Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Ο ναργιλές στα παλιά καφενεία της Λάρισας


Η κατοικία του δημάρχου της Λάρισας Μιχαήλ Σάπκα, στη γωνία των οδών Κύπρου και Παναγούλη. Στο ισόγειο στεγαζόταν μέχρι το 1924 το τούρκικο καφενείο με τους ναργιλέδες. Η κατοικία του δημάρχου της Λάρισας Μιχαήλ Σάπκα, στη γωνία των οδών Κύπρου και Παναγούλη. Στο ισόγειο στεγαζόταν μέχρι το 1924 το τούρκικο καφενείο με τους ναργιλέδες.

Θα πρέπει να θυμίσουμε στους συμπολίτες μας ότι το 1881, με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και την ενσωμάτωση στο ελληνικό Βασίλειο, παρέμειναν στην πόλη μας 2.500 με 3.000 Τούρκοι.

Οι περισσότεροι απ' αυτούς είχαν μεγάλη περιουσία, με απέραντες γαιοκτησίες στον θεσσαλικό κάμπο και άφθονα ακίνητα μέσα στην πόλη. Η συνθήκη του Βερολίνου του 1878 δεν τους στέρησε το δικαίωμα της επικαρπίας των ιδιοκτησιών τους και ο βίος τους ήταν ράθυμος μεν, αλλά και σπάταλος. Η πλήρης αποχώρηση των Τούρκων από τη Λάρισα έγινε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Επομένως επί 43 έτη η παρουσία τους ήταν έντονη, η συμβολή τους στην οικονομική ζωή της πόλης αισθητή και η συμβίωση με τους Έλληνες καλή, καθώς όσοι Τούρκοι παρέμειναν έτρεφαν φιλικά αισθήματα απέναντι στους χριστιανούς. Μη ξεχνάμε ότι ο πρώτος δήμαρχος της Λάρισας ήταν μουσουλμάνος, όπως επίσης μερικοί Οθωμανοί εκλέχθηκαν βουλευτές και δημοτικοί σύμβουλοι κατά τα πρώτα μετά την απελευθέρωση χρόνια.
Η παρουσία τους ως πολίτες του νέου ελληνικού κράτους δεν τους στέρησε επίσης και το δικαίωμα της ελεύθερης εξάσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων τους, της παρουσίας τους στην καθημερινή ζωή της πόλης και της συναναστροφής με τους παλιούς Έλληνες φίλους τους. Επειδή όλοι τους ήταν εισοδηματίες, χωρίς να εργάζονται, σπαταλούσαν καθημερινά τις ώρες τους σε τόπους συνάθροισης με άλλους ομοεθνείς τους. Τέτοιοι χώροι ήταν τα καφενεία της Λάρισας, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν πολλά, όπως εξ άλλου και σήμερα. Εκεί μέσα οι περισσότεροι απολάμβαναν εκτός από το καθημερινό τους ρόφημα, συνήθως καφές, και την ιεροτελεστία του καπνίσματος με ναργιλέ. Μια συνήθεια πολύ διαδεδομένη από καιρό στους τουρκογενείς κατοίκους της Ανατολής και όχι μόνον. Όσοι ταξίδευσαν στην Κωνσταντινούπολη θα υπέπεσε στην αντίληψή τους το γεγονός ότι στα καφενεία της Πόλης υπάρχει εκτεταμένη χρήση του ναργιλέ ακόμα και σήμερα από ανθρώπους κάθε ηλικίας, καθώς αποτελεί μια απόλαυση διαφορετική από το τσιγάρο.
Η συσκευή αυτή του καπνίσματος έχει σαν βάση μια γυάλινη φιάλη με ψηλό και στενό στόμιο, η οποία γέμιζε μέχρι το μέσον με νερό. Το στόμιο έκλεινε αεροστεγώς και επέτρεπε μόνον την είσοδο κατακόρυφου μεταλλικού σωλήνα, η άκρη του οποίου βρισκόταν λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του νερού της φιάλης. Στην άλλη άκρη του σωλήνα προσαρμοζόταν μια μικρή εστία, συνήθως κεραμική, με διάτρητο πυθμένα, ο λεγόμενος «λουλάς». Μέσα στο δοχείο αυτό τοποθετούσαν μια ποικιλία περσικού καπνού που χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για τον ναργιλέ, το «τουμπεκί», κομμένο σε πολύ μικρά κομμάτια. Όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του. Ο κατακόρυφος σωλήνας έφερε στα πλάγια ένα στόμιο (ή και περισσότερα), στο οποίο προσαρμοζόταν επιμήκης και εύκαμπτος σωλήνας, το λεγόμενο «μαρκούτσι». Ο σωλήνας έφθανε και αυτός στο επάνω μέρος της φιάλης, χωρίς όμως να βυθίζεται στο νερό. Το μαρκούτσι ήταν πλούσια στολισμένο και χρυσοκέντητο και κατέληγε σε επιστόμιο συνήθως από ήλεκτρο. Στη συνέχεια μετά την τοποθέτηση του καπνού, με μια μεταλλική τσιμπίδα τοποθετούσαν πάνω από το χαρμάνι, που προηγουμένως είχε συμπιεσθεί ελαφρά με το χέρι, τεμάχια αναμμένου κάρβουνου. Έτσι μόλις ο καπνιστής άρχιζε να ρουφά, αραιωνόταν ο αέρας μέσα στη φιάλη. Η δημιουργούμενη αρνητική πίεση οδηγούσε τον καπνό από το αναμμένο τουμπεκί μέσω του κατακόρυφου σωλήνα στη φιάλη, προκαλώντας φυσαλίδες και αναταραχή στο νερό με υπόκωφο θόρυβο το λεγόμενο «γουργουρητό». Με αυτόν τον τρόπο ο καπνός φιλτράρονταν κατά μίαν έννοια και πολύ καθαρότερος έφθανε με το μαρκούτσι στο στόμα του καπνιστή. Ουσιαστικά το πέρασμα του καπνού μέσα από το νερό όπου φιλτράρονταν, αποτελούσε το βασικότερο χαρακτηριστικό το οποίο διαφοροποιούσε τον ναργιλέ από τις άλλες συσκευές καπνίσματος.
Όπως είναι φυσικό τα παλιά καφενεία της Λάρισας, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά και μετά την απελευθέρωση διέθεταν ναργιλέδες. Εξ άλλου και πολλοί χριστιανοί προτιμούσαν το ηδονικό αυτό κάπνισμα. Ειδικότερα τα καφενεία που ήταν απλωμένα γύρω από την πλατεία Ανακτόρων (σήμερα δημάρχου Μπλάνα) τα προτιμούσαν οι Τούρκοι, γιατί εκεί κοντά βρισκόταν το Γενί Τζαμί, ένα από τα λίγα μουσουλμανικά τεμένη που λειτουργούσε στη Λάρισα μετά την απελευθέρωση του 1881. Έτσι δεν τους ήταν δύσκολο, μετά την πρόσκληση του μουεζίνη από τον εξώστη του μιναρέ για προσευχή, να αφήνουν τα αναπαυτικά καθίσματα του καφενείου και τον ναργιλέ, να πηγαίνουν στο τζαμί να προσεύχονται και να επιστρέφουν στην καθημερινή τους συνήθεια, χωρίς κόπο.
Από τα καφενεία της παλιάς Λάρισας τα οποία διέθεταν ναργιλέδες σπουδαιότερο ήταν το «Τουρκικό Καφενείο». Στεγαζόταν στο ισόγειο της διώροφης οικοδομής που βρισκόταν στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Αχιλλέως (Παναγούλη). Το οίκημα ανήκε στον ιατρό και δήμαρχο της Λάρισας Μιχαήλ Σάπκα[1]. Στον επάνω όροφο κατοικούσε η οικογένεια Σάπκα, ενώ το ισόγειο από παλιά ήταν κλασικός καφενές παλιάς εποχής, η πελατεία του οποίου πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924 αποτελούνταν αποκλειστικά από Τούρκους. Το εσωτερικό του ήταν επιπλωμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιεί τους τεμπέληδες και οκνηρούς μουσουλμάνους. Διέθετε αναπαυτικούς καναπέδες όπου ξάπλωναν τα κορμιά τους ή κάθονταν σταυροπόδι, έδιναν την παραγγελία του καφέ, ο οποίος σημειωτέον σερβιριζόταν σε κουπάκια χωρίς χερούλια και στη συνέχεια απολάμβαναν τους ναργιλέδες με το νανουριστικό γουργουρητό τους, που τους οδηγούσε πολλές φορές στην αποχαύνωση. Μερικοί απ' αυτούς έβαζαν στον καπνό και μια μικρή δόση από αφιόνι[2] και ονειρεύονταν τα ουρί του παραδείσου. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το καφενείο αυτό συνέχισε τη λειτουργία του, απλώς μετονομάσθηκε σε «Αβέρωφ». Η χρήση του ναργιλέ συνεχίστηκε στην αρχή και από τους Έλληνες, αλλά βαθμιαία καταργήθηκε η χρήση του.
Άλλο κεντρικό καφενείο το οποίο χρησιμοποιούσε ναργιλέδες ήταν του Δημητρίου (Μήτσου) Μπόκοτα. Βρισκόταν στο ισόγειο του μεγάρου Μεχμέτ Χατζημέτο, το οποίο καταλάμβανε τη γωνία Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Φιλελλήνων και είναι περισσότερο γνωστό σαν Λέσχη Ασλάνη. Το καφενείο διέθετε ναργιλέδες, λειτουργούσε επί πολλά χρόνια και λόγω της κεντρικής του θέσης είχε πελατεία και από διερχόμενους επισκέπτες.
Το ίδιο κεντρική θέση κατείχε και το καφενείο του Μαλάκη, καθώς βρισκόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Το Στέμμα», στη βόρεια πλευρά της Κεντρικής πλατείας «Θέμιδος». Σ' αυτό σύχναζαν πολλοί εμπορευόμενοι οι οποίοι έκλειναν συμφωνίες πίνοντας τον καφέ και ρουφώντας το ναργιλέ.
Τα δύο τελευταία καφενεία με τον σεισμό και τους βομβαρδισμούς του 1941 καταστράφηκαν. Μεταπολεμικά το μόνο καφενείο το οποίο διατηρούσε ναργιλέδες ήταν το «Εμπορικόν». Βρισκόταν μεταξύ της Στρατιωτικής Λέσχης και του Φαρμακείου του Αγαμ. Αστεριάδη. Προσέρχονταν σ' αυτό οι πελάτες της παλιάς εποχής που προτιμούσαν αντί τσιγάρου να καπνίσουν ναργιλέ. Ο Κώστας Περραιβός αναφέρει ότι τακτικός πελάτης των ναργιλέδων του «Εμπορικού» ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Βελλίδης, κάθε φορά που θα περνούσε από την Λάρισα[3]. Γι' αυτόν και για άλλους δύο-τρεις πελάτες του, ο Ιωάννης Πολύζος, ο οποίος ήταν ο τελευταίος ενοικιαστής του καφενείου «Εμπορικόν», διατηρούσε μέχρι την κατεδάφισή του δύο ναργιλέδες.

[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το σπίτι του Μιχαήλ Σάπκα, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 8ης Απριλίου 2014. Του ιδίου «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα - Α’ (2014)», σελ. 75-78.
[2]. Αφιόνι ονομάζεται στην κοινή διάλεκτο ο αποξηραμένος γαλακτώδης χυμός που προέρχεται από ένα είδος παπαρούνας με το όνομα μήκων η υπνοφόρος. Είναι το γνωστό όπιο, το οποίο περιέχει μεγάλη ποσότητα μορφίνης που χρησιμοποιείται για ιατρικούς σκοπούς.
[3]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός). Η Λάρισα που χάθηκε. εφ. «Λάρισα», φύλλο της 18ης Δεκεμβρίου 1978.

 

ΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com

 

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο Πύργος του Βερύκιου


Ο πύργος του Βερύκιου, στη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Μουρούζη,  όπως ήταν το 1965, όταν άρχισε η αποξήλωση των κουφωμάτων και προετοιμαζόταν  η κατεδάφισή του. Από το οικογενειακό αρχείο της Ελένης Γάλλου - Βλησσαρίδου. Ο πύργος του Βερύκιου, στη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Μουρούζη, όπως ήταν το 1965, όταν άρχισε η αποξήλωση των κουφωμάτων και προετοιμαζόταν η κατεδάφισή του. Από το οικογενειακό αρχείο της Ελένης Γάλλου - Βλησσαρίδου.

Στις 24 Νοεμβρίου 1907 ο συμβολαιογράφος της Λάρισας Ευστράτιος Γεωργιάδης κλήθηκε στην οικία του υπίλαρχου Ανδρέα Βερύκιου, η οποία βρισκόταν στη γωνία των οδών Κολοκοτρώνη και Κανάρη για τη σύναψη συμβολαίου. Συμβαλλόμενοι ήταν αφ’ ενός ο Αναστάσιος Αβέρωφ, κτηματίας κάτοικος Τρικάλων και αφ’ ετέρου η Ζωή Αλμέιρα Φεγγίρα, σύζυγος του Ανδρέου Βερύκιου υπίλαρχου, οικοδέσποινα, κάτοικος Λαρίσης.

Η τελευταία αγόρασε από τον Αβέρωφ ένα οικόπεδο, το οποίο βρισκόταν στη συνοικία Παράσχου (Αγ. Νικολάου) εκτάσεως ένδεκα στρεμμάτων. Το οικόπεδο συνόρευε ανατολικά με τον δρόμο του Αγίου Νικολάου (η σημερινή Παπαναστασίου), νότια με χάνδακα (το ρέμα Κουρουλντού), βόρεια με τους αγρούς του Θ. Αληθινού και δυτικά με μονοπάτι, αντί ποσού 3.000 δραχμών. Στο οικόπεδο αυτό η Ζωή Βερύκιου κατασκεύασε την κατοικία-πύργο της φωτογραφίας που συνοδεύει το σημερινό κείμενο, στο οποίο και κατοίκησαν. Με τους πολέμους του 1912-13 ο Βερύκιος ακολούθησε τη νικηφόρο πορεία του στρατεύματος, μπήκε από τους πρώτους στη Θεσσαλονίκη και μαζί με τον Ιωάννη Άρτη απελευθέρωσαν τη Φλώρινα και την Καστοριά. Το ζευγάρι κατόπιν χώρισε.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1941, την περίοδο της κατοχής, με συμβόλαιο του Λαρισαίου συμβολαιογράφου Δημητρίου Κατσιλέρου η Ζωή πώλησε την κατοικία-πύργο στον έμπορο Βασίλειο Βλησσαρίδη, έχοντας ως πληρεξούσια και αντιπρόσωπό της στην πώληση την Ιωάννα Αστεριάδη, κόρη του παλιού δημάρχου της Λάρισας Αχιλλέα Αστεριάδη, χωρίς να παρίσταται η ίδια. Επίσης στο συμβόλαιο αναφέρεται ως Ζωή θυγατέρα του Φεγγουΐρα Αλμέϊδα, χωρίς να υπάρχει μνεία του επιθέτου του συζύγου της Βερύκιου. Η κατοικία περιγράφεται στο συμβόλαιο ως εξής: «Η Ζωή Αλμέϊδα έχει εις την αποκλειστικήν αυτής κατοχήν, νομήν και κυριότητα μίαν διώροφον οικίαν μετά του υπ’ αυτής υπογείου, λιθοτουβλόκτιστον και κεραμοσκεπή, μετά του υπ’ αυτήν οικοπέδου... κειμένην εντός της πόλεως Λαρίσης κατά την συνοικίαν Παράσχου και επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας (πρώην Ακροπόλεως) και οριζομένην εν συνόλω γύρωθεν, ανατολικώς με την άνω οδόν Βασιλίσσης Σοφίας, δυτικώς με οικόπεδον Βασ. Πράσσα, βορείως με οδόν Μουρούζη και νοτίως με οικίαν και αυλήν Ιωαννίδου, περιελθούσαν εις αυτήν του μεν οικοπέδου εξ αγοράς (24 Νοεμβρίου 1907)..., της δε οικίας ανεγερθείσης υπ’ αυτής της ιδίας και δαπάναις της. Η Ζωή θυγάτηρ Φεγγουΐρα Αλμέιδα ...εκχωρεί, πωλεί και μεταβιβάζει την οικίαν προς τον Βασίλειον Δημητρίου Βλησσαρίδην αντί ολικού τιμήματος δραχμών οκτακοσίων χιλιάδων (800.000)... Εν τέλει οι συμβαλλόμενοι εδήλωσαν ότι η προκειμένη αγοραπωλησία συνωμολογήθη τη μεσολαβήσει του κτηματομεσίτου Λαρίσης Γρηγορίου Τσιρακοπούλου». Το συμβόλαιο συντάχθηκε στο γραφείο του συμβολαιογράφου Δημητρίου Κατσιλέρου, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας και ήταν ιδιοκτησία του Κ. Τσόκου.
Ο Βασίλειος Βλησσαρίδης ήταν ο τελευταίος από τα έξι τέκνα της οικογένειας Δημητρίου Βλησσαρίδη. Γεννήθηκε περί το 1897 και ήταν από τους πιο επιτυχημένους εμπόρους της Λάρισας. Διέθετε στην οδό Ερμού κατάστημα με είδη προικός και υφάσματα, με την επωνυμία «Ο Θησαυρός». Νυμφεύθηκε στα 1947 τη Βασιλική Καραμπέλου από τον Τύρναβο, οι γονείς της οποίας είχαν εργοστάσιο υφαντουργίας στον Τύρναβο το οποίο πυρπολήθηκε κατά τον εμφύλιο. Η οικογένεια κατοικούσε σε ένα όμορφο νεοκλασικό σπίτι στη γωνία των οδών Ηπείρου και Παπαναστασίου, διαγωνίως απέναντι από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Απέκτησαν μια κόρη την Ελένη, η οποία παντρεύτηκε τον δικηγόρο Δανιήλ Γάλλο.
Όπως περιγράφεται και στο συμβόλαιο αγοράς του 1941, η κατοικία ήταν διώροφη με υπόγειο, κτισμένη με πέτρα και τούβλα και είχε τετράριχτη στέγη με κεραμίδια. Χαρακτηριστικό γνώρισμά της ήταν η προσαρμογή στη βορειοανατολική γωνία του κτίσματος πυργοειδούς κατασκευής, στο εσωτερικό της οποίας βρισκόταν ξύλινη ελικοειδής σκάλα, η οποία οδηγούσε στα υπνοδωμάτια του επάνω ορόφου που ήταν δύο και στη σοφίτα που βρισκόταν στην κορυφή του πύργου. Στο κέντρο της στέγης του πύργου υπήρχε ανεμοδείκτης, ο οποίος ήταν αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης των περαστικών. Είναι το μόνο αντικείμενο που διασώθηκε από το σπίτι αυτό και συντηρημένος βρίσκεται σε εξοχικό σπίτι στον Πλαταμώνα. Η κατοικία περιβαλλόταν από κήπο και η είσοδος είχε πρόσοψη επί της οδού Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου). Λίγα μέτρα μετά την είσοδο της αυλόπορτας, μερικά μαρμάρινα σκαλάκια οδηγούσαν στην κύρια είσοδο της κατοικίας και απ’ εκεί στη σάλα υποδοχής. Αριστερά στη γωνία ήταν η κουζίνα και δεξιά ξεκινούσε η ξύλινη σκάλα που αναφέραμε. Το υπόγειο ήταν μεγάλο και επικοινωνούσε από την αυλή. Διέθετε διάφορους βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους.
Τα όρια της κατοικίας με τον περιβάλλοντα χώρο, όπως αναφέρει και το συμβόλαιο, ήταν: Ανατολικά ο κεντρικός δρόμος (Παπαναστασίου) που οδηγούσε στο χαντάκι (Κουρουλντού), το οποίο αργότερα σκεπάσθηκε και δημιουργήθηκε η σημερινή οδός Πολυτεχνείου, βόρεια η οδός Μουρούζη, δυτικά βρισκόταν το οικόπεδο του Βασιλείου Πράσσα και νότια είχε την αυλή και το σπίτι της η οικογένεια Ιωαννίδη. Το σπίτι-πύργος δεν κατοικήθηκε από τους αγοραστές, αλλά ενοικιάσθηκε από την οικογένεια του κρεοπώλη Τσούμα.
Το 1965 η ιδιοκτησία αυτή του Βασιλείου Βλησσαρίδη άρχισε να κατεδαφίζεται. Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία διακρίνονται οι εργασίες αποξηλώσεως των κουφωμάτων, ενώ ο ανεμοδείκτης έχει ήδη αφαιρεθεί. Στη θέση του ανεγέρθηκε πολυώροφη οικοδομή. Λίγα χρόνια μετά τον «θάνατο» της κατοικίας-πύργος, πέθανε το 1980 σε ηλικία 83 ετών και ο αγοραστής της Βασίλειος Βλησσαρίδης. Ευτυχώς όμως έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα φωτογραφίες του ιδιότυπου αυτού πύργου. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με άλλα κτίσματα της πόλης, τα οποία χάθηκαν και δεν υπάρχουν σήμερα ούτε εικόνες τους, ώστε να μπορεί κανείς να αναπλάσει μερικώς την ομορφιά της παλιάς Λάρισας, η οποία τόσο πολύ διαλαλείται από τους υπερήλικες συμπολίτες μας που την έζησαν και την περιγράφουν με νοσταλγία και πολλή αγάπη.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

Αριστείδης ο δίκαιος: διαχρονικό πρότυπο πατριώτη και δίκαιου πολιτικού

 Προτομή του Αριστείδη Προτομή του Αριστείδη

Ο Αριστείδης έζησε στον μισό 6ο και μισό 5ο αι. π.Χ. Υπήρξε στρατιωτικός και πολιτικός, από τα σημαντικότερα δημόσια πρόσωπα της εποχής του. Ήταν πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή, αφού προσχώρησε στο αριστοκρατικό κόμμα. Εκτός από τη μεγάλη σωφροσύνη και φιλοπατρία του, τον διέκρινε μια αυστηρότατη προσήλωση στο πνεύμα τής δικαιοσύνης. Γι' αυτό η ιστορία δίπλα στο όνομά του, έβαλε τον χαρακτηρισμό «Ο Δίκαιος».


Ταμίας ναού Αθηνάς - συμμετοχή σε μάχη Μαραθώνας: Διετέλεσε ταμίας, όπου διακρίθηκε για την τιμιότητα και τη δικαιοσύνη που επέδειξε. Από αυτήν τη θέση ξεσκέπασε πολλούς υπαλλήλους που ήταν καταχραστές, αποκαλύπτοντας μια σειρά από σκάνδαλα και ατασθαλίες. Πολέμησε στη μάχη του ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ ως στρατηγός της φυλής του. Κατείχε το κεντρικό τμήμα των 500 με βάθος μόνο 4 άνδρες! (σύν 2.000). Σκοπός ήταν να κρατήσουν άμυνα όσο μπορούσαν και να υποχωρούν λίγο-λίγο, ώστε μετά να κυκλωθούν οι Πέρσες από τα δύο ελληνικά άκρα που βρίσκονταν αριστερά και δεξιά τους. Μετά τη μάχη ο Μιλτιάδης τον επέλεξε για τη φύλαξη των λαφύρων και των αιχμαλώτων. Επέδειξε ανιδιοτέλεια και εντιμότητα. Ούτε ο ίδιος καταχράστηκε το παραμικρό, ούτε επέτρεψε σε κανέναν να κλέψει από τα πλούτη που είχαν κατακτηθεί και ανήκαν στην πόλη.
Γιατί εξοστρακίστηκε: Ο εξοστρακισμός του υπήρξε εντελώς άδικος, μια πράξη μοχθηρίας έναντι ενός ανδρός του οποίου η εντιμότητα ήταν διαπιστωμένη. Όταν εκλέχτηκε «άρχων» της Αθήνας, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Θεμιστοκλή που υποστήριζε τη δημιουργία ισχυρού στόλου. Ο ίδιος ήταν υπέρμαχος της συντηρητικής αγροτικής πολιτικής, φοβούμενος οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Μέχρι τότε δέσποζε ο αγροτικός τρόπος ζωής και εκεί βρίσκονταν τα συμφέροντα των πλούσιων αριστοκρατών, με το τεράστιο ποσοστό γαιών και δούλων. Την αδικία της εξορίας του τη δέχτηκε αγόγγυστα και χωρίς να κρατήσει μνησικακία. Επέλεξε την Αίγινα ώστε να βρίσκεται πλησίον της Αθήνας και να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Ο εξοστρακισμός ήταν μια πρακτική, όπου οι πολίτες ψήφιζαν ένα πρόσωπο, που έπρεπε να απομακρυνθεί ως επικίνδυνο. Χαρτί τότε δεν υπήρχε και έγραφαν το όνομά του πάνω σε ένα όστρακο, ή πάνω σε ένα θραύσμα από αγγείο ή κεραμίδι.
Συμμετοχή σε ναυμαχία Σαλαμίνας (480) - Μάχη Πλαταιών (479): Μπροστά στον νέο περσικό κίνδυνο και πριν τη ναυμαχία, επέδειξε πολιτική ωριμότητα. Ξεπέρασε την προηγούμενη αντιπαράθεση με τον Θεμιστοκλή και τάχτηκε κάτω από τις διαταγές του. Μετά τη ναυμαχία τέθηκε επικεφαλής αθηναϊκών δυνάμεων και εξόντωσαν την επίλεκτη περσική φρουρά που είχε τοποθετηθεί στη νησίδα Ψυττάλεια. Απέρριψε, τον επόμενο χρόνο, τις προτάσεις του Πέρση Μαρδόνιου να συμμαχήσει η Αθήνα μαζί του (έναντι μεγάλων ανταλλαγμάτων). Ο Αριστείδης επίσης ηγήθηκε των Αθηναίων στη μεγάλη νίκη κατά του Μαρδόνιου στις Πλαταιές.
Πώς οργάνωσε τα οικονομικά της ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ: Επιβεβαιώνοντας τον χαρακτηρισμό τού δίκαιου αξιωματούχου, ανέλαβε να καθορίσει το χρηματικό ποσό που κάθε μέλος τής συμμαχίας έπρεπε να συνεισφέρει για την άμυνα κατά των Περσών. Το ζήτησαν οι ίδιοι οι σύμμαχοι, αφού πρώτα θα επισκέπτονταν κάθε πόλη χωριστά για να εκτιμήσει τις οικονομικές της δυνατότητες. Για άλλη μια φορά πιστοποίησε τη φήμη της δίκαιης κρίσης του. Καθόρισε με αμεροληψία και αντικειμενικότητα το ύψος των εισφορών. Έτσι κέρδισε και πάλι την εκτίμηση όλων για την ορθοφροσύνη του. Ασχολούμενος με το γιγαντιαίο έργο της οργάνωσης της Συμμαχίας, πέθανε εκτός Αθηνών. Ήταν 72 ετών. Τα οστά του μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στο Φάληρο δημοσία δαπάνη (δεν είχε την παραμικρή περιουσία).
Επίλογος - αποτίμηση: Παρέμεινε φτωχός, παρά τα δημόσια αξιώματα που κατέλαβε και τα μεγάλα χρηματικά ποσά που διαχειρίστηκε. Τις κόρες του ανέλαβε να τις προικίσει η πολιτεία. Στον γιο του Λυσίμαχο έδωσαν 100 ασημένιες μνες και δημόσια γη για να καλλιεργεί. Ο Αριστείδης υπήρξε υπόδειγμα δημοσίου ανδρός. Σε όλες τις περιστάσεις τοποθέτησε το συμφέρον της πατρίδας, όχι προσωπικές σκοπιμότητες. Δίκαιος - τίμιος - φιλόπατρις - στρατιωτικός - πολιτικός και διπλωμάτης. Υπήρξε μεγαλόφρων απέναντι στους αντιπάλους του. Στάθηκε επιεικής και μεγαλόψυχος έναντι τού Θεμιστοκλή, δεν χάρηκε με την κακοτυχία του και ποτέ δεν τον κατηγόρησε δημοσίως. Παραμένει ένα πρότυπο δικαιοσύνης και πολιτικής τιμιότητας μέχρι σήμερα.

 

Από τον Ευάγγελο Μπαλντούνη,
φιλόλογο

 

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Οδός Μακεδονίας


Η οδός Μακεδονίας (Βενιζέλου) στη διασταύρωσή της με την οδό Ακροπόλεως  (Παπαναστασίου). Το κτίριο της Τράπεζας Λαρίσης και το Μέγαρο Αλεξάνδρου.  Επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Στουρνάρα. Περίπου 1940. Η οδός Μακεδονίας (Βενιζέλου) στη διασταύρωσή της με την οδό Ακροπόλεως (Παπαναστασίου). Το κτίριο της Τράπεζας Λαρίσης και το Μέγαρο Αλεξάνδρου. Επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Στουρνάρα. Περίπου 1940.

Η οδός Μακεδονίας ήταν και εξακολουθεί να είναι ένας από τους μεγαλύτερους σε μήκος δρόμους της Λάρισας.

Μεταπολεμικά μετονομάσθηκε σε οδό Ελευθερίου Βενιζέλου και μετά την αποκάλυψη του Αρχαίου Θεάτρου το μεγαλύτερο μέρος της πεζοδρομήθηκε και το τμήμα αυτό αποτελεί σήμερα ένα από τα κεντρικότερα σημεία συγκέντρωσης των κατοίκων της όλο τον χρόνο, κυρίως όμως τους καλοκαιρινούς μήνες. Η αιτία ονομασίας της ως οδού Μακεδονίας είναι προφανής. Αποτελεί την πύλη εισόδου από τις περιοχές της Μακεδονίας. Αμαξιτός δρόμος οδηγούσε από την έξοδο της γέφυρας προς Ελασσόνα, Σέρβια, Κοζάνη και άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης μέχρι το 1912 Δυτικής Μακεδονίας. Κάποια περίοδο το αρχικό τμήμα της οδού Μακεδονίας από τη γέφυρα μέχρι την Ηφαίστου, όπου ο δρόμος κάμπτεται ελαφρώς, ονομάσθηκε οδός 1ης Μεραρχίας, για να τιμηθεί η μεραρχία η οποία είχε την έδρα της στη Λάρισα.
Από τον χάρτη της Λάρισας του 1880, ο οποίος περιέχεται στο βιβλίο του Επαμεινώνδα Φαρμακίδη [1], διαπιστώνεται ότι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο δρόμος αυτός δεν υπήρχε, παρά μόνον το αρχικό τμήμα του μέχρι την Ηφαίστου. Δημιουργήθηκε εκ των υστέρων, σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως το οποίο εκπονήθηκε το 1882-83 και ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που έγινε το καλοκαίρι του 1882 στην περιοχή Ξυλοπάζαρο [2], και η οποία «βοήθησε» τρόπον τινά τη χάραξή της.
Υπήρξε ο εμπορικότερος δρόμος της Λάρισας μέχρι περίπου τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Διέθετε κάθε είδους καταστήματα, τα οποία εξυπηρετούσαν όχι μόνον τους Λαρισαίους, αλλά και όλους τους ταξιδιώτες και τους εμπόρους από τη Μακεδονία, όπως επίσης και τους κατοίκους των γειτονικών οικισμών. Καταστήματα με είδη εγχώρια και αποικιακά, χάνια, καφενέδες, μαγειρεία, τα ξακουστά πατσατζίδικα, αρτοποιεία, σιδεράδικα, λαδάδικα και πολλά άλλα κυριαρχούσαν κατά μήκος του δρόμου στην περιοχή Τσούγκαρι που έφθανε κυρίως μέχρι την οδό Ηφαίστου, αλλά συνεχιζόταν και μέχρι το Γενί Τζαμί.
Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει την οδό Μακεδονίας στο σημείο συμβολής της με την οδό Ακροπόλεως (Παπαναστασίου). Η λήψη έγινε από το ύψος του εξώστη του προπολεμικού ρολογιού της Λάρισας και ο φωτογράφος έστρεψε τον φακό του προς νότον. Διακρίνονται από δεξιά καθαρά πρώτα το κατάστημα της Τράπεζας Λαρίσης και εν συνεχεία το Μέγαρο Αλεξάνδρου, το οποίο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση μέχρι σήμερα. Η φωτογραφία αυτή προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Βολιώτη φωτογράφου Νικολάου Στουρνάρα, μικρότερου γιου του Στέφανου Στουρνάρα. Η φωτογραφία αυτή είναι προπολεμική, καθώς στο βάθος διακρίνεται το κτίριο της προπολεμικής Στρατιωτικής Λέσχης και δίπλα του το πίσω μέρος του ξενοδοχείου «Το Στέμμα». Χρονολογείται στο 1940 περίπου.
Το κτίριο της Τράπεζας Λαρίσης ήταν ένα ιδιόκτητο κομψό κτίριο με πολλά νεοκλασικά στοιχεία, το οποίο βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Μακεδονίας (Βενιζέλου) και Ακροπόλεως (Παπαναστασίου). Κτίσθηκε γύρω στο 1925 και τα επίσημα εγκαίνια έγιναν στις 31 Αυγούστου 1926. Ήταν διώροφο με υπόγειο. Σαν γωνιακό κτίσμα που ήταν, ο αρχιτέκτονας είχε τη δυνατότητα να διακοσμήσει και τις δύο προσόψεις που έβλεπαν προς τους δύο μεγάλους δρόμους. Η κυρία είσοδος είχε πρόσοψη στην οδό Βενιζέλου, ήταν ψηλή και τοξωτή και είχε δεξιά και αριστερά δύο όμορφα φωτιστικά και δύο μεγάλα τοξωτά παράθυρα. Όλα τα ανοίγματα στο ισόγειο και από τις δύο προσόψεις ήταν ασφαλισμένα με όμορφα σιδερόφρακτα κιγκλιδώματα. Στο κέντρο του ορόφου και στις δύο όψεις υπήρχαν εξώστες με ωραία σιδεριές, στηριγμένοι σε όμορφα μαρμάρινα φουρούσια. Τη στέγη πάνω από το γείσο περιτριγύριζε χαμηλό στηθαίο, στην επιφάνεια του οποίου ήταν γραμμένη και από τις δύο πλευρές η επιγραφή «ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΑΡΙΣΗΣ». Στις γωνίες των στηθαίων πρόβαλαν ψηλόλιγνες, πήλινες, όμορφες καμινάδες. Η διάρκεια λειτουργίας της ήταν σύντομη. Η επελθούσα μετά το 1930 παγκόσμια διεθνής κρίση την οδήγησε βαθμιαία σε χρεωκοπία και μετά το 1935 σταμάτησε τη λειτουργία της. Το κτίριο της Τραπέζης Λαρίσης επέζησε από τις συμφορές της κατοχής (σεισμός, βομβαρδισμοί) με ελάχιστες φθορές, χάρη στη στερεά κατασκευή του. Τελικά εκποιήθηκε κατά την περίοδο της κατοχής, περιήλθε στην ιδιοκτησία των αδελφών Αμπαριάν και τη δεκαετία του 1970 κατεδαφίσθηκε για να κτισθεί νέα οικοδομή.
Το διπλανό κτίριο βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το κοίλον του Αρχαίου Θεάτρου και απεικονίζει το Μέγαρο Αλεξάνδρου, το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα. Αρχιτεκτονικά είναι ένα τριώροφο κτίριο με αισθητικά πολύ όμορφη και συμμετρική πρόσοψη. Οι υψηλές διαστάσεις του ισογείου καταστήματος, εναρμονίζονται σήμερα με τα τοξωτά ανοίγματα του πρώτου ορόφου και την επιτυχημένη χρωματική απόδοση των επιχρισμάτων. Στενός επιμήκης εξώστης με παραδοσιακές σιδεριές και φουρούσια διατρέχει όλο το μήκος του πρώτου ορόφου, ενώ στον δεύτερο ο εξώστης περιορίζεται μόνο στο κεντρικό τμήμα. Η αρχοντιά του κτιρίου αυτού της εποχής του μεσοπολέμου δένει επιτυχημένα με την αναδυόμενη κλασική ομορφιά του Αρχαίου Θεάτρου και την όμορφη πεζοδρόμηση του μεταξύ των χώρου.
Το οικόπεδο όπου κατασκευάσθηκε το Μέγαρο αγοράσθηκε από τον Ιωάννη Αλεξάνδρου μετά το 1922 ως ανταλλάξιμο και το 1930 οικοδομήθηκε το Μέγαρο που υπάρχει μέχρι σήμερα, με προοπτική το ισόγειο να αποτελέσει τη μόνιμη επαγγελματική του στέγη (κατάστημα γενικού εμπορίου) και οι δύο όροφοι να χρησιμοποιηθούν ως κατοικία της οικογένειας [3]. Όμως οι όροφοι ποτέ δεν κατοικήθηκαν. Προπολεμικά στέγασαν ιδιωτική λέσχη Λαρισαίων (Λαρισαϊκή Λέσχη) για τους αστούς της πόλης και στους χώρους του πραγματοποιούνταν διάφορες δεξιώσεις. Κατά την περίοδο της κατοχής ολόκληρο το κτίριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς για να στεγασθούν διοικητικές υπηρεσίες. Εκ των πραγμάτων η επιχείρηση σταμάτησε τη λειτουργία της και η οικογένεια μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα.
Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ολόκληρο το κτίριο μετατράπηκε σε ξενοδοχείο και από το 1948-49 το ισόγειο στέγασε και πάλι την επαγγελματική δραστηριότητα του Ιωάννη Αλεξάνδρου, ενώ οι όροφοι φιλοξένησαν διάφορες κλινικές. Το 1953 ανέλαβε την επιχείρηση ο γιος του Ιωάννη Αλεξάνδρου, Δημήτριος, ο οποίος το 1980 άλλαξε χρήση και λειτούργησε ως κατάστημα παιχνιδιών, μέχρι το 2004 οπότε συνταξιοδοτήθηκε και το κτίριο άλλαξε ιδιοκτήτη.

 

[1]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας. Η Λάρισα από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881). Τοπογραφική και Ιστορική μελέτη. Βόλος (1926). Αναδιπλούμενος χάρτης στη σελίδα 352.
[2]. Ξυλοπάζαρο ονομαζόταν μια ευρεία περιοχή του κεντρικού τομέα της τουρκοκρατούμενης Λάρισας, η οποία περικλειόταν κατά προσέγγιση μεταξύ των σημερινών οδών Βενιζέλου-Απόλλωνος-Κύπρου-Φιλελλήνων.
[3]. Οι πληροφορίες προέρχονται από τον αιώνια έφηβο Δημήτριο, γιο του Ιωάννη Αλεξάνδρου.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Λίγες λέξεις - έννοιες της Τουρκοκρατίας


Ενώ άλλοι «ψήνονταν» εκείνη τη μέρα -λίγο πριν το κύμα καύσωνος και τις πυρκαγιές- στις παραλίες, κάτω από τον καυτό ήλιο με τους σαράντα βαθμούς και βάλε, εμείς εδώ, στην ταβέρνα της ρεματιάς, με φόντο το καταρρακτάκι πίσω μας, απολαμβάναμε το γλυκό απομεσήμερο, δοκιμάζοντας όλα τα γευστικά καλούδια.

Όταν κάποιος από τους πελάτες του καταστήματος μας πλησίασε και αυτοσυστήθηκε, το επώνυμό του, μας γύρισε πολλές δεκαετίες πίσω. Ήταν τότε, που μαθητής του Γυμνασίου, παραμονές Χριστουγέννων, συνόδευα τον πατέρα μου στο κρεοπωλείο φίλου του, στην οδό Παλαιστίνης, στους έξι δρόμους, για να προμηθευτούμε τα κρέατα των γιορτών. Φορτωμένος με τις σακκούλες που περιείχαν και αρκετό κόκαλο για τις σούπες, επέστρεφα στο σπίτι, περήφανος για τη μικρή συμβολή μου στο γιορτινό τραπέζι των ημερών.
Το επώνυμο του ανθρώπου μας με πήγε πίσω στις ρίζες του αμέσως, αφού είναι τουρκικής προέλευσης. Παραθέτω εδώ κάποιες λέξεις - έννοιες, οι οποίες έγιναν επώνυμα των υπόδουλων Ελλήνων κατά τη διάρκεια των 4-5 αιώνων της Τουρκοκρατίας. Είναι μια πολύ μικρή συλλογή λέξεων - εννοιών με τις εκδοχές τους, οι οποίες καταγράφηκαν και σώθηκαν μέσα από τη δημοτική μας ποίηση και τα απομνημονεύματα των ηρωικών αγωνιστών του 1821. Είναι τα λεγόμενα «δάνεια», τα οποία πήραμε και τα εντάξαμε στο λεξιλόγιό μας και δεν λέμε να τα αντικαταστήσουμε π.χ. σόι, μπόι, τσίσα, τενεκές, ρουσφέτι, μπακάλης, χασάπης κ.ά.
Ασλάνι (aslan). Το λιοντάρι, το γενναίο παλικάρι, αλλά και παλιό νόμισμα με τη μορφή λιονταριού. Ο Ρήγας Φεραίος εκτιμώντας τη γενναιότητα των Αιγυπτίων πολεμιστών, στον Θούριό του, τους παρακινεί να ξεσηκωθούν εναντίον των Οθωμανών Τούρκων, λέγοντας: «Του Μισιριού (Αιγύπτου) ασλάνια / για πρώτη φορά σας δουλειά / δικόν σας έναν μπέη / να κάμετε βασιλιά».
Βεδούρα. Σλαβικό δάνειο. Ξύλινο σκεύος (δοχείο) των κτηνοτρόφων όπου έπηζε το γάλα για να γίνει γιαούρτι. Ο Θ. Κολοκοτρώνης χαρακτηρίζει τη νοικοκυρά της οποίας το σπίτι δεν ήταν και τόσο καθαρό «άπλυτη βεδούρα».
Βελέσι. Βενετ. δάνειο. Το μεσοφόρι των νέων γυναικών, το οποίο χαρακτήριζε την κοπέλα εκείνη η οποία φρόντιζε ιδιαιτέρως την εμφάνισή της. «Άσπρη φούστα και βελέσι» λέει ο ποιητής.
Γαζέπι. (περσ. gazap). Ο μεγάλος θυμός, η συμφορά, η θεομηνία, πέφτω σε δυσμένεια και πρόκειται να με εξοντώσουν. Στο κλέφτικο τραγούδι, «Οι γυναίκες των Λαζαίων», της οικογένειας ονομαστών κλεφταρματολών του Ολύμπου, οι συμπολεμιστές, λένε: «Μας χάλασε ο Βελή Πασάς μας πήρε το γαζέπι / μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας», ενώ ο Αλή Πασάς σ’ ένα άλλο δημοτικό τραγούδι, φαίνεται να λέει: «Ο βασιλιάς (Σουλτάνος) μ’ οργίσθηκε, με πήρε το γαζέπι».
Γεμενί (Yemeni). Μεταξωτό χρωματιστό κεφαλομάντηλο, αλλά και ελαφρά δερμάτινα παπούτσια - παντόφλες. «Μαύρο γεμενί με λένε σαν με χάσεις γύρευέ με», λέει ένα δημοτικό τραγούδι. Στον δίσκο «Μικρά Ασία», του Απ. Καλδάρα και του Κωνσταντινουπολίτη Πυθαγόρα, ακούγεται κι αυτό το τραγούδι: «Πίνουνε ρακί, τρώνε παστουρμά και χτυπάνε τα ποδάρι με τα γεμενιά».
Γιαράς (yara). Το τραύμα, η πληγή, η λαβωματιά. Ο Γ. Καραϊσκάκης, σ’ ένα δημοτικό τραγούδι, λέει για τον τραυματισμό του κατά την πολιορκία της Ακρόπολης που θα κατέληγε στον θάνατό του: «Εγώ θα πάω στην Κούλουρη (Σαλαμίνα όπου ήταν το νοσοκομείο), να γιάνω τον γιαρά μου».
Γκιζέρι. Περίπατος, περιπλάνηση. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης λέει για τους αγωνιστές μετά την απελευθέρωση: «Οι αγωνισταί και οι χήρες των σκοτωμένων…. γκιζερούν εις τους δρόμους ξυπόλητοι και λένε ψωμάκι»…
Ζαϊρές (zahire). Προμήθειες, τρόφιμα, ζωοτροφές. «Αυτείνοι είχαν σκοπόν την αυγήν να μας κλείσουν και χωρίς πολεμοφόδια και ζαϊρέν θα κινδυνεύαμεν», λέει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του.
Ζαμπούνι (zabun). Αρρώστια, ο καχεκτικός. Ο Γ. Καραϊσκάκης, σ’ ένα γράμμα του προς την οικογένειά του λέει να προσέχουν και να περιποιούνται το άλογό του για να μην κακοπάθει: «Να το ταγίζετε όμορφα, να μην ζαμπουνεύει το άτι».
Ζιαφέτι (ziyafet). Το φαγοπότι, το γλέντι, το συμπόσιο. Ένα δημοτικό τραγούδι της περιοχής του Ολύμπου, όταν έφεραν το κεφάλι κλεφταρματολού στον Πασά, λέει: «Έγινε τρεις μέρες πιαφέτι».
Κασαβέτι (kasavet). Η θλίψη, η λύπη. «Κι απ’ αυτό το κασαβέτι πέθανε κι ο καημένος ο Ζαΐμης», λέει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του.
Μερτζάνι (mercan). Το κοράλλι. «Έχει τον ήλιο πρόσωπο, τα χείλη της μερτζάνι», λέει το δημοτικό τραγούδι.
Μπαρμπούτι (barbut). Τυχερό παιχνίδι με ζάρια, αλλά και χρυσό νόμισμα. Ο Θ. Κολοκοτρώνης στη «Διήγηση συμβάντων», λέει: «Ο Μπραΐμης (Ιμπραήμ Πασάς), έδωσε ενός Ρωμιού 300 μπαρμπούτια για να μάθει πού είμαι».
Μπαρούτι (barut). Ελληνικό αντιδάνειο προερχόμενο από τον πυρίτη λίθο. Στα χρόνια της Επανάστασης οι ανάγκες σε μπαρούτι καλύπτονταν από τους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας, στην Αρκαδία. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, λέει: «Μπαρούτι είχαμε, έκανε η Δημητσάνα».
Χαΐνης (hain). Ο αντάρτης εναντίον των Τούρκων, αυτός που έπαιρνε τα βουνά στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στην τουρκική εκδοχή χαΐνης είναι ο προδότης, ο αποστάτης. Αργότερα η λέξη πήρε την έννοια του ανυπότακτου, του επαναστάτη της Κρήτης.
Χαράτσι (Harac). Κεφαλικός φόρος τον οποίον πλήρωναν όλοι οι Χριστιανοί πολίτες άνω των 12 ετών στους Οθωμανούς για το δικαίωμα της ζωής. Κάθε χρόνο εξαγόραζαν τη ζωή τους πληρώνοντας φόρους και παίρνοντας την άδεια (χαρτί διαφορετικού χρώματος κάθε χρόνο), όπου αναγράφονταν το απάνθρωπο: «Ο φέρων το παρόν έχει την άδεια να φέρει για ένα έτος την κεφαλήν επί των ώμων του»… (Νικ. Φιλιππίδης 1900. Επίτομος Ιστορία του Ελλην. Έθνους). Διαδίκτυο.
Όπως η τουρκο-αραβο-περσική γλώσσα με τις λέξεις-δάνεια μπήκε, θέλοντας και μη, στην ελληνική κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έτσι και η ελληνική έδωσε και τις δικές της -εκτός, όλων των τεχνικών και επιστημονικών όρων- με τη μορφή του αντιδανείου. Αντιδάνεια είναι εκείνες οι λέξεις που γεννήθηκαν στην Ελλάδα κι αφού ταξίδεψαν, τις πήραν οι Τούρκοι κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους φυσικά αλλοιωμένες π.χ. μπαρούτι, καλέμι (Κάλαμος), καλούπι (καλάπους, καλαπόδι), πελτές (πολτός), φιντάνι (φυτόν), φιστίκι (πιστάκιον), αμπάρι (εμπόριο), αφιόνι (όπιο) κ.λπ.

 

Ν. Σαραντάκος. Λέξεις που χάνονται 2013 ΤΟ ΒΗΜΑ
Τάσος Πουλτσάκης. Θεσσαλ. Επώνυμα τουρκικής προέλευσης 2016 ανέκδοτο

 

Από τον Τάσο Πουλτσάκη

 

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΙΔΩΣ: Η ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΤΙΜΩΡΟΣ ΔΥΝΑΜΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ ΑΝΤΡΩΝ
"Ντροπή [αιδώς], Αργείοι, ρεζίληδες, ομορφονιοί! Πού πήγαν οι καυχησιές σας, όταν λέγαμε πως είμαστε πολύ γενναίοι".

Η ΑΙΔΏΣ για τους Έλληνες είναι η προσωποποιημένη θεότητα, αλλά και συναίσθημα, της συστολής και της ντροπής.
Είναι μια έννοια σύνθετη η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί στα νέα ελληνικά με μια λέξη, είναι η ΗΘΙΚΌΤΗΤΑ, η ΗΘΙΚΉ ΣΥΝΕΊΔΗΣΗ, ο ΣΕΒΑΣΜΌΣ στους άγραφους νόμους, το ΦΙΛΌΤΙΜΟ, ο ΑΥΤΟΣΕΒΑΣΜΌΣ.
Γενικά εκφράζει το συναίσθημα της ντροπής την οποία νιώθει ο άνθρωπος για κάθε πράξη του που αντιβαίνει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Αυτή η ντροπή πλησιάζει περισσότερο προς την έννοια του σεβασμού και της σεμνότητας και δεν έχει σχέση με τις ενοχές και τις τύψεις.
◼️ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Θεωρείται πως προέρχεται απότο ρήμα ΑΙΔΕΟΜΑΙ που σημαίνει:
«ντρέπομαι, τιμώ κάποιον, τον σέβομαι ευλαβούμαι, δείχνω θρησκευτικό σεβασμό για θεούς, τάφους, όρκους, νεκρούς για ασθενείς ομάδες πληθυσμού, νεαρές παρθένες, γέροντες, ικέτες».
Κατά μία άλλη ερμηνεία προέρχεται από το ρήμα «ΑΙΘΩ» που σημαίνει «καίω», είναι δηλαδή μια εσωτερική φλόγα που κάποτε φανερώνεται και στο πρόσωπο σαν κοκκίνισμα.
◼️Η ΑΙΔΩΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Κατά τον Α ρ ι σ τ ο τ έ λ η, η αιδώς, δεν ανήκει στις αρετές, αλλά στα πάθη. Η Αρετή κατ’ αυτόν, είναι ενεργητική ιδιότης της ψυχής. Η Αιδώς όμως είναι παθητική διάθεση της ψυχής, αξία επαίνου, κατέχει θέση ντροπαλότητας, όταν ο άνθρωπος τρέμει μη παρεξηγηθεί.
Και ο Π λ ά τ ω ν α ς στο έργο του αναφέρει δύο σχετικούς με την αιδώ μύθους.
Στον Πρωταγόρα αναφέρει ότι ο Ζευς, όταν θέλησε να προλάβει την εξόντωση του ανθρωπίνου γένους, η οποία επέκειτο να γίνει, έστειλε τον Ερμή να εμφυτεύσει στις ψυχές των ανθρώπων την Αιδώ και την Δίκη. Στους Νόμους γράφει, πως ο Κρόνος κατά την περίοδο του χρυσού γένους των ανθρώπων έβαλε επόπτες των ανθρώπων τους Δαίμονες, για να εξασφαλίσει την: «Ειρήνη, αιδώ, ευνομίαν, και αφθονίαν δίκης».
Στον Ό μ η ρ ο και τον Η σ ί ο δ ο παρουσιάζεται ως θεότητα.
Ήταν μια από τις Ώρες και μητέρα της ήταν η Θέμις και αδερφές της η Ευνομία, η Δίκη, η Ειρήνη και η Νέμεση.
Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός της Αθηνάς και σύνεδρος του Δία.
Η Αιδώς λατρευόταν σ` ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Στην Αθήνα, στην αγορά της Ακρόπολης, υπήρχε βωμός της και έξω από τη Σπάρτη βρισκόταν το άγαλμά της. Σύμφωνα με τη μυθολογία το έστησε εκεί ο Ικάριος, ο πατέρας της Πηνελόπης, γιατί η κόρη του σκέπασε σ` εκείνο το σημείο το πρόσωπό της από ντροπή, επειδή προτίμησε να φύγει από κοντά του, ακολουθώντας τον άνδρα της Οδυσσέα.
Μετά τον γάμο του ζεύγους, ο Ικάριος ικέτευε την κόρη του να μείνει με τον άντρα της στη Σπάρτη, αλλά ο τελευταίος της ζήτησε να διαλέξει ανάμεσα στον πατέρα της και σε εκείνον, που θα έφευγε για την Ιθάκη. Η αιδώς ήταν η προσωποποίηση του αισθήματος που ένιωσε η Πηνελόπη.
◼️Η ΑΙΔΩΣ ΣΤΗΝ ΙΛΙΆΔΑ
Ο πόλεμος ο Τρωικός ως αιτία είχε και αφορμή την Αιδώ όλων των Αχαιών λόγω της προσβλητικής συμπεριφοράς του Τρώα πρίγκηπα Πάρη.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου συναντούμε τους ήρωες και των δύο στρατοπέδων, να κυριαρχείται η όλη τους μέριμνα από την αποφυγή της Ντροπής, να μην πράξουν κάτι για το οποίο θα ντρέπονται.
«Γιατί τους κρατούσε η ντροπή και ο φόβος και φωνάζοντας ψύχωναν ο ένας τον άλλο, και προ παντός ο Νέστωρ ο Γερήνιος πάλι, ο φύλακας των Αχαιών... είπε: Φίλοι μου, φανείτε γενναίοι και ντραπείτε τους άλλους»
(Ιλιάδα Ραψ. Ο. 657).
Σε άλλο σημείο της Ιλιάδας ο Νέστωρ υποδεικνύει στον Διομήδη ν’ αποφύγει εκείνη τη στιγμή τον Έκτορα, γιατί όλα έδειχναν την θεϊκή υποστήριξη προς αυτόν.
Και ο γενναίος Διομήδης μόνο στην ιδέα να χαρακτηρισθεί δειλός, τον πιάνει κρύος ιδρώτας της Αιδούς:
«Καλύτερα να με σκεπάσει η γη παρά να δώσω το δικαίωμα στον Έκτορα να πει πως τον φοβήθηκα κι έφυγα»
(Ιλιάδα Ραψ.Θ΄ 146)
Έτσι, στην όγδοη ραψωδία της Ιλιάδας καθώς οι Τρώες έχουν εισορμήσει απειλητικά στο στρατόπεδο των πανικοβλημένων Αχαιών και ο Έκτορας απειλεί να κάψει τα καράβια τους, ο Αγαμέμνονας επιχειρεί να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών του επικρίνοντάς τους (Θ 228-235):
«Ντροπή [αιδώς], Αργείοι, ρεζίληδες, ομορφονιοί! Πού πήγαν οι καυχησιές σας, όταν λέγαμε πως είμαστε πολύ γενναίοι, αυτές που διαλαλούσατε στη Λήμνο, καυχησιάρηδες, την ώρα που τρώγατε κρέατα πολλά βοδιών που έχουν κέρατα ολόρθα, και πίνατε κρατήρες γεμάτους ως επάνω από κρασί, πως ο καθένας σας στον πόλεμο θα σταθεί αντίκρυ σε εκατό και διακόσιους Τρώες. Τώρα δεν μπορούμε να τα βάλουμε ούτε με έναν, τον Έκτορα, που γρήγορα θα κάψει τα καράβια μας με καυτερή φωτιά».
Ο Αίας ο Τελαμώνιος απευθυνόμενος στους Αχαιούς λέει:
«Αγαπητοί μου, φανείτε άνδρες και βάλτε την ντροπή μέσα σας, κι ας ντρέπεστε ο ένας τον άλλον στις σκληρές μάχες.
Και μεταξύ των ανδρών που νοιώθουν ντροπή, οι περισσότεροι είναι ζωντανοί παρά σκοτωμένοι, όταν όμως φεύγουν, ούτε δόξα ξεφυτρώνει γι’ αυτούς ούτε καμία προστασία».
Η απουσία της αιδούς συνεπάγεται τη δικαιολογημένη αποδοκιμασία των άλλων, που παίρνει συχνά τη μορφή του θυμού ή της αγανάκτησης και δηλώνεται ως ΝΈΜΕΣΙΣ.
Η ρηματική ενέργεια της νεμέσεως δηλώνεται με το ρήμα νεμεσσάω< οργίζομαι, θυμώνω>.
Ενώ η ΑΙΔΏΣ αποτρέπει κατά κύριο λόγο κάποιον από το να ενεργήσει ανάρμοστα σε μια συγκεκριμένη περίσταση, η ΝΈΜΕΣΙΣ τον παροτρύνει να προσβάλει όσους στερούνται την αιδώ.
Όταν, αντίθετα, κάποιος αισθάνεται ότι με τις ανάρμοστες πράξεις του ενδέχεται να υποκινήσει την οργή (τη νέμεσιν) των άλλων προς το πρόσωπό του, τότε διαθέτει αξιοπρέπεια, φιλότιμο, αιδώ.
Έτσι, η νέμεσις των άλλων προκαλεί την αιδώ.
Η σχέση αιδούς και νεμέσεως είναι συμπληρωματική, γι᾽ αυτό και συχνά στο έπος εμφανίζονται μαζί.
Ο Ποσειδώνας επιχειρεί να δώσει κουράγιο στους πανικοβλημένους Αχαιούς, καλώντας τους να συναισθανθούν αιδώ και νέμεση
(Ν 121-124):
{Μόνο βάλτε καθένας σας ντροπή [αιδώ] και φιλότιμο [νέμεση] μέσα σας, γιατί μεγάλη μάχη έχει σηκωθεί κιόλας. Ο βροντόφωνος Έκτορας πολεμά τώρα πια κοντά στα καράβια μας, όλος δύναμη, και έσπασε πόρτες και το μεγάλο σύρτη. }
Στον πόλεμο της Ιλιάδας όλες οι ικετευτικές εκκλήσεις για αιδώ και έλεος των ανυπεράσπιστων ικετών αντιπάλων (που ανήκουν όλοι στην παράταξη των Τρώων) απορρίπτονται, μαζί με τα προσφερόμενα άποινα, από τους ικετευόμενους, οι οποίοι εξοντώνουν τα ανυπεράσπιστα θύματά τους με ανελέητο τρόπο.
Η απώλεια της αιδούς και του ελέους εκ μέρους του Αχιλλέα υποκινεί τη λύτρωση του ατιμασμένου νεκρού Έκτορα.
Πρώτα ο Απόλλωνας, διαμαρτυρόμενος στους ολυμπίους, κατηγορεί τον Αχιλλέα για τον «αναιδή» και ανελέητο τρόπο με τον οποίο προσβάλλει το σώμα του αντιπάλου του, λέγοντας (Ω 44-45):
{Έτσι ο Αχιλλέας την έχασε τη συμπόνια [ἔλεον] μέσα του, και ούτε νιώθει ντροπή [αἰδώς], που πολύ ζημιώνει ή ωφελεί τους ανθρώπους.}
Λίγο μετά, όταν ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα να του επιστρέψει τον μονάκριβο, νεκρό του γιο, τον καλεί να σεβαστεί τους θεούς αλλά και, φέρνοντας στη θύμησή του τον δικό του πατέρα Πηλέα, να λυπηθεί τον γέροντα βασιλιά
(Ω 503-506):
{Όμως σεβάσου [αἰδεῖο] τους θεούς, Αχιλλέα· θυμήσου τον πατέρα σου και λυπήσου [ἐλέησον] εμένα· εγώ είμαι πιο αξιολύπητος [ἐλεεινότερος]· βάσταξα πράγματα, που κανένας άλλος θνητός πάνω στη γη δεν τα βάσταξε ως τώρα, να φέρω στο στόμα μου τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε τα παιδιά μου.}
◼️ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Γενικότερα, η ΑΙΔΏΣ συντηρεί κάθε είδους φιλότητα (κοινωνική, ακόμη και ερωτική).
Η έλλειψη της αιδούς οδηγεί κάποιο πρόσωπο στην ΎΒΡΗ, την αλαζονική συμπεριφορά, που, καθώς υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, προσβάλλει την τιμή των άλλων.
Το άτομο συναισθανόμενο ντροπή για τις πράξεις του, που παρεκκλίνουν από τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα, διαφυλάττει την τιμή και την αξιοπρέπειά του, ενώ παράλληλα εκφράζει μέσω αυτού του αισθήματος και το σεβασμό για τους συνανθρώπους του.
Ο σεβασμός προς τους άλλους σημαίνει τόσο την εκτίμηση για τη γνώμη που σχηματίζει ο άλλος άνθρωπος, όσο και την αποφυγή προσβολής ή ενόχλησης του άλλου.
Αιδώς - θα λέγαμε τελικά - είναι η ηθική συνείδηση και το ηθικό συναίσθημα, είναι η κυρίαρχη τιμωρός δύναμη όλων των γενναίων ανδρών.
Ένας πανάρχαιος άγραφος Νόμος των Ελλήνων, στον οποίον πειθαρχούσαν αγογγύστως όλοι εκείνοι που ένοιωθαν υπεύθυνα άτομα, υπεύθυνοι ηγέτες, άξιοι προς μίμηση.

Η έρευνα έγινε από την Γιώβη Βασιλική. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ μου Μυθική Αναζήτηση τον Φεβρουάριο του 2016. Πληροφορίες και αυτούσια αποσπάσματα όπως και παραγράφοι για να πραγματοποιηθεί το άρθρο συλλέχθηκαν από: Λ. Πόλκας (Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών)-Κωνσταντίνος Μάντης-Α. Μπαγιόνας-Πολύβιος Μαργιάς-Live-Pedia

 

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

 

Η στρούγκα και το καλό τυρί-φέτα


Η στρούγκα  και το καλό τυρί-φέτα

Από τον Γιάννη Γούδα

Σας εξομολογούμαι ότι νιώθω χαρούμενος, γράφοντας αυτό το κείμενο, για δύο λόγους: Αφενός μεν διότι διαβάζοντάς το οι πιο μεγάλοι σε ηλικία θα συγκινηθούν, γιατί πολλές και πολλοί θα θυμηθούν τα ωραία αθώα και ανέμελα χρόνια τους, μέσα από τη ζωή τους στα χωριά τους και αφετέρου γιατί πιστεύω, ότι θα μπορέσω μέσα από αυτό να μεγαλώσω στη νεολαία το πολιτιστικό τους κεφάλαιο και θησαυροφυλάκιο, γιατί γνωρίζοντας όλα αυτά και τον απλό αυτόν τρόπο μεγαλώματος των γονιών τους, των γιαγιάδων και των παππούδων τους, έρχονται σε επαφή με τον λαϊκό αυτόν πολιτισμό, που τόσα πολλά έδωσε στην πατρίδα μας και που τους δίνεται η δυνατότητα να τα γνωρίσουν καλύτερα!
Πόσα δεν μας θυμίζει η λέξη αυτή! Την έστηναν την άνοιξη, τον μήνα Μάη, που ανοίγει καλά ο λόγγος και τη χαλούσαν τον Αύγουστο. Ανάλογα του πόσα κοπάδια υπήρχαν στο κάθε χωριό, τόσες ήταν και οι στρούγκες. Η κάθε μια είχε το δικό της «μπάτζιο» (ο σημερινός τυροκόμος δηλαδή), ο οποίος ήταν άνθρωπος τεχνίτης στο «μαξούλι» (δηλ. τα γαλακτοκομικά προϊόντα, βούτυρο, τυρί κ.λπ.) και μαζί με τον «παραμπάτζιο» (ο βοηθός του), ήταν οι κουμανταδόροι της. Έφτιαχναν λοιπόν τη στάνη κι όταν όλα ήταν έτοιμα, όριζαν και κάναν σ’ όλους γνωστή τη μέρα που το κοπάδι θα έβγαινε έξω.
Από τα χαράματα της μέρας αυτής, όλες οι νοικοκυρές στο πόδι, ν’ αλατίσουν τα σφαχτά τους, να τα ποτίσουν, να τους δώσουν κάτι καλό να φάνε, να τα χαϊδέψουν και να τους πουν δυο καλά λόγια, τώρα που θα τα έχαναν για όλο το καλοκαίρι. Κι ύστερα να τα βγάλουν στη ρούγα (στον κεντρικό δρόμο δηλαδή), στο κοπάδι που με βελάσματα και κουδουνίσματα τραβούσε για το βουνό, να ευχηθούν στον τσοπάνη καλό καλοκαίρι. Πίσω ακολουθούσαν νοικοκυραίοι με τα ζώα τους φορτωμένα με τα καρδάρια, τα καζάνια, 5 ή 6 καδιά, τις πυροστιές κι όλα τα χρειαζούμενα για τη στρούγκα σύνεργα. Έφταναν στη στάνη κι ενώ τα ζώα και το κοπάδι βοσκούσαν, αυτοί βοηθούσαν κουβαλώντας κέδρα και κλωνάρια από δαδιές ή οξιές, για να γίνει το μαντρί πιο ψηλό, να μην μπορούν να πηδήσουν έξω τα ανάποδα γίδια και το θυροστρούγκι (η πόρτα του δηλαδή) πιο γερό. Έτοιμο λοιπόν το μαντρί για την προσφορά του.
Μετά από μία βδομάδα, δέκα το πολύ μέρες, έκαναν το «γαλομέτρο». Μετρούσαν (αφού πρώτα άρμεγε ο καθένας τα δικά του γίδια και μετέπειτα και τα πρόβατα) και ζύγιζαν, παρουσία όλων, το γάλα τους, ενώ κάποιος το κατέγραφε. Τελείωνε με το καλό αυτό κι ήταν η ώρα για φαγητό, φιλοφρονήσεις, κουβεντολόι και πολλές ευχές. Κάθονταν λοιπόν όλοι γύρω-γύρω σε κοινό τραπέζι κι ενώ οι τσοπάνηδες με το «μπάτζιο» και τον βοηθό του τους φίλευαν αγνό βρασμένο γάλα, εκείνοι τους πρόσφεραν τσίπουρο, κρασί, αυγά, κανένα φιλί πίτα και ό,τι τέλος πάντων καλό είχε ο τρουβάς τους.
Έφευγαν και όταν ειδοποιούνταν ξανά, ερχόταν ο καθένας, για να πάρει τα έτοιμα γαλακτοκομικά του προϊόντα, το βούτυρο, το μπατζιοτύρι, την γκίζα, την παπάρα και μέσα σε ένα κουζίνι το ξινόγαλο. Δεν τα έπαιρνε όμως αμέσως και έφευγε, αλλά κοιμόταν το βράδυ εκεί, να σηκωθεί χαράματα την άλλη μέρα, να πλύνει στην πλάκα το βούτυρο κρύο, όπως ήταν, για να φύγει το ξινόγαλο που είχε μέσα του κι ύστερα να το ζυγίσουν. Έτρωγαν και έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού. Με χοντρό πάντα αλάτι, αλάτιζε τώρα σπίτι του το βούτυρο και το μπατζιοτύρι και γέμιζε μ’ αυτά τα καδιά του, ενώ οι άνθρωποι του σπιτιού έτρωγαν με όρεξη την παπάρα και το ξινόγαλο.
Όλα αυτά γινόταν μέχρι τα μέσα του Αυγούστου, γιατί στη συνέχεια τα πρόβατα στέρευαν. Από τώρα και εμπρός, θα δούλευε η άλλη στρούγκα, να βγάλει αυτό που σήμερα ονομάζουμε φέτα. Γινόταν πάλι γαλομέτρημα και με τη σειρά του ο καθένας, έπαιρνε ό,τι δικαιούνταν σε τυρί κι ευχόταν και του χρόνου.
Για να φτιάξουν τη φέτα, στράγγιζαν το γάλα που άρμεγαν, το μετρούσαν με το καρδάρι κι αν περίσσευε με την οκά κι ύστερα, αφού με το μικρό τους δάκτυλο δοκίμαζαν τη θερμοκρασία του και βεβαιωνόταν πως ήταν η κατάλληλη, το πύτιαζαν. Την πυτιά την έφτιαχναν με το περιεχόμενο του στομαχιού των νεογέννητων αρνιών και κατσικιών, όσων δηλαδή δεν είχαν φάει άλλη τροφή από το γάλα της μάνας τους. Όταν λοιπόν τα σφάζανε έτσι μικρά, έβγαζαν το στομάχι τους, έριχναν μέσα του λίγο αλάτι και το κρεμούσαν να στεγνώσει. Τον καιρό που στήνανε την πρώτη στρούγκα, οι τσοπάνηδες μάζευαν από τους νοικοκυραίους τα ξεραμένα αυτά στομάχια, τις πυτιές όπως τα λέγανε, τα καθάριζαν να μείνουν μόνο όσες γουρούδες γάλα είχαν μέσα τους κι αυτές τις λιώναν με νερό να γίνουν χυλός, τον οποίον έβαζαν σε ένα μικρό ξύλινο μπουκλί κι απ’ αυτό έπαιρναν όταν και όσο χρειάζονταν να πυτιάσουν το καλό τυρί, όπως λεγόταν, δηλ. τη σημερινή παραδοσιακή φέτα.
Σκέπαζαν μετά τα καζάνια με το πυτιασμένο γάλα κι όταν αυτό γινόταν τυρί, μ’ ένα βαθουλό πιάτο, το έριχναν στις τσαντίλες που τις κρεμούσαν να στραγγίσουν. Τον ορό που έπεφτε τον μάζευαν σε καρδάρια και τον βράζανε, αφού πρώτα έβγαζαν για τα σκυλιά. Με το βράσιμο, σε καζάνια βέβαια, σχηματιζόταν σιγά-σιγά στην επιφάνειά του η «ούρδα», που για να είναι πιο γλυκιά και πιο γευστική, πρόσθεταν και λίγο γάλα και το έλεγαν «πρόσγαλο».
Οι στρούγκες αυτές κρατούσαν ως αργά το φθινόπωρο, να πάρουν όλοι όσο περισσότερο τυρί γινόταν, γιατί τα ζώα τώρα έτρωγαν πιο πολύ κλαδί και κατέβαζαν περισσότερο γάλα.
Αυτές ήταν οι στρούγκες, στήριγμα του νοικοκύρη, ξεπέζεμα για κάθε οδοιπόρο, ελπίδα και καταφύγιο όλων όσοι έπασχαν από τη φοβερή αρρώστια των καιρών εκείνων, τη φυματίωση. Έτσι γινόταν η παραδοσιακή φέτα και έτσι κυλούσε ήρεμα και ωραία η ζωή στα χωριά, χωρίς άγχος και στενοχώριες. Χωρίς βουή και νεύρα. Έτσι έμενε ο κόσμος στα χωριά τους, δουλεύοντας, δημιουργώντας και προκόβοντας. Υπήρχε αγάπη, σεβασμός και αλληλοεκτίμηση μεταξύ τους, γι’ αυτό και απολάμβανε όλες αυτές που λέμε ευχάριστες κοινωνικές στιγμές και όχι μόνο αυτό, αλλά έτσι κινούνταν και η οικονομία στις τοπικές κοινωνίες, γιατί από τα γιδοπρόβατα δεν έπαιρναν μόνο το γάλα, αλλά και το κρέας, τα μαλλιά (με τα οποία η κάθε νοικοκυρά ύφαινε στον αργαλειό της ή του διπλανού σπιτιού, όλα τα ρούχα της φαμίλιας, όλη την προίκα των παιδιών της κι αρκετά κλινοσκεπάσματα, ενώ με το γιδόμαλλο τα τράγια σαίσματα και τις κάπες), καθώς και την κοπριά για τα χωράφια τους.
Τώρα που τα βλέπουμε όλα αυτά με μια άλλη ματιά στη σημερινή πραγματικότητα, νομίζω ότι έχουμε κάνει τραγικά λάθη, διότι καταστρέφοντας όλα αυτά, δηλ. την τοπική κτηνοτροφία μας, την παράδοση και τον πολιτισμό μας (γιατί και αυτό πολιτισμός είναι), έχουμε καταστρέψει ένα μεγάλο κομμάτι από το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας.

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

 

31η Αυγούστου 1881: Ο σημαντικότερος σταθμός στη νεότερη ιστορία της Λάρισας


Γράφει η κα Σταυρούλα Σδρόλια

Η 31 Αυγούστου 1881 είναι μια μέρα που δεν πρέπει να σβήσει από τη συλλογική μνήμη, καθώς υπήρξε ο σημαντικότερος σταθμός της νεότερης ιστορίας μας, η μέρα που η Λάρισα ενώθηκε με το Ελληνικό κράτος. Τότε ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την πόλη, με επικεφαλής τον άξιο στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο και τον ήρωα λοχαγό Κωνσταντίνο Ισχόμαχο, όπως έγινε διαδοχικά με όλες τις πόλεις της Θεσσαλίας και την Άρτα.

Η χαρά των κατοίκων τη μέρα εκείνη ήταν απερίγραπτη, καθώς επετεύχθη ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, η ένωση της Θεσσαλίας με τη μητέρα πατρίδα, κάτι για το οποίο έλπιζαν γενιές προηγούμενων Ελλήνων και για το οποίο χρειάσθηκαν αιματηροί αγώνες αλλά και εξαντλητικός διπλωματικός μαραθώνιος. Διότι είναι γεγονός ότι τόσο η επανάσταση του 1878 έπαιξε σπουδαίο ρόλο, όπως και αυτές που προηγήθηκαν όσο και το γεγονός ότι από την ελληνική κυβέρνηση καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια για την επίτευξη της ένωσης της Θεσσαλίας μέσα από τις διεθνείς συνθήκες. Αυτά τα έχει καταγράψει η ιστορία.


Και αξίζει κάθε χρόνο τέτοια μέρα να διαβάζει κανείς τις γλαφυρές περιγραφές που έχουν σωθεί για το πώς η πόλη ολόκληρη βγήκε στους δρόμους για την υποδοχή του ελληνικού στρατού με τη γαλανόλευκη και πως κατασκεύαζαν όλο το βράδυ τιμητικές αψίδες με κλαδιά και εορταστικά πανό για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους. Είναι γνωστό ότι η κυριότερη σκηνή υποδοχής διαδραματίστηκε στην πύλη των Φαρσάλων, ενώ την άλλη μέρα έγινε η δέηση στον Άγιο Αχίλλιο.

Αλλά ποιοι ήταν οι Λαρισαίοι που έζησαν την ηρωική εκείνη στιγμή; Δεν ήταν περισσότεροι από 6-8000 χριστιανούς και 2000 Εβραίους- που συμμετείχαν και αυτοί στην ενθουσιώδη υποδοχή, ενώ η πολυπληθέστερη ομάδα της πόλης ήταν οι Οθωμανοί. Ο χριστιανικός πληθυσμός υπερ-διπλασιάσθηκε μέσα στον 19ο αιώνα, αφού στην αρχή του αριθμούσε μόνο 2.500 έως 3000 στο συνολικό πληθυσμό των 20.000 κατοίκων. Οι άνθρωποι αυτοί, έμποροι και επιχειρηματίες οι περισσότεροι, πέρασαν πολλά μέσα στον 19ο αιώνα. Έζησαν τις καταστροφές στον απόηχο των Ορλωφικών, το ξανακτίσιμο του ναού του Αγίου Αχιλλίου, αφού είχαν μείνει μια εικοσαετία χωρίς εκκλησία, ασπάσθηκαν το κίνημα του Διαφωτισμού και την αγάπη για τη μόρφωση, και παρακολούθησαν με κομμένη την ανάσα την επανάσταση του 21, ενώ΄αρκετοί συμμετείχαν ενεργά στον Αγώνα στη Νότια Ελλάδα. Απογοητεύτηκαν, όπως είναι φυσικό, όταν η Θεσσαλία έμεινε απέξω στο πρώτο Ελληνικό Κράτος αλλά ξεσηκώθηκαν ξανά το 1854 και σε όλες τις επόμενες εξεγέρσεις, μέχρι να ρθεί το ποθούμενο.

Στο μεταξύ, είδαν την πόλη τους να αλλάζει. Μετά τα προνόμια του Τανζιμάτ, παραχωρούνται σταδιακά ορισμένες ελευθερίες στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και οι Λαρισαίοι χτίζουν μεγάλους ναούς, ενώ και οι συναγωγές ανακαινίζονται.

Και τι έκαναν οι άνθρωποι αυτοί την επαύριο της πολυπόθητης ένωσης με την Ελλάδα; Δραστηριοποιήθηκαν με πάθος στην ανασυγκρότηση της πόλης, ώστε να μοιάζει με ένα σύγχρονο κέντρο της Ευρώπης, αφού οι πηγές περιγράφουν με ξεχωριστό τρόπο πόσα πολλά επιτεύχθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια. Συγχρόνως απέφυγαν τις βιαιοπραγίες εναντίον των Οθωμανών που έμειναν και οι οποίοι μεταβλήθηκαν μέσα σε σύντομο διάστημα από κυρίαρχοι σε μειονότητα. Η υποδειγματική συμπεριφορά των Ελλήνων που τους προστάτεψαν σχολιάσθηκε πρόσφατα από το μητροπολίτη μας σε άρθρο  του στην Ελευθερία, που θέλησε να περιγράψει ότι είναι μέσα στην παράδοσή μας η συμβίωση με τις διαφορετικές ομάδες.

Και το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα όλων αυτών είναι το Γενί Τζαμί, που κτίσθηκε από τους έλληνες για τους εναπομείναντες μουσουλμάνους στα τέλη του αιώνα και υψώνεται ακόμη στην πόλη μας, ως σύμβολο φιλίας, αν και λαβωμένο από τον πρόσφατο σεισμό, ενώ σύντομα θα μετατραπεί από το Δήμο Λαρισαίων σε Κέντρο Πολιτιστικής Διασύνδεσης, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων.

Για τον οργασμό έργων που ακολούθησε στη Λάρισα μετά την απελευθέρωση του 1881 αναφέρεται πολύ παραστατικά ο Βλάσης Γαβριηλίδης, που την επισκέφτηκε το 1890. «Η Λάρισσα ήνοιξεν, εύρυνε δρόμους εις παρισινά μπουλεβάρ, εκανόνισεν ευθείας, εμόρφωσε πλατείας, έκοψεν, έρραψεν, έκαψεν, εκρήμνισεν, όλα αυτά με έν δάνειον δημοτικόν 500.000 δραχμών, του οποίου α 250.000 δεν εδαπανήθησαν, εκ δε των δαπανηθεισών επληρώθησαν αι αποζημιώσεις και εξεφύτρωσαν συνοικίαι ολόκληροι…. Ενδιαφέρουσα για την ποικιλίαν των φυλών της, την ζωήν της την πολλήν, το παράδοξον της εικόνας της. Είναι πόλις εν ζυμώσει. Η Λάρισα κτίζεται. Όλα γίνονται τώρα. Σχεδόν και άνθρωποι» Και όλα αυτά σε λιγότερο από 10 χρόνια, καθώς η πόλη είχε γίνει τόπος έλξις πολιτών από διάφορα μέρη και αυτό συνετέλεσε στην εξέλιξή της.

Τέλος, αναφερόμενος κανείς σε μια σημαντική στιγμή της ιστορία της πόλης δεν πρέπει να ξεχνά τις βασικές αρχές που την χαρακτήριζαν μέσα στους αιώνες, ότι η Λάρισα υπήρξε πάντα κέντρο εμπορίου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και διέθετε την ικανότητα της ενσωμάτωσης διαφορετικών πληθυσμών. Αυτά την έκαναν σπουδαία πόλη και αυτό αξίζει ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, όταν κανείς δεν μπορεί να ζεί στην απομόνωση και τον εφησυχασμό.

 

*Η κα Σταυρούλα Σδρόλια είναι αρχαιολόγος, διδάκτωρ βυζαντινής αρχαιολογίας, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ. ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Πλατεία Ταχυδρομείου - Κλινική Κατσίγρα


Το Συντριβάνι της πλατείας Ταχυδρομείου και στο βάθο  η επιβλητική Κλινική του Γεωργίου Κατσίγρα. Περί το 1960. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας. Το Συντριβάνι της πλατείας Ταχυδρομείου και στο βάθο η επιβλητική Κλινική του Γεωργίου Κατσίγρα. Περί το 1960. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή εικόνα παρουσιάζει μια ειδυλλιακή γωνιά της πλατείας Ταχυδρομείου στην πόλη μας, όπως ήταν πριν από 60 περίπου χρόνια. Πολύ πράσινο, λουλούδια, δένδρα και στο μέσον ένα συντριβάνι. Μια εξαγωνική λιμνούλα με πίδακα στο μέσον, αποτελούσε το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της πλατείας και βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο της. Ήταν έργο κοινωνικής αλληλεγγύης εκ μέρους του ΟΥΗΛ (Οργανισμός Υδρεύσεως Ηλεκτρισμού Λαρίσης) [1]. Σήμερα υπάρχουν πολλοί μεσήλικες και υπερήλικες, οι οποίοι έχουν να επιδείξουν στα οικογενειακά album φωτογραφίες μπροστά στο μοναδικό για την εποχή του συντριβάνι. Πίσω διακρίνεται η οδός Παπακυριαζή με πολλά σταθμευμένα αυτοκίνητα. Δεν είχαν ακόμη εμφανισθεί οι πεζόδρομοι στη Λάρισα και η κυκλοφορία ήταν ελεύθερη για πεζούς και τροχοφόρα.


Εκείνο όμως το οποίο γεμίζει όλο σχεδόν το βάθος της φωτογραφίας είναι η Χειρουργική Κλινική του Γεωργίου Κατσίγρα. Στη γωνία αυτή μεταξύ των οδών Ασκληπιού και Παπακυριαζή κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπήρχε μια περιτοιχισμένη μάντρα και μέσα σ’ αυτήν υπήρχε ένα μικρό σπίτι. Ο χώρος ολόκληρος ήταν ιδιοκτησία του στρατηγού Ιωάννη Άρτη. Μέσα σ’ αυτόν τον ακάλυπτο χώρο στέγνωνε συνήθως τα ρούχα των πελατών του ο Θανάσης Βέργος, ο οποίος διατηρούσε καθαριστήριο και βαφείο που είχε πρόσοψη από την πλευρά της οδού Κούμα.
Μετά τον πόλεμο στη θέση αυτή, όπως και στον χώρο της πλατείας Ταχυδρομείου είχαν αναπτυχθεί οι παράγκες που στέγαζαν τις φιλάνθρωπες υπηρεσίες του ΠΙΚΠΑ, την Ελληνική Μέριμνα και άλλες υπηρεσίες [2]. Την οικοπεδική αυτή έκταση αγόρασε ο ιατρός Γεώργιος Κατσίγρας, ο οποίος σε σύντομο χρονικό διάστημα έκτισε την τεράστια κλινική του, η οποία εγκαινιάσθηκε και λειτούργησε το 1955. Το 1988 αγοράσθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, προστέθηκε ένας ακόμα όροφος και στεγάσθηκαν σ’ αυτόν τα πρώτα γραφεία και εργαστήρια της Ιατρικής Σχολής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το παρεκκλήσιο της Κλινικής, το οποίο ο Γεώργιος Κατσίγρας το αφιέρωσε στον πατέρα του Ιωάννη, γι’ αυτό και τιμάται στον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Το εκκλησάκι αυτό αποτελεί ένα μικρό μνημειακό σύνολο γιατί έχει αγιογραφηθεί και διακοσμηθεί από τον γνωστό ζωγράφο της Λάρισας Ζήση Τσαπράζη.
Η πλατεία Ταχυδρομείου, ήταν η δεύτερη σε μέγεθος [3] από τις παλιές πλατείες της Λάρισας. Πρέπει να τονίσουμε ότι χρόνια τώρα η πλατεία αυτή είναι γνωστή ως Πλατεία Ταχυδρομείου και παρ’ όλες τις πολλές επίσημες μετονομασίες της, όλοι οι Λαρισαίοι έχουν ενστερνισθεί την πρώτη ονομασία της.
Κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, η πλατεία αυτή δεν είχε ακόμη οριοθετηθεί όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Ήταν βέβαια ένας μεγάλος ακάλυπτος και αδιαμόρφωτος χώρος, χωρίς καμία καλλωπιστική επέμβαση. Από παλιές εφημερίδες των αρχών του 20ού αιώνα μαθαίνουμε ότι στον χώρο αυτόν στεγάζονταν προσωρινά τα διάφορα περιοδεύοντα τσίρκα, τα οποία πρόσφεραν θεάματα και μουσικές απολαύσεις στους Λαρισαίους.
Από το Αρχείο Σχεδίων της Πόλεως του Γραφείου Πολεοδομίας του Δήμου Λαρισαίων πληροφορούμαστε ότι το 1931 σχεδιάσθηκαν έργα καλλωπισμού στην πλατεία Ρήγα Φεραίου. Αυτά αφορούσαν ισοπέδωση και ασφαλτόστρωση του κεντρικού χώρου, ενώ περιμετρικά τα πεζοδρόμια πλακοστρώθηκαν και δενδροφυτεύτηκαν. Το 1936, με την ευκαιρία της διέλευσης της ολυμπιακής φλόγας με προορισμό το Βερολίνο, είχε κατασκευασθεί στο εσωτερικό της πλατείας, ειδικός βωμός για τη φύλαξη της φλόγας. Το 1939 αναφέρεται ότι έγινε κάποια τροποποίηση του σχεδίου πόλεως στην περιοχή της Πλατείας [4]. Η πορεία της πλατείας μεταπολεμικά είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ο ΟΥΗΛ με πρόεδρο τον Κώστα Ταμπασούλη, ενδιαφέρθηκε για τον καλλωπισμό της. Επί δημαρχίας Χριστόδουλου Καφφέ η σπουδαία Λαρισαία Νέλλα Γκόλαντα δημιούργησε το γλυπτό σύμπλεγμα «Γλυπτός ποταμός» που συνδέει τις δύο μεγαλύτερες πλατείες της Λάρισας και θαυμάζεται από πολλούς.
—Όσον αφορά την ονομασία της πλατείας παρατηρείται και εδώ το φαινόμενο τη συχνής μετονομασίας που συναντούμε κατά τα 140 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης. Πιστεύεται ότι η αρχική ονομασία της έγινε αβίαστα από την παρουσία του κτιρίου του Ταχυδρομείου-Τηλεγραφείου στη βορειοανατολική γωνία της πλατείας, εκεί όπου σήμερα υψώνεται το Grand Hotel.
—Επίσημη ονομασία της πλατείας τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση ήταν Ταγματάρχου Κωνσταντίνου Λώρη προς τιμήν ενός ηρωικού αξιωματικού που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων του 1886 στα σύνορα κοντά στο Ζάρκο.
—Το 1900, έπειτα από πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου μετονομάσθηκε σε Πλατεία Ρήγα Φεραίου, όπως μας πληροφορεί τοπική εφημερίδα της εποχής [5].
—Το 1944 το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να τη μετονομάσει σε Πλατεία Stanford, από το όνομα μια μικρής πόλης της Αγγλίας, η οποία βοήθησε τη Λάρισα κατά τα σκληρά χρόνια της κατοχής.
—Μετά τον θάνατο του Δημητρίου Χατζηγιάννη προτάθηκε η μετονομασία σε πλατεία Δημητρίου Χατζηγιάννη, προς τιμήν του δημάρχου που διέγραψε μια ενδιαφέρουσα πολιτική πορεία και πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη.
—Σήμερα επίσημα ονομάζεται Πλατεία Εθνάρχου Μακαρίου, για να τιμηθεί ο αγωνιστής αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος, αλλά έχω την εντύπωση ότι ελάχιστοι το γνωρίζουν γιατί έχει καθιερωθεί πανελλήνια ως πλατεία Ταχυδρομείου.
—————————————————————
[1]. Ο ΟΥΗΛ ξεκίνησε περί το 1928 ως εταιρεία (ΕΥΗΛ). Ήταν ιδιωτικός οργανισμός και με τη συνδρομή του Δήμου εξελίχθηκε στον υγιέστερο διοικητικά και οικονομικά οργανισμό της Λάρισας, ο οποίος από τα έσοδά του δημιούργησε πολλά έργα, προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Εκτός από το Συντριβάνι της πλατείας Ταχυδρομείου, αναφέρουμε ενδεικτικά την ανέγερση εκ θεμελίων του ναΐσκου του Αγ. Βησσαρίωνος, δίπλα από το κτίριο του Ωδείου στον ομώνυμο κήπο, τις κτιριακές εγκαταστάσεις στον Πλαταμώνα δίπλα από τη βίλα του Μοσκώφ, για τις καλοκαιρινές διακοπές του προσωπικού του ΟΥΗΛ και πολλά άλλα. Συνέχειά του είναι σήμερα η γνωστή μας ΔΕΥΑΛ.
[2]. Από τα πρώτα ακόμα χρόνια μετά τον μεγάλο σεισμό του 1941, επειδή τα κτίρια των δικαστηρίων στην Κεντρική πλατεία είχαν σχεδόν ισοπεδωθεί, ο περιτοιχισμένος χώρος μαζί με το γωνιακό με την οδό Ρούσβελτ οικοδόμημα, είχαν προταθεί για την κατασκευή στο σημείο αυτό του νέου Δικαστικού Μεγάρου που τόσο είχε ανάγκη η Λάρισα. Επίσης στα μεγαλεπήβολα μετακατοχικά σχέδια ήταν και μια πρόταση πολλών Λαρισαίων, ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου να εγκαταλείψει τον προαιώνιο χώρο του στον λόφο της Ακροπόλεως και να κτισθεί στην ευρύχωρη πλατεία Ταχυδρομείου. Ευτυχώς όμως υπήρξαν κάποιες ώριμες φωνές στην πόλη και οι πρωτοβουλίες αυτές δεν ευοδώθηκαν.
[3]. Σήμερα, με την επέκταση της Λάρισας έχουν δημιουργηθεί και άλλες μεγάλες σε έκταση πλατείες, μεγαλύτερες της πλατείας Ταχυδρομείου, όπως π.χ. είναι η Πλατεία Εργατικής Πρωτομαγιάς στη συνοικία Νεράιδα.
[4]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Πλατεία Ταχυδρομείου. Ιστορική διαδρομή. εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 15 Ιουνίου 2016.
[5]. «Η προ του Ταχυδρομείου πλατεία Λώρη, συστάσει του κ. Πονηροπούλου μετονομάζεται “Πλατεία Ρήγα Φεραίου”, του οποίου μαρμαρίνη προτομή θα στηθή εις το μέσον αυτής». εφ. «Μικρά», Εν Λαρίσση τη 6η Φεβρουαρίου 1900.

 

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

 

Η 31η Αυγούστου 1881 στη Λάρισα

Η 31η Αυγούστου 1881 στη Λάρισα

ΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com

Χθες συμπληρώθηκαν 140 χρόνια από την απελευθέρωση της Λάρισας από τους Οθωμανούς, έπειτα από 458 χρόνια (1423-1881) τυραννικής σκλαβιάς. Το γεγονός αυτό ήταν τόσο σημαντικό για την πόλη και γενικά τη Θεσσαλία, ώστε πολλά άτομα (ιστορικοί ερευνητές, δημοσιογράφοι,

ανταποκριτές εφημερίδων και άτομα του στρατού της απελευθέρωσης) έχουν αφήσει γραπτά τις αναμνήσεις τους από την ημέρα εκείνη σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Και η στήλη αυτή έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με τις χαρμόσυνες εκείνες στιγμές[1]. Στο σημερινό μας όμως κείμενο, θα βασισθούμε σε μια άλλη μαρτυρία για το γεγονός της απελευθέρωσης, του γνωστού δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας «Μικρά» Θρασύβουλου Μακρή. Τις κατέγραψε στο φύλλο αριθμ. 185 της εφημερίδας της Λάρισας «Νέα Ημέρα» της 29ης Σεπτεμβρίου 1935 με τον τίτλο «Δημοσιογραφικές Αναμνήσεις», με την ευκαιρία των πανθεσσαλικών εορτών για τα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, οι οποίες είχαν γίνει κάπως καθυστερημένα λόγω διαφόρων στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων κατά το διάστημα αυτό (Μικρασιατική εκστρατεία, δικτατορικές κυβερνήσεις, κλπ.). Ο Μακρής γεννημένος το 1874, την ημέρα της απελευθέρωσης της Λάρισας ήταν 7 ετών, έλαβε μέρος με το σχολείο του στις εορταστικές εκδηλώσεις, αλλά όπως αναφέρει «Μικρούληδες τότε, ως εν ονείρω ενθυμούμεθα την είσοδον του ελληνικού στρατού εις την πόλιν μας, αφήνομεν όμως την αφήγησιν των κατ’ αυτήν εις τους γηραιούς συμπολίτας μας Αθανάσιον Όθωνα και Αριστοτέλην Παπαζήσην, οι οποίοι παρακολουθήσαντες εκ του σύνεγγυς τότε τα γεγονότα, μας παρέχουν λεπτομερείας». Η περιγραφή αυτή θεωρείται αυθεντική και χωρίς αμφιβολία ακριβής, καθώς η παρουσία του Μακρή επί χρόνια στα δημοσιογραφικά τεκταινόμενα της Λάρισας μαρτυρεί την αξιοπιστία του. Αναφέρει γεγονότα, μικρές όμορφες ανθρώπινες στιγμές και ονόματα από την ιστορική αυτή ημέρα, τα οποία σε επιστημονικά συγγράμματα είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς. Γι’ αυτό και οι αναμνήσεις του παραμένουν σημαντικές. Γράφει λοιπόν ο Θρασ. Μακρής:
«Ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής Λαρίσης και απάσης της Θεσσαλίας Χικμέτ πασάς, ματαίως αναμείνας την αναστολήν της Βερολινείου αποφάσεως, διέταξε σύντομον την προετοιμασίαν και την αναφοράν των στρατευμάτων του, των πολιτικών και δικαστικών αρχών και γραφείων, ως και των εν ταις φυλακαίς Λαρίσης και Τυρνάβου κρατουμένων καταδίκων. Εξ άλλου ο πολιτικός διοικητής Λαρίσης, εδρεύων εις μεγάλην οικίαν κάποιου Ταφούρ μπέη, ήτις κατόπιν εχρησίμευσεν και ως στρατών του εγκατασταθέντος ενταύθα 5ου Πεζικού Συντάγματος, καταβιβάσας την σημαίαν, διέταξεν να απέλθωσιν οι άνδρες της ασφαλείας, εγκαταστήσας δε περί τας δέκα περιπόλους εις τας συνοικίας της πόλεως, εκάλεσε τους εν αμηχανία ευρισκομένους Τούρκους προύχοντας και τους συνέστησεν ή να τον ακολουθήσουν εις Ελασσώνα ή να παραμείνωσιν αφόβως υπό το νέον καθεστώς.
Την μεσημβρίαν του Σαββάτου, 30 Αυγούστου του 1881, επιτροπή αξιωματικών Ελλήνων όλων των όπλων και απάντων εφίππων, κατέφθασεν εκ Τρικάλων και παρέλαβεν τυπικώς παρά του πασά την διοίκησιν της πόλεως, του στρατιωτικού διοικητού αυτής Χικμέτ παραλαβόντος το τελευταίον τάγμα των ατάκτων γκέκηδων, εγκατέλειψεν το Διοικητήριον, το οποίον ως γνωστόν κείμενον επί της Κεντρικής πλατείας, εχρησίμευσεν αργότερον ως «Θέμιδος Μέλαθρον».
Η άφιξις των Ελλήνων αξιωματικών ενεθουσίασε τους χριστιανούς κατοίκους- φοβουμένους σφαγήν- οίτινες ήρχισαν αναρτώντες εις τα καταστήματα και τας οικίας των ελληνικάς σημαίας… Εις τους ανωτέρω αξιωματικούς διαμείναντας εις το μόνον τότε ξενοδοχείον και εστιατόριον του Χρήστου Βαμβακά, του δράσαντος κατά την επανάστασιν του 1878, κείμενον όπισθεν της νυν Εθνικής Τραπέζης, οι προύχοντες Λαρισαίοι παρέθεσαν  γεύμα και δείπνον, κατά το οποίον οι συνδαιτυμόνες εγεύθησαν δια πρώτην φοράν των περιφήμων πεπονίων της Μπακραίνης, των σταφυλών του Καζακλάρ και του ονομαστού οίνου της Ραψάνης.
Καθ’ όλην την νύκτα του Σαββάτου οι Λαρισαίοι έρραπτον σημαίας και επρομηθεύοντο κούκους (κάλυμμα κεφαλής) μαύρους, τους οποίους εγκαίρως είχε προετοιμάσει προνοητικός έμπορος, ούτω δε την πρωΐαν της Κυριακής 1ης Αυγούστου 1881, η Λάρισα έπλεεν εις το κυανόλευκον και οι πλείστοι των κατοίκων της ήσαν κουκοφορεμένοι.
Εξημέρωσε τέλος η Κυριακή και η πόλις με την ελληνικήν και εορτάσιμον όψιν της, ευρίσκεται από βαθείας νυκτός επί ποδός. Προ του μητροπολιτικού-πενιχρότατου τότε- ναού του Αγ. Αχιλλείου εστήθη υπερύψηλος και πλατύτοξος αψίς, διακοσμηθείσα δια επιγραφών και σημαιών ελληνικών και των προστατίδων δυνάμεων υπό του βιβλιοπώλου Γεωργίου Μακρή (πατρός μου), ετέρα δε τοιαύτη εις την Πύλην των Τρικάλων, όπου νύν το νέον Στρατιωτικόν νοσοκομείον[2], οπόθεν θα εισήρχετο ο στρατός. Ο φαρμακοποιός Κωνσταντίνος Αστεριάδης[3], φορών κατάλευκον ωραίαν φουστανέλλαν, ο νεαρός τότε ιατρός Ευριπίδης Μακρής κρατών πολύτιμον μεταξωτήν σημαίαν, της οποίας ο σταυρός δια γνησίου χρυσού εκεντήθη υπό Λαρισαίων κυριών και δεσποινίδων, εξήλθον μετ’ άλλων νέων μέχρι της παρά το Μπαϊσλάρ (Τερψιθέας) θέσεως «Νταούλια» ή «Τσατάλι» και υπεδέχθησαν Λόχον εισελθόντα και παραλαβόντα την πόλιν παρά του Τούρκου διοικητού αυτής, όστις μετά των λοιπών Τούρκων ανωτέρων διοικητικών υπαλλήλων διηυθύνθη κατόπν δια της όπισθεν του ναΐσκου του Αγ. Βησσαρίωνος οδού προς την γέφυραν, ιππεύσας δε ώδευσε προς Τύρναβον.
Εις την δεξιά της αφίδος στηθείσαν εξέδραν ανέρχονται αι μαθήτριαι λευκά ενδεδυμέναι, κρατούσαι άνθη και δροσερούς πρασίνους κλάδους, εις την αριστερά δε ετέραν εξέδραν τοποθετούνται οι μαθηταί, με κυανολεύκους ταινίας επί του στήθους και μικράς σημαίας εις τας χείρας. Εις την Πύλην καταφθάνει μετ’ ολίγον και ο μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος Πετρίδης, συνοδευόμενος υπό του εν Τυρνάβω αγιοταφίτου αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δροσινά και του κλήρου, όλοι φέροντες ωραίας και πολυτελείς στολάς. Η στιγμή είναι ιερά, δυσπερίγραπτον δε το εθνικόν αίσθημα το οποίον εκσπά εις ταχείς της καρδίας παλμούς. Όταν μετ’ ολίγον ο στρατός επλησίασε πάντες δακρύουσιν, ενώ συγχρόνως εκσπώσιν εις ουρανομήκεις ζητωκραυγάς. Ακολουθεί μετ’ ολίγον η Μουσική του στρατού, έπονται οι σαλπιγκταί και κατόπιν η Σημαία και ο αρχηγός της καταλήψεως Σούτσος, επί ωραίου λευκού ίππου. Απερίγραπτος ο επικρατήσας την στιγμήν εκείνην πανζουρλισμός, φέσια ξεσκίζονται και πετώνται εις τον αέρα, οι μαθηταί και οι μαθήτριαι ζητωκραυγάζοντες υψώνουσι και κινούσι δαιμονιωδώς τας σημαίας και ρίπτουν άνθη, άδουσαι μετ’ ολίγον ωραίον ειδικόν εμβατήριον προς την Θεσσαλίαν. Ο Στρατηγός κατελθών του ίππου ασπάζεται το Ευαγγέλιον και την δεξιάν του μητροπολίτου, η δε διδασκάλισσα Αγγελική Σκόδρα με ηχηράν φωνήν προσφωνεί τον Σούτσον, τον οποίον στεφανώνει και δια στεφάνου δάφνης.
Το πλήθος έξαλλον δεν παύει ζητωκραυγάζων, οι δε κατά σειράν ιστάμενοι υδροφόροι (σακατζήδες), προσφέρουν νερό εις τους κουρασμένους στρατιώτας. Ενώ δε ο κόσμος προχωρεί συνοδεύων τον στρατόν, ακούεται διαλαλουμένη η πρώτη εκδοθείσα την ημέραν εκείνην εν τη πόλει μας εφημερίς «Αστήρ της Θεσσαλίας» του δικηγόρου και είτα πολιτευτού Αγυιάς Ανδρέου Πεταλά, γενομένη ανάρπαστος υπό του πλήθους. Πάντες κατευθύνονται εις τον μητροπολιτικόν Ναόν όπου μετά την δοξολογίαν ψάλλεται υπό του καλλιφώνου πρωτοψάλτου Μιχ. Γαλανίδου (πατρός του μετέπειτα δικηγόρου Δ. Γαλανίδου) το πρώτον ο πολυχρονισμός του βασιλέως Γεωργίου του Α΄. Ο στρατός παρουσιάζει όπλα, η Μουσική ανακρούει ειδικόν εμβατήριον και ο μητροπολίτης, μετά ενθουσιώδη σύντομον λόγον, ζητωκραυγάζει υπέρ του Έθνους, του στρατού και του στρατηγού Σούτσου, ο οποίος μετά των επιτελών του διευθύνεται κατόπιν εις το Διοικητήριον, εις τον εξώστην του οποίου υψώθη υπερμεγέθης σημαία.
Μέχρι της 3ης απογευματινής ώρας εξηκολούθει η είσοδος εις την πόλιν διαφόρων τμημάτων του στρατού, άτινα κατηυλίσθησαν: Το ορειβατικόν Πυροβολικόν εντός του περιφραγμένου τότε Φρουρίου, επί του οποίου και ανυψώθη η κυανόλευκος. Το πεδινόν Πυροβολικόν εις τον Πέραν Μαχαλά και το Αλκαζάρ.
Το Ιππικόν εις Σάλια (βορείως του υπάρχοντος κεραμοποιείου) και το Πεζικόν πέριξ του Διοκητηρίου, εις τον προ του Φρουρίου χώρον και εις τον προ του ατμομύλου Παππά αναπεπταμένον τότε έρημον χώρον. Μεταξύ των σαλπιγκτών συγκαταλέγονται οι: Δημ. Γραφειάδης και Γ. Φαρμάκης, οι οποίοι αφυπηρετήσαντες του στρατού αργότερον, παρέμειναν ενταύθα, ο μεν ως βιβλιοδέτης εις το βιβλιοπωλείον του πατρός μου Γεωργίου, ο δε ως μάγειρος ονομαστός δια την τέχνην του. Εις την Μουσικήν υπηρέτει τότε ως φλαουτίστας ο Κ. Χαρίτος, γνωστός δια τα αστεία του κουρεύς…
Η υποδοχή του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού τον οποίον διοικούσε ο στρατηγός Σκαρλάτος Σούτσος και οδηγούσε ο ηγέτης της Θεσσαλικής Επαναστάσεως του 1878 ταγματάρχης Κωνσταντίνος Ισχόμαχος υπήρξεν ιστορική και απεθανατίσθη με την ονομασίαν μιας εκ των κεντρικοτέρων οδών της πόλεως εις «Οδόν 31ης Αυγούστου 1881».
Κατά την απελευθέρωσιν της θεσσαλικής πρωτευούσης παρευρέθησαν εις την Λάρισαν και οι Τούρκοι Δήμαρχοι Τρικάλων Καδρής Μεχμέτ βέης, Καρδίτσης Καχριμάν βέης και Φαρσάλων Χουσνή Ταχσίν, με τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του.
Ούτω κατελήφθη η Θεσσαλική Μητρόπολις και τοιουτοτρόπως εισήλθεν ο στρατός μας εις την Λάρισαν, γενόμενος αντικείμενον θερμών εκδηλώσεων και εκτάκτων περιποιήσεων επί πολλάς ημέρας εκ μέρους των κατοίκων».

————————————————————————

[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η απελευθέρωση της Λάρισας το 1881, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλα της 28ης Αυγούστου και της 3ης Σεπτεμβρίου 2014. Του ιδίου: «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα- Α΄(2014). σελ. 155-162.
[2]. Μην ξεχνάμε ότι το κείμενο του Μακρή έχει γραφεί το 1935, χρονολογία κατά την οποία το 404 Στρατ. Νοσοκομείον μόλις είχε κατασκευασθεί.
[3]. Πρόκειται για τον πατέρα των ζωγράφου Αγήνορα και φαρμακοποιού Αγαμέμνονα Αστεριάδη.