Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Μεσαιωνική Θεσσαλία
* Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Η επικράτηση του Χριστιανισμού και οι βαρβαρικές εισβολές

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ:
Μετά το διάταγμα του Μεδιολάνου και ιδίως μετά τη μονοκρατορία του Μ. Κων/νου, η χριστιανική θρησκεία κέρδιζε συνεχώς έδαφος στο ρωμαϊκό κράτος, φυσικά και στη Θεσσαλία, σε βάρος της ειδωλολατρικής ή εθνικής. Ο Χριστιανισμός ει-
σήχθη σχετικά νωρίς στην Ελλάδα, αρχικά με τις περιοδείες του Αποστόλου Παύλου (Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθος, κ.α.) και στη συνέχεια με άλλους κήρυκες του Ευαγγελίου.
 Η Υπάτη, που βεβαίως σήμερα, γεωγραφικά, δεν ανήκει στον θεσσαλικό χώρο, δέχτηκε τον 1ο μόλις αιώνα μ.Χ. έναν εκ των Εβδομήκοντα Αποστόλων,τον Ηρωδίωνα(1), ο οποίος αφού κήρυξε στην ευρύτερη περιοχή, χειροτονήθηκε επίσκοπος Υπάτης και έγινε ο πρώτος ιερομάρτυρας στην περιοχή.
Από την Υπάτη λοιπόν φαίνεται πως εισήχθη η χριστιανική θρησκεία και σε άλλες θεσσαλικές πόλεις και χωριά. Αργότερα, και κατά τη διάρκεια της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στη Νίκαια με σκοπό να καταδικάσει τις κακοδοξίες του Αρείου, ο οποίος δεν δεχόταν την υπόσταση του Υιού ισότιμη με αυτή του Πατρός, μεταξύ των συνοδικών πατέρων της Εκκλησίας συμμετείχαν και τρεις Θεσσαλοί ιεράρχες, μετέπειτα άγιοι: ο επίσκοπος Λάρισας Αχίλλιος, ο επίσκοπος Τρίκκης Οικουμένιος (ή Διόδωρος) και ο μετέπειτα επίσκοπος Πεπαρήθου (Σκοπέλου) Ρηγίνος.
Ο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ:
Τα βάσανα της Θεσσαλίας δεν οφείλονταν μόνο σε εχθρικές επιδρομές: ισχυροί σεισμοί είχαν ήδη πλήξει την κεντρική Ελλάδα, όπως και την ευρύτερη ανατ. Μεσόγειο. Ο ιστορικός του 6ου μ.Χ. αιώνα, Προκόπιος, αναφέρει, θέλοντας να δείξει τη σφοδρότητα των σεισμικών δονήσεων που κράτησαν μήνες, ότι τότε πήραν τη μορφή που έχουν σήμερα οι λίμνες της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας Υλίκη και Παραλίμνη καθώς και ο Κρισσαίος κόλπος (Ιτέα, Αντίκυρα Ν. Φωκίδας), εξαιτίας του τεραστίου τσουνάμι που εκδηλώθηκε (περί το 365 μ.Χ.).
ΒΑΡΒΑΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ:
Φαίνεται ότι μέχρι το 380 η Θεσσαλία, έχοντας κλείσει τις πληγές που άνοιξαν στην εύφορη χώρα
οι βαρβαρικές επιδρομές του προηγούμενου αιώνα (Έρουλοι, Γότθοι) και ο μεγάλος σεισμός, ευημερούσε σχετικά. Όμως μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Μ. Θεοδόσιου (395), οι φιλοαρειανοί διάδοχοί του άφησαν περιθώρια ανεξέλεγκτης δράσης στα μισθοφορικά γερμανικά στρατεύματα (Βησιγότθοι), που και αυτά είχαν ασπασθεί την αίρεση του Αρείου. Έτσι άρχισαν οι επιδρομές και στον θεσσαλικό χώρο, που δεν είχε εκείνη την εποχή ουσιαστική αμυντική δύναμη (έλλειψη οχυρών,σχετικά ανοργάνωτη διοίκηση) και σε συνδυασμό με την έλξη που ασκούσαν πάντα οι εύφορες περιοχές στα βαρβαρικά στίφη, η Θεσσαλία γνώρισε μεγάλες καταστροφές. Συγκεκριμένα οι Γότθοι, με αρχηγό τους τον γνωστό Αλάριχο, εισέβαλαν το 396 μ.Χ. από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία και αφού έκτισαν κάποιο οχυρό κοντά στον Πηνειό ποταμό
λεηλάτησαν τη Λάρισα. 
Στο εσωτερικό της Θεσσαλίας κατάστρεψαν τα πάντα στο διάβα τους. Από εκεί, προελαύνοντας στη Στερεά, πολιόρκησαν την Αθήνα, που παραδόθηκε αμέσως, ενώ εν συνεχεία έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει: “Οι Γότθοι γυναίκας αγεληδόν συνεπαγόμενοι... ήσαν δε Γότθοι Αρειανοί(2)”. 
Έναν αιώνα αργότερα, συγκεκριμένα το 476 μ.Χ. πρώτα,χωρίς επιτυχία, και αργότερα το 481, οι Οστρογότθοι (Γότθοι της Ανατολής) υπό τη διοίκηση του Θευδέριχου Αμαλού εισέβαλαν στη Θεσσαλία καταλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, και την αραιοκατοικημένη τότε Λάρισα. Η άμυνα των Βυζαντινών υπήρξε ανύπαρκτη διότι ο ικανότατος στρατηγός του Ιλλυρικού, που ήταν υπεύθυνος στρατιωτικά για τη Θεσσαλία, Σαβινιανός, είχε δολοφονηθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ζήνωνα. Η αποχώρηση των Οστρογότθων έγινε το 483 μετά από συμφωνία με τους Βυζαντινούς οι οποίοι τους παραχώρησαν περιοχές στη νότια όχθη του Δούναβη (Ίστρου) για εγκατάσταση. 
Στις αρχές του επόμενου αιώνα οι Άντες, ένα πρωτο-σλαβικό φύλο, εισέβαλαν στην Ελλάδα (517) και ερήμωσαν την πεδινή Θεσσαλία και τη βόρεια Στερεά για να νικηθούν τελικά από το βυζαντινό στρατό στις Θερμοπύλες.
Η τελευταία όρθια πέτρα από ό,τι ελάχιστο είχε διασωθεί από τα οικοδομήματα των αρχαιότερων
εποχών, ισοπεδώθηκε από τους Ονογούρους. Οι Ονογούροι, πρωτο-βουλγαρικό φύλο, ουραλοαλταϊκής προέλευσης, συγγενικό με τους Ούννους του Αττίλα, εισέβαλαν το 540/1 στη Θεσσαλία προξενώντας την απόλυτη ερήμωση. Το «έργο» τους τερματίστηκε στην Κόρινθο. Παίρνοντας μαζί τους λάφυρα και αιχμαλώτους, επέστρεψαν στην αρχική τους κοιτίδα, βόρεια του Δούναβη.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ
– ΝΕΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ:
Το 542 σ’ όλο τον θεσσαλικό χώρο και γενικά στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτο-
κρατορίας, εμφανίστηκε μια διαφορετική απειλή: θανατηφόρα επιδημία βουβωνικής πανώλης (πανούκλας) η οποία έφτασε μέσω των εμπορικών πλοίων που ήλθαν από την Ινδία μεταφέροντας εδώδιμα προϊόντα και μπαχαρικά. Η αυτοκρατορία θρήνησε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Σαν να μην έφτανε όμως αυτή η καταστροφή, μια νέα εισβολή αναστάτωσε τη Νότια Βαλκανική. Άτακτα στίφη Κουτριγούρων (πρωτοτουρκικό φύλο, συγγενικό των Ονογούρων), έχοντας επικεφαλής τους τον Ζαβέρ Χαν, εισέβαλαν στη Μακεδονία και χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες.
 Μία απ’ αυτές, το 559, κατέβηκε προς τη Θεσσαλία και λεηλάτησε ό,τι είχε απομείνει(3). Πριν όμως ο έκτος αιώνας φτάσει στο τέλος του, μια, διαφορετικής μορφής, εισβολή, ήρθε να
ανατρέψει, κατά τόπους, την υφιστάμενη κατάσταση και να αναστατώσει για δυο-τρεις αιώνες τη
Θεσσαλία και τον ελλαδικό χώρο ευρύτερα. Ήταν η εισβολή των Σλάβων, στην οποία θα αναφερθούμε στο επόμενο άρθρο (τη μεθεπόμενη Κυριακή).

* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι
δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέας

(1) Προς Ρωμαίους Επιστολή, ιστ΄ 11. Σύντομο βιογραφικό του Αγίου, στο: Κωνστανίνος Αθ. Οικονόμου, Λειμωνάριο των Αγίων της Θεσσαλίας, 2013
[www.scribd.com/oikonomoukon]
(2) Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 9, β. 8ο, εκδ. ΔΟΛ, σελ. 92,3
(3) Α. Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμος Α’, εκδόσεις Πάπυρος, σ. 185.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

Ο Μαρδόνιος πριν εισβάλει νότια επιχείρησε να αποσπάσει τους Αθηναίους από την ελληνική συμμαχία στέλνοντας ως πρέσβη τον βασιλέα της Μακεδονίας Αλέξανδρο Α’ ο οποίος υποσχέθηκε να αποζημιώσει για τις ζημιές και να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια εφόσον συμμαχούσαν με τους Πέρσες. Όταν πληροφορήθηκαν οι Σπαρτιάτες για την πρεσβεία αυτή θορυβήθηκαν διότι ήξεραν ότι η Αττική είχε ερημωθεί και οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν το φάσμα της πείνας, όπως επίσης ότι ήταν δυσαρεστημένοι διότι οι Πελοποννήσιοι δεν είχαν στείλει στρατό έγκαιρα στη Βοιωτία όπως είχαν υποσχεθεί ώστε να προστατέψουν την πόλη τους.
 
 Γι’ αυτό έσπευσαν να στείλουν πρέσβεις ώστε να προλάβουν τη συνθηκολόγηση υποσχόμενοι ότι αυτοί και οι υπόλοιποι σύμμαχοι θα ανελάμβαναν να θρέψουν τις οικογένειες των Αθηναίων.
 
 
Οι Αθηναίοι περίμεναν και τους πρέσβεις της Σπάρτης ώστε να απαντήσουν ενώπιον τους στον απεσταλμένο του Μαρδόνιου και αφού άκουσαν τα λόγια και των δυο απήντησαν στο Μαρδόνιο μέσω του Αριστείδη «ότι όσο ο ήλιος δεν αλλάζει πορεία δεν πρόκειται να συνθηκολογήσουν με τον Ξέρξη αλλά παραμένουν πιστοί στους θεούς και τους ήρωες, παρότι εκείνος έκαψε τους ναούς και τα αγάλματα τους και θα επιμείνουν να αγωνίζονται για την ελευθερία τους».
 
 Στους Σπαρτιάτες είπαν πως τους ευχαριστούν για την πρόταση αλλά θα τα καταφέρουν μόνοι τους και το μόνο που τους παρακαλούν είναι να στείλουν το ταχύτερο στρατό στη Βοιωτία ώστε να ενωθεί με τον Αθηναϊκό να πολεμήσει. Οι Σπαρτιάτες όμως αθέτησαν το λόγο τους μη στέλνοντας στρατό στη Βοιωτία παρά μένοντας στη πατρίδα τους γιόρταζαν τα Υακίνθια. 
 
Αποτέλεσμα ήταν ο Μαρδόνιος να περάσει από τη Θεσσαλία στην Αττική ανεμπόδιστος έχοντας μαζί του ως συμμάχους όλα τα έθνη της ανατολικής Ελλάδας αναγκάζοντας τους Αθηναίους για δεύτερη φορά μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν τόσο πολυάριθμο στρατό να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να μεταβούν στη Σαλαμίνα. 
 
Παυσανίας 
Εκεί ο Μαρδόνιος έστειλε δεύτερη πρεσβεία στους Αθηναίους επαναλαμβάνοντας τις προηγούμενες προτάσεις. Η νέα απιστία των Σπαρτιατών είχε οξύνει τα πνεύματα παρ’ όλα αυτά όταν ανακοινώθηκαν οι προτάσεις στη βουλή, όλοι οι βουλευτές εκτός από έναν ονόματι Λυκίδη, απέκρουσαν τις προτάσεις των Περσών και θανάτωσαν με λιθοβολισμό τον βουλευτή και την οικογένειά του.
 
Οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη μαζί με τους Μεγαρείς και τους Πλαταιείς για να διαμαρτυρηθούν για τη νέα αυτή αθέτηση και να απαιτήσουν την άμεση αποστολή στρατού αν όχι στη Βοιωτία που είχε καταληφθεί από τον εχθρό, τουλάχιστον στο Θριάσιο πεδίο. 
 
 
Οι έφοροι των Σπαρτιατών αφού άκουσαν την πρεσβεία είπαν ότι θα το σκεφτούν και θα απαντήσουν, αλλά αντ’ αυτού καθυστέρησαν 10 ημέρες αναβάλλοντας την απάντηση συνεχίζοντας να γιορτάζουν τα Υακίνθια και να οχυρώνουν τον Ισθμό. 
 
Έτσι αφού οι πρέσβεις των Αθηναίων δυσανασχέτησαν τους είπαν ότι αν την επομένη δεν λάβουν απάντηση θα συμμαχήσουν με το Πέρση. Οι έφοροι φοβούμενοι αυτή την κατάληξη ειδοποίησαν τους Αθηναίους ότι ο στρατός είχε ήδη ξεκινήσει και βρισκόταν έξω από τα σύνορα της Σπάρτης, αποτελούμενος από 5000 Σπαρτιάτες και 35.000 ελαφρά οπλισμένοι είλωτες (αντιστοιχία 7 ανά Σπαρτιάτη).
 
 Το παράδειγμα των Σπαρτιατών ακολούθησαν και άλλοι Πελοποννήσιοι, με αποτέλεσμα να μετακινηθεί από την Πελοπόννησο σημαντική δύναμη με αρχηγό τον Παυσανία επίτροπο του ανήλικου βασιλιά Πλείσταρχου γιου του νεκρού βασιλιά Λεωνίδα. Ο Μαρδόνιος εφ’ όσον ειδοποιήθηκε από τους Αργείους για τις κινήσεις του Πελοποννησιακού στρατού, υποχώρησε αφού λεηλάτησε την περιοχή του Τατοϊου την οποία είχε σεβαστεί με την ελπίδα της συνθηκολόγησης των Αθηναίων προς την Βοιωτία και στρατοπέδευσε στην πεδιάδα μπροστά από την τειχισμένη πόλη των Θηβαίων συμμάχων του ώστε να καλύψει τα νώτα του και να μπορέσει να αγωνιστεί σε ανοικτό χώρο. 
 
Ο ελληνικός στρατός άργησε να φτάσει στην Ελευσίνα διότι οι Λακεδαιμόνιοι αναγκάστηκαν να περιμένουν τους άλλους Πελοποννήσιους. Προσήλθαν τελικά 1500 Τεγεάτες, 5000 Κορίνθιοι, 300 Ποτιδαιάτες άποικοι των Κορινθίων,600 Ορχομένιοι Αρκάδες, 3000 Σικυώνιοι, 800 Επιδαύριοι, 1000 Τροιζήνιοι, 200 Λεπρεάτες, 400 Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι, 1000 Φλιάσιοι, 300 Ερμιονείς, 600 Ερετριείς και Στυρείς, 400 Χαλκιδείς, 500 Αμβρακιώτες, 800 Λευκάδιοι, 200 Παλλείς απο την Κεφαλληνία και 500 Αιγινίτες. Όταν ο στρατός έφτασε στα Μέγαρα ενώθηκε με 8000 Αθηναίους και 600 Πλαταιείς με αρχηγό τον Αριστείδη.
 
 Στις δυνάμεις αυτές αν προστεθούν και οι 5000 Σπαρτιάτες που ακολουθούνταν από 3500 είλωτες και 1800 Θεσπιείς ,ο Ελληνικός στρατός αριθμούσε 11000 άνδρες. Από την Ελευσίνα ο Παυσανίας περνώντας στη Βοιωτία είδε τον περσικό στρατό να έχει παραταχθεί στον Ασωπό ποταμό και μη τολμώντας να κατέβει στην πεδιάδα ώστε να αντιπαρατεθεί με τους 300.000 άνδρες του περσικού στρατού, προτίμησε να στρατοπεδεύσει στους πρόποδες του βουνού. 
 
Τότε ο Μαρδόνιος έκανε το λάθος να επιτεθεί στους Έλληνες με το ιππικό του το οποίο ήταν άριστο και πολυάριθμο και το οδηγούσε ένας από τους καλύτερους Πέρσες αξιωματικούς, ο Μασίστιος. Το λάθος έγκειται στο ότι το έδαφος όντας ανώμαλο δεν προσφερόταν για τέτοιου είδους επίθεση. 
 
Έτσι οι Μεγαρείς που δέχθηκαν την επίθεση αφού πιέστηκαν στην αρχή βοηθούμενοι από 300 Αθηναίους με αρχηγό τον Ολυμπιόδωρο απέκρουσαν τον εχθρό και μάλιστα στη μάχη έπεσε και ο Μασίστιος, το σώμα του οποίου έμεινε στα χέρια των Ελλήνων που το περιέφεραν πάνω σε άμαξα σε όλο το στρατόπεδο. Βλέποντας αυτή την εξέλιξη ο Παυσανίας κατέβηκε από την ορεινή θέση σε χαμηλότερο χώρο αποφεύγοντας όμως την πεδιάδα και στρατοπέδευσε στις Πλαταιές. Ο Μαρδόνιος ακολούθησε τον Παυσανία και βαδίζοντας παρατάχθηκε ακριβώς απέναντι από τον ελληνικό στρατό έτσι ώστε ο ποταμός Ασωπός χώριζε τις δυο πλευρές. 
 
Καθώς όμως οι δυο στρατοί ήταν παραταγμένοι και έτοιμοι για μάχη συνέβη το εξής. 
 
Οι Έλληνες αλλά και οι Πέρσες κατά το σύνηθες πριν την μάχη έκαναν θυσίες και ζητούσαν την συμβουλή των “προφητών”. Έλαβαν όμως και οι δυο την ίδια απάντηση ότι «έπρεπε να αμυνθούν και ότι όποιος περνούσε το ποτάμι πρώτος θα γνώριζε την ήττα».
 
 
 Έτσι ο ένας περίμενε την επίθεση του άλλου χωρίς να γίνεται τίποτα. Η αναβολή δεν ευνοούσε τους Αθηναίους διότι ο Μαρδόνιος μετά την συμβουλή των Θηβαίων κατέλαβε τον Κιθαιρώνα και συνέλαβε 500 υποζύγια που μετέφεραν τροφές στο ελληνικό στρατόπεδο και έτσι απέκλεισε τους Έλληνες στην Βοιωτία. Μεγαλύτερος όμως ήταν ο κίνδυνος όπως περιγράφει ο Πλούταρχος στην πόλη των Αθηνών όπου οι πλούσιοι Αθηναίοι σκεφτόντουσαν την κατάργηση του δήμου και την εγκαθίδρυση ολιγαρχίας γεγονός που απέτρεψε ο Αριστείδης. 
 
Ο Μαρδόνιος την δέκατη ημέρα εκνευρισμένος από την πολυήμερη αποχή διέταξε να ετοιμαστεί ο στρατός για μάχη κάτι όμως που τελικά δεν έγινε και απλά αρκέστηκε να παρενοχλεί τους Έλληνες πετυχαίνοντας όμως ένα σπουδαίο πλεονέκτημα καθώς τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την μοναδική πηγή νερού. Ο Παυσανίας βλέποντας ότι ο στρατός του πάσχει πλέον από τροφές και έλλειψη νερού διέταξε να υποχωρήσουν βόρεια της πόλης των Πλαταιών στη θέση Νήσο και εκεί να επιτεθεί η μισή ελληνική δύναμη ώστε να ανοίξει το πέρασμα του Κιθαιρώνα για να μπορούν να εφοδιάζονται. Με το που έπεσε η νύχτα άρχισε η μετακίνηση της ελληνικής παράταξης. 
 
 
Πρώτα ξεκίνησαν οι Κορίνθιοι και Μεγαρείς που αποτελούσαν το κέντρο αντί όμως να πάνε στην Νήσο στρατοπέδευσαν στις Πλαταιές. Ο Παυσανίας ήσυχος ότι το κέντρο της παράταξης του έφτασε στο σημείο που είχε υποδείξει διέταξε την δεξιά πτέρυγα δηλαδή τους Λακεδαιμονίους και τους Τεγεάτες να ακολουθήσουν ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να κινούνται και οι Αθηναίοι από άλλο όμως δρόμο. 
 
Ο Μαρδόνιος όταν πληροφορήθηκε την υποχώρηση των Ελλήνων καταλήφθηκε από περιφρόνηση για τους αντιπάλους λέγοντας «αυτοί είναι οι Σπαρτιάτες που πρώτα άλλαξαν θέσεις για να μην πολεμήσουν με τους Πέρσες και έπειτα τράπηκαν σε φυγή;». Κατόπιν διέταξε το στρατό του να περάσει τον Ασωπό και να καταδιώξει τον εχθρό θεωρώντας την νίκη σίγουρη.
 
 Πρώτος προσβλήθηκε ο Παυσανίας από το περσικό ιππικό και λίγο αργότερα από το σύνολο σχεδόν του περσικού στρατού και έστειλε ιππέα να ζητήσει την βοήθεια των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι όμως δεν ήταν σε θέση να βοηθήσουν καθώς δέχονταν επίθεση από τους Θηβαίους.
 
 Αναγκαστικά λοιπόν 5300 Λακεδαιμόνιοι και Τεγεάτες βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν ολόκληρο τον περσικό στρατό. Οι Πέρσες, Μήδοι και Σάκες που προπορεύονταν του περσικού στρατού μόλις έφτασαν σε απόσταση βολής έμπηξαν τις ασπίδες τους στο χώμα και άρχισαν να ρίχνουν βροχή από βέλη ελληνική παράταξη βρέθηκε σε δεινή θέση καθώς δεν είχε τοξότες και υφίσταντο φοβερές απώλειες. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μεταξύ αυτών και ο Καλλικράτης που ξεψυχώντας έλεγε ότι δεν τον νοιάζει που πεθαίνει για την πατρίδα λυπάται μόνο που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει τα χέρια του για να πετύχει έργο αντάξιο της προθυμίας του. 
 
Ο Παυσανίας όντας σε απόγνωση γύρισε το βλέμμα προς το ναό της Ήρας και παρακάλεσε να φανεί ποιο ευνοϊκή. Οι Τεγεάτες μαντεύοντας ότι η θεά θα ακούσει τις προσευχές τους πριν πάρουν την διαταγή του στρατηγού όρμησαν εναντίον του εχθρού και ακολούθησαν οι Λακεδαιμόνιοι με την διαταγή του Παυσανία.
 
 Το πρόχειρο περιτείχισμα που είχαν φτιάξει οι Πέρσες ανατράπηκε πολύ γρήγορα αλλά η μάχη συνεχιζόταν με τους Πέρσες να μην μπορούν να αντιπαρατεθούν καθώς η ελαφριά τους εξάρτηση δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Έλληνες που ήταν οπλισμένοι με μακριά δόρατα και θωρακισμένοι από την κορφή ως τα νύχια. Στη διάρκεια της συμπλοκής πολλοί απελπισμένοι Πέρσες άρπαζαν τα ελληνικά δόρατα των Σπαρτιατών προσπαθώντας να τα σπάσουν .Ο ίδιος ο Μαρδόνιος διέπρεπε επικεφαλής των 1.000 σωματοφυλάκων του μέχρι που σκοτώθηκε από τον Σπαρτιάτη Αείμνηστο και τότε οι Πέρσες άρχισαν να στρέφουν τα νώτα περνώντας τον Ασωπό κατευθυνόμενοι στο οχυρωμένο περσικό στρατόπεδο όπου βλέποντας οι υπόλοιποι Ασιάτες τους Πέρσες να νικιούνται εγκατέλειψαν και αυτοί το πεδίο της μάχης. 
 
Στην αριστερή πλευρά οι Αθηναίοι πολέμησαν τους Βοιωτούς οι οποίοι αφού έχασαν 300 οπλίτες αποσύρθηκαν στην περιτοιχισμένη πόλη της Θήβας. 
 
Οι υπόλοιποι Έλληνες που ακολουθούσαν τον Μαρδόνιο δεν ενεπλάκησαν καθόλου παρά έμεναν και έβλεπαν τους Θηβαίους να σφαγιάζονται άπρακτοι. Από τους δυο στρατούς πολλοί δεν αγωνίστηκαν καθόλου. Από τους εχθρούς πήραν μέρος στην μάχη οι Πέρσες, Μήδοι, Σάκες στην αριστερή πτέρυγα και οι Βοιωτοί στην δεξιά.
 
 Ο Αρτάβαζος με 40.000 άνδρες βλέποντας να τρέπονται σε φυγή οι γύρω από τον Μαρδόνιο αντί να τον βοηθήσει αναχώρησε προς Θεσσαλία και Μακεδονία για την Ασία. Από τους Έλληνες αγωνίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι, Τεγεάτες στα δεξιά και οι Αθηναίοι και Πλαταιείς στα αριστερά. Οι υπόλοιποι Έλληνες του κέντρου που είχαν βρεθεί σε λάθος σημείο το προηγούμενο βράδυ αφού έμαθαν για την μάχη όρμησαν άτακτα μπροστά και υπέστησαν απώλειες από το ιππικό των Θηβαίων χάνοντας 600 άνδρες. Ήταν όμως αργά για να αλλάξει η έκβαση της μάχης. 
 
Οι Λακεδαιμόνιοι δεν σταμάτησαν αλλά συνέχισαν να καταδιώκουν τον εχθρό φτάνοντας στο οχυρωμένο στρατόπεδο όπου είχαν καταφύγει οι Πέρσες και μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες κατάφεραν να το καταλάβουν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι με την πτώση του στρατοπέδου οι Έλληνες διέπραξαν τέτοια σφαγή ώστε αν εξαιρεθούν οι 40.000 του Αρτάβαζου από τις 260.000 του περσικού στρατού απέμειναν μόνο 3.000 άνδρες αριθμός μάλλον υπερβολικός. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι έπεσαν 1360 Έλληνες. Οι νεκροί κηδεύτηκαν κοντά στις πύλες των Πλαταιών σε χωριστούς τάφους κάθε πόλης, μόνο οι Λακεδαιμόνιοι έφτιαξαν 3 ξεχωριστούς τάφους έναν για όσους διέπρεψαν στην μάχη έναν για τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες και έναν για τους είλωτες. 
 
Μετά την καταστροφή του περσικού στρατού οι Έλληνες στράφηκαν στην τιμωρία των Θηβαίων που είχαν βοηθήσει τους βαρβάρους. Απαίτησαν την παράδοση την Θηβαίων αρχηγών που μήδισαν Τιμηγενίδη και Ατταγίνη, οι Θηβαίοι όμως αρνήθηκαν και έτσι άρχισε η πολιορκία .Οι Θηβαίοι πρότειναν στον Παυσανία να του δώσουν χρήματα εκείνος όμως αρνήθηκε. Τότε οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν τους άντρες όμως αντί του Ατταγίνη που είχε διαφύγει πρότειναν να παραδώσουν την οικογένεια του κάτι που δεν έγινε δεκτό από τον Παυσανία λέγοντας πως δεν είναι σωστό να πληρώσουν τα παιδιά επειδή μήδισε ο πατέρας. Αρκέστηκε στον Τημενίδη και μερικούς άλλους τους οποίους οδήγησε στην Κόρινθο και τους θανάτωσε χωρίς δίκη φοβούμενος ότι ο πλούσιος Θηβαίος θα εξαγόραζε τους δικαστές. 
 
Αμομφάρετος - Αρχηγός του σώματος των Σπαρτιατών που έμεινε στις Πλαταιές για να φρουρεί την περιοχή επειδή θεώρησε ντροπιαστικό για ένα Σπαρτιάτη να υποχωρεί. Ο Ηρόδοτος κατέγραψε τον διάλογο μεταξύ του Παυσανία και του Αμομφάρετου – ο τελευταίος υποχώρησε όταν συνειδητοποίησε ότι οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες τον άφησαν πίσω. 
Αριστόδημος της Σπάρτης- ήταν ο μόνος Σπαρτιάτης που επέζησε μετά τη μάχη των Θερμοπυλών. Ο Λεωνίδας τον έστειλε με τον Εύρυτο πίσω στη Σπάρτη, λόγω προβλημάτων υγείας. Ωστόσο, ο Εύρυτος έμεινε πίσω στις Θερμοπύλες, καθώς ζήτησε να οδηγηθεί από ένα είλωτα στη μάχη. Ο Αριστόδημος θεωρήθηκε δειλός από τους Σπαρτιάτες, αλλά στη μάχη των Πλαταιών σκότωσε πολλούς Πέρσες. Παρ’ ολ’ αυτά, δεν τιμήθηκε καθώς δεν τήρησε στη σπαρτιατική πειθαρχία στις Θερμοπύλες.
 
Καλλικράτης- Ο κάλλιστος (καλύτερος ή πιο όμορφος) στο ελληνικό στρατόπεδο. Όμως όταν ξεκίνησε η μάχη δέχτηκε ένα βέλος και έπεσε – όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Καλλικράτης δήλωσε ότι δεν ήταν λυπημένος που έπεφτε για την πατρίδα, αλλά επειδή δεν πρόλαβε να πολεμήσει και να κάνει κάτι το αξιόλογο. 
chilonas.wordpress.com
 
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Μεσαιωνική Θεσσαλία
* Από τον Κων/νο Οικονόμου

Το Κοινό των Θεσσαλών και η Ρώμη

ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΟΙΝΟ: Μετά την πρώτη περίοδο του Κοινού των Θεσσαλών (8ος-6ος αι.) και στη δεύτερη, την υπό μακεδονική κηδεμονία1 (352-197 π.Χ.), μια τρίτη περίοδος αυτού του Κοινού εγκαινιάστηκε από τον Τίτο Φλαμινίνο, τον νικητή των Μακεδόνων και «ελευθερωτή» των ελληνικών πόλεων. Τότε διακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Θεσσαλίας με πολίτευμα καθαρά αριστοκρατικό. Η παρηκμασμένη αυτή μορφή του Κοινού συμπεριλάμβανε την Πελασγιώτιδα, την Εστιαιώτιδα, τη Θεσσαλιώτιδα και την Αχαΐα Φθιώτιδα (197-27 π.Χ.). Η πραγματική υποβάθμιση του Θεσσαλικού Κοινού επιβλήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις του Αυγούστου το 27 π.Χ. Έτσι το Κοινό έγινε μια μορφή επαρχιακής συνέλευσης που συγκροτούνταν ανά διαστήματα στη Λάρισα, τη θεσσαλική πρωτεύουσα. 
Άλλα ελληνικά ή ελληνιστικά Κοινά της εποχής ήταν: το αχαϊκό, το βοιωτικό, το φωκικό, το αρκαδικό, κ.α. Σ’ αυτά τα Κοινά ο επικεφαλής, που επιλεγόταν από την αριστοκρατία, είχε τον τίτλο του αρχιερέα της αυτοκρατορικής λατρείας (δηλαδή του θεοποιημένου αυτοκράτορα!). Στις συνελεύσεις του Κοινού συμμετείχαν 300 βουλευτές των θεσσαλικών πόλεων και αποφάσιζαν για τοπικά ζητήματα, υπό την επιτήρηση των Ρωμαίων διοικητών. Το Κοινό έκοβε νομίσματα,
τοπικής χρήσης, τα οποία στη μια όψη είχαν την επιγραφή «Θεσσαλών» και στην άλλη τη μορφή
του εκάστοτε αυτοκράτορα. Οι άρχοντες της Θεσσαλίας, στην τέταρτη φάση του Κοινού είχαν το...
προνόμιο της προεδρίας κατά τη διάρκεια εορτών ή αγώνων, ενώ οι αρμοδιότητές τους εξαντλούνταν σε έλεγχο και επιβολή δικαστικών αποφάσεων αστυνομικής φύσης.
 Η τέταρτη αυτή περίοδος του Κοινού σταματά απότομα, γύρω στο 269 μ.Χ., χρονιά κορύφωσης επιδρομών των Ερούλων και των πρωτο-Γότθων. Η θεσσαλική βουλή προσπάθησε πολλές φορές να υπερβεί τα καθορισμένα από τους Ρωμαίους όριά της, όπως σε μια περίπτωση που
διασώζει ο Πλούταρχος, όταν η βουλή του Κοινού  διέταξε να τιμωρήσουν με θάνατο στην πυρά έναν πολίτη, ο οποίος όμως τελικά διασώθηκε γιατί αιτήθηκε δίκη ενώπιον του αυτοκράτορα. Αξίζει να αναφέρουμε μερικά ονόματα στρατηγών του Κοινού στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως διασώθηκαν σε νομίσματα της εποχής. 
Στα χρόνια του Αυγούστου: Αντίγονος, Ευβίοτος, Λύκυτος, Μεγαλοκλής, Θεμιστοκλής Ανδροσθένους. Στα χρόνια του Τιβέριου: Άσανδρος, Λύκυτος και Μεγαλοκλής.
Στα χρόνια του Νέρωνα: Αλόρχος, Αριστίων και Λάθυχος. Στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ.: Ηγησίας,Κλαύδιος Αριστόφιλος, Φλάβιος Πολύκριτος, Σωσίπατρος (αυτοκράτορες Νέρβας και Τραϊανός), και τέλος, Νικόμαχος, στα χρόνια του Αδριανού [117-138 μ. Χ.].
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΤΟ IMPERIUM: Η Θεσσαλία ανήκε άλλοτε στην επαρχία Αχαΐας (περίοδος Αυγούστου), κι άλλοτε στην επαρχία της Μακεδονίας (2ος-3ος αι.). Είναι σίγουρο ότι οι Τετράδες, οι διαιρέσεις της Αρχαιότητας, εξακολουθούσαν να ισχύουν, όπως και η οργάνωση του,έστω υποβαθμισμένου, Κοινού. Η Μαγνησία ήταν αποκομμένη από την υπόλοιπη Θεσσαλία και οι πόλεις της ήταν ενωμένες στο Κοινό των Μαγνητών. Σ’ αυτό προσαρτήθηκαν οι νότιες περιοχές της Πελασγιώτιδας (περιοχή Φερών) καθώς και τμήματα της Αχαΐας Φθιώτιδας. Η μεγάλη καταστροφή για τη Θεσσαλία συντελέστηκε την τριετία 267-269 μ.Χ. Τότε πρώτα οι Έρουλοι, επί αυτοκρατορίας Γαλλιηνού, εισέβαλαν στην ηπειρωτική Ελλάδα καταστρέφοντας Αθήνα, Κόρινθο, Άργος,Σπάρτη και λεηλατώντας την πεδινή Θεσσαλία. 
Το 269 εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο οι Γότθοι (πριν διασπαστούν σε Οστρογότθους και Βησιγότθους), που εισέβαλαν στη Θεσσαλία, επί Κλαυδίου Γοτθικού, και πολιόρκησαν πόλεις προξενώντας ανυπολόγιστες καταστροφές και στη θεσσαλική ενδοχώρα. Το τέλος της εποχής ήρθε με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού. Τότε διαλύθηκαν και τυπικά τα δύο Κοινά της Θεσσαλίας ενώ αφαιρέθηκε κι αυτή η τυπική εξουσία των ντόπιων αρχόντων. Η Θεσσαλία αναδείχτηκε χωριστή επαρχία με πρωτεύουσα τη Λάρισα.
ΠΟΛΕΙΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Οι κυριότερες πόλεις της Θεσσαλίας ήταν η Λάρισα, η Δημητριάδα, οι Φθιώτιδες Θήβες και, νοτιότερα, η Υπάτη, έξω από τα όρια της σημερινής Θεσσαλίας. Φαίνεται πως η σημαντικότερη απ’ αυτές ήταν η Λάρισα καθώς εκεί διασταυρώνονταν οι κύριοι οδικοί άξονες της εποχής, Τέμπη-Θερμοπύλες και Μακεδονία – Ολοσσών – Φερές, και εκεί ήταν η έδρα του Κοινού. Τα λιμάνια της Θεσσαλίας ήταν, για μεν τους Μάγνητες η Δημητριάς, ενώ για τους υπόλοιπους οι Παγασές και κυρίως οι Φθιώτιδες Θήβες με το επίνειό τους,την Πύρασο. Η Δημητριάδα παρέμενε πρωτεύουσα του μαγνησιακού Κοινού. Σπουδαιότερο λιμάνι ήταν
η Πύρασος όπως μαρτυρείται κι από τα υπολείμματα του οδικού της δικτύου. Γύρω στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. οι Φερές υπάγονταν στη Δημητριάδα. Έτσι τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν ιδρύονταν οι πρώτες μητροπόλεις και επισκοπές του Χριστιανισμού,όλες οι μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας έγιναν έδρες μητροπολιτών ή επισκόπων πλην των Φερών. Ο πλούτος της Θεσσαλίας ήταν η γεωργία, η εκμετάλλευση της πορφύρας, η εκτροφή αλόγων, το εμπόριο, κ.ά. Όμως η Θεσσαλία φημιζόταν και για το μάρμαρό της. Το σπουδαιότερο λατομείο ήταν αυτό στον λόφο της Χασάμπαλης, μεταξύ Λάρισας και Συκουρίου, το οποίο άρχισε να λειτουργεί εντατικά από τα χρόνια του Αυγούστου ως τις μέρες μας. Έτσι, ενώ στις επιτύμβιες στήλες των ελλη-
νιστικών χρόνων δεν παρατηρήθηκε η χρήση τέτοιου λίθου, στα αυτοκρατορικά χρόνια και μετά,
όλα τα μιλιάρια (οδοδείκτες μιλίων), πολλοί κίονες σε ναούς της εποχής (Αγιά-Σοφιά) και παλαιοχριστιανικά οικοδομήματα των Φθιώτιδων Θηβών, κατασκευάζονταν από το λεγόμενο οφίτη λίθο της Χασάμπαλης. Σπουδαίο λατομείο της εποχής ήταν αυτό του Καστρίου της Αγιάς και αργότερα το Κρι
τήρι του Τυρνάβου.
ΚΑΤΟΙΚΟΙ – ΓΡΑΜΜΑΤΑ: Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας δεν ήταν τελείως ομοιογενής. Διάφορες επιγραφές μας αποκαλύπτουν τη συνύπαρξη διάφορων μικρών κοινοτήτων, Εβραίων, Ρωμαίων,Ανατολιτών, κ.ά. Οι Ρωμαίοι φαίνεται πως ήταν πράγματι μια μικρή μειονότητα, μιας και βρέθηκαν λίγες επιτύμβιες στήλες γραμμένες στα Λατινικά,ενώ οι Εβραίοι είχαν μικρές αλλά οργανωμένες κοινότητες, κυρίως στη Λάρισα και στις Φθιώτιδες Θήβες. Πάντως οι Έλληνες της Θεσσαλίας άρχισαν να επηρεάζονται από τον ρωμαϊκό τρόπο ζωής σε κάποιο βαθμό, πράγμα που διαπιστώνεται και από την αλλαγή ονομάτων μελών των σπουδαιότερων οικογενειών της περιοχής. Οι διασημότεροι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής (1ος-3ος αι. μ.Χ.) κατάγονταν είτε από τη Λάρισα, είτε από την Υπάτη. Στη Λάρισα γεννήθηκαν ο Ιππόδρομος και ο Φιλίσκος που ήταν καθηγητές ρητορικής από το 209 ως το 220 μ.Χ. στην Αθήνα. Άλλοι δυο σπουδαίοι ρήτορες ήταν ο Φίλων ο Λαρισαίος και ο Αρτεμίδωρος ο Μόψιος, που δίδαξαν και σε χώρες
της Δύσης. Μάλιστα στη γαλλική πόλη Béziers βρέθηκε ταφικό επίγραμμα του Αρτεμίδωρου γραμμένο στα ελληνικά από τον αδελφό του.
Στο άρθρο της μεθεπόμενης Κυριακής θα αναφερθούμε στη Θεσσαλία κατά την Πρωτοβυζαντινή
Εποχή (δ’-στ’ μ.Χ. Αιώνες).

* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι
δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέας

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ 300 ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ- Η ΑΕΝΑΟΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΘΗΡΙΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ.

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Σεπτεμβρίου 9, 2013

lewnidas panoplos

ΒΙΝΤΕΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

ΑΥΤΕΓΕΡΣΙΑ, ΕΚΣΤΑΣΗ, ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ

Η Μάχη των Θερμοπυλών, που περιγράφεται αναλυτικά από τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο, πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 480 π.Χ.Η μάχη έγινε στο Στενό των Θερμοπυλών, στην Φθιώτιδα. Ο ελληνικός στρατός που σε αριθμούς ήταν ένα μικρό κλάσμα σε σχέση με τον υπέρογκο περσικό, κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση του περσικού εκστρατευτικού σώματος για έξι ημέρες, πριν σκοτωθεί μέχρι και ο τελευταίος αμυνόμενος.

Ο Ξέρξης όντας μπροστά σε έναν συνασπισμό Ελλήνων στις Θερμοπύλες, φαντάστηκε ότι με μια απλή επίδειξη του στρατού του και με τις γνωστές έχθρες μεταξύ των Ελλήνων, ο συμμαχικός στρατός θα διαλυόταν σε λίγες μέρες από μόνος του.

Έτσι περίμενε μπροστά στις Θερμοπύλες για τέσσερις μέρες. Ακόμα έστειλε ιππέα ανιχνευτή να ελέγξει πόσες δυνάμεις φρουρούν το πέρασμα. Το τείχος όμως τον εμπόδιζε να δει τους Έλληνες. Μόνο τους Σπαρτιάτες διέκρινε που είχανε στρατοπεδεύσει μπροστά από το τείχος. Αφού παρήλθαν οι τέσσερις ημέρες και ενώ ο στόλος του στο Αρτεμίσιο δεχότανε συνεχόμενες ήττες αποφάσισε να στείλει κήρυκες να ζητήσουν τη παράδοση των όπλων των Ελλήνων. Τη πρώτη φορά ο Τραχίνιος που συνόδευε τον Πέρση κήρυκα είπε ότι τα βέλη των Μήδων είναι τόσα που θα καλύψουν τον ήλιο. Τότε ένας γνωστός Σπαρτιάτης ονόματι Διηνέκης είπε λακωνικά: «Ωραία, τότε θα πολεμήσουμε υπό σκιά». Γυρνώντας άπρακτοι λοιπόν τους ξανά έστειλε ο Ξέρξης με τη διαταγή να υποσχεθούν πολύ πλούσια ανταλλάγματα στον Λεωνίδα για να παραδώσει τα όπλα του. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς έδωσε την ηρωικότερη των φράσεων: «μολών λαβέ» (=«αφού / εφόσον έρθεις, πάρ’τα» ή κατά την πιο γνωστή μετάφραση «έλα να τα πάρεις»).

Ύστερα από αναμονή πέντε ημερών και δεχόμενος αυτήν την απάντηση ο Ξέρξης έχασε την υπομονή του. Διέταξε να επιτεθούν πρώτα οι Μήδοι, γνωστοί για την ανδρειοσύνη τους, μαζί με τους Κίσσιους ενώ να τους υποστηρίξουν οι στρατιώτες που ήταν συγγενείς των νεκρών της μάχης του Μαραθώνα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να πολεμήσουν οι Πέρσες με πάθος για εκδίκηση. Λόγω της στενότητας του περάσματος, οι Πέρσες διοικητές κάθε τμήματος, δεν μπορούσανε να στείλουν όλο τον στρατό που διοικούσαν για να δώσει μάχη με τους Έλληνες αλλά στέλνανε κύματα μαχητών κάθε φορά. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν στο πρώτο στενό να δώσουν τη μάχη και συγκεκριμένα στη πρώτη γραμμή παρατάχθηκαν οι Οπούντιοι Λοκροί.

Ο τρόπος μάχης δόθηκε ως εξής: Οι Πέρσες στέλνανε συνεχόμενα τμήματα στρατού ώστε να καταπονήσουν τους λιγότερους Έλληνες. Αντίστοιχα οι Έλληνες είχανε χωριστεί κατά τμήματα, κατά πόλεις, ενώ πήρανε θέσεις το ένα τμήμα πίσω από το άλλο. Έτσι όταν το τμήμα που πολεμούσε είχε πολλές απώλειες ή είχε κουραστεί αποσυρόταν πίσω και τη θέση του έπαιρνε το επόμενο τμήμα. Οι Έλληνες συνηθισμένοι να πολεμούν σε διάταξη φάλαγγας είχανε εκπαιδευτεί στους γρήγορους και συντονισμένους ελιγμούς ολόκληρων στρατών και η εναλλαγή αυτή, των τμημάτων, ήταν ένας από τους ευκολότερους ελιγμούς στον οποίο εκπαιδευόντουσαν.

Ο οπλισμός ήταν επίσης ένα πλεονέκτημα των Ελλήνων. Οι Πέρσες είχαν πάρα πολύ ελαφρύ οπλισμό, σχεδόν ανύπαρκτη πανοπλία και η ασπίδα τους ήταν σχεδόν ολόκληρη ψάθινη. Αντίθετα ο Έλληνας φαλαγγίτης είχε πολύ βαρύ οπλισμό με μόνα τα μάτια τους φαινόντουσαν κάτω από τις σχισμές της περικεφαλαίας και το υπόλοιπο σώμα καλυπτόταν από θώρακα, κνημίδες, περιβραχιόνια και μια μεγάλη στρογγυλή ορειχάλκινη ασπίδα. Ακόμα το δόρυ τους ήταν μακρύτερο από των αντιπάλων τους και όταν έπεφτε πάνω σε περσική ασπίδα, την διαπερνούσε και χτύπαγε τον άνθρωπο που βρισκόταν από πίσω.

Όσο περνούσε η ώρα, η ορμή των αλαζονικών Μήδων ανακόπηκε, δημιουργώντας ένα κύμα υποχωρούντων ανατολιτών. Βλέποντας αυτά ο Ξέρξης στην τελευταία μάχη της πρώτης ημέρας αποφάσισε να στείλει στην μάχη την προσωπική του φρουρά, τους «Αθάνατους» με τον ίδιο τον Υδάρνη επικεφαλή. Ο Λεωνίδας έθεσε τους Σπαρτιάτες ως πρώτο τμήμα που θα αντιμετώπιζε τους «Αθάνατους» και εφάρμοσε τον αμυντικό-επιθετικό σχηματισμό φάλαγγας. Το σχέδιο προέβλεπε κίνηση των 300 προς τα εμπρός στη πρώτη φάση δηλαδή στο πρώτο στενό, φάση επίθεσης, την κίνηση προς τα πίσω ύστερα δηλαδή στο δεύτερο στενό μπροστά από το τείχος, φάση τακτικής υποχώρησης, ενώ τέλος αιφνιδιαστική κίνηση προς τα εμπρός, φάση αντεπίθεσης. Με αυτό τον τρόπο οι Σπαρτιάτες προσποιούνταν ότι υποχωρούσαν τραβώντας, παρασύροντας πολλούς Πέρσες στη θανατηφόρα παγίδα, ενώ ύστερα ανέστρεφαν το μέτωπο δίνοντας άλλη μια σφοδρή σύγκρουση με της ασπίδες τους πάνω στο μέτωπο των ελαφροντυμένων Περσών. Ο ελιγμός εκτελέστηκε άριστα και πολλοί από τους επίλεκτους Πέρσες βρέθηκαν νεκροί. Αποτέλεσμα ήταν να τους τρέψουν σε άτακτη φυγή ενώ πολλοί από αυτούς έπεφταν από τον γκρεμό στη θάλασσα, λόγο του της στενότητας του εδάφους και της πίεσης που ασκούσαν οι πάνοπλοι Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι ο Ξέρξης αντικρίζοντας το επίλεκτο σώμα να υποχωρεί αναπήδησε τρεις φορές στο θρόνο του, από όπου παρακολουθούσε τον όλο αγώνα.

Η επόμενη μέρα στα στενά, έκτη μέρα από όταν έφτασαν οι Πέρσες και δεύτερη μέρα συγκρούσεων, βρήκε τους Έλληνες με ηθικό ακμαίο. Ο Ξέρξης έστειλε κατά κύματα τους στρατιώτες του χωρίς διακοπή μέχρι να πέσει ο ήλιος. Ήθελε να κουράσει τους Έλληνες. Μέχρι και το μεσημέρι, τα τμήματα των Ελλήνων εναλλάσσανε τη πρώτη θέση για να ξεκουραστούν οι μαχητές που πολεμούσαν. Όμως από το μεσημέρι και έπειτα, όπως μας παραδίδει ο Διόδωρος, τα τμήματα της πρώτης γραμμής αρνήθηκαν να αλλάξουν με τα ξεκούραστα γιατί είχανε σκοτώσει ήδη πολλούς βάρβαρους και η δίψα τους για να πραγματοποιήσουν και άλλες πράξεις ανδρείας δεν είχε σβήσει. Ο περσικός στρατός υποχώρησε για άλλη μια φορά άπραγος και νικημένος. Μετά το τέλος της δεύτερης μάχης δόθηκαν αριστεία. Οι ηρωϊκότερoι όλων ήταν οι Σπαρτιάτες Διηνέκης, που έδωσε και τη περίφημη απάντηση περί σκιάς, οι Αλφεός και Μάρων, γιοι του Ορσίφαντου και ο Θεσπιέας Διθύραμβος του Αρματίδη.

Αγανακτισμένος ο Ξέρξης συγκάλεσε συμβούλιο. Τότε ένας Έλληνας που γνώριζε τη περιοχή, ο Εφιάλτης του Ευρυδήμου, παρουσιάστηκε μπροστά στο Ξέρξη. Του δήλωσε ότι γνώριζε ένα κρυφό πέρασμα πίσω από τις γραμμές των Ελλήνων και ότι μπορούσε ο ίδιος να οδηγήσει εκεί το στρατό του έναντι αδράς χρηματικής αμοιβής. Ο Ξέρξης συμφώνησε και ζήτησε από τον Υδάρνη να πάρει τους «Αθάνατους» και όσους άνδρες κρίνει απαραίτητο και να ακολουθήσει τον Εφιάλτη. Με 20.000 άνδρες ο Υδάρνης και ο Εφιάλτης ξεκινήσανε βράδυ. Όλη τη νύχτα διασχίζανε την Ανοπαία Ατραπό, καλυμμένοι από βελανιδιές. Λίγο πριν χαράξει έφτασαν στην έξοδο, εκεί που βρισκόντουσαν οι Φωκείς. Αυτοί μόλις που είχανε αντιληφθεί τους Πέρσες και δεν είχανε λάβει τις κατάλληλες θέσεις. Οι Πέρσες με τα τόξα τους κρατούσανε τους Φωκείς μακριά τους, λόγο του ανώμαλου εδάφους. Ο διοικητής της ελληνικής φρουράς, διέταξε να υποχωρήσουν σε υψηλότερο σημείο ώστε να μην τους φτάνουν τα εχθρικά βέλη αλλά και αναγκάζοντας τους Πέρσες να τους ακολουθήσουν. Ο Υδάρνης όμως άφησε μια φρουρά να κυκλώσει τους Φωκείς στο ύψωμα και οι υπόλοιποι Πέρσες κατηφόρισαν για να βρεθούν στα νώτα των Ελλήνων.

Όταν το πρωινό εκείνο ο μάντης Μεγιστίας, στο στρατόπεδο των Ελλήνων, έκανε τις συνηθισμένες θυσίες, είδε δυσοίωνα μηνύματα. Ο θάνατος, είπε, θα ερχότανε σήμερα να βρει τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών. Ύστερα από λίγο ένας Έλληνας αποστάτησε από το στρατόπεδο του Ξέρξη και πήγε στον Λεωνίδα να τον προειδοποιήσει για τη κίνηση του Υδάρνη, ο Έλληνας αυτός ήτανε ο Τυρραστιάδης από την Κύμη. Οι «ημεροσκόποι» του Έλληνα βασιλιά, επιβεβαίωσαν την είδηση. Ένα απόσπασμα εχθρών έκανε κυκλωτική κίνηση. Αμέσως ο Λεωνίδας συγκάλεσε συμβούλιο. Εκεί αποφασίστηκαν τα εξής:

Κάθε ελληνική πόλη θα απέσυρε τις δυνάμεις τις διότι θα ήταν ανούσιο να χαθούνε τόσοι μαχητές την ώρα που, αφού ήταν προδιαγεγραμμένη η ήττα τους, μπορούσανε να δώσουνε μάχη σε άλλο σημείο εναντίον των Περσών.

Όσο οι σύμμαχοι Έλληνες θα αποσύρανε τις δυνάμεις τους, το στενό θα το κρατούσανε οι 300 Σπαρτιάτες.

Οι 700 Θεσπιείς κάνοντας αναφορά στον κοινό πρόγονο των Λακεδαιμονίων και των ίδιων, τον ημίθεο Ηρακλή, δήλωσαν ότι δεν εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Ο Λεωνίδας καθώς πολλοί από αυτούς είχανε διακριθεί, για τη γενναιότητα τους, στη μάχη δέχθηκε τη προσφορά τους να μείνουν στο πλευρό των 300.

Ο Λεωνίδας δεν άφησε από τα στενά, να αποχωρήσουν, οι 400 Θηβαίοι. Γνωρίζοντας ότι η Θήβα είχε φιλοπερσικά αισθήματα φοβήθηκε μήπως προξενούσανε προβλήματα στην υποχώρηση των υπολοίπων Ελλήνων και τους κράτησε μαζί του για ασφάλεια των υποχωρούντων αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το μεγαλείο της ευφυΐας του και συμπόνιας προς τους συμμάχους του.

Ταυτόχρονα δόθηκε εντολή στον σύνδεσμο, του ελληνικού στρατού με τον στόλο στο Αρτεμίσιο, τον Αμβρώνιχο του Λυσικλέους από την Αθήνα, σε περίπτωση που δεν έμενε ζωντανός κανένας στο στενό των Θερμοπυλών να διατάξει υποχώρηση του στόλου στη Σαλαμίνα.

Μάταια ο Κορίνθιος διοικητής προσπαθούσε να μεταπείσει, τον Λεωνίδα, να υποχωρήσει και αυτός μαζί τους. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς είχε πάρει την απόφαση του. Εκτός αυτού ένας χρησμός της Πυθίας είχε πει ότι η Σπάρτη για να σωθεί πρέπει να θυσιάσει έναν βασιλιά της. Ο Λεωνίδας θεωρούσε ότι έπρεπε να θυσιαστεί για να σωθεί η πατρίδα του.Πέραν αυτού όμως κοιτάζωντας πιό ψύχραιμα την κατάσταση θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι λειτούργησε σαν οπισθοφυλακή ,κερδίζοντας χρόνο για τους υποχωρούντες συντρόφους του. Κάποιος όμως έπρεπε να μεταφέρει τα νέα και στη Γερουσία στη Σπάρτη. Ο Λεωνίδας επέλεξε τους Σπαρτιάτες Εύρυτο και Αριστόδημο.

Όταν υποχώρησαν τα στρατεύματα των Ελλήνων, ο Εύρυτος δεν άντεξε να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και γύρισε πίσω και πέθανε μαζί τους. Ο Αριστόδημος είτε επειδή είχε να μεταφέρει το μήνυμα είτε επειδή φοβότανε το τέλος του πήγε στη Σπάρτη. Εκεί αντιμετώπισε τη περιφρόνηση των συμπατριωτών του επειδή εγκατέλειψε το βασιλιά τους. Όμως στη μάχη των Πλαταιών αυτός ο Σπαρτιάτης επέδειξε ιδιαίτερη γενναιότητα και στο τέλος βρήκε και το θάνατο εκεί τιμημένος και απελευθερωμένος από τις κατηγορίες που του προσέδιδαν. Ο μάντης Μεγιστίας έδιωξε το μοναδικό του γιο και ο ίδιος στάθηκε στο πλευρό του Λεωνίδα μέχρι τέλους. Έτσι ο Σπαρτιάτης βασιλιάς με 1.400 άνδρες, ο αριθμός κανονικά πρέπει να είναι ελαφρώς μειωμένος άμα υπολογιστούν και οι απώλειες των δυο προηγούμενων μαχών τις οποίες όμως δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, έμεινε στα στενά.

Ο Ξέρξης έδωσε εντολή για επίθεση λίγο μετά τις δέκα το πρωί στις 4 του Αυγούστου του 480 π.Χ. Οι Έλληνες δεν στάθηκαν να πολεμήσουν στο στενό χώρο αλλά βγήκανε σε σχηματισμό φάλαγγα στον ανοιχτό χώρο. Οι περσικές δυνάμεις τους κύκλωσαν και άρχισε μια άγρια μάχη. Ο ηρωισμός των Ελλήνων έφτασε στα όρια του, σκοτώνοντας μάλιστα και πολλούς Πέρσες ευγενείς όπως τα ξαδέρφια του Ξέρξη, Αβροκόμα και Υπεράνθη, ώσπου σε μια στιγμή ο βασιλιάς Λεωνίδας έπεσε νεκρός.

Τέσσερις φορές προσπάθησαν οι Πέρσες να πάρουν το σώμα του, αλλά και τις τέσσερις προστατεύτηκε από τους Σπαρτιάτες οι οποίοι κατόρθωσαν και πήραν πίσω το σώμα του βασιλιά τους. Τότε φάνηκε ο Υδάρνης από τα νώτα των Ελλήνων και ξεκίνησε μια πιο άγρια σφαγή με τους Έλληνες να υποχωρούν γύρω από το λόφο του Κολωνού όπου οι Έλληνες συνέχισαν να μάχονται με νύχια και με δόντια, αφού όλα τα όπλα τους είχαν σπάσει, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος στο κείμενο του. Ο Ξέρξης φοβούμενος κι άλλες απώλειες διέταξε τους τοξότες του να σκοτώσουν τους Έλληνες οι οποίοι εξαντλημένοι σκοτώθηκαν μέχρι και τον τελευταίο πίσω από το λόφο Κολωνό. Οι μόνοι που παραδόθηκαν είναι οι Θηβαίοι που δήλωσαν πως «μηδίζουν» και υπακούουν στη θέληση του μέγα βασιλιά της Περσίας. Αλλά αυτοί αντιμετώπισαν το σκληρό πρόσωπο του Ξέρξη, αφού όλοι σφραγίστηκαν στο μέτωπο με τα βασιλικά στίγματα, που δήλωναν τους δειλούς στο πεδίο της μάχης.

Γ.Χουλιάρα

Πηγή: http://logioshermes.blogspot.com/2013/08/480.html#ixzz2bSk77WtM

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013


Ιστορικά
* Από τον Δημήτρη Κολτσίδα


Μνήμη Θερμοπυλών 8 Σεπτεμβρίου 480 π.Χ.(;) -8 Σεπτεμβρίου 2013

Το να αναφέρει κανείς έστω και μία λέξη σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς των εθνικών υποχωρήσεων και ταπεινώσεων για τη μάχη των Θερμοπυλών, μοιάζει παράταιρο, παράκαιρο, ουτοπικό.
Αυτό ίσως να φαίνεται φυσικό για τους βολεμένους της κάθε εξουσίας, για τους φιλοτομαριστές και τους ριψάσπιδες. Γιατί αυτοί αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα του ψευτορωμέικου που δεν τιμά τον Λεωνίδα, αυτόν τον ερασιθάνατο ηγέτη των Ελλήνων, που έδωσε την ύστατη μάχη τιμής. Δεν ισχύει όμως για όλους τους Έλληνες. Γιατί υπάρχουν Έλληνες που πιστεύουν ακράδαντα το αρχαίο ρητό: «εύδαιμον το ελεύθερον, ελεύθερον δε το εύψυχον» δηλαδή «ευτυχισμένος όποιος
είναι ελεύθερος, ελεύθερος όμως είναι όποιος έχει ψυχή». 
Γιατί υπάρχουν Έλληνες που θεωρούν τον Λεωνίδα και τις Θερμοπύλες αιώνια μνημεία τιμής, παντοτινά σύμβολα πατριωτισμού και καθήκοντος, αέναο μνημείο του ανθρώπου που υπερβαίνει τον θάνατο για μία μεγαλύτερη αξία, αυτή της ελευθερίας, που μετουσιώνει τις ιδέες του σε θάνατο εφαρμόζοντας τις απόψεις του αρχαίου φιλοσόφου και δάσκαλου του Μέγα Αλέξανδρου, Αριστοτέλη:
«Οι μη φοβούμενοι τον θάνατο, εκκίνουν την πολιτεία» δηλαδή «αυτοί που δεν φοβούνται τον θάνατο,μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο». Γιατί δεν σκέφτονται το εφήμερο διάβα τους από αυτόν τον κόσμο. Γιατί μόνο αυτοί μπορούν να καταστήσουν ένα μικρό κομμάτι γης, όπως οι Θερμοπύλες, παγκόσμιο σημείο αναφοράς.
Και πράγματι οι Θερμοπύλες δεν είναι μόνο ένα ιστορικό γεγονός, είναι ένα ιστορικό ορόσημο. Το οποίο πρέπει να ομολογήσουμε ότι το δημιούργησε το πνεύμα της Σπάρτης, η δόξα της πολιτείας των στρατιωτών,του αίματος και της τιμής. Της πολιτείας εκείνης που και σήμερα, 2.500 χρόνια μετά, θαυμάζεται απ’ όλη την ανθρωπότητα.
Είναι αυτό το σημείο για το οποίο ανέφερε Άγγλος ιστορικός: «Στις Θερμοπύλες, οι λίγοι και ανδρείοι Έλληνες μπόρεσαν να εμπνεύσουν τις επόμενες γενιές όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των όπου γης πολεμιστών. Καμία νίκη και καμία δόξα στην ιστορία δεν μπορούν να συγκριθούν με τη δοξασμένη πτώση του Λεωνίδα και των στρατιωτών του (μαζί και των 700 Θεσπιέων) γιατί στις Θερμοπύλες εφαρμόστηκε η βιοθεωρία των Ελλήνων: «μητρός τε και πατρός τε και των
άλλων προγόνων απάντων, τιμιώτερον εστί η πατρίς».
Γι’ αυτό οι Θερμοπύλες αποτελούν παράδειγμα ηρωισμού των ελεύθερων ανδρών που υπερασπίζονται την πατρίδα τους και την ελευθερία τους. Βέβαια, θα πει κάποιος το γεγονός αυτό δεν θαυμάζεται από τη σημερινή Ελλάδα. Μόνο που η σημερινή δεν είναι η Ελλάδα που θέλουμε.
Γιατί αυτή η Ελλάδα δεν τολμάει να τιμήσει τη μνήμη του Λεωνίδα. Διότι οι Θερμοπύλες αποτελούν κακό ιστορικό παράδειγμα γι’ αυτούς, που μοίρα κακή τους όρισε να εξουσιάζουν τη χώρα. Αποτελούν μέτρο σύγκρισης, σημείο αναφοράς, άρα είναι επικίνδυνο  ιστορικό παράδειγμα. Αυτοί έχουν μείνει στο «η Κύπρος κείται μακράν» και στην υποστολή, από κυρίαρχο εθνικό έδαφος, της ελληνικής σημαίας στα Ίμια. Γι’ αυτό δεν θέλουν να θυμάται κανείς τον Λεωνίδα και τις Θερμοπύλες. Ατυχώς όμως γι’ αυτούς τους θυμάται η ιστορική μνήμη, η εθνική συνείδηση, η οποία είναι αυστηρή,ακριβοδίκαιη, αποπέμπει τους μικρούς επιφανειακούς
και ασήμαντους ηγέτες και επιδαψιλεύει δάφνες στους τολμηρούς, προσπερνάει τους δειλούς και τους Εφιάλτες κάθε εποχής και γράφει στις χρυσές της σελίδες, τις ποτισμένες με αίμα και απαράμιλλη τόλμη, αυτούς που παρέμειναν πιστοί στις ιδέες τους, που δεν έκαναν βήμα πίσω, που προάσπισαν με την ίδια τους τη ζωή την αφοσίωσή τους σ’ αυτές.
«Αν δεν μπορείς να θυσιαστείς για τις ιδέες σου,τότε ή εσύ δεν αξίζεις ή οι ιδέες σου» λέει ένας φιλόσοφος. Όλα τ’ άλλα παραμένουν στα αζήτητα, στη λήθη, στην περιφρόνηση. Γιατί μόνο εκεί που υπάρχουν ήρωες, γιατί μόνο εκεί που υπάρχουν Θερμοπύλες,έχουν τα έθνη το δικαίωμα να ζουν. Γιατί οι Θερμοπύλες οδηγούν στις Πλαταιές, δημιουργούν τη Σαλαμίνα, καθορίζουν το Βυζάντιο, ανασταίνουν το 1821 το έθνος,αποτελούν ιδεολογική πυξίδα για τον καθένα μας.
«Και ποιοι είστε εσείς που τα λέτε όλα αυτά σε τέτοιους καιρούς;» θα μπορούσαν να ρωτήσουν πολλοί.
Και θα τους απαντήσουμε: Είμαστε αυτοί που σε καθημερινή βάση κάνουμε πράξη το ανεπανάληπτο «μολών λαβέ».
Και κάποιοι θα αναρωτηθούν: «μήπως είστε ρομαντικοί;» θα τους απαντήσουμε «ίσως».
-«φανατικοί;» Η απάντηση είναι «οπωσδήποτε»
-«ακραίοι;» -«ναι, για την Ελλάδα» θα απαντήσουμε
-«παράταιροι στην πολιτεία των γραικύλων;» -«σίγουρα ναι».
Μα και ταυτόχρονα πιστοί, αιώνια πιστοί στην Ελλάδα των Θερμοπυλών. Γιατί εμείς πιστεύουμε ότι οι Θερμοπύλες δεν είναι προνόμιο των πολλών και των φαύλων. Είναι προνόμιο των λίγων και εκλεκτών που έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της πατρίδας και αγωνίστηκαν ως θεματοφύλακες της τιμής, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του ελληνικού έθνους.
Γιατί εμείς πιστεύουμε ότι όσοι τολμούν να σταθούν στο πλευρό των λίγων και εκλεκτών, να πολεμήσουν το πλήθος των φαύλων, είναι οι σύγχρονοι Σπαρτιάτες των Θερμοπυλών.
Γιατί εμείς πιστεύουμε αυτά που γράφει ο ποιητής:
«Τον μαραθώνιο ημεροδρόμο ακολουθώντας,
κι αν πέσουμε στης δόξης το πεδίο, μη ξεχνώντας,
το χρέος μας έχουμε κάνει.
Φυλή, Τιμή, Καθήκον, μα δεν φτάνει.
Και με το αίμα του προγόνου μας Λεωνίδα,
το αίμα μας, δίνοντας και την τελευταία του ρανίδα,
θριάμβων αίμα ταιριασμένο,
θα πορφυρώσει τον σταυρό τον κοραλλένιο.
Και το δοξάρι το κρεμάμενο στον τοίχο,
βγάζει αιώνια της δόξας του τον ήχο.
Κι αν έρθει η ιστορία να μας γράψει,
κανείς από εμάς δεν πρόκειται να κλάψει.
Μια ιστορία που συχνά μας ανασταίνει.
Για την Ελλάδα μια φορά κανείς πεθαίνει».

πηγή: Ελευθερία .