Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η οδός Κούμα το 1932


Η οδός Κούμα από το ύψος του κινηματοθεάτρου "Πάλλας" με κατεύθυνση προς την Κεντρική Πλατεία. Επιστολικό δελτάριο ταχυδρομημένο από τη Λάρισα με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1932.Η οδός Κούμα από το ύψος του κινηματοθεάτρου "Πάλλας" με κατεύθυνση προς την Κεντρική Πλατεία. Επιστολικό δελτάριο ταχυδρομημένο από τη Λάρισα με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1932.
Η σημερινή εικόνα προέρχεται από εικονογραφημένο επιστολικό δελτάριο, το οποίο ταχυδρομήθηκε από τη Λάρισα στις 27 Οκτωβρίου 1932.
Όπως αναφέρει σφραγίδα στην πίσω πλευρά της κάρτας, αποστολέας ήταν ο Dr. Byron Asteriadis (Βύρων Αστεριάδης) με ειδικότητα πνευμονολόγου και παραλήπτης ο Oberarzt Dr. Kranzfelder στη Γερμανία, προφανώς ο διευθυντής της κλινικής όπου απέκτησε την ειδικότητά του[1].
Η φωτογραφία ταυτοποιήθηκε από την ομάδα της Φωτοθήκης Λάρισας και αποτυπώνει την οδό Κούμα, όπως ήταν πριν από το 1932. Ο φωτογράφος στάθηκε κοντά στη διασταύρωση της Κούμα με την Βασ. Σοφίας (Παναγούλη σήμερα), έστρεψε τον φακό του δυτικά και απεικόνισε ολόκληρη την οδό Κούμα μέχρι την Κεντρική Πλατεία.
Και στις δύο πλευρές στη διασταύρωση των οδών Κούμα και Ασκληπιού, δεσπόζουν δύο ισοϋψείς διώροφες κατοικίες με όμορφα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, η αρχιτεκτονική μορφή των οποίων παραπέμπει σε νεοκλασικό ρυθμό.
Αριστερά, κρυμμένο μέσα σε μια συστάδα δένδρων του πεζοδρομίου βρίσκεται η κατοικία της οικογένειας Αρσενίδη. Ως γενάρχης της θεωρείται ο Νικόλαος Αρσενίδης (1840-1883), ο οποίος διατηρούσε από την περίοδο της τουρκοκρατίας κοσμηματοπωλείο και το 1870 έγινε κύριος μιας μεγάλης αγροτικής έκτασης στο χωριό Αλήφακα (σήμερα Κάστρο) της Λάρισας. Επί τουρκοκρατίας η κατοικία του βρισκόταν στον Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγίου Αθανασίου) και διατηρούνταν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην οδό Ζαρμάνη, οπότε και κατεδαφίσθηκε για να κατασκευασθεί πολυώροφη οικοδομή.
Ο γιος του Βασίλειος Αρσενίδης έκτισε στις αρχές του 20ου αιώνα το νεοκλασικό της φωτογραφίας, στη γωνία των οδών Κούμα και Ασκληπιού. Η πρόσοψη βρισκόταν επί της Ασκληπιού και από το αρχοντικό του Δημητρίου Πουλιάδη που βρισκόταν στη γωνία Ασκληπιού και Παπακυριαζή, το χώριζε μια μεγάλη αυλή η οποία επεκτεινόταν και ανατολικά του σπιτιού του. Ήταν πλημμυρισμένη από λουλούδια τα οποία φρόντιζε με πολύ αγάπη η σύζυγος του Αγγελική (Κική) Οράτη (1893-1955). Η οικογένεια Αρσενίδη ήταν μία από τις αρχοντικές και πιο παλιές οικογένειες της Λάρισας. Ο Βασίλειος Αρσενίδης, ήταν ο μοναδικός γιος της οικογένειας και εκτός από τις επιτυχίες του στον επαγγελματικό τομέα υπήρξε και δραστήριο μέλος της κοινωνίας της Λάρισας. Από το 1914 διετέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος στο πλευρό του Μιχαήλ Σάπκα, ενώ το 1924 διορίσθηκε δήμαρχος Λαρίσης. Στην ολιγόμηνη θητεία του πρόσφερε πολλαπλές υπηρεσίες στους δημότες της πόλης. Ήταν ο άνθρωπος που κατόρθωσε να εκδιώξει το "καρκίνωμα" της Ηλεκτρικής Εταιρείας "Omnium" του Κερκυραίου επιχειρηματία Αθανασίου Ανεμογιάννη και να βάλει τα θεμέλια για να λειτουργήσει ο ηλεκτροφωτισμός και η ύδρευση της Λάρισας πάνω σε υγιείς βάσεις. Νυμφεύθηκε την Αγγελική Οράτη, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας από την Αίγυπτο και από τον γάμο του απέκτησε δύο τέκνα, το 1922 τον Νίκο ο οποίος σπούδασε γεωπόνος και το 1924 την Φανή, η οποία παντρεύτηκε τον αξιωματικό Επαμεινώνδα Χριστοδουλόπουλο, εγγονό του συμβολαιογράφου και ιστορικού της Λάρισας Επαμεινώνδα Φαρμακίδη[2].
Στην απέναντι πλευρά, γωνία Κούμα και Ασκληπιού διακρίνεται το μεγαλόπρεπο αρχοντικό της οικογένειας του ιατρού Αχιλλέα Αστεριάδη. Ήταν ένα διώροφο κτίσμα σε κλασικό νεοελληνικό ρυθμό, με αρκετά μεγάλη αυλή. Όπως διαπιστώνετε, και τα δύο αρχοντικά περιβάλλονταν από ανθοστόλιστες αυλές. Προπολεμικά όλες σχεδόν οι κατοικίες, ακόμα και στο κέντρο της πόλης, διέθεταν μεγάλες ή μικρές αυλές, γεμάτες από όμορφα λουλούδια και σκιερά δένδρα. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ανήκε σε μία από τις επιφανέστερες οικογένειες της παλιάς Λαρίσης και για πολλά χρόνια διετέλεσε αιρετός δήμαρχος. Λόγω της τελευταίας αυτής ιδιότητάς του και της αρχοντιάς του, το σπίτι αυτό φιλοξένησε κατά καιρούς διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής, της επιστήμης και των γραμμάτων. Και ο Κωνσταντίνος, αρχικά ως διάδοχος και κατόπιν ως βασιλιάς, όταν ερχόταν στη Λάρισα πριν και μετά από το 1912, στο σπίτι του Αστεριάδη φιλοξενούνταν, γιατί είχε αναπτύξει μαζί του στενούς δεσμούς φιλίας. Από τα τέκνα του Αχιλλέα Αστεριάδη ο Τάσος έγινε καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η κόρη του Γιοχάνα, υπήρξε από τα ωραιότερα κορίτσια της Λάρισας την εποχή του μεσοπολέμου και παντρεύτηκε τον δικηγόρο Ξενοφώντα Ριζόπουλο, όμως ο γάμος τους διαλύθηκε σύντομα. Ο μικρότερος Πίπης, εγκαταστάθηκε μαζί με την αδελφή του Γιοχάνα στην Αθήνα περί το 1930. Εγκαταλείποντας τη Λάρισα όλοι οι απόγονοι του Αχιλλέα Αστεριάδη, ενοικίασαν το αρχοντικό τους για να στεγασθεί το τηλεγραφείο και το ταχυδρομείο. Πάνω από δέκα χρόνια στεγάσθηκαν οι υπηρεσίες των τηλεπικοινωνιών στο σπίτι του Αστεριάδη και τελικά αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν όταν οι αλλεπάλληλοι σεισμοί που έπληξαν τη Λάρισα από τον Μάρτιο του 1941 το κατέστησαν ετοιμόρροπο, κατεδαφίσθηκε και στη θέση του υψώθηκαν πολυώροφες οικοδομές[3].
Στην άλλη γωνία, απέναντι από το νεοκλασικό του Αχιλλέα Αστεριάδη, διακρίνεται το καθαριστήριο του Λεωνίδα Μπέρτολη. Ήταν ένα ισόγειο κτίσμα, το οποίο διατηρήθηκε εν λειτουργία και μεταπολεμικά. Στο βάθος δεξιά διακρίνεται αχνά ο επάνω όροφος της "Λαρισαϊκής Λέσχης", μιας ουσιαστικά χαρτοπαικτικής λέσχης, στην οποία όμως πραγματοποιούνταν κατά διαστήματα και διάφορες κοσμικές συγκεντρώσεις. Η πορεία της οδού Κούμα οδηγεί στο βάθος στην Κεντρική πλατεία, η οποία όμως δεν διακρίνεται λόγω αποστάσεως.
----------------------------------------------------
[1]. Δεν μπόρεσα μέχρι στιγμής να συλλέξω στοιχεία για τον ιατρό Βύρωνα Αστεριάδη. Όποιος γνωρίζει κάτι ας επικοινωνήσει μαζί μου (τηλ. 2410 287450).
[2]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Βασίλειος Αρσενίδης (1875-1944). Ο οραματιστής δήμαρχος Λάρισας του Μεσοπολέμου, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 2015.
[3]. Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Ένα αρχοντικό που δεν υπάρχει πια, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 5ης Φεβρουαρίου 1973

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μία εικόνα, χίλιες λέξεις

Οικία οικογένειας Παντοστόπουλου



Η κατοικία του οδοντιάτρου Χρήστου Παντοστόπουλου. Σχέδιο του Χρήστου Τζεζαϊρλίδη.Η κατοικία του οδοντιάτρου Χρήστου Παντοστόπουλου. Σχέδιο του Χρήστου Τζεζαϊρλίδη.
Το κτίριο της σημερινής εικόνας οι παλαιότεροι Λαρισαίοι το θυμούνται ζωηρά. Βρισκόταν μέχρι το 1975 στη νοτιοδυτική γωνία της διασταύρωσης των οδών Κούμα και Βασιλέως Κωνσταντίνου (Παναγούλη σήμερα), απέναντι από το κινηματοθέατρο «Παλλάς» και ήταν η κατοικία της οικογένειας Παντοστόπουλου.
Η κατοικία αυτή οικοδομήθηκε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Όταν ο φωτογράφος Ιωάννης Παντοστόπουλος εγκαταστάθηκε στη Λάρισα ενοικίασε την κατοικία αυτή και εγκατέστησε στους χώρους της το φωτογραφικό εργαστήριο. Αργότερα, όπως μας αναφέρει ο Γεώργιος Γουργιώτης, νυμφεύθηκε την ιδιοκτήτρια του κτιρίου και έτσι έγινε κάτοχός της[1]. Ήταν ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες ζωγράφους-φωτογράφους της Λάρισας μετά την απελευθέρωση, η επαγγελματική δράση του οποίου ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1890. Θεωρείται ο γενάρχης μιας μεγάλης οικογένειας φωτογράφων της πόλης μας, αφού η αδελφή του Στυλιανή Παντοστοπούλου παντρεύτηκε τον φωτογράφο Γεράσιμο Δαφνόπουλο (1874-1935), από τους συγγενείς του οποίου προήλθαν πολλοί ονομαστοί καλλιτέχνες φωτογράφοι, όπως ο Γεώργιος Βαλσάμης, ο Νικόλαος Μούσιος και ο Δημήτριος Αρετόπουλος.
Το οίκημα αυτό κληρονόμησε ο γιος του Χρήστος Παντοστόπουλος. Ο τελευταίος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1897, αλλά δεν συγκινήθηκε από την επαγγελματική επιτυχία στη φωτογραφική τέχνη και την κοινωνική καταξίωση που είχε ο πατέρας του και ακολούθησε άλλο επάγγελμα. Σπούδασε στο «Οδοντιατρικόν Σχολείον» του Πανεπιστημίου Αθηνών[2] και αποφοίτησε τον Οκτώβριο του 1923 στη Λάρισα. Το οδοντιατρείο του το εγκατέστησε στην ιδιωτική τους κατοικία, στους χώρους όπου είχε το φωτογραφικό εργαστήριο ο πατέρας του. Ήταν μια ευρύχωρη μονοκατοικία, της οποίας η κυρία είσοδος ήταν επί της οδού Παναγούλη. Τα δύο πρώτα δωμάτια εκατέρωθεν της εισόδου που έβλεπαν στον δρόμο, εξυπηρετούσαν την επαγγελματική του ιδιότητα. Το ένα το είχε μετατρέψει σε αίθουσα αναμονής και το άλλο το χρησιμοποιούσε ως οδοντιατρείο. Τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού φιλοξενούσαν την οικογένεια η οποία αποτελείτο από τον ίδιο και τις δύο αδελφές του. Και τα τρία αδέλφια δεν ευτύχησαν να κάνουν οικογένεια. Ήταν από τους πρώτους επιστήμονες οδοντιάτρους που εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, εφοδιασμένος με τα κατάλληλα εργαλεία της επιστήμης του, στο δε μητρώο του Οδοντιατρικού Συλλόγου της Λάρισας φέρει τον αριθμό 1 (ένα). Η κατοικία διέθετε μια μεγάλη κατάφυτη αυλή η οποία έβλεπε επί της Παναγούλη. Τοιχίο με κάγκελα την οριοθετούσε από το πεζοδρόμιο και μια μεγάλη σιδερένια πόρτα με περίτεχνα σχέδια οδηγούσε από τον δρόμο στην αυλή.
Αρχιτεκτονικά η κατοικία του Χρήστου Παντοστόπουλου ήταν μια ισόγεια μονοκατοικία με ημιυπόγειο, η οποία ήταν στολισμένη εξωτερικά με ορισμένα λιτά και κομψά νεοκλασικά διακοσμητικά στοιχεία κυρίως γύρω από τα ανοίγματα και τις γωνίες. Ιδιαίτερα η κυρία είσοδος είχε στα πλάγια δύο ευρείες παραστάδες, ήταν ψηλή και επάνω τελείωνε σε ένα κομψό τριγωνικό αέτωμα. Δύο σκαλοπάτια οδηγούσαν από το πεζοδρόμιο στην δίφυλλη πόρτα με φεγγίτη. Η πόρτα ήταν ξύλινη και τα ανοίγματά της προστατεύονταν από όμορφες σιδεριές. Ήταν ένα κτίσμα σχετικά μικρό σε διαστάσεις, αλλά πολύ κομψό, με ωραίες αναλογίες, τετράριχτη στέγη με κεραμίδια, ακροκέραμα στις γωνίες και με δύο απλές καμινάδες, όπως φαίνεται και από το δημοσιευόμενο σχέδιο. Τελικά αυτοί οι παλιοί τεχνίτες, εμπειρικοί οι περισσότεροι, φαίνεται ότι είχαν πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα της καλαισθησίας, αν αναλογισθεί κανείς την αδιάφορη αισθητική παρόμοιων σε διαστάσεις σημερινών μονώροφων κτισμάτων.
Ο Χρήστος Τζεζαϊρλίδης αποτύπωσε σε ωραία σχέδια τόσο την κατοικία του Χρήστου Παντοστόπουλου, όσο και την σιδερένια αυλόπορτα. Τα σχέδια αυτά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Σπαρμός» που εξέδιδε στην πόλη μας την δεκαετία του 1980 ο ιατρός και λογοτέχνης Μάκης Λαχανάς.
Ο Χρήστος Παντοστόπουλος εκτός από την επιστήμη του, επιδόθηκε με ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική, την οποία μελέτησε θεωρητικά. Υπήρξε επί σειρά ετών μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, συμμετείχε κατά καιρούς σε διάφορες εκδηλώσεις με μουσικά σχήματα του Ωδείου (ο ίδιος ήταν εξαιρετικός τενόρος), δημοσίευε στις τοπικές εφημερίδες κριτική μουσικών εκδηλώσεων, ρεσιτάλ, συναυλιών, κλπ. και γενικά πρωτοστατούσε σε κάθε μουσική εκδήλωση της πόλης τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά, μέχρι και τον θάνατό του. Συνταξιοδοτήθηκε το 1964 και πέθανε το 1974.
Το κτίριο άντεξε στις κακουχίες της κατοχής (σεισμός, βομβαρδισμοί), και ο ιδιοκτήτης συνέχισε και μεταπολεμικά να εργάζεται και να διαμένει σ’ αυτό. Αργότερα όμως, μετά τον θάνατό του (1974), ακολούθησε δυστυχώς την τύχη των άλλων νεοκλασικών κτισμάτων της Λάρισας. Κατά την κατεδάφισή του το 1975, στη διάρκεια σωστικής ανασκαφής από την Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων, βρέθηκε σε δεύτερη χρήση ενεπίγραφη πλάκα με απελευθερωτικές πράξεις. Η πλάκα αυτή είχε χρησιμοποιηθεί σε κτίσμα της ύστερης αρχαιότητας ως κατώφλι, με την επιγραφή τοποθετημένη προς τα κάτω, από την οποία όμως διασώθηκαν μόνο αποσπασματικά λείψανα[3]. Στην ίδια ανασκαφή βρέθηκαν και άλλες πλάκες με επιγραφές.
 [1]. Ο Ιωάννης Παντοστόπουλος (1863-1928) γεννήθηκε στη Σαμαρίνα και σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Αργότερα επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και μαθήτευσε κοντά στους μοναχούς την αγιογραφία. Με τη φωτογραφία ασχολήθηκε αργότερα. Βλέπε: Γουργιώτης Γεώργιος, Λαρισαίοι φωτογράφοι του τέλους του 19ου αιώνα ως το 1940, στο βιβλίο Μικρά μελετήματα, Λάρισα (2000) σ. 131-132.
[2]. Μπαρμπής Βοζαλής, Πορτραίτα πρωτοπόρων οδοντιάτρων της Λάρισας, Λάρισα (2006) σ. 11. Δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί ως ιδιαίτερη Σχολή η Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
[3]. Ζάχου-Κοντογιάννη Μ.-Η., Μία νέα επιγραφή με απελευθερωτικές πράξεις από τη Λάρισα, Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμ. Κ΄ (1981) σ. 155-172.

* Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com


Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Τα Ταμπάκικα

 

Μία από τις φτωχότερες γειτονιές της Λάρισας, δίπλα στον Πηνειό ποταμό, ήταν τα Ταμπάκικα, που κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας έμεναν εκεί λίγοι κάτοικοι, που το επάγγελμά τους ήταν η κατεργασία δερμάτων, οι ταμπάκηδες, όπως τους αποκαλούσαν τότε (ταμπάκ τουρκιστί σημαίνει δέρμα), δηλαδή οι βυρσοδέψοι, όπως επίσης έμεναν μερικές από τις φτωχότερες οικογένειες, αυτές που υπέμεναν καρτερικά την αφόρητη μυρωδιά, την απαίσια μπόχα που έβγαινε από το πλύσιμο, ήλιασμα κ.λπ. της κατεργασίας των δερμάτων.
Είχε τόσες πολλές βιοτεχνίες τομαριών, που και από το δρόμο, σήμερα οδός Γεωργιάδου, απέφυγε κανείς να περάσει διότι η δυσοσμία ήταν αηδιαστική και εμετική, γι’ αυτό άλλωστε η συνοικία αυτή ήταν μικρή, αφού κανένας δεν ήθελε να πάει στον τόπο αυτό που βρωμοκοπούσε.
Το όνομα Ταμπάκικα διατήρησε μέχρι τον πόλεμο του 1940, αλλά και στα πρώτα χρόνια τα μεταπολεμικά, οπότε μετονομάστηκε σε Αμπελόκηπους, γιατί στο πίσω μέρος της συνοικίας και δίπλα στο ποτάμι υπήρχαν λίγα αμπέλια.
Στα στενά δρομάκια και αδιέξοδα της συνοικίας αυτής και μέσα σε χαμόσπιτα, παράγκες, χαλάσματα, σε άθλια κατάσταση, λειτουργούσαν ναοί τής Αφροδίτης, που έθυαν αξιοθρήνητα πλάσματα που είχαν κατεβεί το τελευταίο σκαλοπάτι του ανθρώπινου ξεπεσμού και στους πανάθλιους αυτούς δρόμους τους γεμάτους από μια σπιθαμή λάσπης το χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι, κυκλοφορούσαν όχι μόνο στο θεοσκόταδο που επικρατούσε τη νύχτα, αλλά και την ημέρα, άνθρωποι της κατώτατης υποστάθμης, χασικλήδες, χαμίνια, κακοποιοί, κλέφτες, στρατιώτες από κάθε καρυδιάς καρύδι, γιατί τότε υπήρχε πάντοτε στρατός και πάρα πολλούς από το 1925 που εγκαταστάθηκε στη Λάρισα το Β’ Σώμα Στρατού, και νταβατζήδες και σωματέμποροι, που γίνονταν με το ζόρι εραστές και που πολλές φορές αρματωμένοι με κουμπούρες και δίκοπα μαχαίρια, μπουκάριζαν στα δωμάτια των δύστυχων αυτών γυναικών - ιερειών και τις υποχρέωναν να δεχθούν προστασία, με αντάλλαγμα βέβαια τις εισπράξεις των. Πολλές από αυτές πλήρωσαν την ανυπακοή τους με τη ζωή τους. Και κάθε βράδυ δεν έλειπαν οι καβγάδες, σαματάδες, αιματηρά γεγονότα, ακόμα και φόνοι. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν για τα Ταμπάκικα ήταν στίγμα του σύγχρονου πολιτισμού.
Για τη ζωή της συνοικίας αυτής μεταφέρω εδώ ένα κομμάτι από όσα γράφω στο βιβλίο μου «Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα»: «Πράγματι, όπως θυμούνται όλοι, οι μεγάλης σήμερα ηλικίας, η κατάσταση, στη συνοικία αυτή ήταν τέτοια που ξευτελίζονταν κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Έβλεπε κανείς την ημέρα τις γυναίκες των σπιτιών αυτών αγουροξυπνημένες, κακοβαμμένες και πολλές μαστουρωμένες να είναι στημένες στις πόρτες για να ψωνίσουν κανένα πρωινό πελάτη και άλλες να κάθονται έξω από κάτι μικρομάγαζα - τεκέδες και περισσότερο τις ημέρες που είχε λιακάδα, επιδεικνύοντας προκλητικά στους περαστικούς τα μισόγυμνα στήθη τους και λίγο μπούτι πάνω από τα γόνατα, μεταξύ της μαύρης κάλτσας και της κατά προτίμηση κόκκινης καλτσοδέτας και του κοντοφουστανιού.
Τη νύχτα δέχονταν τους πελάτες στα πανάθλια δωμάτιά τους, που μύριζαν μούχλα και περμαγκανάντ, ανάμικτα με φθηνό άρωμα και στα τρίζοντα σανιδένια κρεβάτια με τα βρώμικα σεντόνια. Τον χειμώνα δε ήταν που να τις αηδιάζεις, όταν σε υποδέχονταν καθισμένες, ανασκουμπωμένες με ανοιχτά τα σκέλη τους στα μαγκάλια…».
Και όμως δούλευαν τότε όλες πολύ καλά, γιατί ήταν φτηνές και οι νεολαίοι, που το χαρτζιλίκι τους τότε ήταν πενιχρό για τους περισσότερους, δεν έφθανε για τις αλλού ακριβότερες.
Η κατάσταση στην πανάθλια αυτή συνοικία συνεχίστηκε μέχρι το 1930, που ξεσηκώθηκαν πολλοί Λαρισαίοι και Ταμπακιώτες κυρίως επαγγελματίες, που με το πέρασμα του χρόνου είχαν έλθει στη συνοικία αυτή και ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα, εξυπηρετώντας τον πληθυσμό της πολυάνθρωπης πλέον συνοικίας, και ζήτησαν από την Πολιτεία να απαλλάξει τη συνοικία αυτή από τα κακόφημα σπίτια και τα κακοποιά στοιχεία, όπως και έγινε.
Στη συνοικία τα παλιά εκείνα χρόνια πρόβαλαν το πρώτο παγοποιείο του Αθ. Κατσαούνη, ο πρώτος ατμόμυλος του Δερβίς - Βέη, που το 1884 μεταβιβάστηκε στον Ι. Τσιμπούκην, ο μύλος του Παππά και, βέβαια, πρόβαλε και φάνταζε η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, που κτίστηκε στην αρχή σε αρκετό βάθος από την επιφάνεια της γης, πλάι στο αναβλύζον τότε εκεί αγίασμα, κατόπιν της κατά το έτος 1877 ανευρέσεως της εικόνας της Παναγίας, ύστερα από όνειρο ευσεβούς γυναίκας.
Επίσης, στη συνοικία λειτουργούσε και το εξοχικό κέντρο «Ο Πλάτανος», δίπλα στο ποτάμι, με τον περίφημο Καραγκιόζη που παρακολουθούσαν όχι μόνο Ταμπακιώτες, αλλά και από όλη την πόλη οι Καραγκιοζόφιλοι. Το κέντρο αυτό, αλλά και η συνοικία, συνδέονταν με περαταριά με την απέναντι περιοχή τότε Παπασταύρου, που υπήρχε μόνο το μικρό εξοχικό κεντράκι «Η Κιβωτός», στο σημείο δε αυτό οι Ταμπακιώτες κολυμπούσαν ή μάθαιναν κολύμπι, οι οποίοι επίσης ψάρευαν στον Πηνειό γουλιανούς και σαζάνια, ψάρια νοστιμότατα. Πολλοί, μάλιστα, Ταμπακιώτες είχαν και βάρκες ειδικές για το ποτάμι. Στα Ταμπάκικα υπήρχε και ένας πύργος της οικογένειας Ροδόπουλου, χωρίς όμως ν’ αναφέρεται πουθενά πώς κατεδαφίστηκε.
Η συνοικία αυτή, ακόμα και προ ολίγων δεκαετιών, υπέφερε πολύ από τις πλημμύρες που προξενούσε ο Πηνειός, ο οποίος συχνά πλημμύριζε και της προξενούσε ζημιές.
Σήμερα, τα Ταμπάκικα - Αμπελόκηποι, με τις όμορφες πολυκατοικίες, πήρε όψη πολιτισμένη και σε λίγα χρόνια που θα διαμορφωθούν και όσοι δαιδαλώδεις δρόμοι υπάρχουν και σήμερα, τίποτα δεν θα θυμίζει από τα κακόφημα Ταμπάκικα της παλιάς εποχής, τίποτα από την παλιά φυσιογνωμία της συνοικίας αυτής.
(Τα Ταμπάκικα οι Τούρκοι τα ονόμαζαν Ταμπάχανα ή Ταμπακχανέ Μαχάλεσι).