Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Ο LEON HEUZEY ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ (1858) - Β’


Άποψη της Λάρισας. Χαρακτικό του Honore Daumet, χάραξη του Taylor. 1858. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας. Άποψη της Λάρισας. Χαρακτικό του Honore Daumet, χάραξη του Taylor. 1858. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Ολοκληρώνουμε σήμερα τις εντυπώσεις του Γάλλου αρχαιολόγου Leon Heuzey, διευθυντού της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας από τις επισκέψεις του στη Λάρισα το καλοκαίρι του 1858. Μείναμε στην ημέρα όπου συνέχιζε τις αναζητήσεις του μέσα

στην πόλη για την ανεύρεση αρχαιολογικών ευρημάτων και αναφέρει σχετικά:
"Το κυνήγι για την εντόπιση αρχαιοτήτων είναι μια σπουδαία ευκαιρία για να περιφέρομαι σε ορισμένες περιοχές, τις οποίες υπό άλλες συνθήκες δεν θα επισκεπτόμουν. Και μ' αυτό τον τρόπο βρέθηκα σε μια συνοικία νέγρων[1]. Πιο κάτω συνάντησα έναν μενδρεσέ (μουσουλμανική ιερατική σχολή), όπου μικρά παιδιά ντυμένα με πολύχρωμα ρούχα έπαιζαν και μιλούσαν δυνατά σε μια μικρή δενδροφυτευμένη αυλή, κάτω από τον ίσκιο ενός τεμένους (ήταν Ιούνιος του 1858). Εκείνο που δεν πρέπει να ξεχάσω να γράψω είναι πως μπροστά στην πόρτα του μενδρεσέ υπήρχε ένας Τούρκος πλανόδιος έμπορος που πουλούσε απίθανα γλυκά".
Την επόμενη ημέρα ο Heusey επισκέφθηκε στο κονάκι του τον διοικητή των Κοζάκων Σαδίκ πασά. Τον περιγράφει με λεπτομέρειες και εν συνεχεία είχε μια πολύωρη συνομιλία μαζί του. Φεύγοντας έκανε έναν περίπατο προς την αγορά όπου την προσοχή του τράβηξαν κάτι μεγάλα ψάθινα καπέλα τα οποία χρησιμοποιούνταν από τις χωρικές σαν προστασία από τον ήλιο τους θερινούς μήνες όταν δούλευαν στα χωράφια. Τα ονομάζουν σκιάδια γιατί μοιάζουν περισσότερο σαν ομπρέλες για τον ήλιο (αλεξήλια) παρά σαν καπέλα, κάτι παρόμοια σαν αυτά των Βεδουΐνων, και συμπληρώνει: "Για έναν απόφοιτο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής σαν και μένα, μου θυμίζουν το περίφημο θεσσαλικό καπέλο που φορούσε η Ισμήνη στον "Οιδίποδα επί Κολωνώ" του Σοφοκλή".
Την 1η Ιουλίου ο Heuzey αναχωρεί για Τύρναβο, Δαμάσι, και σε άλλες περιοχές της Περραιβίας και μετά από 8 ημερών ταξίδι επιστρέφει στη Λάρισα όπου μένει άλλες οκτώ ημέρες. Παρακολουθούμε από τα γραπτά του τις δραστηριότητες στην πόλη μας, όπως τις περιγράφει ο ίδιος, παραλείποντας τα σημεία εκείνα που δεν έχουν κάποιο τοπικό ενδιαφέρον. Γράφει λοιπόν ο Leon Heuzey:
"Έπειτα από απουσία οκτώ ημερών, η πρώτη μου δουλειά μόλις έφθασα στη Λάρισα ήταν να επισκεφθώ τον φίλο μου Χουσνή πασά[2]. Μου περιέγραψε μια πρόσφατη υπόθεση η οποία τον τιμά ιδιαίτερα για την αμεροληψία του. Συγκεκριμένα στη μικρή πόλη Καρδίτσα εναντιώθηκε με σθένος στις απαιτήσεις των Τούρκων μπέηδων της περιοχής, οι οποίοι ήθελαν να εμποδίσουν με κάθε θυσία να κτίσουν οι Έλληνες ένα σχολείο. [...]
Κατά τη διάρκεια της πρώτης παραμονής μου στη Λάρισα δεν είχα τον χρόνο να επισκεφθώ τον αρχιεπίσκοπο[3]. Το κτίριο όπου στεγάζεται είναι μια απλή ισόγεια κατοικία χωρίς να έχει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Τα σεβαστά εκκλησιαστικά αξιώματα στην ελληνική (ορθόδοξη) εκκλησία αναλάμβαναν κυρίως απλοί ρακένδυτοι ιερείς. Μου φάνηκε πολύ περίεργο το γεγονός να ακούω τον ίδιο τον προκαθήμενο της τοπικής εκκλησίας να εγκωμιάζει τον Χουσνή πασά. Κατά τις συνεχείς και αναρίθμητες διενέξεις ανάμεσα στους Τούρκους μπέηδες και στους χωρικούς που δούλευαν στα τσιφλίκια τους, σχεδόν πάντα ο διοικητής αυτός αποφάσιζε υπέρ των χωρικών, ακόμα και στην περίπτωση του Χασάν Τουραχάν Ζαδέ, ο οποίος είχε τη μεγαλύτερη ισχύ στην περιοχή της Λάρισας. Ο Χουσνή πασάς συνήθιζε να λέει στους ομοθρήσκους του: "Μην τους αποκαλείται ραγιάδες. Είναι και αυτοί υπήκοοι του σουλτάνου, όπως και σεις. Αν πρέπει να θεωρούμαστε καλοί μουσουλμάνοι πρέπει να τους αγαπάμε και να τους προστατεύουμε, αφού ο Μωάμεθ δήλωνε ότι τους είχε μέσα στην καρδιά του. Αν αυτό δεν είναι γραμμένο μέσα στο Κοράνι, εγώ να μην αποθάνω Τούρκος". Λόγια σπουδαίας σημασίας βγαλμένα από το στόμα ενός αξιωματούχου μουσουλμάνου. Χωρίς καμιά αμφιβολία ο αρχιεπίσκοπος είναι πολύ ικανοποιημένος απ' αυτή την κατάσταση, την οποία όπως είναι φυσικό βλέπει από μια ιδιαίτερη πλευρά. Αυτό που τον ικανοποιεί είναι πως με τον τρόπο αυτό η ισχύς των μπέηδων αποδυναμώνεται σε μεγάλο βαθμό και "δεν αξίζουν ούτε έναν παρά" κατά τη γνώμη του. [...].
Μια ξαφνική αδιαθεσία, προφανώς λόγω των συνεχών περιοδειών μου με άλογα, με ανάγκασε να μείνω μερικές ημέρες ξαπλωμένος, πριν αρχίσω ξανά τα ταξίδια μου. Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία να μελετήσω το μεγάλο κατάστιχο, τον Κώδικα της Μητροπόλεως Λαρίσης [4], ο οποίος μου παραχωρήθηκε με προθυμία από τον αρχιεπίσκοπο και αντέγραψα μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εκκλησιαστική ιστορία της περιοχής. Ο αρχιεπίσκοπος φέρει επίσημα τον τίτλο του "Σεβασμιωτάτου και Πανιερωτάτου μητροπολίτου Λαρίσσης και Τρίκκης, υπερτίμου και εξάρχου Δευτέρας Θετταλίας και πάσης Ελλάδος". Η παλαιά πόλη Τρίκκη (τα σημερινά Τρίκαλα) υπάγονταν κατευθείαν στην εξουσία του μητροπολίτη Λαρίσης και βρισκόταν πάνω από τις υπόλοιπες επισκοπές, οι οποίες είναι της Δημητριάδος (Βόλου), των Θαυμακών (Δομοκού), του Γαρδικίου (Ζάρκου), των δύο νήσων Σκιάθου και Σκοπέλου, του Ζητουνίου (Λαμία), του Ραδοβισδίου, του Λιδωρικίου, του Λιτζάς και Αγράφων.
Σε ένα έγγραφο του έτους 1686 που περιέχεται στον Κώδικα αρ. 1472, ο αρχιεπίσκοπος Λαρίσης προσθέτει στον τίτλο του και αυτόν του επισκόπου Τρίκκης[5] και μάλιστα λαμβάνει μέρος στην εκλογή ενός επισκόπου Σταγών (Καλαμπάκας). [...] Η εκλογή των επισκόπων βασίζονταν κυρίως στην ψήφο των συναδέλφων τους που συγκεντρώνονταν, υπό την προεδρία του μητροπολίτη Λαρίσης πότε στο ναό του Αγίου Αχιλλίου στη Λάρισα, πότε και στο ναό του Προδρόμου Ιωάννου στον Τύρναβο (καθώς και στο ναό του Αγ. Στεφάνου στα Τρίκαλα)".
Στη συνέχεια ο Heuzey αναφέρει και άλλα έγγραφα του Κώδικα, το περιεχόμενο των οποίων του προξένησαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Με την καταγραφή των εντυπώσεων του περιηγητή από τη μελέτη του Κώδικα που έκανε, διαπιστώνουμε ότι το ιστορικό αυτό κείμενο βρισκόταν ακόμα το 1858 στα γραφεία της Μητροπόλεως Λαρίσης, ενώ από χρόνια τώρα βρίσκεται πλέον στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Την επομένη αρχίζει τις προετοιμασίες του για την αναχώρηση, μειώνει το προσωπικό της συνοδείας του και με αυτή την ακολουθία παίρνει τον δρόμο προς το βορειοδυτικό τμήμα της Θεσσαλίας. Θέλει να περιηγηθεί στα ξακουστά μοναστήρια των Μετεώρων, να επισκεφθεί περιοχές της Πίνδου και απ’ εκεί να περάσει στην Ήπειρο.
--------------------------
[1]. Και άλλοι ξένοι περιηγητές αναφέρουν την παρουσία νέγρων στη Λάρισα. Την περίοδο εκείνη η Λάρισα ήταν μια πόλη πολυφυλετική, αφού εκτός από μουσουλμάνους και χριστιανούς διέθετε μεγάλη κοινότητα εβραίων, αρκετούς τσιγγάνους και φυσικά νέγρους. Μάλιστα η πολυφυλετικότητα αυτή αποτυπώθηκε θαυμάσια στο χαρακτικό του Πρώσσου διπλωμάτη Jacob Bartholdy (1779-1825) με τον τίτλο "Bazar de Larisse", όταν επισκέφθηκε το 1803 με τον αυστριακό χαράκτη G. Gropius την πόλη και ενσωματώθηκε στο βιβλίο του "Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804. Paris.
[2]. Πρέπει να τονίσουμε ότι ο Χουσνή πασάς δεν έχει καμία σχέση με τον Χουσνή μπέη, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού όπου κατέλυσε ο βασιλέας Γεώργιος Α’ όταν ήλθε για πρώτη φορά στη Λάρισα του αρχές Οκτωβρίου του 1881, αμέσως μετά την απελευθέρωση του Θεσσαλίας. Μάλιστα πριν φύγει το αγόρασε από τον Τούρκο μπέη.
[3]. Όλοι οι ξένοι επισκέπτες στα οδοιπορικά τους αναφέρουν τον εκάστοτε μητροπολίτη της Λάρισας ως αρχιεπίσκοπο, προφανώς επηρεασμένοι από τη δική τους ορολογία archbishop στα αγγλικά και archeveque στα γαλλικά. Στην Ελλάδα ως γνωστόν αρχιεπίσκοπος είναι ο πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, δηλ. ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Την περίοδο εκείνη μητροπολίτης Λαρίσης ήταν ο Στέφανος Β' ο Κυδωνιεύς (1853-1870). Στις 16 Νοεμβρίου του 1853 χειροτονήθηκε αρχιερέας από τον πατριάρχη Άνθιμο στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου και στις 2 Απριλίου 1854 έφθασε στη Λάρισα όπου ενθρονίστηκε.
[4]. Πρόκειται για τον γνωστό Κώδικα της Μητροπόλεως Λαρίσης αρ. 1472, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα και περιέχει εκκλησιαστικές πράξεις της εν λόγω Μητροπόλεως, οι οποίες καλύπτουν το χρονικό διάστημα 1547 έως 1868. Πλην αυτού υπάρχει στην ίδια Βιβλιοθήκη και ο Κώδικας της Επισκοπής Τρίκκης αρ. 1471 ο οποίος καλύπτει την περίοδο 1688 έως 1857. Ο πρώτος Κώδικας (1472) εκδόθηκε το 2009 αυτοτελώς σε βιβλίο από τον ιστορικό των Τρικάλων Δημήτριο Καλούσιο, σε συνεργασία με το περιοδικό "Θεσσαλικό Ημερολόγιο" του Κώστα Σπανού. Αποτελεί ένα από τα λίγα γραπτά ιστορικά τεκμήρια το οποίο διασώθηκε από την τουρκοκρατία μέχρι τις ημέρες μας και αποτελεί σπουδαία πηγή πληροφοριών για την περιοχή μας.
[5]. Λίγοι γνωρίζουν ότι κοντά στα μέσα του 14ου αιώνα, λόγω επιδρομών και διώξεων η Λάρισα έμεινε μια πόλη χωρίς Χριστιανούς και αναγκαστικά η έδρα της Μητροπόλεως μεταφέρθηκε στα Τρίκαλα. Οι επισκέψεις του μητροπολίτη στη Λάρισα και τον Τύρναβο ήταν αραιές. Τότε ήταν που έλαβε τον τίτλο Λαρίσης και Τρίκκης, καθώς κατείχε και την έδρα της επισκοπής Τρίκκης. Το 1739, έπειτα από τέσσερις αιώνες επέστρεψε η έδρα της Μητροπόλεως ξανά στη Λάρισα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Γ’ με συνοδικό πατριαρχικό γράμμα του, επανασύστησε την Επισκοπή Τρίκκης. Από τότε η Λάρισα είναι η έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

 

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΧΑΡΙΤΕΣ: Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΚΑΘΑΡΟ ΔΟΘΗΚΕ ΠΟΤΕ ΣΤΟΥΣ ΘΝΗΤΟΥΣ
Οι Χάριτες είναι θεότητες που
προσωποποιούν τη χάρη, την ομορφιά και την ανεμελιά. Είναι ό,τι πιο ευγενικό και αγνό υπήρξε ποτέ στη Γη. Ό,τι πιο καθαρό δόθηκε στους θνητούς.
Χ ά ρ ι ς σημαίνει γενναιοδωρία, σημαίνει την καλύτερη έκβαση σε όλα, εξαιτίας της χάρης τα πράγματα παίρνουν καλή τροπή και ευτυχισμένο τέλος.
Λέμε πως κάποιος ζει "ζωή χαρισάμενη", είναι δηλαδή πολύ ευτυχισμένος, αλλά και πολλές φορές όταν πάει να συμβεί κάτι κακό λέμε πως με τη βοήθεια ή με τη συμβολή προσώπου ή πράγματος (χάριν) τα χειρότερα αποφεύχθηκαν.
Επίσης η λέμε χ ά ρ ισ μ α, την έμφυτη δηλαδή ικανότητα, το ψυχικό ή πνευματικό προσόν του ανθρώπου. Προέρχεται από την λέξη Χάρις- Χάριτες.
Χάρις είναι η Χαρά.
Η χαρά του να είσαι φως και να το προσφέρεις αγνά και απλόχερα στους γύρω σου, στην φύση, στο Όλον.
Πως ένιωθαν οι πρόγονοι μας τις Χάριτες; Πως τις τιμούσαν; Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι του μύθου και της ιστορίας μας.
Σύμφωνα με τον Όμηρο ήταν κόρες του Δία και της Ευρυνόμης, κόρη του Ωκεανού. Αρκετοί τις θεωρούσαν κόρες του Διόνυσου και της Αφροδίτης ή του Ήλιου και της Ναϊάδας Αίγλης.
Στον Ό μ η ρ ο αρχικά αναφερόταν η Χάρις σύζυγος του Ηφαίστου και η Πασιθέα, σύζυγος του θεού Ύπνου και μητέρα του Φάντασου και του Φοβήτορα και αλλού μνημονεύονται αόριστα χωρίς ιδιότητα και αριθμό, όπως εκείνες που ύφαιναν τον πέπλο της Αφροδίτης.
Οι Α θ η ν α ί ο ι τιμούσαν δυο Χάριτες την Αυξώ και την Ηγεμόνη. Μερικές φορές ταυτίζονταν με τις Ώρες και τοποθετούσαν στην ομάδα των Χαρίτων τις Ώρες Καρπώ και Θαλλώ.
Στη Σ π ά ρ τ η τις ονόμαζαν Κλήτα ("αστραφτερή") και Φαέννα ("ακτινοβόλος"), και τις ταύτιζαν με τις Ώρες.
Στην Αίγινα, την Τροιζήνα, την Επίδαυρο και στον Τάραντα τις ονόμαζαν Αυξησία και Δαμία ή "Αξεσίαι θεαί".
Ο Η σ ί ο δ ο ς αναφέρει τρεις Χάριτες, την Αγλαΐα, την Ευφροσύνη και τη Θάλεια ή Θαλία.
Οι Χάριτες συνδέονταν με την ανθοφορία και τη γονιμότητα της φύσης κι ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν και η Ευνομία, η Εύκλεια και η Πειθώ.
Ο Σ ώ σ τ ρ α τ ο ς αναφέρει πως η Αφροδίτη και οι Χάριτες Πασιθέα, Καλή και Ευφροσύνη είχαν διαγωνιστεί σε καλλιστεία με κριτή το μάντη Τειρεσία, ο οποίος είχε ψηφίσει την Καλή σαν την πιο όμορφη. Η Αφροδίτη για να τον τιμωρήσει τον είχε μεταμορφώσει σε γριά.
Ο Α ν τ ί μ α χ ο ς, ενώ δεν δίνει ούτε τον αριθμό ούτε τα ονόματα των Χαρίτων, λέει πως είναι κόρες της Αίγλης και του Ήλιου.
Ο ελεγειακός ποιητής Ερμεσιάναξ διαφωνεί με τους προκατόχους του, αφού καθιστά και την Πειθώ μια από τις Χάριτες.
Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ως μητέρα τους: την Ήρα, την Ευνομία, τη Λήθη, την Αρμονία, την Αφροδίτη (με τον Διόνυσο ως πατέρα), την Κορωνίδα και τη Αίγλη από τον Ήλιο.
Οι Χάριτες κατοικούσαν στον Όλυμπο κι ήταν συνοδοί του Απόλλωνα, του Διονύσου, της Αφροδίτης, της Αθηνάς, του Ηφαίστου και των Μουσών. Όταν ο Απόλλωνας έπαιξε για πρώτη φορά τη λύρα του, οι Χάριτες έστησαν χορό γύρω του μαζί με τις άλλες θεές κι όταν η Άρτεμη είχε εισέλθει στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, εκείνες άρχισαν να υμνούν μαζί της και με τη συνοδεία των Μουσών τη Λητώ, (μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης)
Οι Χάριτες συνόδευαν την Αφροδίτη μαζί με το θεό Πάνα και την Πειθώ.
Κάποτε η θεά είχε πιαστεί μαζί με τον Άρη σε ένα δίχτυ που είχε στήσει για τους δυο εραστές ο Ήφαιστος. Μετά από την περιπέτειά της είχε καταφύγει στην Πάφο της Κύπρου, όπου την περιποιήθηκαν οι Χάριτες, αλείφοντας την με αθάνατο λάδι και στολίζοντας την.
Οι Χάριτες γνώριζαν την τέχνη να κατασκευάζουν αρωματικά λάδια με τα οποία ενίσχυαν την ερωτική επιθυμία. Απεικονίζονταν νέες και όμορφες και έφερναν στους θεούς και στους ανθρώπους ομορφιά, χάρη και δημιουργικότητα. Τις παρουσίαζαν γυμνές, να κρατιούνται από τους ώμους. Οι δυο από αυτές κοιτούσαν προς μια κατεύθυνση, ενώ εκείνη που βρισκόταν στη μέση κοιτούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σύμφωνα με τους αρχαιοελληνικούς μύθους, η ποίηση, η μουσική, η ρητορική και ο χορός όφειλαν τα θέλγητρά τους στις Χάριτες, που ήταν παρούσες σε όλες τις γιορτές των θεών στον Όλυμπο.
Απέφευγαν τη μοναξιά και προτιμούσαν τη συντροφιά των θεών.
Ο Πίνδαρος τις ονόμαζε Σεμνές, Πότνιες και Βασίλειες.
Στη τέχνη απεικονίζονται με μακριά ενδύματα και λυτή ζώνη, ενώ στα έργα της ελληνιστικής εποχής παριστάνονταν πλέον τελείως γυμνές.
Οι Βοιωτοί λένε πως ο Ε τ ε ο κ λ ή ς ήταν ο πρώτος άνθρωπος που θυσίασε στις Χάριτες. Επιπλέον, γνωρίζουν πως καθιέρωσε τον αριθμό των Χαρίτων ως τρεις, αλλά δεν έχουν καμία παράδοση ως προς τα ονόματα που τους έδωσε.
Από τον Ετεοκλή από τον Ορχομενό μάθαμε το έθιμο προσευχής στις Χάρες.
Και οι Αγγελίων και Τεκταύς, γιοί του Διονύσου, που έφτιαξαν την εικόνα του Απόλλωνα για τους Δηλίους, έθεσαν τρεις Χάρες στο χέρι του.
Επίσης, στην Αθήνα, πριν από την είσοδο στην Ακρόπολη, οι Χάρες είναι τρεις σε αριθμό. Στην πλευρά τους εορτάζονται μυστήρια που δεν πρέπει να φανερωθούν στους πολλούς.
Ο Π ά μ φ ο ς είναι ο πρώτος που γνωρίζουμε πως τραγούδησε για τις Χάρες, αλλά η ποίησή του δεν περιέχει πληροφορίες ούτε για τον αριθμό τους ούτε για τα ονόματά τους.
Ο Όμηρος επίσης λέει πως ο Ύπνος ήταν εραστής της Πασιθέας, και στον λόγο του Ύπνου υπάρχει αυτός ο στίχος:
"Αληθώς θα μου έδινε μία από τις νεώτερες Χάριτες".
Επομένως μερικοί υποπτεύονται πως ο Όμηρος γνώριζε επίσης και γηραιότερες Χάριτες.
Το ποίημα του Ονομάκριτου συμφωνεί με αυτή την αναφορά.
Το παλαιότερο ιερό τους βρισκόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Στο θέατρο απέναντι από το ιερό τελούσαν προς τιμή τους τα Χαρίσια ή Χαριτήσια που περιλάμβαναν μουσικούς και ποιητικούς αγώνες. Τη νύχτα οι πιστοί πρόσφεραν γλυκίσματα από αλεύρι και μέλι.
Τα λατρευτικά τους αγάλματα ήταν τρεις μαύροι άμορφοι μετεωρόλιθοι, δηλαδή λίθοι που είχαν πέσει από τον ουρανό.
Στην Αθήνα υπήρχε ιερό των Χαρίτων πάνω στην Ακρόπολη στα Προπύλαια, κοντά στα ιερά του Ερμή Προπυλαίου και της Εκάτης Επιπυργιδίας. Ιερό τους υπήρχε και στην Αγορά κοντά στο ναό του Ηφαίστου.
Ναός τους υπήρχε και στη Σπάρτη, ενώ ο Παυσανίας αναφέρει πως στο ιερό των Χαρίτων στην Ήλιδα τα ξόανα τους είχαν πέτρινα χέρια και πόδια, ήταν στολισμένα με επίχρυσες εσθήτες και κρατούσαν η καθεμιά από ένα σύμβολο στο χέρι: τριαντάφυλλο η μία, αστράγαλο η δεύτερη και ένα κλαδί μυρσίνης (μυρτιάς) η τρίτη.
Ο ποταμός Κηφισός κοντά στους Δελφούς ήταν ιερός γι αυτές.
Ιερά τους υπήρχαν στη Δήλο, στην Κύπρο και στην Πάρο.
Στην Πάρο βρισκόταν ο Μ ί ν ω α ς όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου του Ανδρόγεω. Τότε πέταξε τα στεφάνια με τα άνθη, σταμάτησε τη μουσική, αλλά η τελετή ολοκληρώθηκε. Από τότε οι θυσίες προς τιμή των Χαρίτων στην Πάρο γίνονταν χωρίς άνθη και μουσική.
Ντυμένες απεικονίζονταν επίσης οι Χάριτες του Βουπάλου στο ιερό της Νέμεσης της Σμύρνης, η Χάρις που εικονίζεται με τον Ερμή σε πλάκα της Θάσου, οι ανάγλυφες Χάριτες στον θρόνο του Δία στην Ολυμπία, εκείνες που κοσμούσαν στεφάνι της Ήρας, έργο του Πολυκλείτου στο Άργος και οι Χάριτες του Απελλή.
Σε μερικές παραστάσεις απεικονίζονται να κρατούν η μία την άλλη ή να βαδίζουν πιασμένες χέρι-χέρι με χορευτικό βήμα. Συγγενείς τους θεότητες ήταν οι Ώρες, τις οποίες συχνά παρίσταναν μαζί τους ή και τις λάτρευαν μαζί.
Οι Χάριτες έδωσαν όλα τα αγαθά, όλα τα προτερήματα, τα χαρίσματα στους ανθρώπους. Την ομορφιά, την ευχαρίστηση, την ευτυχία, την διασκέδαση, την ευγένεια, μα πάνω απ'όλα την γενναιοδωρία.
Όλα είναι δικά τους δώρα.
Τιμή και αιώνια δόξα στο μεγαλείο τους.
*Έρευνα-συλλογή πληροφοριών Γιώβη Βασιλική. Πληροφορίες όπως και αυτούσια αποσπάσματα και παράγραφοι συλλέχθηκαν από διάφορες πηγές.

 

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το 404 Γεν. Στρατιωτικό Νοσοκομείο


Το 404 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο και η περιοχή του πάρκου  του Αγ. Αντωνίου φωτογραφημένα από μια ασυνήθιστη οπτική γωνία. Αεροφωτογραφία  από το βιβλίο των Μιχαήλ Αβραμόπουλου και Βασιλείου Βουτσιλά «ΛΑΡΙΣΑ», Αύγουστος 1962 Το 404 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο και η περιοχή του πάρκου του Αγ. Αντωνίου φωτογραφημένα από μια ασυνήθιστη οπτική γωνία. Αεροφωτογραφία από το βιβλίο των Μιχαήλ Αβραμόπουλου και Βασιλείου Βουτσιλά «ΛΑΡΙΣΑ», Αύγουστος 1962

Η σημερινή εικόνα απεικονίζει μια περιοχή της Λάρισας την οποία όλοι μας έχουμε αντικρύσει και τη γνωρίζουμε, όμως η γωνία λήψης από ψηλά, καθιστά δύσκολη με την πρώτη ματιά την αναγνώρισή της. Πρόκειται για το 404 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο (404 ΓΣΝ) και το πάρκο του Αγ. Αντωνίου το οποίο βρίσκεται στην πίσω πλευρά του. Οι δύο αυτοί χώροι οριοθετούνται από τους δρόμους Τρικάλων, Καραϊσκάκη, Αγνώστου Στρατιώτου και Λαγού.

Η φωτογραφία αυτή έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο των Μιχαήλ Αβραμόπουλου και Βασιλείου Βουτσιλά, το οποίο κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1962. Στις πρώτες 80 σελίδες περιέχει συνοπτικά την ιστορία της Λάρισας και στις υπόλοιπες 80 υπάρχουν άφθονες φωτογραφίες της μεταπολεμικής περιόδου, οι οποίες πρέπει να είναι των συγγραφέων, καθώς είναι πρωτότυπες και οι περισσότερες δημοσιευμένες για πρώτη φορά. Μία απ’ αυτές είναι και η σημερινή, που αποτελεί λεπτομέρεια αεροφωτογραφίας η οποία καταγράφει μέρος της συνοικίας του Αγ. Αθανασίου. Στο κάτω τμήμα της φωτογραφίας απεικονίζεται ένα τεράστιο επίμηκες κτίριο, διαμορφωμένο κατά τμήματα και πτέρυγες, κυμαινόμενου ύψους (συνήθως διώροφο[1] και στο κεντρικό τμήμα του τριώροφο), περιτριγυρισμένο από μεγάλο υπαίθριο χώρο. Η φωτογραφία καθώς είναι τραβηγμένη από ψηλά, απεικονίζει εκτός από το κτίσμα και την ταράτσα του 404 ΓΣΝ της Λάρισας. Μάλιστα έχει χαραχθεί σε δύο σημεία ο χαρακτηριστικός σταυρός, ο οποίος υποδηλώνει από αέρος ότι πρόκειται για νοσηλευτικό ίδρυμα. Μην ξεχνάμε ότι η φωτογραφία χρονικά έχει τραβηχτεί προ του 1962, δηλ. τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Η πόλη μας λόγω της σπουδαίας γεωπολιτικής θέσης την οποία κατέχει, ευρισκόμενη στο κέντρο της ευρύτερης θεσσαλικής περιοχής, υπήρξε ανέκαθεν[2] τόπος συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων και έδρα ανώτατων διοικητικών σχηματισμών. Επομένως η ανάγκη όπως υποστηριχθούν υγειονομικά όλες αυτές οι μεγάλες στρατιωτικές μονάδες που είχαν έδρα την πόλη μας, καθιστούσε επιτακτική την παρουσία στην περιοχή μεγάλου στρατιωτικού νοσοκομείου. Στη σύγχρονη ιστορία της μετά την απελευθέρωση του 1881, η πόλη μας φιλοξένησε πολλά στρατεύματα, φίλια και εχθρικά (τα τελευταία στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 και την περίοδο της κατοχής), όμως αμιγή στρατιωτικά νοσηλευτήρια δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία ότι υπήρξαν μέχρι το 1936. Σε πολεμικές περιόδους αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν πτέρυγες του Δημοτικού (Κουτλιμπάνειου) Νοσοκομείου και διάφορα δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια (αναφέρεται το κτίριο του Διδασκαλείου στην Κεντρική πλατεία, το αρχοντικό Σκαλιώρα, κ.ά.).
Μόνο στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα εντοπίζουμε προσπάθειες για τη δημιουργία ενός μεγάλου και σύγχρονου στρατιωτικού νοσοκομείου στη Λάρισα. Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Μικρά» της Λάρισας, της 11ης Φεβρουαρίου του 1910: «Την εβδομάδα ταύτην περατούται η εν τω ενταύθα γραφείω του Μηχανικού Θεσσαλίας, εκπόνησις του σχεδίου του αναγερθησομένου εν τη πόλει μας Στρατιωτικού Νοσοσκομείου. Τούτο θα ανεγερθή εν τω χώρω όπου ήτο μέχρι τούδε η πυριτιδαποθήκη Αρναούτ, θα στοιχίση περί τας 300.000 δραχμών και θα πληροί δεόντως άπαντας τους όρους ενός τελείου νοσοκομείου». Όμως το 1912 οι προετοιμασίες κατασκευής του νοσοκομείου διακόπηκαν για δύο περίπου δεκαετίες λόγω συνεχών πολεμικών γεγονότων. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η παρουσία των γαλλικών στρατευμάτων της Αντάντ στα γεγονότα του 1917, η εκστρατεία της Μικράς Ασίας και η επακολουθήσασα τραγωδία του 1922, με όλες τις συνέπειές της, υπήρξαν οι κύριες αφορμές της διακοπής της ανέγερσης.
Μετά το 1930 τέθηκε εκ νέου το ζήτημα κατασκευής στρατιωτικού νοσοκομείου στη Λάρισα. Ουσιαστικά ενεργοποιήθηκε το σχέδιο ανέγερσης του μεγάλου στρατιωτικού νοσοκομείου, που είχε διακοπεί πριν είκοσι περίπου χρόνια. Το 1934 ολοκληρώθηκαν οι βασικές εργασίες στο υπό ανέγερση κτίσμα και οι προσωρινές εγκαταστάσεις του στρατιωτικού νοσοκομείου, που βρίσκονταν μέχρι τότε στην περιοχή του σημερινού Α.Τ.Α., μεταφέρθηκαν στο νέο, το οποίο εγκαινιάσθηκε επίσημα το 1936. Ονομάστηκε δε «Β’ Στρατιωτικόν Νοσοκομείον», επειδή λειτουργούσε αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των υγειονομικών αναγκών του Β’ Σώματος Στρατού, το οποίο είχε τότε έδρα του τη Λάρισα και κάλυπτε στρατιωτικά τη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία και τον νομό Φθιώτιδας. Την περίοδο εκείνη το νοσοκομείο αυτό θεωρείτο το μεγαλύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο όχι μόνον του ελληνικού, αλλά και του βαλκανικού χώρου. Στους ευρύχωρους και υψηλούς θαλάμους του αναπτύσσονταν με ευκολία 170 κλίνες.  Από το 1940 και μετά το Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Λάρισας ακολουθεί από κοντά τις τύχες της χώρας μας. Ευτυχώς από τον μεγάλο σεισμό του 1941 υπέστη μικρές ζημιές, όμως κατά τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές τον Μάρτιο του 1941 βομβαρδίστηκε, όπως και όλη η πόλη, χωρίς να υποστεί σοβαρές υλικές καταστροφές. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα το νοσοκομείο επιτάχθηκε, περιήλθε στα στρατεύματα κατοχής και σε όλη τη διάρκεια της κατοχής λειτούργησε σαν γερμανικό στρατιωτικό νοσοκομείο με ανεπτυγμένα πολλά τμήματα. Το 1945, μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, επαναλειτούργησε με την επωνυμία «404 Γενικόν Στρατιωτικόν Νοσοκομείον Λαρίσης», ο δε χώρος στον οποίο περικλείεται το νοσοκομείο ονομάστηκε «Στρατόπεδο Κωνσταντίνου Πετρόπουλου»[3]. Η πενταετία 1945-1950 ήταν η περίοδος με τη μεγαλύτερη κίνηση και πληρότητα λόγω του Εμφυλίου πολέμου. Το 1951 τη διεύθυνση του νοσοκομείου ανέλαβε ο αρχίατρος τότε Δημήτριος Παλιούρας, ο οποίος κατόρθωσε μια άγονη έκταση πίσω από το κτίριο του νοσοκομείου να τη μετατρέψει στο υπέροχο πάρκο του Αγίου Αντωνίου, μέσα στο οποίο έστησε και το μνημείο των πεσόντων Θεσσαλών υγειονομικών. Σε όλη τη μακροχρόνια πορεία του το νοσοκομείο δεν άλλαξε την κτιριακή του μορφή. Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, είναι ένα στερεό κτίριο, με λιτή εξωτερική εμφάνιση, ενώ εσωτερικά διαθέτει ευρείς θαλάμους νοσηλείας, απέραντους διαδρόμους, χειρουργεία, εργαστήρια και φιλοξενούνται διάφορες ιατρικές ειδικότητες. Η παρουσία του στολίζει το δυτικό τμήμα της Λάρισας, ενώ εδώ και μερικά χρόνια το πάρκο του Αγίου Αντωνίου παραχωρήθηκε από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στον Δήμο Λαρισαίων για δημοτική χρήση.  Στο επάνω μέρος της φωτογραφίας διακρίνεται ο θαυμάσιος χώρος πρασίνου που αναφέραμε, καθώς και ο παλιός ναός του Αγ. Αντωνίου, ο οποίος θεωρείται παρεκκλήσιο του γειτονικού ενοριακού ναού του Αγ. Αθανασίου, από τον οποίο και εξυπηρετείται.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

[1]. Ο κάτω όροφος ουσιαστικά αντιπροσωπεύεται από υπερυψωμένο υπόγειο.
[2]. Επί τουρκοκρατίας και κυρίως την περίοδο που ο σουλτάνος είχε μετακομίσει για δύο περίπου χρόνια (1667-1669) στη Λάρισα, οι ξένοι περιηγητές αναφέρουν ότι τα οθωμανικά στρατεύματα τα οποία είχαν στρατοπεδεύσει στην πόλη ανέρχονταν περίπου στους 200.000 άνδρες, αριθμός απίστευτος.
[3]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ο επίατρος Κωνσταντίνος Πετρόπουλος και ο τραγικός θάνατός του. «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Β’», Λάρισα (2018) σελ. 175-178.

 

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

 

Ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα

Ένας από τους σημαντικότερους μύθους της Ελληνικής Μυθολογίας διαδραματίζεται στην περιοχή μας χιλιάδες χρόνια πριν (υπολογίζεται περίπου στο 9000 π.Χ.) 

Ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα είναι η αρχαία Ελληνική εκδοχή του κατακλυσμού που αναφέρεται πολύ πιο μετά, σε παραδόσεις πολλών αρχαίων πολιτισμών (όπως π.χ. στην Εβραϊκή παράδοση με τον κατακλυσμό του Νώε).
Κατά τον μύθο την εποχή που στη Φθία και τη Θεσσαλία βασίλευε ο Δευκαλίωνας ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει όλη την γενιά των ανθρώπων που ήταν διεφθαρμένη, με εξαίρεση τον δίκαιο βασιλέα και την γυναίκα του την Πύρρα.
Ο Δευκαλίωνας λοιπόν μετά από συμβουλή του πατέρα του κατασκεύασε ένα πλοίο συγκέντρωσε τα απαραίτητα εφόδια για την επιβίωση τους και επιβιβάστηκε στο πλοιάριο μαζί με την γυναίκα του. Στο μεταξύ ο Δίας ανοίγει τους καταρράκτες του Ουρανού και το έδαφος της Ελλάδας γεμίζει με νερό και οι άνθρωποι χάνονται.
 Για εννέα μέρες και εννέα νύχτες το βασιλικό ζευγάρι περιφέρεται από τα νερά μέσα στο πλοιάριο. Την δέκατη όμως ημέρα προσάραξε στο όρος Όρθρυς κατά άλλη εκδοχή στον Παρνασσό.
Εκεί όταν οι βροχές σταμάτησαν και τα νερά υποχώρησαν ο Δευκαλίων και η Πύρρα κατέβηκαν στην ξηρά και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν θυσία στον Φύξιο Δία (προστάτης των φυγάδων). 
Ο θεός που επικαλέστηκε ο θεοσεβής Δευκαλίωνας έστειλε τον Ερμή για να τους μεταφέρει την υπόσχεση ότι ο Δίας θα πραγματοποιούσε την πρώτη ευχή τους. Και η πρώτη ευχή του Δευκαλίωνα και της Πύρρας δεν ήταν άλλη από το να δώσει και πάλι ζωή ο Δίας στο ανθρώπινο γένος.
Κατά μία άλλη εκδοχή η οποία προέρχεται από την Φωκίδα ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα πήγαν στους Δελφούς και στο ιερό της Θέμιδας για να εκφράσουν και σ αυτή την ίδια επιθυμία.
 Η θεά τους άκουσε και τους απάντησε με τον παρακάτω χρησμό: Αν ήθελαν να φέρουν στη ζωή νέους ανθρώπους θα έπρεπε να καλύψουν τα πρόσωπά τους και να ρίχνουν πίσω από την πλάτη τους τα οστά της μητέρας τους.
Εκείνοι κατάλαβαν την ερμηνεία του χρησμού και αφού έκαναν ότι τους έλεγε ο χρησμός άρχισαν να πετάνε πέτρες πίσω από την πλάτη τους, αφού αυτές προέρχονταν από τα σπλάχνα της μάνας Γης.
Οι πέτρες που πετούσε ο Δευκαλίωνας μεταμορφώνονταν σε άνδρες και αυτές που πετούσε η Πύρρα μεταμορφώνονταν σε γυναίκες. Από την πρώτη δε πέτρα που πέταξε ο Δευκαλίωνας προήλθε ο Έλληνας, γενάρχης των Ελλήνων.
Ο Δευκαλίων και η Πύρρα απόκτησαν εκτός από τον Έλληνα, τον Αμφικτύωνα, τη Πρωτογένεια, τη Μελανθώ, τη Θυία (ή Αιθυία) και την Πανδώρα. Ο πρωτότοκος γιος τους ο Έλλην έγινε γενάρχης των Ελλήνων.
 Ο Αμφικτύων, κυβέρνησε την Αθήνα μετά τον Κραναό. Ο ίδιος ο Δευκαλίων, έγινε ο βασιλιάς της Φθίας και της Θεσσαλίας.
Ο γενάρχης των Ελλήνων, ο Έλλην, γέννησε με την Ορσηίδα τρεις γιους, τον Δώρο τον Ξούθο και τον Αίολο τους πρώτους αρχηγούς των Ελλήνων.
Ο Ξούθος βασίλεψε στη Πελοπόννησο και έκανε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα από τους οποίους οι Αχαιοί και οι Ίωνες πήραν τα ονόματά τους. 
Ο Αίολος βασίλεψε στη Θεσσαλία και οι κάτοικοι ονομάσθηκαν Αιολείς απ' αυτόν. Ο Δώρος και οι άνθρωποι του που ονομάστηκαν Δωριείς εγκαταστάθηκαν στις περιοχές ανατολικά του Παρνασσού.
Ο Αμφικτύων ήταν πατέρας του Λοκρού, ο οποίος ίδρυσε την Λοκρίδα.
Η εκδοχή του Δευκαλίωνα και της Πύρρας είναι αυτή που διαδόθηκε ευρύτατα από τις υπόλοιπες σχετικές παραδόσεις και επικράτησε όλων των άλλων και κατά την εποχή του Πλουτάρχου εμπλουτίστηκε και με άλλα στοιχεία και λεπτομέρειες που προέρχονται από ασιατικές παραδόσεις, θυμίζουν σε πολλά σημεία τους την εκδοχή που μας διηγείται η Βίβλος.
Ο Δευκαλίων, λοιπόν, και οι δικοί του ήταν οι μόνοι που γλίτωσαν από τον τρομερό κατακλυσμό, σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία. Αλλά σε πιο κατακλυσμό αναφέρεται η Ελληνική μυθολογία; 
Μήπως στο παγκόσμιο κατακλυσμό που σύμφωνα με τον Πλάτωνα έγινε γύρω στο 9600 π.Χ. και βυθίσθηκε η Ατλαντίδα μέσα σε μια μέρα και νύχτα;
Η ημερομηνία αυτή επιβεβαιώνεται και από τις παραδόσεις άλλων αρχαίων λαών. Ή μήπως υπήρχε και άλλος κατακλυσμός μικρότερος, γύρω στο 7000 π.Χ. ή ακόμα και στο 5000 π.Χ, όπως πολλοί μελετητές παραδέχονται, στον οποίο βυθίσθηκε και το υπόλοιπο τμήμα της Ατλαντίδος που επέζησε; 
Αν ισχύει η δεύτερη εκδοχή τότε αυτό σημαίνει ότι η Ατλαντίδα δεν καταποντίστηκε στα γρήγορα αλλά σταδιακά, και σ' αυτό το σημείο ο Πλάτων σφάλει.
Το ότι υπήρχαν πολλοί κατακλυσμοί, όμως, το αναφέρει και ο Πλάτων στο διάλογο "Τίμαιος" (22CD και 23 Β).
Στα κεφάλαια αυτά ο Πλάτων αναφέρει ένα μέρος της συζήτησης που είχε κάνει ο Σόλων με τους ιερείς της Αιγύπτου. Αναφέρουμε, τα συγκεκριμένα κεφάλαια(22ABCD, 23B):
" ...Κάποτε που θέλησε ο Σόλων να τους παρασύρει (εννοεί: τους ιερείς της Αιγύπτου) να μιλήσουν για τα παλιά γεγονότα, άρχισε να τους διηγείται για όσα εδώ στην Αθήνα θεωρούνται αρχαιότατα. 
Για τον Φορωνέα, τον οποίο ονόμασαν πρώτο και για τη Νιόβη και για τα μετά τον κατακλυσμό. Διηγήθηκε επίσης για τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, πως διαβίωσαν μετά τον κατακλυσμό, και για τους απογόνους τους, και προσπάθησε να καθορίσει πόσα έτη παρήλθον από όσα έλεγε και να χρονολογήσει.
Κάποιος από τους ιερείς πολύ ηλικιωμένος, του είπε τότε: ...Πολλές καταστροφές ανθρώπων έχουν γίνει και θα γίνουν από πολλά αίτια, οι πλέον μεγαλύτερες από πυρκαγιές και κατακλυσμούς, και οι μικρότερες από αμέτρητα άλλα αίτια. 
Π.χ. η παράδοση που επικρατεί εις τη χώρα σας ότι δηλαδή κάποτε ο Φαέθων, ο γιος του Ηλίου, αφού έζευξε το άρμα του πατρός του, επειδή δεν είχε την ικανότητα να ακολουθήσει τον ίδιο με τον πατέρα του δρόμο, και πυρπόλησε ότι υπήρχε πάνω στη γη και ο ίδιος κτυπηθείς από κεραυνό εφονεύθη, αυτό λέγεται ως μύθος, ενώ η πραγματικότητα είναι η παράλλαξη (σημείωση: μεταβολή της κυκλικής κίνησης) των περιστρεφομένων γύρω από τη γη ουρανίων σωμάτων που προκαλεί καταστροφή για πολλά χρόνια, από τις πυρκαγιές, των όντων πάνω στη γη....".
Και παρακάτω ο Αιγύπτιος ιερέας λέει στο Σόλωνα (23B): " Όσα λοιπόν είπες προηγουμένως, Σόλων, για τις δικές σας παραδόσεις περί γενεαλογιών, ελάχιστα διαφέρουν από παιδικά παραμύθια. Διότι εσείς ενθυμείσθε μόνο ένα κατακλυσμό της γης (σημείωση: τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα), ενώ έγιναν πολλοί πιο παλιά....."
Όσα αναφέραμε δείχνουν το αρχέγονο ιστορικό βάθος των ελληνικών μύθων! Πρέπει δε να τονίσουμε ότι ο μύθος δεν είναι κατ' ανάγκην παραμύθι αλλά οι αναφορές του έχουν έναν ενδεχόμενο ιστορικό πυρήνα! 
Ο μύθος συνήθως έχει δυο στόχους να διδάξει και να πληροφόρηση με κωδικοποιημένες εικόνες ή με υπερβολές και αλληγορίες όπως θα λέγαμε σήμερα. Το πόσες πληροφορίες έχουν χαθεί για το απώτατο παρελθόν των Ελλήνων και της μεσόγειου γενικότερα το δείχνει ο μύθος του Δευκαλίωνα τον οποίον αναφέραμε προηγουμένως.
Διαβάστε παρακάτω και θα καταλάβετε!
«Έτσι έχει ο μύθος του Δευκαλίωνος. Αυτή η γενιά των ανθρώπων δεν είναι η πρώτη, αλλά της πρώτης εκείνης γενιάς οι άνθρωποι όλοι χάθηκαν, αυτοί δε γένος δεύτερο είναι του Δευκαλίωνος που το πλήθος της παντού αποίκησε. Περί δε εκείνων των (πρώτων) ανθρώπων αυτά μυθολογούνται, ότι μεγάλοι υβρισταί έγιναν και αθέμιτα έργα έπρατταν, ούτε όρκους τηρούσαν, ούτε ξένους φιλοξενούσαν, ούτε και ικέτες ανέχοντο, έτσι επήλθε σ' αυτούς η μεγάλη συμφορά.
Αυτή η ίδια η γη, πολύ ύδωρ ανέδυε, και βροχές μεγάλες έγιναν και οι ποταμοί τεραστίως διογκώθηκαν και η θάλασσα τόσο πολύ ανέβη, ώστε τα πάντα σκέπασε το νερό και έτσι χάθηκαν όλοι! Ο Δευκαλίων δε, ευσεβής και συνετός, μόνος των ανθρώπων απέμεινε για (να γεννήσει) την γενιά την δεύτερη. 
Η δε σωτηρία έτσι έγινε. Μεγάλη λάρνακα (κιβωτό) αυτός είχε και σ' αυτήν επιβίβασε παιδιά[8] και γυναίκες. Κατέφθασαν δε και επιβιβάσθηκαν (στην κιβωτό επίσης) και χοίροι και ίπποι και λέοντες κατά γένη και όφεις και ακόμα όλα όσα την γη μοιράζονται, πάντα κατά ζεύγη.
Ο δε (Δευκαλίων) τα δέχθηκε όλα, γιατί μεταξύ τους δεν εβλάπτοντο, διότι εκ Διός φιλία έγινε μεταξύ τους και σε μια λάρνακα πάντες έπλευσαν όσο το ύδωρ επικρατούσε. Αυτά ιστορούν οι Έλληνες περί Δευκαλίωνος»
Λουκιανός «περί της συρίης θεού» 12.3

Οι περιγραφές του κατακλυσμού στην Σαμοθράκη έχουν πράγματι εξαιρετικό ενδιαφέρον: «Τώρα θα σας διηγηθώ την ιστορία των νησιών του Αιγαίου αρχίζοντας από την Σαμοθράκη... Το νησί κατοικούσαν αυτόχθονες... λένε ότι στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Σαόννησος... 
Οι Σαμόθρακες διηγούνται ότι πριν από τους κατακλυσμούς που έγιναν σε άλλους λαούς συνέβη εκεί ένας άλλος μεγάλος κατακλυσμός στην διάρκεια του οποίου άνοιξε το στενό στις «Κυανές πέτρες» (οι μυθικές συμπληγάδες) και στην συνέχεια (άνοιξε) ο Ελλήσποντος.
Γιατί η θάλασσα του Εύξεινου πόντου ήταν πρώτα λίμνη και φούσκωσε σε τέτοιο σημείο που από την πίεση του ρεύματος ξεχύθηκαν με ορμή τα νερά στον Ελλήσποντο και κατέκλυσαν μεγάλο μέρος από τα Ασιατικά παράλια και όχι και λίγη πεδινή έκταση της Σαμοθράκης μετατράπηκε σε θάλασσα.
 Και γι'; αυτόν τον λόγο στα μεταγενέστερα χρόνια μερικοί ψαράδες ανασύρουν με τα δίχτυα τους λίθινα κιονόκρανα, γιατί ακόμα και πόλεις κατακλύστηκαν απ'; τα νερά. Κι'; όσοι γλίτωσαν απ'; τον κατακλυσμό κατέφυγαν στα ψηλότερα μέρη του νησιού.
Αλλά καθώς η θάλασσα ανέβαινε ολοένα και ψηλότερα, ευχήθηκαν στους θεούς του τόπου κι'; όταν σώθηκαν σε ανάμνηση του γεγονότος ύψωσαν πέτρινα σύνορα γύρω-γύρω απ'; το νησί κι'; έκτισαν βωμούς. Είναι φανερό λοιπόν ότι η Σαμοθράκη ήταν κατοικημένη πριν από τον κατακλυσμό»


Διόδωρος Σικελιώτης ιστορική βιβλιοθήκη 5.47

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο σταθμός του Λαρισαϊκού


Σιδηροδρομικός Σταθμός Διεθνούς (Λαρισαϊκού). Επιστολικό δελτάριο  του Ιωάννη Κουμουνδούρου. 1935 περίπου. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας Σιδηροδρομικός Σταθμός Διεθνούς (Λαρισαϊκού). Επιστολικό δελτάριο του Ιωάννη Κουμουνδούρου. 1935 περίπου. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει ένα από τα ομορφότερα κτίσματα της Λάρισας, τα οποία χάθηκαν στον βωμό της νεοτερικότητας, τον παλαιό σταθμό του διεθνούς σιδηροδρόμου. Ήταν ένα επιβλητικό κτίριο το οποίο εξυπηρέτησε τους κατοίκους της πόλης μας και τους επισκέπτες της για πενήντα και πλέον χρόνια και αποτέλεσε όχι μόνον την πυρήνα της διακίνησης ανθρώπων και εμπορευμάτων, αλλά και της επαφής με άλλα μέρη της χώρας μας και του εξωτερικού[1].


Ο μεγάλος πολιτικός Χαρίλαος Τρικούπης ήταν εκείνος ο οποίος οραματίστηκε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, να κατασκευαστεί μια μεγάλη σιδηροδρομική αρτηρία η οποία θα συνέδεε την Αθήνα με τα βόρεια σύνορα της χώρας, που έφθαναν τότε μέχρι τη Μελούνα. Οι περιστάσεις όμως το έφεραν ώστε να μην προλάβει ο ίδιος να το πραγματοποιήσει. Υπήρξαν βέβαια επί της εποχής του οι τοπικές σιδηροδρομικές διαδρομές (προς Πειραιά, Χαλκίδα, Πελοπόννησο και άλλες μικρότερες), ο σχεδιασμός όμως αυτής της μεγάλης σημασίας γραμμής δεν είχε προχωρήσει παρά μόνο μέχρι τη Λαμία. Το 1906 επεκτάθηκε και μέχρι τον Παλαιοφάρσαλο (Δεμερλί), όπου συναντούσε τη θεσσαλική γραμμή Βελεστίνου-Καλαμπάκας. Τελικά τον Ιούνιο του 1906 υπογράφηκε σύμβαση για την επέκταση της γραμμής από Δεμερλί προς Λάρισα και μέχρι τον συνοριακό σταθμό Παπαπούλι, ο οποίος βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα βορειότερα από τον σιδηροδρομικό σταθμό Ραψάνης. Κατά την κατασκευή των έργων η Λάρισα, λόγω της σημασίας της ως ακριτικής πόλης και της γεωγραφικής της θέσης, κρίθηκε σωστό να αποκτήσει έναν σιδηροδρομικό σταθμό ικανό να εξυπηρετήσει και διάφορες σκοπιμότητες εθνικές και γεωγραφικές. Υπήρχε ήδη από το 1884 ο Σιδηροδρομικός σταθμός του Θεσσαλικού, τοπικής εμβέλειας, αφού εξυπηρετούσε αποκλειστικά τη Θεσσαλία και το εύρος της γραμμής ήταν ενός μέτρου, συγκριτικά με το διεθνές εύρος των γραμμών που ήταν 1,435 μέτρα.
Την κατασκευή της γραμμής του Λαρισαϊκού[2] είχε αναλάβει το συνδικάτο κατασκευής σιδηροδρόμων της Ανατολής, το οποίο στην Ελλάδα εκπροσωπούσε η γαλλική εταιρεία Μπατινιόλ. Μαζί με την κατασκευή των γραμμών η εταιρεία αυτή ανέλαβε και την ανέγερση των σιδηροδρομικών σταθμών, οι οποίοι φυσικά ήταν διαφόρων κατηγοριών, ανάλογα με τη σημασία κάθε σταθμού. Τέσσερις απ’ αυτούς αποφασίστηκε από την εταιρεία ότι θα έπρεπε να γίνουν μεγάλοι και επιβλητικοί, της Αθήνας, του Πειραιά, της Χαλκίδας και της Λάρισας.
Το πρώτο τρένο της γραμμής Αθηνών-Λαρίσης έφθασε στην πόλη μας στις 24 Αυγούστου 1908 και την επόμενη χρονιά (1909) έφθανε ως το Παπαπούλι, το οποίο μέχρι το 1912 αποτελούσε τον τελευταίο συνοριακό σταθμό, απ’ όπου ο επιβάτης έμπαινε μετά στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μαζί με το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού είχαν κατασκευαστεί και διάφορα βοηθητικά κτίρια, αποθήκες, μηχανοστάσιο, κ.λπ. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι πρώτος σταθμάρχης στη Λάρισα το 1908 ήταν ο Νικόλαος Σβορώνος και πρώτος μηχανοστασιάρχης ήταν ο Γ. Πρόκος. Σταδιακά έγιναν και άλλες βελτιώσεις και προσθήκες και η πληθώρα των γραμμών με τη μεγάλη σκεπαστή αποβάθρα έδιναν την όψη βασικού συγκοινωνιακού σταθμού.
Μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, το σιδηροδρομικό δίκτυο της ελεύθερης πλέον Μακεδονίας, το οποίο είχε ήδη από χρόνια κατασκευαστεί από τους Τούρκους, ενώθηκε με τους ελληνικούς σιδηροδρόμους το 1916 και από το 1918 άρχισε η τακτική συγκοινωνία Αθηνών - Λαρίσης - Θεσσαλονίκης - Συνόρων και οι γραμμές του έφθαναν από τη μια προς βορράν μέχρι την Ειδομένη, τον συνοριακό σταθμό με τον οποίο συνδεόταν η Ελλάδα με τα σιδηροδρομικά δίκτυα της Ευρώπης και από την άλλη ανατολικά μέχρι το Πύθιο, όπου συνδεόταν με το τουρκικό σιδηροδρομικό δίκτυο.
Μελετώντας τη δημοσιευόμενη φωτογραφία, παρατηρούμε ότι το κυρίως κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Λάρισας ήταν ένα επίμηκες διώροφο οικοδόμημα. Στις δύο πλευρές του, την ανατολική και τη δυτική, υπήρχαν δύο μικρότερα εφαπτόμενα ισόγεια κτίσματα. Οι τοίχοι του στο ισόγειο τόσο στο κύριο κτίσμα, όσο και στα εφαπτόμενα ήταν πολύ επιμελημένοι. Αποτελούνταν από πελεκητή αρμολογημένη πέτρα, η οποία έδινε την όψη μωσαϊκού. Τη μορφή αυτή, είχαν και όλοι οι υπόλοιποι σταθμοί κατά μήκος του δικτύου αυτού, μικροί και μεγάλοι.
Στο ισόγειο υπήρχαν πέντε πόρτες με χαμηλά τόξα στην κορυφή τους. Ο επάνω όροφος του κυρίου κτίσματος ήταν καλυμμένος με επίχρισμα και διέθετε πέντε παράθυρα, συμμετρικά τοποθετημένα με τις πόρτες του ισογείου, ενώ οι πλάγιοι τοίχοι είχαν γραμμένο το όνομα του σταθμού. Η πλευρά του κτιρίου που έβλεπε προς την πλατεία του σταθμού στολιζόταν στη στέγη του ορόφου με ένα μεγάλο ρολόι, επικαλυπτόμενο από τοξοειδή αψίδα. Η προσθήκη αυτή προσέδιδε στο κτίσμα άλλη λάμψη. Από την πλευρά των γραμμών υπήρχε ένα τεράστιο μεταλλικό στέγαστρο, το οποίο στηριζόταν με μεταλλικούς δοκούς όμορφα δουλεμένους και κάλυπτε ολόκληρη τη μεγάλη αποβάθρα του σταθμού. Γενικά ήταν ένα όμορφο σε εμφάνιση κτίριο, συμμετρικό, με αρκετά νεοκλασικά στοιχεία ειδικά στον όροφο, το οποίο ηρεμούσε την ανθρώπινη όραση. Μπροστά από την πρόσοψη ανοιγόταν ένας τεράστιος ακάλυπτος χώρος για τη στάθμευση αμαξών και αυτοκινήτων. Αργότερα στη θέση αυτή δημιουργήθηκε η μικρή πλατεία που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Το κτίριο αυτό μαζί με τα βοηθητικά κτίσματα εξυπηρέτησε κατά τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες του επιβατικού κοινού της περιοχής μας για πενήντα περίπου χρόνια. Όμως οι σεισμοί, ιδιαίτερα αυτός του 1957, επέφεραν καταστροφές στα κτίρια. Οι προσωρινές επιδιορθώσεις δεν έλυσαν το πρόβλημα. Επιπλέον φαινόταν καθαρά ότι ο σταθμός δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στην αυξανόμενη κίνηση λόγω της πληθυσμιακής και εμπορικής ανάπτυξης της πόλης. Το 1958 αποφασίστηκε να κατεδαφιστεί και στη θέση του άρχισε να κατασκευάζεται νέος, σύγχρονος και άνετος σταθμός, αυτός που υπάρχει μέχρι σήμερα. Τα εγκαίνιά του έγιναν με μεγάλη επισημότητα στις 26 Αυγούστου 1961 από τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλο και από τότε εξυπηρετεί το επιβατικό κοινό για έξη περίπου δεκαετίες, χωρίς καμιά ουσιαστική κτηριακή μεταβολή του κεντρικού του κτιρίου.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

[1]. Η Λάρισα ως γνωστόν διέθετε δύο κτίρια σιδηροδρομικών σταθμών. Το πρώτο και παλαιότερο ήταν το κτίριο του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου. Βρισκόταν μερικές δεκάδες μέτρα νοτιοανατολικά του Διεθνούς και είχε οικοδομηθεί το 1884. Σήμερα δυστυχώς στη θέση του υπάρχουν μόνον ερείπια, αφού εδώ και εξήντα και πλέον χρόνια ολόκληρος ο χώρος του έχει προκλητικά εγκαταλειφθεί. Το δεύτερο ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός του Διεθνούς (Αθηνών-Λαρίσης-Θεσσαλονίκης-Ειδομένης) που αποτυπώνεται στη φωτογραφία.
[2]. Ονομάστηκε «Λαρισαϊκός» γιατί η γραμμή αυτή είχε τερματικό σταθμό τη Λάρισα (ουσιαστικά έφθανε μέχρι τα βόρεια σύνορα του νομού της). Για τον ίδιο λόγο ο Σιδηροδρομικός Σταθμός των Αθηνών ονομάζεται ακόμη και σήμερα Σταθμός Λαρίσης. Μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους, όταν η γραμμή αυτή από το Παπαπούλι συνδέθηκε με το δίκτυο της Μακεδονίας πήρε και την ονομασία Διεθνής.