Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Η ΛΑΡΙΣΑ ΤΟΥ 1890

Μια όμορφη περιγραφή της



Έξω από το ξενοδοχείο «Στέμμα» στην Κεντρική Πλατεία. Φωτογραφία του 1896.Έξω από το ξενοδοχείο «Στέμμα» στην Κεντρική Πλατεία. Φωτογραφία του 1896.
Τελειώνουμε σήμερα τις εντυπώσεις του αθηναίου δημοσιογράφου και διευθυντή της εφημερίδας «Ακρόπολις» Βλάση Γαβριηλίδη από ένα ταξίδι του στη Θεσσαλία το 1890, οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα του λίγους μήνες αργότερα με τον τίτλο «Ανά την Θεσσαλίαν».
Το κείμενό μας, όπως ήταν φυσικό, επικεντρώθηκε στις εντυπώσεις του από τη Λάρισα, η οποία είχε μόνον λίγα χρόνια που ελευθερώθηκε. 
Την περίοδο εκείνη το αγροτικό κίνημα είχε αρχίσει να αναδύεται έντονο μέσα στους κόλπους των γεωργών. Ο συγγραφέας σαν δημοσιογράφος που ήταν, το γνώριζε, και καθώς συναναστράφηκε και με γεωργούς της Θεσσαλίας διαισθάνθηκε τη συνέχεια και γι’ αυτό τα γραπτά του αποδείχθηκαν προφητικά. Γράφει: «Καταλαμβάνω την γην και υποδουλώ τους κατοίκους. Είπεν ο μεγαλοκτηματίας και εγένετο. Την κατέλαβε δι’ εαυτόν , αγνοών ότι δεν του ανήκει. Και παν ό,τι δεν σου ανήκει άνθρωπε, σε καταστρέφει. Δύνασαι να την αγοράσης άπαξ, να την αγοράσης δις, να πληρώσης τόσον χρυσίον δι’ αυτήν ώστε να την σκεπάσης ολόκληρον. Μάτην, η γη δεν σου ανήκει μεθ’ όλα ταύτα, ως δεν ήτο ιδική σου προ όλων τούτων. Η γη είναι του καλλιεργητού. Χίλιαι αγοραί και δισχίλια πωλητήρια δεν καταργούν τα δικαιώματά του, ουδέ τα ελαττόνουν. Τον καταθλίβουν, τον στενοχωρούν, τον εκμυζούν, τον κάμνουν κτήνος, του αφαιρούν την άνεσιν, την όρεξιν, το θάρρος, την ελπίδα, την ρώμην. Αλλ’ η γη είναι μεγάλη, η γη είναι εύσπλαχνος, η γη είναι μήτηρ, θα ξεφουρνίση αργά ή ογλίγωρα, μετά μίαν ή μετά δύο γενεάς, την γενεάν των εκδικητών[1], οίτινες θα αποδώσουν τα του Θεού τω Θεώ. Ο Θεός δεν αρνείται τον μεγαλοκτημτίν, αναγνωρίζει τον γεωργόν».
Στη συνέχεια, μέσα σε λίγες εκατοντάδες λέξεων περιγράφει ο πολυτάξιδος συγγραφέας με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο και τη Λάρισα όπως την είδε με τα έμπειρα μάτια του. Γράφει σχετικά: «Ενδιαφέρουσα δια την ποικιλίαν των φυλών της, την ζωήν της την πολύν, δια την δημιουργικήν της κίνησιν, δια το παράδοξον της εικόνος της, δια την γοργότητα της αναπτύξεώς της, δια το μέλλον της το εύελπι. Όστις θέλει να ιδή κυοφορουμένας πόλεις ας την επισκεφθή. Παρουσιάζει το θέαμα οικίας κτιζομένης. Η Λάρισα κτίζεται. Όλα γίνονται τώρα. Δρόμοι, πλατείαι, καταστήματα, οικοδομαί, ξενοδοχεία, εμπορικά, αγοραί. Σχεδόν και άνθρωποι. Διότι η Λάρισσα είναι χωρίς Λαρισσηνούς. Βλέπεις Αθηναίους, Πελοποννησίους, Στερεοελλαδίτας, Οθωμανούς, Εβραίους, Βλάχους, Γκέκηδες[2], Ιταλούς, Φράγκους, Κωνσταντινουπολίτες. Μόνον Λαρισσηνούς δεν βλέπεις. Πού είναι; Γίνονται. Βράζουν. Μέσα εις την ανθρωπόχυτραν της νέας δημιουργίας. Ποία στρώματα θ’ ανέλθουν επάνω, ποία θα κατασταλάξουν κάτω, ουδείς από τούδε δύναται να είπη. Είδετε τι γίνεται εν πηλίνω δοχείω επί πυράς όπου τελείται φασουλοβρασμός; Έν διηνεκές άνω κάτω, μετά θορύβου, μετά βοής. Ο αυτός θόρυβος, η αυτή βοή, το αυτό άνω κάτω εν Λαρίσση. Εις τας οδούς, εις τα καφενεία, εις την αγοράν, εις τα μαγαζειά. Τίποτε δεν είναι εις την θέσιν του. Ουδείς εις την ιδικήν του. Γέλοια δε παντού και φωναί και κακό και ανακατωμός. Μεταξύ Τουρκοπόλεως, Χριστιανουπόλεως, Εβραιοπόλεως, Ευρωποπόλεως. Δικασταί ανανακατωμένοι με στρατιωτικούς, στρατιωτικοί με πολίτας, χανούμισσαι με εβραίας. διερμηνείς του Κορανίου με δεσποτάδες, χαμάμηδες με ελληνοδιδασκάλους, Ταλμούδ[3] και Ροβινσών, Εσθήρ[4] και φουστανέλα, μελωδία εβραϊκή και απαγγελία ελληνική, αμανές και Τροβατόρε[5], γιαούρτι και κρέμα, αρνί αλλά παλληκάρ και σαπουνοχαλβάς, Τσάμης[6] ξενοδόχος πρώην αρματωλός και Κωτσάκης εφέτης με όλον τον μη μου άπτου νεοπλουτισμόν του, λησταί εις τα φυλακάς και λησταί έξω των φυλακών, Όλυμπος δεξιά και αριστερά μουσική στρατιωτική με καδρίλλαις του Όφενμπαχ[7], βλαχόκαλτσα και πτερνιστήρες[8], οικοδέποιναι γαλλίδες ψωνίζουσαι εις τη αγοράν και σαρακοντούτιδες χαλβαδοπλάστοι Λαρισσηναί ερωμέναι αρχιληστών, έν μέγα καφενείον ως είδος πανδαιμόνιον με οκτώ χιλιάδας σφαιριστήρια και 18.000 ναργιλέδες, τζαμιά εγκαταλελειμμένα εκατόν, τζαμιά νεοκτιζόμενα διακόσια[9], καπνοπωλεία χωρίς καπνοπακέτα και ο καπνός όλος πωλούμενος στους δρόμους ελεύθερος, ως τα ελεύθερα μυαλά των Κυρίων Καραπάνου και Δηλιγιάννη, ξενοδοχεία του ύπνου τιτλοφορούμενα γαλλιστί Du pon ton ή ελληνιστί του καλού κόσμου, με κρεββάτια χωρίς σινδόνια ή σινδόνια χωρίς κρεββάτια, κουρεία τα οποία γαλλιστί ονομάζoνται Barberies – ανακάλυψις του καλού μου φίλου κ. Κυργουσίου- χρυσοχοεία εγχώρια και χρυσοχοεία Ευρώπης, Δημαρχείον το οποίον καταρρέει και ξενοδοχείον του δημαρχείου το οποίον κτίζεται, δήμαρχος όστις είναι Ιθακήσιος και πολιτευταί Λαρίσσης φαινόμενοι ως Ανατολίται, δικηγόροι από κάθε καρυδιάς καρύδι και ιατροί των οποίων ουδείς είναι εκ Λαρίσσης[10], μία Γέφυρα ήτις αριθμεί αιώνας και εφ’ ής βλέπω χαραγμένον το σύγχρονον όνομα του Στρατηγού Σαπουντζάκη[11], ποταμός όστις είναι πλωτός, αλλ’ άνευ ουδενός πλοιαρίου, σάκκάδες οίτινες πωλούν νερό εφ’ ίππων εντός δερματίνων σάκκων, προσδίδοντες εις την πόλιν όψιν στρατοπέδου, στρατώνες πολυάριθμοι άνευ στρατού και ιππικόν άνευ ίππων, ιδού η Λάρισσα au vol d’ oiseau (όπως τη βλέπουν τα πουλιά). [1]. Δεν χρειάσθηκε να περάσει ούτε κάν μία γενεά ολόκληρος για να αρχίσουν οι διεκδικήσεις και να δικαιωθεί ο Γαβριηλίδης με τα γεγονότα του Κιλελέρ (1910). Τελικά όπως είναι γνωστόν οι απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών ολοκληρώθηκαν τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
[2]. Γκέκηδες. Αλβανική φυλή, τα μέλη της οποίας είναι εγακτεστημένα στη Βόρειο Αλβανία. Πολλοί απ’ αυτούς έφθαναν παλαιότερα στη Λάρισα κατά την εποχή του θερισμού, για να εργασθούν στα χωράφια μεγαλοκτηματιών.
[3]. Ταλμούδ σημαίνει μελέτη, διδασκαλία. Εδώ πρόκειται για μια ογκώδη συλλογή εβραϊκών κειμένων, προϊόν του μεσαιωνικού Ιουδαϊσμού και αποτελεί τη συνέχεια της Ιουδαϊκής Βίβλου. Περιλαμβάνει κείμενα που αφορούν την ερμηνεία του μωσαϊκού Νόμου ποικίλο άλλο υλικό.
[4]. Εδώ ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στη βιβλική μορφή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά στην ηρωίδα του συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς, η οποία αποτελεί την προσωποποίηση της αθωότητας.
[5]. Είναι γνωστό ότι οι νέοι κάτοικοι της Λάρισας από την παλιά Ελλάδα έφεραν μαζί τους και την αγάπη για το λυρικό τραγούδι, το οποίο συνόδευε τις εύθυμες στιγμές του καθημερινού βίου τους. Ο συγγραφέας αναφέρει τη μουσική ως τροβατόρε από την ομώνυμη όπερα του ιταλού συνθέτη Giuseppe Verdi.
[6]. Τσάμηδες θεωρούνται οι απόγονοι Ορθοδόξων Χριστιανών της Ηπείρου οι οποίοι εξισλαμίσθηκαν κατά τον 17ο αιώνα. Η αλλαγή θρησκεύματος τους οδήγησε πολύ γρήγορα και στη μεταστροφή της εθνικής συνείδησης. Έγιναν Τουρκαλβανοί και φανατικοί διώκτες των Ρωμιών.
[7]. Καντρίλιες. Ευρωπαϊκός χορός του 19ου αιώνα που τον χόρευαν τα ζευγάρια αντικριστά. Τους συναντάμε συχνά στις οπερέτες του μουσικού συνθέτη Jacques Offenbach (1819-1890).
[8]. Πρόκειται για μεταλλικό αντικείμενο που προσαρμόζεται στην φτέρνα των υποδημάτων των ιππέων και το οποίο έχει αιχμή ή τροχίσκο στο εξωτερικό του άκρο, με το οποίο κεντά ο αναβάτης το υποζύγιο για να τρέξει. Κοινή ονομασία του το σπιρούνι. 
[9]. Δεν μπορώ να εξηγήσω σε τι αποσκοπεί αυτή η οφθαλμοφανής υπερβολή. 
[10]. Η αλήθεια είναι ότι με την απελευθέρωση του 1881 γέμισε η Λάρισα από δικηγόρους και συμβολαιογράφους. Έφθασαν από την παλιά Ελλάδα, οσμιζόμενοι μεγάλη αύξηση των εργασιών τους με την πώληση των τεράστιων ιδιοκτησιών των μπέηδων οι οποίοι μετακόμιζαν από τη Λάρισα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Στους γιατρούς δεν συνέβη το ίδιο. Ήδη υπήρχαν από την περίοδο της τουρκοκρατίας αρκετοί Λαρισαίοι, οι οποίοι μάλιστα εξυπηρετούσαν και τους Οθωμανούς της πόλεως. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Χαστανιέ. Το τουρκικό νοσοκομείο της Λάρισας, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 2014. 
[11]. Το 1886 τάγμα μηχανικού του Ελληνικού Στρατού με επικεφαλής τον αξιωματικό Σαπουντζάκη ανέλαβε να διαπλατύνει τη γέφυρα, Βλέπε: Παπασταύρου Αμαλία, Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση, από 1-14 Απριλίου 1897, Αλεξάνδρεια (1897) σελ. 3: «.. κατά την επιστρατείαν εκείνην (1886), το μόνον περιφανές έργον της ήτο η γέφυρα της Λαρίσσης, ήτις ηυξύνθη υπό του λόχου του μηχανικού επί στρατηγίας Σαπουντσάκη».
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΟΜΗΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΣΑΠΚΑ

Η τελετή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Μιχαήλ Σάπκα στην Κεντρική Πλατεία. Ομιλεί ο δήμαρχος Λαρίσης Δημήτριος Χατζηγιάννης. 14 Μαΐου 1964. Αρχείο κ. Λίλας Ρίζου.
Η τελετή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Μιχαήλ Σάπκα στην Κεντρική Πλατεία. Ομιλεί ο δήμαρχος Λαρίσης Δημήτριος Χατζηγιάννης. 14 Μαΐου 1964. Αρχείο κ. Λίλας Ρίζου.
Ο αναμορφωτής της Λάρισας Μιχαήλ Σάπκας απεβίωσε την Πρωτομαγιά του 1956 στην Αθήνα, όπου νοσηλευόταν για ανεγχείρητο καρκίνο του προστάτη. Την επομένη, 2 Μαΐου, η σωρός του έφθασε στη Λάρισα, τοποθετήθηκε στο ναό του αγίου Αχιλλίου και στις 4 το απόγευμα, εψάλη η εξόδιος ακολουθία από τον μητροπολίτη Λαρίσης Δημήτριο.
Όταν ο Μιχαήλ Σάπκας κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος της ζωής του, εξέφρασε στους συγγενείς την επιθυμία η κηδεία του να είναι απέριττη, να μην εκφωνηθούν επικήδειοι κατά την ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας και να μην κατατεθούν στέφανοι στη σωρό του. Εν τω μεταξύ με την αγγελία του θανάτου του, συνήλθε σε έκτακτη συνεδρίαση το Δημοτικό Συμβούλιο, έπειτα από πρόσκληση του δημάρχου Δημητρίου Χατζηγιάννη. Στο ψήφισμα που εκδόθηκε αναφέρεται μεταξύ άλλων: «... ομοφώνως ψηφίζει... Η οδός Ιωάννου Μεταξά, εν ή κατώκει ο μεταστάς, να μετονομασθή εις οδόν Δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα...».
Τρεις ημέρες μετά τον ενταφιασμό του Μιχαήλ Σάπκα, μερίδα του τύπου και αρκετοί πολίτες, διαφώνησαν ανοικτά με την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου να μετονομασθεί η οδός Ιωάννου Μεταξά, η σημερινή Ασκληπιού, σε Μιχαήλ Σάπκα. Όλοι τους θεωρούσαν τη συγκεκριμένη μετονομασία ως πράξη ιεροσυλίας στην υστεροφημία του Ιωάννη Μεταξά και πρότειναν άλλους μεγάλους δρόμους και πλατείες, στα οποία μπορούσε να δοθεί το όνομά του. Στη διαφωνία αυτή αναγκάσθηκαν να παρέμβουν οι οικείοι του Μιχαήλ Σάπκα, οι οποίοι ευγενικά ζήτησαν να μην εκτελεσθεί η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
Επειδή διαφαίνονταν ότι η νέα ονομασία που πρότεινε το Δημοτικό Συμβούλιο δεν επρόκειτο να επικρατήσει, προτάθηκαν από ορισμένους έγκριτους πολίτες της πόλεως διάφοροι δρόμοι και σημεία όπου μπορούσε να διαιωνιστεί η μνήμη του αναμορφωτή της. Μεταξύ αυτών ήταν η Κεντρική Πλατεία, που τότε ονομάζονταν Β’ Σώματος Στρατού, ονομασία όμως άνευ αντικειμένου, εφ’ όσον η έδρα του είχε μεταφερθεί και η Λάρισα φιλοξενούσε την Iη Στρατιά και μάλιστα προτάθηκε συγχρόνως να στηθεί και η προτομή του στην Κεντρική Πλατεία.
Οι συζητήσεις συνεχίζονταν με μικρότερη όμως ένταση, μέχρι τις δημοτικές εκλογές της 5ης Απριλίου 1959. Το νέο σώμα που προήλθε από τις εκλογές με δήμαρχο εκ νέου τον Δημήτριο Χατζηγιάννη, έπειτα από αίτηση του δημοτικού συμβούλου Γεωργίου Τσιοβαρίδη προς τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Αθανάσιο Μεσσήνη «περί μετονομασίας μιας οδού της πόλεως εις οδόν Μιχαήλ Σάπκα», αποφάσισε στη συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 1959 όπως μετονομασθεί η κεντρική πλατεία της Λάρισας σε Μιχαήλ Σάπκα και τοποθετηθεί σε κάποιο σημείο της η προτομή του. Η απόφαση, σύμφωνα με το σχετικό ψήφισμα που εκδόθηκε, ελήφθη ομόφωνα από το σώμα. Η μετονομασία της κεντρικής πλατείας (Β΄ Σώματος Στρατού) σε Πλατεία Μιχαήλ Σάπκα έγινε άμεσα, ενώ συγχρόνως δρομολογήθηκαν και οι ενέργειες για την κατασκευή της προτομής του. Ανατέθηκε η κατασκευή του στον γλύπτη Νικόλαο Παυλόπουλο (1909-1990), που ήταν γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους ως Νικόλας, με καταγωγή από το χωριό Άγιος Γεώργιος Πηλίου. Τότε είχε φιλοτεχνήσει ως γνωστόν και τον ανδριάντα του Αριστοτέλη, ο οποίος είναι τοποθετημένος στον αρχαιολογικό χώρο στα Στάγειρα της Χαλκιδικής[1].
Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Σάπκα έγιναν σε ειδική πανηγυρική τελετή το απόγευμα της 14ης Μαΐου 1964, παραμονή της εορτής του Αγίου Αχιλλίου, παρευρέθηκαν όλοι οι μητροπολίτες που είχαν προσκληθεί στον εορτασμό του πολιούχου. Κύριος ομιλητής υπήρξε ο δήμαρχος Δημήτριος Χατζηγιάννης, ο οποίος έπλεξε το εγκώμιο του τιμώμενου Μιχαήλ Σάπκα ενώπιον των επισήμων, των συγγενών της οικογένειας Σάπκα, αντιπροσωπείας του Ε. Ε. Σ. Λαρίσης και πλήθος κόσμου. Μεταξύ άλλων ο δήμαρχος ανέφερε και τα εξής: « Εις τα πρώτα βήματα της κατά το 1881 απελευθερωθείσης Λαρίσης, δύο βασικά έργα αποτελούν δι’ αυτήν σταθμούς ιστορικούς.: α) Η εκπόνησις και η εφαρμογή ευτυχούς δια την εποχήν του σχεδίου της πόλεως, έργου προκατόχων αειμνήστων δημοτικών αρχόντων και β) Η επί της δημαρχίας του Μιχαήλ Σάπκα ίδρυσις του θαυμασίως εξελιχθέντος Οργανισμού Υδρεύσεως και Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης. Τα δύο αυτά επιτεύγματα των πρώτων χρόνων της ελευθέρας Λαρίσης απέσπασαν την πόλιν από μεσαιωνικόν σκοτάδι, πνευματικόν και πολιτικόν, εις το οποίον την είχε βυθίσει δουλεία πέντε αιώνων»[2].
Η σημερινή φωτογραφία έχει ληφθεί κατά την διάρκεια της τελετής των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Μιχαήλ Σάπκα. Η τελετή έλαβε χώρα στην κεντρική πλατεία, μπροστά στο σημείο όπου είχε στηθεί η στήλη με την μαρμάρινη προτομή του τιμώμενου δημάρχου. Από αριστερά διακρίνονται στη σειρά οι ιεράρχες που είχαν προσκληθεί από τον μητροπολίτη Λαρίσης Ιάκωβο Σχίζα (1960-1968) να συμμετάσχουν στην εορταστική Θεία Λειτουργία στον ναό του Αγίου Αχιλλίου και στη Λιτανεία της ιερής εικόνας του. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται ο τότε δήμαρχος Δημήτριος Χατζηγιάννης να απαγγέλει την ομιλία του. Μέσα στο πλήθος και μερικώς καλυπτόμενοι, αναγνωρίζονται ο γιός του Αλέκος Σάπκας, διευθυντής τότε της Χειρουργικής Κλινικής στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα και ο Αθανάσιος (Νάσος) Ρίζος, γαμπρός στην κόρη του Αλκμήνη (Μίνα) Σάπκα. Ο φωτογράφος μας είναι άγνωστος και η λήψη της φωτογραφίας έγινε στις 14 Μαΐου 1964.
 [1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Μιχαήλ Σάπκας, ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956), Λάρισα, (2013), έκδοση Δ.Ε.Υ.Α. Λ.,, σελ. 52-60.
[2]. Γ.Α.Κ.-Αρχεία Ν. Λάρισας, Αναμνήσεις Δημητρίου Χατζηγιάννη (1888-1973), επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια Ιουλία Κανδήλα, Λάρισα (2011) σ. 402-404, όπου και υπάρχει το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Δημάρχου Δημητρίου Χατζηγιάννη κατά τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Μιχαήλ Σάπκα.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η ΛΑΡΙΣΑ ΤΟΥ 1890

Η ραγδαία ανάπτυξή της

Άποψη της Λάρισας από την περιοχή του Μεζούρλου. Χαρακτικό από την εφημερίδα Le Monde Illustre των Παρισίων. Μάιος 1897, λίγα χρόνια μετά το ταξίδι του Βλάση Γαβριηλίδη (1890)Άποψη της Λάρισας από την περιοχή του Μεζούρλου. Χαρακτικό από την εφημερίδα Le Monde Illustre των Παρισίων. Μάιος 1897, λίγα χρόνια μετά το ταξίδι του Βλάση Γαβριηλίδη (1890)
Το 1890 επισκέφθηκε τη Θεσσαλία ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Ακρόπολις» των Αθηνών Βλάσης Γαβριηλίδης.
Ξεκίνησε με το πλοίο από τον Πειραιά, με κατεύθυνση το λιμάνι του Βόλου και συνέχισε με τον Θεσσαλικό σιδηρόδρομο προς Λάρισα, Τρίκαλα και Καλαμπάκα. Οι κακοί δρόμοι δεν ευνοούσαν την περίοδο εκείνη την μετακίνηση με άμαξες. Κατά την δημοσίευση των εντυπώσεών του στην «Ακρόπολη» δεν αναφέρεται το όνομά του, αλλά το κείμενο υπογράφεται με το ψευδώνυμο «Έλλην», το οποίο αποδίδονταν σ’ αυτόν. Ο Γαβριηλίδης (1848-1920) θεωρείται ο «πατέρας» της δημοσιογραφίας στην σύγχρονη Ελλάδα. Γεννήθηκε στους Επιβάτες Ανατολικής Θράκης, από εύπορη οικογένεια. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και συνέχισε με επί πλέον σπουδές στη φιλολογία και τις πολιτικές επιστήμες στη Λειψία της Γερμανίας. Το 1878 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ύστερα από την εκδίωξή του από τις τουρκικές αρχές εξαιτίας ενός άρθρου του σε εφημερίδα της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1880 εξέδωσε το περιοδικό «Μη χάνεσαι», το οποίο την 1η Νοεμβρίου 1883 το μετέτρεψε στην καθημερινή εφημερίδα «Ακρόπολις». Ήταν προσωπικός φίλος του Χαριλάου Τρικούπη, τον οποίο όμως αργότερα πολέμησε και στήριξε τον Γεώργιο Α΄. Από το 1909, δηλαδή μετά από το Κίνημα στο Γουδί, και μέχρι τον θάνατο του, ο Γαβριηλίδης υποστήριξε θερμά την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με τα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Ευαγγελικά. Ο Γαβριηλίδης, προοδευτικός και υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας[2], δεν δίστασε να αρχίσει τη δημοσίευση της μετάφρασης των Ευαγγελίων στη δημοτική, την οποία αναγκάσθηκε να διακόψει ύστερα από την αντίδραση εξοργισμένων υποστηρικτών της διατήρησης της γλώσσας των Ευαγγελίων. Πέθανε στις 11 Απριλίου 1920 στην Αθήνα.
 Τις εντυπώσεις του από το ταξίδι στη Θεσσαλία τις δημοσίευσε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» από τις 28 Μαρτίου έως τις 15 Απριλίου του 1891 με τον τίτλο «Ανά την Θεσσαλίαν»[1]. Η αντικειμενικότητα και η ακρίβεια των αναφερομένων στοιχείων είναι μερικές φορές εξόφθαλμα εσφαλμένη και πολλές φορές καταφεύγει στην υπερβολή. Η γλώσσα του διακρίνεται από ιδιωματισμούς και νεολεξίες, δηλ. λέξεις δικής του επινόησης. Για πολλούς, ιδιαίτερα τους νεώτερους, η καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί αποτελεί εμπόδιο, όμως η χρήση της από τον Γαβριηλίδη είναι τόσο χαρισματική, ώστε κάθε προσπάθεια μετάφρασής της θα εκλαμβάνονταν ως ιεροσυλία.
 Το οδοιπορικό του είναι γραμμένο σε μια περίοδο που η Θεσσαλία προσπαθεί με άλματα να φθάσει στο επίπεδο της παλιάς Ελλάδας. Μπορεί να περιγράφει τις θεσσαλικές πόλεις με ενθουσιασμό, καθώς αναγεννιούνται, όμως με τρόπο που δεν προσβάλλει κατακρίνει και τα κακώς κείμενα. Για τη Λάρισα αναφέρεται με επαίνους μέχρι υπερβολής και ενθουσιάζεται από τον νεωτεριστικό άνεμο που φυσούσε στην πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, η οποία αναπτύσσονταν ταχύτατα σε πολλούς τομείς.
 Στη συνέχεια θα αναφέρουμε ορισμένα αποσπάσματα με τις εντυπώσεις του από τη Λάρισα:
«Με τας σκέψεις αυτάς εφθάσαμεν εις Λάρισσαν! Αληθής από του σταθμού φαντασμαγορία. Πεδιάς, σπήτια, ποταμός, δένδρα, μιναρέδες και εις το βάθος ο Όλυμπος! Το σύνολον της εικόνος απαράμιλλον […] Δύο χιλιάδες οικοδομαί και είκοσι ή εικοσιπέντε μιναρέδες παρέχουσιν εις την Λάρισσαν ποίησιν και πανηγυρικότητα και γραφικότητα, όσην ολίγαι κέκτηνται πόλεις. Αφαιρέσατε τους μιναρέδες κ’ έχετε πόρρωθεν πολυπληθές χωρίον. Προσθέσατέ τους κ’ έχετε την Λάρισσαν. Την Λάρισσαν την νέαν, την ανοιχτόδρομον, την ρυμοτομηθείσαν[3], την με γραμμάς ευρείας, τολμηράς, την υποστάσαν αληθές ξεκοίλιασμα, την ξετουρκωθείσαν, την εξελληνισθείσαν, την Λάρισσαν με το ευρύ της μέλλον, σταθμόν ενώσεως με την Ευρώπην, σταθμόν προόδου προς την Μακεδονίαν, σταθμόν πολιτισμού όλης της Θεσσαλίας, σταθμόν αγροτικής επαναστάσεως, κοινωνικής αναδιοργανώσεως. Την Λάρισσαν καθρέπτην μετ’ ολίγα έτη, αρκεί να μην ανακοπεί η εργασία της αρξαμένης προόδου. […] Αλλ΄ η Λάρισα υπέστη το φοβερόν της ξεκοίλιασμα, ήνοιξεν, ηύρυνε δρόμους εις παρισινά μπουλεβάρ, εκανόνισεν ευθείας, εμόρφωσεν πλατείας, έκοψεν, έρραψεν, έκαψεν, εκρήμνισεν, ηύθυνεν, όλα αυτά με έν δάνειον δημοτικόν 500.000 δραχμών, του οποίου αι 250.000 δεν εδαπανήθησαν, εκ δε των δαπανηθεισών αντικρύσθησαν μεν αι δαπάναι της ρυμοτομίας, επληρώθησαν δ’ αι αποζημιώσεις και εξεφύτρωσαν συνοικίαι ολόκληροι, μαγαζείων δημοτικών, προς δε και ξενοδοχείον του Δήμου[4], διότι στερείται τοιούτων ευπρεπών η Πηνειούπολις. […]
 Το μεγαλύτερον της θέλγητρον ο Πηνειός! Αι πόλεις ή παρά θάλασσαν ή παρά ποταμόν. Εκ της από της γεφύρας θέας προς την δενδρόφυτον παρά τον Πηνειόν πλατείαν, δημιουργηθείσαν υπό του αοιδίμου Γρίβα[5], συμπληρωθείσαν υπό του λαμπρού δημάρχου κ. Γαλάτη, όπου μουσική, καφενείον, εν κομψώ περιπτέρω[6], δένδρα πυκνά, αι ραδινώταται των λευκών, ενόμιζε τις ότι ευρίσκεται εις τον Δούναβιν, παρά γερμανικήν κωμόπολιν. Ο δε παρά τον Πηνειόν περίπατος με τας πτελέας και ταις αγράμπελαις και τας λεύκας του και δεξιά τον Όλυμπον, ενώ αήρ, ως παγωτόν από φράουλα, αρωματίζει εισπνεόμενος τους πνεύμονάς μου, νεαροί δε βέηδες με τα πυργωτά φέσια των επί θυμοειδών ευμόρφων ίππων διεσταύρουν κ’ εκύκλουν τον κάμπον, ενώ Λαρισσόπουλοα άρρενα και θήλεα εξώρμουν από του σχολείου ως ατίθασσοι πώλοι εις το λιβάδι μετά φωνών, γελώτων, κυνηγητού, στρατιωτικών προσταγμάτων και μιμικών παρελάσεων, πόρρωθεν δε ανεμίγνυεν αρκετά αηδείς και ασυναρτήτους μελωδίας η ανακρουομένη μουσική του Συντάγματος[7]. Εξ όλων αυτών ο παρά τον Πηνειόν περίπατος μοι εφάνη ως το αναψυκτικώτερον των ατμοσφαιρικών λουτρών.
----------------------------------------------------------------
 [1]. Βλασίου Γαβριηλίδου. Ανά την Θεσσαλίαν, εισαγωγή-επιμέλεια: Γιάννης Α. Σακελλίων, Καίτη Γιαννούλου-Γιαννουκάκου, εκδ. «Έλλα», Λάρισα (1998) σελ.142.
 [2]. Φαίνεται περίεργο η γλώσσα του βιβλίου του «Ανά την Θεσσαλίαν» να είναι στην καθαρεύουσα από έναν δημοσιογράφο υποστηρικτή της δημοτικής γλώσσας και αρνητικό πρωταγωνιστή των «Ευαγγελικών». Αλλά φαίνεται ότι με τις πολιτικές αλλαγές που συντελέσθηκαν ενδιάμεσα, μπήκε δυναμικά στον αγώνα για την απλοποίησή της.
 [3]. Είναι γνωστό ότι πολύ σύντομα, πριν ακόμα συμπληρωθεί ένας χρόνος ελεύθερης ζωής, το 1882, σχεδιάστηκε το νέο ρυμοτομικό σχέδιο της Λάρισας, το οποίο σε ορισμένες κεντρικές περιοχές άρχισε να υλοποιείται σύντομα.
 [4]. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης αναφέρεται εδώ εις το «Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα» το οποίο είχε κτισθεί επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη (1887-1891) στη βόρεια πλευρά της κεντρικής πλατείας. Βλέπε και: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ξενοδοχείον το Στέμμα, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 19ης Μαρτίου 2014.
 [5]. Διορίσθηκε στρατιωτικός διοικητής στη Λάρισα μετά την απελευθέρωση του 1881. Ήταν ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα δςνδροφύτευσης τμήματος του Αλκαζάρ κοντά στην έξοδο της γέφυρας. Τα 1903, με εισήγηση της βασίλισσας Όλγας, η οποία ερχόταν συνήθως το φθινόπωρο στη Λάρισα συνοδεύοντας τον σύζυγό της Γεώργιο Α΄, ιδρύθηκε και στην πόλη μας, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις, «Φιλοδασική Ένωσις», με σκοπό να συμβάλλει στη δημιουργία πρασίνου στην ευρύτερη περιοχή. Ο Σύλλογος αυτός συμπλήρωσε την δενδροφύτευη του διοικητού Γρίβα.
 [6]. Το αναφερόμενο από τον Γαβριηλίδη κέντρο είναι το Αλκαζάρ, το οποίο δεν κατονομάζει.
 [7]. Το 1883, σύμφωνα με τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου, επί δημαρχίας Αργυρίου Διδίκα (1882-1883), του πρώτου Έλληνα Δημάρχου της απελευθερωμένης Λάρισας, εγκρίθηκε «πίστωσις προς ανέγερσιν […] ενός παραπήγματος ως τόπου όπου θα παιανίζει η Μουσική». Έτσι κατασκευάστηκε στο άλσος των Μουσών, όπως ονομάζονταν τότε ο σημερινός κήπος του Αλκαζάρ, μαρμάρινη στρόγγυλη υπερυψωμένη εξέδρα, στην οποία ορισμένες ημέρες της εβδομάδος και κατά τη διάρκεια εορτών και πανηγύρεων εκτελούσε διάφορα προγράμματα η φιλαρμονική ορχήστρα (μπάντα) του στρατού για να ψυχαγωγούνται οι περιπατητές. Στις 4 Ιουλίου 1896, επί δημάρχου Κωνσταντίνου Αναστασιάδη (1996-1998), αποφασίσθηκε να μεταφερθεί η μαρμάρινη εξέδρα «εις την πλατείαν Δικαστηρίων, την μόνην θέσιν όπου λαμβάνει αναψυχήν ο κόσμος και εις την οποίαν συγκεντρούται όλη η Λάρισα και παιανίζει η Μουσική εις ωρισμένας ημέρας της εβδομάδος και ήτις υποπίπτει εις την αντίληψιν των ξένων».
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com