Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις

ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ


Πανοραμική άποψη του κεντρικού τομέα της Λάρισας από το ύψος του προπολεμικού ρολογιού. Επιστολικό δελτάριο Α. Παναγιωτακόπουλος και Σία. 1935. Αρχείο Φωτοθήκης.Πανοραμική άποψη του κεντρικού τομέα της Λάρισας από το ύψος του προπολεμικού ρολογιού. Επιστολικό δελτάριο Α. Παναγιωτακόπουλος και Σία. 1935. Αρχείο Φωτοθήκης.
Στο σημερινό κείμενο παρουσιάζουμε δύο εικόνες του κεντρικού τομέα της Λάρισας, οι οποίες έχουν διαφορά είκοσι περίπου χρόνων.
Η πρώτη είναι του 1935 και η δεύτερη του 1956. Στο χρονικό αυτό διάστημα συνέβησαν στην πόλη συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα, ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941, οι ανηλεείς ιταλικοί και γερμανικοί βομβαρδισμοί, οι κακουχίες της κατοχής, κ.λπ., τα οποία αλλοίωσαν δραματικά την εικόνα της, ιδιαίτερα σε ορισμένα σημεία και η Λάρισα έχασε την προπολεμική αίγλη που διέθετε. Δημοσιεύουμε δύο φωτογραφίες από την ίδια θέση λήψης, το ρολόι της Λάρισας, με προσανατολισμό προς το κεντρικότερο σημείο της, την Κεντρική πλατεία. Ο λόγος είναι προφανής. Να μας προσφέρει μια σύγκριση της μορφής του συγκεκριμένου χώρου κατά τα δύο αυτά χρονικά διαστήματα, η οποία αποβαίνει δραματική όσον αφορά στα εμβληματικά κτίσματα τα οποία την περιβάλλουν.
Η λήψη των φωτογραφιών έγινε σε μέρες ηλιόλουστες και η ατμόσφαιρα είναι καθαρή. Στο κάτω μέρος των εικόνων διακρίνονται οι στέγες μικρών χαμηλών κτιρίων, τα οποία κτισμένα το ένα κοντά στο άλλο, βρίσκονταν πάνω ακριβώς από το Αρχαίο Θέατρο και κάλυπταν κάθε τμήμα του. Όλα αυτά άρχισαν να κατεδαφίζονται σταδιακά και σήμερα, μετά την απομάκρυνσή τους, θαυμάζουμε το σπουδαίο αυτό μνημείο της πόλης μας.
Σε δεύτερο επίπεδο, προβάλλουν δύο κομψά κτίρια. Το τριώροφο αριστερά είναι το μέγαρο Αλεξάνδρου. Κτίσθηκε γύρω στα 1930 και λόγω της στερεής κατασκευής του άντεξε στον σεισμό. Διατηρείται μέχρι και σήμερα πλήρως ανακαινισμένο και σε πολύ καλή κατάσταση. Το ισόγειο χρησιμοποιήθηκε από τους ιδιοκτήτες του για να στεγάσει την επιχείρησή τους, ενώ οι δύο όροφοι στέγασαν όλο αυτό το διάστημα διάφορες δραστηριότητες (ξενοδοχείο, λέσχη, κλινική, ψυχαγωγικό κέντρο και άλλες χρήσεις). Κατά την περίοδο της κατοχής ολόκληρο το κτίριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς. Το ισόγειο μετατράπηκε σε χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων τους, ενώ οι όροφοι φιλοξένησαν το Διοικητήριο των Γερμανικών στρατευμάτων.
Το διπλανό γωνιακό κτίριο, όπως αναφέρει η επιγραφή στην προπολεμική φωτογραφία, στέγασε από το 1926 την Τράπεζα Λαρίσης, που είχε ιδρυτή και πρώτο διευθυντή τον Κωνσταντίνο Οικονομίδη[1]. Και αυτή η οικοδομή επέζησε από τις συμφορές που έπληξαν την πόλη αυτό το διάστημα, αλλά το κτίριο της Τράπεζας κατεδαφίσθηκε τη δεκαετία του 1960 για να κτισθεί μια σύγχρονη οικοδομή.
Συνέχεια από την Τράπεζα Λαρίσης επί της οδού Παπαναστασίου (Ακροπόλεως τότε και κατόπιν Βασιλίσσης Σοφίας) διακρίνεται ένα επίμηκες διώροφο κτίσμα. Το ισόγειο στέγαζε μια σειρά καταστημάτων, πολλά από τα οποία λειτούργησαν και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Στον επάνω όροφο ήταν εγκατεστημένα μεταξύ άλλων και τα γραφεία του Εργατικού Κέντρου Λάρισας. Όμως όλο αυτό το συγκρότημα διαδοχικά κατεδαφίσθηκε, αρχικά διαμορφώθηκε το κινηματοθέατρο "Γαλαξίας" και στη συνέχεια το ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς». Πιο κάτω οικοδομήθηκε πολυώροφο κτίριο, στο ισόγειο του οποίου στεγάζεται σήμερα το υποκατάστημα της AlphaBank.
Σε ένα τρίτο επίπεδο διακρίνονται όλα τα οικοδομήματα, τα οποία περιβάλλουν την Κεντρική πλατεία Μιχαήλ Σάπκα. Στο σημείο αυτό μια προσεκτική μελέτη των δύο φωτογραφιών θα αποκαλύψει μεγάλες διαφορές στα περισσότερα απ' αυτά. Το αποτέλεσμα των καταστροφών της κατοχής οδήγησε στην ανοικοδόμηση νέων πολυώροφων οικοδομών, οι οποίες αλλοίωσαν εντελώς την προπολεμική όψη της πλατείας. Στην προπολεμική φωτογραφία, στα αριστερά μεταξύ των οδών Κύπρου και Φιλελλήνων διακρίνεται ένα γωνιακό κτίριο, η στέγη του οποίου καταλήγει στη γωνία σε έναν κωνικό τρούλο. Ήταν το μέγαρο Μεχμέτ Χατζημέτου, το οποίο κτίσθηκε το 1905 και αρχικά ο επάνω όροφος στέγασε μέχρι το 1919 την περίφημη Λέσχη Ασλάνη. Στη συνέχεια μετατράπηκε σε ξενοδοχείο με το όνομα "Μεγάλη Βρετανία". Μετά τη μικρασιατική καταστροφή το χαρακτηριστικό αυτό κτίσμα περιήλθε στο δημόσιο, το οποίο το 1935 περίπου το παραχώρησε για να στεγαστεί η Λέσχη Αξιωματικών. Ο σεισμός και οι βομβαρδισμοί του 1940-41 το πλήγωσαν σοβαρά. Μεταπολεμικά το κατεστραμμένο κτίριο κατεδαφίσθηκε και στη θέση του οικοδομήθηκε το νέο κτίριο της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης, όπως διακρίνεται στη μεταπολεμική φωτογραφία.
Δεξιότερα, στη θέση της προπολεμικής Λαϊκής Τράπεζας αναπτύχθηκε μεταπολεμικά τριώροφο οίκημα, οι όροφοι του οποίου στέγασαν Μαιευτική κλινική. Στη συνέχεια υπήρχε προπολεμικά το ξενοδοχείου "Το Στέμμα". Ήταν το πρώτο ξενοδοχείο της Λάρισας που κτίστηκε μετά την απελευθέρωση και άρχισε να λειτουργεί από το 1887. Μεταπολεμικά παρέμεινε μόνον το ισόγειο, το οποίο μέχρις ότου κατεδαφισθεί για να ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή, στέγασε διάφορα καταστήματα.
Στην απέναντι νότια πλευρά της πλατείας μπορεί κανείς να διακρίνει στην προπολεμική φωτογραφία από αριστερά τις προσόψεις του μεγάρου Κατσαούνη, της Εμπορικής Τράπεζας και το τριώροφο κτίριο «Πανελλήνιον». Μετά τους σεισμούς το μέγαρο Κατσαούνη έχασε τον όροφο και το ισόγειο μετατράπηκε σε καφεζαχαροπλαστείο με το όνομα "Παλλάδιον", το οποίο είχε αφήσει εποχή. Το δε τριώροφο "Πανελλήνιον" έγινε διώροφο και στο ισόγειο συνέχισε τη λειτουργία του το ομώνυμο ιστορικό καφενείο μέχρι το 1976, οπότε στη θέση του υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή.
Με λίγη προσοχή μπορεί κάποιος να εντοπίσει στην προπολεμική φωτογραφία του 1935 την παρουσία της ψηλής σιλουέτας του αρχοντικού Σκαλιώρα, του ομορφότερου ίσως κτίσματος της Λάρισας σε σχέδια του σπουδαίου αρχιτέκτονα. Τσίλλερ, το οποίο απουσιάζει στη φωτογραφία του 1956 του Τλούπα.
-----------------------------
[1]. Ο Κωνσταντίνος Οικονομίδης σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εξάσκησε τη δικηγορία στη Λάρισα για μεγάλο χρονικό διάστημα, κυρίως όμως ασχολήθηκε με οικονομικά και τραπεζιτικά θέματα. Εξελέγη βουλευτής στις εκλογές για την Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1/14 Νοεμβρίου 1920). Βλέπε Καζάκης Φοίβος, Δημήτριος Αστερ. Καζάκης βουλευτής και γερουσιαστής και οι Θεσσαλοί βουλευταί-Γερουσιασταί (1881-1946), Λάρισα (2006) σελ. 66.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο ΑΓΓΛΟΣ HENRY HOLLAND ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ (1812) - Α΄

 
Η Λάρισα όπως την κατέγραψε το 1912 ο Henry Holland στο περιηγητικό βιβλίο του. Από αριστερά ο Mevlevihane, η γέφυρα του Πηνειού, ο Τρανός μαχαλάς στον Λόφο και το τζαμί του Χασάν μπέηΗ Λάρισα όπως την κατέγραψε το 1912 ο Henry Holland στο περιηγητικό βιβλίο του. Από αριστερά ο Mevlevihane, η γέφυρα του Πηνειού, ο Τρανός μαχαλάς στον Λόφο και το τζαμί του Χασάν μπέη
Ένας από τους πολλούς Ευρωπαίους επισκέπτες της Λάρισας στις αρχές του 19ου αιώνα είναι ο Άγγλος ιατρός Henry Holland [1788-1873].
Γεννήθηκε στη γηραιά Αλβιόνα και σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Διέπρεψε στην επιστήμη του τόσο, ώστε κάποια στιγμή κατόρθωσε και έγινε προσωπικός ιατρός του βασιλικού ζεύγους της Αγγλίας (του πρίγκιπα Αλβέρτου και της βασίλισσας Βικτωρίας). Όμως παρά την αξιόλογη επαγγελματική του ανέλιξη, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του εύρισκε τον χρόνο και ταξίδευε συνεχώς σε Ευρώπη και Αμερική. Την Ελλάδα επισκέφθηκε μόλις τελείωσε τις σπουδές του, τον Οκτώβριο του 1812, σε ηλικία 24 ετών και παρέμεινε τέσσερις μήνες. Πρώτα πέρασε από τα Ιόνια νησιά και συνέχισε στα Ιωάννινα του Αλή πασά, από τον οποίο εφοδιάσθηκε με μπουγιουρντί για το ταξίδι του στη Θεσσαλία. Η ειδική αυτή άδεια, γραμμένη στα ελληνικά, απευθυνόταν στους κατά τόπους Τούρκους άρχοντες και προεστούς, τους οποίους πρόσταζε να διευκολύνουν, να περιποιηθούν, να προσφέρουν ένοπλη συνοδεία και να ικανοποιήσουν όλες τις επιθυμίες των ξένων, αλλιώς «…αν παραπονεθούν, να ξέρετε πως καμμιά δικαιολογία δεν θα ακούσω». Στη Λάρισα έφθασε στις 20 Νοεμβρίου 1812, με το νέο ημερολόγιο και παρέμεινε τέσσερις μέρες. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε ξανά στη Λάρισα στις 19 Δεκεμβρίου για δύο ημέρες και εν συνεχεία κατέβηκε στην Αθήνα και την Πελοπόννησο.
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε ένα σημαντικό οδοιπορικό, το οποίο εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1815, πλουτισμένο με 12 χαλκογραφίες με δικά του σχέδια. Λόγω της μεγάλης απήχησης που είχε το έργο του, κυκλοφόρησε το 1816 στην Ιένα η γερμανική μετάφρασή του, ενώ το 1819 έγινε η δεύτερη αγγλική έκδοση σε δύο πολυτελείς τόμους. Στην έκδοση αυτή, εκτός από τα 12 χαρακτικά της πρώτης, περιλαμβάνονται και 31 πρωτότυπα σχέδια του Holland, εκ των οποίων τα δύο είναι υδατογραφίες.
Σαν περιηγητής ο Holland δεν ανήκει στην κατηγορία των κλασσικών φιλολόγων ή των ερευνητών αρχαιολόγων, οι οποίοι ταξίδευαν στις χώρες της Ανατολής αναζητώντας αρχαίες μνήμες και ερείπια. Είναι περισσότερο ταξιδιώτης με πολύπλευρα ενδιαφέροντα, τόσο για την ιστορία των χωρών που επισκέπτεται, όσο και για το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον που συναντά. Δίνει πλήθος πληροφοριών για τη διαμόρφωση και τη σύσταση του εδάφους, τη βλάστηση, την παραγωγή, τον πληθυσμό, τις ασχολίες των κατοίκων, την οικονομική και πολιτιστική τους κατάσταση και προσπαθεί να σκιαγραφήσει ορισμένες προσωπικότητες που τον εντυπωσίασαν κατά την πρόσκαιρη γνωριμία τους. Έτσι το οδοιπορικό του διαφοροποιείται σημαντικά, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αφηγήσεις άλλων επισκεπτών της Ελλάδος. Είναι γραμμένο με απλότητα και ζωντάνια και καθώς είναι άνθρωπος με ποικίλα ενδιαφέροντα, ευαισθησίες και διεισδυτική παρατηρητικότητα και επιμένει περισσότερο στην καταγραφή της σύγχρονης πραγματικότητας, οι εντυπώσεις του αποτελούν ένα σημαντικό και αξιόπιστο ιστορικό τεκμήριο της προεπαναστατικής περιόδου για την πόλη μας.
Για την επίσκεψή του στη Λάρισα ο Holland αφιερώνει ειδικά πολλές σελίδες του οδοιπορικού του, ίσως τις περισσότερες από κάθε άλλο περιηγητή. Θεωρείται ότι είναι ο περιηγητής που έχει περιγράψει τη Λάρισα ακριβώς όπως τη βρήκε κατά την ανήσυχη αυτή προεπαναστατική περίοδο. Εκείνο όμως που κάνει πολύ ζωντανή τη περιγραφή του είναι οι ατέρμονες συζητήσεις για ποικίλα θέματα που είχε με συναδέλφους του ιατρούς και τον μητροπολίτη Λαρίσης κατά την ολιγοήμερη παραμονή του στην πόλη μας. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να αφιερώσουμε κάποια κείμενα για τον ενδιαφέροντα αυτόν περιηγητή από την Αγγλία. Επίσης ο ίδιος μας άφησε στο βιβλίο του εκτός από τις αναμνήσεις του από τη Λάρισα και ένα θαυμάσιο χαρακτικό της το οποίο στην εποχή του είχε μεγάλη απήχηση. Έτσι οι λεπτομέρειες που αναφέρει είναι πολλές και χρήσιμες.
Καθώς φθάνει στην πόλη (20 Νοεμβρίου 1812), φιλοξενείται στην κατοικία του μητροπολίτη Πολύκαρπου Δαρδαίου. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσει τρεις Έλληνες συναδέλφους του ιατρούς, τον ξακουστό ιατροφιλόσοφο Ιωάννη Βηλαρά και τους επτανήσιους Λουκά Βάγια και Θεριανό. Μένει έκθαμβος από την προσωπικότητα, τις απέραντες γνώσεις, την ευαισθησία και την οξυδέρκεια του Βηλαρά, κατατάσσοντάς τον στους πιο αξιόλογους λόγιους της Ελλάδας. Παρακολουθεί τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής στον μητροπολιτικό, και μοναδικό για τη Λάρισα, ορθόδοξο ναό του Αγίου Αχιλλίου και από τη λειτουργική αυτή σύναξη καταγράφει με την πέννα του ότι συνέλαβε το μάτι και η αντίληψη ενός ετερόδοξου χριστιανού. Εκπλήσσεται δυσάρεστα από το πολύπλοκο τελετουργικό της βυζαντινής θείας λατρείας, το οποίο όμως κατά βάθος τον εντυπωσιάζει. Επισκέπτεται τον διοικητή της Λάρισας Βελή πασά, γιό του Αλή πασά των Ιωαννίνων, τον οποίο και θεωρεί ως τον μόνο Τούρκο που δείχνει ειλικρινές ενδιαφέρον για τις ελληνικές αρχαιότητες, αγνοώντας προφανώς τις λαμπρές επιδόσεις του στην αρχαιοκαπηλία. Και τέλος μετακινείται με την άμαξα του Βελή πασά σε τοποθεσίες γύρω από τη Λάρισα και επιχειρεί διαδρομές σε κοντινές πόλεις, όπως λ.χ. στον Τύρναβο.
Για τη Λάρισα ο Holland δεν εκφράζεται και με τα καλύτερα λόγια. Γράφει: «Η πόλη της Λάρισας βρίσκεται σε ένα μικρό ύψωμα, στη δεξιά όχθη της Σαλαμπριάς[1] και κάνει μεγαλειώδη τη θέα από μακριά η παρουσία των μιναρέδων των 24 τζαμιών που κοσμούν την πόλη… Η Σαλαμπριά είναι το μόνο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της πόλης, που εδώ είναι πλατύ και βαθύ ποτάμι και πλησιάζοντας στην πόλη, μέσα από ένα κομμάτι δασωμένης κοιλάδας, κυλά κάτω από ένα μοναστήρι Δερβίσηδων[[2] δύο μεγάλα τουρκικά τζαμιά και αρκετές ομάδες ψηλών κτιρίων. Έπειτα περνώντας από κάποιον μελαγχολικό φράκτη τούρκικου νεκροταφείου, εξαφανίζεται και πάλι ανάμεσα στα δένδρα. Το εσωτερικό της πόλης είναι άσχημο και άτακτο, οι δρόμοι είναι κακοφτιαγμένοι, στενοί και βρώμικοι, αλλά και στα σπίτια των κατοίκων διακρίνεται αυτή η ερειπωμένη όψη. Τα Παζάρια (αγορές), που αποτελούν ως συνήθως το κεντρικό μέρος μιας πόλης, είναι μάλλον αδιάφορα όσον αφορά τα εμπορεύματά τους, τα οποία είναι προϊόντα μεταποίησης. Περπατώντας στους δρόμους των προαστίων της πόλης, παραξενεύτηκα από τον μεγάλο αριθμό των νέγρων, που ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο είχα παρατηρήσει σε οποιαδήποτε άλλη τουρκική πόλη. Πολλοί από τους εξωτερικούς αυτούς δρόμους, λόγω της θέσης τους είναι εκτεθειμένοι στις πλημμύρες της Σαλαμπριάς και ένα χρόνο περίπου πριν από την επίσκεψή μας στη Λάρισα, λέγεται ότι μερικές εκατοντάδες αγροικίες καταστράφηκαν από την αιτία αυτή, ενώ τα ερείπιά τους φαίνονται ακόμα σε πολλά σημεία. Οι κατοικίες στις συνοικίες αυτές της Λάρισας είναι κατασκευασμένες στο μεγαλύτερο μέρος τους από πέτρα, ξύλο και πηλό, άτεχνα συνδυασμένα… Ενδεχομένως η τοποθεσία της αρχαίας Λάρισας να ήταν κοντά στη σημερινή πόλη και αν είναι έτσι πράγματι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ακρόπολη που αναφέρει ο Τίτος Λίβιος, βρισκόταν στο ύψωμα που κρέμεται πάνω από τη γέφυρα του Πηνειού. Σε διπλανό σημείο βρίσκεται τώρα ένα μεγάλο τζαμί, του οποίου το πρόστεγο στηρίζεται σε κίονες από αρχαία κτίρια. Είναι τοποθετημένοι με γνήσια τουρκικό τρόπο, άλλοι έχουν το κιονόκρανο ανεστραμμένο, έτσι ώστε να στηρίζει τον κορμό του κίονα και άλλοι με τη βάση εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται το κιονόκρανο[3]. Σε ένα άλλο σημείο της πόλης παρατηρήσαμε τα υπολείμματα ενός αγάλματος από πολύ καλό μάρμαρο σαν γωνιακή πέτρα σε κάποιο δρόμο, καθώς και άλλες πέτρες με εμφανή τα ίχνη ελληνικών επιγραφών, όλες τους όμως δυσανάγνωστες από τη φθορά του χρόνου».
(Συνεχίζεται)
-------------------------------------------
[1]. Σαλαμβριάς είναι η μεσαιωνική ονομασία του Πηνειού. Οι Τούρκοι τον ονόμαζαν με τη λέξη Κιοστέμ, η οποία αποτελεί παραφθορά της ελληνικής λέξεως Λυκοστόμιο.
[2]. Ο Holland αναφέρεται στον λεγόμενο Mevlevihane, ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα το οποίο βρισκόταν ακριβώς αριστερά όπως έβγαινε κανείς από τη μεγάλη λίθινη γέφυρα του Πηνειού.,
[3]. Αναφέρεται στο τζαμί του Χασάν μπέη.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΟΙ ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1935

Πενήντα χρόνια από την προσάρτηση της Θεσσαλίας


29 Σεπτεμβρίου 1935. Εορταστικές εκδηλώσεις στην Κεντρική πλατεία (Β’ Σώματος Στρατού) για τα πενήντα χρόνια από την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Επιστολικό δελτάριο του Ιωάννη Κουμουνδούρου. Αρχείο Αντώνη Γαλερίδη29 Σεπτεμβρίου 1935. Εορταστικές εκδηλώσεις στην Κεντρική πλατεία (Β’ Σώματος Στρατού) για τα πενήντα χρόνια από την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Επιστολικό δελτάριο του Ιωάννη Κουμουνδούρου. Αρχείο Αντώνη Γαλερίδη
Είναι γνωστό ότι το 1881 η Θεσσαλία (πλην της επαρχίας Ελασσόνος) και ένα μέρος της Ηπείρου (η περιοχή της Άρτας), προσαρτήθηκαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, του οποίου τα σύνορα έφθαναν τότε μέχρι το όρος Όθρυ.
Πενήντα χρόνια αργότερα η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των Θεσσαλών[1] με έδρα την Αθήνα, πήρε την απόφαση να εορτάσει την επέτειο των 50 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας με διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις στην Αθήνα, στη Λάρισα, στον Βόλο, στα Τρίκαλα και σε ιστορικά επιλεγμένους χώρους. Όμως οι προετοιμασίες των εορταστικών εκδηλώσεων, ίσως και λόγω των πολιτικών ανωμαλιών της περιόδου εκείνης, διήρκεσαν μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι αντί να λάβουν χώρα το 1931 όπως έπρεπε, τελικά προγραμματίσθηκε να γίνουν το 1935, δηλαδή τέσσερα χρόνια αργότερα.
Στη Λάρισα οι εκδηλώσεις αποφασίσθηκε να γίνουν στις 29 Σεπτεμβρίου του 1935. Την κυβέρνηση εκπροσώπησαν ο αντιπρόεδρός της και υπουργός Στρατιωτικών στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης και ο υπουργός Εργασίας Γεώργιος Καρτάλης, ο οποίος εκλεγόταν στο Βόλο. Επίσης συμμετείχαν εκπρόσωποι της οργανωτικής επιτροπής των εκδηλώσεων, πολλά μέλη της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας από την Αθήνα, καθώς και οι τοπικές αρχές όχι μόνον του νομού[2], αλλά και της λοιπής Θεσσαλίας.
Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν από το πρωί με τους 21 καθιερωμένους κανονιοβολισμούς και την έπαρση της σημαίας στο νομαρχιακό κατάστημα. Στις 11 έγινε στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου πανηγυρική δοξολογία στην οποία χοροστάτησε ο μητροπολίτης Λαρίσης Δωρόθεος Κοτταράς[3]. Μετά το τέλος της δοξολογίας έγινε κατάθεση στεφάνων από τους επισήμους στο ηρώο της πόλεως, που την περίοδο εκείνη ήταν το μνημείο για τους πεσόντες αξιωματικούς και στρατιώτες κατά τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Βρίσκεται στο Αλκαζάρ, δεξιά αμέσως μετά τα σκαλοπάτια, και υπάρχει μέχρι και σήμερα ξεχασμένο και εγκαταλελειμμένο.
Στη συνέχεια ακολούθησε παρέλαση στην Κεντρική πλατεία ενώπιον των επισήμων και πλήθος κόσμου. Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι από τις εορταστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κεντρική πλατεία μετά την παρέλαση. Στο βάθος διακρίνονται τα κτίρια της νοτιοδυτικής πλευράς της πλατείας. Το μεσημέρι δόθηκε επίσημο γεύμα από τον νομάρχη στη «Λαρισαϊκή Λέσχη». Η Λέσχη αυτή βρισκόταν στην αρχή της οδού Κούμα, αμέσως μετά τη γωνία που καταλάμβανε το καφενείο «Παράδεισος». Ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο, το οποίο υπέστη σοβαρότατες ζημιές από τον σεισμό και τους βομβαρδισμούς της κατοχής. Κατεδαφίσθηκε και στη θέση του, μαζί με το γωνιακό κτίριο που στέγαζε το καφενείο, κτίσθηκε μεταπολεμικά ο κινηματογράφος «Ορφεύς». Σήμερα υψώθηκε ένα θεόρατο πολυώροφο κτίσμα, στο ισόγειο του οποίου λειτουργεί αρτοποιείο, παράρτημα γνωστής αλυσίδας καταστημάτων.
Το απόγευμα, στο πρόγραμμα του εορτασμού της ημέρας εκείνης έλαβαν χώρα στην Κεντρική πλατεία λαϊκοί χοροί. Ομάδες από τα ωραιότερα κορίτσια της Λάρισας, ντυμένα με εθνικές ενδυμασίες, έσυραν κατά ομίλους και σε κυκλικούς σχηματισμούς, γραφικούς παραδοσιακούς χορούς απ’ όλη την Ελλάδα. Ήταν ένα θέαμα γοητευτικό που το παρακολούθησαν χιλιάδες θεατές όχι μόνον από τη Λάρισα, αλλά και από τις γειτονικές επαρχίες. Η πόλη είχε πλημμυρίσει από κόσμο και η πλατεία ήταν κατάμεστη. Θέσεις για τους επισήμους είχαν κρατηθεί στη δυτική πλευρά της πλατείας. Εκεί είχε στηθεί μια χαμηλή εξέδρα, στην οποία κάθισαν ο Κονδύλης, ο Καρτάλης, οι νομάρχες και οι δήμαρχοι των μεγάλων πόλεων της Θεσσαλίας, οι διοικηταί των μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και πολλοί εκπρόσωποι των τοπικών φορέων.
Όμως το αποκορύφωμα των εκδηλώσεων έλαβε χώρα το βράδυ της ίδιας ημέρας, με μια φαντασμαγορική γιορτή στον Πηνειό. Χιλιάδες κόσμου είχαν παραταχθεί στις όχθες του, ενώ όλοι οι επίσημοι, με επικεφαλής τον Κονδύλη, είχαν πάρει θέσεις πάνω σε ειδική εξέδρα στον περίβολο του Αγίου Αχιλλίου. Επειδή τότε δεν είχε δημιουργηθεί η δεύτερη κοίτη του ποταμού, το νερό του Πηνειού απλωνόταν σε μεγάλη επιφάνεια. Λίγο μετά την γέφυρα, ανάμεσα στο Αλκαζάρ και στον λόφο του Φρουρίου, υπήρχε τότε ένα νησάκι, κατάφυτο από ιτιές. Πάνω στο νησί αυτό, καθώς και στην παλιά πέτρινη τοξωτή γέφυρα, ένας Ιταλός κατασκευαστής βεγγαλικών, είχε δημιουργήσει θαυμαστές φωτεινές διακοσμήσεις. Εν τω μεταξύ είχαν επιστρατευθεί όλες οι βάρκες του τάγματος των Γεφυροποιών, οι οποίες είχαν φωταγωγηθεί με ειδικά γιαπωνέζικα φανάρια. Όταν οι φωτισμένες βάρκες άρχισαν να κινούνται από τον Υδατόπυργο προς τη γέφυρα, η στρατιωτική μπάντα που βρισκόταν στις δύο πρώτες βάρκες, άρχισε να εκτελεί εμβατήρια. Στις υπόλοιπες που ακολουθούσαν, εκτός από τους κωπηλάτες, υπήρχαν και νεαρές κοπέλες, ντυμένες με αρχαίες ενδυμασίες, οι οποίες σκορπούσαν άνθη. Ακολουθούσαν άλλες βάρκες με χορωδίες και διάφορους μουσικούς σχηματισμούς. Όταν η πομπή έφθασε στη γέφυρα, ο Ιταλός κατασκευαστής πυροδότησε τα βεγγαλικά και ένας φωτεινός καταρράκτης άρχισε να χύνεται στο ποτάμι. Ταυτόχρονα από το νησάκι άρχισαν να εκτοξεύονται βεγγαλικά που έσκαζαν ψηλά στον ουρανό και σχημάτιζαν διάφορα παράδοξα φωτεινά σχήματα. Από το ύψος του προαυλίου του Αγίου Αχιλλίου οι επίσημοι παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον το μεγαλειώδες θέαμα και ο στρατηγός Κονδύλης εκδηλώνοντας την ευχαρίστησή του, συγχάρηκε θερμά τον δήμαρχο Στυλιανό Αστεριάδη και τους διοργανωτές της εορτής.
Τις εκδηλώσεις παρακολουθούσαν και είκοσι περίπου δημοσιογράφοι, απεσταλμένοι των αθηναϊκών μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι ακολούθησαν τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη στο ταξίδι του αυτό. Με τις ανταποκρίσεις τους εξέφραζαν τον θαυμασμό για την πρωτοτυπία και την επιτυχία της βραδινής εκδήλωσης στο ποτάμι.
Οι γιορτές έκλεισαν με δείπνο που παραχώρησε στη «Λαρισαϊκή Λέσχη» ο δήμαρχος Λαρίσης Στ. Αστεριάδης. Τις επόμενες ημέρες ανάλογες εορταστικές εκδηλώσεις έγιναν και στις υπόλοιπες πόλεις της Θεσσαλίας, με την ίδια επιτυχία.
---------------------------------------------------
[1]. Το Σωματείο αυτό με τη τόσο πλούσια δράση του, ιδρύθηκε το 1928 στην Αθήνα από επίλεκτα τέκνα της Θεσσαλίας τα οποία διέμεναν στην πρωτεύουσα. Σκοπός του ήταν η περισυλλογή, διαφύλαξη, και μελέτη των αρχαιολογικών, ιστορικών, λαογραφικών και γλωσσικών κειμηλίων της Θεσσαλίας. Εκτός από τις συχνές διαλέξεις που έδινε στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», κυκλοφορούσε και μια εξαιρετικά επιμελημένη ετήσια έκδοση με τον τίτλο «Θεσσαλικά Χρονικά», στην οποία περιέχονταν διάφορα ιστορικά και λαογραφικά θέματα που αφορούσαν τη Θεσσαλία.
[2]. Οι νομοί της Θεσσαλίας την περίοδο εκείνη ήταν δύο, Λαρίσης και Τρικάλων. Η περιοχή του Βόλου (επαρχία Μαγνησίας) υπαγόταν στο νομό Λαρίσης. Το ίδιο και η Καρδίτσα, στο νομό Τρικάλων.
[3]. Ήταν πρόσφατη η μετάθεσή του στη Λάρισα από την μητρόπολη Κυθήρων (15 Ιανουαρίου 1935), σε αντικατάσταση του Αρσενίου, ο οποίος είχε αποβιώσει πριν από έναν χρόνο.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Ιχνηλατώντας την Παλιά Λάρισα

Η ΟΔΟΣ ΕΡΜΟΥ - ΣΤ'

Ο εμπορικότερος δρόμος της Λάρισας

Το εμπορικό κατάστημα Ντίνας-Ντώνης. Στην είσοδο αριστερά ο Βαγγέλης Βοζαλής και δεξιά ο Μίνως Ντίνας. Φωτο-Φελουζάκης. 1954. Αρχείο Βαγγέλη ΒοζαλήΤο εμπορικό κατάστημα Ντίνας-Ντώνης. Στην είσοδο αριστερά ο Βαγγέλης Βοζαλής και δεξιά ο Μίνως Ντίνας. Φωτο-Φελουζάκης. 1954. Αρχείο Βαγγέλη Βοζαλή
Με το σημερινό κείμενο ολοκληρώνουμε την αναφορά μας στα καταστήματα και τους καταστηματάρχες του πιο κεντρικού και εμπορικού δρόμου της Λάρισας για εκατό και πλέον χρόνια, την Ερμού.
-- Βαδίζουμε στην ανατολική πλευρά του δρόμου, με κατεύθυνση προς την οδό Κύπρου. Είχαμε μείνει στο εμπορικό του Ιωάννη Βλησσαρίδη. Το αμέσως επόμενο κατάστημα στέγαζε παλαιότερα το χρυσοχοείο του Ιωάννη Λαγού. Όταν αυτός αποσύρθηκε, μετέφερε σ' αυτόν τον χώρο το κατάστημά του, που ήταν ωρολογοποιείο και χρυσοχοείο, ο Αλέκος Κωνσταντινίδης[1]. Ο τελευταίος είχε τρία αγόρια, τον Αντώνη (Νάκη), τον Νίκο και τον Μάριο. Οι δύο πρώτοι συνέχισαν την εργασία του πατέρα τους και η επιχείρηση ονομάστηκε Αλ. Κωνσταντινίδης και Υιοί. Κάποια στιγμή Νάκης και Νίκος Κωνσταντινίδης μετέφεραν το κατάστημα στην οδό Μ. Αλεξάνδρου, κάτω από το ξενοδοχείο "Ολύμπιον" και δίπλα από το μαγαζί των Δημητρόπουλου-Καραπέτσα. Ο τρίτος γιος του Αλέκου Κωνσταντινίδη, ο Μάριος, ξενιτεύτηκε στη Λατινική Αμερική όπου εργάστηκε σκληρά και έγινε εργοστασιάρχης.
--Στο επόμενο κατάστημα στεγαζόταν παλαιότερα το εμπορικό "Κόσμος" του Ρίζου Χαλιαμπάλια και μετά το ενοικίασε ο Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος εμπορευόταν κυρίως ανδρικά είδη (πουκάμισα, γραβάτες, παντελόνια, κλπ.). Ήταν σπουδαίο μαγαζί και όπως θυμάται ο Βαγγέλης Βοζαλής, ο κόσμος το αποκαλούσε "ο Δραγώνας της Λάρισας", κατά τα πρότυπα του ξακουστού ομώνυμου καταστήματος της Αθήνας. Νυμφεύθηκε την Κωνσταντίνα Παπαλέξη, με την οποία απέκτησαν τρία τέκνα, τον Κώστα ο οποίος έγινε ωκεανολόγος, τη Λιλή η οποία ζει στην Αθήνα και τον Πάνο ο οποίος συνεχίζοντας την επιχείρηση του πατέρα του, μετέφερε το κατάστημα στην οδό Βενιζέλου και εξελίχθηκε σε πολύ επιτυχημένο επιχειρηματία.
--Ακολουθούσε το κατάστημα του Ευθύμιου Γκόλτσου, το οποίο πωλούσε ανδρικά υφάσματα (κασμήρια). Ο άνθρωπος αυτός είχε μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Καταγόταν από την Καρυά Ολύμπου και σε νεαρή ηλικία ξενιτεύτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου μάλιστα υπηρέτησε και στον αμερικανικό στρατό. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επέστρεψε στην Ελλάδα και άνοιξε το κατάστημα στην οδό Ερμού. Από τον γάμο του απέκτησε τον γιο του Κώστα, ο οποίος όταν τελείωσε το γυμνάσιο πήγε στην Αμερική για σπουδές. Μετά από έναν χρόνο από την αναχώρηση του Κώστα , ο πατέρας του πούλησε το εμπόρευμα του καταστήματος και το σπίτι του και μαζί με τη σύζυγό του μετακόμισαν κατά το 1947-48 και οι ίδιοι στην Αμερική, όπου και εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κώστας Γκόλτσος υπήρξε ανάδοχος (νονός) του Βαγγέλη Βοζαλή, ο οποίος το 1945 άρχισε να εργάζεται ως εμποροϋπάλληλος στο κατάστημα του Ευθύμιου Γκόλτσου, όπου παρέμεινε μέχρι και το 1954, όταν πλέον δημιούργησε τη δική του επιχείρηση. Παράλληλα, στο κατάστημα αυτό συστεγάστηκαν σε μια πλευρά του οι αδελφοί Παπαδόπουλοι, οι οποίοι πωλούσαν λαϊκά υφάσματα (αλατζάδες)[2]. Αργότερα τους διαδέχθηκε στην ίδια πλευρά του καταστήματος ο Γιάννης Μάναγας με γυναικεία υφάσματα, ενώ στην άλλη πλευρά του οι Ντίνας-Ντώνης συνέχισαν με τα ανδρικά κασμήρια. Μετά την αναχώρηση του Ευθύμιου Γκόλτσου στην Αμερική, στο μαγαζί αυτό στεγάστηκε ο Βασίλειος Νούτσιας, που είχε ως συνέταιρο τον Μίνω Ντίνα, του οποίου είχε νυμφευθεί την αδελφή. Όταν μετά από κάποιο διάστημα ο Νούτσιας αποχώρησε και μετακόμισε στο παλιό μαγαζί του στους Γόννους, ο Ντίνας συνεταιρίστηκε με τον Ζήση Ντώνη και έτσι δημιουργήθηκε η γνωστή επιχείρηση Ντίνας-Ντώνης. Ο Ζήσης Ντώνης ήταν από τον Αμπελώνα και ξεκίνησε ως εμποροϋπάλληλος στο κατάστημα του Ιωάννη Βλησσαρίδη πριν συνεταιριστεί με τον Ντίνα. Ο Μίνως Ντίνας νυμφεύθηκε την κόρη του συμβολαιογράφου Μουλούλη Σοφία, ενώ ο Ζήσης Ντώνης την Αικατερίνη Μπρότση από τον Αμπελώνα. Τον πρώτο διαδέχθηκε στον συνεταιρισμό ο γιος του Βασίλης, ενώ τον δεύτερο ο δικός του γιος Κώστας, διατηρώντας στο κατάστημα την ίδια επιγραφή. Μετά από την αναγκαστική αποχώρηση του Κώστα Ντώνη, το κατάστημα το δούλεψε μόνος του ο Βασίλης Ντίνας μέχρι το 2019, οπότε και το έκλεισε. Η ιστορία του καταστήματος αυτού είναι αλήθεια ότι μας απασχόλησε κάπως περισσότερο, ίσως λόγω της μεγάλης αποδοχής που είχε όλα αυτά τα χρόνια από το λαρισαϊκό κοινό, αλλά και από την παρουσία του φίλου και πληροφοριοδότη μας Βαγγέλη Βοζαλή, ο οποίος από το κατάστημα αυτά ξεκίνησε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα.
--Δίπλα από το προηγούμενο κατάστημα ήταν παλαιότερα το ωρολογοποιείο του Δ. Νίσκα[3] και στη συνέχεια στο ίδιο σημείο στεγάστηκε το χρυσοχοείο του Γεωργίου Παπανικολάου. Με την οικογένεια του τελευταίου σχετίζεται και ένα σημαντικό γεγονός της εποχής εκείνης. Ο Παπανικολάου είχε αποκτήσει δύο πολύ όμορφες κόρες, την Βίκυ η οποία είχε παντρευτεί τον Γεώργιο Χασιώτη και την Τούλα η οποία είχε παντρευτεί τον αξιωματικό της αεροπορίας Βαλλιανάτο. Είχε όμως την ατυχία να την ερωτευθεί παράφορα ο σμηνίτης Τζήμας που ήταν στην προσωπική υπηρεσία του συζύγου της, ο οποίος λόγω της θέσεώς του μπαινόβγαινε στο σπίτι τους. Επειδή εκείνη δεν ανταποκρινόταν στις ανήθικες προτάσεις του, την δολοφόνησε με μαχαίρι. Η δολοφονία αυτή είχε γίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και συγκλόνισε όχι μόνο τη Λάρισα, αλλά και ολόκληρο το πανελλήνιο[4].
-- Το τελευταίο κατάστημα στην πλευρά αυτή της Ερμού, γωνία με την οδό Κύπρου, παλαιότερα βρισκόταν το παντοπωλείο του Νικολάου Μουλούλη. Κατόπιν στην ίδια θέση στεγάστηκε το εμπορικό του Κίκου Σακκή και εν συνεχεία άνοιξαν κατάστημα νεωτερισμών οι Νεσήμ Καλαμάρας και Πάστακας. Όταν ο τελευταίος αποχώρησε, το μαγαζί το δούλεψε μόνος του ο Καλαμάρας, ο οποίος αργότερα το μετέτρεψε σε κατάστημα με παιδικά ρούχα, με την επωνυμία "Ρόζ Νινί". Κάποια στιγμή μετακόμισε το κατάστημά του στην Κύπρου, κοντά στο χρυσοχοείο του Αμπελακιώτη, εκεί όπου πιο πριν ήταν το εστιατόριο του Μπίσμπα, και το μετονόμασε σε "Αγγελούδι".
Τελειώσαμε την αναφορά μας στην ιστορία του κεντρικού αυτού δρόμου της Λάρισας, την Ερμού, και την καταγραφή όσων καταστημάτων και καταστηματαρχών μπορέσαμε να εντοπίσουμε μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα. Όπως είδατε αποφύγαμε να αναφερθούμε στα σημερινά καταστήματα για ευνόητους λόγους, εκτός εκείνων βέβαια που έχουν μακρά διάρκεια ζωής και εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Είναι σίγουρο ότι παραλείψαμε μερικά, αν λάβουμε υπόψη την υπενθύμιση πολλών αναγνωστών που ήλθαν σε επαφή μαζί μας. Όταν με το καλό τα κείμενα του 2020 κυκλοφορήσουν σε βιβλίο θα συμπεριληφθούν και όλα όσα οι φίλοι μας, μάς υπέδειξαν.
Στο σημείο αυτό θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον Βαγγέλη Βοζαλή. Ήταν αυτός που μετά την αναφορά μας στη Στοά Κουτσίνα, με παρότρυνε να ασχοληθούμε με την οδό Ερμού και με συμβούλευε για την μεταπολεμική ιστορία της. Υποψιάζομαι ότι θέλει να συνεχίσουμε και για άλλους δρόμους. Ας είναι καλά ο άνθρωπος…
----------------------------------
[1]. Ο Γιώργος Ζιαζιάς αναφέρει ότι το προηγούμενο κατάστημα του Αλ. Κωνσταντινίδη βρισκόταν στην οδό Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), δίπλα από το σημερινό υποκατάστημα της AlphaBank, και λόγω πυρκαγιάς μετακόμισε στην Ερμού.
[2]. Αλατζάς είναι τουρκική λέξη και σημαίνει παρδαλός. Οι αλατζάδες προσδιορίζουν γυναικεία υφάσματα κατώτερης ποιότητας τα οποία χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή πρόχειρων καθημερινών ρούχων ή τα φορούσαν οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις.
[3]. Υπάρχει μια μικρή είδηση στην εφημερίδα "Μικρά" η οποία αναφέρει τα εξής: "Ο υπασπιστής της Α.Β.Υ. του πρίγκηπος Ανδρέου απένειμε τον τίτλον των προμηθευτών εις τους : ζαχαροπλάστην Γ. Παλάκαν, τους χρυσοχόους Κ. και Δ. Νίσκαν και τον Θρασ. Μακρήν βιβλιοπώλην". Βλέπε: Ζιαζιάς Γεώργιος, Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες και αναπολήσεις (1900-1950), τόμ. Β΄, Λάρισα (2000) σελ. 15-16.
[4]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Πλατεία Ταχυδρομείου. Ανατολική πλευρά, εφ. "Ελευθερία" Λάρισα, φύλλο της 6ης Απριλίου 2016 και του ιδίου "Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα - Γ΄", σελ. 67-70.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Μια ομάδα καρναβαλιστών απαθανατίζεται σε φωτογραφείο της Λάρισας το 1937Μια ομάδα καρναβαλιστών απαθανατίζεται σε φωτογραφείο της Λάρισας το 1937
Βρισκόμαστε σήμερα στο τέλος του Τριωδίου, στην Κυριακή της Τυρινής ή τη δεύτερη Αποκριά, όπως την αποκαλεί ο κόσμος και οι καρναβαλιστικές εκδηλώσεις έπρεπε να βρίσκονται στην κορύφωσή τους.
Όμως τα τελευταία χρόνια και όλως ιδιαιτέρως φέτος, με την απαγόρευση των εορταστικών εκδηλώσεων λόγω της αιφνίδιας εμφάνισης και της σαρωτικής εξάπλωσης του κορονοϊού σε παγκόσμια κλίμακα, η παρουσία μασκαρεμένων στους δρόμους είναι σπάνια και μόνον μικρά παιδάκια, ντυμένα με αποκριάτικες στολές, δίνουν μια χαλαρή αίσθηση γιορτινής ατμόσφαιρας.
Τα παλιά χρόνια τέτοια εποχή μασκαρευόταν και γλεντούσε με την ψυχή του όλος ο κόσμος. Η Λάρισα ήταν τότε μια μικρή πόλη 25-30 χιλιάδων κατοίκων, οι περισσότεροι από τους οποίους γνωρίζονταν, είχαν ανεπτυγμένες φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και χαιρόταν ο ένας την συντροφιά του άλλου. Αντάμωναν στις χαρές και τις λύπες τους, τις μοιράζονταν και ζούσαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα που τη χαρακτήριζε η ανθρωπιά.
Στη Λάρισα την προπολεμική περίοδο τα πρώτα καρναβάλια έβγαιναν στους δρόμους μόλις άνοιγε το Τριώδιο. Άντρες και γυναίκες μεταμφιεσμένοι με ό,τι η φαντασία τους επινοούσε, δημιουργούσαν παρέες και γύριζαν στα σπίτια συγγενών και φίλων. Οι πόρτες ήταν παντού ορθάνοιχτες και με επιφωνήματα χαράς δέχονταν τους αγνώριστους επισκέπτες φίλους τους, οι οποίοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην τους αναγνωρίσουν. Με κιθάρες, ακορντεόν και άλλα όργανα έμπαιναν με κέφι και τραγούδια στα σπίτια και εκεί άρχιζε το παιχνίδι της αναγνώρισης των μασκαρεμένων. Τα λόγια από τα τραγούδια μερικές φορές ήταν αλλοιωμένα και προσαρμοσμένα στο πνεύμα των ημερών, το οποίο επέτρεπε την ελευθεροστομία και τα υπονοούμενα σε άτομα του σπιτιού που επισκέπτονταν. Στο τέλος γινόταν η αποκάλυψη και όλοι μαζί κάθονταν στο τραπέζι, έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και αν η ημέρα το επέτρεπε, το γλέντι κρατούσε μέχρι τα ξημερώματα. Αυτές οι διαδρομές των μεταμφιεσμένων στους δρόμους κρατούσε όλη την περίοδο της Αποκριάς, η οποία τότε διαρκούσε από την Τσικνοπέμπτη μέχρι και τη δεύτερη Κυριακή της Αποκριάς, δηλ. πάνω από δεκαπέντε μέρες και οδηγούσαν σε ένα καθολικό ξεφάντωμα, το οποίο επέτρεπε στον κόσμο να ξεχνάει τις στενοχώριες και τα βάσανα της ζωής και να ζει λίγες στιγμές ευθυμίας, ανωνυμίας και …πειρασμών. Μικροί και μεγάλοι περίμεναν τις Αποκριές με λαχτάρα και απολάμβαναν τη φαιδρότητα των στιγμών με ενθουσιασμό.
Τις Κυριακές τα απογεύματα τα καρναβάλια κατευθύνονταν στην Κεντρική πλατεία, καταλάμβαναν ακόμα και τους γύρω δρόμους και άρχιζε μια ατέλειωτη άμιλλα ποια από τις παρέες θα παρουσιάσει την πιο πρωτότυπη ιδέα μεταμφίεσης. Έβλεπε κανένας τις πιο απίθανες φιγούρες. Πιο συχνοί ήταν οι Ξυλοπόδαροι, οι οποίοι ισορροπούσαν πάνω σε ξύλα, τα οποία πρόσθεταν ύψος που έφθανε μέχρι και τα τρία μέτρα. Από τα Ταμπάκικα ερχόταν συνήθως μια παρέα που υποδυόταν την Καμήλα. Τη συνόδευαν χορεύοντας με κλαρίνα και βιολιά, και την ακολουθούσαν πολλοί κάτοικοι της συνοικίας μικροί και μεγάλοι, μεταμφιεσμένοι ή όχι. Άλλη παρέα παρίστανε το Γύφτικο Καραβάνι, με άνδρες ντυμένους τσιγγάνες και υπό τους ήχους μιας λατέρνας, να διαβάζουν τη μοίρα στις παλάμες των περίεργων που τους ακολουθούσαν. Μια χρονιά παρουσιάστηκε ένας κομπογιαννίτης οδοντογιατρός φορώντας φράκο και ψηλό καπέλο, εποχούμενος σε μόνιππο, να προσπαθεί με μια τεράστια τανάλια να …ξεδοντιάσει όποιον υπέφερε από πονόδοντο. Μεγάλη επιτυχία είχε μια άλλη παρέα. Κάποιος ανεβασμένος σε σούστα παρίστανε μια επίτοκη γυναίκα η οποία είχε πόνους τοκετού και δίπλα της η μαμή κραδαίνοντας στον αέρα υποτυπώδεις εμβρυουλκούς, να προσπαθεί να φέρει εις πέρας τη δυστοκία που αντιμετώπιζε. Την εμφάνιση των παραπάνω μασκαράδων ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος στην πλατεία την υποδεχόταν με γέλια και χειροκροτήματα.
Το μεγαλύτερο γλέντι όμως γινόταν το απόγευμα της τελευταίας Κυριακής των Απόκρεω. Εκτός από τις μεταμφιέσεις που αναφέραμε, όλοι περίμεναν το άρματων μαθητών της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής, γιατί κάθε χρόνο κέρδιζε τον θαυμασμό τους για την πρωτοτυπία και την αρτιότητά του. Και τούτο γιατί τα κοστούμια, τη σκηνική παρουσία και τους ρόλους επιμελούνταν ο Γιώργος Παππάς[1], ο μετέπειτα γνωστός ηθοποιός του Βασιλικού Θεάτρου και των περίφημων ασπρόμαυρων ταινιών του κινηματογράφου. Προπολεμικά είχε διατελέσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα λογιστής στη Γεωργική Σχολή[2]. Ήταν πάντα επικεφαλής των μεταμφιεσμένων, και με τους μαθητές της Σχολής, με τα άλογα, τα βόδια και τα άλλα ζωντανά της, έκανε πολιτική κυρίως σάτιρα για πρόσωπα και πράγματα της εποχής τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και τοπικό. Όλα αυτά γίνονταν την πενταετία 1925-30, πριν ακόμη σταδιοδρομήσει ως ηθοποιός.
Όταν ερχόταν το σούρουπο και οι θεατές και τα καρναβάλια αποχωρούσαν από το κέντρο της πόλης, το γλέντι συνεχιζόταν στους συνοικίες. Σε κάθε γειτονιά, επέλεγαν έναν ανοικτό χώρο ή κάποιο σταυροδρόμι, όπου οι μικρότεροι έφερναν από τα σπίτια τους ξύλα, τα συγκέντρωναν στο κέντρο και τα έβαζαν φωτιά. Όταν αυτή φούντωνε και οι φλόγες της ψήλωναν, τότε οι μεγαλύτεροι, άνδρες και γυναίκες, έστηναν γύρω από τη φωτιά χορό τραγουδώντας. Ο χορός στήνονταν σε δύο επάλληλες σειρές, από μέσα οι άνδρες και απ' έξω οι γυναίκες. Οι επικεφαλής των χορών αυτοσχεδίαζαν τραγουδώντας σατιρικά άσματα τα οποία αναφέρονταν σε αισθηματικά θέματα με κάποια όμως ελευθεροστομία. Ο χορός κρατούσε μέχρις ότου τελείωναν τα ξύλα, και όταν η φωτιά κατακάθιζε άρχιζε σιγά-σιγά η αποχώρηση, με ανταλλαγές εγκάρδιων ευχών για την επικείμενη Σαρακοστή.
Την άλλη μέρα που ήταν η Καθαρά Δευτέρα, οι περισσότεροι αναζητούσαν τον φούρνο που έψηνε τις καλύτερες λαγάνες. Τις αγόραζαν ζεστές-ζεστές και μετά επισκέπτονταν τον μπακάλη της γειτονιάς από τον οποίο προμηθεύονταν ελιές, ταραμά, νηστίσιμο χαλβά, φρέσκα κρεμμυδάκια και μ' αυτά άρχιζαν τη Σαρακοστή, που οι περισσότεροι την κρατούσαν μέχρι το Πάσχα. Αν ο καιρός ήταν καλός ξεκινούσαν κατά ομάδες με τις άμαξες ή με τα πόδια και πήγαιναν στις "Τούμπες" όπου γιόρταζαν τα κούλουμα. Η περιοχή αυτή βρισκόταν έξω από την πόλη, στον δρόμο προς τον Βόλο και πέρα από τις σιδηροδρομικές γραμμές, κοντά στον Σταθμό του Θεσσαλικού τρένου. Σήμερα οι Τούμπες δεν υπάρχουν καθώς η πόλη ξαπλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις και επάνω τους κτίστηκαν τα σπίτια των νέων συνοικιών της Λάρισας. Χάθηκαν, όπως επίσης χάθηκαν και τα ωραία έθιμα που διατηρούσαν επί χρόνια οι πρόγονοί μας.

---------------------------------------
[1]. Ο Γεώργιος Παππάς (1903-1958) σπούδαζε Γεωπονία στο Μονπελιέ της Γαλλίας, αλλά φαίνεται ότι δεν αποφοίτησε από τη Σχολή και επέστρεψε στην Ελλάδα. Στη θεατρική σκηνή πρωτοεμφανίστηκε το 1931 σε ηλικία 28 ετών.
[2]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός). Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 11ης Φεβρουαρίου 1980.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com