Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Οι ασβεσταριές...


Οι ασβεσταριές...

Από τον Γιάννη Γούδα

Σήμερα θα αναφερθούμε σε ένα θέμα το οποίο για πολλές δεκαετίες είχε την τιμητική του. Αναφέρομαι φυσικά στην ασβέστη ή στον ασβέστη, όπως συνήθιζαν παλιά να τον λένε. Τον ασβέστη τον ξέρουμε όλοι ως οικοδομικό υλικό (τον είχαν για τα χτισίματα, για τα σοφατίσματα, για τα γιοφύρια, παντού ασβέστη έβαζαν. Κι ο ασβέστης, όσο περνάει ο καιρός, τόσο πήζει. Άμα έσφιγγε, γινόταν σαν τσιμέντο. Βαστάει πολλά χρόνια, δεν παθαίνει τίποτα), οι παλαιότεροι όμως τον θυμούνται και λόγω των πολλών άλλων χρήσεών του: Από μέσο καλλωπισμού των σπιτιών, των τζακιών και των φούρνων, των εκκλησιών, των τενεκέδων των λουλουδιών, των πεζουλιών, των δρόμων και των αυλών, για τον καλλωπισμό και την απολύμανση στις τουαλέτες «παλάτι γίνονταν, να μη μυρίζει», για τον καθαρισμό και την απολύμανση των μαντριών, για το ασβέστωμα των οπωροφόρων δένδρων και των κηπευτικών, για να μην ανεβαίνουν οι κάμπιες, για το φυσικό συντηρητικό στις πατάτες, για το διώξιμο του πόνου των εγκαυμάτων, μέχρι το σκληρυντικό των γλυκών, για να γίνονται τραγανά τα γλυκά του κουταλιού. Έτσι φαίνονταν και η νοικοκυροσύνη.
Τι ήταν, πώς γίνονταν αυτές και ποιος ήταν ο σκοπός τους ; Ήταν ένα καμίνι, όπου με τη βοήθεια φίλων, συγγενών και γενικώς των συγχωριανών του, παράγονταν ο απαιτούμενος ασβέστης του κάθε σπιτιού. Ήταν μια πρακτική των προηγούμενων χρόνων, στην απομακρυσμένη από τα αστικά κέντρα και ξεχασμένη ελληνική επαρχία, που το συγκεκριμένο υλικό αυτά δεν το έβρισκες εύκολα, και έπρεπε από μόνοι τους να το παράγουν, για την άμεση χρήση του στην κοινωνία και στο τοπικό περιβάλλον. Πρώτα έσκαφταν μία γούρνα μεγάλη και την έχτιζαν, στον πάτο (βάση) τοίχο κι απάνω τη γιόμιζαν με ασπρολίθια, δουλειά την οποία αναλάμβαναν οι άντρες, ενώ οι γυναίκες κουβαλούσαν κατάλληλα διαλεγμένες πέτρες για το χτίσιμο του καμινιού, το οποίο γινόταν κυκλικά με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένας θόλος. Πάνω από τον θόλο έριχναν και άλλες ειδικές πέτρες (στουρνάρια) και έτσι ο σωρός έφθανε σε ύψος 1,5 μέτρου περίπου, από την επιφάνεια του εδάφους. Στο μέσο έμπαινε μια μεγάλη άσπρη πέτρα, ενώ στο κάτω μέρος άφηναν ένα κατάλληλο άνοιγμα για την τροφοδοσία του καμινιού. Ύστερα ξεκινούσε το κάψιμο της πέτρας. Οι γυναίκες κουβαλούσαν με τριχιές ξύλα και οι άνδρες κρατούσαν διαρκώς την φωτιά αναμμένη τροφοδοτώντας την με τόνους ξύλα. Καίγονταν τα ασπρολίθια, καίγονταν και αυτά τα στουρναρολίθια και γίνονταν όλα ασβέστη. Οχτώ μερόνυχτα έκαιγε η φωτιά {λαμπάδα (φλόγα) μεγάλη}, αλλά εσωτερικά. Δεν έβγαινε απάνω η φλόγα. Πύρωνε γύρα-γύρα η ασβεσταριά. Κοκκίνιζαν οι πέτρες από πάνω και άρχιζε και έβγαινε σιγά-σιγά στην κορυφή η φλόγα. Τότε το καταλάβαιναν αυτοί που είχαν την ασβεσταριά και φώναζαν: Πολύ ωραία, τώρα κάηκε η ασβεσταριά. Έκλειναν το άνοιγμα της τροφοδοσίας με τα ξύλα, τη λεγόμενη ταΐστρα με πέτρες και χώμα και άφηναν μια μέρα το καμίνι να κρυώσει. Στη συνέχεια μετέφεραν τον ασβέστη σε έναν αποθηκευτικό χώρο, συνήθως στην άκρη του κήπου και καταή στο χώμα, σε κάποιο απόμερο σημείο, όπου έφτιαναν την ασβεσταριά. Έριχναν σε έναν λάκκο τον ασβέστη κι έριχναν από μακριά το νερό για να τον σβήσουν, αλλά και για να μη «χαλάσει» από την επαφή με τον αέρα (υγρασία). Τον κράταγαν και για άλλες φορές. Στις ασβεσταριές αυτές πρόσεχαν να μη ζυγώσει κανένας. Γι’ αυτό έβαζαν πέτρες γύρω-γύρω και έριχναν και τις σκέπαζαν από πάνω με τσίγκια, για να μην πάει κανένας μες στην ασβεσταριά, ούτε άνθρωπος, ούτε ζωντανό.
Η ασβέστη που έβγαινε από την ασβεσταριά ήταν άσβεστη. Για να τη χρησιμοποιήσεις έπρεπε να τη «σβήσεις» (να μπορείς δηλ. να την εκμεταλλευτείς). Την έβαζαν λοιπόν σ’ ένα ντενεκέ μέσα, δύο οκάδες, κι έριχναν νερό για να σβηστεί. Αφού έριχναν το νερό, χόχλαζε, χόχλαζε… Σε καμιά ώρα σταμάταγε ο χόχλος… κι αυτό ήταν. Γέμιζε ο ντενεκές με δύο οκάδες ασβέστη. Για να σβηστεί όμως καλά, έπρεπε να την ανακατεύουμε, για να μη μείνουν γρουμπούλια, να γίνει δηλ. σαν αλοιφή. Κι έπρεπε εκεί να έχεις τον νου σου. Άμα πετιόνταν επάνω σου, σ’ έκαιγε. Δε μπορούσες ούτε το ντενεκέ να τον αγγίξεις. Πέταγε φουσκάλες! Χόχλαζε! Έβραζε… Ακούγονταν “Χλου χλου χλου…”. Τόσο χόχλο έκανε. «Κράτα τα παιδιά μακριά, μη ζυγώσουν και ζεματιστούν», έλεγαν. Αλλά φύλαγαν και τα ζωντανά να μη ζυγώσουν στην ασβεσταριά. Σκυλιά, γάτες, κότες, όλα αυτά κινδύνευαν. Δεν έπρεπε να ζυγώσουν. Την αφήναμε κανα-δυο μέρες στο ντενεκέ να κρυώσει και μετά έμπαινε σε ένα μικρότερο δοχείο από λίγη-λίγη ασβέστη κι χρησιμοποιούνταν αναλόγως. Τότε δεν έκαιγε. Τότε που είχαμε την ασβέστη στο δοχείο αυτό, βάζαμε και λίγο λάδι, για να μη βγαίνει ψιλά στα ρούχα σου (δηλ. σαν στερεωτικό του χρώματος, για να μη φεύγει). Αλλά επειδή και το λάδι ήταν δυσεύρετο, συνήθως βάζαμε ένα κλωνάρι από συκιά, γιατί το συκόγαλο κάνει την ίδια δουλειά με το λάδι άμα το βάλεις μέσα στον ασβέστη.
Είχε μεγάλη τράβηξη (ζήτηση) τότε ο ασβέστης. Το κάθε νοικοκυριό αγόραζε οκάδες ασβέστη. Έπαιρναν τον ασβέστη οι νοικοκυρές και έκαναν λαμπίκο τα σπίτια. Ακόμη και ο πιο φτωχός θα περιποιόνταν το σπίτι του. Την άνοιξη και το καλοκαίρι, όλα τα σπίτια έπρεπε να βαφτούν, να ασβεστωθούν και να ασπριστούν. Δεν έμενε κανένα ξασβέστωτο. Όποτε γιόρταζαν, ασβέστωναν. Το Δεκαπενταύγουστο κι όποτε είχε πανηγύρι το κάθε χωριό: του Αϊ-Λια, της Αγίας Παρασκευής, του Αϊ-Παντελεήμονα, και τις άλλες γιορτές Όλο το καλοκαίρι γιορτές… Τον χειμώνα… ασβέστωνε ο Θεούλης, με το χιόνι. «Από το καλοκαίρι που ασβεστώναμε, φεγγοβόλαγε ο τόπος όλο το χρόνο, μέχρι το άλλο καλοκαίρι, που θα ασβεστώναμε ξανά».
Σήμερα οι ασβεσταριές δεν υπάρχουν, διότι όλα άλλαξαν. Οι τοίχοι όχι απλώς δεν ασβεστώνονται αλλά καταρρέουν… Τα σπίτια φτιάχνονται με διαφορετικό τρόπο και όλα όσα ανέφερα στην αρχή, γίνονται χωρίς τη χρήση του ασβέστη, ο οποίος ασβέστης τώρα δεν υπάρχει σε κομμάτια για να τον σβήσεις. Τον έχουν έτοιμο, σβησμένο και τον πουλάνε σε σακούλες, σα γιαούρτι. Το καλό στην όλη υπόθεση είναι ότι, στα περισσότερα αν όχι σε όλα τα νησιά, η χρήση του και η κατανάλωσή του, είναι μεγάλη και βλέποντάς τα μας θυμίζουν και μας ξυπνούν μνήμες του ωραίου παρελθόντος της Πατρίδας μας!

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

 

Οι Δήμαρχοι της περιόδου 1917-1925 - Γ’

Λογαριασμός φωτισμού της οικίας του Μιχαήλ Σάπκα επί της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη) για τον μήνα Ιούλιο 1925, από τη «Λαρισαϊκή Εταιρεία Ηλεκτροφωτισμού και Υδρεύσεως», πρόδρομο του ΟΥΗΛ και της ΔΕΥΑΛ.  Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Λογαριασμός φωτισμού της οικίας του Μιχαήλ Σάπκα επί της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη) για τον μήνα Ιούλιο 1925, από τη «Λαρισαϊκή Εταιρεία Ηλεκτροφωτισμού και Υδρεύσεως», πρόδρομο του ΟΥΗΛ και της ΔΕΥΑΛ. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Με το σημερινό σημείωμά μας συνεχίζουμε και τελειώνουμε τους δημάρχους της Λάρισας οι οποίοι διορίσθηκαν κατά την ανώμαλη πολιτικά και στρατιωτικά περίοδο από το 1917, μέχρι και το 1925, όταν προκηρύχθηκαν κανονικά δημοτικές εκλογές και αναδείχθηκε για δεύτερη τετραετία (1925-1929) δήμαρχος ο Μιχαήλ Σάπκας.


Είχαμε μείνει στην καταγραφή σημαντικών γεγονότων κατά την δημαρχία του Δημητρίου Παπαγεωργίου (1922-1923), χωρίς να την ολοκληρώσουμε. Είχε φθάσει το 1923 και ο ηλεκτροφωτισμός της Λάρισας παρέπαιε. Είχε δικτυωθεί μόνον το κέντρο της Λάρισας και οι κάτοικοι δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένοι. Οι διακοπές ήταν συχνό φαινόμενο και όσοι έμεναν σε συνοικίες, λίγες τότε, είχαν δικαιολογημένα παράπονα Περνούσε ο καιρός και η Εταιρεία «Όμνιουμ», η οποία είχε αναλάβει το έργο πριν από δέκα και πλέον χρόνια, δεν έδειχνε τη δέουσα προθυμία ώστε να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Επιπλέον για το θέμα της ύδρευσης δεν είχε προχωρήσει σε καμιά ενέργεια. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε το Δημοτικό Συμβούλιο στις 31 Αυγούστου 1923, με έγγραφό του στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, να ζητήσει την έκπτωση της Ηλεκτρικής Εταιρείας «Όμνιουμ», χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1923 για λόγους υγείας παραιτήθηκε από το αξίωμα του δημάρχου ο Δημ. Παπαγεωργίου και τον αντικατέστησε προσωρινά ως Δημαρχών ο δημοτικός σύμβουλος Βασίλειος Αρσενίδης. Κατά το διάστημα αυτό και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 1923 οι κάτοικοι της συνοικίας Πέρα Μαχαλά (Βλαχομαχαλάς), μαζί με τους πλησιόχωρους οικισμούς Κιόσκι και Γιάννουλη, υπέβαλλαν αίτημα στον Νομάρχη να εισηγηθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο, ώστε να ανακηρυχθεί ανεξάρτητη η ενορία του ναού του Αγίου Χαραλάμπους [1].
Η Λάρισα είχε αρχίσει σταδιακά να μεγαλώνει και να εποικίζεται από διάφορες περιοχές του νομού. Για τον λόγο αυτόν το Δ.Σ., έπειτα από συμφωνία με τον μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό [2], ο οποίος ήταν την περίοδο εκείνη τοποτηρητής της Ι. Μητροπόλεως Λαρίσης, ενέκρινε το αίτημα. Στις 14 Νοεμβρίου 1923 ο δημαρχών Βασ. Αρσενίδης προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό για την «ανύψωσιν του υπάρχοντος ωρολογοστασίου προς τοποθέτησιν του ωρολογίου της πόλεως», καθώς και για την «κατασκευήν τριών ουρητηρίων εν τη πόλει Λαρίσσης» [3].

Αρσενίδης Βασίλειος
Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι από τον Σεπτέμβριο του 1923, μετά την παραίτηση του δημάρχου Δημ. Παπαγεωργίου, ανέλαβε προσωρινά ως δημαρχών ο Βασίλειος Αρσενίδης. Έπειτα από τέσσερες μήνες, στις 11 Ιανουαρίου 1924, κατόπιν διαταγής του Νομάρχη Λαρίσης, συνήλθε σε έκτακτη συνεδρίαση το Δημοτικό Συμβούλιο ύστερα από πρόσκληση του προέδρου του Νικολάου Μανωλάκη για να προβεί στην εκλογή νέου δημάρχου δια ψηφοφορίας μεταξύ των μελών του. Η ψηφοφορία ήταν μυστική και δήμαρχος αναδείχθηκε παμψηφεί ο Βασίλειος Αρσενίδης.
Ο Βασίλειος Αρσενίδης (1875-1944) ήταν γιος του χρυσοχόου και γαιοκτήμονα Νικολάου Αρσενίδη και της Φανής, αδελφής του Κωνσταντίνου Σκαλιώρα. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές ανέλαβε τη διαχείριση της τεράστιας κτηματικής περιουσίας της οικογένειας και συν τω χρόνω εξελίχθηκε σε σπουδαίο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό παράγοντα της Λάρισας του μεσοπολέμου.
Στο νέο Δημοτικό Συμβούλιο παρέμεινε πρόεδρος ο Νικόλαος Μανωλάκης, ενώ τα μέλη του αποτελούσαν οι Δημήτριος Δημητριάδης, Βασίλειος Κέλλας, Θωμάς Μήτλας, Αριστείδης Μπέμπος, Δημήτριος Πουλιάδης, Ιωάννης Τσιμπούκης, Αθανάσιος Χαλκιόπουλος και Ηρακλής Χατζημέμος. Ο νέος δήμαρχος είχε κάνει την εμφάνισή του στην τοπική αυτοδιοίκηση από το 1914 όταν εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος με την παράταξη του Μιχαήλ Σάπκα. Τώρα, με την ψήφο των συναδέλφων του στο Δημοτικό Συμβούλιο και κατά τη διάρκεια μια ταραγμένης περιόδου, καλούνταν να προσφέρει πρόοδο και ευημερία στη γενέτειρά του.
Ένα από τα πρώτα του καθήκοντα υπήρξε η φροντίδα να κατασκευάσει πρόχειρους καταυλισμούς για να στεγάσει το κύμα των Τσερκέζων (Κιρκασίων) [4] προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Λάρισα.
Από ιστορικής απόψεως πρέπει να τονισθεί η προσπάθεια του Δημ. Συμβουλίου να συνδράμει οικονομικά στην έκδοση του βιβλίου του Επαμεινώνδα Φαρμακίδη «Η Λάρισα από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881)». Το ιστορικό αυτό πόνημα αποτελεί μια τοπογραφική και διαχρονική ιστορική μελέτη για τη Λάρισα, με 20 φωτογραφίες και δύο χάρτες της πόλης, το οποίο λόγω της σπουδαιότητάς του ανατυπώθηκε το 2001 από το βιβλιοπωλείο «Γνώση», με εισαγωγή, επιμέλεια και σχόλια του Κώστα Σπανού.
Αποτελεί μέχρι σήμερα θησαυρό γνώσεων για την ιστορία της Λάρισας γιατί είναι το μοναδικό ολοκληρωμένο που έχει μέχρι σήμερα κυκλοφορήσει και πολλοί ιστορικοί ερευνητές το συμβουλεύονται. Τελικά «η υπό το πρόσχημα της εις τους τύπους προσηλώσεως εκδηλωθείσα βραδύτερον εξ αγνώστων μοι λόγων αντίδρασις, εματαίωσε την αρχικήν αγαθήν πρόθεσιν του Δημοτικού Συμβουλίου και ούτως ηναγκάσθην να εκδώσω το έργον δι’ εγγραφής συνδρομητών» αναφέρει ο συγγραφέας τον Δεκέμβριο του 1925 [5]. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1926 από τα καλλιτεχνικά τυπογραφεία του Κωνσταντίνου Παρασκευόπουλου στον Βόλο.
Ο δήμαρχος Βασ. Αρσενίδης μέσω του Δημοτικού Συμβουλίου, έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα και στα θέματα παιδείας. Διατέθηκαν οι υποχρεωτικές ετήσιες πιστώσεις για τη λειτουργία του Αρσακείου και τη Νυκτερινή Σχολή απόρων που είχε ιδρύσει το Εργατικό Κέντρο. Επιπλέον ενδιαφέρθηκε για τη μελέτη και τη διαμόρφωση του χώρου της εβδομαδιαίας αγοράς, της επονομασθείσης «Τετάρτης», στην περιοχή του Λόφου της Ακρόπολης. Φρόντισε ακόμη για τον εξωραϊσμό του Άλσους των Νυμφών (Αλκαζάρ) και για την δενδροφύτευση κεντρικών δρόμων και πλατειών [6].
Τον Μάρτιο του 1924 έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία «Πυροσβεστικού Αποσπάσματος» με τη χορήγηση σημαντικού χρηματικού ποσού για την αγορά ειδικών μηχανημάτων και συνέβαλε στην απόσπαση ειδικευμένου προς τούτο δεκανέα από την 1η Μεραρχία για την απρόσκοπτη λειτουργία του. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, υποχρέωσε τους κληρονόμους του υφαντουργού Γεωργίου Πατσάλη, ενοικιαστές του Ξενώνα των Ζαρκινών στον Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου), σε έξωση. Όπως είναι γνωστό τον επόμενο χρόνο (1925) το εργοστάσιο αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά και παρέμεινε για πολλά χρόνια ερείπιο. Αλλά ο Βασίλειος Αρσενίδης φαίνεται ότι είχε και καλλιτεχνικές ανησυχίες. Πρότεινε στο Δ.Σ. να εγκρίνει χρηματικό ποσό για την αγορά από τον Λαρισαίο ζωγράφο Αγήνορα Αστεριάδη εικαστικών έργων με προοπτική να στολίσουν το κτίριο του Δημαρχείου.
Όμως το πλέον σημαντικό γεγονός της σύντομης δημαρχιακής του θητείας ήταν όταν στις 20 Οκτωβρίου του 1924, σε συνεδρίαση του Δημ. Συμβουλίου αποφασίσθηκε να κηρυχθεί έκπτωτη η εταιρεία «Όμνιουμ», η οποία είχε αναλάβει τον ηλεκτροφωτισμό της Λάρισας.  Λίγους μήνες αργότερα πραγματοποιήθηκε ευρεία σύσκεψη στην οποία έλαβαν μέρος ο δήμαρχος Βασ. Αρσενίδης, τα μέλη του Δημ. Συμβουλίου και μια ομάδα τοπικών παραγόντων με κύρος και οικονομική επιφάνεια, οι οποίοι ίδρυσαν τη «Λαρισαϊκή Εταιρεία Ηλεκτροφωτισμού και Υδρεύσεως». Μέτοχοι υπήρξαν αρκετοί πολίτες της Λάρισας και ο Δήμος, χάρη στους οποίους η πόλη μέχρι το 1930 απέκτησε ηλεκτροφωτισμό και ύδρευση όχι μόνο στο κέντρο, αλλά και στις πιο απομακρυσμένες συνοικίες. Έχει διασωθεί και δημοσιεύεται σήμερα ένας από τις πρώτους λογαριασμούς (ο αριθμ. 3) της εν λόγω Εταιρείας για φωτισμό των οικιών του μηνός Ιουλίου του 1925. Ο Βασίλειος Αρσενίδης μετά τις δημοτικές εκλογές της 25ης Οκτωβρίου 1925 παρέδωσε τα ηνία στον νικητή των εκλογών Μιχαήλ Σάπκα. Όμως συνέχισε τη δραστηριότητα του σε πολλά επίπεδα και δεν έμεινε αδρανής. Συνέβαλλε στην ίδρυση του Συλλόγου Φιλομούσων Λαρίσης, ο οποίος με τη συμβολή και της Ιουλίας Σάπκα εξελίχθηκε στο Δημοτικό Ωδείο της πόλης, Υπήρξε εκ των ιδρυτών της Τραπέζης Λαρίσης και διετέλεσε πρόεδρος της. Ακόμα τον βρίσκουμε και αντιπρόεδρο του τμήματος Λαρίσης του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Το 1941 στην Κατοχή, εγκαταστάθηκε με την κόρη του στην Αθήνα όπου και απεβίωσε στις 27 Δεκεμβρίου του 1944 [7].

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώορυ (nikapap@hotmail.com)

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Μέχρι το 1923 οι περιοχές αυτές υπάγονταν ενοριακά στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλίου.
[2]. Ο μητροπολίτης Λαρίσης Αρσένιος το 1917 εξορίσθηκε στην Αμοργό και δεν είχε ακόμη επιστρέψει.
[3]. εφ. «Εμπρός» Αθηνών, φύλλο της 19ης Νοεμβρίου 1923.
[4]. Η Κιρκασία είναι μια περιοχή η οποία βρίσκεται κοντά στη βορειοανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της εκτοπίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τον πόλεμο Ρώσων-Κιρκασίων, στη γειτονική Οθωμανική Αυτοκρατορία και μερικοί εξ αυτών έφθασαν και στην Ελλάδα.
[5]. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι στις 25 Οκτωβρίου 1925 διεξήχθησαν δημοτικές εκλογές, στις οποίες οι κάλπες ανέδειξαν δήμαρχο τον Μιχαήλ Σάπκα και ότι ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης ήταν κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού ενεργό στέλεχος του κόμματος των Φιλελευθέρων.
[6]. Γρηγορίου Αλέξανδρος. Βασίλειος Αρσενίδης (1875-1944). Ο οραματιστής δήμαρχος Λάρισας του Μεσοπολέμου, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 2015.
[7]. Γρηγορίου Αλέξανδρος, ό. π.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το θερινό κέντρο «Αλκαζάρ»

 
Η υπερυψωμένη εξέδρα η οποία στέγαζε την πολυμελή ορχήστρα του θερινού εξοχικού κέντρου «Αλκαζάρ». 1952Η υπερυψωμένη εξέδρα η οποία στέγαζε την πολυμελή ορχήστρα του θερινού εξοχικού κέντρου «Αλκαζάρ». 1952

Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει την ειδική εξέδρα η οποία είχε κατασκευασθεί στη βόρεια πλευρά του οικοπεδικού χώρου του ψυχαγωγικού κέντρου Αλκαζάρ, όπου έπαιζε η ορχήστρα κατά τους θερινούς μήνες. Η φωτογραφία είναι του 1952 όταν τη διεύθυνση του κέντρου είχε ακόμα ο Μήτσος Βρεττόπουλος.


Στην περιοχή αυτή, εξοχικό κέντρο υπήρχε συνεχώς από τα χρόνια της απελευθέρωσης της Λάρισας. Μόνο κατά τη διάρκεια της κατοχής, η οποία ήταν μια περίοδος στερήσεων και υποταγής στον κατακτητή, ολόκληρη η περιοχή του Αλκαζάρ ερήμωσε στην κυριολεξία. Μια ιταλική μονάδα στρατού στρατωνίστηκε στο προπολεμικό κέντρο και το 1941-42. Επειδή τη χρονιά εκείνη ο χειμώνας ήταν αρκετά βαρύς, πριόνιζαν τα γύρω δένδρα, για να τροφοδοτούν τις θερμάστρες του κέντρου με ξύλα. Και καθώς η φτώχεια ήταν ασήκωτη, τους ακολούθησαν από κοντά και πολλοί Λαρισαίοι, οι οποίοι ξερίζωναν ότι είχε απομείνει από τα κομμένα δένδρα που είχαν αποψιλώσει οι Ιταλοί. Έτσι όταν κάποτε ο πόλεμος τελείωσε, ολόκληρος σχεδόν ο χώρος του Αλκαζάρ είχε απογυμνωθεί από πράσινο και ο τόπος ξαναέγινε έρημος όπως ήταν παλιά επί τουρκοκρατίας [1].
Το 1946, κατά τη δημαρχιακή θητεία του Στυλιανού Αστεριάδη (1934-1950), τέθηκαν οι βάσεις για την αναδημιουργία του χαμένου κήπου στον χώρο του Άλσους των Νυμφών (Αλκαζάρ). Την άνοιξη του 1947 ο Δήμος Λαρίσης, στην προσπάθειά του να τονώσει το χαμένο από τον πόλεμο ηθικό των κατοίκων της πόλης, αποφάσισε να αναβιώσει το παλιό εξοχικό κέντρο. Έπειτα από σχετική δημοπρασία, ο Δήμος παραχώρησε στον επιχειρηματία Μήτσο Βρεττόπουλο την εκμετάλλευση επί 15ετία του χώρου του προπολεμικού κέντρου «Αλκαζάρ» με συμβολική τιμή, με την προϋπόθεση ότι ο ανάδοχος θα αναλάμβανε την υποχρέωση να κατασκευάσει νέο κτίριο στη θέση του παλαιού για τη λειτουργία εξοχικού κέντρου και να εξωραΐσει τον περιβάλλοντα χώρο. Η προηγούμενη εμπειρία του επιχειρηματία Μήτσου Βρεττόπουλου σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις [2] προοιώνιζε την επιτυχία και της νέας. Έτσι τον Μάρτιο του 1947 άρχισε με εντατικούς ρυθμούς τις εργασίες κατασκευής, και χωρίς να υπολογίσει έξοδα και κόπο μεταμόρφωσε τον χέρσο αυτό τόπο σε μια πραγματική όαση ομορφιάς [3]. Μέσα σε έξι μήνες δημιούργησε παρτέρια, φύτευσε με τη βοήθεια του κηπουρού του Δήμου και φίλου του Γρηγόρη Μελίδη καλλωπιστικά φυτά και δένδρα, κατασκεύασε μικρό σιντριβάνι και μια ευρύχωρη υπαίθρια χορευτική πίστα και άρχισε την κατασκευή του κτιρίου.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, το νέο κέντρο «Αλκαζάρ» υποδέχθηκε τους πρώτους θαμώνες. Αρχικά λειτούργησε σαν χώρος αναψυχής για τους περιπατητές και σταδιακά συμπληρώνονταν οι απαραίτητες κατασκευές και ολοκληρωνόταν το κτίριο.
Αρχιτεκτονικά το νέο κτίσμα ήταν μια ευρύχωρη και υπερυψωμένη τετράγωνη κατασκευή από ενισχυμένο ξύλο, με μεγάλα ανοίγματα στις τρεις από τις τέσσερες πλευρές του, τα οποία από τη μια διέχεαν το φως της ημέρας στο εσωτερικό του κτιρίου και από την άλλη έδινε τη δυνατότητα στον επισκέπτη να θαυμάσει την εξωτερική φυσική ομορφιά του κήπου και των δένδρων. Στον τεράστιο εξωτερικό χώρο βόρεια του κτιρίου αναπτύχθηκαν τραπέζια με καθίσματα, χωρητικότητας μέχρι 3.000 ατόμων και στο βάθος είχε κατασκευασθεί υπερυψωμένη σκεπαστή εξέδρα για την ορχήστρα. Ολόκληρος αυτός ο χώρος φωτίζονταν με επιμέλεια και γούστο.
Το επόμενο καλοκαίρι (1948) οι κατασκευές που έκανε ο Βρεττόπουλος του έδωσαν τη μορφή κοσμικού κέντρου με ορχήστρα, τραγουδιστές και διάφορα θεάματα. Από το κέντρο αυτό παρέλασαν όλα τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού εκείνης της περιόδου και οι Λαρισαίοι είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν από κοντά σπουδαία ονόματα καλλιτεχνών που γνώριζαν μόνο από τους δίσκους και το ραδιόφωνο. Αξέχαστες έμειναν στους παλαιότερους οι βραδιές με τον Νίκο Γούναρη και το Τρίο Κιτάρα. Όχι μόνον είχαν γεμίσει όλα τα τραπεζοκαθίσματα, αλλά και πλήθος κόσμου είχε κατακλύσει όρθιο την περιοχή για να παρακολουθήσει τους πασίγνωστους καλλιτέχνες. Εκτός αυτών οι θαμώνες του εξοχικού κέντρου εκστασιάζονταν και με τα διάφορα νούμερα που προσκαλούσαν οι διαχειριστές του κέντρου. Ζογκλέρ, αρτίστες και χορευτικά ζεύγη ενθουσίαζαν το κοινό.
Κοσμοπλημμύρα επικρατούσε στο κέντρο και τις ηλιόλουστες Κυριακές και γιορτές. Μετά την εκκλησία οικογένειες και φιλικές συντροφιές έκαναν τη βόλτα τους στο Αλκαζάρ. Περνούσαν τη γέφυρα και κατηφόριζαν στον ευθύ δρόμο μέχρι το στάδιο, για να καταλήξουν για καφέ ή τσίπουρο στο κέντρο [4].
Το 1952 ο Μήτσος Βρεττόπουλος αρρώστησε και εκχώρησε την επιχείρηση σε άλλους επιχειρηματίες, ένας εκ των οποίων ήταν και ο κομφερασιέ Κώστας Μπάμπαλης. Το κέντρο Αλκαζάρ σταμάτησε τη λειτουργία του το 1972 και στη συνέχεια το κτίριο κατεδαφίστηκε. Μετά τη μεταπολίτευση δημιουργήθηκε στη θέση του το Κηποθέατρο.


[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα Α’ (2014). Το Κέντρο «Αλκαζάρ». Λάρισα (2018) σελ. 33-40.
[2]. Είχε λειτουργήσει με μεγάλη επιτυχία το ζαχαροπλαστείο «Κυβέλεια» στην οδό Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) απέναντι από το σημερινό ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς», το Καφενείο «Πανελλήνιον» στη νότια πλευρά της πλατείας Θέμιδος (Κεντρική) και το ζαχαροπλαστείο «Αίγλη» στη δυτική πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου.
[3]. Περραιβός Κώστας, Το Αλκαζάρ τον παλιό καιρό, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 6ης Αυγούστου 1979.
[4]. Βλαχάκη Χαρίκλεια, Κοσμικόν Κέντρον Αλκαζάρ. Αναμνήσεις από τη Λάρισα της μεταπολεμικής περιόδου, περ. «In and Out» της εφημερίδας «Ελευθερία» φύλλο της 31ης Ιανουαρίου 2008.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

 

Το Πήλιο στη Μυθολογία


Η Αργώ (Βολανάκης)Η Αργώ (Βολανάκης)

Το Πήλιο, το βουνό των Κενταύρων, είναι ένα καταπράσινο φυσικό φρούριο. Ολόκληρη η περιοχή είναι ένας ανεξάντλητος θησαυρός μύθων, θρύλων, ιστορίας και πολιτιστικής παράδοσης.

Για χιλιετίες το έχουν περπατήσει θεοί, ημίθεοι, Κένταυροι, Τιτάνες, Γίγαντες, νύμφες και δρυάδες, βασιλιάδες, ήρωες και πολεμιστές. Για τους θεούς δε του Ολύμπου, υπήρξε αγαπημένο θέρετρο. Πιθανολογείται ότι η ετυμολογία της ονομασίας του προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη «Πηλούσιο» και δόθηκε από τους Προέλληνες που ήρθαν από τη Ν.Α. μεσογειακή λεκάνη. Ίσως ανάγει την προέλευσή της στην Ιλλυρική λέξη pil, που σημαίνει δάσος, ή να πήρε το όνομά του από τον Πηλέα, τον πατέρα τού Αχιλλέως.
Το πανέμορφο Πήλιο δεν μπορούσε να μην προσελκύσει τους αρχαίους Έλληνες, που το επέλεξαν ως τόπο όπου διαδραματίστηκαν μυθικά γεγονότα. Αρχικά σ’ αυτό εγκαταστάθηκε ο γενάρχης της περιοχής, ο Μάγνης, γιος τού Αιόλου (ή του Δία). Οι αρχαίοι Μάγνητες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι που διέμειναν μόνιμα στην έκτασή του. Αναφορές στο Πήλιο γίνονται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος το αποκαλεί «εινοσίφυλλον» (με φύλλα που σείονται), ενώ ο Ησίοδος το ονομάζει «υλήειν» (δασωμένο).

* ΤΟ ΠΗΛΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ:
Οι Κένταυροι ήταν πλάσματα της μυθολογίας που απεικονίζονταν με ανθρώπινο το άνω τμήμα τού σώματος και αλογίσιο το κάτω. Προήλθαν από την ποιητική ένωση του Ιξίωνος και της Νεφέλης. Είχαν χαρακτήρα άγριο και πρωτόγονο, βίαιο, παρορμητικό και φιλήδονο. Ζούσαν σε σπηλιές και κυνηγούσαν άγρια ζώα οπλισμένοι με πέτρες και ξύλα. Στο Πήλιο υπάρχουν πολλές σπηλιές που διαθέτουν διαμερίσματα μεγάλα σε χώρο και που αποτελούν ιδανικό καταφύγιο. Βασιλιάς των Κενταύρων ήταν ο Ευρυτίων, ο οποίος καλεσμένος στον γάμο τού βασιλιά των Λαπιθών επιχείρησε να απαγάγει την ίδια τη νύφη, την Ιπποδάμεια. Τον συνέλαβαν και του έκοψαν τα αυτιά και τη μύτη. Ακολούθησε η σφοδρότατη Κενταυρομαχία, όπου νικητές αναδείχτηκαν οι Λαπίθες.
Δεν ήταν όλοι τους ίδιοι, ούτε κατάγονταν από όμοια γενιά. Ο γνωστός π.χ. Κένταυρος Χείρων ήταν γιος του Κρόνου και της νύμφης Φιλύρας. Η Φιλύρα όμως αισθανόταν απέχθεια για το τέρας που έπρεπε να θηλάζει. Παρακάλεσε τους θεούς να τη μεταμορφώσουν σε οτιδήποτε άλλο κι έτσι έγινε φλαμουριά. Ο Χείρων υπήρξε ειρηνικός, σοφός, δάσκαλος και μύστης. Γνώριζε τα μυστικά της φύσης και των τεχνών, της ιατρικής και των βοτάνων, της μουσικής, αστρολογίας και της μαντικής. Με τα άνθη τής φιλύρας (φλαμουριάς) θεράπευε ασθενείς, ενώ κόβοντας σε μικρές λωρίδες τον εσωτερικό της φλοιό, τον χρησιμοποιούσε για να μαντεύει. Στη σπηλιά όπου ζούσε στο Πήλιο έγινε παιδαγωγός - δάσκαλος πολλών ηρώων.

* Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΑ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ:
Ο πατέρας τού Ιάσονος, ο Αίσων, εμπιστεύτηκε στον Χείρωνα τον ανήλικο γιο του, για να τον προστατέψει και να τον διδάξει. Όταν ενηλικιώθηκε ο Ιάσων γύρισε στην Ιωλκό για να αντιμετωπίσει τον σφετεριστή τού θρόνου της Πελία, ο οποίος του ζήτησε να φέρει το Χρυσόμαλλο Δέρας.

* Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ:
Μετά τη βάπτιση του Αχιλλέως από τη Θέτιδα στον ποταμό της Στυγός, ο πατέρας του, ο Πηλεύς, τον παρέδωσε στον Χείρωνα. Έμεινε αρκετά χρόνια μαζί του. Διδάχτηκε να κυνηγά με ταχύτητα τα ελάφια τού Πηλίου και τα σκότωνε δίχως σκυλιά και δόλιες παγίδες. Ο Χείρων έθρεψε το πνεύμα του με όλα τα ευγενή και τα πρέποντα, αλλά και με θεραπευτικές ικανότητες. Ο Όμηρος αναφέρει για πληγωμένο ήρωα: «Σώσε με τουλάχιστον τώρα, κόψε το βέλος από τον μηρό μου, ξέπλυνε το μαύρο αίμα με ζεστό νερό και βάλε πάνω του καλά γιατρικά, από αυτά που λένε ότι σού είπε ο Αχιλλέας, αφού ο Χείρων τού μίλησε γι’ αυτά»... Ο Χείρων έτρεφε τον Αχιλλέα με εντόσθια λιονταριών και αγριοκάπρων και με μεδούλι άρκτων και ελαφιού για να γίνει γενναίος και ταχύς. Ο νεαρός ήρωας ήταν τόσο επιδεκτικός σε όσα του δίδασκε ο Κένταυρος, ώστε σε ηλικία 6 μόλις ετών έσυρε το πρώτο του αγριογούρουνο στη σπηλιά τού Χείρωνος.

* Ο ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ, Ο ΑΚΤΑΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ:
Ο θεός Απόλλων μετέφερε τον γιο του, το βρέφος τότε Ασκληπιό, στον Χείρωνα (τότε που θανατώθηκε η μητέρα του, η Κορωνίς). Ο Χείρων τον ανέθρεψε και του μετέδωσε τις θεραπευτικές του γνώσεις. Επίσης στο Πήλιο ο περίφημος κυνηγός Ακταίων έμαθε από τον Κένταυρο την τέχνη τού κυνηγιού. Αλλά και ο ήρωας Ηρακλής θήτευσε κοντά του προάγοντας τις αρετές και τις ικανότητές του. Δυστυχώς σε μια μάχη ο Ηρακλής προκειμένου να υπερασπιστεί τον φίλο του Κένταυρο Φόλο, πλήγωσε κατά λάθος με δηλητηριασμένο βέλος στο πόδι τον σοφό δάσκαλό του. Ο Χείρων υπέφερε για μεγάλο διάστημα και τελικά ζήτησε από τον Δία απαλλαγή από την αθανασία, προσφέροντάς την στον Προμηθέα....

* Ο ΠΗΛΕΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΤΙΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ:
Σε σπηλιές τού βουνού κρυβόταν η θεά Θέτις, τότε που ο Δίας ήθελε να την παντρέψει με τον Πηλέα. Η Θέτις ήταν μία από τις 50 Νηρηίδες, η πιο ωραία απ’ όλες και μάλιστα η αρχηγός τους. Δεν επιθυμούσε να νυμφευτεί έναν θνητό και για να τον αποφύγει μεταμορφωνόταν σε διάφορα θαλάσσια πλάσματα, κυρίως σε σουπιά και του τίναζε το μελάνι της. Απελπίστηκε ο Πηλεύς και ζήτησε να τον βοηθήσει ο Χείρων. Αυτός του υπέδειξε τη σπηλιά που κοιμόταν η Θέτις. Έτσι την έπιασε κυριολεκτικά «στον ύπνο» και την αγκάλιασε σφιχτά με τη «μαιάνδριο λαβή» που του υπέδειξε ο Χείρων («κλειδώνεται» ο αντίπαλος με τα δάκτυλα και των δύο χεριών σφιγμένα, δημιουργώντας μαίανδρο μπροστά στο στήθος του). Παρά το δέσιμο η θεά πάλευε για να ξεφύγει αλλάζοντας μορφές... Αλλά ήταν αδύνατο να απελευθερωθεί. Ο Πηλεύς, πρωταθλητής στο Παγκράτιο ήδη από την Αίγινα, απ’ όπου καταγόταν, την ακινητοποιούσε μέχρι τελικά η Θέτις τον αποδέχτηκε, αφού κατάλαβε πως δεν μπορεί να διαφύγει...
* Το Πήλιο πρόσφερε και την ξυλεία του για την κατασκευή τής Αργούς. Από τα άφθονα πεύκα του ναυπηγήθηκε «το μακροτάξιδο καράβι, η Αργώ η κοσμοτραγουδημένη» (πασιμέλουσα, Όμηρος).

* ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ:
Στο Πήλιο αφιερώθηκαν μερικές από τις σπουδαιότερες σελίδες τής μυθολογίας μας. Οι θρύλοι, οι μύθοι και οι παραδόσεις του εξάπτουν τη φαντασία και προσθέτουν στο φυσικό κάλος τη δική τους πινελιά. Μας προκαλούν να μυηθούμε στον αρχαίο κόσμο τής χώρας των Κενταύρων. Εξάλλου και σήμερα τα περισσότερα μέρη στο Πήλιο και την ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας, διατηρούν τα ίδια τοπωνύμια που είχαν επί δεκαετίες, συντηρώντας έτσι τη μακρόχρονη ελληνική τους ταυτότητα. Το Πήλιο είναι γεμάτο μαγεία και πανέμορφα τοπία, όλες τις εποχές τού χρόνου....
* «Η φύσις μηδέν ατελές ποιεί μήτε μάτην» (Αριστοτέλης).

Από τον Ευάγγελο Μπαλντούνη,
φιλόλογο

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Οι Δήμαρχοι της Περιόδου 1917-1925 – Β’


Ο πυργίσκος του νέου ρολογιού που αποφασίσθηκε να κτιστεί το 1923, επί δημαρχίας Δημητρίου Παπαγεωργίου.  Αρχείο ΦωτοθήκηςΟ πυργίσκος του νέου ρολογιού που αποφασίσθηκε να κτιστεί το 1923, επί δημαρχίας Δημητρίου Παπαγεωργίου. Αρχείο Φωτοθήκης

Κουτσούμπας Χρήστος (1921-1922)
Είχαμε αναφέρει στο προηγούμενο σημείωμά μας ότι στις εθνικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 η αποτυχία του κόμματος των Φιλελευθέρων υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, υποχρέωσε τον Κωνσταντίνο Βλάχο να υποβάλει τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους την παραίτησή του από τη δημαρχία.

Όλοι οι δήμαρχοι που διορίστηκαν από τους βενιζελικούς υποχρεώθηκαν από την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος με πρωθυπουργό τον Δημήτριο Ράλλη να παραιτηθούν και στη θέση τους να επανέλθουν οι εκτοπισθέντες το 1917. Στη Λάρισα έπρεπε να επιστρέψει ο Μιχαήλ Σάπκας. Όμως είχε εκλεγεί βουλευτής στις εθνικές εκλογές και προτίμησε να διατηρήσει τη βουλευτική έδρα. Βρισκόμαστε στις αρχές του 1921. Μετά την άρνηση του Σάπκα, η Νομαρχία Λαρίσης πρότεινε στη νέα κυβέρνηση ως δήμαρχο τον Χρήστο Κουτσούμπα, πρόταση η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών. Ο νέος δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές του 1914 είχε εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος με το ψηφοδέλτιο του Μιχαήλ Σάπκα, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Ήταν ελεύθερος επαγγελματίας και ως άνθρωπος ήταν μειλίχιος, αξιοπρεπής και διαλλακτικός. Διετέλεσε Δημαρχιακός Πάρεδρος κατά τη δημαρχία του Μιχ. Σάπκα, δηλαδή βοηθός ή αναπληρωτής του δημάρχου (περίπου όπως είναι ένας σημερινός αντιδήμαρχος). Το Δημοτικό Συμβούλιο απαρτιζόταν από μέλη του Δ.Σ. που εκλέχθηκε στις εκλογές του 1914. Θα αναφέρουμε μερικά γνωστά ονόματα: Νικόλαος Φίλιος ιατρός και τραπεζίτης, Νικόλαος Μανωλάκης δικηγόρος, Βασίλειος Αρσενίδης γαιοκτήμονας, Γεώργιος Πατσάλης υφαντουργός, Δημήτριος Πουλιάδης εργολάβος οικοδομών και άλλοι.
Από τις πρώτες ενέργειες της νεοδιορισμένης δημοτικής αρχής ήταν, έπειτα από εισήγηση του δημάρχου, να απολυθούν οι υπάλληλοι οι οποίοι είχαν διορισθεί από την προηγούμενη δημοτική αρχή, τη διορισμένη από την βενιζελική παράταξη το 1917 και εργάζονταν στις πύλες των διοδίων για να εισπράττουν τα λεγόμενα διαπύλια τέλη[1]. Την περίοδο εκείνη των αλλεπάλληλων πολιτικών αλλαγών τέτοιες ριζικές υπηρεσιακές μεταβολές αντιφρονούντων ήταν πολύ συχνές. Από τότε πέρασε πάνω από ένας αιώνας και νομίζω ότι συνεχίζονται μέχρι και σήμερα τέτοιες διοικητικές ανακατατάξεις, σε μικρότερο ίσως βαθμό.
Τον Μάιο του ίδιου έτους (1921) ο διευθυντής του Αρσακείου Λαρίσης διαμαρτυρήθηκε προς την δημοτική αρχή ότι καθυστερούσε τα επιδόματα και τις υπόλοιπες οικονομικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας στην οποία υπάγονταν το τοπικό Αρσάκειο και μάλιστα άφηνε και αιχμές για την τύχη της Σχολής. Το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε άμεσα την καταβολή ενός σημαντικού ποσού περίπου 16.000 δραχμών για να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία του το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα, το οποίο κοσμούσε τη Λάρισα.
Τον Σεπτέμβριο του 1922 το προσφυγικό κύμα από τη Μικρά Ασία προς την Ελλάδα είχε κορυφωθεί. Μεγάλος αριθμός προσφύγων είχε καταφύγει και προς την περιοχή της Λάρισας. Το Δημοτικό Συμβούλιο για να συμπαρασταθεί στην προσπάθειά τους να εγκατασταθούν προσωρινά σε διάφορα καταλύματα, ψήφισε την εκταμίευση ικανού χρηματικού ποσού για την κάλυψη των αναγκών τους. Η φετινή επέτειος της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τη μεγάλη συμφορά της μικρασιατικής καταστροφής, καθιστά το γεγονός της οικονομικής βοήθειας του Δήμου προς τους πρώτους πρόσφυγες επίκαιρο.
Την ίδια περίοδο (Σεπτέμβριος 1922) ο Χρήστος Κουσούμπας κλήθηκε από τον Νομάρχη Λαρίσης να υποβάλει παραίτηση από τον διορισμό του ως δήμαρχος. Η κεντρική εξουσία είχε αποφασίσει να επιλέξει τον νέο Δήμαρχο δια ψηφοφορίας των παλαιών αιρετών μελών του Δημοτικού Συμβουλίου. Στο σημείο αυτό λοιπόν τελείωσε και η δημαρχιακή θητεία του Χρήστου Κουτσούμπα, η οποία διήρκησε 19 μήνες (από τον Ιανουάριο του 1921 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922).

 

Παπαγεωργίου Δημήτριος (1922-1923)
Όπως αναφέρθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1922 το Υπουργείο Εσωτερικών κοινοποίησε στη Νομαρχία Λαρίσης διαταγή για την εκλογή δημάρχου δια ψηφοφορίας μεταξύ των δημοτικών συμβούλων. Η πράξη αυτή απείχε βέβαια της αντιδημοκρατικής διαδικασίας του διορισμού, περιείχε όμως κάποια στοιχεία δημοκρατικότητας, αφού το Δημοτικό Συμβούλιο ήταν αιρετό. Κατόπιν τούτου στις 5 Οκτωβρίου 1922 το Δημοτικό Συμβούλιο, μετά την αποχώρηση τριών δημοτικών συμβούλων οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με τη διαδικασία αυτή, εξέλεξε δια μυστικής ψηφοφορίας με δέκα ψήφους θετικούς, έναντι μιας αρνητικής, ως δήμαρχο τον δημοτικό σύμβουλο Δημήτριο Παπαγεωργίου.
Ο Δημήτριος Παπαγεωργίου ήταν δευτερότοκος γιος του γνωστού σε Λάρισα και Βόλο επιχειρηματία Στυλιανού Παπαγεωργίου [2], μεγάλωσε στη Λάρισα, σπούδασε και υπήρξε ο κληρονόμος όλων των μεγάλων αγροτικών εκτάσεων της οικονομικά ανθηρής οικογένειας, συμπεριλαμβανομένης και της Μπάκραινας (Γυρτώνης). Στις δημοτικές εκλογές του 1914 είχε εκλεγεί μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Λάρισας.
Από τις πρώτες του ενέργειες μετά την εκλογή του ήταν να βρει τρόπους ώστε να ανακουφίσει του Μικρασιάτες πρόσφυγες, μέχρις ότου η κρατική μηχανή φροντίσει για την οριστική τους αποκατάσταση. Εκτός από την προσωρινή διαμονή τους σε δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια (κενά τουρκικά κονάκια, σχολεία, μέχρι και τα κτίσματα του Αρσακείου επιτάχθηκαν για να στεγάσουν τους κυνηγημένους από τις αλησμόνητες πατρίδες τους Έλληνες), η δημοτική αρχή τους έδωσε τη δυνατότητα να ανοίξουν πρόχειρα καταστήματα στη μεγάλη σε έκταση πλατεία Ανακτόρων, (τη σημερινή πλατεία δημάρχου Μπλάνα). Σε μικρό χρονικό διάστημα ολόκληρος ο χώρος της πλατείας είχε γεμίσει από καταστηματάρχες παντός είδους, οι οποίοι προσπαθούσαν να αναστήσουν τις παλιές επαγγελματικές τους δραστηριότητες και στην Ελλάδα. Και καθώς η εγκατάσταση έγινε πρόχειρα και χωρίς προγραμματισμό, οι χώροι υγιεινής έλλειπαν, οι πηγές ύδρευσης ήταν ακόμα πρωτόγονες και οι διαδρομές μέσα στον χώρο της πλατείας δύσβατες ως αδιάβατες, ειδικά κατά τους χειμερινούς μήνες. Όμως όλοι τους είχαν βρει μια επικερδή απασχόληση.
Ανέλαβε πρωτοβουλία για την επιστροφή του εξορισμένου μητροπολίτη Λαρίσης Αρσενίου, ο οποίος δεν είχε ακόμη αποκατασταθεί στον θρόνο του. Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου απηχούσε την επιθυμία ολόκληρης της πόλης η οποία αποζητούσε από την επαναστατική Κυβέρνηση του Πλαστήρα και την Ιερά Σύνοδο να επαναφέρει σύντομα στη Λάρισα τον ιεράρχη της.
Στη συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 1923 το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να «Εγκρίνει την δια πιστώσεως 45.000 δραχμών, κατασκευήν και ανύψωσιν του παλαιού Ωρολογίου της πόλεως». Μέχρι την περίοδο εκείνη το ρολόι της Λάρισας ανήγγειλε την ώρα με ειδική κωδωνοκρουσία. Με τη νέα κατασκευή ουσιαστικά ο κορμός του ρολογιού διατηρήθηκε ο εξαγωνικός όπως ήταν, άλλαξε όμως εντελώς ο πυργίσκος της κορυφής [3]. Κατασκευάσθηκε τετράγωνος με πολλά νεοκλασικά στοιχεία στην αρχιτεκτονική του. Τοποθετήθηκαν τέσσερα μεγάλα κυκλικά ρολόγια, ένα σε κάθε πλευρά, με ωροδείκτη, λεπτοδείκτη και αριθμούς με λατινικά στοιχεία. Ο πυργίσκος στο κάτω μέρος προστατευόταν περιμετρικά από μεταλλικό κιγκλίδωμα, το οποίο έδινε τη δυνατότητα προσπέλασης και παραμονής εργατών ή και επισκεπτών μέχρι το ύψος αυτό. Ο πυργίσκος ήταν στεγασμένος με έναν ιδιότυπο τρούλο, στη μέση του οποίου υπήρχε τετράπλευρη κατασκευή με ανοίγματα και πάνω του ήταν τοποθετημένο αλεξικέραυνο. Η όλη κατασκευή του πυργίσκου τελικά οδήγησε σε «ανύψωση», δηλαδή στην καθ’ ύψος αύξηση του ρολογιού, το οποίο λόγω και της θέσεώς του, δέσποζε απ’ όλες τις πλευρές της πόλης. Γνωρίζουμε ότι η ζωή του ρολογιού αυτού υπήρξε δυστυχώς σύντομη. Διήρκησε λιγότερο από μια εικοσαετία. Με τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 κατέπεσε εντελώς ο τετράπλευρος πυργίσκος που έφερε σε κάθε πλευρά του από ένα ρολόι, καθώς και μέρος από το επάνω τμήμα του κορμού. Μεταπολεμικά ο κορμός κατεδαφίσθηκε, όμως τα υπολείμματα της θεμελίωσής του παρέμειναν και τελικά εντοπίσθηκαν το 1992, όταν καθαρίσθηκαν όλες οι επιχωματώσεις οι οποίες κάλυπταν το αρχαίο θέατρο.

(Συνεχίζεται)

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Παιδόπολις Λαρίσης «Απόστολος Παύλος»


Το αρχικό κτίριο της Παιδόπολης «Απόστολος Παύλος», όπως είχε κατασκευασθεί το 1933-34  για να στεγάσει το Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων (Φθισιατρείο). Αρχείο Βασιλείου Σάνδρη.Το αρχικό κτίριο της Παιδόπολης «Απόστολος Παύλος», όπως είχε κατασκευασθεί το 1933-34 για να στεγάσει το Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων (Φθισιατρείο). Αρχείο Βασιλείου Σάνδρη.

Το κτίριο της σημερινής φωτογραφίας απεικονίζει το κεντρικό οίκημα των εγκαταστάσεων της Παιδόπολης «Απόστολος Παύλος», η οποία λειτούργησε από το 1947 μέχρι και το 1985. Πριν καταγράψουμε την ιστορική διαδρομή του εν λόγω ιδρύματος, θα γίνει μια σύντομη αναφορά στην ιστορία του κτίσματος της δημοσιευόμενης φωτογραφίας.


Το 1925, με την έναρξη της δεύτερης δημαρχιακής θητείας του, ο Μιχαήλ Σάπκας έθεσε ως στόχο την κατασκευή Νοσοκομείου για ασθενείς με λοιμώδη νοσήματα, ώστε να αποσυμφορηθεί το Κουτλιμπάνειο. Την περίοδο εκείνη η φυματίωση βρισκόταν σε μεγάλη έξαρση και η θεραπεία της απαιτούσε μεταξύ των άλλων και ειδικούς χώρους και τρόπους νοσηλείας. Ο Σάπκας, σκέφθηκε να αξιοποιήσει τη δωρεά του Οθωμανού Χαφούζ Μεχμέτ Σερίφ Εφέντη, ο οποίος απεβίωσε από φυματίωση. Στη διαθήκη του που συνέταξε στις 16 Μαρτίου 1911, λίγες ημέρες προ του θανάτου του, είχε αφήσει το τεράστιο αγροτεμάχιο «Αλιακάς του Εμίν Αγά» που είχε στο Κιλελέρ, εκτάσεως 5.800 στρεμμάτων, από την εκμετάλλευση των οποίων θα μπορούσε να ωφελείται οικονομικά το Νοσοκομείο.
Η πρόταση του Σάπκα έγινε δεκτή από το Δημοτικό Συμβούλιο. Ως κατάλληλος χώρος κρίθηκε μια έκταση 8-10 στρεμμάτων σε ύψωμα βόρεια της Λάρισας, ιδιοκτησίας του Σπυρίδωνα Χαροκόπου [1]. Την κατασκευή ανέλαβε ο πρακτικός εργολάβος Βασίλειος Ιωάννου.
Το κτίριο, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, ήταν ισόγειο. Αποτελούνταν από δύο πτέρυγες, ανατολική και δυτική, κεντρική αίθουσα, δωμάτια απομόνωσης και από όλες τις άλλες απαραίτητες βοηθητικές εγκαταστάσεις ενός νοσηλευτικού ιδρύματος. Πλην των φυματιώντων στεγάζονταν σ’ αυτό και άποροι, ανίατοι και άστεγοι γέροντες. Στις εκλογές του 1934 δήμαρχος εκλέχθηκε ο Στυλιανός Αστεριάδης, ο οποίος όμως λίγους μήνες μετά την εκλογή του διέκοψε τη λειτουργία του Νοσοκομείου Λοιμωδών.
Ο λόγος; Εκτός του ότι η λειτουργία του κρίθηκε οικονομικά ασύμφορη, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί κανονικά και στον προορισμό του, λόγω κακής επιλογής της τοποθεσίας. Μετά την κατάργησή του ο Δήμος όρισε για ένα μικρό διάστημα φύλακα. Όμως μετά την απομάκρυνσή του, το κτίριο λεηλατήθηκε και ερημώθηκε. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο με την επελθούσα κατοχή όπου στέγαζε ιταλικές και γερμανικές μονάδες και μεταπολεμικά είχαν απομείνει ουσιαστικά μόνον οι τοίχοι του.
Τον Οκτώβριο του 1944, μετά την αποχώρηση του γερμανικού στρατού, δυστυχώς η χώρα μας συνέχισε να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, αυτή τη φορά λόγω του Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος κράτησε από το 1946 έως το 1949. Και ενώ οι άλλες χώρες της Ευρώπης άρχιζαν σταδιακά να συνέρχονται από τις επιπτώσεις του πολέμου, στην Ελλάδα συνεχιζόταν κυρίως το οικονομικό πρόβλημα. Η πενία που αντιμετώπιζε μεγάλο μέρος του πληθυσμού λόγω έλλειψης σημαντικού παραγωγικού τμήματός του (επιστρατευμένοι και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις) και η αδυναμία του αγροτικού πληθυσμού να καλλιεργεί τα κτήματά του λόγω εμφυλίων εχθροπραξιών, έφερε τη χώρα σε έναν επιπλέον οικονομικό μαρασμό. Σ’ ολόκληρη τη χώρα και ειδικά στις εμπόλεμες περιοχές, υπήρχαν παιδιά που οι γονείς τους έλειπαν στον πόλεμο, στην εξορία ή στη φυλακή ή είχαν χάσει τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης.
Το καλοκαίρι του 1947 και μέσα σε διάστημα ολίγων μηνών, 18.000 παιδιά στεγάσθηκαν σε ειδικά διαμορφωμένα ιδρύματα, τα οποία ονομάσθηκαν παιδοπόλεις.
Ο όρος «παιδόπολη» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας για να χαρακτηρίσει τα ιδρύματα «φιλοξενίας και περίθαλψης απροστάτευτων και ορφανών παιδιών».
Αναφέρεται ότι με εντολή της βασίλισσας Φρειδερίκης συγκεντρώθηκαν πολλά αγόρια και κορίτσια, που έχασαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο τον ένα ή και τους δύο γονείς τους ή ήταν πολύ φτωχοί και δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες ζωής. Τα παιδιά αυτά στεγάσθηκαν σε 52 παιδοπόλεις.
Στη Λάρισα, έπειτα από πολλές αναζητήσεις, ειδική επιτροπή έκρινε κατάλληλο οίκημα για τη στέγαση της «Παιδοπόλεως Λαρίσης Απόστολος Παύλος» [2], το εγκαταλειμμένο Νοσοκομείο Λοιμωδών. Την ανακατασκευή του ανέλαβε ο Δήμος Λαρίσης και στις 25 Σεπτεμβρίου του 1947 έγιναν τα εγκαίνιά της. Την ίδια ακριβώς περίοδο ιδρύθηκε και η παιδόπολη του Βόλου, η οποία στεγάσθηκε στον δρόμο προς την Αγριά. Στην αρχή ήταν μικτές, δηλ. στέγαζαν παιδιά και των δύο φύλων. Το καλοκαίρι του 1950, μετά το τέλος του Εμφυλίου, τα 15.000 παιδιά επέστρεψαν στα σπίτια τους, οι περισσότερες παιδοπόλεις έκλεισαν και έμειναν μόνον 14 για να φιλοξενήσουν τα υπόλοιπα παιδιά [3].
Της Λάρισας παρέμεινε, απλώς μετατράπηκε σε παιδόπολη θηλέων, εν αντιθέσει με του Βόλου που έγινε αρρένων. Σήμερα οι παιδοπόλεις είναι ιδρύματα φιλοξενίας και περίθαλψης ορφανών και απροστάτευτων παιδιών. Το 1985 η παιδόπολη της Λάρισας έκλεισε. Το κτίριο για ένα διάστημα στέγασε Παιδικό Σταθμό της Γιάννουλης και από τον Νοέμβριο του 1989, συμπληρωμένο και με νέες πτέρυγες, στεγάζει τη Θεραπευτική Κοινότητα «Έξοδος».

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]. Ο Σπυρίδων Χαροκόπος ήταν ο νεότερος αδελφός του μεγάλου ευεργέτη Παναγή Χαροκόπου (1835-1911) και κληρονόμος του πύργου στη Γιάννουλη και μεγάλης έκτασης αγροτεμαχίων στην περιοχή.
[2]. Ονομάσθηκε «Απόστολος Παύλος» προς τιμήν του βασιλέα Παύλου.
[3]. Ευχαριστώ τον ιατρό Βασίλειο Σάνδρη για τις πληροφορίες που μου εμπιστεύθηκε.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Οι Δήμαρχοι της περιόδου 1917-1925


Ο Ξενώνας των Ζαρκινών, αργότερα υφαντουργείο Γ. Πατσάλη,  κοντά στη δεξιά όχθη του Πηνειού, σε ερειπιώδη κατάσταση  μετά τον πυρκαγιά του 1925. Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο  του Νικ. Κουρτίδη (Nicourt). 1935 περίπουΟ Ξενώνας των Ζαρκινών, αργότερα υφαντουργείο Γ. Πατσάλη, κοντά στη δεξιά όχθη του Πηνειού, σε ερειπιώδη κατάσταση μετά τον πυρκαγιά του 1925. Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο του Νικ. Κουρτίδη (Nicourt). 1935 περίπου

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Οι πολιτικές ανωμαλίες, οι οποίες συντάραξαν την Ευρώπη και την Ελλάδα το διάστημα από τις δημοτικές εκλογές του 1914 και μετά (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, διχασμός, Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, στρατιωτικά κινήματα, κ.λπ.), είχαν επίπτωση και στις τακτικές δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αποτέλεσμα; Οι επόμενες εκλογές να διεξαχθούν στις 25 Οκτωβρίου 1925, έντεκα χρόνια μετά τις προηγούμενες και ενώ τη χώρα εξουσίαζε τότε η δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Βέβαια λίγους μήνες αργότερα τον ανέτρεψε ένας άλλος στρατηγός, ο Γεώργιος Κονδύλης. Κατά το διάστημα αυτό των ένδεκα ετών κατέλαβαν τον τίτλο του πρώτου πολίτη της Λάρισας πέντε (5) δήμαρχοι. Για την προσωπικότητα και τη θητεία των άγνωστων αυτών στην πλειονότητά τους δημάρχων θα ασχοληθούμε στα επόμενα σημειώματά μας.
Κατά τις δημοτικές εκλογές της 14ης Φεβρουαρίου 1914 δήμαρχος εκλέχθηκε στην πόλη μας ο Μιχαήλ Σάπκας, με το έργο του οποίου ασχοληθήκαμε πολλές φορές. Περί τα τέλη Μαΐου του 1917 τα γαλλικά στρατεύματα της Αντάντ κατά την πορεία τους προς την Αθήνα, είχαν προσεγγίσει τη Λάρισα. Ο Σάπκας, γνωστός αντιβενιζελικός, φοβούμενος ακόμη και τη σωματική του ακεραιότητα, εγκατέλειψε μυστικά τη Λάρισα και κατευθύνθηκε στην Αθήνα [1]. Με την εγκατάσταση των Γάλλων στην πόλη, οι πολιτειακοί, πολιτικοί, δημαρχιακοί, ακόμη και θρησκευτικοί παράγοντες, ιδίως όσοι είχαν επιδείξει έντονη φιλοβασιλική συμπεριφορά, απομακρύνθηκαν. Καθαιρέθηκε ο νομάρχης Κρίτσας. Επίσης ανώτεροι στρατιωτικοί του Στρατηγείου της Λάρισας, ο αιρετός δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας, που εν τω μεταξύ είχε διαφύγει και ολόκληρο το Δημοτικό Συμβούλιο είχαν κηρυχθεί έκπτωτοι. Στη θέση τους διορίσθηκαν από την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και τη Γαλλική Στρατιωτική Διοίκηση, με την υπόδειξη βενιζελικών παραγόντων της Λάρισας, νέοι άρχοντες. Στη θέση του νομάρχη τοποθετήθηκε ο Αχιλλέας Καλεύρας, δήμαρχος ο ιατρός Κωνσταντίνος Βλάχος, πολιτικός αντίπαλος του Σάπκα στις προηγηθείσες εκλογές του 1914 και αδελφός του γερουσιαστή Γεωργίου Βλάχου, εν ενεργεία στελέχους του κόμματος του Βενιζέλου. Με την επικράτηση των Γάλλων στη Λάρισα, ο τελευταίος διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του στρατηγού Venel, ο οποίος είχε διορισθεί από την Αντάντ διοικητής των Γαλλικών δυνάμεων στη Θεσσαλία με έδρα τη Λάρισα [2]. Μάλιστα ο Γεώργιος Βλάχος μαζί με τον βουλευτή των Φιλελευθέρων Πελοπίδα Αγγελίδη και άλλους φίλα προσκείμενους προς τον Βενιζέλο, υποδέχθηκαν στις 30 Μαΐου (12 Ιουνίου με το Νέο Ημερολόγιο που χρησιμοποιούσαν οι Γάλλοι) τα γαλλικά στρατεύματα στην πύλη της γέφυρας του Αλκαζάρ. Φυσικά καθαιρέθηκε και το εκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο και αντικαταστάθηκε από διορισμένη επταμελή Δημαρχιακή Επιτροπή από Λαρισαίους, μέλη του κόμματος των Φιλελευθέρων. Συνελήφθη και εξορίσθηκε ακόμη και ο Μητροπολίτης Λαρίσης και Πλαταμώνος Αρσένιος (1914-1935), επειδή ως συνοδικός συμμετείχε, και μάλιστα ενεργά, στο «ανάθεμα» του Βενιζέλου. Ως τοποτηρητής του τοποθετήθηκε ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός.
Από τη δράση του διορισμένου δημάρχου Κων. Βλάχου μπορούμε να αναφέρουμε τη συμβολή του στην πλακόστρωση της Κεντρικής πλατείας Θέμιδος, την κατασκευή και συντήρηση μεγάλου μέρους του οδικού δικτύου της πόλης, την αποξήρανση ενός μόνιμου και ανθυγιεινού έλους στη συνοικία Πέρα Μαχαλά, τη δενδροφύτευση στις όχθες του Πηνειού με δενδρύλλια από την Αβερώφειο Γεωργική Σχολή και το σιδηροδρομικό Αγροκήπιο του Βελεστίνο κ.ά. Ένα σημαντικό επίσης ζήτημα, το οποίο απασχόλησε τη Δημοτική Αρχή ήταν και ο ξενώνας των Ζαρκινών που είχε κατασκευάσει ο ευεργέτης της Λάρισας Ιωάννης Κουτλιμπανάς στα τέλη του 19ου αιώνα στον Αρναούτ Μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου). Επειδή σαν ξενώνας δεν μπόρεσε να λειτουργήσει, το κτίριο δωρίθηκε στον Δήμο και αυτός με τη σειρά του το παραχώρησε με ενοίκιο στον βιομήχανο Γεώργιο Πατσάλη με την προοπτική να εγκαταστήσει σ’ αυτό εργοστάσιο υφαντουργίας [3]. Το ίδιο κτίριο είχε ζητήσει και μάλιστα με μεγαλύτερο ενοίκιο ο καπνέμπορας της Λάρισας Κ. Μπαλταδώρος για να το μετατρέψει σε καπναποθήκη, αλλά ο Νομάρχης προτίμησε την περίπτωση του εργοστασίου, λόγω της απασχολήσεως σε αυτό υπερεκατό υφαντριών απόρων οικογενειών της πόλης «…με την συμφωνίαν όπως ούτος εγκαταστήσει εις αυτό ειδικόν υφαντουργείον διά μηχανημάτων και ουχί διά αργαλειών» [4].
Το 1918 ιδρύθηκε από μια ομάδα προοδευτικών ανθρώπων η «Ένωση Λαρισαίων Διανοουμένων» που έφερε τη γαλλική ονομασία «Κλαρτέ». Είχε προηγηθεί η κατάληψη της Λάρισας από τα γαλλικά στρατεύματα της Αντάντ στα τέλη Μαΐου του 1917, τα οποία έμειναν για αρκετό διάστημα στην πόλη. Η συναναστροφή των γαλλομαθών Λαρισαίων μαζί τους καλλιέργησε την ιδέα της ίδρυσης του σωματείου κατά τα πρότυπα παρόμοιας πνευματικής οργάνωσης των Παρισίων και τα μέλη της ενστερνίσθηκαν τα σοσιαλδημοκρατικά ιδεώδη και τις ανθρωπιστικές ιδέες. Την πρώτη διοίκηση της Ένωσης Κλαρτέ αποτελούσαν κυρίως γαλλοαναθρεμμένοι Λαρισαίοι με επικεφαλής τον καθηγητή Γεώργιο Δούβλη και μέλη τούς Αλέξιο Σούρλα, Γρηγόριο Μελίδη, Αμαλία Παπασταύρου, Ελένη Τέτση-Καρακίτου (τη γνωστή με το ψευδώνυμο La Rebelle), Γ. Παπαδημητρίου δάσκαλο και Κική Πιπινοπούλου-Δημητριάδου. Στους κόλπους της περιλάμβανε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις της Λάρισας που σκοπός τους ήταν να βελτιώσουν τη θέση των λαϊκών μαζών. Σύντομα ο πνευματικός και κοινωνικός κύκλος της «Κλαρτέ» διευρύνθηκε και με την υποστήριξη του δημάρχου Κωνσταντίνου Βλάχου, ο οποίος θεωρούσε την Ένωση των Διανοουμένων ένα σωματείο φιλελεύθερων αρχών, τη βοήθησε όσο μπορούσε, ώστε να εκπληρώσει τον προορισμό της. Της πρόσφερε δωρεάν στέγη στα κτίσματα του Κήπου των Ανακτόρων, όπου υπήρχαν παλιά τα βασιλικά ανάκτορα και στάθηκε βοηθός και οικονομικός συμπαραστάτης στις προσπάθειες ίδρυσης Νυκτερινής Σχολής για αγράμματους πτωχούς νέους, της δημιουργίας γυναικείου σχολείου εργατριών και άλλων πρωτοβουλιών.
Στις εθνικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 η αποτυχία του κόμματος των Φιλελευθέρων υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο υποχρέωσε τον Κωνσταντίνο Βλάχο να υποβάλει τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους την παραίτησή του από τη Δημαρχία. Όλοι οι διορισμένοι από τους βενιζελικούς δήμαρχοι προσκλήθηκαν από την Κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος με πρωθυπουργό τον Δημήτριο Ράλλη να παραιτηθούν και στη θέση τους να επανέλθουν οι εκτοπισθέντες το 1917. Στη Λάρισα όμως ο Μιχαήλ Σάπκας είχε εκλεγεί βουλευτής στις εθνικές εκλογές και προτίμησε τη βουλευτική έδρα από τη δημαρχιακή καθέδρα. Ο Κων. Βλάχος νυμφεύθηκε στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ού αι. την πανέμορφη κόρη του μεγαλογαιοκτήμονα της Λάρισας Ζουζούκη. Μαζί της απέκτησε τέσσερα τέκνα, έναν γιο και τρεις κόρες. Ο γιος του Δημήτριος (Μίμης) ακολούθησε την πορεία του πατέρα του και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετεκπαιδεύθηκε στο Παρίσι, αλλά το 1931 πέθανε σε νεαρή ηλικία. Η μεγαλύτερη κόρη του Μαρίκα πήρε την ομορφιά της μητέρας της, γι’ αυτό και στα καλλιστεία που διοργανώθηκαν κατά τη διάρκεια του χορού της Τοπικής Επιτροπής της Ενώσεως Συντακτών, ο οποίος έγινε το 1929, η Μαρίκα Βλάχου αναδείχθηκε «Μις Λάρισα». Γύρω στα 1930 ο Κων. Βλάχος μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου και απεβίωσε το 1936, ενώ ο αδελφός του Γεώργιος δεν είχε νυμφευθεί και παρέμεινε στη Λάρισα [5].
Το σπίτι των αδελφών Βλάχου βρισκόταν στην οδό Γεωργάκη Ολυμπίου (τη σημερινή Ίωνος Δραγούμη). Ανατολικά συνόρευε με το κτίριο του Γεωργίου Νικόδημου, το οποίο καταλάμβανε τη γωνία Ίωνος Δραγούμη με τη σημερινή οδό Παπαναστασίου, στέγαζε για χρόνια τις υπηρεσίες της Νομαρχίας Λαρίσης και κατόπιν δωρεάς του ιδιοκτήτη είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της Δημοτικής Αρχής. Μεταπολεμικά και επί δημαρχίας Δημητρίου Χατζηγιάννη, η οικία των αδελφών Βλάχου αγοράσθηκε από τον Δήμο. Στη θέση των δύο αυτών κτιρίων (Νικόδημου και Βλάχου) ανεγέρθηκε κατόπιν ενεργειών του δημάρχου Δημ. Χατζηγιάννη το σημερινό Δημαρχιακό Μέγαρο.
---------------
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Μιχαήλ Σάπκας, ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956), Λάρισα (2013), σελ. 107-110.
[2]. Το στρατηγείο του εγκατέστησε στον όροφο του μεγάρου Κατσαούνη στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας.
[3]. Ήδη από τον Νοέμβριο του 1888 ο Γ. Πατσάλης είχε ανοίξει «Μέγα Υφαντουργικόν Κατάστημα» στην οδό Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), απέναντι περίπου από το σημερινό ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς». Γρηγορίου Αλέξανδρος. Λαίδη Όλγα Έγερτον (1863-1947). Η προσφορά της στους Θεσσαλούς πρόσφυγες την περίοδο 1897-1898, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 17ης Φεβρουαρίου 2019.
[4]. Καλογιάννης Βάσος. Η Χρυσή Βίβλος του Δήμου Λαρίσης. Από τη μακραίωνη ιστορία της Θεσσαλικής πρωτευούσης. Λάρισα (1963), σελ. 214.
[5]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ο Δήμαρχος Κωνσταντίνος Βλάχος., εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 31ης Δεκεμβρίου 2014. Του ιδίου: «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα», Λάρισα (2016), σελ. 227-230.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

 

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η εφημερίδα «ΚΗΡΥΞ»

Παλιές εφημερίδες της Λάρισας


Κώστας Περραιβός (1907-1983).  Αρχισυντάκτης προπολεμικά  της εφημερίδας «Κήρυξ».Κώστας Περραιβός (1907-1983). Αρχισυντάκτης προπολεμικά της εφημερίδας «Κήρυξ».

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1920-30 στη Λάρισα κυκλοφορούσε μόνο μία εφημερίδα, η «Μικρά» του Θρασύβουλου Μακρή, η οποία είχε εγκαταλείψει το πολύ μικρό μέγεθος με το οποίο είχε ξεκινήσει το 1896 και είχε γίνει καθημερινή. Τον Οκτώβριο του 1922 ήλθε να προστεθεί η «Ελευθερία» [1], η οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα το ίδιο μέγεθος και τον ίδιο λογότυπο του τίτλου της. Μία διαμάχη όμως μεταξύ του βιβλιοχαρτοπωλείου Α. Ζάγουρα που είχε την ευθύνη της διανομής του Τύπου στην πόλη και του διευθυντού της «Μικράς» Θρ. Μακρή είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί αισθητά η κυκλοφορία της «Μικράς» και το 1926 να σταματήσει οριστικά η έκδοσή της. Τον Μάρτιο του 1928 κυκλοφόρησε η εφημερίδα «Λαρισαϊκή» από τα τέσσερα αδέλφια της οικογένειας Ναού, η διάρκεια της οποίας όμως υπήρξε σύντομη [2]. Από τη στιγμή που την άνοιξη του 1929 διεκόπη η κυκλοφορία της εφημερίδας των αδελφών Ναού, η Λάρισα έμεινε με μία καθημερινή εφημερίδα, την «Ελευθερία». Όμως για τις 4 Αυγούστου 1929 είχαν προκηρυχθεί δημοτικές εκλογές, στις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωποι δύο σπουδαίοι τοπικοί παράγοντες, ο ήδη από το 1925 εκλεγείς δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας και ο Στυλιανός Αστεριάδης-Πατόφλας, οι οποίοι προέρχονταν από την ίδια πολιτική παράταξη (αντιβενιζελικοί) και μάλιστα ο τελευταίος στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1925 υπήρξε ο πλειοψηφίσας δημοτικός σύμβουλος του ψηφοδελτίου του Σάπκα. Οι βενιζελικοί (Φιλελεύθεροι) σ’ αυτές τις εκλογές δεν είχαν δικό τους υποψήφιο και οι περισσότεροι είχαν συνταχθεί με τον Σάπκα, γιατί αναγνώριζαν και εκτιμούσαν το έργο του. Επί πλέον την υποψηφιότητά του υποστήριζε και η εφημερίδα «Ελευθερία», παρ’ όλο που από το 1922 που είχε εκδοθεί υποστήριζε φανερά το κόμμα των Φιλελευθέρων. Είχε δημιουργηθεί δηλαδή το εξής παράδοξο. Υπήρχαν μόνον δύο υποψήφιοι δήμαρχοι, αμφότεροι αντιβενιζελικοί, εκ των οποίων ο ένας (Σάπκας) υποστηριζόταν φανερά από τους βενιζελικούς και από την εφημερίδα τους την «Ελευθερία», η οποία στην υπόλοιπη ειδησεογραφία της σε πολιτικό επίπεδο διατηρούσε τον Φιλελεύθερο (βενιζελικό) χαρακτήρα της. Το γεγονός αυτό οι ψηφοφόροι του Σάπκα δεν μπορούσαν να το ανεχθούν, γι’ αυτό και οι περισσότεροι απέφευγαν να την αγοράσουν.
Ο δικηγόρος Αδαμάντιος Νικολαΐδης, που από μικρός είχε ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία [3] και ανήκε στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο (Λαϊκό Κόμμα), σε συνεννόηση με τον Σάπκα αποφάσισε την έκδοση μιας αντιβενιζελικής εφημερίδας. Επειδή ο χρόνος δεν επαρκούσε για να προετοιμασθεί, ο Νικολαΐδης διαπραγματεύθηκε με τον Γεώργιο Δημητρακόπουλο της «Ελευθερίας» να τυπωθεί η εφημερίδα του στις εγκαταστάσεις της. Έτσι γεννήθηκε ο «Κήρυξ», με διευθυντή τον Αδαμάντιο Νικολαΐδη και αρχισυντάκτη τον Κώστα Ξιφαρά. Τα γραφεία της εφημερίδας εγκαταστάθηκαν στο δικηγορικό γραφείο του διευθυντού της, το οποίο βρισκόταν στην οδό Κούμα, δίπλα από την αυλή του εστιατορίου «Ερμής». Ήταν τετρασέλιδη, αλλά μόνον η πρώτη σελίδα περιείχε την ειδησεογραφία του «Κήρυκα», ενώ οι υπόλοιπες τρεις ήταν οι ίδιες με την «Ελευθερία». Έτσι προεκλογικά ο Σάπκας είχε και τις δύο εφημερίδες να τον υποστηρίζουν, ενώ ο Αστεριάδης καμία και ο προεκλογικός του αγώνας περιοριζόταν αποκλειστικά στην ευρεία διανομή φυλλαδίων και προκηρύξεων.
Οι εκλογές έγιναν και όπως ήταν επόμενο ο Μιχαήλ Σάπκας επανεκλέχθηκε δήμαρχος για την επόμενη τετραετία. Όμως ο «Κήρυκας» λίγους μήνες μετά τις εκλογές σταμάτησε την έκδοσή του, επειδή επήλθε διαφωνία με τον κύριο εκδότη της «Ελευθερίας», Γεώργιο Δημητρακόπουλο. Αιτία στάθηκε η ομοιομορφία της ύλης στις τρεις από τις τέσσερις σελίδες των δύο εφημερίδων, όπου δημοσιεύονταν και πολιτικές ειδήσεις που έφθαναν από την Αθήνα και είχαν χροιά βενιζελική, πράγμα που δεν το ανεχόταν ο Αδαμάντιος Νικολαΐδης. Ο τελευταίος αξίωσε από τον Δημητρακόπουλο να καταχωρούνται και αντιβενιζελικές ειδήσεις, γεγονός που δεν έγινε δεκτό και έτσι η τυπογραφική συνεργασία διεκόπη. Σύντομη η διάρκεια ζωής της και περιπετειώδης.
Για κάποιο διάστημα η Λάρισα έμεινε πάλι με μία εφημερίδα, την «Ελευθερία». Όμως ο Νικολαΐδης που είχε πολιτικές βλέψεις, διαισθανόταν ότι χωρίς δικό του δημοσιογραφικό όργανο δεν θα μπορούσε να διαβεί τις πύλες της Βουλής. Αποφάσισε λοιπόν να επανεκδώσει τον «Κήρυκα», αλλά αυτήν τη φορά αυτόνομα. Ήλθε σε επαφή με τον Αλκιβιάδη Μακρή [4], ο οποίος είχε μετακομίσει στον Βόλο, όπου διέθετε ένα σύγχρονο τυπογραφείο και συμφώνησαν ο τελευταίος να διαθέσει τα τυπογραφικά στοιχεία που απαιτούνταν για τη σύνθεση μιας εφημερίδας, ο δε Νικολαΐδης να διαθέσει το χρηματικό ποσό που απαιτούνταν για την αγορά πιεστηρίου και δημοσιογραφικού χαρτιού και την ενοικίαση γραφείων για τη στέγασή τους. Το πιεστήριο παραγγέλθηκε στη Γερμανία, ενώ τα γραφεία και το τυπογραφείο στεγάστηκαν στο υπόγειο του κτιρίου του Πέτρου Γέμτου, στη γωνία των οδών Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και Παπακυριαζή, όπου πριν από λίγους μήνες εκτυπωνόταν η εφημερίδα «Λαρισαϊκή» των αδελφών Ναού. Διευθυντής Συντάξεως ορίσθηκε ο Θρασύβουλος Μακρής και συντάκτες ο Φαίδων Μακρής, γιος του Αλκιβιάδη, ο Κώστας Περραιβός και επικουρικός ο Πέτρος Βαρθαλίτης που ήταν συγχρόνως και τυπογράφος. Η διαχείριση ανατέθηκε στον Μιχάλη Χαδέλλη. Επικεφαλής του τεχνικού προσωπικού τοποθετήθηκαν τα αδέλφια Αθανάσιος και Ιωάννης Παπαθανασίου, οι οποίοι ήταν έμπειροι τυπογράφοι και είχαν δικό τους τυπογραφείο στη Στοά Κουτσίνα, μαζί με μια ομάδα νεώτερων τυπογράφων.
Στις 30 Ιανουαρίου 1930 έφθασε το πιεστήριο από τη Γερμανία, στήθηκε, έγιναν τα εγκαίνια και άρχισε να εκδίδεται η εφημερίδα. Η κυκλοφορία της εφημερίδας ξεκίνησε με επιτυχία [5]. Σύντομα όμως επήλθε ρήξη ανάμεσα στον διευθυντή και τους συντάκτες του «Κήρυκα». Ο Νικολαΐδης ήταν υπέρμαχος της αρχαΐζουσας γλώσσας στη διατύπωση των άρθρων, εν αντιθέσει με τους δημοσιογράφους του Θρασύβουλο Μακρή και κυρίως τον γιο του συνεταίρου του Φαίδωνα Μακρή, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την απλή καθαρεύουσα της εποχής. Οι αρχικές προστριβές κατέληξαν τελικά σε πλήρη διαφωνία, με αποτέλεσμα ο Φαίδων Μακρής να αποχωρήσει και να βρει δουλειά σε εφημερίδα του Βόλου και ο συνεταιρισμός με τον Αλκιβιάδη Μακρή να διαλυθεί. Μετά από λίγο ακολούθησε και ο Θρασύβουλος Μακρής. Ο τελευταίος, πάντα φανατικός βενιζελικός, δεν του άρεσε να εργάζεται σε εφημερίδα η οποία καθημερινά καθύβριζε τον Βενιζέλο. Έτσι με την ευκαιρία μιας διαφωνίας γύρω από το περιεχόμενο ενός σχολίου, βρήκε την ευκαιρία να υποβάλει την παραίτησή του.
Η αποχώρηση των δημοσιογράφων αυτών αναβάθμισε τον ρόλο του Περραιβού που έμεινε μόνος και βρήκε βοήθεια από τον Πέτρο Βαρθαλίτη [6] και τον Μιχαήλ Χαδέλλη. Έτσι κύλισε η κυκλοφορία της εφημερίδας μέχρι την περίοδο της κατοχής, όταν οι δύο εφημερίδες «Ελευθερία» και «Κήρυκας», υποκείμενες σε άγρια λογοκρισία από τους κατακτητές, εξέδωσαν από κοινού μία εφημερίδα με τίτλο «Λαρισαϊκός Τύπος». Μεταπολεμικά ο «Κήρυξ» κυκλοφόρησε σαν «Ημερήσιος Κήρυξ» με διευθυντή τον Μιχαήλ Χαδέλλη, ενώ ο Κώστας Περραιβός έγινε αρχισυντάκτης της «Ελευθερίας». Εδώ και μερικά χρόνια ο «Ημερήσιος Κήρυκας» σταμάτησε την έκδοσή του και μέχρι πρόσφατα η «Ελευθερία» ήταν και πάλι η μοναδική καθημερινή εφημερίδα της Λάρισας.
----------------
[1]. Τον Οκτώβριο που μας έρχεται η «Ελευθερία» συμπληρώνει εκατό χρόνια συνεχούς κυκλοφορίας, με μικρές ενδιάμεσες διακοπές κατά διαστήματα από το 1922 μέχρι το 1945, λόγω των ανώμαλων πολιτικών καταστάσεων αυτής της περιόδου.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η εφημερίδα «Λαρισαϊκή», εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 18ης Ιανουαρίου 2017.
[3]. Κατά τη μαθητική του ηλικία έστελνε τακτικά ερασιτεχνικές ανταποκρίσεις στο εβδομαδιαίο περιοδικό των Αθηνών «Ελλάς», οι οποίες αναφέρονταν κυρίως στην κοσμική και καλλιτεχνική ζωή της Λάρισας.
[4]. Μετά την απελευθέρωση της Λάρισας από τους Τούρκους οι οικογένειες των Μακρήδων μετακόμισαν από τα Κανάλια Καρδίτσας και εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα. Το 1894 ο Αλκιβιάδης μαζί με τον εξάδελφό του Θρασύβουλο Μακρή ίδρυσαν βιβλιοχαρτοπωλείο και τυπογραφείο. Το 1896 χώρισαν και ο μεν Θρασύβουλος κράτησε το τυπογραφείο με το οποίο άρχισε την έκδοση της εφημερίδας «Μικρά», ενώ ο Αλκιβιάδης συνέχισε με το βιβλιοχαρτοπωλείο, το οποίο βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας, στην αρχή της οδού Μ. Αλεξάνδρου. Νυμφεύθηκε την Ευθαλία, κόρη της αρχοντικής οικογένειας του Κώστα Γενησεβδά, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα, αλλά το 1926 η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Βόλο.
[5]. Ο «Κήρυξ» άρχισε αμέσως με 800 φύλλα την ημέρα, από τα οποία τα 400 έφυγαν από την «Ελευθερία» και μέσα σε τρεις μήνες έφθασε τα 1.100 φύλλα, με αποτέλεσμα να την ξεπεράσει. Όμως η τριανδρία, η οποία αποτελούσε την εκδοτική εταιρεία της «Ελευθερίας» (οι βιβλιοχαρτοπώλες Γεώργιος Δημητρακόπουλος, Αντώνιος Παναγιωτακόπουλος και Παρασκευάς Παρασκευόπουλος) βρήκαν τον τρόπο να αντισταθούν στην απώλεια φύλλων και έτσι η κυκλοφορία των δύο εφημερίδων εξισορροπήθηκε. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Η δημοσιογραφία στην παλιότερη εποχή, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 3ης Οκτωβρίου 1977.
[6]. Ο Πέτρος Βαρθαλίτης καταγόταν από την Ερμούπολη της Σύρου. Νεότατος βρέθηκε στον Βόλο, όπου για χρόνια εργάσθηκε σαν τυπογράφος σε διάφορες εφημερίδες. Στη Λάρισα ήλθε κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού, όταν ο Κώστας Νταϊφάς εξέδωσε την καθημερινή εφημερίδα «Πρόοδος», η οποία ήταν όργανο των Επιστράτων, μιας οργάνωσης η οποία υποστήριζε την μοναρχία. Στον «Κήρυκα» εκτός από τυπογράφος απέκτησε και δημοσιογραφική πείρα, γι’ αυτό στη συνέχεια μεταπήδησε στη δημοσιογραφία, χωρίς όμως σπουδαία εξέλιξη.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

 

ΥΒΡΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ

Ο Τιτυός


Από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

 

Ο Τιτυός ήταν γίγαντας της Ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ελάρας , κόρης του Ορχομενού, βασιλέα της ομώνυμης πόλης και ένας από εκείνους που υπέστη αιώνια τιμωρία στον Τάρταρο, όπως και οι Σίσυφος και Τάνταλος, για τα εγκλήματά τους.

Ο Δίας συνευρέθηκε με την Ελάρα, αλλά προσπάθησε να κρατήσει την απιστία του κρυφή από την Ήρα και γι’ αυτό έκρυψε την Ελάρα κάτω από την επιφάνεια της γης.

 

Όντας όμως κρυμμένη στην γη το βρέφος απέκτησε τεράστιες διαστάσεις, με αποτέλεσμα να διαρραγεί η μήτρα και να πεθάνει η Ελάρα. Το αγέννητο μωρό σώθηκε – ανατράφηκε από τη Γαία και όταν έφτασε ο καιρός ο γιγαντιαίος πλέον Τιτυός βγήκε από τη γη σε ένα σπήλαιο στην Εύβοια, το οποίο ονομάσθηκε Ελάριον από την μητέρα του.

 

Το όνομα (Τιτυός) προέρχεται πιθανότατα από την Ελληνική λέξη τίσις και σημαίνει «αυτός που υπομένει την τιμωρία». Εναλλακτικά, θα μπορούσε να συνδεθεί με τους Τιτυρούς, τους Σατύρους της Βοιωτικής μυθολογίας, οι οποίοι έπαιζαν φλάουτο και ανήκαν στην συνοδεία του Διονύσου. Ο Τιτυός απέκτησε μια κόρη, την Ευρώπη – όχι τη γνωστή μας που υπήρξε ερωμένη του Δία – η οποία γέννησε τον Εύφημο, τον Βοιωτό ήρωα που έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία.

Ο Απόλλων τρυπά με τα βέλη του τον Τιτυό, ο οποίος προσπάθησε να βιάσει τη μητέρα του Λητώ. Πλευρά Α από αττική ερυθρόμορφη πελίκη, 450-440 π.Χ. Louvre Museum

Ο Τιτυός έγινε γνωστός και αρνητικός πρωταγωνιστής στην ελληνική Μυθολογία διότι παρακινούμενος από την Ήρα, προσπάθησε να βιάσει την Λητώ, ενώ αυτή βρισκόταν στην πόλη Πανοπέα της Φωκίδας, ταξιδεύοντας προς τους Δελφούς. Καθώς λοιπόν επιτέθηκε στην Λητώ, η θεά κάλεσε για βοήθεια και αμέσως η Άρτεμις και ο Απόλων, τα παιδιά της Λητούς, έσπευσαν στο πλευρό της μητέρας τους, ρίχνοντας τα βέλη τους στον γίγαντα, πριν τον σκοτώσουν με ένα χρυσό ξίφος. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Τιτυός σκοτώθηκε από τον Δία όταν του έριξε κεραυνό.

 

Ορισμένοι ισχυρίζονται πως ο τάφος του βρίσκεται στον Πανοπέα, αλλά λέγεται επίσης ότι ο Τιτυός μεταφέρθηκε από τον Απόλλωνα ή τον Δία στον Τάρταρο προκειμένου να υποστεί αιώνια τιμωρία για την απόπειρα να βιάσει την Λητώ.

 

Η τιμωρία του Τιτυού προέβλεπε την ακινησία του και καθημερινά δυο γύπες να κατατρώγουν το συκώτι του χωρίς αυτός να μπορεί να αντιδράσει. Κάθε βράδυ, όμως, το ήπαρ αναγεννιόταν για να επαναληφθεί η τιμωρία την επόμενη μέρα. Η τιμωρία του Τιτυού είναι σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη του Προμηθέα, όπου ο αλυσοδεμένος τιτάνας έχανε το συκώτι του από τον αετό του Καυκάσου. Λέγεται ακόμη ότι ο Οδυσσέας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του Τιτυού και της τιμωρίας του όταν κατέβηκε στον Κάτω Κόσμοκαι σύμφωνα με τον Όμηρο διαπίστωσε το μέγεθος του γίγαντα, ο οποίος σύμφωνα με τον μύθο κάλυπτε 9 στρέμματα και είχε ύψος 300 μέτρα.

Μαρτύριο του Τιτυού_ελαιογραφία σε κανβά_Τζουζέπε ντε Ριβέρα_μουσείο Πράντο Μαδρίτη Jusepe de Ribera

ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ:

 

«[Ο βασιλιάς Αλκίνοος των Φαιάκων λέγει:] Ότι [το νησί της Εύβοιας] είναι το πιο απομακρυσμένο σημείο – λένε όσοι από εμάς το είδαν όταν μετέφεραν τον ξανθό Ραδάμανθυ για να επισκεφθεί τον Τιτυό γιο της Γαίας». Όμηρος, Οδύσσεια 7. 324

 

«[Ο Οδυσσέας θυμάται τις σκιές των νεκρών που είδε στον κάτω κόσμο:] Είδα τον Τιτυό επίσης, γιο της ισχυρής θεάς Γαίας · βρισκόταν στο έδαφος, με το σώμα του απλωμένο σε εννέα πλέθρα. Δύο γύπες, καθισμένοι ένας σε κάθε πλευρό, συνέχιζαν να σκίζουν το συκώτι του, φτάνοντας μέχρι τα σπλάχνα και αυτός δεν μπορούσε να τους χτυπήσει με τα χέρια του. Αυτό συνέβαινε διότι είχε επιτεθεί κάποτε σε μια ερωμένη του ίδιου του Δία, την φημισμένη Λητώ, καθώς περπατούσε προς την Πυθία μέσα από τους υπέροχους τόπους του Πανοπέα».[Σημ.: Το Ελληνικό πλέθρον έχει μήκος περίπου 30 μέτρα ή 100 πόδια. Συνεπώς ο γίγαντας ήταν 270 μέτρα ή 900 πόδια ψηλός] Όμηρος, Οδύσσεια 11. 576

 

«Αυτός ο πρίγκιπας [Εύφημος ένας από τους Αργοναύτες], γιος του θεού Ποσειδώνα – τον οποίο γέννησε η Ευρώπη κόρη του Τιτυού, στις όχθες του Κηφισού». Πίνδαρος Πυθιόνικοι 4 επ. 2

«Ο Τιτυός, γιος του Δία και της κόρης του Ορχομενού Ελάρας. Αφού ο Δίας αποπλάνησε την Ελάρα, φοβούμενος την Ήρα την έκρυψε κάτω από τη γη, όπου γέννησε τον τεράστιο γιο τους Τιτυό και τον έβγαλε στο φως της ημέρας. Ο Τιτυός είδε την Λητώ όταν πήγαινε στην Πυθία και με πάθος προσπαθούσε να την αγκαλιάσει. Αλλά αυτή κάλεσε τα παιδιά της, που τον σκότωσαν με βέλη και τιμωρήθηκε μετά θάνατον, με τους γύπες να κατατρώγουν την καρδιά του στο βασίλειο του Άδη». Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη 1. 22

Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET