Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

 ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

Τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε...

(Μνήμη Ντίνου Γεωργίου. Του «Ντινάκου» μας)

 
Τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε...

Κι εκεί που έχεις βαρεθεί τη ζωή σου ακούγοντας απ’ το πρωί ως το βράδυ για Κασσελάκηδες, Γεροβασίληδες και ΣΥΡΙΖΑϊκές διασπάσεις, πας ένα Ωδείο Λάρισας κι ακούς Μανώλη Μητσιά.

Και… φεύγεις. Αναχωρείς μια για πάντα για τη χώρα του ονείρου, τη χώρα της μουσικής… «Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή, στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις…».
Δημοτικό Ωδείο Λάρισας, Φεστιβάλ «Μουσικότροπο». Η αίθουσα είναι κατάμεστη από συμπολίτες που πήγαν να συναντήσουν τις αναμνήσεις τους. Τα φώτα χαμηλώνουν, τα κινητά μπαίνουν στο αθόρυβο. Και στη σκηνή ο Μανώλης Μητσιάς. Ένας ζωντανός μύθος του ελληνικού τραγουδιού.
«Τι να πούμε τι... Τι να τραγουδήσουμε…».
Από την πρώτη κιόλας στιγμή ο μεγάλος τραγουδιστής κερδίζει το κοινό του. Η φωνή βγαίνει αβίαστα. Δυνατή, βαθιά, μελωδική, φωνή καμπάνα, ναι, στα 77 του χρόνια είναι πάντα ο Μητσιάς που ξέραμε, οι προσδοκίες μας δικαιώνονται από τις πρώτες κιόλας στροφές. Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν παύεις να είσαι άνθρωπος φύσει μικροπρεπής και χαιρέκακος, κι όταν πας να ακούσεις έναν διάσημο καλλιτέχνη, πας με την κρυφή κι ανομολόγητη περιέργεια να δεις πώς τα πήγε στην αναμέτρησή του με τον χρόνο.
Κι ο Μητσιάς που βλέπουμε στη σκηνή είναι απλός, δωρικός, σεμνός σαν… ιεροψάλτης. Σαν να γύρισε ξανά πίσω, στο… ψαλτήρι του χωριού του, στη Χαλκιδική, απ’ όπου ξεκίνησε αυτή η σπουδαία φωνή, όπως θα διαβάσω στη βιογραφία του στη Wikipedia λίγο μετά.
Μητσιάς. Η γοητεία τού να μεγαλώνεις όμορφα, φυσικά, ήρεμα κι απλά. Χωρίς εντάσεις, χωρίς τις «αμαρτίες» της νύχτας, τσιγάρα, ποτά και ξενύχτια, χωρίς θυελλώδεις έρωτες, πάθη και εντάσεις. Ο Μητσιάς στη διαδρομή του δεν ήταν, ας πούμε, Βασίλης Καρράς. Δεν ήταν ο καλλιτέχνης που κουβαλάει στη σκηνή τις αμαρτίες του, την καψούρα του, τον νταλκά του. Δεν ανέβασε ποτέ στην πίστα τους παράνομους έρωτες, αυτούς που κάνουν τους άνδρες να πέφτουν στα πατώματα. Δεν είναι ο Διονυσίου που θα τον πάρεις παραμάσχαλα να πάτε να πιείτε «ουίσκια» και να κλάψεις μαζί του έναν οδυνηρό, σπαρακτικό χωρισμό, μπας και ξεχαστείς, μπας και ξαλαφρώσεις. Ο Μητσιάς ήταν και είναι αυτό που λένε ο τραγουδιστής της… «μεσαίας τάξης». Γιατί και η μεσαία αστική τάξη έχει δικαίωμα να εκφραστεί μέσα από τραγούδια. Να ερωτευθεί «στην Ελευσίνα μια φορά», να χωρίσει, αλλά με τρόπο πιο αξιοπρεπή, να περιμένει γυρισμούς και να «να σου ‘χει έτοιμη συγγνώμη», να μελαγχολήσει, καθώς «φθινοπώριασε και τ’ όνειρο ξεθώριασε».
Άκουγα τον Μανόλη Μητσιά να τραγουδά επί δύο ώρες ασταμάτητα στη σκηνή του Ωδείου, συνοδευόμενος από υπέροχους Λαρισαίους μουσικούς και μια καλοδουλεμένη χορωδία, και ένιωθα να μην μπορώ να πάρω ανάσα. Το ένα τραγούδι πιο καλό απ’ τ’ άλλο, με χτυπούσαν σαν κύματα και δεν μ’ αφήνανε να βγω από τη θάλασσα της μουσικής. Τραγουδάρες! Επιτυχίες που έχουν εγγραφεί για πάντα στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων σε μια διαδρομή μισού σχεδόν αιώνα. Κι εκεί αντιλαμβάνεσαι το τεράστιο εύρος της ελληνικής μουσικής και πόσο μεγάλο κεφάλαιο είναι για τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Χωρίς ίχνος σωβινισμού και διάθεση υπερβολής, πιστεύω πως η ελληνική μουσική του 20ού αιώνα είναι μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Και είμαστε στ’ αλήθεια τυχερές οι γενιές που μεγαλώσαμε με Μητσιάδες, Θεοδωράκηδες και Χατζηδάκηδες, που εκφραστήκαμε μέσα από τα τραγούδια συνθετών σαν τον Δήμο Μούτση, τον Ξαρχάκο, τον Μικρούτσικο, τον Λεοντή, τον Άκη Πάνου, τον Σπανό, τον Κηλαηδόνη, τον Σαββόπουλο και τόσους άλλους που μελοποίησαν στίχους τεράστιων, επίσης, ποιητών.
Κανένα νόημα δεν έχει να επιχειρήσεις συγκρίσεις με τη σημερινή ευτέλεια, τον σημερινό ξεπεσμό της μουσικής. Ότι πια δεν γράφονται καλά τραγούδια, που να μένουν στη μνήμη των ανθρώπων και να γίνονται κλασικά, είναι ένα φαινόμενο παγκόσμιο. Είναι πρόβλημα μιας εποχής που παράγει μόνο τεχνολογία, μα που έχει χάσει την ψυχή της. Σε λίγο -το αποκλείεις;- τα τραγούδια ίσως γράφονται από μηχανές με χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης. Τα χρόνια που μεσουρανούσε ο Μητσιάς και η γενιά του, ο κόσμος, ο πλανήτης όλος κυριαρχούταν από ιδέες, αξίες, ιδεολογίες, νέα αισθητικά ρεύματα. Ο κόσμος είχε ελπίδες προσδοκίες για κάτι καλύτερο. Είναι αυτές οι συνθήκες που γέννησαν στη Γαλλία καλλιτέχνες όπως η Πιάφ και ο Μοντάν, στην Αγγλία τους νεωτερικούς Μπιτλς και τον μυθικό Τομ Τζόουνς, ενώ η Αμερική γινόταν η παγκόσμια κοιτίδα του ροκ σ’ όλες του τις εκδοχές και σάρωνε ηχητικά, αισθητικά και πολιτιστικά όλον τον πλανήτη. Η σημερινή εποχή παράγει έναν διαφορετικό πολιτισμό. Οι μεγαλύτεροι δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε. Τον απορρίπτουμε, νοσταλγούμε και… σιγοτραγουδάμε μαζί με τον Μανώλη Μητσιά. «Τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε, μέσα στη βροχή σαν κεριά θα σβήσουμε…».
Απλός και σεμνός ο Μανώλης Μητσιάς συνομιλούσε προχθές με το κοινό του, αποκαλύπτοντας την ιστορία και το παρασκήνιο κάθε τραγουδιού. Να, αυτό μου το έδωσε ο Χατζηδάκης, το άλλο ο Θεοδωράκης, το τρίτο «ήταν να το πω εγώ, αλλά το δώσανε τελικά στον Μπιθικώτση». Το νόημα είναι πως εκείνα τα χρόνια, ένα φτωχόπαιδο απ’ τη Χαλκιδική, που σαν φοιτητής βρέθηκε να τραγουδάει σε μπουάτ της Θεσσαλονίκης για να μπορέσει να σπουδάσει, ανακαλύφτηκε από τους μεγαλύτερους συνθέτες της εποχής. Του εμπιστεύτηκαν τα διαμάντια τους κι εκείνος τα απογείωσε, έβαλε τη σφραγίδα του ανεξίτηλη. Το «σκάουτινγκ», το σύστημα ανίχνευσης ταλέντων της εποχής, λειτουργούσε κι έδινε ευκαιρίες. Καλλιτέχνης δεν διορίζεσαι με μέσον. Επιβάλλεσαι. Ανεβαίνεις στη σκηνή, λες καλημέρα σας, ήρθα και το κοινό υποκλίνεται. Ή… γιουχάρει. Αναλόγως. Είναι και η αποδοκιμασία μέρος του παιχνιδιού.
Κάπως έτσι κέρδισε η Ελλάδα μια μεγάλη φωνή. Και δεν γίνεται να σκεφτείς την ελληνική μουσική χωρίς τη μορφή του Μανώλη Μητσιά, χωρίς τη φωνή και τα τραγούδια του.
Δεν γίνεται να σκεφτείς το ελληνικό τραγούδι χωρίς να σιγοψιθυρίσεις τα δικά του τραγούδια.
Σ’ αυτά εδώ «τα κακοτράχαλα τα βουνά, με το σουράβλι και τον ζουρνά πάνω στην πέτρα την αγιασμένη, πάντα θα χορεύουμε παρέα με τον Νικηφόρο, τον Διγενή και τον γιο της Άννας της Κομνηνής…». Ο Μητσιάς θα κρατάει το μικρόφωνο κι εμείς από κάτω θα σιγοτραγουδάμε μαζί του με τα μάτια κλειστά.

ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η ομορφιά της λίθινης γέφυρας του Πηνειού


Η γέφυρα του Σαλαμβριά (Πηνειού). Χαρακτικό του Christopher Wordsworth. 1833Η γέφυρα του Σαλαμβριά (Πηνειού). Χαρακτικό του Christopher Wordsworth. 1833

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η Λάρισα κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν είχε να επιδείξει μέσα στον κεντρικό ιστό της πόλης κάτι ιδιαίτερο σε εντυπωσιακά κτίσματα.

Λόγω της σεισμογενούς θέσεως και των συχνών πλημμυρών, τα οικήματά της ήταν ισόγεια, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που αφορούσαν τα κονάκια των πλούσιων μπέηδων, τα οποία κατά κανόνα ήταν διώροφα. Για τον λόγο αυτόν οι διάφοροι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν το διάστημα αυτό τη Λάρισα απεικόνιζαν τον Πηνειό, το μόνο σημείο που είχε ομορφιά. Προτιμούσαν κυρίως την περιοχή όπου η όμορφη λίθινη γέφυρα ενώνει την πόλη με τον συνοικισμό του Πέρα Μαχαλά (Βλαχομαχαλάς και σήμερα συνοικία Ιπποκράτης) και μερικές φορές την περιοχή του σημερινού Γενικού Νοσοκομείου. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που έχουμε πολλά χαρακτικά και παλιές φωτογραφίες από τις περιοχές αυτές. Μία απ’ αυτές δημοσιεύουμε σήμερα.
Το χαρακτικό αυτό περιέχεται στο περιηγητικό βιβλίο του Άγγλου περιηγητή Christopher Wordsworth [1], ο οποίος επισκέφθηκε τη Λάρισα τον Μάιο του 1833, σε ηλικία 26 ετών. O Wordsworth (1807-1885) γεννήθηκε στο Lambeth της Αγγλίας. Σπούδασε διαδοχικά στο Winchester και στο Trinity College του Cambridge και αργότερα ακολούθησε τον ιερατικό κλάδο, όπου έφθασε μέχρι τον βαθμό του επισκόπου του Lincoln. Υπήρξε συγχρόνως συγγραφέας, αρχαιολόγος, ερευνητής και κλασικός φιλόλογος. Το συγγραφικό του έργο είναι σπουδαίο και διακρίνεται για τη σοβαρότητα και την καθαρή του σκέψη.
Καθώς ήταν ένθερμος Φιλέλληνας, το 1832-1833 ταξίδεψε στην Ελλάδα, με σκοπό να γνωρίσει τους σύγχρονούς του Έλληνες, να περιηγηθεί τους ιστορικούς τόπους της και να θαυμάσει από κοντά τις αρχαιότητες, για τις οποίες τόσα πολλά είχε διαβάσει από μικρός. Ταξίδεψε σε ολόκληρη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αττική. Στη Θεσσαλία βρέθηκε την άνοιξη του 1833 και στο οδοιπορικό του αφιέρωσε γι’ αυτήν ένα εκτεταμένο κεφάλαιο με εντυπώσεις, καθώς και άφθονες ξυλογραφίες. Για τη Λάρισα περιέλαβε στο βιβλίο τρεις ξυλογραφίες, οι οποίες απεικονίζουν τον Πηνειό σε τρία διαφορετικά σημεία της. Το χαρακτικό που δημοσιεύεται αποτυπώνει μια άποψη της δυτικής πλευράς της πόλης. Ο καλλιτέχνης στάθηκε στην αριστερή όχθη του Πηνειού, στην περιοχή λίγο βορειότερα από το σημερινό Κηποθέατρο και κοιτώντας προς τον νότο κατέγραψε ό,τι έβλεπε απ’ εκεί. Παρατηρώντας το χαρακτικό, με μια πρώτη ματιά το βλέμμα μας αιχμαλωτίζεται από την ομορφιά και τη χάρη της λίθινης γέφυρας, η οποία συνδέει τις όχθες του Πηνειού και αναδεικνύει την αρχιτεκτονική μαστοριά του τεχνίτη της. Στα ήρεμα νερά του ποταμού αντανακλούν τα άνισα τόξα της και έτσι η ομορφιά της διπλασιάζεται.
Το πότε οικοδομήθηκε η γέφυρα αυτή δεν είναι απόλυτα γνωστό. Ο Ερρίκος της Βαλανσιέν αναφέρει ότι το 1209 η διάβαση του Πηνειού στη Λάρισα γινόταν με ξύλινη γέφυρα και βάρκες [2]. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι κατασκευάστηκε επί Τουρκοκρατίας, την περίοδο που διοικητής της περιοχής ήταν ο Χασάν μπέης. Ήταν η πρώτη πέτρινη αμαξιτή γέφυρα που κατασκευάσθηκε στον θεσσαλικό χώρο [3]. Ο Χασάν μπέης ήταν γιος του Ομέρ μπέη και εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας το 1423, Τουρχάν μπέη. Ο συσχετισμός του μουσουλμανικού τεμένους που ανεγέρθηκε προς τιμήν του Χασάν μπέη δίπλα στη γέφυρα που έκτισε, είναι προφανής.
Η σπουδαία αυτή πέτρινη γέφυρα της Λάρισας ήταν από τις μεγαλύτερες και στατικά στερεότερες της χώρας. Είχε μήκος 120 μέτρα και πλάτος 4,5 μέτρα, ικανό να επιτρέπει έστω και με δυσκολία τη διασταύρωση δύο αμαξών. Εκτεινόταν επάνω σε εννέα τόξα. Το οδόστρωμά της είχε μια ελαφρά αμφικλινή κατασκευή, η κορύφωση της οποίας αντιστοιχούσε περίπου στο κέντρο της. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν και στα πλάγια το οδόστρωμα προστατευόταν με λίθινα στηθαία σε ύψος 80 εκατοστών περίπου. Τα στηθαία αυτά ήταν κατασκευασμένα από μεγάλες παχιές πλάκες, τοποθετημένες κάθετα. Η επιμελημένη κατασκευή που είχε η γέφυρα την κράτησε στερεή σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, μέχρι την περίοδο της κατοχής 1941-1944, όταν ανατινάχθηκε δύο φορές.
Αριστερά πάνω σε ύψωμα, προέχει η αυστηρή σιλουέτα του τεμένους του Χασάν μπέη, το οποίο στέκει σαν φρουρός που παρακολουθεί και ελέγχει κάθε διερχόμενο τη γέφυρα. Δεξιά η Μονή των Μεβλεβήδων, σε μια απλουστευμένη απεικόνιση της βόρειας πλευράς της, φαντάζει λιγότερο επιβλητική απ’ ό,τι σε άλλα χαρακτικά που γνωρίζουμε. Πίσω από τη γέφυρα, στο βάθος, διακρίνεται η περιοχή και το τζαμί του Acsaray, στην περιοχή του σημερινού Ακσαράι (Νεάπολη). Εκείνο, όμως, που ομορφαίνει την εικόνα είναι οι τρεις βάρκες, προφανώς ψαρόβαρκες, με τους ψαράδες να αλιεύουν στην πλούσια από ψάρια κοίτη του ποταμού.
Η απεικόνιση αυτής της πλευράς της Λάρισας από τον Wordsworth φαίνεται να είναι αντικειμενική. Τα οικοδομήματα είναι ως επί το πλείστον στη φυσική τους αποτύπωση, οι αναλογίες της γέφυρας πραγματικές, η κορύφωση του οδοστρώματος ήπια και η απόδοση της καθημερινής ζωής των κατοίκων στις όχθες του Πηνειού ρεαλιστική. Όλα αυτά τα προτερήματά της την έχουν κατατάξει στη δημοφιλέστερη χαλκογραφία της Λάρισας για την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας, γιατί συνδυάζει την ομορφιά και τη γαλήνη του τοπίου με τη ζωντάνια της καθημερινής απασχόλησης των κατοίκων της.

 

[1].Greece. Pictorial, Descriptive & Historical by Christopher Wordsworth D. D. London, M.DCCC.XXXIX (=1839).
[2]. Ερρίκος της Βαλανσιέν, Η ιστορία του αυτοκράτορα Ερρίκου της Κωνσταντινούπολης (συνέχεια του χρονικού του Βιλλαρδουίνου), μετ. Κώστας Αντύπας, Αθήνα (1989), σελ. 110.
[3]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την τουρκοκρατία (1423-1821), Κατερίνη (2007), τόμ. Β’, σελ. 543-550.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

 Το Σχόλιο της Δευτέρας


Το Σχόλιο της Δευτέρας

Η χαμένη ευκαιρία του Βλαδίμηρου Πούτιν

Ααα, όχι, δεν θα μας κάνει πλάκα η ζωή, πλάκα θα της κάνουμε εμείς. Συνεπώς, δεν θα μπούμε σε καμιά διαδικασία να κατηγορήσουμε τον Πούτιν πως δήθεν έφαγε τον Ρώσο αντικαθεστωτικό Αλεξέι Ναβάλνι.

Οκ, τον έφαγε, σιγά το νέο. Έτσι κι αλλιώς στη Ρωσία καθαρίζουν πολιτικούς αντιπάλους από τότε που ο Ιβάν ο Γ΄ο Μέγας τους έκανε κράτος, (1500 μ.Χ.) για να αναλάβει μετά το μαγαζί και να συνεχίσει το «θεάρεστο» έργο του ο γιος του, ο Ιβάν ο Δ’ ο Τρομερός, οπότε κι αναστέναξε το ...λεπίδι. Να φανταστείς ότι ο τελευταίος έσφαξε στο ...γόνατο (στην κυριολεξία όμως, όχι χάριν λόγου) τον γιο και διάδοχό του που τόλμησε να τού κάνει κριτική, έκοψε κάμποσες γλώσσες ευγενών για διάφορους λόγους και αιτίες (φήμες κάνουν λόγο για τρεις χιλιάδες ...κομμάτια), ενώ έμεινε ...τρεις φορές χήρος (καταλαβαίνεις τώρα εσύ από τι απόθαναν ...οι καημένες οι γυναικούλες).
Οπότε, παίδες μου αγαπημένοι, χαλαρώστε. Τη ...«δουλειά» θα την αναλάβει ξανά το ...«Χόλιγουντ», που σε μερικούς μήνες θα μας χαρίσει μια ακόμη ταινία δράσης και κατασκοπείας, με Ρώσους πράκτορες της KGB (που σήμερα τη λένε FSB) να δηλητηριάζουν τον Ναβάλνι και ...η συνέχεια επί της οθόνης. Κι εμείς, τον ερχόμενο χειμώνα, βυθισμένοι στις ζεστές βελούδινες πολυθρόνες του Σινέ – Βικτώρια, με ποπ κορν και κόκα κόλα, θα απολαμβάνουμε μία ακόμη δολοφονία made by Vladimir και θα «φτιαχνόμαστε» ομαδικώς.
Διότι το ξέρω καλά, υπάρχει πολύς κόσμος σαν και μένα που τρελαίνεται να βλέπει ταινίες με «σκοτεινούς» Ρώσους κατασκόπους, οι οποίοι στο τέλος «την τρώνε» (κατά Τζάκρη «την πίνουνε») από τους δικούς μας, τα δυτικά πρακτόρια της CIA, που άλλο δεν έχουν στο μυαλό τους παρά πώς να σώσουν την ανθρωπότητα από ποικιλώνυμους κινδύνους, τον εξής έναν, τους πρώην κομμουνιστές. Ναι, ρε φίλε. Είμαστε Δύση και γουστάρουμε! Sweet home Alabama, και Viva Alamo !
Οι σημερινοί κριτικοί κινηματογράφου, βέβαια, περιφρονούν αυτού του τύπου τις ταινίες. Τις θεωρούν κοινότυπες, στερούμενες φαντασίας με επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Διότι, τι θα γίνει παιδιά; Κάθε φορά που ο Πούτιν και οι δικοί του θα ξεπαστρεύουν αντικαθεστωτικούς εμείς θα κάνουμε ταινίες; Δεν λέει. Δηλαδή ...δεν πουλάνε πια, δεν κόβουν εισιτήρια είναι déjàvu. Ναβάλνι χτες, Πριγκόζιν πρόσφατα (αεροπορικόν ατύχημα κύριε), Λιτβινένκο το 2006 (δηλητηρίασις από σπάνιο ραδιενεργό υλικό), Νεμτσόφ το 2015 (αυτόν τον έφαγαν μπαμπέσικα με τέσσερις «μπάλες» στην πλάτη), Μπερεζόφσκι το 2013, που βρέθηκε κρεμασμένος στο μπάνιο του (τι να κάνουμε, είχε ψυχολογικά προβλήματα ο τύπος). Και αναφέρομαι σ’ αυτούς που μάθαμε. Διότι αν πιάσουμε και τους αντικαθεστωτικούς β’ και γ’ διαλογής που έχουν φαγωθεί στο παρασκήνιο, θα μετράμε μέχρι του Αγίου Παντελεήμονος!
Μπορεί να το πεις και τραγικό, αλλά έτσι ήταν πάντοτε τα ήθη στη Ρωσία, αποδεικνύεται από την ιστορία. Ο Πούτιν δεν είναι παρά ένας ακόμη ανασφαλής Ρώσος ηγεμόνας σε μια χώρα που διοικούταν παραδοσιακά με τον βούρδουλα και που πολλούς ηγέτες της τους έτρωγε το μαύρο το σκοτάδι. Οι τσάροι, πρώτοι διδάξαντες, κράτησαν τετρακόσια χρόνια τον ρώσικο λαό στην αμάθεια, την πείνα, την καταπίεση, την υποτέλεια. Κι αν αυτοί δικαιολογούνταν λόγω εποχής -καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη μόνο δεσποτικά και φεουδαρχικά καθεστώτα συναντάμε- πώς να δικαιολογήσεις τους διαδόχους τους, που ήρθαν – υποτίθεται- να απελευθερώσουν τον βασανισμένο αυτό λαό από την τσαρική τυραννία;
Σοβιέτ, δικτατορία του προλεταριάτου, Λένιν, Στάλιν, ο ίδιος πάντα αυταρχισμός – εν ονόματι του λαού αυτή τη φορά! Πείνα ξανά, βούρδουλας ξανά, δολοφονίες, διαφθορά, άγρια καταπίεση, ρουφιανιλίκι, και διώξεις πολιτικών αντιπάλων. Πάς αντιφρονών αποστέλλεται στα περίφημα «γκουλάγκ», τα τρομερά εκείνα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία που έχει περιγράψει και ο Σολζενίτσιν. Και σαν έπεσαν οι Σοβιετικοί, τι άλλαξε; Ο Πούτιν, που για τα δυτικά μέτρα είναι ένας ακόμη δικτάτορας, είχε κλείσει τον Ναβάλνι στην (αντιγράφω) «διορθωτική αποικία FKU IK-3, στο χωριό Χαρπ στη ρωσική Αρκτική». Ποια η διαφορά αλήθεια με τα σοβιετικά γκουλάγκ;
Ο αντίλογος βέβαια των πάμπολλων θαυμαστών του Πούτιν είναι πως, μια τόσο αχανής χώρα, με μια τέτοια πανσπερμία λαών θέλει ένα στιβαρό χέρι να την κυβερνήσει, διαφορετικά πάει για φούντο. Όταν, λένε, ο Γιούρι Αντρόπωφ, ο τελευταίος σοβιετικός ηγέτης θέλησε να επαναφέρει τη Δημοκρατία, η χώρα έφτασε στα πρόθυρα της διάλυσης και του εμφυλίου. Και αν δεν ήταν ο Πούτιν να συγκρατήσει την κατάσταση ...«αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που χάνεις...».
Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, που λέει και ο Πιραντέλο. Το λάθος του Πούτιν είναι πως δεν έχει αντιληφθεί ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Ο Ρώσος Πρόεδρος έχει καταλήξει να είναι ένας ακόμη Ρώσος ηγεμόνας που απλώς αναπαράγει το μοντέλο της σιδηράς διακυβέρνησης ενός λαού που δεν έμαθε ποτέ να αντιδράει. Τι θα γίνει όμως μετά από αυτόν; Ποιος εγγυάται ότι θα βρίσκονται πάντα ηγέτες ικανοί να διοικούν με σιδερένια πυγμή, με δολοφονίες αντιπάλων και αδιέξοδους πολέμους όπως αυτός της Ουκρανίας; Ποιος εγγυάται ότι ο «αποχαυνωμένος» ρώσικος λαός δεν θα ξυπνήσει κάποτε, δεν θα «μασάει» την προπαγάνδα τους και δεν θα ξεσηκωθεί βιαίως παρασέρνοντας τα πάντα;
Ο Πούτιν έχασε την ευκαιρία να γίνει ο πρώτος πραγματικός ηγέτης της Ρωσίας. Χρόνια στο τιμόνι, πανίσχυρος στο εσωτερικό, είχε τη δυνατότητα να δρομολογήσει μια πορεία δυτικού τύπου για τη Ρωσία, με πραγματική δημοκρατία και κοινοβουλευτισμό, με ελευθερίες για τον λαό, γεγονός που θα θωράκιζε τη μεγάλη χώρα του.
Σήμερα τι είναι; Ένας φοβικός ηγέτης, γαντζωμένος στην εξουσία, που εκκαθαρίζει τους αντιπάλους του για να σωθεί. Αλλά ως πότε; Και τι παράδοξο, τι τραγικό οι ηγέτες, τυφλωμένοι, να μην βλέπουν καν αυτό που βλέπουν όλοι οι υπόλοιποι!
Στην πραγματικότητα ο Πούτιν δεν σκοτώνει τους διάφορους Ναβάλνι. Το μέλλον της Ρωσίας σκοτώνει. Η ιστορία τον περιμένει κι αυτόν στη γωνία...

ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το προπολεμικό κτίριο των Δικαστηρίων

Ένα κτίσμα της Λάρισας πολλαπλών χρήσεων


Το κτίριο όπως ήταν το 1886 και λειτουργούσε ως νοσοκομείο.  Εφ. «Άστυ», Αθήναι, φύλλο της 22/06/1886.Το κτίριο όπως ήταν το 1886 και λειτουργούσε ως νοσοκομείο. Εφ. «Άστυ», Αθήναι, φύλλο της 22/06/1886.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου, nikapap@hotmail.com

Το εντυπωσιακό κτίριο στο σημερινό μας κείμενο απεικονίζει ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα κτίσματα που υπήρχαν στη Λάρισα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος.

Έχει μεγάλη ιστορία, στέγασε κατά διαστήματα διάφορες υπηρεσίες και κατά την σεισμό του 1941 σχεδόν ισοπεδώθηκε. Βρισκόταν στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, εκεί όπου σήμερα υψώνεται το Δικαστικό Μέγαρο.
Το κτίριο αυτό έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Άρχισε να κτίζεται το 1873 επί τουρκοκρατίας σε χώρο ο οποίος ανήκε αρχικά στον Τούρκο Οσμάν Εφέντη μπέη και αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Νετζίπ μπέη που ήταν πεθερός του Σελήμ πασά, διοικητή της Θεσσαλίας. Ο Επαμ. Φαρμακίδης στο βιβλίο του για τη Λάρισα αναφέρει ότι το κονάκι αυτό του Νετζίπ μπέη, με τη συνδρομή της γυναίκας του, της Νετζίπ μπέϊνας, ήταν ανοικτό και φιλόξενο σε όλους [1]. Από την τελευταία το απέκτησε η Χριστιανική Κοινότητα της Λάρισας. Με πρωτοβουλία του μητροπολίτου Ιωακείμ Κρουσουλούδη (1870-1875) αποφασίστηκε η κατασκευή στον χώρο αυτό κτιρίου με προορισμό να στεγάσει το Γυμνάσιο της Λάρισας που έλειπε [2]. Με γενναιόδωρες εισφορές των μελών της Κοινότητας ξεκίνησε η ανέγερση, όμως η δαπάνη κατασκευής του δεν προϋπολογίστηκε καλά και το 1878 το κτίριο έμεινε ημιτελές. Ευθύς μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλεως, «…εις εφαρμογήν της υπ’ αριθμ. 1135/1881 διαταγής της Βασιλικής Νομαρχίας Λαρίσης, παραχωρείται εις το Δημόσιον το ημιτελές Διδακτήριον της ενταύθα Χριστιανικής Κοινότητος, όπερ είχεν προορισθεί δια Γυμνάσιον. Ο Δήμος Λαρίσης, όστις αντιπροσωπεύει την παλαιάν Κοινότητα εψηφίσατο την παραχώρησιν, όπως γίνει χρήσις αυτής προς ωφέλειαν των κατοίκων. Εψηφίσατο άμα και τον διορισμόν Εφορευτικής Επιτροπείας εκ των Χρ. Γεωργιάδου, Αριστ. Αλέκου και Βασιλείου Αργυροπούλου» [3]. Μόλις το κτίριο περιήλθε στο Δημόσιο η Ελληνική κυβέρνηση το ολοκλήρωσε σύντομα και σ’ αυτό στεγάσθηκε το Διδασκαλείο, σχολή επιπέδου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, από το οποίο αποφοιτούσαν δάσκαλοι. Τα επίσημα εγκαίνια του κτιρίου έγιναν στις 10 Οκτωβρίου 1882 και λειτούργησε μέχρι το 1907. Δυστυχώς όμως για διάφορους λόγους το Διδασκαλείο για δύο περιόδους (1885-1891 και 1897-1899) δεν λειτούργησε.
Στα διαστήματα αυτά χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Στην πρώτη διακοπή (1885-1891) φιλοξένησε τραυματίες από συνοριακές συμπλοκές τον Μάιο του 1886 στην περιοχή της Μελούνας κατά τη διάρκεια της οποίας πυρπολήθηκε από τους Έλληνες ο τουρκικός συνοριακός σταθμός και της Κούτρας στο Ζάρκο Τρικάλων, όπου φονεύθηκε ο αξιωματικός Λώρης Κωνσταντίνος, ενώ στη δεύτερη διακοπή (1897-1898) νοσηλεύονταν Τούρκοι στρατιώτες κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και της προσωρινής τουρκικής κατοχής.
Στις 7 Ιανουαρίου 1905 έπληξε τη Λάρισα σεισμός, ο οποίος επέφερε καταστροφές στο κτίριο του Διδασκαλείου. Μια βδομάδα αργότερα μεγάλη πυρκαγιά κατέκαψε ολοσχερώς τα Δικαστήρια που στεγάζονταν στο παλιό τουρκικό Διοικητήριο της Πλατείας. Έπειτα απ’ αυτά ο Δήμος αποκατέστησε τις βλάβες στο Διδασκαλείο και αποφασίσθηκε να στεγασθούν προσωρινά σ’ αυτό ορισμένες δικαστικές υπηρεσίες που είχαν μείνει ανέστιες, μέχρι την κατασκευή νέου κτιρίου. Τελικά όμως τα Δικαστήρια παρέμειναν στο κτίριο αυτό μέχρι τον μεγάλο σεισμό του 1941 κατά τον οποίο, όπως αναφέρθηκε, σχεδόν ισοπεδώθηκε.
Το κτίριο των Δικαστηρίων αρχιτεκτονικά αποτελούνταν από τρία επιμήκη ισόγεια κτίσματα με ημιυπόγειο, εκ των οποίων το μήκος του μεσαίου ήταν μικρότερο των δύο άλλων. Τα τρία κτίσματα τα χώριζαν δύο στενοί διάδρομοι. Η τοιχοποιία ήταν πέτρινη και κάθε κτίριο καλυπτόταν από δίριχτη στέγη με κεραμίδια. Η είσοδος του Διδασκαλείου, όπως αναφέρει στις αναμνήσεις του ο παλιός πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Τάκης Ιατρού, ήταν από την πλευρά της οδού Παπακυριαζή, αργότερα όμως, όταν αναπτύχθηκε η Κεντρική πλατεία Θέμιδος, η κύρια είσοδος έβλεπε προς αυτήν. Αρχιτέκτονας ήταν ο ίδιος που έκτισε και το Τουρκικό Διοικητήριο , ο Στυλ. Βουκαδόρος από τη Ζάκυνθο. Η μορφή του είχε νεοκλασικά στοιχεία, με κυριότερα τα τριγωνικά αετώματα στις απολήξεις των νότιων επί της Παπακυριαζή και των βόρειων επί της Πλατείας επιφανειών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 τα Δικαστήρια ήταν ένα γερασμένο κτίριο, με μικρά δωμάτια, κατεστραμμένα ξύλινα δάπεδα και κουφώματα. Την εποχή αυτή ξεκίνησαν προσπάθειες ανέγερσης νέου κτιρίου Δικαστηρίων στην Πλατεία Ταχυδρομείου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κτίριο Κατσίγρα της Ιατρικής Σχολής, ενώ εκεί που βρίσκεται το Δικαστικό Μέγαρο ο χώρος προοριζόταν για την ανέγερση Διοικητηρίου. Όμως τα σχέδια έμειναν στα χαρτιά και οι προσπάθειες ματαιώθηκαν γιατί εν τω μεταξύ προέκυψε η δικτατορία Μεταξά και τον Οκτώβριο του 1940 η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο.
Μετά τον σεισμό του 1941 και την καταστροφή των Δικαστηρίων, οι υπηρεσίες του αναγκαστικά διασκορπίστηκαν σε διάφορα κτίρια της πόλης, όσα επέζησαν από τις συμφορές. Μεταπολεμικά το οικόπεδο των Δικαστηρίων είχε γεμίσει με πρόχειρα ξύλινα παραπήγματα και στρατιωτικά τολς (κυματοειδείς τοξοειδείς σιδερένιες κατασκευές) που στέγαζαν προσκόπους και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες. Εν τω μεταξύ άρχισαν οι πιέσεις στην κεντρική εξουσία για την κατασκευή νέου Δικαστικού Μεγάρου στη θέση του παλαιού. Έπειτα από μια εικοσαετία προσπαθειών στις 30 Οκτωβρίου 1966 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος και στις 29 Ιουνίου 1972 εγκαινιάστηκε το σημερινό Δικαστικό Μέγαρο.
———————————————————
[1]. Στο λουτρό του σπιτιού της Νετζίπ μπέϊνας είχε εντοπίσει το 1857 ο ιατρός Σπυρίδων Σαμαρτζίδης το κάλυμμα της σαρκοφάγου από τον υποτιθέμενο τάφο του Ιπποκράτη. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Σπυρίδων και Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου. Το ζευγάρι που ανακίνησε το θέμα του τάφου του Ιπποκράτη. Ιχνηλατώντας-Δ΄ (2017) σελ. 197-200.
[2]. Την περίοδο εκείνη η Λάρισα είχε τη δυνατότητα να προσφέρει γραμματικές γνώσεις μόνο μέχρι επιπέδου Ελληνικού Σχολείου. Όποιος μαθητής ήθελε να ακολουθήσει γυμνασιακές σπουδές ήταν αναγκασμένος να μετακομίζει στην Αθήνα και κυρίως στη Βαρβάκειο Σχολή ή στη Λαμία.
[3]. Από τα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης.

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

 Εικόνες από το χθες


Εικόνες από το χθες

Από την Κωνσταντίνα Κότση,
μέλος της ΕΛΟΣΥΛ
και μέλος της Ένωσης
Ελλήνων Λογοτεχνών

Θα πάμε στην πόλη μου, κι έπειτα στη γειτονιά μου, εκεί όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια, μετά τα εφηβικά και στη συνέχεια στα ώριμα, τα πιο σκεπτόμενα, τα πιο δημιουργικά, έφυγα μακριά της.

Τα παιδικά είναι τα καλύτερα για όλους μας, είναι βέβαιο, είχαν ανεμελιά, αθωότητα κι όλα φάνταζαν όμορφα, φωτεινά, αγνά. Μπρος στα παιδικά μάτια, την καθαρότητα της ψυχής, όλα ξεπροβάλλουν ασύλληπτα ωραία.
Κι όπως γυρίζω σε εκείνα τα χρόνια, έρχονται οι αναμνήσεις θύμησες για να με πάνε πάλι πίσω στην αγαπημένη μου γειτονιά, στον περίγυρο αυτής. Έχω αναφερθεί άπειρες φορές γράφοντας, εφόσον πάντα είναι και θα είναι στη σκέψη μου, μα και στην καρδιά μου.
Νομίζω πως για όλους μας ισχύει αυτή η αναπόληση, αυτό το γύρισμα της πρώτης νιότης να μείνει ανεξίτηλο. Στη συνέχεια ο άνθρωπος φθάνοντας σε ηλικία όπου της ζωής του ο χρόνος λιγοστεύει, επιθυμεί να γυρίσει πίσω στις ρίζες του, όπου κι αν βρίσκεται, εκεί που τον δένουν τόσα πολλά, ο νους του τρέχει στον τόπο του, όπου έζησε και μεγάλωσε, να βρεθεί και πάλι στο πατρικό του σπίτι, να ακούσει τις φωνές των παιδικών του φίλων να τρέξει μαζί τους στις αλάνες παίζοντας όλα εκείνα τα παιχνίδια της παλιάς εποχής, που τώρα έχουν ξεχαστεί απ’ τα ηλεκτρονικά με τις οθόνες τους, να παίζεις μόνος, δίχως ανθρώπινη συντροφιά, απομονωμένος. Είναι μεγάλο το θέμα της απομάκρυνσης, της αποξένωσης των ανθρώπων, η επαφή μέσω των ηλεκτρονικών υπολογιστών (των κομπιούτερ) με απασχολεί ιδιαίτερα, με προβληματίζει.
Ας τ’ αφήσουμε αγαπητοί μου αναγνώστες αυτό το θέμα για να επιστρέψουμε και πάλι διά μέσω της μνήμης μου, που διαπιστώνω πως διατηρείται ευτυχώς ζωηρή κι ανεξίτηλη, να βρεθούμε στη μικρή αγορά, στα διάφορα καταστήματα που υπήρχαν και υπάρχουν στη γειτονιά μου. Σήμερα, βέβαια, με διαφορετικούς ιδιοκτήτες. Σε μικρή απόσταση το ένα απ’ το άλλο έβρισκες αρτοποιείο, παντοπωλείο (μπακάλικο), καθαριστήριο, κρεοπωλείο, ψαράδικο, τα βασικά.
Εκεί δίπλα στο περίπτερο στην άκρη του δρόμου ήταν κι η γνωστή ταβέρνα «ΨΑΘΑ», συγκέντρωνε πλούσια πελατεία, η εξαιρετική κουζίνα της και ο όμορφος διακοσμημένος χώρος της.
Ανάμεσα σε εκείνα, λοιπόν, υπήρχε κι ένα γαλακτοζαχαροπλαστείο. Σ’ αυτό θα σταθούμε, θα περάσουμε μέσα για να μας υποδεχθεί ο ιδιοκτήτης του, ένας άνθρωπος μικροκαμωμένος, με την ποδιά ζωσμένη γύρω στη μέση του, γρήγορος στις κινήσεις του κι άλλο τόσο γρήγορος στην ομιλία του, πρόθυμος και εξυπηρετικός. Ύστερα θα περάσει στο πίσω μέρος του μαγαζιού, όπου ήταν το εργαστήριό του.
Να κατασκευάσει όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα με γάλα δικής του παραγωγής.
Βλάχος στην καταγωγή του, γεννημένος σ’ ένα ορεινό χωριό πάνω ψηλά μέσα στα έλατα και στον βουνίσιο καθαρό αέρα, κατέβηκε στην πόλη κι άνοιξε δική του επιχείρηση. Κι όπως ήταν έτσι, αεικίνητος, εργατικός, ακούραστος, πήγε μπροστά.
Όλα τα προϊόντα που πούλαγε περνούσαν από τα χέρια του. Τυρί, γιαούρτι, βούτυρο άσπρο το καλό.
Γλυκά διάφορα στις βιτρίνες με τα πιο αγνά υλικά, μοσχομύριζε όλος ο χώρος, σε ταξίδευε σε στάνες, στρούγκες και βλάχικους καταυλισμούς.
Στο γαλακτοζαχαροπλαστείο υπήρχαν και μικρά τραπεζάκια με μαρμάρινη επιφάνεια να καθίσεις να γευθείς, να παραγγείλεις ό,τι ήθελες. Να πάρεις και το πρωινό σου, μέλι με βούτυρο στο ψωμί και ζεστό γάλα.
Τυρί, γάλα, γιαούρτι, ολόφρεσκα γλυκά, εκεί πήγαιναν οι γονείς μου να αγοράσουν. Θα πάμε στον «Βλάχο», έτσι τον αποκαλούσαμε, σπάνια με το όνομά του. Κι ήταν εγγύηση για όλη τη γειτονιά. Και πάλι, τονίζω, πόσο θαύμαζα αυτόν τον λεπτοκαμωμένο εργατικό, τίμιο άνθρωπο, τον «Βλάχο». Κι όλα αυτά που παρήγαγε μόνος του, έχοντας πάντα στο πλάι του και τη γυναίκα του, πολύτιμη βοηθός του. Θα μου μείνουν αξέχαστα τα γλυκά του, κρέμες, ρυζόγαλο, γιαούρτι εξαιρετικά αγνών υλικών.
Στάθηκα ιδιαίτερα στη θύμησή του με συγκίνηση (εφόσον δεν είναι πια στη ζωή), κι έπειτα από τόσα χρόνια, σαν τον βλέπω να προβάλλει μπρος στα μάτια μου σαν να ‘ναι χθες.
Τελειώνοντας κι αυτό το αφήγημά μου γύρω από πρόσωπα και γεγονότα, πάντα με επίκεντρο τη γειτονιά μου, θα αναφερθώ και πάλι με ευλάβεια στον μεγαλοπρεπή ναό της Παναγίας, που δεσπόζει στη μεγάλη συνοικία των Αμπελοκήπων και βρίσκεται στην καρδιά αυτής. Την ευλογία, τη χάρη Της αποζητούν όχι μόνο οι κάτοικοί της, αλλά κι οι αμέτρητοι προσκυνητές που κατακλύζουν τον ναό της μέρες των εορτών της και όχι μόνον. Πανηγυρίζει πολλές φορές τον χρόνο κι είμαστε όλοι παρόντες στη χάρη Της.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο… Θεόφιλος της Λάρισας

Ο ΛΑΪΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΑΝΤΟΛΦΗΣ


Ο βοσκός και η βοσκοπούλα. Αποτοιχισμένο και συντηρημένο έργο του Μιχάλη Παντόλφη.  1934. Συλλογή του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας.Ο βοσκός και η βοσκοπούλα. Αποτοιχισμένο και συντηρημένο έργο του Μιχάλη Παντόλφη. 1934. Συλλογή του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πριν τρία χρόνια τέτοια εποχή (29 Ιανουαρίου 2021) επέστρεψαν στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας τα αποτοιχισμένα έργα του λαϊκού ζωγράφου της Λάρισας Μιχαήλ Παντόλφη από την Εφορία Νεωτέρων Μνημείων του Βόλου.

Ορισμένα απ’ αυτά ήταν συντηρημένα, ενώ άλλα βρίσκονταν σε αναμονή για συντήρηση. Την ημέρα εκείνη έγινε μια σεμνή τελετή παράδοσης, παρουσία του βουλευτού Μάξιμου Χαρακόπουλου, του τότε δημάρχου Απόστολου Καλογιάννη, της διευθύντριας του Διαχρονικού Μουσείου Σταυρούλας Σδρόλια και μερικών φιλότεχνων. Είχε προηγηθεί συστηματική ενημέρωση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη από τον βουλευτή Μάξιμο Χαρακόπουλο για την ανάγκη επιστροφής των έργων αυτών, η οποία τελικά στέφθηκε από επιτυχία. Ήδη το ειδικό τμήμα του Διαχρονικού Μουσείου έχει προχωρήσει αρκετά στην ολοκλήρωση του έργου της συντήρησής τους, με προοπτική να γίνει μελλοντικά μια μεγάλη έκθεση όλων των τοιχογραφιών τα οποία διασώθηκαν από την κατεδάφιση της Δημοτικής Αγοράς.
Η Φωτοθήκη Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας έχει έλθει επανειλημμένως σε επαφή με τους κατιόντες συγγενείς του λαϊκού ζωγράφου, έχει ενημερωθεί για το ζωγραφικό έργο του Μιχάλη Παντόλφη και των απογόνων του, οι οποίοι είναι και εκείνοι ζωγράφοι, η δε δισέγγονη του, Αγγελική, ζωγράφος και η ίδια, είναι στενή φίλη της Φωτοθήκης.
Για τον ζωγράφο Μιχάλη Παντόλφη έχουμε γράψει και άλλες φορές από τις στήλες της εφημερίδας [1]. Όπως δείχνει και το όνομά του, ήταν ιταλικής καταγωγής (Pantolfi) και μάλιστα πιστεύεται ότι η οικογένεια του πατέρα του καταγόταν από τα ελληνόφωνα χωριά της Νότιας Ιταλίας, την οποία όμως εγκατέλειψαν μετά την αποτυχία των φιλελεύθερων κινημάτων της Ιταλίας (1848-1849) και κατέφυγαν στη νησιωτική Ελλάδα και τα παράκτια της Ιωνίας. Τα ονόματά τους (Μιχάλης ο ίδιος, Αλέξανδρος ο πατέρας του) και η φυγή τους στη Ελλάδα μετά τα Γαριβαλδινά, ίσως πιστοποιούν την ελληνόφωνη καταγωγή τους [2]. Οι Pantolfi ήταν μια οικογένεια λαϊκών καλλιτεχνών. Σαν πλανόδιοι μουσικοί, ζωγράφοι, φωτογράφοι, ηθοποιοί, ακόμα και ακροβάτες, περιέτρεχαν τις ελληνικές παροικίες της Μ. Ασίας και της Αιγύπτου, χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις.
Ο Μιχάλης Παντόλφης γεννήθηκε το 1886, όταν η οικογένεια βρισκόταν στην περιοχή της Σμύρνης. Αυτό πιστοποιούσε η ταυτότητά του. Μεγαλώνοντας σε τέτοιο περιβάλλον φυσικό ήταν να ακολουθήσει το οικογενειακό επάγγελμα και ενώ κάποτε βρισκόταν στη Χαλκίδα νυμφεύθηκε και απέκτησε δύο τέκνα. Όμως το 1922 χώρισε και εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Εδώ εξάσκησε αρχικά τη δουλειά του πλανόδιου φωτογράφου, νυμφεύθηκε εκ νέου και απέκτησε δύο τέκνα. Συγχρόνως βοηθούσε διάφορους καραγκιοζοπαίκτες στις παραστάσεις τους, ζωγράφιζε τις φιγούρες τους, μιμούνταν διάφορους ήρωες του Θεάτρου Σκιών και επειδή ήταν καλλίφωνος τραγουδούσε κατά τη διάρκεια της παράστασης. Από το 1934 άρχισε να ζωγραφίζει τους τοίχους γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι και από μαγαζί σε μαγαζί αντί «πινακίου φακής», όπως ο ομότεχνός του Θεόφιλος στην περιοχή του Πηλίου. Μεταπολεμικά η εικαστική παρουσία του δεν είναι αισθητή. Απλώς τριγυρνούσε στα παλιά ταβερνεία της πόλης χωρίς φίλους και έπινε ασταμάτητα. Πέθανε το χειμώνα του 1968.
Όπως είναι γνωστό στους παλιούς Λαρισαίους, στη σημερινή Πλατεία Δημάρχου Μπλάνα (πλατεία Λαού), υπήρχε μέχρι το 1978 το κτίριο της Δημοτικής Αγοράς, έργο που κατασκευάσθηκε κατά τη διάρκεια της τρίτης δημαρχιακής θητείας του Μιχαήλ Σάπκα (1929-1934). Επρόκειτο για ένα τετράγωνο οικοδόμημα μεγάλων διαστάσεων, στο εσωτερικό του οποίου υπήρχε ευρύχωρο αίθριο. Οι χώροι του και στις τέσσερες πλευρές εξωτερικά και εσωτερικά φιλοξενούσαν κυρίως καταστήματα τροφίμων (κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, πσντοπωλεία, κλπ.).
Το καλοκαίρι του 1978, έπειτα από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η Δημοτική Αγορά κατεδαφίσθηκε. Κατά τη διάρκεια της κατεδάφισης διαπιστώθηκε ότι σε κάποια καταστήματα υπήρχαν όμορφες τοιχογραφίες άγνωστου λαϊκού καλλιτέχνη. Η κατεδάφιση σταμάτησε και με τη συνδρομή του Δήμου και ορισμένων ευαίσθητων ατόμων της πόλης, ειδικό συνεργείο συντηρητών ανέλαβε την αποτοίχιση [3]. Η έρευνα που ακολούθησε απέδειξε ότι πολλά καταστήματα είχαν τοιχογραφηθεί κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου από τον λαϊκό ζωγράφο Μιχάλη Παντόλφη, όμως τα περισσότερα χάθηκαν γιατί είχαν επανειλημμένως επιχρισθεί με ασβέστη και μόνον στα ψαράδικα των αδελφών Μυλωνά και των Μέρχα και Γκανά διατηρήθηκαν. Όταν τον Ιούλιο του 1978 έγινε από ειδικό συνεργείο, η αποτοίχιση εκείνων των έργων του Παντόλφη που διατηρούνταν σε ικανοποιητική κατάσταση, αυτά παραδόθηκαν στον Δήμο, ο οποίος τα αποθήκευσε στο υπόγειο του Δημαρχιακού καταστήματος, όπου την περίοδο εκείνη στεγαζόταν προσωρινά η Λαογραφική Εταιρεία Λάρισας, το σημερινό Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο. Αργότερα, με τη μεταστέγαση του Μουσείου σε ιδιωτικό χώρο στην οδό Μανδηλαρά, οι τοιχογραφίες παρέμειναν στο Δημαρχείο, ξεχασμένες για καιρό. Επί δημαρχίας Καφφέ κάποιοι άνθρωποι του πολιτισμού της πόλης φρόντισαν για τη μεταφορά τους στον Βόλο, όπου εδρεύει η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Θεσσαλίας, προς συντήρηση, με προοπτική να επιστραφούν εν συνεχεία στη Λάρισα. Αυτό όπως είδαμε έγινε πριν από τρία χρόνια και η πόλη τώρα περιμένει την δημόσια έκθεσή τους.


[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ο λαϊκός ζωγράφος Μιχάλης Παντόλφης, εφ. «Ελευθερία», φύλο της 19ης Αυγούστου 2015. Του ιδίου: «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα – Β΄[2015], Λάρισα (2018) σελ. 149-152.
[2]. Μιχάλογλου Ποσειδώνας: Η περιπέτεια του καλλιτέχνη. Για τον λαϊκό ζωγράφο Μιχαήλ Παντόλφη, περ. «Σπαρμός», Λάρισα (Απρίλιος 1979) τεύχ. 20, σ. 7-11.
[3]. Βεατρίκη Σπηλιάδη: Έργα άσημου λαϊκού ζωγράφου αποτοιχίζονται στα ψαράδικα της Λάρισας. Θεωρούνται απόκτημα της λαϊκής μας εικονογραφίας, εφ. «Καθημερινή», Αθήνα, φύλλο της 5ης Αυγούστου 1978.

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η Στοά Αδελφών Κουτσίνα


Η Στοά Κουτσίνα φωτογραφημένη από την  είσοδό της επί της οδού Ερμού. Στο βάθος ψηλά η κεραία του ΟΤΕ. Μεταπολεμική φωτογραφία.Η Στοά Κουτσίνα φωτογραφημένη από την είσοδό της επί της οδού Ερμού. Στο βάθος ψηλά η κεραία του ΟΤΕ. Μεταπολεμική φωτογραφία.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Έχουμε γράψει και παλαιότερα για τη Στοά Κουτσίνα [1]. Οι νεότεροι Λαρισαίοι μπορεί να την έχουν ακουστά, αλλά δεν την έχουν γνωρίσει. Στο σημερινό μας κείμενο θα αναφερθούμε και πάλι στη Στοά των αδελφών Κουτσίνα, μια ιδιότυπη αγορά στο κέντρο της Λάρισας, με μεγάλη εμπορική κίνηση στην ακμή της, συμπληρώνοντας ορισμένα ιστορικά στοιχεία.

Βρισκόταν μεταξύ των οδών κεντρικών οδών Πανός και Ερμού, τις οποίες συνέδεε. Ήταν ένας στενός πεζόδρομος, ο οποίος ήταν αδιάβατος σε οχήματα. Πολύ πριν κατασκευασθεί η «Στοά Κουτσίνα» στον χώρο αυτόν υπήρχε ένα μεγάλο πανδοχείο, το οποίο ήταν γνωστό σαν «Το χάνι του Χρυσοχόου». Ο ιδιοκτήτης του καταγόταν από το Λιβάδι Ελασσόνας. Η κυρία είσοδος του πανδοχείου είχε πρόσοψη στην οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου). Διέθετε μια τεράστια αυλή, στην οποία ήταν κτισμένα διάφορα ανομοιογενή κτίσματα, για την εξυπηρέτηση πελατών και τη στάθμευση αγροτικών αμαξών και ζώων. Από την πλευρά της οδού Πανός υπήρχε μια μεγάλη βοηθητική διέξοδος, καλυμμένη με σιδερένια πόρτα, από την οποία περνούσαν τα κάρα, όταν το χάνι άδειαζε τα απορρίμματα και τους στάβλους από τα περιττώματα των ζώων που φιλοξενούσε. Η ύπαρξη των στάβλων στην κεντρική αυτή περιοχή αποτελούσε πηγή δυσοσμίας, η οποία ενοχλούσε όχι μόνο τους καταστηματάρχες της αγοράς, αλλά και τους περαστικούς και τους επισκέπτες-αγοραστές. Αν αναλογισθεί κανείς ότι επί της οδού Πανός υπήρχαν και πολλά άλλα ρυπογόνα καταστήματα, όπως ψαράδικα, μανάβικα, χασάπικα, ταβέρνες, η δυσοσμία πολλαπλασιαζόταν, με αποτέλεσμα η αγοραστική κίνηση στην περιοχή αυτή να μειωθεί αισθητά, η παρουσία γυναικών να καταστεί σχεδόν αδύνατη και να δημιουργηθεί ένα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο απασχολούσε όχι μόνο τις υγειονομικές αρχές, αλλά και τον λαρισαϊκό Τύπο. Ιδιαίτερα ο Θρασύβουλος Μακρής στη «Μικρά» του φιλοξενούσε πολλές φορές διαμαρτυρίες καταστηματαρχών και πολιτών της Λάρισας, οι οποίοι ζητούσαν να απαλλαγεί η περιοχή αυτή από την κακοσμία. Το πρόβλημα λύθηκε εν μέρει το 1914, όταν τα αδέλφια Φίλιππος και Κωνσταντίνος Κουτσίνας, παιδιά του Νικολάου Κουτσίνα, αγόρασαν τον χώρο του πανδοχείου. Διέκοψαν άμεσα τη λειτουργία του και η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε, χωρίς όμως να εξαφανισθεί, καθώς τα άλλα ρυπογόνα καταστήματα που αναφέραμε εξακολουθούσαν να λειτουργούν [2].
Η Στοά δημιουργήθηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και συγκεκριμένα κατά το 1923, από τους αδελφούς Νικόλαο και Ανδρέα Κουτσίνα, γιους του Φιλίππου, όταν ο πρώτος είχε, εν τω μεταξύ, μετακομίσει στον Βόλο (1920), όπου είχε δημιουργήσει δική του εμπορική επιχείρηση, η οποία με τα χρόνια κυριάρχησε καταλυτικά στην εμπορική ζωή της γειτονικής πόλης [3]. Εκτός από το χάνι του Χρυσοχόου, αγοράστηκαν από τους δύο αδελφούς και κάποια παλαιά κτίρια που υπήρχαν εκεί κοντά και τα οποία, επίσης, κατεδαφίσθηκαν το 1923 για να δημιουργηθούν τα καταστήματα που αποτέλεσαν τη Στοά Κουτσίνα. Για τα παλαιά κτίσματα που γκρεμίστηκαν για να δημιουργηθεί η Στοά, θα συμβουλευτούμε τα γραπτά του δημοσιογράφου Κώστα Περραιβού (1907-1983), ο οποίος ήταν γνώστης πολλών ιστορικών στοιχείων της Λάρισας αυτής της περιόδου. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι τα παλαιότερα χρόνια από την οδό Ερμού υπήρχε πόρτα η οποία οδηγούσε σε μια μεγάλη αυλή. Στο βάθος της αυλής αυτής βρισκόταν ένα παλαιό ισόγειο σπίτι, το οποίο ανήκε σε κάποιον, του οποίου, δυστυχώς, το όνομά του δεν διασώθηκε. Η καταγωγή του ήταν από την Καστοριά, το επάγγελμά του ήταν γουναράς και το σπίτι αυτό το χρησιμοποιούσε εκτός από κατοικία και για εργαστήριο για την δουλειά του. Έξω από το σπίτι υπήρχε ένα πηγάδι, το νερό του οποίου εμφάνιζε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα. Από τη μια ήταν πολύ ελαφρό και η πόση του συντελούσε στην καλή πέψη και από την άλλη το καλοκαίρι ήταν πολύ κρύο. Αυτές οι δύο ιδιότητες του νερού του πηγαδιού, το έκαναν πολύ δημοφιλές στα γύρω καταστήματα της αγοράς. Υπήρχε συνεχής άντληση για τη χρήση του σαν πόσιμο, ενώ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το χρησιμοποιούσαν σαν ψυγείο. Έδεναν διάφορα κανάτια με τριχιές και τα κατέβαζαν στο πηγάδι, τα γέμιζαν με νερό και τα άφηναν κάποιες ώρες ώστε να δροσισθεί. Επίσης, αγόραζαν καρπούζια τα οποία τοποθετούσαν σε καλάθια, τα κατέβαζαν βαθειά στο πηγάδι και το μεσημέρι μόλις έκλειναν τα καταστήματα τα ανέβαζαν και τα μετέφεραν στο σπίτι δροσερά. Το περίεργο είναι, συμπληρώνει ο Περραιβός, ότι ο ιδιοκτήτης, ο οποίος εργαζόταν στην αυλή κάτω από τον ίσκιο, παρακολουθούσε κάθε δραστηριότητα γύρω από το πηγάδι του και δεν επενέβαινε ποτέ σε τυχόν διαμάχες μεταξύ εκείνων που το χρησιμοποιούσαν [4].
Πολλά άτομα τη «Στοά Κουτσίνα» δεν την έχουν δει, ίσως όμως την έχουν ακούσει από συζητήσεις παλαιοτέρων. Προσωπικά δεν θυμάμαι να την είχα επισκεφθεί, απλώς γνώριζα πού περίπου βρισκόταν. Κατά την αναζήτηση, όμως, στοιχείων από παλιούς Λαρισαίους, όλοι τους κάτι είχαν να πουν γι’ αυτήν. Περισσότερες πληροφορίες μου έδωσε ο Βαγγέλης Βοζαλής, αφού οι επαγγελματικές του δραστηριότητες περιστρέφονταν μεταπολεμικά γύρω απ’ αυτόν τον χώρο. Ο Βαγγέλης ήταν μια γνωστή και ευχάριστη φυσιογνωμία της πόλης μας, με χιούμορ, γνώσεις, μνήμη τεράστια και μακροχρόνια συνδικαλιστική δράση. Έφυγε για πάντα πριν μερικούς μήνες και πραγματικά χάσαμε έναν στενό φίλο και έναν πολύτιμο πληροφοριοδότη της μεταπολεμικής Λάρισας και όχι μόνον.
Στην κάτοψή της η Στοά Κουτσίνα δεν ήταν ευθεία. Ξεκινούσε από την οδό Ερμού και στα 2/3 περίπου του μήκους της, κοντά στην οδό Πανός, εμφάνιζε αμβλεία γωνία. Στο σημείο αυτό ο χώρος του ήταν ευρύτερος από τα άλλα σημεία της και η Στοά εμφάνιζε μια προέκταση που είχε κατεύθυνση προς Νότο. Η κατασκευή της ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση έγινε το 1923. Ξεκινούσε από την οδό Ερμού και έφθανε μέχρι το ευρύτερο σημείο της, ενώ η δεύτερη έγινε κατά το 1927-28, όταν η Στοά ανοίχτηκε μέχρι την οδό Πανός και κατασκευάσθηκε η νότια προέκτασή της. Το πλάτος της ήταν περίπου 3 μέτρα και επομένως μπορούσε να χωρέσει μια άμαξα ή ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο, αλλά ο Ιπποκράτης Κουτσίνας, ο μικρότερος αδελφός του Νίκου και του Ανδρέα και συνιδιοκτήτης πολλών καταστημάτων, απαγόρευε την είσοδο στη Στοά όχι μόνο αυτοκινήτων, αλλά και ποδηλάτων. Ήταν ανοιχτή από πάνω και μόνο προς την πλευρά της οδού Πανός ήταν σκεπαστή, διώροφη και στον επάνω όροφο στεγάζονταν τα Ραφεία του Ψυχούλη και του Τσιτώτα. Ένα ακόμα μικρό σκέπασμα υπήρχε ανάμεσα στο Κουρείο του Κυριάκου Βοζαλή και το Ραφείο του Βασίλη Λευκαδίτη, τα οποία βρίσκονταν αντικριστά, δίπλα στο άνοιγμα της Στοάς. Στους χώρους της αναπτύσσονταν 25-27 καταστήματα και γραφεία, τα περισσότερα μικρών διαστάσεων.
Η εικόνα της Στοάς Κουτσίνα όπως την περιγράψαμε κράτησε μέχρι το 1990 περίπου. Πιο πριν, κατά το 1969-70, οι κληρονόμοι πήραν την άδεια και έκλεισαν την είσοδο της Στοάς από την οδό Πανός. Η πρόσβαση γινόταν μόνον από την οδό Ερμού και οδηγούσε φυσικά σε αδιέξοδο. Η μετατροπή αυτή οδήγησε σε μείωση της επισκεψιμότητας των καταστημάτων, τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να διακόπτουν τη λειτουργία τους και να εγκαταλείπονται. Κατά το 1990 έκλεισε και η είσοδος από την Ερμού και έτσι η ζωή της Στοάς Κουτσίνα έφθασε στο τέλος της.

-------------------------------------------------------------------------------
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η Στοά Κουτσίνα, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 28ης Φεβρουαρίου 2018.
[2]. Η κατάσταση αυτή στην οδό Πανός εξαφανίσθηκε πολύ αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας έκτισε τη Δημοτική Αγορά και υποχρέωσε, έστω και με δυσκολία, τους καταστηματάρχες της οδού Πανός να μετακομίσουν στη Νέα Αγορά, η οποία διέθετε σύγχρονους για την εποχή μηχανισμούς καθαριότητας και αποχέτευσης.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η οικογένεια Κουτσίνα. Προσθήκες και διορθώσεις, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 19ης Ιουνίου 2019.

[4] Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 13ης Αυγούστου 1974.