Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ. ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο κατεστραμμένος ναός του Αγ. Αχιλλίου (1941)


Η καταστροφή που υπέστη ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγ. Αχιλλίου από τον σεισμό του 1941. Τα ψηλά τμήματα των δύο καμπαναριών έχουν κρημνισθεί επάνω στη στέγη του ναού.  Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας. Η καταστροφή που υπέστη ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγ. Αχιλλίου από τον σεισμό του 1941. Τα ψηλά τμήματα των δύο καμπαναριών έχουν κρημνισθεί επάνω στη στέγη του ναού. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Με την ευκαιρία των εορταστικών εκδηλώσεων αυτών των ημερών για την απελευθέρωση της Λάρισας από τα γερμανικά στρατεύματα το 1944, είναι νομίζω επίκαιρο να θυμίσουμε τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη η πόλη μας κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου μέχρι την απελευθέρωσή της.

Δεν ήταν μόνον οι ανηλεείς βομβαρδισμοί των Ιταλών κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, οι οποίοι δεν είχαν μόνο στρατιωτικούς ή συγκοινωνιακούς στόχους, αλλά και τον άμαχο πληθυσμό, με αποκορύφωμα τον βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1940. Δεν ήταν οι συνεχείς γερμανικοί βομβαρδισμοί στις αρχές Απριλίου του 1941, μέχρι την κατάκτηση της Λάρισας. Ήταν ενδιάμεσα και ο φοβερός σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 που συγκλόνισε εκ θεμελίων την πόλη, η οποία μεταβλήθηκε σε θλιβερή άμορφη μάζα ερειπίων και ενώ η χώρα βρισκόταν ακόμη σε πόλεμο με την Ιταλία.
Λίγο πριν από την αυγή της 1ης Μαρτίου 1941, στις 5 και 53’ το πρωί, σεισμός 6,3 βαθμών της κλίμακας Richter έπληξε τη Λάρισα. Στα ερείπια που είχαν συσσωρεύσει στην πόλη οι βομβαρδισμοί, ήλθαν να προστεθούν και τα τραγικά αποτελέσματα του Εγκέλαδου. Όταν πια πέρασαν οι πρώτες δύσκολες στιγμές του σεισμού, οι τοπικές αρμόδιες αρχές ενεργοποιήθηκαν για να μετρήσουν το μέγεθος της καταστροφής και κυρίως για τη διάσωση εκείνων που είχαν παγιδευτεί κάτω από τα ερείπια. Η πόλη που είχε βαρύτατα πληγεί από τους βομβαρδισμούς και είχε ακόμη κάποια ζωή και κίνηση, βρισκόταν τώρα βαρύτατα τραυματισμένη. Και σαν να μην έφθανε αυτό, το μεσημέρι της επομένης ημέρας του σεισμού, 2 Μαρτίου, που ήταν η Κυριακή των Απόκρεω, σημειώθηκε νέα ιταλική αεροπορική επιδρομή σε μια πόλη που δεν είχε προφθάσει ακόμη να ανασύρει από τα ερείπια τους νεκρούς του σεισμού [1]. Το γεγονός αυτό στιγματίσθηκε από ολόκληρη την παγκόσμια κοινότητα [2].
Ενάμιση μήνα αργότερα, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος, οι Γερμανοί με τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς τής έδωσαν τη χαριστική βολή. Στη συνέχεια τη Μ. Παρασκευή μπήκαν στην πόλη την οποία βρήκαν άδεια [3]. Το ρεύμα της φυγής είχε πάρει μορφή δραματικής εξόδου. Τίποτε δεν μπορούσε να κρατήσει τους πανικόβλητους κατοίκους, οι οποίοι έφευγαν ομαδικά και ζητούσαν καταφύγιο στους γύρω οικισμούς. Η Αγιά και το Συκούριο δέχτηκαν το μεγαλύτερο μέρος των Λαρισαίων προσφύγων, γιατί πρόσφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια, καθώς δεν είχαν βομβαρδισθεί και ούτε είχαν θιγεί από τους σεισμούς. Ελάχιστοι είχαν το σθένος να παραμείνουν στην πόλη ως την ώρα που μπήκαν οι Γερμανοί. Χρειάστηκε να περάσει ένας μήνας περίπου για να αρχίζουν να επιστρέφουν σιγά-σιγά, κυρίως οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι επαγγελματίες που διέθεταν καταστήματα, πολλοί εκ των οποίων τα βρήκαν λεηλατημένα. Όταν πλέον εδραιώθηκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, έφθασαν μετά από λίγο και οι Ιταλοί του Μουσολίνι, οι ηττημένοι του αλβανικού μετώπου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σαν κατοχική δύναμη στην πόλη μας.
Η εικόνα που δημοσιεύεται στο σημερινό κείμενο προέρχεται από φωτογραφία, η λήψη της οποίας έγινε από Γερμανό στρατιωτικό μετά την κατάληψη της Λάρισας. Πρέπει να προσθέσουμε ότι πολλοί Γερμανοί στρατιωτικοί είχαν εφοδιασθεί από τα επιτελεία τους με φωτογραφικές μηχανές, με τις οποίες αποτύπωναν τη ζωή τους στις κατακτημένες χώρες και τα στρατιωτικά τους …κατορθώματα. Στη συνέχεια η γερμανική προπαγάνδα διοχέτευε στην κυκλοφορία τις λήψεις που έκαναν από διάφορες περιοχές και με τον τρόπο αυτόν έμειναν μέχρι σήμερα πολλές αποτυπωμένες φωτογραφίσεις της Λάρισας και της περιοχής της, που τραβούσαν οι Γερμανοί στρατιώτες κατά την ολιγόωρη άδεια εξόδου τους από το στρατόπεδο.
Στο σημερινό στιγμιότυπο διακρίνονται οι σοβαρές καταστροφές που είχε υποστεί ο λαμπρός προπολεμικός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου, ο οποίος είχε εγκαινιασθεί τον Σεπτέμβριο του 1907. Ο φωτογράφος αποτύπωσε τη νοτιοδυτική πλευρά του ναού, όπου παρατηρούμε ότι αν και είχε περάσει αρκετός χρόνος από τον φοβερό σεισμό και τους βομβαρδισμούς, τα ερείπια στα σκαλοπάτια της εισόδου και στους γύρω χώρους δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί. Ο σεισμός έπληξε κυρίως τα δύο καμπαναριά. Ο επάνω όροφος και των δύο, όπου ήταν τοποθετημένες οι καμπάνες του ναού, έπεσαν επάνω στη στέγη του κυρίως ναού, την οποία κατακρήμνισαν και η δυτική πρόσοψη βρέθηκε μετέωρη. Οι κάθετοι τοίχοι φέρουν ρηγματώσεις σε πολλά σημεία, ενώ ο τρούλος παραμένει ακόμη στη θέση του [4].
Στο δεξιό μέρος της φωτογραφίας, πίσω από μια συστάδα φυλλωμάτων, διακρίνεται ένα μικρό τμήμα του τριώροφου κτίσματος του Ιωάννη Βελλίδη, το οποίο υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή. Ο ναός του Αγίου Αχιλλίου παρέμεινε έτσι ερειπωμένος μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε κατεδαφίσθηκε και στη θέση του έχει δημιουργηθείσήμερα πάρκο.

—————————————————————
[1]. Σε ανακοίνωσή του το Υφυπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας ανέφερε επί λέξει στις 2 Μαρτίου του 1941: «Η εχθρική αεροπορία, εν γνώσει ότι την προηγουμένην ημέραν η Λάρισα είχεν υποστεί τρομακτικάς καταστροφάς, με αρκετά θύματα εκ του σεισμού και καθ’ ήν ώραν το έδαφος εσείετο υπό των κατ’ εξακολούθησιν σεισμικών δονήσεων και υπήρχον χιλιάδες άστεγοι γυναίκες και παιδιά, εβομβάρδισεν επί μίαν ολόκληρον ώραν διά σμήνους βομβαρδιστικών αεροπλάνων την πληγείσαν ταύτην πόλιν. Κατά την διάρκειαν του βομβαρδισμού διεκόπη το έργον της διασώσεώς των υπό τα ερείπια θυμάτων εκ των σεισμών».
[2]. Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ, εκφράζοντας την αγανάκτηση του Βρετανικού λαού, κατακεραύνωσε τους Ιταλούς για το γεγονός, λέγοντας: «Μια ελληνική πόλις, η Λάρισα, ερειπώθηκε από τρομακτικούς σεισμούς. Οι Ιταλοί φασίστες δεν την εσεβάσθησαν και εξαπέλυσαν εναντίον της αεροπορικήν επίθεσιν διά να προσθέσουν εις τα υπάρχοντα και άλλα ερείπια και εις τους νεκρούς και άλλους, εκ των βομβών των. Καταγγέλομεν εις την παγκόσμιον συνείδησιν την άνανδρον αυτήν επιδρομήν».
[3]. Γράφει ο χρονικογράφος της εποχής: «Έρημον κατοίκων εύρον οι εχθροί την πόλιν και επεδόθησαν εις όργιον λεηλασίας. Κυριολεκτικώς εσκύλευσαν την νεκράν Λάρισαν». Ήταν ευτύχημα ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Λάρισας, κυρίως γυναικόπαιδα, είχε εγκαταλείψει την πόλη από τις πρώτες ακόμη ημέρες του πολέμου. Το γεγονός αυτό έσωσε πολλούς από τον φοβερό σεισμό, ο οποίος αραίωσε επιπλέον τον πληθυσμό της.
[4]. Παρόμοιες φωτογραφίες δημοσιεύθηκαν και στο βιβλίο: Μνήμη της πόλης. Λάρισα. Κατοχή-Απελευθέρωση 1941-1944, Αρχείο φωτογραφιών Βύρωνα Μήτου και άλλων συλλεκτών. Έκδοση του Δήμου Λαρισαίων. Λάρισα (2018).

 

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Ο κήπος του Χαλήμαγα


Το κέντρο του Πέτρου Χαλήμαγα κρυμμένο πίσω από τα δένδρα,  όπως μεταμορφώθηκε μεταπολεμικά. Φωτογραφία Τάκη Τλούπα. 1950 περίπου Το κέντρο του Πέτρου Χαλήμαγα κρυμμένο πίσω από τα δένδρα, όπως μεταμορφώθηκε μεταπολεμικά. Φωτογραφία Τάκη Τλούπα. 1950 περίπου

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Μετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου του Α’ στη Θεσσαλονίκη το 1913, το κτίριο των ανακτόρων του στη Λάρισα περιήλθε κληρονομικά στον γιο του πρίγκιπα Νικόλαο. Η ιδιοκτησία ολόκληρη περιλάμβανε το οικοδομικό τετράγωνο το οποίο περικλείεται από τους σημερινούς δρόμους Βενιζέλου - Ογλ - Νιρβάνα - Ολύμπου, μέσα στο οποίο εκτός από το παλάτι υπήρχε ο ναΐσκος του Αγ. Βησσαρίωνος και ένας μεγάλος κήπος με άνθη και δένδρα. Ολόκληρος ο χώρος ήταν κατάλληλα περιτειχισμένος. Γράφει ο Μιχαήλ Σάπκας: «Ο πρίγκιψ εξηκολούθησε να δαπανά και επιμελήται της καλής συντηρήσεως αυτού, κρατών ως επιμελητάς αυτού τον μηχανικόν του Μηχανικού Γραφείου Λαρίσης Ζαχ. Μαλικούτην και κατόπιν τον Διοικητήν του Συντάγματος Πυροβολικού Λαρίσης, συνταγματάρχην Ταμπακόπουλον. Εν συνεχεία ο Νικόλαος απεφάσισε, πιεζόμενος και εξ οικονομικών ίσως λόγων, να εκποιήση το εν Λαρίση Ανάκτορον»[1]. Το 1915-16 ολόκληρη η ιδιοκτησία αυτή με ενέργειες του δημάρχου περιήλθε κατόπιν αγοράς στη δικαιοδοσία του Δήμου Λαρίσης. Υπήρχε η πρόθεση το ανάκτορο να μετατραπεί σε Δημαρχιακό Μέγαρο, αλλά η προς τούτο συσταθείσα επιτροπή από ειδικούς μηχανικούς, «…εύρε ότι ήτο αδύνατος η επισκευή του και ότι αύτη θα εστοίχιζε πάρα πολύ, χωρίς να είναι δυνατόν να καταστή τούτο προσηρμοσμένον εις την σημερινήν οικοδομικήν και εις τον σκοπόν δι’ ού το προορίζωμεν, να το καταστήσωμεν Δημοτικόν Μέγαρον, συνεβούλευσε δε την κατεδάφισίν του και εκποίησιν της ξυλείας του» συμπληρώνει ο δήμαρχος.
Μετά από την κατεδάφιση του ανακτόρου ο χώρος αυτός έμεινε για ένα διάστημα κενός. Το 1925 ο Πέτρος Χαλήμαγας ενοικίασε από τον Δήμο τον χώρο των Παλαιών Ανακτόρων με την προοπτική να τον κάνει ένα από τα ωραιότερα κοσμικά κέντρα της Λάρισας. Εκεί ακριβώς που ήταν το κτίριο των ανακτόρων (κονάκι του Χουσνή μπέη επί τουρκοκρατίας και σήμερα οι εγκαταστάσεις του Δημοτικού Ωδείου) έκτισε μια μεγάλη ισόγεια αίθουσα και από πάνω μερικά μικρά δωμάτια. Όλη η αίθουσα ήταν κατασκευασμένη με τζαμαρίες και τον χειμώνα χρησίμευε για εστιατόριο. Είχε ορατότητα στον τεράστιο κήπο και οι πελάτες ενώ διασκέδαζαν είχαν μια ειδυλλιακή θέα. Το καλοκαίρι έστρωνε τραπέζια στον γραφικό κήπο. Η ατμόσφαιρα ήταν θαυμάσια, η παρουσία των δένδρων πρόσφερε δροσιά και αυτός ήταν ο λόγος όπου συγκεντρωνόταν ο καλός κόσμος της παλιάς Λάρισας. Ήταν καλοκαίρια όπου στο κέντρο έπαιζε θαυμάσια μουσικά κομμάτια μια ορχήστρα που ο Χαλήμαγας φρόντιζε να μετακαλεί από τη Βιέννη, με μαέστρο τον σπουδαίο βιολιστή Φριτς.
Εν τω μεταξύ την ίδια εποχή στην Κεντρική πλατεία, όπως γράψαμε και άλλοτε, ο Κώστας Πάλτσος είχε ενοικιασμένο το ισόγειο του ξενοδοχείου «Πανελλήνιον», το οποίο λειτουργούσε ως καφεζαχαροπλαστείο με την επωνυμία «Ντορέ». Το κατάστημα ήταν πολυτελέστατο, με όμορφους τεράστιους καθρέπτες και θαυμάσια επίπλωση. Τους καλοκαιρινούς μήνες άπλωνε και ο Πάλτσος τραπέζια στο πεζοδρόμιο και στον απέναντι χώρο της πλατείας, μετακαλούσε δε και αυτός ορχήστρα από τη Βιέννη, με μαέστρο τον εξαιρετικό βιολιστή Φρεντ.
Τα δύο κέντρα είχαν ριχτεί σε έναν θανάσιμο ανταγωνισμό και ο Πάλτσος, για να συγκεντρώσει μεγαλύτερη πελατεία αποφάσισε να αποκτήσει θερινή κινηματογραφική αίθουσα πάνω στην πλατεία. Όσοι εκ των θεατών κάθονταν στα τραπέζια, πλήρωναν τα ποτά και το γλυκό τους υπερτιμημένα. Δεν είχε ακόμη εμφανισθεί ο ομιλών κινηματογράφος και η προβολή των έργων γινόταν με υπόκρουση μουσικής. Την περίοδο εκείνη στη Λάρισα λειτουργούσαν δύο θερινοί κινηματογράφοι στον Λόφο της Ακρόπολης. Ο ένας είχε διαχειριστή τον Φραγκουδάκη και ήταν στο επάνω Φρούριο, εκεί όπου βρίσκεται το σημερινό κέντρο αναψυχής και ο άλλος στο κάτω Φρούριο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο κήπος με τις προτομές και τις αναθηματικές στήλες, με επιχειρηματία τον Δημήτριο (Μήτσο) Μπόκοτα. Το τελευταίο είχε επίσημη ονομασία «Καλλιθέα», αλλά οι Λαρισαίοι το γνώριζαν ως Κάτω Φρούριο. Ο Πέτρος Χαλήμαγας για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό κυρίως του «Ντορέ», βρέθηκε στην ανάγκη να εγκαταστήσει κι αυτός υπαίθριο κινηματογράφο στον κήπο των Ανακτόρων. Πήγε στην Αθήνα, αγόρασε μηχανήματα προβολής, ενοικίασε ταινίες και γνωρίσθηκε με τον Κίμωνα Βλατά, ο οποίος θα οργάνωνε την κινηματογραφική επιχείρησή του στη Λάρισα, με έμφαση στο διαφημιστικό μέρος.
Ο Κίμων Βλατάς είχε γεννηθεί στη Σμύρνη, όπου και μεγάλωσε. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας και αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή, όπου έμαθε και τη γαλλική γλώσσα. Ήταν ευφυέστατος και έτυχε να έχει στη Σχολή συμμαθητή τον Αριστοτέλη Ωνάση. Όταν ήλθε η μεγάλη συμφορά της καταστροφής της Μικράς Ασίας, ο Κίμων Βλατάς έφθασε στην Ελλάδα οικονομικά κατεστραμμένος, όπως και όλοι οι ξεριζωμένοι Έλληνες της Ιωνίας. Με τις γνώσεις του όμως κατόρθωσε να αποκτήσει δική του κινηματογραφική επιχείρηση στην Αθήνα με εξαιρετικές επιδόσεις. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν είχε καταληφθεί από μία καταστροφική αδυναμία, τη χαρτοπαιξία. Παρ’ όλο ότι απέκτησε οικογένεια με δύο τέκνα, δεν σταμάτησε το πάθος του και ήλπιζε ότι η μετακόμιση στη Λάρισα θα τον βοηθούσε να απαλλαγεί απ’ αυτό το πάθος.
Την εποχή που ο Κίμων Βλατάς έφθασε στη Λάρισα, ο Πέτρος Χαλήμαγας τον χρησιμοποίησε σαν κινηματογραφικό μάνατζερ θα λέγαμε σήμερα. Ο ανταγωνισμός με τους άλλους κινηματογράφους ήταν μεγάλος και οι επιχειρηματίες συναγωνίζονταν ποιος θα μπορέσει να φέρει τα καλύτερα έργα, για να συγκεντρώσει τις προτιμήσεις των κινηματογραφόφιλων, οι οποίοι έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για τη νέα τέχνη. Η Λάρισα στα 1929 είχε περί τους 25.000 μόνιμους κατοίκους. Μοιραία το λιγοστό κοινό που προτιμούσε τον κινηματογράφο το διεκδικούσαν κάθε καλοκαίρι τέσσερις θερινές οθόνες. Ο Χαλήμαγας για να αυξήσει θεατές στον κινηματογράφο αναγκάσθηκε να επιστρατεύσει τον Βλατά για να βρει τρόπους διαφήμισης των έργων που θα προβάλλονταν στον Κήπο των Ανακτόρων. Αυτός με τον τρόπο του και επινοώντας διάφορα τρικ κατόρθωνε να προσελκύει αρκετούς θεατές, ανεξαρτήτως της αξίας του έργου. Κάθε βράδυ οι θεατές κατέκλυζαν τον δροσερό κήπο και επειδή αυτός περιβαλλόταν από ψηλό τοίχο, αποκλείονταν οι λαθροθεατές, οι οποίοι στο «Ντορέ» της Κεντρικής πλατείας αφθονούσαν. Με τον τρόπο αυτόν ο κινηματογράφος του Χαλήμαγα γνώριζε εισπρακτική επιτυχία και ο Κίμων Βλατάς επειδή εργαζόταν με ποσοστά, καρπωνόταν κάθε βράδυ ένα σημαντικό ποσό. Όμως το ποσό αυτό το έχανε στη «Λαρισαϊκή Λέσχη»[3] όπου κατέληγε κάθε βράδυ μετά την προβολή και έφθανε στο σπίτι του συνήθως με άδειες τσέπες τις πρώτες πρωινές ώρες.
Τον επόμενο χρόνο εμφανίσθηκε ένας επικίνδυνος αντίπαλος του Βλατά, ο Μιχάλης Τζεζαϊρλίδης, ο οποίος έμελλε να εξελιχθεί σε καταπληκτικό κινηματογραφικό επιχειρηματία. Τη χρονιά εκείνη ο τελευταίος είχε την εκμετάλλευση του κινηματογράφου του Φρουρίου, μαζί με τον Ζήση Δημητρίου. Για να αυξήσουν την εισπρακτική επιτυχία τους ο Τζεζαϊρλίδης ταξίδευσε στην Αθήνα και έκλεισε δύο από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, με αποτέλεσμα κάθε βράδυ ο κινηματογράφος τους να πλημμυρίζει από κόσμο. Αυτό είχε σοβαρό αντίκτυπο στην προσέλευση θεατών στις άλλες αίθουσες, και φυσικά και στον Κήπο του Χαλήμαγα, με αποτέλεσμα να μην καλύπτουν τα έξοδά τους και να σταματήσουν. Ο Βλατάς έφυγε τελικά για την Αθήνα, όπου και πέθανε μετά το 1950.
Ο έντονος ανταγωνισμός του Κήπου των Ανακτόρων, από τη μία με το «Ντορέ» και τις πολυδάπανες ορχήστρες από τη Βιέννη και από την άλλη με τις θερινές κινηματογραφικές αίθουσες, οδήγησαν τον Πέτρο Χαλήμαγα να διακόψει τη λειτουργία του κέντρου. Το 1930 στις αίθουσες του ισογείου του οικήματος του κήπου των Ανακτόρων μετακόμισε με άδεια της Δημοτικής Αρχής το Ωδείον, ενώ τα δωμάτια του ορόφου χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες των καθηγητών του. Έκτοτε ο χώρος αυτός ανήκει πλέον στο Δημοτικό Ωδείο της Λάρισας.
--------------------
[1]. Από το ανέκδοτο χειρόγραφο του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα «Αναμνήσεις».
[2]. Η Ευαγγελική Σχολή έχει μια μεγάλη ιστορία. Ιδρύθηκε το 1717 στη Σμύρνη και για διακόσια περίπου χρόνια υπήρξε το σημαντικότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της πόλης αυτής και ένα από τα καλύτερα διδασκαλεία της ελληνικής γραμματείας. Διδάσκαλοι του υπήρξαν μεταξύ των άλλων και οι δικοί μας Κων. Κούμας και Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων.
[3]. Η «Λαρισαϊκή Λέσχη» στεγαζόταν στον όροφο ενός κτιρίου το οποίο βρισκόταν στην οδό Κούμα, δίπλα από το καφενείο «Παράδεισος». Το 1941 με τον σεισμό καταστράφηκε και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη θέση και των δύο (Λαρισαϊκή Λέσχη και Παράδεισος) οικοδομήθηκε το κινηματοθέατρο «Ορφεύς».

 

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ. ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η αγορά της Λάρισας από ψηλά


Ο κεντρικός τομέας της Λάρισας όπως ήταν περί το 1910, φωτογραφημένος από τον εξώστη του μιναρέ του Γενί τζαμί.                   Φωτογραφία του Στέφ. Στουρνάρα. Ο κεντρικός τομέας της Λάρισας όπως ήταν περί το 1910, φωτογραφημένος από τον εξώστη του μιναρέ του Γενί τζαμί. Φωτογραφία του Στέφ. Στουρνάρα.

Η σημερινή εικόνα είναι του σπουδαίου φωτογράφου Στέφανου Στουρνάρα [1] από τον Βόλο. Προέρχεται από το χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο αριθμ. 239. Στο πίσω μέρος του φέρει ταχυδρομική σφραγίδα με τη χρονολογία 1916 και είναι ταχυδρομημένο από τη Λάρισα με παραλήπτη στην Αθήνα. Η φωτογραφία απεικονίζει το κεντρικό τμήμα της Λάρισας όπως ήταν λίγο πριν το 1910.

Ο φωτογράφος ανέβηκε στον μιναρέ του Γενί Τζαμί (Νέο τζαμί) που υπάρχει μέχρι σήμερα. Λειτουργούσε τότε ως ευκτήριος οίκος των μουσουλμάνων της Λάρισας μέχρι το 1924, χρονολογία που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Μεταπολεμικά στέγασε για πολλά χρόνια το Αρχαιολογικό Μουσείο, μέχρι τη μεταφορά του στο σημερινό επιβλητικό κτίριο του Διαχρονικού Μουσείου στην περιοχή Μεζούρλο. Ο μιναρές έχασε την κωνική κορυφή του η οποία κατέπεσε από τον σεισμό της 1ης Μαρτίου του 1941. Από το ύψος του εξώστη του μιναρέ αυτού, ο φωτογράφος αποτύπωσε ένα μεγάλο μέρος της νοτιοδυτικής πλευράς της Λάρισας.
Ο ελεύθερος χώρος στο κάτω μέρος της φωτογραφίας αποτελεί τμήμα της σημερινής πλατείας δημάρχου Αγαμέμνονα Μπλάνα, η οποία την περίοδο της φωτογράφισης ονομαζόταν πλατεία Ανακτόρων. Η ονομασία προερχόταν από την παρουσία των παλαιών ανακτόρων με τον μεγάλο κήπο τους και το παρεκκλήσιο του Αγ. Βησσαρίωνος, τα οποία βρισκόταν βόρεια της πλατείας. Στη φωτογραφία φαίνεται ότι ο χώρος ήταν πρόσφατα διαμορφωμένος. Είχε ισοπεδωθεί, είχε αποκτήσει ρείθρα και η φύτευση μιας διπλής σειράς μικρών δέντρων περιφερειακά είχε δώσει έναν τόνο καλλωπισμού στην πλατεία. Όλο το έδαφος της πλατείας ήταν χωμάτινο και όταν οι καιρικές συνθήκες ήταν δυσμενείς, ο χώρος ήταν αδιάβατος (λάσπη, σκόνη). Ο ευθύς δρόμος αριστερά είναι η σημερινή Κύπρου (Αλεξάνδρας τότε), στην οποία καταλήγουν κάθετα, αριστερά η Παναγούλη (Αχιλλέως τότε) και δεξιά η Ολύμπου. Νομίζω ότι με αυτά που αναφέραμε, φθάσαμε σε ένα καλό σημείο προσανατολισμού της φωτογραφίας.
Στη γωνία Κύπρου-Παναγούλη διακρίνεται ένας ελαφρά υπερυψωμένος τετράγωνος χώρος. Στον χώρο αυτόν το 1913 κτίσθηκε από τον Κερμελή μπέη [2] κατοικία, την οποία νοίκιασε ο ιατρός Μιχαήλ Σάπκας για να στεγάσει την οικογένειά του. Τα ιατρεία εκείνη την εποχή συστεγάζονταν με τα φαρμακεία. Το 1929 η κατοικία αυτή δημοπρατήθηκε ως οθωμανικό ανταλλάξιμο και την αγόρασε ο Σάπκας, που την περίοδο εκείνη ήταν και δήμαρχος της πόλης. Δίπλα από τον γωνιακό ακάλυπτο χώρο, επί της Κύπρου, υπάρχει μια μακρά σειρά ομοιόμορφων συστεγασμένων καταστημάτων που ανήκαν επίσης στον Κερμελή μπέη. Από τα καταστήματα αυτά ένα μεγάλο μέρος εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, έπειτα βέβαια από αλλεπάλληλες συντηρήσεις και βελτιώσεις σε διάφορες εποχές. Πίσω τους διακρίνεται το μεγάλο διώροφο κονάκι του Κερμελή μπέη, με τα παραθυρόφυλλα τού επάνω ορόφου ανοιγμένα και έναν μεγάλο κήπο μπροστά του. Σήμερα στη θέση αυτή βρίσκεται η πολυώροφη οικοδομή η οποία στο ισόγειό της στεγάζει το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Κωνσταντινίδη. Εκεί που τελειώνει η σειρά των καταστημάτων υπάρχει δρόμος, η σημερινή Ασκληπιού και πιο πίσω δεσπόζει ένα μεγάλο λευκό διώροφο κτίριο. Ήταν η κατοικία του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Παπασταύρου και της γυναίκας του Αμαλίας. Βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Παπασταύρου και Ρούσβελτ και είχε προσανατολισμό επί της Ρούσβελτ. Ήταν ένα όμορφο νεοκλασικό οικοδόμημα με δύο κόγχες στην πρόσοψη, οι οποίες στέγαζαν στην εσοχή τους δύο όμορφα αγάλματα. Μεταπολεμικά στη θέση του κατασκευάσθηκε το κινηματοθέατρο «Διονύσια».
Στο βάθος της εικόνας αριστερά εξέχει καθαρά το αρχοντικό του Κωνσταντίνου Σκαλιώρα, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Ρούσβελτ και Πατρόκλου, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Στρατολογικό Γραφείο.
Στο κέντρο τη φωτογραφίας και προς τα πίσω, διακρίνεται το τριώροφο κτίριο το οποίο στέγασε το Ξενοδοχείον Ύπνου [3] «Πανελλήνιον», ο θεμέλιος λίθος του οποίου τέθηκε το 1908. Πολύ δημοφιλές υπήρξε το καφεζαχαροπλαστείο το οποίο στεγαζόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου, άλλοτε με το όνομα «Πανελλήνιον» και άλλοτε με το όνομα «Ντορέ». Το διώροφο κτίριο μπροστά από το «Πανελλήνιον», μετατράπηκε το 1920 σε υποκατάστημα της Εμπορικής Τραπέζης, ενώ μετά το «Πανελλήνιον» διακρίνεται αμυδρά το μέγαρο του Γεωργίου Νικόδημου [4], στο οποίο για πολλά χρόνια στεγάσθηκαν οι υπηρεσίες της Νομαρχίας. Στη συνέχεια και με κάποια προσοχή μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι το μέγαρο του γαιοκτήμονα Νικολάου Καρανίκα δεν έχει ακόμα ανεγερθεί. Δεδομένου ότι ολοκληρώθηκε το 1910, το στοιχείο αυτό μας βοηθά να χρονολογήσουμε τη λήψη της φωτογραφίας και να την περιορίσουμε στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1908 και 1910. Δεξιότερα, στη δυτική πλευρά της πλατείας φαίνεται καθαρά το λευκό νεοκλασικό κτίριο του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης, με το χαρακτηριστικό υπερώο του στον τρίτο όροφο και αμέσως μετά μόλις διακρίνεται ο κωνικός τρούλος του μεγάρου του Μεχμέτ Χατζημέτου (γνωστού ως Λέσχης Ασλάνη), καλυπτόμενος εν μέρει από τη στέγη του. Ο τρούλος αυτός το διαφοροποιούσε από τα διπλανά κτίσματα.
Τέλος ερχόμαστε στο μπροστινό μέρος της φωτογραφίας, το οποίο απεικονίζει τη δυτική πλευρά της πλατείας Ανακτόρων. Κατά μήκος της οδού Ολύμπου μια σειρά αρκετών καταστημάτων εκτείνεται κάτω από την ίδια στέγη. Το οικοδομικό αυτό συγκρότημα διατηρείται μέχρι και σήμερα, με ορισμένες βέβαια μετατροπές στην πρόσοψη και στο εσωτερικό τους. Ο δομικός σκελετός όμως φαίνεται ότι διατηρείται αναλλοίωτος, όπως ήταν δηλαδή κατά τη χρονολογία λήψης της φωτογραφίας (περίπου 1910).

—————————————————————
[1]. Ο Στέφανος Στουρνάρας (1867-1928) υπήρξε πρωτοπόρος ζωγράφος και φωτογράφος όχι μόνον του θεσσαλικού χώρου, αλλά και πέραν αυτού. Μέσα από τις περίφημες και μοναδικές φωτογραφίες του που υπάρχουν στα πολλά επιστολικά δελτάρια τα οποία κυκλοφόρησε κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, βρίσκει τον τρόπο να αφηγείται την τοπογραφική ιστορία της πόλης μας τη δεδομένη περίοδο, όταν προσπαθούσε να αποτινάξει την εικόνα της τουρκόπολης. Από την άποψη αυτή οι φωτογραφίες του είναι ιστορικά πολύτιμες.
[2]. Ο Κερμελή μπέης κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας είχε στην ιδιοκτησία του όλες τις αγροτικές εκτάσεις του χωριού Καραλάρ (το σημερινό Ελευθέριο). Έτσι χάρη στο τσιφλίκι του αυτό απέκτησε τεράστια περιουσία, την οποία επένδυσε κυρίως σε ακίνητα μέσα στη Λάρισα.
[3]. Την περίοδο εκείνη τα ξενοδοχεία διαφημίζονταν ως «Ξενοδοχεία Ύπνου», σε αντίθεση με τα εστιατόρια τα οποία αναφέρονταν ως «Ξενοδοχεία Φαγητού».
[4]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Νοτιοδυτική πλευρά της Πλατείας Σάπκα, εφ. Ελευθερία, φύλλο της 26ης Οκτωβρίου 2014.

 

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο Λόφος της Ακρόπολης το 1929


Η δυτική πλευρά του Λόφου της Ακρόπολης όπως ήταν το 1929. Αεροφωτογραφία. Η δυτική πλευρά του Λόφου της Ακρόπολης όπως ήταν το 1929. Αεροφωτογραφία.

Η Ακρόπολη (το Φρούριο όπως είναι γνωστό στην καθομιλούμενη διάλεκτο των Λαρισαίων) αποτελεί το προαιώνιο κέντρο της Λάρισας.

Ένας τεχνικός γήλοφος δίπλα από την κοίτη του Πηνειού ήταν το αρχικό κέντρο της. Πηνειός και Ακρόπολη είναι τα δύο γεωγραφικά στοιχεία τα οποία τη χαρακτηρίζουν. Οι αρχαιολόγοι έχουν να μας πουν ακόμη πολλά για τους θησαυρούς που βρίσκονται στα έγκατα του Λόφου, πολλά από τα οποία μας είναι ακόμη άγνωστα. Όμως ήδη η αρχή έγινε. Το Αρχαίο Θέατρο αποκαλύφθηκε και περιμένει την ολοκλήρωση της συντήρησής του για να λειτουργήσει. Από μια ιστορική διαδρομή χιλιετηρίδων, πιστεύεται ότι τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά κατάλοιπα της πόλης βρίσκονται στην Ακρόπολή της. Η συνεχής κατοίκηση στην ίδια περιοχή μπορεί να έσβησε πολλά από τα αρχαία μνημεία της, όμως στα σπλάγχνα του Λόφου είναι σίγουρο ότι δεν υπήρχε μόνον το Αρχαίο Θέατρο. Προσωπικά η αδύναμη φωνή μου θα προσπαθήσει ώστε οι κάτοικοι αυτής της πόλης, οι αρχές και οι ειδικοί να ενστερνισθούν ότι ο χώρος της Ακρόπολης που περικλείεται από τους δρόμους Βενιζέλου-Δήμητρας-Γεωργιάδου- και παραπήνειας οδού, αποτελεί έναν ανεκτίμητο θησαυρό ο οποίος χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Είναι καιρός να εκπονηθεί ένα μεγαλόπνοο σχέδιο το οποίο σε μεγάλο βάθος χρόνου να σβήσει κάθε περιττή και πρόχειρη δόμηση πάνω στον Λόφο και να τον παραδώσει στους ειδικούς για έρευνα και ειδική αξιοποίηση.
Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει τη δυτική πλευρά του Λόφου της Ακρόπολης της Λάρισας, όπως ήταν πριν 92 χρόνια, το 1929. Ένα αεροπλάνο της Στρατιωτικής Αεροπορίας, η οποία είχε λίγα μόλις χρόνια που ιδρύθηκε, πέταξε πάνω από τη Λάρισα στις 6 Ιανουαρίου 1929, ημέρα της εορτής των Θεοφανείων. Ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα και οι κάτοικοι της πόλης και των γύρω οικισμών συγκεντρώθηκαν για να δουν την επιβλητική τελετή του αγιασμού των υδάτων του Πηνειού. Συνθήκες ευνοϊκές για τη φωτογραφική υπηρεσία της αεροπορίας, η οποία βρισκόταν ακόμη στα σπάργανά της, ώστε να κάνει ορισμένες θαυμάσιες λήψεις του Λόφου και της περιοχής της γέφυρας του Πηνειού. Από τη φωτογράφιση αυτή η Φωτοθήκη έχει στο αρχείο της τρεις θαυμάσιες αυθεντικές φωτογραφίες, ικανές να μας αποτυπώσουν τα κτίσματα της περιοχής.
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία έχει σπουδαία ευκρίνεια και αποτυπώνει τη συγκεκριμένη περιοχή με εξαιρετική λεπτομέρεια. Στο πρώτο επίπεδο χαμηλά διακρίνουμε καθαρά τον κορμό του ρολογιού της Λάρισας (αριθ. 1). Η κατασκευή του ήταν σχετικά νέα. Το 1923, επί δημαρχίας Δημητρίου Παπαγεωργίου (1922-1924), το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε πίστωση 45.000 δραχμών «...δια την κατασκευήν και ανύψωσιν του παλαιού κτιρίου του πρώην Ωρολογίου της πόλεως»[1]. Σύμφωνα με τον Επαμ. Φαρμακίδη στην κατασκευή συνέβαλε οικονομικά εκτός του Δήμου και ο Λαρισαίος έμπορος Ηλίας Κολέσκας. Ουσιαστικά ο κορμός του ρολογιού διατηρήθηκε ο εξαγωνικός όπως ήταν, άλλαξε όμως εντελώς ο πυργίσκος της κορυφής. Τοποθετήθηκαν τέσσερα μεγάλα κυκλικά ρολόγια, ένα σε κάθε πλευρά. Η βάση του πυργίσκου προστατευόταν περιμετρικά από μεταλλικό κιγκλίδωμα, το οποίο έδινε τη δυνατότητα προσπέλασης και παραμονής εργατών ή και επισκεπτών. Η όλη κατασκευή οδήγησε τελικά στην καθ’ ύψος αύξηση του ρολογιού, το οποίο δέσποζε λόγω και της θέσεώς του, απ’ όλες τις πλευρές της πόλης. Η ζωή του ρολογιού αυτού υπήρξε δυστυχώς σύντομη. Διήρκησε λιγότερο από μια εικοσαετία. Με τον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 κατέπεσε εντελώς ο πυργίσκος και μέρος από το επάνω τμήμα του κορμού και μεταπολεμικά κατεδαφίσθηκε.
Ολόκληρος ο χώρος μέχρι την οδό Διονυσίου Φιλοσόφου και την Πολυκάρπου είναι σχεδόν κενός, με αραιή κατοίκιση. Στον αριθμ. 2 διακρίνουμε το κτίριο που έκτισε για κατοικία του το 1882 ο μητροπολίτης Νεόφυτος και στο οποίο στεγάστηκαν για κάποιο διάστημα τα γραφεία της Μητροπόλεως Λαρίσης[2]. Δίπλα του στον αριθμ. 3 απεικονίζεται η κατοικία του Μακρή. Στο σημείο των δύο αυτών κτιρίων σήμερα απλώνεται η πλατεία της Μητέρας και το καλοκαίρι απλώνει τραπεζοκαθίσματα το διπλανό κέντρο αναψυχής. Πίσω από τα κτίσματα αυτά μεσολαβεί ο δρόμος που οδηγεί στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλίου, ενώ απέναντι διακρίνεται κενός χώρος με μια χαμηλή κατοικία. Το 1930 ολόκληρος ο χώρος αυτός απαλλοτριώθηκε και στη θέση του κατασκευάσθηκε επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα το Β΄ Δημοτικό Σχολείο της Λάρισας. Ήταν το πρώτο από τα οκτώ διδακτήρια τα οποία κτίσθηκαν μόλις μέσα σε πέντε χρόνια στην πόλη. Μέχρι τότε όλα τα σχολεία στεγάζονταν σε παλιά και ακατάλληλα τουρκικά σπίτια. Το σχολείο κατεδαφίσθηκε μεταπολεμικά και στη θέση του σήμερα υπάρχει κήπος με προτομές και αναθηματικές στήλες.
Πίσω από την κατοικία του Μητροπολίτη Νεόφυτου παρεμβάλλονται δύο κατοικίες άγνωστων ιδιοκτητών και εν συνεχεία προέχει το επιβλητικό σε ύψος αρχοντικό του Ιωάννη Βελλίδη (αριθ. 4). Στις κάρτες του Στέφανου Στουρνάρα και σε άλλες αποτυπώσεις της Λάρισας οι οποίες απεικονίζουν απόψεις του λόφου της Ακρόπολης, παρατηρούμε ότι δέσποζε ένα ψηλό τριώροφο κτίριο, ο τελευταίος όροφος του οποίου εξείχε και πάνω από τη στέγη του ναού του πολιούχου της πόλης μας Αγίου Αχιλλίου, της βασιλικής του Καλλιάρχη όπως είναι ευρύτερα γνωστή. Μετά το 1907, όταν στη θέση της βασιλικής κτίσθηκε ο προπολεμικός ναός αναγεννησιακού ρυθμού, το τριώροφο αυτό κτίριο συναγωνιζόταν σε ύψος τον τρούλο και τα δύο κωδωνοστάσιά του. Βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τη νότια πλευρά του ναού σε μια σειρά με άλλα χαμηλότερα κτίσματα. Πρέπει να κτίσθηκε λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Λάρισας από τους Τούρκους και πάντως μετά το 1884, γιατί δεν εντοπίζεται στις φωτογραφίες του Μιχαηλίδη που τραβήχτηκαν τη χρονολογία αυτή.
Απέναντι από το αρχοντικό Βελλίδη διακρίνεται μεγαλοπρεπής ο ναός του Αγ. Αχιλλίου (αριθ. 5). Τα εγκαίνιά του είχαν γίνει τον Σεπτέμβριο του 1907 από τον μητροπολίτη Αμβρόσιο Κασσάρα. Η αεροφωτογραφία μάς δίνει τη δυνατότητα να επισημάνουμε την αρχιτεκτονική μορφή του ναού. Ήταν σταυρεπίστεγη βασιλική με τρούλο και δύο κωδωνοστάσια.
Στη γέφυρα και στις όχθες του Πηνειού διακρίνεται πλήθος κόσμου, ο οποίος προσήλθε για να δει την τελετή του αγιασμού των υδάτων και τη ρίψη του Σταυρού, με τους ποταμοκολυμβητές να συναγωνίζονται ποιος θα πιάσει πρώτος τον Σταυρό.

 


[1]. Καλογιάννης Βάσος, Η χρυσή Βίβλος του Δήμου Λαρίσης. Από τη μακραίωνη ιστορία της θεσσαλικής πρωτευούσης, Λάρισα (1963) σελ. 221. Από τα Πρακτικά της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 1923.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η κατοικία του μητροπολίτου Νεόφυτου (1875-1896), εφ. Larissanet, φύλλο της 15ης Ιανουαρίου 2015.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

 

Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1791)


Οι Δημητριείς Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς,  μαζί με τον Άνθιμο Γαζή, σε χάλκινο αναμνηστικό μετάλλιο του γλύπτη  Νικόλα Παυλόπουλου (1909-1990) από τον Άγ. Γεώργιο Πηλίου Οι Δημητριείς Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, μαζί με τον Άνθιμο Γαζή, σε χάλκινο αναμνηστικό μετάλλιο του γλύπτη Νικόλα Παυλόπουλου (1909-1990) από τον Άγ. Γεώργιο Πηλίου

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή μας (1423-1881) η Λάρισα ήταν ουσιαστικά μια τουρκοκρατούμενη πόλη. Η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης της, η μετοικεσία μεγάλου αριθμού

τουρκογενούς πληθυσμού από τα βάθη της Μ. Ασίας και ο εξισλαμισμός είχαν υποχρεώσει τον χριστιανικό πληθυσμό της να εγκαταλείψει την πόλη και να εγκατασταθεί σε γειτονικές ορεινές περιοχές. Λόγω του αφελληνισμού και του αποχριστιανισμού της, οι Οθωμανοί άλλαξαν το όνομά της σε Γενί Σεχίρ, που σημαίνει Νέα Πόλις, δηλ. Νεάπολις. Η νέα αυτή ονομασία επικράτησε μόνον στην επίσημη ορολογία των Οθωμανών, ενώ μεταξύ των κατοίκων της εξακολουθούσε να αναφέρεται ως Λάρισα. Από τους εκατοντάδες ξένους περιηγητές που πέρασαν από τα μέρη μας κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, κανείς δεν αναφέρει στα οδοιπορικά τους την πόλη με την τουρκική της ονομασία.
Περιγραφές της Λάρισας αυτής της περιόδου έχουν διασωθεί αρκετές από ξένους ταξιδιώτες που έφθαναν στην περιοχή μας για διάφορους λόγους. Σαν περιηγητές αρχαιολάτρες, αρχαιοκάπηλοι και περίεργοι ταξιδευτές, περιόδευαν τη Θεσσαλία και ορισμένοι απ’ αυτούς κατέγραφαν σε βιβλία τις εντυπώσεις τους, εκείνοι δε που είχαν καλλιτεχνικό ένστικτο αποτύπωναν όμορφα τοπία των διαδρομών τους. Όλοι ήταν ξένοι, κυρίως Ευρωπαίοι. Όμως το 1791, εποχή άνθισης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εκδόθηκε στη Βιέννη από τους Δημητριείς[1] το βιβλίο «Γεωγραφία Νεωτερική». Οι συγγραφείς του Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης, άμεσοι συγγενείς (πρώτοι εξάδελφοι), καινοτόμησαν ως προς την γλώσσα που χρησιμοποίησαν. Ήταν το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε στην απλή καθομιλούμενη γλώσσα της εποχής, αποστασιοποιημένο από τη λόγια καθαρεύουσα. Και οι δύο ήταν ιερωμένοι, λόγιοι και συγκαταλέγονται ανάμεσα στις κύριες προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς γεννήθηκε το 1758 στις Μηλιές του Πηλίου από φτωχή οικογένεια. Τα εγκύκλια μαθήματα τα διδάχθηκε στη γενέτειρά του. Το 1778 χειροτονήθηκε διάκονος και μέχρι τον θάνατό του το 1844 παρέμεινε στον ίδιο ιερατικό βαθμό από σεμνότητα. Ήταν μια πολύπλευρη και πληθωρική προσωπικότητα, πολύγλωσσος, με βαθιά μόρφωση. Υπήρξε διδάσκαλος και Σχολάρχης σε πολλές διάσημες Σχολές της εποχής του (Βουκουρέστι, Αμπελάκια, Μηλιές, κ.λπ.), καινοτόμος παιδαγωγός, συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης σημαντικών βιβλίων της περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, συνεπαρμένος από τον πόθο της Παιδείας και της Ελευθερίας του Ελληνικού γένους. Πέραν αυτών, πρωτοστάτησε στην αποτυχημένη Επανάσταση της Θετταλομαγνησίας τον Μάιο του 1821, υπήρξε Έφορος Παιδείας, δηλ. Υπουργός Παιδείας στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος επί Καποδίστρια, ίδρυσε και οργάνωσε πολλά σχολεία στην τότε ελληνική επικράτεια και ιδιαιτέρως στις Κυκλάδες. Έκτισε και λειτούργησε μαζί με τον συμπατριώτη του λόγιο αρχιμανδρίτη Άνθιμο Γαζή την περίφημη Μηλιώτικη Σχολή και μέχρι την ημέρα του θανάτου του σε ηλικία 86 ετών συνέχιζε να διδάσκει.
Ο Δανιήλ Φιλιππίδης γεννήθηκε και αυτός στις Μηλιές περί το 1750 από εύπορη οικογένεια. Όπως και ο Κωνσταντάς, σε πολύ νεαρή ηλικία χειροτονήθηκε ιερομόναχος και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στην Αθωνιάδα Σχολή, στη Χίο και το Βουκουρέστι. Το 1784 εγκαταστάθηκε στο Ιάσιο όπου δίδαξε στην εκεί Αυθεντική Σχολή. Επισκέφθηκε πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις και γνώρισε σπουδαίες πνευματικές προσωπικότητες. Έζησε πολλά χρόνια στις παραδουνάβιες περιοχές και έγραψε την “Ιστορία της Ρουμουνίας” (Ρουμανίας) και το “Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας”, τα οποία εκδόθηκαν στην Λειψία το 1816. Για τα έργα του αυτά θεωρείται από τους Ρουμάνους ως ο εθνικός ιστορικός τους. Λόγω της ελληνικής επανάστασης ο Φιλιππίδης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στις Μηλιές, οι οποίες απελευθερώθηκαν αργότερα (1881) και άφησε την τελευταία του πνοή στη Βεσσαραβία της Μολδαβίας το 1832.
Στον Α’ τόμο της “Νεωτερικής Γεωγραφίας”[2] στο κεφάλαιο περί Ελλάδος, υπάρχει η περιγραφή της Θεσσαλίας. Στην ενότητα περί Πελασγιώτιδας, γίνεται αναφορά για τη Λάρισα, την οποία αντιγράφουμε. Η σύνταξη και η γραμματική των συγγραφέων διατηρείται όπως είναι στο βιβλίο τους: “Το όνομα αυτό [Πελασγιώτιδα] λέγει ο Στράβων εις τα Τυρρηνικά, εκτείνουνταν εις όλη τη Θεσσαλία και εις άλλα μέρη ακόμι έξω από αυτή, με το να εξουσίασαν αυτούς τους τόπους οι Πελασγοί, οι οποίοι ήταν, λέγει ο ίδιος, έθνος παλαιό, και επεπόλαζε εις όλη την Ελλάδα, και εστάθηκε περίφημο και εις τους Έλληνας και παντού όπου επήγε, διατί ήταν, λέγει, πλάνητες, δια το οποίο και οι Αθηναίοι παίζωντας ειρωνικώς εις την λέξι, τους ωνόμαζαν Πελαργούς [...]Το Πελασγός κοινό προτήτερα και εκτεταμένο εις πολλούς, εμαζόχθηκε ύστερα εις μόνους τους κατοίκους της Θεσσαλίας, και ύστερα εις κατοίκους ενός μέρους της μόνον, και τέλος πάντων εξαλείφθηκε με την ολότη, καθώς και τόσα άλλα εθνικά ονόματα. Πελασγιώτιδα ιδιαίτερα είναι οι τόποι οπού είναι τριγύρω εις τη Λάρισσα, και έχει από το ανατολικό τη Μαγνησία και μέρος του Πελασγικού κόλπου, από το δυτικό την Εστιώτιδα και μέρος της Θεσσαλιώτιδος, από το μεσημβρινό τη Θεσσαλιώτιδα και από το βόρειο την Πιερία.
Λάρισσα, πόλι μεγάλη, παλαιότατη, πλούσια, και περίφημη και τώρα και το παλαιό, είναι η μητρόπολι όλης της Θεσσαλίας. Εκτίσθηκε από τον Ακρίσιο, και ωνομάσθηκε από τη Λάρισσα θυγατέρα του Πελασγού[3]. Είναι απάνω εις τα αριστερά του Πηνειού, εις τοποθεσία χαριεστάτη, καθέδρα μητροπολίτου ο οποίος έχει πολλούς επισκόπους από κάτω του, και ενός Μουλά[4], ο οποίος επέχει τον δεύτερο βαθμό του Σεϊσλάμη[5] της Κωνσταντινουπόλεως, και τον διαδέχεται όταν αποθάνη. Κατοικείται από Τούρκους, Ρωμαίους[6], Εβραίους και Αρμενίους, οι πρώτοι όμως είναι πολλά περισσότεροι από όλους τους άλλους. Οι Χριστιανοί είχαν μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αχίλλειο, εις τον απερασμένο όμως χρόνο τον εκρήμνισαν οι Τούρκοι, και τώρα οι ολίγοι εγκάτοιτοι Χριστιανοί οπού είναι, εκκλησιάζωνται εις τα περίχωρα. Οι εγκάτοικοι Τούρκοι είναι πλουσιώτατοι, με υποστατικά πολλότατα. Η Λάρισσα έχει πολλούς γενιτζάρους, δια τούτο και πολλά ολίγο εισακούονται εις αυτή τα φερμάνια του Σουλτάνου. Οι Λαρισσαίοι Τούρκοι είναι μισόχριστοι εις άκρο, και θηριώδεις. Δεν υποφέρουν να ιδούν άλλη θρησκεία και μάλιστα τη δική μας. Ανυπόφορό τους είναι να ιδούν μπροστά τους ιερέα ή καλόγερο με το σχήμα του επαγγέλματός του. Ο ίδιος ο μητροπολίτης, ο οποίος μετά τον υστερινό πόλεμο κάθεται όλο εις τον Τούρναβο, με όλα του τα φερμάνια με συστολή και αγνώριστος εμβαίνει.
Η πραγμάτεια προτήτερα από τον άλλο πόλεμο άκμαζε εις τη Λάρισσα, όση ακμή ημπορεί να έχη αυτή εις έναν τέτοιο τόπο. Ύστερα όμως η αυθάδεια των Τούρκων, η σκληρότητά τους εις τους αλλοθρήσκους, η αψηφισία εις τους διοικητάς και άλλα, την έκαμαν να ξεπέση με την ολότη. Τί πραγμάτεια, τί κατάσταση απλώς ζητείς απ’ έναν τόπο, όπου ο τυχών Τούρκος τη μέρα το μεσημέρι εβγάνει το πιστόλι και σκοτόνει τον μη Τούρκο οπού ήθελε τολμήση να τον ειπή το όχι εις τίποτες;
Φίλιππος, ο πατέρας του μεγάλου Αλεξάνδρου, με το να είχε αποφασίση να γυρίση τα όπλα του εις την Ελλάδα, αφ’ ού έκαμε ειρήνη με τους Ιλλυριούς και Παίονας, εδιάλεξε δια καθέδρα του τη Λάρισσα, και με αυτόν τον τρόπο εκέρδησε την εύνοια των Θετταλών, οι οποίοι τον εχρησίμευσαν πολλά με την εξαίρετή τους καβαλλαρία εις ταις εκστρατίαις του. Εις αυτήν ήλθε και ο Πομπήϊος μετά την ήττα του εις τα Φέρσαλα, όμως δεν εστάθηκε, αμή έφυγε παρευθύς. Εις τα 1669 εσύστησε και ο Σουλτάνος την αυλή του”[7].
Η περιγραφή των Δημητριέων για τη Λάρισα του 1791 είναι προσωπική, γι’ αυτό και κρίνεται αντικειμενική. Θεσσαλοί την καταγωγή, πολυταξιδεμένοι και μορφωμένοι, την επισκέφθηκαν και έζησαν την ατμόσφαιρα της πόλης, γι’ αυτό και τα συμπεράσματά τους είναι πολύτιμα και εν πολλοίς συμφωνούν με τις εντυπώσεις ξένων περιηγητών της εποχής αυτής.
----------------------
[1] Πρόκειται για τους λόγιους Γρηγόριο Κωνσταντά, ιεροδιάκονο και Δανιήλ Φιλιππίδη, ιερομόναχο από τις Μηλιές του Πηλίου. Αποκλήθηκαν Δημητριείς όταν και οι δύο βρίσκονταν στο Βουκουρέστι (1780-1787) από τον δάσκαλο Δημήτριο Κανταρτζή, υπέρμαχο της δημοτικής γλώσσας, λόγω της καταγωγής τους από την περιοχή της Δημητριάδας.
[2] Όταν το 1795 ο Δανιήλ Φιλιππίδης βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, σε μία πυρκαγιά, έχασε όλα του τα υπάρχοντα, μεταξύ των οποίων και το χειρόγραφο για τον δεύτερο τόμο της Γεωγραφίας Νεωτερικής, με αποτέλεσμα το έργο αυτό να μείνει ανολοκλήρωτο.
[3] Οι Δημητριείς αναφέρουν εδώ μία από τις πολλές εκδοχές που έχουν κατά καιρούς προταθεί για την προέλευση της ονομασίας της Λάρισας.
[4] Ο Μουλάς είναι μουσουλμανικός τίτλος που απονέμεται σε νομοδιδασκάλους και γενικότερα σε κάθε μορφωμένο που ασχολείται με την μελέτη των ιερών βιβλίων της μουσουλμανικής πίστεως.
[5] Ο Σεϊσλάμης είναι τίτλος ανώτατου θρησκευτικού αρχηγού στην Τουρκία, ερμηνευτή του Κορανίου.
[6] Εννοεί τους Έλληνες το γένος χριστιανούς, Ρωμιούς.
[7] Βλέπε: Δημητριείς. Γεωγραφία Νεωτερική. Β’ έκδοση, επιμέλεια Αικ. Κουμαριανού, εκδόσεις “Ερμής”, Αθήνα (1988), σελ. 167-169.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Αίσωπος: Ο μεγαλύτερος μυθοποιός της αρχαιότητας


Προτομή τού Αισώπου Προτομή τού Αισώπου

Τους εξαιρετικούς μύθους του Αισώπου, λίγο πολύ όλοι τους ξέρουμε. Για τον ίδιο τον Αίσωπο όμως τι γνωρίζουμε;.... Έζησε τελευταίες δεκαετίες 7ου αι. πΧ - πρώτες του 6ου αι. π.Χ. Πολλές πόλεις ερίζουν για την καταγωγή του: Φρυγία-Μεσημβρία-Σάμος. Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας.


Ήταν ταπεινής καταγωγής και πραγματικό τέρας ασχήμιας: μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης και με κεφάλι τριγωνικό. Δεν ήταν μόνο οι μύθοι που προκαλούσαν το γέλιο, αλλά και η ίδια η μορφή του, η φωνή του και ο τρόπος ομιλίας του. Είπε σε κάποιον που τον κορόιδεψε: «Μη δίνεις προσοχή στη μορφή, αλλά στο μυαλό μου».
Γεννήθηκε από οικογένεια δούλων. Από την αγορά της Εφέσου, που τον πήγε για πώληση ο ιδιοκτήτης του, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Μετά ο Ξάνθος τον πούλησε σ' έναν άλλο Σάμιο σοφό. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά του χαρίσματα και κυρίως τη σοφία και την ευφυΐα του, τον απελευθέρωσε. Όλοι παραδέχονταν πως ήταν ιδιαίτερα οξυδερκής άνθρωπος με κοφτερή και διεισδυτική κοινωνική ματιά. Γι' αυτό και οι μύθοι του δεν ήταν παρά διδακτικές αλληγορίες-παραβολές (αφηγήσεις που χρησιμοποιούν πράξεις φανταστικών χαρακτήρων, για να γίνει ένα μήνυμα πιο αισθητό) για τη ζωή την ίδια και τον άνθρωπο.
Οι περισσότεροι χαρακτήρες στις ιστορίες του είναι ζώα, μερικά από τα οποία αντιπροσωπεύουν ανθρώπινους χαρακτήρες σε ό,τι αφορά την ομιλία και τα συναισθήματα. Τα πιο πολλά όμως διατηρούν τις ιδιότητες που έχουν σαν ζώα: οι χελώνες είναι αργές, οι λαγοί τρέχουν. Χρησιμοποιεί αυτές τις ιδιότητες και τις φυσικές τάσεις των ζώων για να τονίσει τις ανθρώπινες αδυναμίες και τη σοφία. Επίσης για να εξάρει ή να στηλιτεύσει χαρακτήρες και συμπεριφορές. Κάθε μύθος έχει κι ένα ηθικό δίδαγμα. Μικρά τα αφηγήματά του διακρίνονται για τον ηθικοδιδακτικό τους ρόλο. Για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιείται αιώνες τώρα για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.
Τι δίδαξε ο Αίσωπος: «Η ευγνωμοσύνη είναι χαρακτηριστικό των ευγενών ψυχών»......... «Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι προάγγελος της δυστυχίας»........... «Η ανέχεια δεν αναγνωρίζει νόμους»........ «Η κακοτυχία δοκιμάζει την ειλικρίνεια των φίλων»........ «Η εκδίκηση θα βλάψει τελικά τον εκδικητή»........ «Μπορεί τα ρούχα να συγκαλύψουν έναν ανόητο, αλλά τα λόγια του θα τον αποκαλύψουν»...... Είναι δάσκαλος της ηθικής. Υπερασπίζεται την αρετή, εχθρεύεται την αχρειότητα. Διαχρονικές συμβουλές του: «Μην επιδιώκεις πολλά πράγματα μαζί»........ «Υπάρχει πάντα κάποιος περισσότερο δύστυχος από σένα».......Επίσης μας προειδοποιεί: «Πρόσεξε μη χάσεις την ουσία, προσπαθώντας να πιάσεις τη σκιά».......Ας γελάσουμε με μια μύγα πάνω σε άρμα που έτρεχε: «Πω - πω σκόνη που σήκωσα!».
Δεν έγραψε κανέναν από τους μύθους, αλλά τους διηγούνταν προφορικά. Συνήθιζε να πλάθει ιστορίες και να τις λέει γύρω του. Είναι παρμένες από την καθημερινή ζωή και τη φύση. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι έτρεχαν να ακούσουν κάποιον μύθο. Σιγά-σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων. Ήταν ευφυέστατος, παρατηρητικός, είχε αυτό το ταλέντο να πλάθει μύθους για να περνάει μηνύματα, να διδάσκει ήθος και να καυτηριάζει την αδικία, την προδοσία και γενικά όλες τις ευτελείς πράξεις. Είναι μαέστρος των παραμυθιών και μεγάλος γνώστης των τεχνικών της αφήγησης. Μέσα απ' αυτά δεν περνάμε απλά την ώρα μας, αλλά σκεπτόμαστε, μαθαίνουμε και προβληματιζόμαστε.
Το άδοξο και τραγικό του τέλος στους Δελφούς: Κάποτε βρέθηκε στους Δελφούς ως απεσταλμένος του Κροίσου για να πάρει χρησμό. Αηδίασε, καθώς λένε, με την απληστία και τη φιλαργυρία τους, δεν παρέδωσε τον χρυσό, αλλά τον έστειλε πίσω. Ειρωνεύτηκε τους ιερείς του Μαντείου ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν και τους κατοίκους των Δελφών ότι αντί να καλλιεργούν τα κτήματα και να φροντίζουν τα ζώα τους, ζούσαν από τα αφιερώματα των προσκυνητών. Αυτό το θράσος εξόργισε τους ιερείς, οι οποίοι τον παγίδευσαν βάζοντας «φιάλην χρυσήν» στις αποσκευές του. Μετά τον κατηγόρησαν για κλέφτη και ιερόσυλο. Τον δίκασαν άδικα και τον καταδίκασαν σε θάνατο, ρίχνοντάς τον από τις Φαιδριάδες Πέτρες των κορυφών του Παρνασσού, που πετούσαν τους κακούργους.......(κρίμα για την αδικία, μας προκαλεί μεγάλη λύπη, στεναχώρια, συμπάθεια και οίκτο....).
Επίλογος: 2.500 χρόνια αργότερα ο Αίσωπος ζει και βασιλεύει και συνεχίζει να μαγεύει μικρά και μεγάλα παιδιά. Δεκάδες προσπάθησαν να τον αντιγράψουν, μάταια όμως, καθώς το χιούμορ, η σάτιρα, τα ευφυολογήματα, αλλά και οι σοβαρές σκέψεις του σπουδαίου Έλληνα μυθοποιού, δεν έχουν ιστορικό όμοιό τους. Παρά το γεγονός ότι ήταν ταπεινής καταγωγής και δούλος, οι Αθηναίοι τού έστησαν αργότερα ανδριάντα για να δείξουν ότι κάθε άνθρωπος αξίας, πρέπει να τιμάται.
Οι μύθοι του έχουν μια ιδιαίτερη χάρη, μια θαυμαστή απλότητα και άφταστη διδακτικότητα. Με την κομψή συντομία και την απλότητά τους, διατηρούν αιώνες τώρα την αναλλοίωτη ικανότητα να συγκινούν και να ψυχαγωγούν μικρούς και μεγάλους, αλλά και να διδάσκουν. Οι μύθοι του υπολογίζονται σε 584... Δεν καταφέρνω να αντισταθώ και να μην αναφέρω συνοπτικά έναν: «Η καλιακούδα που ζήλευε τα περιστέρια»: Βούτηξε στον ασβέστη, άσπρισε, αναμείχθηκε, καλοπερνούσε. Όταν έβγαλε φωνή, την κατάλαβαν, την τσιμπούσαν, την έδιωξαν. Γυρίζει στα κοράκια, την εκδίωξαν (ήταν άσπρη). Δίδαγμα: Μην αρνούμαστε την οικογένεια, τους δικούς μας για κανέναν λόγο. Οι ξένοι μάς απομακρύνουν. Η οικογένεια είναι το ασφαλές, το σίγουρο καταφύγιό μας...

Από τον Ευάγγελο Μπαλντούνη,
φιλόλογο