρχή εγκαταστάθηκε επαγγελματικά στα Ιωάννινα, όπου έκανε οικογένεια νεότατος. Είχε όμως την ατυχία να χάσει νωρίς τη γυναίκα του. Μετά το 1881, για να αποφύγει τις διώξεις των Τούρκων ήλθε στην πρόσφατα απελευθερωθείσα Λάρισα και το 1882 άνοιξε Φαρμακείο[2] στην κεντρική συνοικία Ντάρκουλη. Εδώ νυμφεύθηκε σε δεύτερο γάμο την Αμαλία Χρυσοχόου, που είχε και αυτή καταγωγή από τη Ζίτσα. Η Αμαλία βρισκόταν στη Λάρισα με τον αδελφό της Μιχαήλ Χρυσοχόου από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ήταν αρκετά μορφωμένη και είχε διατελέσει δασκάλα στο Σχολείο Θηλέων της Λάρισας. Αργότερα τη βρίσκουμε να δημοσιογραφεί στα τοπικά και τα αθηναϊκά φύλλα των εφημερίδων και σε περιοδικά και υπήρξε μαζί με άλλες Λαρισαίες από τις πρωτοπόρες που υπερασπίστηκαν τα φεμινιστικό κίνημα.  
Ο Παπασταύρου ήταν σοβαρός επιστήμονας και επαγγελματίας. Από την εργασία του και από κάποια μεγάλη κληρονομιά συγγενούς του, απέκτησε ικανή περιουσία[3], χάρη στην οποία έκανε πολλές αγορές ακινήτων μεταξύ των οποίων και μια μεγάλη έκταση πέρα από το Αλκαζάρ, την οποία φρόντισε κατάλληλα να την αξιοποιήσει. Με τη φροντίδα του έμπιστου επιστάτη του Μπαχτσεβάνου, καλλιέργησε τη χέρσα περιοχή και τη μετέτρεψε σε λαχανόκηπο, γι’ αυτό και έμεινε στους Λαρισαίους γνωστός ο χώρος αυτός σαν Κήπος Παπασταύρου. Οι εργάτες του περιβολιού αυτού καλλιεργούσαν με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια όλα τα είδη των εποχιακών λαχανικών, με τα οποία τροφοδοτούσαν όχι μόνον την αγορά της Λάρισας, αλλά τα προμήθευαν και σε μεμονωμένα άτομα. Ονομαστά κυρίως ήταν τα αγγουράκια από το περιβόλι του Παπασταύρου. Η ποικιλία που καλλιεργούσε ο Μπαχτσεβάνος διέφερε σημαντικά από τα σημερινά αγγούρια. Ήταν μικρά, τρυφερά, νόστιμα, δροσερά και έβγαιναν μια ορισμένη εποχή του χρόνου. Μάλιστα η ζήτηση ήταν τέτοια ώστε η παραγωγή δεν επαρκούσε για να ικανοποιήσει την αγορά της Λάρισας. Τα σημερινά αγγούρια καλλιεργούνται όλο τον χρόνο, είναι μεγαλύτερα, πιο σκληρά και υστερούν έναντι των παλαιών στη γεύση. Η παλιά αυτή ποικιλία δεν καλλιεργείται πλέον.
Οι Λαρισαίοι τα γεύονταν συνήθως στο διπλανό με τον κήπο του Παπασταύρου ταβερνάκι, το οποίο ονομαζόταν «Κιβωτός». Στο σημείο αυτό νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον να μάθουμε γιατί το συγκεκριμένο εξοχικό κέντρο πήρε την ονομασία «Κιβωτός». Κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης πλημμύρας στη Λάρισα, η οποία συνέβη περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920, τα νερά είχαν κατακλύσει τον Πέρα Μαχαλά, το Αλκαζάρ και τα Ταμπάκικα. Ο δημοσιογράφος Ευάγγελος Τσιρόπουλος, ο οποίος ήταν τότε διευθυντής στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», περιέγραψε ως εξής την κατάσταση που επικρατούσε στην πέραν του Αλκαζάρ περιοχή, η οποία σημειωτέον ότι τότε ήταν επίπεδη, άδενδρη και χωρίς οικήματα, εκτός από ένα μικρό εξοχικό κεντράκι: «Ολόκληρον το πεδίον του “Αλκαζάρ” εκαλύφθη υπό υγράν σινδόνην, ήτις εξετείνετο μέχρι του αγροκτήματος Χαροκόπου[4]. Τα πάντα είχον καλυφθεί από τα πλημμυρίσαντα ύδατα και εν τω μέσω της σχηματισθείσης απεράντου λίμνης επρόβαλεν, ως η Κιβωτός του Νώε, το εξοχικόν κέντρον παρά τον κήπον Παπασταύρου». Η επιτυχημένη παρομοίωση του δημοσιογράφου στάθηκε αφορμή να ονομαστεί το κέντρο «Κιβωτός». Ήταν ένα μικρό, τετράγωνο, χαμηλό κτίσμα που μόλις χωρούσε μέσα τρία με τέσσερα τραπεζάκια. Κυρίως όμως ήταν θερινό κέντρο και το καλοκαίρι απλωνόταν κάτω από δένδρα και μέσα σε καταπράσινους χώρους. Την εκμετάλλευση την είχε ο Γεώργιος Ζαρκαδούλας, ένας αγαθός και ήσυχος άνθρωπος που έμενε μόνος στην ταβέρνα. Σαν μόνιμους πελάτες είχε κυρίως τους ψαράδες του Πηνειού, οι οποίοι γεύονταν μέρος της λείας τους στο μαγαζί του.
Με τον καιρό ο χώρος στην περιοχή αυτή άρχισε να αλλάζει. Διαβάζουμε στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1930: «Μετ’ εισήγησιν του Δημάρχου Μ. Σάπκα, προτείνοντος όπως εκ του πέραν της γεφύρας του Πηνειού ποταμού χώρου του Αλκαζάρ του ανήκοντος εις τον Δήμον, κειμένου πλησίον του Κήπου Παπασταύρου και ακριβώς αριστερά τω εισερχομένω εις αυτόν, καθορισθή γήπεδον 15 στρεμμάτων, ήτοι 100 χ 150 τετρ. μέτρων, προς ανέγερσιν Γυμναστηρίου δια την εγκατάστασιν των Αθλητικών Σωματείων της πόλεως…». Η παρουσία του σταδίου, όπως ήταν φυσικό, στάθηκε η αιτία να αναβαθμιστεί η περιοχή και έδωσε την ευκαιρία για την περαιτέρω ανάπτυξή της.
Μεταπολεμικά στη θέση της «Κιβωτού» λειτούργησε το εξοχικό κέντρο «Ο Τζίμης». Από τον κήπο του Παπασταύρου έμεινε μόνον το όνομα, ενώ ο χώρος κατατμήθηκε σε οικόπεδα. Ανοίχτηκαν δρόμοι, άρχισαν να κατασκευάζονται μονώροφες ή διώροφες οικοδομές, οικοδομήθηκε σχολικό συγκρότημα και η περιοχή έγινε γνωστή σαν οικισμός ή συνοικία Παπασταύρου. Πριν από μερικά χρόνια οι κάτοικοί της ζήτησαν την αλλαγή της ονομασίας της συνοικίας και σήμερα η περιοχή που αντιστοιχούσε προπολεμικά στον κήπο του Παπασταύρου ονομάζεται συνοικία Αλκαζάρ.

Toυ Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λαρισαία Αμαλία Παπασταύρου και ο πόλεμος του 1897, εφ. «Ελευθερία» Λάρισας, φύλλο της 12ης Φεβρουαρίου 2014 και «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα - Α’» (2016), σελ. 41-44. Του ιδίου, Κωνσταντίνος και Αμαλία Παπασταύρου, εφ. «Ελευθερία» Λάρισας, φύλλο της 12ης Μαρτίου 2014. «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα - Α’» (2016), σελ. 57-60.
[2]. «Ο κ. Κ. Παπασταύρος επιστήμων φαρμακοποιός ηνέωξεν φαρμακείον και φαρμακεμπορείον εν τη συνοικία Δάρκουλη, εφωδιασμένον με άπαντα τα είδη εκλεκτών φαρμάκων εκ Παρισίων. Εις τους επιθυμούντας να προμηθευθώσιν εξ αυτών γίνεται σπουδαία συγκατάβασις», εφ. «Ανεξαρτησία», Λάρισα, φύλλο της 5ης Δεκεμβρίου 1882. Το φαρμακείο βρισκόταν στη σημερινή οδό Ρούζβελτ (τότε Φαρσάλων), στη γωνία όπου σήμερα βρίσκεται η οδός Παπασταύρου. Αργότερα στο σημείο αυτό έκτισε την οικογενειακή του κατοικία, στο ισόγειο της οποίας στέγασε το φαρμακείο του. Το σπίτι του ήταν ένα μεγάλο διώροφο, επιβλητικό νεοκλασικό αρχοντικό με μεγάλη αυλή και πλούσιο ανθόκηπο. Άντεξε κάπως από τις συμφορές της κατοχής και των σεισμών και μεταπολεμικά σ’ αυτό στεγάστηκε για κάποιο διάστημα το Εφετείο. Στη συνεχεία κατεδαφίστηκε και στη θέση του οικοδομήθηκαν το κινηματοθέατρο «Διονύσια» και άλλα συνοδά κτίσματα.
[3]. Στις 22 Αυγούστου 1897 απεβίωσε στο Γκουμέστι της Ρουμανίας ο ιατρός Δημήτριος Ζιτσαίος, ο οποίος είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία στη Ρουμανία όπου βρέθηκε από μικρός, χωρίς να αποκτήσει οικογένεια. Λίγες ημέρες πριν πεθάνει, συνέταξε χειρόγραφα τη διαθήκη του με την οποία ο Κων. Παπασταύρου κληρονομούσε το  ποσό των 20.000 γαλλικών χρυσών φράγκων, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Φαρμακοποιός Κωνστ. Παπασταύρου. Μια σοβαρή παρατυπία του, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 12ης Απριλίου 2017.
[4]. Το αγρόκτημα Χαροκόπου την περίοδο εκείνη ήταν τεράστιο και εκτεινόταν από τη νέα οδική αρτηρία που έχει κατασκευαστεί πίσω από το Στάδιο, μέχρι και τη Γιάννουλη.

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

 

Ο Φώτης Παππάς και η Σελλειώτικη Κοινότητα της Λάρισας


Ο Φώτης Παππάς και η Σελλειώτικη Κοινότητα της Λάρισας

Όταν αναφερόμαστε στη Σελλειώτικη Κοινότητα της Λάρισας εννοούμε ένα κομμάτι των κατοίκων του χωριού Σελλειό της Βορείου Ηπείρου, οι οποίοι έφυγαν από τη γενέτειρά τους στις αρχές του 20ού αιώνα και εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Λάρισας.

Ο λόγος που αυτοί ήρθαν στη Λάρισα και δεν πήγαν σε κάποια άλλη πόλη της Ελλάδας ως μετανάστες, ήταν η θετική ανταπόκριση στη φιλική πρόσκληση που τους έκανε ο συγχωριανός τους Κωνσταντίνος Παππάς για βοήθεια, όταν αυτός άρχιζε να χτίζει και να λειτουργεί τον Μύλο στα Ταμπάκικα της Λάρισας.
Όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο και περισσότεροι Σελλειώτες έπαιρναν τον δρόμο προς τη Λάρισα, για να εργαστούν στον Μύλο των Παππαδέων. Άλλωστε ήταν και είναι ακόμη και σήμερα στην πρακτική των επιτυχημένων επιχειρηματιών από την Ήπειρο, οι οποίοι πέρα από την εμπιστοσύνη και τη γνωριμία τους ή και τις συγγενικές σχέσεις, να προσλαμβάνουν στις επιχειρήσεις τους χωριανούς ή κοντοχωριανούς, με τον ευεργετικό τους σκοπό να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της ιδιαίτερης πατρίδας τους, το χωριό τους, τον τόπο τους.
Ήταν ένα σπίτι στο χωριό μου, το Σελλειό, που όλοι μας το ονομάζαμε το σπίτι της Κωτσιαπαππέσιας, παλαιό, φτωχό σπιτάκι. Το σπίτι αυτό άντεξε μέχρι τον Φλεβάρη του 1967, όταν από τον μεγάλο σεισμό εκείνης της χρονιάς γκρεμίστηκε ολοσχερώς, όπως και άλλα σπίτια στο χωριό. Χρόνια αργότερα, στη θέση αυτού του σπιτιού χτίστηκε καινούργιο σπίτι με άλλον ιδιοκτήτη από το χωριό. Ακόμη και σήμερα η τοποθεσία αυτού του σπιτιού δεν άλλαξε όνομα. Έτσι την ξέρουμε όλοι στο χωριό.
Από εκείνο το μικρό φτωχό σπιτάκι ξεκίνησε τον δρόμο της ξενιτιάς ο Κωνσταντίνος Παππάς για να φθάσει στον πρώτο σταθμό της καριέρας του, που ήταν η Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ακολούθησε κι αυτός τον άγραφο κανόνα της ξενιτιάς εκείνης της εποχής, που έφευγαν οι άντρες στα ξένα για να χρηματίσουν και οι γυναίκες έμεναν στο χωριό να προσέχουν τα σπίτια και τους παππούδες, τα πεθερικά τους και να μεγαλώνουν τις οικογένειές τους, με την ελπίδα ότι θα γύριζαν σύντομα πίσω στο χωριό, στην οικογένεια. Αυτό το «σύντομα» για πολλούς συγχωριανούς δεν έγινε ποτέ, όπως και για τον Κωνσταντίνο Παππά. Γι’ αυτό και το σπίτι στο χωριό είχε το όνομα της γυναίκας του.
Στο χωριό μας, αλλά και γενικά στην Ήπειρο, τις γυναίκες δεν τις φώναζαν με το όνομά τους, αλλά με το όνομα του άνδρα, όπως Κώσταινα, Βασίλενα, Φώταινα, Μιχάλενα, κ.ά. Πολλές φορές οι ίδιοι οι χωριανοί ξεχνούσαν και τα βαπτιστικά ονόματα των γυναικών αυτών.
Ενώ το σπίτι του Κ. Παππά βρισκόταν στον Ζαχάτικο Μαχαλά, απέναντι, νοτιοδυτικά και πάνω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου είναι ο Παππαδάτικος Μαχαλάς, στον οποίο ήταν χτισμένο το σπίτι του Αριστοτέλη Παππά, του Τέλη Παππά, όπως τον φώναζαν στο χωριό, πατέρας του Φώτη και Χαράλαμπου Παππά.
Λίγα ξέραμε στο χωριό για τον Μύλο του Φ. Παππά στη Λάρισα. Από τους πιο ηλικιωμένους στο χωριό μαθαίναμε πως ένας ολόκληρος μαχαλάς του χωριού, ο Ζαχάτικος, είχε μετακομίσει, πριν τον πόλεμο, στη Λάρισα και όλοι τους εργάζονταν στον Μύλο. Ακούγαμε επίσης ότι πολλά έργα στο χωριό μας προπολεμικά, όπως η συντήρηση των εκκλησιών, των δρόμων μέσα στο χωριό, των νερόμυλων και πέτρινων γεφυριών του χωριού, γινόταν με τα λεφτά που έστελνε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο Φ. Παππάς και υλοποιούνταν από μαστόρους του χωριού.
Στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, ένας χωριανός μας, μετά από επίμονες προσπάθειες κατάφερε τελικά να έρθει ως τουρίστας στη Λάρισα όπου είχε συγγενείς. Ήταν τελείως απαγορευμένο μέχρι εκείνη την εποχή για τους κατοίκους των ελληνικών χωριών που είχαν μείνει εκτός ελληνικής επικράτειας να περνούν τα ελληνο-αλβανικά σύνορα και σαν τουρίστες να επισκέπτονται τους δικούς τους στην Ελλάδα. Ο Γολγοθάς γι’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είχε τελειωμό. Απ’ αυτόν τον χωριανό μας, όταν γύρισε στο χωριό από το σύντομο ταξίδι του στη Λάρισα, μάθαμε (όσο του το επέτρεπαν οι Αρχές), περισσότερα για τον Μύλο του Παππά, ότι αυτός δεν ήταν ένας απλός μύλος, αλλά μια τεράστια αλευροβιομηχανία που κοσμούσε τα Ταμπάκικα της Λάρισας, και όλη αυτή η τεράστια επιχείρηση ήταν δημιούργημα του χωριανού μας Φ. Παππά, ο οποίος έφυγε από το αγαπημένο του χωριό για να γιγαντώσει την αλευροβιομηχανία που είχε ιδρύσει ο θείος του, Κ. Παππάς.
«Δεν σας το κρύβω», μας μονολογούσε τότε ο «τουρίστας» της Λάρισας, «το πόσο ενθουσιάστηκα όταν είδα για πρώτη φορά τον Μύλο. Ένιωθα περήφανος που ήμουν χωριανός του Φ. Παππά. Για όσο καιρό κάθισα στη Λάρισα, δεν ήταν μέρα που να μην αγνάντευα τον Μύλο από τον λόφο του Φρουρίου. Ένα μεγάλο μπράβο μού έβγαινε από μέσα μου γι’ αυτό που έβλεπα. Ένας Σελλειώτης από το πουθενά δημιούργησε το στολίδι που έβλεπα μπροστά μου».
Ήταν αρχές του 1993, όταν εγώ επισκεπτόμουν για πρώτη φορά τη Λάρισα, φιλοξενούμενος από τον συγχωριανό μου και κάτοικο της Λάρισας, κ. Θεόδωρο Δ. Ζάχο. Εγώ, εκείνη τη χρονιά είχα εκλεγεί από τους χωριανούς πρόεδρος του χωριού. Πρέπει να προσθέσω ότι ο κ. Ζάχος ήταν ένας από τους απόφοιτους της Εμπορικής Σχολής που είχε δημιουργήσει ο Φ. Παππάς στον Μύλο, αποκτώντας το πτυχίο του λογιστή.
Την Εμπορική Σχολή του Παππά είχαν τελειώσει και πολλοί άλλοι Σελλειώτες της Λάρισας, όπως οι Χρ. Ζάχος, Π. Ζάχος, Γ. Ζάχος και άλλοι, γεγονός που τους βοήθησε να αποκτήσουν και να ασκήσουν στη Λάρισα το επάγγελμα του λογιστή, του εμπόρου, του φαρμακοποιού κ.ά.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι πέρα από τη δουλειά που προσέφερε ο Φ. Παππάς στους συγχωριανούς του που κατέφθαναν στη Λάρισα ως ένας καλός πατριώτης, μεριμνούσε και για την πρόχειρη στέγαση και σίτισή τους στον Μύλο, μέχρι που ο καθένας απ’ αυτούς θα εύρισκε μια μόνιμη λύση. Μέχρι που άρχισε ο πόλεμος, ο Μύλος του Παππά στη Λάρισα για τους Σελλειώτες είχε μετατραπεί σε έναν ισχυρό μαγνήτη που προσέλκυε χωριανούς του για να εργαστούν στον Μύλο και ο Φώτης, ως καλός οικοδεσπότης, φρόντιζε για τη ζωή τους.
Για πολλούς Σελλειώτες της Λάρισας, η διαδρομή Λάρισα – Σελλειό είχε γίνει ένας δύσκολος, αλλά και ευχάριστος προορισμός. Νοσταλγικά ήταν τα λόγια του κ. Χρ. Ζάχου όταν επισκέφτηκε για τελευταία φορά το χωριό, όταν είχαν βγει να τον ξεπροβοδίσουν οι δικοί του: «Τώρα να είχαμε τον Φώτη (εννοούσε τον Φ. Παππά) θα το έκανε το χωριό στολίδι. Το αγαπούσε πολύ το χωριό».
Για καλή μου τύχη, όταν το 1997 εγκαταστάθηκα μόνιμα οικογενειακώς στη Λάρισα, το σπίτι που νοικιάσαμε ήταν πολύ κοντά, σχεδόν κολλητά, με το σπίτι του χωριανού μου Γεωργίου Λ. Ζάχου και της Ανθούλας Βεννέτη, από τους οποίους έμαθα πολλά για τον Φ. Παππά και τον Μύλο του.
Πριν τον πόλεμο και την επικράτηση του κομμουνισμού στην Αλβανία, ο Φώτης Παππάς επισκέπτονταν συχνά το χωριό και ας ήταν πολύ απασχολημένος με τις δουλειές του Μύλου. Στο χωριό δεν πήγαινε ως ένας απλός επισκέπτης στους δικούς του που είχε αφήσει πίσω, αλλά σαν ένας καλός πατριώτης βοηθώντας στα οικονομικά του χωριού για την επίλυση διαφόρων προβλημάτων που ταλαιπωρούσαν το χωριό.
Για τους εργαζόμενους του Μύλου, ο Φ. Παππάς οργάνωνε διάφορες εκδρομές από τις οποίες οι πιο λατρεμένες του ήταν αυτές με προορισμό τα χωριά των Ιωαννίνων και κυρίως τα χωριά που ήταν κοντά στο χωριό μας, απέναντι, όπως τα Κτίσματα, Καστανή, Χαραυγή. «Ήθελε να βλέπει από εκεί», όπως έλεγε ο Γιώργος, «τη Μουργκάνα, τον Άι Λια, το Καστρί, την Καστανιά, τον Άερα, πίσω από τον οποίο κρύβεται το χωριό μας».
«Σε μια απ’ αυτές τις εκδρομές, στις αρχές του 1960, η οποία θα οργανώνονταν με την ευκαιρία της γιορτής του Προφήτη Ηλία στα Κτίσματα, ένα χωριό του Πωγωνίου απέναντι από το χωριό μας, με είχε καλέσει κι εμένα, κι ας μη δούλευα στον Μύλο τότε», έλεγε ο Γιώργος, «όπως και άλλους συγχωριανούς μας που δεν δούλευαν στον Μύλο. Το τι χορό έριξε ο Φώτης σε αυτό το γλέντι δεν περιγράφεται. Το βλέμμα του όμως δεν το τραβούσε από τα βουνά και τις ράχες, πίσω από τις οποίες κρύβεται το χωριό μας», τελειώνει ο μπάρμπα Γιώργος, χωρίς να μας κρύβει τη συγκίνησή του.
Ήταν η τελευταία εκδρομή που διοργάνωσε ο Φώτης σε εκείνο το χωριό, ίσως και ο τελευταίος του χορός που έριξε, γιατί μετά από 2-3 χρόνια άφησε τη ζωή του μακριά από το αγαπημένο του χωριό, το Σελλειό, στο οποίο έριξε τα πρώτα βήματά του. Έφυγε, αφήνοντας τη μισή καρδιά του στο χωριό του που τόσο πολύ αγαπούσε και την άλλη μισή στη Λάρισα, τη δεύτερη πατρίδα του, στην οποία έζησε, εργάστηκε και μεγαλούργησε, δημιουργώντας τη μεγαλύτερη αλευροβιομηχανία της Θεσσαλίας και όχι μόνο, οι εγκαταστάσεις της οποίας είναι ένα στολίδι για τη Λάρισα και ένα στοιχείο περηφάνιας για τους Σελλειώτες που ζούνε και πρόκοψαν στη Λάρισα, έχοντας αφετηρία τον Μύλο του Φώτη Παππά.

 

Από τον Σωτήρη Δ. Δήμα, κάτοικο Λάρισας

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

 

Γρύπας: Το τέρας της ελληνικής μυθολογίας που «έζησε» στη Μινωική Κρήτη και έφτασε στην Ανατολή

Ο Γρύπας ήταν ένα μυθολογικό τέρας με σώμα λιονταριού και φτερά αετού, ενώ σε μερικές αναπαραστάσεις φαίνεται να έχει ουρά φιδιού. Όπως ο αετός θεωρούνταν βασιλιάς των πουλιών και το λιοντάρι βασιλιάς των ζώων, ο Γρύπας ως συνδυασμός και των δύο αποτελούσε σύμβολο ισχύος και επιβλητικότητας.

Ο Γρύπας πρωταγωνιστεί στους μύθους και την τέχνη της αρχαίας Ελλάδας. Ωστόσο, υπήρχαν ενδείξεις ότι ο Γρύπας υπήρχε και σε άλλους πολιτισμούς όπως στην Περσία, όπου τον θεωρούσαν σύμβολο κατά του κακού, της μαγείας και της συκοφαντίας, αλλά  και στην Αίγυπτο περίπου το 4.000 πΧ.

Στην μινωική Κρήτη οι αρχαιολόγοι βρήκαν εικόνες του στην αίθουσα του θρόνου στο παλάτι της Κνωσού

Εκτός από τον Γρύπα, υπήρχαν και άλλα τέτοια πλάσματα της μυθολογίας με παρόμοια μορφή. Παρουσίαζαν ιδιαίτερη γοητεία επειδή συνδύαζαν τα καλύτερα χαρακτηριστικά ώστε να προκύψει ένα πλάσμα με ιδιαίτερες ικανότητες και συμβολισμό.

Στον Μεσαίωνα βλέπουμε τον Γρύπα σε οικόσημα. Κατά τη μυθολογία της εποχής, ο Γρύπας είχε πάντα μια σύντροφο ζωής, επιχείρημα που χρησιμοποίησε και η εκκλησία για να αποτρέπει τον δεύτερο γάμο αν και δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να επιβεβαιωθεί αυτό. 

Αν και ο Γρύπας φαίνεται να είναι αποκύημα της φαντασίας των ανθρώπων, ίσως τελικά να υπάρχουν και κάποια ψήγματα αλήθειας. Η καταγωγή του ίσως ανάγεται στην εποχή που ο προϊστορικός άνθρωπος ανακάλυψε απολιθώματα δεινοσαύρου. 

Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι αυτό το πλάσμα ως ιδέα το έφεραν έμποροι που ταξίδευαν στο δρόμο του Μεταξιού και διέσχιζαν την έρημο Γκόμπι της Μογγολίας. Σε αυτή την έρημο έχουν βρεθεί τα απολιθωμένα οστά ενός είδους δεινοσαύρου που ονομάζεται protoceratops.

Το Lamassu των Ασσυρίων έμοιαζε πολύ με τον Γρύπα. Είχε κεφάλι ανθρώπου, σώμα λιονταριού ή ταύρου και φτερά αετού.. 721-705 πΧ. (University of Chicago Oriental Institute)

Στα βάθη της Ανατολής συναντούμε το Garuda, ένα μυθικό πλάσμα μισό άνθρωπος, μισό πουλί το οποίο χρησιμοποιούσε ως υποζύγιο ο θεός Βισνού των Ινδουιστών

Προφανώς, οι ταξιδιώτες της εποχής πίστευαν ότι κάποτε ζούσαν εκεί τέτοια πλάσματα, αφού έβλεπαν στην έρημο τα οστά του σώματος αλλά και του κρανίου του δεινόσαυρου που έμοιαζε να έχει ράμφος πουλιού. 

Στη συνέχεια μετέφεραν τις παράξενες αυτές εικόνες στις πατρίδες τους. Υπάρχουν όμως και  κάποιες  ενδείξεις ότι ιστορίες με Γρύπα υπήρχαν και πριν το δρόμο του Μεταξιού. Και γι αυτό ίσως να ισχύει το αντίστροφο. Δηλαδή ίσως αυτές οι ιστορίες που ήδη γνώριζαν από την πατρίδα τους οι ταξιδιώτες να τους έκαναν να ερμηνεύουν τα οστά που έβλεπαν ως τα μυθικά πλάσματα των ιστοριών. 

Όποια και αν ήταν η προέλευση του Γρύπα το σίγουρο είναι ότι αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι του ανθρώπινου πολιτισμού που εξακολουθεί να παραμένει δημοφιλές αφού το βλέπουμε και σήμερα ως έμβλημα, μασκότ αλλά και πρωταγωνιστή στη σύγχρονη μυθοπλασία.

 

Το υπερατλαντικό ταξίδι του Ηρακλέους

Ιστορικό πρόσωπο που έφτασε ώς τον Καναδά ήταν ο Ηρακλής της ελληνικής μυθολογίας, σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωλογίας Ηλία Μαριολάκο.

Έφτασε χίλια χρόνια πριν από τον Μεγάλο Αλέξανδρο στον Ινδό ποταμό. Πέρασε από την Αιθιοπία, έφτασε ώς τη Γροιλανδία και ίσως να πάτησε πρώτος το πόδι του στην Αμερική. Ένας από τους πιο γνωστούς ήρωες της παγκόσμιας μυθολογίας- ο Ηρακλής- δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος υδραυλικός, μηχανικός και υδρογεωλόγος, όπως μαρτυρούν πολλοί από τους δώδεκα άθλους του, αλλά και ο πρώτος που έκανε πράξη την παγκοσμιοποίηση και ο αρχιτέκτονας της μυκηναϊκής κοσμοκρατορίας, όπως υποστήριξε χθες το βράδυ σε ομιλία του, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας και μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου Ηλίας Μαριολάκος.

«Ο Ηρακλής δεν είναι ένα πρόσωπο για να διασκεδάζουν τα παιδιά. Ούτε η ελληνική μυθολογία ένα παραμύθι για έναν φανταστικό κόσμο», λέει ο Ηλίας Μαριολάκος. «Ο Ηρακλής είναι ένα ιστορικό- και όχι μυθικό- πρόσωπο, ένας άγνωστος μεγάλος κατακτητής, ήρωας- ιδρυτής πόλεων, πρώτος συνδετικός κρίκος του κοινού πολιτισμικού υποστρώματος των Ευρωπαίων, του μυκηναϊκού και κατά συνέπεια του ελληνικού πολιτισμού. Και η μυθολογία είναι η ιστορία του απώτερου παρελθόντος των κατοίκων αυτού του τόπου, που πολύ αργότερα θα ονομαστεί Ελλάς».

Πρώτος στο μικροσκόπιο του καθηγητή μπήκε ο άθλος με την αρπαγή των βοδιών του Γηρυόνη, του τρικέφαλου και τρισώματου γίγαντα που ζούσε στα Γάδειρα, το σημερινό Κάντιθ της Ισπανίας, κοντά στο στενό του Γιβραλτάρ.

«Οι περισσότεροι πιστεύουν πως ο Ηρακλής ταξίδεψε ώς την Ιβηρική Χερσόνησο για να φέρει μια καλή ράτσα βοδιών στην Πελοπόννησο», εξηγεί ο κ. Μαριολάκος. «Αν διαβάσουμε με προσοχή τον Στράβωνα, που έζησε τον 1ο αι. π.Χ. όμως, θα διαπιστώσουμε πως σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν έχει βρεθεί τόσος πολύς χρυσός, άργυρος, χαλκός και σίδηρος. Και τα βόδια δικαιολογούνται διότι υπήρχαν μαρτυρίες ότι το “κοσκίνισμα” του χρυσού από την άμμο γινόταν πάνω σε δέρματα βοδιών».

Η ίδρυση δε της πόλης από τον Ηρακλή μνημονεύεται στον θυρεό της πόλης και σήμερα. Ο Ηρακλής ολοκληρώνει τον άθλο του και συνεχίζει βόρεια προς την Κελτική και ιδρύει την Αλέσια (γνωστή και ως πόλη του Αστερίξ), το όνομα της οποίας προέρχεται από τη λέξη άλυς (= περιπλάνηση). Πόλη με στρατηγική σημασία, καθώς συνδέεται μέσω πλωτών ποταμών προς τη Μεσόγειο, τον Ατλαντικό, τη Μάγχη και τη Βόρεια Θάλασσα, όπου ο Ιούλιος Καίσαρας κατατρόπωσε τους Γαλάτες. Ακόμη ιδρύει το Μονακό και την Αλικάντε – η ποδοσφαιρική της ομάδα ονομάζεται Ηρακλής.

Τι γύρευε στη Γαλατία ο Ηρακλής; «Χρυσό», απαντά ο κ. Μαριολάκος, «αφού ο Διόδωρος μας λέει πως στη Γαλατία υπάρχουν πλούσια χρυσοφόρα κοιτάσματα». Ο Ηρακλής όμως φέρεται- σύμφωνα με τον Πλούταρχο- να έφτασε και ώς την Ωγυγία που απέχει πέντε ημέρες δυτικά της Βρετανίας.

«Πέντε ημέρες ισοδυναμούν με 120 ώρες. Αν η μέση ταχύτητα ενός πλεούμενου της εποχής ήταν 4 μίλια την ώρα, τότε η απόσταση είναι 890 χλμ., άρα πρόκειται για τη σημερινή Ισλανδία και συνέχισε ώς τη Γροιλανδία, ενώ το Κρόνιο Πέλαγος, που αναφέρεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς ταυτίζεται με τον Βόρειο Ατλαντικό»

«Για να φέρει τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων (ήτοι τον χρυσό) ο Ηρακλής από την Αίγυπτο έφτασε ώς την Αιθιοπία κι έπειτα στον Καύκασο- για να ζητήσει τη βοήθεια του Προμηθέα- και στη Λιβύη προτού επιστρέψει στις Μυκήνες»

Ο Ηρακλής έφτασε, σύμφωνα με τον καθηγητή Ηλία Μαριολάκο, ώς την Αμερική. «Στις πηγές διαβάζουμε πως εγκατέστησε ακολούθους του “ώς τον κόλπο που το στόμιό του βρίσκεται στην ίδια ευθεία με το στόμιο της Κασπίας”. Ένας κόλπος μόνον καλύπτει αυτές τις προϋποθέσεις: του Αγίου Λαυρεντίου στο Τορόντο του Καναδά». Μαρτυράται δε πως έμειναν «σε νησιά που βλέπουν τον ήλιο να κρύβεται για λιγότερο από μία ώρα για 30 ημέρες»- δηλαδή στον πολικό κύκλο.

Τι γύρευε εκεί;

Η απάντηση βρίσκεται στα ευρήματα των ανασκαφών που γίνονται γύρω από τη λίμνη Σουπίριορ στο Μίτσιγκαν. Αρκεί να σκεφτείτε πως έχουν εξορυχθεί πάνω από 500.000 τόνοι χαλκού στην περιοχή, όταν στην κατ΄ εξοχήν πηγή χαλκού- την Κύπρο- εξορύχθηκαν 200.000 τόνοι.

Η εξόρυξη έγινε την περίοδο 2.450 π.Χ.- 1050 π.Χ., σταματάει ξαφνικά, όταν καταρρέει ο μυκηναϊκός πολιτισμός. Και όλα αυτά σε μια περιοχή όπου οι γηγενείς βρίσκονταν στη λίθινη εποχή!

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Πολυκλινική Νικολάου Ράπτου


Η πολυκλινική του Νικολάου Ράπτου επί της οδού Παπακυριαζή 30, στην αρχική της μορφή. Ένθετο «Πολιτισμός» της εφ. «Ελευθερία». Από το αρχείο της δ. Μαίρης Ράπτου.  Φωτογραφία του 1935 περίπου.Η πολυκλινική του Νικολάου Ράπτου επί της οδού Παπακυριαζή 30, στην αρχική της μορφή. Ένθετο «Πολιτισμός» της εφ. «Ελευθερία». Από το αρχείο της δ. Μαίρης Ράπτου. Φωτογραφία του 1935 περίπου.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει την πρώτη ιδιωτική πολυκλινική που ιδρύθηκε στη Λάρισα, σε κτίριο ειδικά κατασκευασμένο προς τούτο. Όπως αναγράφεται στο ύψος της στέγης και πάνω από το γείσο, πρόκειται για την «Πολυκλινική Λαρίσης Ν. Ι. Ράπτου».
Πριν περιγράψουμε την κλινική, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε λίγα λόγια για τον κλινικάρχη. Ο Νικόλαος Ιωάννου Ράπτης ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της παλαιάς Λάρισας και η παρουσία του κυριάρχησε σε πολλούς τομείς κατά τα μέσα του περασμένου αιώνα (1930-1960). Iατρός με πλούσιες μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, σπουδαίος κοινωνικός παράγοντας της Λάρισας, χάρη στις ιδιωτικές κλινικές που ίδρυσε και την κατά διαστήματα θητεία του στο Δημοτικό Νοσοκομείο, πολιτικός με τρεις νικηφόρες βουλευτικές αναμετρήσεις στον νομό μας, σκληρός πολέμιος κατά τη διάρκεια της κατοχής της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» [1], γεγονός που τον οδήγησε σε πολυετή ομηρία στην Ιταλία, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην πόλη μας. Γεννήθηκε το 1903. Γονείς του ήταν ο Ιωάννης Ράπτης και η Μαρία (Μαριγούλα) Τσούβα. Ήταν το μοναδικό τέκνο του ζευγαριού και το 1908 σε ηλικία 5 ετών έμεινε ορφανός μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του.

Το 1921 άρχισε τη φοίτησή του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τα μαθήματα λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας και μετά την επελθούσα καταστροφή επέστρεψε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αποφοίτησε το 1926. Υπηρέτησε τη θητεία του ως έφεδρος ανθυπίατρος και μετά την απόλυσή του από το στράτευμα θήτευσε για ένα διάστημα στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Το 1928 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου και παρέμεινε συνολικά δύο χρόνια. Στη γαλλική πρωτεύουσα ειδικεύθηκε κοντά σε παγκοσμίου φήμης επιστήμονες και το 1930 επέστρεψε στην Αθήνα. Νυμφεύθηκε τη Ροδοθέα Πορσανίδου, δασκάλα στο Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινουπόλεως και επέστρεψε στη Λάρισα, όπου εξάσκησε την ειδικότητα του χειρουργού-γυναικολόγου ως ελεύθερος επαγγελματίας.
Πρώτο μέλημά του ήταν να ιδρύσει ιδιωτική κλινική. Αυτή επέλεξε να στεγασθεί σε κάποιο απλό οίκημα επί της οδού Βασιλέως Αλεξάνδρου [2] (Παπαναστασίου σήμερα), το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το κτίριο όπου σήμερα στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Στην κλινική αυτήν ο Νίκος Ράπτης έκανε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα με επιτυχία, και εδώ εφάρμοσε στην πράξη τις ιατρικές του δεξιότητες και έδειξε τις πλούσιες κοινωνικές του αρετές.
Στην κλινική αυτήν ο Νίκος Ράπτης δεν έμεινε για μεγάλο διάστημα. Από τη μια η αυξημένη κίνηση ασθενών και από την άλλη η στενότητα χώρου και η έλλειψη στοιχειωδών ανέσεων του κτιρίου, τον ανάγκασαν να κτίσει το 1932 μια νέα ιδιόκτητη κλινική, με όλες τις σύγχρονες για την εποχή προδιαγραφές, στην οδό Παπακυριαζή 21 τότε (σήμερα Παπακυριαζή 30), εκεί όπου τώρα έχει ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή και στο ισόγειό της στεγάζεται το βιβλιοπωλείο της «ΖΩΗΣ». Η κλινική αρχικά ήταν ένα μεγάλο σε έκταση κτίριο και όπως αναφέρθηκε, είχε την επωνυμία «ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΛΑΡΙΣΗΣ Ν. Ι. ΡΑΠΤΟΥ». Το ισόγειο είχε ψηλούς και ευρύχωρους θαλάμους νοσηλείας και γραφεία, ενώ στο ημιυπόγειο στεγάζονταν οι βοηθητικοί χώροι, το Μικροβιολογικό Εργαστήριο και το Οφθαλμολογικό Τμήμα. Η Κλινική διέθετε εσωτερική θέρμανση (καλοριφέρ), πρωτοποριακό για την εποχή γεγονός, δύο χειρουργεία και άλλες ανέσεις, τα δε χειρουργικά εργαλεία και το χειρουργικό κρεβάτι τα είχε φέρει ο Νίκος Ράπτης απευθείας από το Παρίσι. Επίσης διέθετε και τμήματα άλλων ειδικοτήτων. Μια ομάδα ιατρών, οι περισσότεροι με σπουδές στο εξωτερικό, επάνδρωσαν τα διάφορα τμήματα της πολυκλινικής, η οποία διέθετε τις κυριότερες ειδικότητες: Χειρουργική, Γυναικολογική-Μαιευτική, Παθολογική, Παιδιατρική, Νευρολογική, Οφθαλμολογική και Μικροβιολογικό Εργαστήριο. Οι ιατροί της Κλινικής ήταν οι: Ν. Ράπτης (χειρούργος-μαιευτήρας-γυναικολόγος), Ν. Φλώρος (παθολόγος), Β. Τουφεξής και Χ. Ταμπασούλης (παιδίατροι), Κ. Τάχας (νευρολόγος-ψυχίατρος) και Κ. Περηφάνης (οφθαλμίατρος). Κατά διαστήματα με την Πολυκλινική αυτή συνεργάσθηκαν και άλλοι ιατροί, όπως οι Μ. Κουκούλης, Σ. Αστεριάδης (Πατώφλας), Χ. Παπαδόπουλος, Σ. Δρακωτός, Αθ. Αγγελάκης, Μπλιάτσιος, Κουρσούμης και άλλοι. Η ιδιωτική αυτή νοσηλευτική μονάδα αποτέλεσε για τη Λάρισα υγειονομική επανάσταση, αν αναλογισθεί κανείς και την ανυποληψία που είχε προπολεμικά το Δημοτικό Νοσοκομείο στην κοινωνία της Λάρισας.
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία απεικονίζει το μέγεθος και τη μορφή της πολυκλινικής, όπως την περιγράψαμε. Το ενδιαφέρον της φωτογραφίας εντοπίζεται επίσης και στο ιδιωτικό αυτοκίνητο του Νίκου Ράπτη, ένα διθέσιο σπορ αμάξι της εποχής, το οποίο είναι σταθμευμένο έξω από το κτίριο της Κλινικής. Οι λάτρεις των παλαιών αυτοκινήτων (αντίκες), έχουν πολλά να μας πουν για το μοντέλο και την κατασκευαστική εταιρεία του αυτοκινήτου αυτού.
Έπειτα από λίγα χρόνια η χωρητικότητα της Κλινικής θεωρήθηκε ανεπαρκής και το 1937 στο ήδη υπάρχον κτίριο προστέθηκε και ένας ακόμα όροφος και η Κλινική άλλαξε διαρρύθμιση. Λειτουργούσαν όλα τα τμήματα με επιτυχία και η πολυκλινική είχε εξελιχθεί σε μικρή νοσοκομειακή μονάδα. Όλα αυτά μέχρι τον Οκτώβριο του 1940, γιατί με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου οι περισσότεροι ιατροί, μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Ράπτης, επιστρατεύθηκαν. Ο σεισμός και η κατοχή επέφερε σοβαρές ζημιές στο κτίριο και η Κλινική υπολειτουργούσε με επιστασία της συζύγου του Ρόδως.
Ο Νίκος Ράπτης από τον γάμο του με τη Ροδοθέα Πορσανίδου απέκτησε δύο τέκνα.
-Το 1931 τον Ιωάννη, ο οποίος σπούδασε ιατρική στην Ελβετία. Νυμφεύθηκε το 1960 τη Δήμητρα Κουζελέα με την οποία απέκτησαν ένα τέκνο, τον Νίκο.
-Το 1934 γεννήθηκε το δεύτερο παιδί τους, η Μαίρη, η οποία σπούδασε Παιδαγωγικά και Ψυχολογία του Παιδιού επί τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης στην Ελβετία. Εδώ και πάνω από πενήντα περίπου χρόνια ίδρυσε και συνεχίζει να διευθύνει με μεγάλη επιτυχία τα ομώνυμα Εκπαιδευτήρια της πόλης μας.

—————————————————————
{1]. Μετά την κατάρρευση του μετώπου το 1941, μαζί με τα ιταλικά στρατεύματα εμφανίσθηκαν στην περιοχή μας οι γνωστοί πράκτορες Αλκιβιάδης Διαμάντης, Νικόλαος Ματούσης και Βασίλειος Ραποτίκας, οι οποίοι μαζί με άλλους Βλαχόφωνους επιχείρησαν να επανδρώσουν τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», όπως ονόμασαν το ένοπλο σώμα της, με σκοπό την ίδρυση του «Πριγκιπάτου της Πίνδου», δηλαδή μιας αυτόνομης περιοχής βλαχόφωνων μέσα στην ελληνική επικράτεια. Ο Νικόλαος Ράπτης, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και πολλοί άλλοι Βλαχόφωνοι επιστήμονες και απλοί άνθρωποι αντιστάθηκαν σθεναρά στην προσπάθεια αυτήν, η οποία όπως ήταν φυσικό τελικά απέτυχε.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η πρώτη κλινική του Νίκου Ράπτη, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 25 Φεβρουαρίου 2017. Η οδός Ακροπόλεως μετά τον θάνατο του βασιλέα Αλεξάνδρου (1893-1920) μετονομάσθηκε προς τιμήν του σε οδό Βασιλέως Αλεξάνδρου, ονομασία η οποία όμως δεν επεκράτησε ανάμεσα στους Λαρισαίους, οι οποίοι εξακολουθούσαν να την αναφέρουν με την παλαιά ονομασία, Ακροπόλεως. Το 1936 μετονομάσθηκε σε οδό Βασ. Σοφίας και μετά τη μεταπολίτευση σε οδό Παπαναστασίου.