Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

ΤΟ "ΚΟΛΩΝΑΚΙ" ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - Α’


Σχηματική αναπαράσταση της σημερινής περιοχής του Κολωνακίου Λάρισας, όπως ήταν τον Μάιο του 1935, κατατετμημένης σε οικόπεδα.  Η οδός Νιρβάνα δεν έχει ακόμα οριοθετηθεί. Οι αριθμοί υποδηλώνουν  τα 29 οικόπεδα προς πώληση. Αρχείο Μπέτυς Βελώνη-Κολοκοτρώνη Σχηματική αναπαράσταση της σημερινής περιοχής του Κολωνακίου Λάρισας, όπως ήταν τον Μάιο του 1935, κατατετμημένης σε οικόπεδα. Η οδός Νιρβάνα δεν έχει ακόμα οριοθετηθεί. Οι αριθμοί υποδηλώνουν τα 29 οικόπεδα προς πώληση. Αρχείο Μπέτυς Βελώνη-Κολοκοτρώνη

Εισαγωγή
Με μια σειρά άρθρων αρχίζουμε από σήμερα την περιγραφή μιας περιοχής της Λάρισας, η οποία είναι προφορικά γνωστή σε πολλούς συμπολίτες μας ως "Κολωνάκι", χωρίς ωστόσο η ονομασία αυτή να έχει επίσημα καθιερωθεί στο σχέδιο πόλεως. Η περιοχή αυτή, με

την ευρύτερη έννοια του όρου, περιλαμβάνει το οικιστικό συγκρότημα το οποίο βρίσκεται σε όλο το μήκος της οδού Νιρβάνα[1] από την αρχή της στην οδό Ολύμπου, μέχρι το τέρμα της στην οδό Ερυθρού Σταυρού, συμπεριλαμβανομένων και των κάθετων προς αυτήν οδών Λορέντζου Μαβίλη, Παπαδιαμάντη και Αλέξανδρου Ελλαδίου. Κατ' άλλους η έκτασή της είναι πιο μικρότερη. Οριοθετείται από τη διασταύρωση της Νιρβάνα με την οδό Όγλ, μέχρι την Ερυθρού Σταυρού, συμπεριλαμβανομένων και των κάθετων οδών. Το όνομα της περιοχής αυτής ως Κολωνάκι ήταν γνωστό, όπως γνωστό ήταν και το γεγονός ότι παλαιότερα στον χώρο αυτό υπήρχαν ορισμένα από το ομορφότερα σπίτια της Λάρισας, μερικά εκ των οποίων παραμένουν μέχρι και σήμερα, χωρίς να έχουν υποκύψει στο δέλεαρ της αντιπαροχής. Η ιδέα να καταγραφεί η ιστορία της περιοχής αυτής ήταν της Ουρανίας (Νίας) Γώγου-Αγραφιώτου. Κατά τις καλοκαιρινές διακοπές στον Πλαταμώνα, όταν κάτω από τον ίσκιο των δένδρων στην παραλία του Gallery απολαμβάναμε τον καφέ μας πριν μπούμε στη θάλασσα, η Νία μαζί με τη Λένα Δαλιανά-Θεμελή, η οποία ζει σ' αυτή την περιοχή, με παρότρυναν να περιγράψω τη συγκεκριμένη μικρή συνοικία η οποία είναι αλήθεια δεν έτυχε της προσοχής κάποιου μελετητή όλα αυτά τα χρόνια[2].
Όταν άρχισα να καταπιάνομαι με το θέμα αυτό, δεν περίμενα ποτέ ότι θα έβρισκα τόσο πολύ μεγάλο και σπουδαίο φωτογραφικό και ιστορικό υλικό, προερχόμενο από τα οικογενειακά αρχεία και από τις αναμνήσεις ανθρώπων της περιοχής, οι προπάτορες των οποίων έκτισαν την άγονη μέχρι το 1935 έκταση που σήμερα ονομάζουμε Κολωνάκι[3].

Η ονομασία
Η γειτονιά αυτή ονομάστηκε Κολωνάκι της Λάρισας, σε αντιστοιχία με το Κολωνάκι των Αθηνών[4]. Η περιοχή αυτή της πρωτεύουσας από άγονη έκταση που ήταν παλαιότερα, με τον καιρό και λόγω της γειτνίασης με τα βασιλικά ανάκτορα και τον εθνικό κήπο, εξελίχθηκε στην αρχοντική γειτονιά που γνωρίζουμε σήμερα, με τα όμορφα νεοκλασικά, αρτ ντεκό και μοντέρνα κτίρια. Επειδή και η αντίστοιχη περιοχή της Λάρισας κοσμήθηκε από το 1935 και μετά, με ορισμένα κτίσματα ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού κάλλους, στα οποία κατοίκησαν πολλές αστικές οικογένειες της πόλης, έλαβε προφορικά κατ' ευφημισμόν μεταξύ των κατοίκων της την ονομασία Κολωνάκι. Η συσχέτιση του ονόματος της περιοχής με τα βασιλικά ανάκτορα της Λάρισας και τον κήπο των Ανακτόρων, τα οποία υπήρχαν μέχρι το 1915 στον χώρο του Ωδείου και του ναΐσκου του Αγ. Βησσαρίωνος, δηλαδή κάτι αντίστοιχο με την Αθήνα, δεν συμβαδίζει ιστορικά με την ανάπτυξη της εν λόγω περιοχής, η οποία όπως αναφέρθηκε άρχισε το 1935.

Η απαρχή της περιοχής
Σε αεροφωτογραφία της Λάρισας του 1917, η λήψη της οποίας έγινε από τις αεροπορικές δυνάμεις των γαλλικών στρατευμάτων της Αντάντ τα οποία είχαν καταλάβει την πόλη, ο χώρος που αντιστοιχεί στο Κολωνάκι διαγράφεται σαν έκταση ακάλυπτη μέχρι το νοσοκομείο, ενώ τα τελευταία σπίτια της Λάρισας φθάνουν μέχρι τον οδό Ογλ.
Από απόσπασμα σχεδίου πόλεως που αφορά τον τομέα Δ’ και το οποίο έθεσε υπόψη μου η Μπέτυ Βελώνη-Κολοκοτρώνη, ολόκληρη η περιοχή αυτή ήταν ιδιοκτησία του παππού της Αστερίου Καλουσόπουλου, ο οποίος είχε αγοράσει ολόκληρη την έκταση από Τούρκους μπέηδες. Σε ένα δεύτερο σχέδιο ο χώρος αυτός έχει κατατμηθεί σε 29 αριθμημένα οικόπεδα, έχουν οριοθετηθεί οι δρόμοι Παπαδιαμάντη και Ελλαδίου, ενώ η Νιρβάνα δεν αναφέρεται. Τα σχέδια αυτά έχουν ημερομηνία 14 Μαΐου 1935, γεγονός που σημαίνει ότι μέχρι τη χρονολογία αυτή η περιοχή εξακολουθούσε να είναι χέρσος τόπος.
Ο Αστέριος Καλουσόπουλος εκτός από μεγαλοκτηματίας ήταν και επιχειρηματίας. Διατηρούσε επί της οδού Ηφαίστου ένα μεγάλο χάνι (πανδοχείο), το οποίο εξυπηρετούσε κυρίως αγρότες από τα χωριά του δρόμου Λαρίσης-Φαρσάλων[5]. Καταλάμβανε τον χώρο μεταξύ των οδών Ηφαίστου και Απόλλωνος και ήταν διώροφο. Στο ισόγειο σταβλίζονταν τα ζώα και στον όροφο υπήρχαν τα δωμάτια του πανδοχείου. Ήταν τίμιος, ειλικρινής και αγαπητός επιχειρηματίας και βοηθούσε με κάθε τρόπο τους χωρικούς πελάτες του ακόμα και στις οικονομικές τους δυσκολίες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χρεωθεί υπερβολικά και να αναγκαστεί κάποια στιγμή να πουλήσει τα οικόπεδά του στην περιοχή όπου αργότερα αναπτύχθηκε η συνοικία που αναφέρουμε ως Κολωνάκι. Το πανδοχείο αγοράστηκε στη συνέχεια από τους αδελφούς Δανιήλ (Αθανάσιο, Δημήτριο και Δανιήλ), λειτούργησε μέχρι το 1970 και κατόπιν κατεδαφίστηκε και στη θέση του υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή.
Ο Αστέριος Καλουσόπουλος απέκτησε τέσσερα τέκνα, τον Ανδρέα, τον Δημήτριο, την Ελένη και την Ευτυχία (Εβίτα). Απ' αυτά η Ελένη παντρεύτηκε τον Δημήτριο Κολοκοτρώνη, ο οποίος ήταν αντιπρόσωπος ασφαλιστικών εταιρειών και το γραφείο του βρισκόταν επί της οδού Βενιζέλου, κοντά στο αρχαίο Θέατρο. Το ζευγάρι αυτό απέκτησε μια κόρη, την Ελισάβετ (Μπέτυ), η οποία σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος και παντρεύτηκε τον μηχανολόγο μηχανικό Αλέξανδρο Βελώνη. Από το οικογενειακό της αρχείο προέρχεται και το σχεδιάγραμμα με τα οικόπεδα που δημοσιεύεται μαζί με το σημερινό κείμενο.
Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι από τα 29 οικόπεδα που υπάρχουν στο σχεδιάγραμμα έμεινε τελικά στην οικογένεια Καλουσόπουλου ένα, ο χώρος όπου σήμερα έχει διαμορφωθεί η μικρή πλατεία της Άννας Φράνκ. Ο χώρος αυτός απαλλοτριώθηκε επί δημαρχίας Δημητρίου Χατζηγιάννη, ο οποίος είχε και πνευματική συγγένεια με την οικογένεια Καλουσόπουλου καθώς υπήρξε ανάδοχος της μικρής τότε Μπέτυς Βελώνη.
Θέλω να προσθέσω ότι όσο θα διαρκούν τα κείμενα αυτά είναι καλοδεχούμενες διορθώσεις, προσθήκες και φωτογραφίες από την περιοχή αυτή είτε τηλεφωνικά (2410-287.450 και 6951-004.232) είτε ηλεκτρονικά (nikapap@hotmail.com).
(Συνεχίζεται)
---------------------------

[1]. Η οδός Νιρβάνα παλαιότερα ονομαζόταν οδός Ιωάννου Πέζαρου (1735-1806) προς τιμήν του λόγιου κληρικού της Σχολής του Τυρνάβου, σύμφωνα με την Μπέτυ Βελώνη-Κολοκοτρώνη. Πότε έγινε η μετονομασία δεν μας είναι γνωστό. Πάντως σήμερα υπάρχει οδός Πέζαρου στον συνοικισμό Ηπειρώτικα-Νέα Πολιτεία. Ζιαζιάς Γεώργιος. Τοπωνυμική Εγκυκλοπαίδεια οδών και πλατειών Λάρισας. Λάρισα (1995) σελ. 323.
[2]. Προπολεμικά ο όρος Κολωνάκι δεν απαντάτε σε καμιά γραπτή πηγή. Μεταπολεμικά ο Κώστας Περραιβός, ο Γιώργος Ζιαζιάς και ο Βάσος Καλογιάννης έχουν αναφέρει την περιοχή περιστασιακά.
[3]. Για να γραφούν τα άρθρα αυτά, εκτός από τη Νία Γώγου-Αγραφιώτου βοήθησαν η Ελισάβετ (Μπέτυ) Βελώνη-Κολοκοτρώνη, η Ελένη Καλογεροπούλου-Μάρκου, ο δικηγόρος Αριστείδης Παπαχατζόπουλος, ο Μάκης Μαλίτας, ο μηχανικός και μέλος της Φωτοθήκης Γιώργος Γραβάνης, η φιλόλογος Φανή Σακελλάριου, η ηθοποιός Άννα Βαγενά, όλοι τους κάτοικοι της περιοχής, ο εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος Γεώργιος Τράντας και τα μέλη της Φωτοθήκης Παναγιώτης Δομούζης, Ευάγγελος Ρηγόπουλος, Γιώργος Χατζούλης, Αχιλλέας Καλτσάς, ο καθένας με τον τρόπο του. Προχωρώντας στην περιγραφή θα αναφερθούν και άλλοι-ες οι οποίοι βοήθησαν ώστε το Κολωνάκι της Λάρισας να πάρει τη θέση που του αρμόζει στη χωροταξία της πόλης.
[4]. Η αριστοκρατική αυτή συνοικία των Αθηνών πήρε το όνομα Κολωνάκι από τον αρχαίο στύλο (κολωνάκι) ύψους 2 μέτρων που βρίσκεται περίπου στο κέντρο της ομώνυμης πλατείας και ο οποίος λέγεται ότι αποτελούσε αποτρεπτικό στοιχείο νόσων και θεομηνιών. Το συγκεκριμένο κολωνάκι βρισκόταν αρχικά στη Δεξαμενή, δίπλα στο Αδριάνειο Υδραγωγείο και οι αρχαίοι Αθηναίοι τού απέδιδαν ιαματικές ιδιότητες.
[5]. Ζιαζιάς Γεώργιος. Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες και αναπολήσεις (1900-1950). Λάρισα (1994) σελ. 69.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

 

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Λάρισας


Η οπίσθια πλευρά του κτιρίου της Βιβλιοθήκης με την αυλή και το μικρό υπαίθριο  θεατράκι, τα οποία εφάπτονται στην πάροδο Μιχαήλ Χαδέλλη. Μακέττα Η οπίσθια πλευρά του κτιρίου της Βιβλιοθήκης με την αυλή και το μικρό υπαίθριο θεατράκι, τα οποία εφάπτονται στην πάροδο Μιχαήλ Χαδέλλη. Μακέττα

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και ενώ η Αναγέννηση στη Δύση είχε πλουτίσει με θαυμάσιες βιβλιοθήκες τα ανώτερα πνευματικά ιδρύματα και τα παλάτια των ηγεμόνων, στη χώρα μας οι Οθωμανοί κατακτητές κρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό στην αμάθεια.

Μόνον ελάχιστα φωτισμένα μυαλά Χριστιανών του θεσσαλικού χώρου εύρισκαν πνευματική διέξοδο στις λίγες σχολές που υπήρχαν στην περιοχή και όταν αποζητούσαν κάτι περισσότερο, ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στις παραδουνάβιες χώρες και στην Κεντρική Ευρώπη, όπου υπήρχαν προηγμένες πηγές μάθησης. Μετά από χρόνια μερικοί απ’ αυτούς επέστρεφαν στις πατρίδες τους μορφωμένοι και φορτωμένοι με τα εργαλεία της γνώσης, τα βιβλία. Εδώ δημιουργούσαν και βιβλιοθήκες στις σχολές που δίδασκαν (Αμπελάκια, Τύρναβος, Τσαριτσάνη, Μηλιές, Ζαγορά, κ.λπ., για να αναφέρω μόνο τις σχολές της Ανατολικής Θεσσαλίας). Η Λάρισα, αν και ανέδειξε τον 18ο και 19ο αιώνα σπουδαίους λόγιους (Κων. Κούμας, Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος, κ.ά.), δεν μπόρεσε να δημιουργήσει σχολή κάποιου επιπέδου, επειδή η επικράτηση του μουσουλμανικού στοιχείου ήταν καταλυτική σε αριθμό αλλά και θηριωδία. Παρ’ όλα αυτά ο Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος είναι γνωστό ότι κατείχε πολλά βιβλία, καθώς και διάφορους χειρόγραφους Κώδικες της Χριστιανικής Κοινότητας της Λάρισας, με τα οποία είχε δημιουργήσει ένα αξιόλογο αρχείο.
Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος το 1881, από τις πρώτες ενέργειες όλων σχεδόν των κατά καιρούς Δημοτικών Συμβουλίων της Λάρισας ήταν να ξεκινήσουν προσπάθειες για τη δημιουργία Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Η πρώτη συγκροτημένη ενέργεια έγινε το 1891, επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη (1887-1891), όταν αγοράσθηκε από τον Δήμο η βιβλιοθήκη του Αχιλ. Περραιβού, με προοπτική να δωριθεί στο Γυμνάσιο ή το Διδασκαλείο της Λάρισας. Η αγορά αφορούσε 500 περίπου τόμους με διάφορα ιστορικά και φιλολογικά βιβλία. Τελικά, ενώ η αγορά των βιβλίων έγινε για να παραχωρηθούν τα βιβλία σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης, αυτά παρέμειναν στον Δήμο, τοποθετήθηκαν σε ράφια του δημαρχιακού καταστήματος και ο πόλεμος του 1897 τα σκόρπισε...
Από τις αρχές του 20ού αιώνα συναντάμε πολύ συχνά στα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου αποφάσεις για αγορά βιβλίων. Δεν υπάρχει δήμαρχος ο οποίος να μην έφερε στο Δημοτικό Συμβούλιο εισήγηση για τη δημιουργία Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Όλο αυτό το διάστημα είχαν συγκεντρωθεί στην πρόχειρη Βιβλιοθήκη του Δημαρχείου από δωρεές και αγορές του Δήμου, χειρόγραφα βιβλία, σημαντικά μεταβυζαντινά έγγραφα πολύτιμα για την ιστορία της Λάρισας, σπάνιες έντυπες εκδόσεις, αρχαία θεσσαλικά νομίσματα και αγαλματίδια της κλασικής περιόδου, προϊόντα ανασκαφών.
Όλες όμως αυτές οι αγαθές προθέσεις δεν τελεσφορούσαν για διάφορους λόγους και μόνον κατά τη διάρκεια της τρίτης δημαρχιακής θητείας του Μιχ. Σάπκα (1929-1934), άρχισαν να μπαίνουν σοβαρές βάσεις για τη δημιουργία και λειτουργία Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Βασικός άξονας για τη δημιουργία σοβαρής βιβλιοθήκης αποτέλεσε η μεταθανάτια δωρεά στον Δήμο του αρχείου του Χαρίλαου Λογιωτάτου (1856-1930)[1], η οποία περιλάμβανε πολλά παλαίτυπα και αρχέτυπα βιβλία και αρκετά χειρόγραφα, τα οποία είχε κληρονομήσει από τον παππού του Ιωάννη Οικονόμου Λογιώτατο τον Λαρισαίο. Το 1938, μετά τον θάνατο του δικηγόρου της Λάρισας Δημ. Πιπινοπούλου, ολόκληρη η πλούσια βιβλιοθήκη του δωρήθηκε και αυτή στον Δήμο και έτσι η Δημοτική Βιβλιοθήκη εμπλουτίσθηκε με άλλα 1.000 και πλέον βιβλία. Το 1939, έπειτα από ολιγόχρονη δραστηριότητα (1935-1939), διαλύθηκε ο «Όμιλος Διανοουμένων Λαρίσης». Όσα βιβλία είχε συγκεντρώσει, καθώς και τα έπιπλα που διέθετε, τα δώρισε στον Δήμο.
Στα τέλη του 1939, επειδή ο χρόνος είχε πλέον ωριμάσει, η Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου Λαρίσης, προχώρησε στην επίσημη ίδρυση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης[2]. Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο αποτελέστηκε από τον δήμαρχο Στυλ. Αστεριάδη ως πρόεδρο, και μέλη τον δικηγόρο και πολιτευτή Δημ. Χατζηγιάννη, τον φαρμακοποιό Αγαμ. Αστεριάδη, τον Κων. Μακρή και τον Π. Παπαβασιλείου. Έφορος της Βιβλιοθήκης ορίσθηκε ο Κων. Μακρής [3], ενώ διευθυντής τοποθετήθηκε ο Θρασύβουλος Μακρής, δημοσιογράφος και παλαιότερα εκδότης της εφημερίδας «Μικρά». Κατά την έναρξη της λειτουργίας της η Βιβλιοθήκη διέθετε για το κοινό συνολικά πάνω από 1.800 τόμους.
Για τη στέγασή της παραχωρήθηκε από τον Δήμο το Γενί τζαμί. Όμως το 1941, η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στην πόλη, εκτός από τις καταστροφές και τις συμφορές που προξένησε, επηρέασε και τη Βιβλιοθήκη. Όσοι από τους Γερμανούς στρατιωτικούς ήταν φιλότεχνοι και είχαν αποκτήσει κάποια κλασική παιδεία, αναγνώρισαν την αξία των θησαυρών της, τους οποίους και λεηλάτησαν. Εξαφανίσθηκαν τα αρχαία θεσσαλικά νομίσματα, οι λίγοι αρχαιολογικοί θησαυροί που κατείχε, καθώς και ορισμένες παλιές και σπάνιες εκδόσεις. Εκτός όμως από τους Γερμανούς, είναι κοινό μυστικό ότι υπήρξαν και κάποιοι ημέτεροι, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την πολεμική κατάσταση, έκαναν επιλεκτική αφαίρεση πολύτιμων χειρογράφων και παλαιών βιβλίων.
Μεταπολεμικά ο δήμαρχος Δημ. Καραθάνος (1951-1954) ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το μέλλον της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Κατόρθωσε να περισυλλέξει όσα βιβλία διασώθηκαν από τη λεηλασία και το 1952 φρόντισε να μετακομίσει η Βιβλιοθήκη. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο υπόγειο του κτιρίου Μουσών επί της οδού Παλαιστίνης, όπου στεγαζόταν και η Δημαρχία. Κατόπιν μετακόμισε λίγα μέτρα πιο μακριά, στο υπόγειο κτιρίου επί της οδού Σκαρλάτου Σούτσου, απέναντι από το παλιό κτίριο των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Διευθυντής της μετά τον πόλεμο ανέλαβε και πάλι για μικρό διάστημα ο Θρασύβουλος Μακρής, τον οποίο στη συνέχεια διαδέχθηκε ο δημοσιογράφος Βάσος Καλογιάννης.
Στις 13 Μαρτίου του 1972, με εισήγηση του δημάρχου Θάνου Μεσσήνη (1969-1974), το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να παραχωρήσει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη στο Υπουργείο Πολιτισμού. Εναν χρόνο αργότερα το Υπουργείο ενέκρινε την παραχώρησή της στο κράτος [4] και από τότε έγινε Δημόσια.
Το καλοκαίρι του 1976 μεταστεγάσθηκε σε ιδιωτικό χώρο επί της οδού Παπακυριαζή 47 και η επίσημη ονομασία της έγινε Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λάρισας «Κωνσταντίνος Κούμας». Αρχές του 2013, έπειτα από 37 χρόνια στέγασης σε ξένο χώρο, ολοκληρώθηκε η μεταφορά της στο νέο λαμπρό και άνετο δημόσιο κτίριο επί της 28ης Οκτωβρίου 9.


[1]. Ήταν αδελφός του ιατρού και δημάρχου Αχιλλέα Λογιωτάτου, πεθερού του Μιχαήλ Σάπκα.
[2]. Η ίδρυση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης πάρθηκε με την απόφαση αριθ. 435/1939 του Δημοτικού Συμβουλίου. Η απόφαση αυτήν επικυρώθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 26ης Απριλίου 1940 «Περί συστάσεως ιδίου Νομικού Προσώπου Βιβλιοθήκης του Δήμου Λαρίσης», το οποίο δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 140 φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της 6ης Μαΐου 1940.
[3]. Ο Κωνσταντίνος Μακρής, καταγόταν από τον Τύρναβο, αποφοίτησε από τη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Αστεροσκοπείο των Παρισίων και ερχόμενος στην Ελλάδα ασχολήθηκε με την αστρονομία. Όταν ανέλαβε Έφορος της Βιβλιοθήκης της Λάρισας το 1939 μόλις είχε αποκτήσει το πτυχίο του.
[4]. Η παραχώρηση έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 13989 απόφασή του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία δημοσιεύθηκε στο φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως υπ’ αριθ. 378 της 30ης Μαρτίου 1972.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com