Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ


Λάρισα. Η Συνοικία Ταμπάκικα. Επιστολικό δελτάριο των αρχών της δεκαετίας του 1930, έκδοση του Λαρισαίου βιβλιοπώλη και τυπογράφου Αντωνίου Παναγιωτακόπουλου. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΛάρισα. Η Συνοικία Ταμπάκικα. Επιστολικό δελτάριο των αρχών της δεκαετίας του 1930, έκδοση του Λαρισαίου βιβλιοπώλη και τυπογράφου Αντωνίου Παναγιωτακόπουλου. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Τα κείμενα που δημοσιεύονται σ' αυτή τη στήλη, συνοδεύονται πάντα και από μία εικόνα της παλιάς Λάρισας.
Τις περισσότερες φορές οι εικόνες αυτές προέρχονται από παλιά εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια, γνωστά στον κόσμο ως καρτ ποστάλ ή επί το απλούστερον ως κάρτες. Στο σημερινό μας σημείωμα θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά στην ιστορία των καρτών που απεικονίζουν τη Λάρισα και την περιοχή της και στους εκδότες των.
Απλά επιστολικά δελτάρια άρχισαν να κυκλοφορούν στην Ελλάδα περίπου από το 1880. Ήταν υπόλευκες κάρτες διαστάσεων 15 x 10 εκ., οι οποίες είχαν αντικαταστήσει τις κλειστές σε φάκελο επιστολές, στις περιπτώσεις που το γραπτό περιεχόμενο δεν ήταν απόρρητο. Η μια όψη τους έφερε έντυπο γραμματόσημο με κεφαλή του Ερμή, την ένδειξη «ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟΝ ΔΕΛΤΑΡΙΟΝ/CARTE CORRESPONDENCE» και αναγραφόταν η διεύθυνση του παραλήπτη, ενώ στην άλλη όψη υπήρχε από τον αποστολέα κάποιο μήνυμα. Αργότερα τα επιστολικά δελτάρια στη μια τους όψη είχαν έγχρωμες εικονογραφημένες παραστάσεις (ερωτιδείς, γυναικείες καλλονές, ερωτευμένα ζευγάρια και άλλα) και όταν πλέον η φωτογραφία μπήκε για τα καλά στη ζωή του ανθρώπου και η τεχνική της εκτύπωσης βελτιώθηκε, περιείχαν μια φωτογραφία, συνήθως τοπίο. Τα δελτάρια αυτά από την πρώτη κιόλας στιγμή έγιναν πολύ δημοφιλή και άρχισαν να κυκλοφορούν μαζικά.
Στον τομέα των εικονογραφημένων δελταρίων αρχικά υπήρξαν διάφορες ερασιτεχνικές ιδιωτικές πρωτοβουλίες, χωρίς όμως επιτυχία και μόλις το 1900 εμφανίσθηκε η πρώτη προσπάθεια έκδοσης καλαίσθητων καρτών. Τη χρονιά αυτή προκηρύχθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Ταχυδρομείων και Τηλεγράφων πανελλήνιος διαγωνισμός για την προσφορά πρωτότυπων φωτογραφιών με σκοπό να περιληφθούν σε ταχυδρομικά δελτάρια που ήθελε να εκδώσει η Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία. Με τον τρόπο αυτό κυκλοφόρησαν μέσα σε τρία χρόνια 384 συνολικά αριθμημένες κάρτες με τοπία και αρχαιότητες απ’ όλη την Ελλάδα, η οποία τότε εκτεινόταν μέχρι τη Μελούνα. Η πρώτη σειρά βγήκε στην αγορά τον Ιούλιο του 1901. Στα πρώτα αυτά εικονογραφημένα δελτάρια αναφερόταν μόνον η Ταχυδρομική υπηρεσία ως εκδότης, ενώ οι φωτογράφοι που είχαν κάνει τις λήψεις παρέμεναν άγνωστοι. Από τα 384 δελτάρια που κυκλοφόρησαν κατά σειρές, τα 61 απεικονίζουν τοπία της Θεσσαλίας και απ’ αυτά τα οκτώ είναι διάφορες απόψεις της Λάρισας[1]. Η σειρά αυτή της Λάρισας κυκλοφόρησε την 1η Μαΐου 1902. Το έντονο ενδιαφέρον των Λαρισαίων για τις πρώτες εικονογραφημένες κάρτες της πόλης μας αποτυπώνεται σε δημοσιεύματα του τοπικού τύπου της εποχής[2]. Και μπορεί μεν να κυκλοφόρησαν το 1902, όμως οι λήψεις των φωτογραφιών σαφώς έγιναν σε προγενέστερα χρονικά διαστήματα. Πότε ακριβώς δεν είναι καταγραμμένο. Από τη μελέτη του τοπίου και των απεικονιζόμενων κτιρίων δεν θα ήμασταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα αν υποστηρίζαμε ότι οι φωτογραφίες αυτές είναι της περιόδου 1898-1899. Βλέποντας σήμερα κανείς τις απεικονίσεις αυτές, αντικρίζει μια άλλη Λάρισα και δύσκολα μπορεί να προσανατολισθεί.
Ταυτόχρονα και διάφοροι εκδοτικοί οίκοι των Αθηνών, όπως οι Πάλλης & Κοτζιάς, Ελευθερουδάκης και άλλοι, κυκλοφόρησαν δικά τους εικονογραφημένα δελτάρια. Περί το 1900 το χαρτοπωλείο και τυπογραφείο των Πάλλη & Κοτζιά άρχισε την παραγωγή καρτών για όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδος και σήμερα οι απόψεις της Λάρισας αποτελούν σημείο αναφοράς για την τοπογραφία της κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Είναι αριθμημένες, ασπρόμαυρες και μερικές έχουν επιχρωματισθεί, αλλά όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Η παλαιότερη απ’ όλες που έχει εντοπισθεί με απεικόνιση της Λάρισας είναι η υπ’ αριθμ. 374 και φέρει τον υπότιτλο «Πλατεία Καλλιθέας (Ακροπόλεως)». Η φωτογραφία αυτή αποτυπώνει μια ημέρα εορτής πάνω στον Λόφο της Ακρόπολης. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, και σε συνδυασμό με χαρακτικό από την ίδια εκδήλωση της γαλλικής εφημερίδας Le Monde Illustre, η φωτογραφία αυτή χρονολογείται στα 1897, όταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος μετά την άφιξή του στη Λάρισα παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου, παρακολούθησε τη δοξολογία της 25ης Μαρτίου στον μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου.
Την ίδια εποχή εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια εκτύπωσε και ο εκδοτικός οίκος Κ. Ελευθερουδάκη. Για τη Λάρισα είχε κυκλοφορήσει ελάχιστες κάρτες, μεταξύ των οποίων και μια σειρά με την ένδειξη «Θεσσαλία – Πηνειός». Προσεκτική ανάλυση των τοπίων στις τελευταίες κάρτες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι λήψεις είναι από ποταμό ή ποταμούς του εξωτερικού, ίσως χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες βαπτίσθηκαν "Πηνειός" προφανώς για εμπορικούς λόγους.
Κοντά σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τον Βολιώτη ζωγράφο-φωτογράφο Στέφανο Στουρνάρα (1867-1928), ο οποίος σπούδασε την τέχνη της ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Εργάσθηκε για ένα διάστημα μαζί με τους αδελφούς του κυρίως σε φωτογραφίες πορτραίτα. Τα παλαιότερα επιστολικά δελτάρια είναι της Α΄ σειράς με φωτογραφίες του 1895-1905. Είναι ασπρόμαυρες και αριθμημένες και στη σειρά της Λάρισας έχει συμπεριλάβει εκτός από τις δικές του φωτογραφίες και αντιγραφές άλλων φωτογράφων, κυρίως του Δημητρίου Μιχαηλίδη[3]. Μετά το 1905 ασχολήθηκε με τις έγχρωμες κάρτες. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με την επιμέλεια του Στουρνάρα ιδιαίτερα στην επιλογή των χρωμάτων, εκτυπώνονταν στη Γερμανία με μια ειδική χρωμολιθογραφική επεξεργασία. Οι κάρτες αυτές υπήρξαν πρωτοποριακές για τα ελληνικά δεδομένα, παραμένουν και σήμερα όμορφες και είναι πολλές σε αριθμό.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι απόψεις της Λάρισας μέσα από τα πρώτα εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια που κυκλοφόρησαν διάφοροι εκδότες και κυρίως ο Στέφανος Στουρνάρας, μας δίνουν τη δυνατότητα να αναπλάσουμε με ακρίβεια την όψη της πόλης μας και κυρίως του κεντρικού τομέα της, έτσι όπως ήταν στις αρχές του περασμένου αιώνα, μόλις είκοσι χρόνια μετά την προσάρτηση της περιοχής μας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Στη Λάρισα οι εγχώριοι τυπογράφοι άργησαν να εκτυπώσουν δικές τους φωτογραφίες σε επιστολικά δελτάρια. Εκείνο το οποίο παρατηρούμε είναι ότι απ’ όλους τους βιβλιοχαρτοπώλες-τυπογράφους της πόλης, πρώτος ο Θρασύβουλος Μακρής, από το 1905 ακόμα κυκλοφόρησε κάρτες των Πάλλη-Κοτζιά και άλλων εκδοτών, με την επισήμανση, άλλοτε στην πρόσθια και άλλοτε στην οπίσθια όψη της κάρτας «Βιβλιοχαρτοπωλείον Θρασυβ. Γ. Μακρή εν Λαρίσση». Όμως ο πρώτος στην πόλη μας που εκτύπωσε 25 χρωμολιθόγραφες κάρτες και μάλιστα εξαιρετικής τέχνης ήταν ο τυπογράφος Γεώργιος Βελώνης. Οι φωτογραφίες του προέρχονται απ' όλη τη Θεσσαλία, είναι διαφορετικών φωτογράφων οι οποίοι δεν αναφέρονται και οι λήψεις τους κυμαίνονται σε διάφορες χρονολογικές περιόδους από το 1897 μέχρι το 1925 περίπου.
Στη δεκαετία του 1930 προστέθηκαν και άλλοι τυπογράφοι της Λάρισας με δικές τους εικονογραφημένες κάρτες, όπως οι Γεώργιος Δημητρακόπουλος, Ιωάννης Κουμουνδούρος, Κώστας Τουφεξής, Παντελής Γκίνης, Νικόλαος Μούσιος, Αντώνιος Παναγιωτακόπουλος, η κάρτα του οποίου συνοδεύει το σημερινό μας κείμενο, Μίμης Γεντέκος και άλλοι.
 [1]. Είναι τα εξής: αρ. 242 με τίτλο τα Ανάκτορα, αρ. 243 το Δικαστήριον, αρ. 244 η Μητρόπολις, αρ. 245 πανόραμα της Λαρίσσης, αρ. 246 άποψις του Πηνειού, αρ. 247 γέφυρα του Πηνειού εν Λαρίσση, αρ. 249 άποψις της Λαρίσσης από του Φρουρίου και αρ. 250 οδός εν Λαρίσση.
[2]. «Έφθασαν ήδη από τινος εις το Ταχυδρομείον εις αρκετήν ποσότητα και τα εικονογραφημένα δελτάρια της πόλεώς μας, των οποίων μεγάλη, ως πληροφορούμεθα, γίνεται ζήτησις …», εφ. «Όλυμπος», Λάρισα, φύλλο της 7ης Ιουλίου 1902.
[3]. Ο Δημήτριος Μιχαηλίδης είναι ο πρώτος φωτογράφος που έκανε συστηματική δουλειά στην αποτύπωση τοπίων της Θεσσαλίας. Αρχικά είχε φωτογραφείο στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην ψαραγορά (BalukPazar), αργότερα όμως εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Τη Θεσσαλία επισκέφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και από την επίσκεψή του αυτή γνωστό είναι σήμερα το λεύκωμά του Souvenir de Thessalie, με 28 φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων και πολύ καλής τεχνικής από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΛΚΑΖΑΡ ΤΟΥ ΡΩΜΥΛΟΥ ΑΥΔΗ


Λάρισα-Κήπος Αλκαζάρ. Επιστολικό δελτάριο άγνωστου εκδότη. Μέσα δεκαετίας του 1920. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΛάρισα-Κήπος Αλκαζάρ. Επιστολικό δελτάριο άγνωστου εκδότη. Μέσα δεκαετίας του 1920. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
 Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1920 κυκλοφόρησε μια σειρά από επιστολικά δελτάρια της Λάρισας, τα οποία είχαν ορισμένα χαρακτηριστικά, που τα διαφοροποιούσαν από τα συνηθισμένα. Ο υπομνηματισμός βρισκόταν στο επάνω λευκό περιθώριο της κάρτας, έξω από τη φωτογραφία, ήταν λιτός, με πεζά γράμματα και χωρίς αρίθμηση.
Η φωτογραφία υστερούσε τόσο σε ποιότητα όσο και σε εκτύπωση, οι διαστάσεις των καρτών ήταν σε μέγεθος λίγο μικρότερες από το κανονικό 10 x 15 εκ. των άλλων και το χαρτί δεν ήταν καλής ποιότητας. Δεν γνωρίζουμε ούτε τον φωτογράφο ούτε και τον εκδότη των καρτών, θα πρέπει προφανώς να ήταν κάποιος τυπογράφος από τη Λάρισα, γιατί δεν παρουσιάζονται κάρτες με τέτοια χαρακτηριστικά σε άλλες περιοχές πλην της πόλης μας.
Η συγκεκριμένη κάρτα φέρει την ένδειξη: Λάρισα - Κήπος Αλκαζάρ και απεικονίζει κάποιο εξοχικό κέντρο σε μια περιοχή δενδροφυτευμένη, αλλά με φυλλώματα ισχνά. Αραιά τραπεζοκαθίσματα στον προαύλιο χώρο επιβεβαιώνουν τη χρήση του κτίσματος. Αρχιτεκτονικά το κέντρο αποτελείται από ένα υπερυψωμένο ορθογώνιο διώροφο κτήριο με περιφερειακά στέγαστρα στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές που διακρίνονται στη φωτογραφία. Βρισκόταν στην περιοχή όπου από την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 και μετά υπήρχε πάντα κάποιο εξοχικό ψυχαγωγικό κέντρο. Αυτό μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, γιατί στη θέση τους σήμερα έχει κατασκευασθεί από τη δημοτική αρχή το Κηποθέατρο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η οπίσθια πλευρά της κάρτας. Είναι ταχυδρομημένη την 1η Ιανουαρίου 1929 από τη Λάρισα. Αποστολείς είναι οι αδελφές Αμαλία, Λιλίκα και Αλίκη Κουτσίνα από τη Λάρισα, οι οποίες στέλνουν ευχές για το νέο έτος 1929 στη φίλη τους δεσποινίδα Αθηνά Καρακίτη στον Βόλο[1]. Οι αδελφές Κουτσίνα ήταν κόρες του Κωνσταντίνου Κουτσίνα, αδελφού του Νίκου Κουτσίνα και εξαδέλφες του πολύ γνωστού Ανδρέα Κουτσίνα, ιδιοκτήτη της Στοάς Κουτσίνα και του ξενοδοχείου "Ολύμπιον". Ως γνωστόν η Αλίκη και η Λιλίκα Κουτσίνα έμειναν άγαμες, έζησαν πολλά χρόνια και οι παλαιότεροι Λαρισαίοι θα τις θυμούνται.
Το κτήριο της φωτογραφίας πρέπει να είναι το δεύτερο στη σειρά εξοχικό κέντρο σ' αυτή την περιοχή. Στις φωτογραφίες του φωτογραφείου "Μακεδονία" του Ι. Λεονταρίδη από τη μεγάλη πλημμύρα της Λάρισας στις 15 Οκτωβρίου 1883, οι οποίες σήμερα βρίσκονται στο αρχείο της ΔΕΥΑΛ, διακρίνεται στην περιοχή του πλημμυρισμένου Αλκαζάρ ένα περίτεχνο για την εποχή του κτίσμα, περιτριγυρισμένο από δένδρα. Πιστεύεται ότι είναι το πρώτο εξοχικό κέντρο το οποίο ονομαζόταν Αλκαζάρ. Εξ αυτού ονομάσθηκε και όλη η περιοχή, αλλά και όλα τα επόμενα κέντρα στη θέση αυτή, "Αλκαζάρ".
Περί το 1915 με εισήγηση του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, το Δημοτικό Συμβούλιο πήρε την απόφαση να παραχωρήσει το μέρος του Άλσους των Νυμφών στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το Κηποθέατρο, στον επιχειρηματία Ρωμύλο Αυδή για να κατασκευάσει ένα ευπρεπές εξοχικό αναψυκτήριο. Σκοπός του ήταν να εξυπηρετεί τους πολλούς περιπατητές οι οποίοι επισκέπτονταν τακτικά το Άλσος, αλλά και να προσφέρει στις οικογενειακές εξορμήσεις των Λαρισαίων για λόγους αναψυχής κάποια διασκέδαση, ιδίως τις Κυριακές και τις γιορτές. Για τον σκοπό αυτό έκτισε ανάμεσα στα δένδρα και δίπλα από το ποτάμι μια απλή κατασκευή, προμηθεύτηκε γραμμόφωνο, πρωτοποριακή κίνηση για την εποχή εκείνη, με το οποίο πρόσφερε και μουσική απόλαυση σε όσους απολάμβαναν τον καφέ, την γκαζόζα ή το τσίπουρο και τοποθέτησε τραπεζάκια με καρέκλες κάτω από τη σκιά των δένδρων. Μεγάλη προσέλευση κοινού είχε το κέντρο αυτό τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια, όταν η ατμόσφαιρα στην πόλη ήταν αφόρητη. Μην ξεχνάμε ότι καλοκαιρινές διακοπές και θαλάσσια μπάνια την εποχή εκείνη ήταν κάτι άγνωστο. Η δροσιά που πρόσφερε το ποτάμι και το πλούσιο πράσινο του χώρου, ανακούφιζε τους επισκέπτες, όπως το ίδιο συνέβαινε και με το εξοχικό κέντρο "Φάληρο", το οποίο βρισκόταν δυτικά από το σχολικό γυμναστήριο, περίπου στη διασταύρωση των σημερινών οδών Ηπείρου και Τζαβέλα, όπου υπήρχε μεγάλος χώρος με πλούσια βλάστηση. Στο κέντρο που έκτισε ο Ρωμύλος Αυδής του έδωσε την ονομασία «Αλκαζάρ», προφανώς επειδή, όπως είδαμε, είχε πάρει από χρόνια η περιοχή την ονομασία αυτή.
Ο Αυδής ήταν ένας έξυπνος επιχειρηματίας και δούλεψε το κέντρο με συνέπεια και φροντίδα για τους επισκέπτες του. Όμως η λειτουργία του δυστυχώς υπήρξε σύντομη, μόλις μία δεκαετία περίπου. Το 1925 πυρκαγιά από άγνωστη αιτία κατέστρεψε εντελώς το κτήριο με όλα τα εντός αυτού υπάρχοντα αντικείμενα. Μετά την καταστροφή αυτή δεν θέλησε να αναστηλώνει το κέντρο και έστρεψε τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του σε άλλο σημείο της πόλης. Προτίμησε να οργανώσει ένα άλλο εξοχικό κέντρο, το «Λούνα Πάρκ», στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα παλιά Σφαγεία. Για το παλιό καμένο κέντρο έδειξε ενδιαφέρον ένας άλλος επιχειρηματίας, ο Νέστορας Αναστασίου, ο οποίος πολύ σύντομα, στις 15 Απριλίου 1926, έκτισε ένα νέο κέντρο, μεγαλύτερο από το προηγούμενο με την ίδια ονομασία, αλλά διαφορετική αρχιτεκτονική μορφή[2].
-----------------------------------------------
[1]. Η οικογένεια Καρακίτη είχε και στη Λάρισα έναν κλάδο της. Ήταν ο γαιοκτήμονας, πολιτικός και επιχειρηματίας Κωνσταντίνος Φ. Καρακίτης ο οποίος κάποια στιγμή ίδρυσε και ιδιωτική Τράπεζα στη Λάρισα. Νυμφεύθηκε την Ελένη Γ. Τέτση, τη γνωστή με το ψευδώνυμο Rebelle, όταν δημοσίευε διάφορα άρθρα κοινωνικού και φεμινιστικού ενδιαφέροντος στην εφημερίδα "Μικρά" του Θρασύβουλου Μακρή. Εκτός της φιλίας δεν γνωρίζω αν συνέδεε τις αδελφές Κουτσίνα και συγγενικός δεσμός με την οικογένεια Καρακίτη.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Κέντρο Αλκαζάρ, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλα της 29ης Ιανουαρίου και της 5ης Φεβρουαρίου 2014. Του ιδίου, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-2014, Λάρισα (2016) σελ. 33-40.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Οικία Γερολυμάτου

ΕΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ ΚΤΙΣΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ


Οικία Γερολυμάτου
Οι μεταρρυθμίσεις (Tanzimat) του 1839 και κυρίως του 1856, που αναγκάσθηκε να εφαρμόσει η Οθωμανική αυτοκρατορία έπειτα από πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, επέτρεψαν στους χριστιανούς μεταξύ των άλλων να κτίσουν και αυτοί ιδιόκτητες κατοικίες.
Οι περισσότερες ήταν απλές, ισόγειες, στο κέντρο μιας αυλής με λουλούδια, δένδρα και πηγάδι, οι οποίες περιτριγυρίζονταν από παντού με ψηλό μαντρότοιχο που τους απομόνωνε από τον δρόμο ή από τις γειτονικές ιδιοκτησίες. Υπήρχαν όμως και μερικές διώροφες κατοικίες όπου στο ισόγειο αναπτύσσονταν διάφοροι βοηθητικοί χώροι, ενώ ο όροφος φιλοξενούσε τους χώρους κατοικίας και υποδοχής. Είχαν συνήθως κάτοψη ορθογώνια. Η τοιχοποιία των σπιτιών ήταν απλή. Χρησιμοποιούσαν πλίνθους και ξυλοδεσιές με την τεχνική του τσατμά. Τα δωμάτια στον όροφο καταλάμβαναν όλη την επιμήκη πλευρά στο πίσω μέρος του κτίσματος, ενώ στην μπροστινή τοποθετούσαν τον οντά, δηλαδή το δωμάτιο υποδοχής και φιλοξενίας, το οποίο διέθετε ευρύχωρους ανοικτούς και φωτεινούς χώρους. Κύριο χαρακτηριστικό του επάνω ορόφου ήταν τα ημιυπαίθρια χαγιάτια και οι ποικίλες αρχιτεκτονικές προεξοχές (τα σαχνισιά), κατασκευές με ελαφρά υλικά, αρθρωμένες πάνω σε κάθετους όγκους. Λίγα χρόνια πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας παρατηρήθηκε από μέρους των χριστιανών κατοίκων της Λάρισας μια οικοδομική έξαρση, με κατασκευές περιποιημένες και ευρύχωρες. Σαν παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε το αρχοντικό του Θεόδωρου Μαρκίδη[1] στη συνοικία Παράσχου, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Γρηγορίου Ε’ και Ροΐδου και σπίτια Λαρισαίων αστών της τουρκοκρατίας στον Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου), τα οποία κατεδαφίσθηκαν σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες, με πιο πρόσφατο το κτίσμα της οδού Ζαρμάνη 22.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε σε ένα από τα ελάχιστα κτίσματα, αν όχι το μοναδικό, που έχουν παραμείνει στη Λάρισα από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Βρίσκεται στην παλιά συνοικία Σουφλάρ (Σαράντα Μαρτύρων), επί της οδού Σεφέρη 39, στο ύψος της οδού Άρεως, περιτριγυρισμένη, στριμωγμένη θα έλεγα, από πανύψηλα κτίρια. Για ορισμένους μια «ανορθογραφία» μέσα στη σύγχρονη αρχιτεκτονική των πολυώροφων οικοδομών, για άλλους ένα απομεινάρι της παλαιάς πόλης που ευτυχείς συγκυρίες το διατήρησαν αλώβητο(;) Πρόκειται για μια απλή διώροφη κατοικία, συντηρημένη από τον Δήμο Λαρισαίων, στην ιδιοκτησία του οποίου περιήλθε το 1990. Πιστεύεται ότι είναι η παλαιότερη «εν ζωή» κατοικία της πόλεως.
Πότε ακριβώς κτίσθηκε δεν είναι γνωστό, ίσως γιατί δεν έχουν διασωθεί οι τίτλοι ιδιοκτησίας της. Τα αρχιτεκτονικά και δομικά στοιχεία παραπέμπουν την οικοδόμησή της στην προ του 1881 περίοδο και πρέπει να έχει ζωή περίπου 150 χρόνων. Ως πρώτος ιδιοκτήτης της φέρεται ο Θεόδωρος Κυρλής. Μετά απ’ αυτόν η κυριότητα πέρασε κληρονομικά στην κόρη του Χρυσή. Μετά τον θάνατο της τελευταίας το κτίσμα περιήλθε στα τρία ξαδέλφια της Αριστέα, Βασιλική και Γεράσιμο Γερολυμάτο. Τελικά ο Γεράσιμος, συμβολαιογράφος το επάγγελμα, μετά τον θάνατο των αδελφών του έγινε ο μοναδικός κληρονόμος. Στο σπίτι αυτό κατοικούσε για χρόνια η οικογένειά του. Τελευταίος ιδιοκτήτης ήταν η Ευφροσύνη Γερολυμάτου-Φατούρου μέχρι το 1990.
Το Υπουργείο Πολιτισμού με απόφασή του χαρακτήρισε στις 26 Μαρτίου 1982 το κτίσμα διατηρητέο και μάλιστα με την υπογραφή της Υπουργού Πολιτισμού την περίοδο εκείνη Μελίνας Μερκούρη. Το σκεπτικό της απόφασης περιείχε τα εξής: «Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο που παρουσιάζει αξιόλογο μορφολογικό ενδιαφέρον, με τη συμμετρική του πρόσοψη, τα δύο σαχνισιά στα άκρα του ορόφου, τα οποία στηρίζονται σε χαρακτηριστικά φουρούσια και είναι ένα από τα τελευταία δείγματα της αρχιτεκτονικής των ελληνικών σπιτιών που διατηρούσαν στη Λάρισα οι ευκατάστατοι έμποροι πριν από την προσάρτηση του 1881»[2]. Το Δημοτικό Συμβούλιο Λάρισας με την απόφαση 5/1990 ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση να περιέλθει το κτίριο στην κυριότητα του Δήμου λόγω της παλαιότητας και της ιδιάζουσας αρχιτεκτονικής. Ως αντάλλαγμα αποφασίσθηκε να δοθεί στην τελευταία ιδιοκτήτρια Ευφροσύνη Γερολυμάτου-Φατούρου οικόπεδο στη συνοικία της Νεάπολης. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να διατηρηθεί το κτίσμα, το οποίο στη συνέχεια συντηρήθηκε επιστημονικά από τη δημοτική αρχή, χωρίς όμως να δοθεί σε κάποια χρήση, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να εγκαταλειφθεί. Σήμερα έχει υποστεί σημαντικές φθορές, οι οποίες επιβάλλουν νέα συντήρηση, ώστε να δοθεί σε χρήση σε κάποιο πολιτιστικό σωματείο ή κάτι παρεμφερές.
Η κατασκευή της κατοικίας αυτής έγινε με παραδοσιακά υλικά, καθώς οι τοίχοι της ήταν κατασκευασμένοι από τσατμά, με ενδιάμεσες ξυλοδεσιές. Για ένα χρονικό διάστημα από την παντελή εγκατάλειψη η κατασκευαστική αυτή δομή είχε γίνει ορατή, γιατί είχαν απολεπισθεί τα εξωτερικά επιχρίσματα και φάνηκε το υλικό κατασκευής των τοίχων.
Όπως κατασκευαστικά έτσι και μορφολογικά, το κτίριο έχει άφθονα παραδοσιακά στοιχεία, αλλά διαφαίνεται σ’ αυτό και κάποια λαϊκή έκφραση του νεοκλασικισμού, ο οποίος μόλις αναδυόταν στην επαρχιακή Ελλάδα την εποχή εκείνη. Στο ισόγειο η τοιχοποιία είναι με πλιθιά (λάσπη με άχυρα, σχηματοποιημένα σε τούβλα). Στον όροφο η κατασκευή ήταν πιο ελαφριά από απόψεως πάχους, αλλά ήταν ενισχυμένη με και με ξύλινο σκελετό, ο οποίος συμπληρωνόταν από πλιθιά και επίχρισμα.
Αρχιτεκτονικά ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσοψη προς την οδό Σεφέρη. Προέχουν στον όροφο δύο σαχνισιά, υποστηριζόμενα με τρία ξύλινα φουρούσια το καθένα, συμμετρικά τοποθετημένα σε σχέση με το κεντρικό τμήμα της κατοικίας. Το μεσαίο τμήμα της πρόσοψης στον όροφο βρίσκεται σε εσοχή και εκτός από το κεντρικό παράθυρο, υπάρχουν στα πλάγια και δύο μικρά. Τα ανοίγματα (παράθυρα) όπως πάντα υπερέχουν αριθμητικά στον όροφο, είναι με ξύλινη κατασκευή και καλύπτονται με συμπαγή πατζούρια, τα οποία είναι τοποθετημένα εξωτερικά στην τοιχοποιία. Η στέγη είναι δίριχτη καλυμμένη με κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Στο κέντρο του ισόγειου βρίσκεται η παραδοσιακή ισχυρή ξύλινη πόρτα. Πάνω της αντί για υπέρθυρο ανοίχτηκε φωταγωγός, δηλ. ένα τετράγωνο παράθυρο προστατευμένο από σιδερένια κιγκλιδώματα, και δεξιά και αριστερά υπάρχει από ένα παράθυρο για τις ανάγκες φυσικού φωτισμού και εξαερισμού των δωματίων της πρόσοψης. Οι βοηθητικοί χώροι της κατοικίας βρίσκονται σε κάποιο βοηθητικό κτίσμα στο πίσω μέρος της αυλής.
Αυτό το σπίτι το τυλίγει σήμερα ένα πέπλο σιωπής και όταν το προσεγγίζεις καθώς είναι ακατοίκητο, αναζητάς κάποια ξεχασμένα ανοίγματα μέσα από τα κλειστά πορτοπαράθυρα, για να απλώσεις λαθραία τη ματιά σου στο εσωτερικό του, να παρατηρήσεις το ξύλινο κλιμακοστάσιο, τα σαθρά πατώματα, τα αποκολλημένα επιχρίσματα, τα σβηστά φώτα και να αναπλάσεις την οικογενειακή ζωή που ξετυλίχθηκε για χρόνια στους χώρους του.
Το αρχοντικό Γερολυμάτου αποτελεί σήμερα ένα θαυμάσιο και μοναδικό δείγμα οικογενειακής κατοικίας απλών ανθρώπων του χριστιανικού πληθυσμού της Λάρισας κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας και όπως φαίνεται οι μαστόροι δούλεψαν για την κατασκευή της με έμπνευση και καλή διάθεση[3].
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η ευκολία με την οποία η πόλη κατέστρεψε μεταπολεμικά τα κτίσματά της και ουσιαστικά την ίδια την ιστορία της. Η καταστροφή αυτή φαίνεται να ξεπερνάει ακόμα και τις συμφορές που της προξένησαν τα φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, πλημμύρες) και οι εχθρικοί βομβαρδισμοί. Τα οικοδομήματα που είχαν παραμείνει ήταν ελάχιστα και όσο περνούσε ο καιρός με διάφορα τεχνάσματα κατεδαφίζονταν. Έτσι καθώς κανείς περιδιαβαίνει την πόλη μας σήμερα, δεν έχει να θαυμάσει παρά μόνο τις πολυώροφες κατασκευές, κτισμένες η μία δίπλα στην άλλη, χωρίς ελεύθερους χώρους και πράσινο, στριμωγμένες σε έναν εναγκαλισμό αισθητικά αδιάφορο, χωρίς ομορφιά και αρχιτεκτονική έμπνευση, ώστε να χρειασθεί να κοντοσταθεί κάποιος, να τις περιεργασθεί και να τις θαυμάσει.
------------------------------------------------
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Παλιά σπίτια της Λάρισας που χάθηκαν. Το αρχοντικό του Θεόδωρου Μαρκίδη, εφ. "Ελευθερία", ένθετο "Πολιτισμός", φύλλο της 26ης Μαΐου 2006.
[2].Χατζηευθυμίου Δημήτρης, Πώς σώθηκε ένα κτίσμα του 1881, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 30ής Μαΐου 1994.
[3]. Αντωνούλη Α., Γιοβρή Ε., Ιωαννίδης Γ., Παπαδόπουλος Α., Αξιόλογα κτίσματα Λάρισας, ΤΕΕ/Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας, Λάρισα, (Ιούνιος 1994).

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΟΔΟΣ ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΒΙΚ

 
Η σημερινή οδός Παναγούλη (Στεφάνοβικ όπως ονομαζόταν κάποια περίοδο), η οποία ταλαιπωρήθηκε από πολλαπλές αλλαγές της ονομασίας της μέσα σε 100 χρόνια. Φωτογραφία από διαφημιστικό προεκλογικό φυλλάδιο του δημάρχου Μιχ. Σάπκα. 1933Η σημερινή οδός Παναγούλη (Στεφάνοβικ όπως ονομαζόταν κάποια περίοδο), η οποία ταλαιπωρήθηκε από πολλαπλές αλλαγές της ονομασίας της μέσα σε 100 χρόνια. Φωτογραφία από διαφημιστικό προεκλογικό φυλλάδιο του δημάρχου Μιχ. Σάπκα. 1933
Το 1933 προκηρύχθηκαν δημοτικές εκλογές για την 11η Φεβρουαρίου 1934.
Ο ήδη υπάρχων δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας έβαλε εκ νέου υποψηφιότητα, αλλά σ' αυτές είχε τώρα έναν ισχυρό αντίπαλο, τον δημοτικό σύμβουλο Στυλιανό Αστεριάδη ή Πατόφλα, προερχόμενο από την παράταξή του. Καθώς διέβλεπε ότι η επανεκλογή του για τρίτη συνεχή φορά θα ήταν δύσκολη, στις προεκλογικές ενέργειες πρόσθεσε τώρα και διάφορες διαφημιστικές ενέργειες για να προβάλλει το έργο που είχε συντελεσθεί στις δύο προηγούμενες θητείες του. Μία εξ αυτών ήταν να μοιράσει στους συμπολίτες του ειδικό φυλλάδιο 40 σελίδων. Ήταν το πρώτο προεκλογικό φυλλάδιο που είχε κυκλοφορήσει τοπικά στις δημοτικές εκλογές της Λάρισας από το 1881 μέχρι το 1933 και έχει εντοπισθεί. Πέραν από τον απολογισμό των έργων του κατά τις δύο προηγούμενες θητείες του, το ενδιαφέρον είναι ότι το φυλλάδιο αυτό έχει εμπλουτισθεί και με αρκετές φωτογραφίες από διάφορα σημεία της Λάρισας. Επιστράτευσε φωτογράφο, ο οποίος δεν αναφέρεται στο φυλλάδιο, αλλά πιστεύεται ότι είναι ο Παντελής Γκίνης, και το εκτύπωσε στο βιβλιοπωλείο-τυπογραφείο του Γεωργίου Βελώνη, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Ασκληπιού και Κύπρου, ακριβώς απέναντι από το Φαρμακείο του Στέφανου Κυλικά, όπου ο Σάπκας δεχόταν και τους ασθενείς του. Το φαρμακείο διατηρείται μέχρι και σήμερα και το διευθύνει ο εγγονός του Στέφανου Κυλικά, Δημήτριος.
Από τις πολλές φωτογραφίες του φυλλαδίου, ήδη έχουν δημοσιευθεί μερικές παλαιότερα και η σημερινή, η οποία συνοδεύει το κείμενο, απεικονίζει την αρχή της οδού Παναγούλη, η οποία την περίοδο εκείνη επίσημα ονομαζόταν Παύλου Στεφάνοβικ[1], αλλά ο κόσμος δεν το γνώριζε. Οι μετονομασίες οδών στην Ελλάδα ήταν ανέκαθεν πολύ συχνό φαινόμενο, όμως οι περισσότερες δύσκολα επικρατούσαν. Γνωρίζουν άραγε σήμερα οι Λαρισαίοι ότι η πλατεία Ταχυδρομείου επίσημα ονομάζεται Εθνάρχου Μακαρίου; Τα ονόματα των δρόμων μιας πόλης είναι σημεία διαρκούς συλλογικής μνήμης. Ουσιαστικά αποβλέπουν στην ίδια σκοπιμότητα όπως και τα διάφορα μνημεία που στήνονται για να τιμήσουν ιστορικά γεγονότα και επώνυμα άτομα και αποτελούν αναβίωση κάποιας εθνικής ή τοπικής μνήμης. Όσον αφορά στη μετονομασία μιας οδού, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που να την επιτρέπει. Στη χώρα μας βέβαια παρατηρούμε ότι οι δήμοι έχουν την τάση να αλλάζουν συχνά τα ονόματα των δρόμων και των πλατειών με διάφορες αφορμές. Αυτές οι συχνές αντικαταστάσεις των ονομάτων με νέα, καταλήγει τελικά να είναι και αποκαλυπτικές για τις επιλεκτικές διαθέσεις της συλλογικής μνήμης του Δημοτικού Συμβουλίου.
Ο δρόμος της σημερινής φωτογραφίας ονομαζόταν αρχικά οδός Αχιλλέως προς τιμήν του μυθικού ήρωα της περιοχής μας στον Τρωικό πόλεμο. Μετά τις νικηφόρες μάχες των Βαλκανικών πολέμων και τη δολοφονία του Γεωργίου Α’ ονομάσθηκε Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ενδιάμεσα το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας τη μετονόμασε σε Παύλου Στεφάνοβικ προς τιμήν του μεγάλου ευεργέτου όχι μόνον του ελληνισμού, αλλά και της περιοχής μας. Είναι γνωστά τα Στεφανοβίκεια κτήματα και το ομώνυμο χωριό, οι διάφορες δωρεές σε κεντρικούς ναούς της Λάρισας, στο Δημοτικό νοσοκομείο, σε σχολεία και απόρους και το αρχοντικό του στη γωνία των σημερινών οδών Παπακυριαζή και 28ης Οκτωβρίου. Επίσης μετονομάσθηκε και οδό πρίγκηπος Ανδρέου ονομασία η οποία δεν διατηρήθηκε. Μέχρι τη περίοδο της μεταπολίτευσης ήταν γνωστή ως Βασιλέως Κωνσταντίνου. Μετά το 1980 πήρε το σημερινό της όνομα Παναγούλη.
Η δημοσιευόμενη εικόνα δεν είναι τεχνικώς άρτια. Το 1933 τα τοπικά τυπογραφεία δεν είχαν προηγμένα μηχανήματα εκτύπωσης φωτογραφιών. Ούτε όμως και αισθητικώς είναι σπουδαία. Απεικονίζει τη σημερινή οδό Παναγούλη όπως ήταν το 1933. Η λήψη έγινε κοντά στη διασταύρωσή της με την οδό των Έξ (Κύπρου σήμερα) και ο φακός σκοπεύει την προς νότο πορεία του δρόμου. Η εικόνα δεν έχει να επιδείξει τίποτε σημαντικό εκτός από ένα τμήμα μεγάλου κτίσματος στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Το κτίριο αυτό είναι το παλιό "Ξενοδοχείον της Γαλλίας", το οποίο κάποια στιγμή προπολεμικά μετονομάσθηκε σε «Παλλάδιον». Βρισκόταν δίπλα από το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Κωνσταντινίδη.
Στην αρχική μορφή του σαν Ξενοδοχείο Γαλλίας επιχειρηματίας ήταν ο Νικόλαος Μουστάκας. Το 1931 το αγόρασαν δύο άτομα από το Συκούριο, οι Ιωάννης Κουλούντζος και Αθανάσιος Μέλιος, οι οποίο το ανακαίνισαν, το μετονόμασαν σε «Παλλάς» και το μετέτρεψαν σε πολυτελές ξενοδοχείο. Οι ιδιοκτήτες του το ενοικίασαν στον Πέτρο Ζαρκαλή, ο οποίος σύντομα μεταβίβασε την εκμετάλλευσή του στον Γεώργιο Σκένδρο και τους αδελφούς Τσούκαρη. Το 1964 περιήλθε στην ιδιοκτησία της Γεωργίας Σκένδρου-Κουλούτζου, ο σύζυγος της οποίας Σπύρος Σκένδρος ήταν αδελφός του Γεωργίου. Μετά από τέσσερα χρόνια, το 1968, κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κατασκευάσθηκε η σημερινή πολυώροφη οικοδομή.
--------------------------------------------
[1]. Ο Παύλος Στεφάνοβικ -Σκυλίτσης ήταν ένα από τα πολλά τέκνα του Ζαννή Στεφάνοβικ, Έλληνα τραπεζίτη με καταγωγή από τη Χίο, ιδρυτή του εμπορικού οίκου Στεφάνοβικ-Σκυλίτση στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος αναδείχθηκε ένας από τους ισχυρότερους οίκους της εποχής, με δράση από το Λονδίνο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
[2]. Ο πρίγκιπας Ανδρέας ήταν γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και αδελφός του διαδόχου Κωνσταντίνου. Το 1905 ήλθε στη Λάρισα για να υπηρετήσει στο Σύνταγμα Ιππικού που είχε έδρα την πόλη μας και αργότερα έγινε διοικητής του. Συνοδευόταν από τη γυναίκα του Αλίκη, η οποία ήταν πριγκίπισσα της Αγγλίας και αδελφή του λόρδου Μαουντμπάντεν. Για διαμονή τους επέλεξαν το ομορφότερο αρχοντικό της Λάρισας, του Κωνσταντίνου Σκαλιώρα. Ας σημειωθεί ότι ο Ανδρέας και η Αλίκη είναι οι γονείς του σημερινού βασιλικού συζύγου της Αγγλίας Φιλίππου.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com