Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017


 

Στην Ελληνική μυθολογία, ο Ιξίων (Ιξίωνας) ήταν ένας από τους Λαπίθες, βασιλιάς της Θεσσαλίας (με έδρα πιθανόν την Ιωλκό) και γιος του Φλεγύα. Γιος του ήταν ο Πειρίθους. Έλαβε ως σύζυγο τη Δία, θυγατέρα του Δηιονέα ή Δηίονα, υιού του Αιόλου, βασιλέα της Φωκίδας. Υποσχέθηκε στον πεθερό του ένα πολύτιμο δώρο, αθέτησε όμως την υπόσχεσή του. Ο Δηϊονεύς σε αντίποινα έκλεψε μερικά από τα άλογα του Ιξίωνα. Ο τελευταίος απέκρυψε την οργή του και προσκάλεσε τον πεθερό του σε εορταστικό γεύμα στη Λάρισα. Μόλις έφτασε ο Δηϊονέας, ο Ιξίωνας τον δολοφόνησε, σπρώχνοντάς τον στην πυρά. Με τη φρικτή αυτή πράξη, ο Ιξίωνας παραβίασε τον ιερό για τους Έλληνες νόμο της φιλοξενίας, προστάτης του οποίου ήταν ο Ξένιος Ζεύς. Οι γειτονικοί άρχοντες, προσβεβλημένοι, αρνήθηκαν να του προσφέρουν άσυλο ή να εκτελέσουν τα τελετουργικά που θα του επέτρεπαν να αποκαθαρθεί από την ενοχή του. Έκτοτε, ο Ιξίωνας κηρύχθηκε εκτός νόμου, έζησε ως απόβλητος και τον απέφευγαν οι πάντες. Σκοτώνοντας τον πεθερό του, έγινε ο πρώτος άνθρωπος στην Ελληνική μυθολογία που σκότωνε συγγενή του. Η τιμωρία που επέσειε κάτι τέτοιο ήταν τρομερή.
Κάποτε, ο Ιξίωνας, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, κατέφυγε ικέτης σε ναό του Δία. Εκείνος συμπόνεσε τον Ιξίωνα, τον συγχώρεσε και μάλιστα τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον κάθισε στο τραπέζι των θεών. Δείχνοντας αγνωμοσύνη, ο Ιξίωνας πόθησε τη θεά Ήρα, σύζυγο του Δία. Ο Δίας το αντιλήφθηκε και, για να δει μέχρι ποιου σημείου έφτανε η αγνωμοσύνη του Ιξίωνα, έδωσε τη μορφή της Ήρας στην Νεφέλη (σύννεφο – θεότητα) και ξεγέλασε τον Ιξίωνα ώστε να ζευγαρώσει μαζί της. Από την ένωση αυτή προήλθε το γένος των Κενταύρων (εξ ου και η ονομασία Ιξιονίδες). Ο Ιξίωνας τότε κεραυνοβολήθηκε και αποβλήθηκε από τον Όλυμπο. Ο Δίας διέταξε τον Ερμή να δέσει τον Ιξίωνα με φίδια σ’ έναν φλεγόμενο τροχό. Έτσι δεμένος, ο Ιξίωνας περιφέρεται αιώνια στον Τάρταρο.
Ο μύθος του Ιξίωνα μνημονεύεται από τον Διόδωρο, τον Πίνδαρο, τον Βιργίλιο (Γεωργικά, 4 και Αινειάδα, 6), καθώς και από τον Οβίδιο στις Μεταμορφώσεις, 12.

Τρίτη 18 Ιουλίου 2017

ΠΕΡΑΤΑΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ


Η Σκάλα της περαταριάς κοντά στα Παλαιά Σφαγεία. Φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα. Περίπου 1910-15Η Σκάλα της περαταριάς κοντά στα Παλαιά Σφαγεία. Φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο του Στ. Στουρνάρα. Περίπου 1910-15
Τα παλιά χρόνια, όταν η κατασκευή γεφυριών ήταν κατασκευαστικά δύσκολη και πολυδάπανη, η γεφύρωση των ποταμών γινόταν με περαταριές, ειδικά στα σημεία όπου η συχνή συγκοινωνία το επέβαλε. Ως περαταριά θεωρούμε συνήθως μια αυτοσχέδια ξύλινη εξέδρα η οποία επιπλέει και εκτελεί την συγκοινωνία ανάμεσα σε δύο όχθες ενός ποταμού.
Η επίσημη ονομασία της είναι πορθμείο. Τις περαταριές μπορούμε να τις διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες. Οι μεγαλύτερες, όπου μπορούσαν να διαπεραιωθούν και οχήματα, και οι μικρότερες που ήταν για ανθρώπους και ζώα. Το κατάστρωμά τους κατασκευαζόταν από παχιές σανίδες με επίπεδη καρίνα και για να είναι αδιάβροχες επαλείφονταν με παχύ στρώμα ασφάλτου. Οι πλάγιες πλευρές διέθεταν χαμηλή κουπαστή, ενώ το πρόσθιο τμήμα ήταν υπερυψωμένο για να προσαράζει ομαλά στην όχθη. Τις όχθες συνέδεε ανθεκτικό συρματόσχοινο σε ευθεία γραμμή, στερεωμένο γερά σε κάθε όχθη. Η περαταριά διέθετε μια αλυσίδα η οποία συνδεόταν με το συρματόσχοινο με κρίκο για να μην παρασύρεται από την ορμητική ροή του νερού. Ο καραβοκύρης μετακινούσε τη σχεδία πάνω στα νερά του ποταμού ασκώντας δύναμη κατά μήκος του συρματόσχοινου. Αυτή ήταν η λειτουργία κάθε περαταριάς, μικρής ή μεγάλης.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια, ο Πηνειός κατά την διαδρομή του μέσα από την Λάρισα διέθετε τη μία και μοναδική γνωστή πέτρινη γέφυρα. Όμως οι Λαρισαίοι προπολεμικά, πέρα από τις βάρκες που χρησιμοποιούσαν, γεφύρωναν το ποτάμι και με δύο περαταριές. Η μία βρισκόταν κοντά στην περιοχή των Παλαιών Σφαγείων, ενώ η άλλη συνέδεε τη συνοικία Ταμπάκικα με το Αλκαζάρ στο ύψος του σημερινού σταδίου.
Η πρώτη δημιουργήθηκε από έναν ευφυέστατο επιχειρηματία, τον Ρωμύλο Αυδή. Είχε για χρόνια την διαχείριση του κέντρου Αλκαζάρ, όταν κατά το 1925 πυρκαγιά αποτέφρωσε εντελώς το κέντρο. Τότε σκέφθηκε να εκμεταλλευθεί ένα πυκνόφυτο, γεμάτο καραγάτσια φυσικό άλσος που βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού, λίγο πριν φθάσει κανείς στα Σφαγεία. Η περιοχή ήταν γνωστή ως «Καραγάτσια» και το επισκέπτονταν από παλιά με βάρκες οι Λαρισαίοι, είτε παρέες, είτε οργανωμένοι σε διάφορα σωματεία, συνήθως κατά την Πρωτομαγιά. Το ονόμασε «Λούνα Πάρκ» και για να βοηθήσει στην διαπεραίωση των επισκεπτών στην απέναντι όχθη, συνεργάσθηκε με έναν βαρκάρη και έφτιαξαν το 1929 την περαταριά, που ήταν μικρή και εξυπηρετούσε μόνον ανθρώπους, ζώα ή εμπορεύματα. Το κέντρο αυτό γνώρισε μεγάλες δόξες και τα καλοκαίρια οι άμαξες κατέβαζαν συνεχώς στη Σκάλα του Πηνειού Λαρισαίους αστούς με τις οικογένειές τους, για να περάσουν μια όμορφη και δροσερή βραδιά στο κατάφυτο «Λούνα Πάρκ». Πολλές φορές ήταν τόσο μεγάλη η προσέλευση ώστε το κέντρο δεν μπορούσε να τους εξυπηρετήσει όλους, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν απέναντι στην δεξιά όχθη, όπου υπήρχε το γραφικό ταβερνάκι του Μπαλατζάρα.
Η δεύτερη περαταριά βρισκόταν και αυτή μέσα στην πόλη και συνέδεε τη δυτική πλευρά της συνοικίας Ταμπάκικα με τον χώρο του Αλκαζάρ. Στην πλευρά αυτή της συνοικίας, κοντά στη δεξιά όχθη του Πηνειού, λειτουργούσε από το 1907 ένα από τα πρώτα παγοποιεία της Λάρισας, του Κατσαούνη[1]. Αργότερα κοντά στο παγοποιείο δημιούργησε ένα όμορφο εξοχικό κέντρο ο Γ. Θεοδώρου, με πρόθεση να ψυχαγωγήσει τους Λαρισαίους που έφθαναν σε μια περιοχή με πανύψηλες λεύκες και καβάκια, ακολουθώντας την δεξιά όχθη του ποταμού. Επειδή από το κέντρο αυτό η θέα προς την περιοχή του Αλκαζάρ ήταν μαγευτική, ο επιχειρηματίας του συνεννοήθηκε με κάποιον βαρκάρη του Πηνειού και κατασκεύασαν περαταριά, για να δώσουν στους επισκέπτες του εξοχικού την δυνατότητα να κάνουν ένα σύντομο ταξιδάκι μέχρι την απέναντι αριστερή όχθη του ποταμού, στο ύψος του εξοχικού κέντρου «Κιβωτός» και στον κήπο του Παπασταύρου. Όμως ο συναγωνισμός με το ανακαινισμένο κέντρο «Αλκαζάρ» και την «Κιβωτό» δεν το ευνόησαν και το 1931 το κέντρο αυτό του Γ. Θεοδώρου έκλεισε.
Επί τουρκοκρατίας και για λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση λέγεται ότι υπήρχε και μια τρίτη περαταριά στην περιοχή «Γκιόλια[2]», μια περιοχή που βρίσκεται κοντά στο κτιριακό συγκρότημα της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής. Οι πλούσιοι Τούρκοι μπέηδες είχαν κτίσει στον χώρο αυτό εξοχικά σπίτια στη δεξιά όχθη του Πηνειού, του οποίου τα νερά στο σημείο αυτό ήταν καθαρά και βαθειά, ενώ οι όχθες του ήταν καλυμμένες με πανύψηλα καραγάτσια και περιβόλια γεμάτα από τριαντάφυλλα και γιασεμιά. Τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού οι μπέηδες μετακόμιζαν στα «Γκιόλια» για να αποφύγουν την αφόρητη ζέστη της Λάρισας και η περαταριά τούς έδινε την δυνατότητα να επισκέπτονται και την απέναντι όχθη. Με την περιοχή αυτή είναι στενά συνδεδεμένος και ο Δημήτριος Ροδόπουλος ή όπως τον γνωρίζουμε όλοι μας ο συγγραφέας Μ. Καραγάτσης, η αδελφή του οποίου είχε παντρευτεί τον Φιλοποίμενα Τζουλιάδη διευθυντή της Γεωργικής Σχολής. Προπολεμικά τα «Γκιόλια» επισκέπτονταν και τολμηροί ποταμοκολυμβητές σε ομάδες, οι οποίοι με το κολύμπι τους εξοικειώνονταν με τα δύσκολα νερά του Πηνειού και προετοιμάζονταν για την τελετή των Θεοφανείων.
Μια άλλη περαταριά λειτουργούσε λίγο πιο πάνω, στη Γούνιτσα (σημερινό όνομα Αμυγδαλή). Η περιοχή του χωριού αυτού ανήκε στον Έλληνα γαιοκτήμονα και επιχειρηματία Ευάγγελο Ιατρίδη, ο οποίος είχε εγκατασταθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα στο κτήμα του στη Γούνιτσα, όπου μεταξύ των άλλων διέθετε και νερόμυλο μεγάλης ισχύος. Διασώζεται επιστολικό δελτάριο, ταχυδρομημένο το 1910, το οποίο απεικονίζει μεγάλη συντροφιά Λαρισαίων αστών, φιλοξενούμενων του γαιοκτήμονα Ιατρίδη, να βρίσκεται συνωστισμένη μέσα στην περαταριά που είχε κατασκευάσει ο ίδιος[3].
Η εικόνα που συνοδεύει το σημερινό κείμενο προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Βολιώτη φωτογράφου και ζωγράφου Στέφανου Στουρνάρα. Πρόκειται για χρωμολιθόγραφη φωτογραφία, η οποία χρονολογείται περί τα 1910-15. Αποτυπώνει την Σκάλα του Πηνειού, μια περιοχή όπου με τη βοήθεια μεγάλων τετραγωνισμένων λίθων[4] είχε δημιουργηθεί μια προσπέλαση προς το ποτάμι, όπου προσάραζαν βάρκες για να μεταφέρουν στην απέναντι όχθη επιβάτες και εμπορεύματα. Διακρίνεται ομάδα γυναικών να πλένει δίπλα στη Σκάλα του Πηνειού τα ρούχα της οικογένειας. Επίσης διακρίνονται και άλλα άτομα και ζώα, τα οποία προφανώς περιμένουν να επιβιβασθούν σε βάρκα. Η περαταριά δεν είχε ακόμη κατασκευασθεί. Μπροστά κάποιο κοπάδι με πρόβατα βόσκει στην όχθη, ενώ στο βάθος της κοίτης του ποταμού απεικονίζεται το περίφημο «νταϊλιάνι», η ιχθυοπαγίδα, μια πρόχειρη κατασκευή από πλεγμένα ξύλα, η οποία παγίδευε τα ψάρια του Πηνειού. Στο βάθος της εικόνας διακρίνονται αμυδρά από αριστερά κατά σειρά: το παλιό τουρκικό ρολόι, τα καμπαναριά του ναού του Αγίου Αχιλλίου, οι παραποτάμιοι μύλοι, η συνοικία Ταμπάκικα αραιοκατοικημένη και η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγία).
Σήμερα η περιοχή αυτή έχει εξωραϊσθεί, η πλούσια βλάστηση στις όχθες έχει μειωθεί και οι περαστικοί που κάνουν τον υγιεινό περίπατό τους, μπορούν να αναπλάσουν με την φαντασία τους πως ήταν προπολεμικά ο χώρος αυτός.
 [1]. Οι αδελφοί Κατσαούνη ήταν μια πλούσια οικογένεια επιχειρηματιών της Λάρισας. Εκτός από μια τεράστια περιουσία που διέθεταν σε ακίνητα στην κεντρική αγορά της Λάρισας, είχαν στήσει αντλία στην δεξιά όχθη του Πηνειού για την άντληση νερού από το ποτάμι και την διανομή του με βαρέλια σε σπίτια και καταστήματα της Λάρισας. Μέσα στις εμπορικές δραστηριότητές τους περιλαμβάνεται και το παγοποιείο που είχαν δημιουργήσει στη συνοικία Ταμπάκικα.
[2]. Το όνομα «Γκιόλια» προέρχεται από παραφθορά της τουρκικής λέξεως «γκιούλ» η οποία σημαίνει τριαντάφυλλο.
[3]. Επιστολικά δελτάρια. Εκδόσεις ελληνικές και ευρωπαϊκές (1900-1960), συλλογή Γ. και Λ. Γουργιώτη, Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, Λάρισα (2007) σελ. 38.
[4]. Σήμερα έχει αποδειχθεί από τον αρχαιολόγο Θανάση Τζιαφάλια ότι οι πέτρες αυτές είναι αρχιτεκτονικά μέλη τα οποία αφαιρέθηκαν από το ερειπωμένο Α΄ Αρχαίο Θέατρο και μεταφέρθηκαν στην περιοχή για να κατασκευασθεί η Σκάλα.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η οδός Αχιλλέως



Η οδός Αχιλλέως. Μια αινιγματική φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο, η οποία πρόσφατα ταυτοποιήθηκε. Αρχές δεκαετίας 1930.Η οδός Αχιλλέως. Μια αινιγματική φωτογραφία από επιστολικό δελτάριο, η οποία πρόσφατα ταυτοποιήθηκε. Αρχές δεκαετίας 1930.
Εδώ και πολλά χρόνια μεταξύ των συλλεκτών οι οποίοι συγκεντρώνουν επιστολικά δελτάρια (καρτ ποστάλ) της Λάρισας συγκαταλέγεται και η σημερινή εικόνα, η οποία φέρει την ένδειξη «Οδός Αχιλλέως».
Είναι γνωστό ότι προπολεμικά και για πολλά χρόνια ως οδός Αχιλλέως προσδιοριζόταν η σημερινή οδός Παναγούλη. Όμως όλες οι αναγνώσεις της φωτογραφίας αυτής που έγιναν από σπουδαίους συλλέκτες (όπως ο Αντώνης Γαλερίδης που μας άφησε νωρίς), από ιστορικούς της Λάρισας (όπως ο έμπειρος και πολυγραφότατος Γιώργος Ζιαζιάς, τον οποίο τον χάσαμε πριν λίγα χρόνια αιωνόβιο) και από παλιούς Λαρισαίους, δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν επακριβώς ποιο σημείο του συγκεκριμένου δρόμου απεικονίζει.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά το 2006, όταν έγινε η έκθεση φωτογραφίας με τον τίτλο «Η Λάρισα που έφυγε για πάντα», στην αίθουσα «Τάκης Τλούπας» στο Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο, ότι μετά την σύντομη τελετή των εγκαινίων, κατά την διάρκεια της περιήγησης των εκτεθειμένων φωτογραφιών, μια ομάδα Λαρισαίων αποτελούμενη από τον τότε δήμαρχο Κώστα Τζανακούλη, τον Μιχάλη Τσακίρη, πρόεδρο του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Λαρισαίων, τον Φώτη Νατσιούλη, πρόεδρο της Φωτογραφικής Λέσχης Λάρισας, τον επίτιμο δικηγόρο Γιώργο Ζιαζιά και τον Αντώνη Γαλερίδη, σταθήκαμε πολύ ώρα μπροστά στην φωτογραφία και ο καθένας μας, σύμφωνα με τις προσωπικές του εμπειρίες, την ερμήνευε διαφορετικά, χωρίς όμως να μπορέσουμε να καταλήξουμε όλοι σε ένα πειστικό συμπέρασμα.
Όταν πριν από 1,5 χρόνο δημιουργήθηκε από μια ομάδα φίλων της παλιάς φωτογραφίας της Λάρισας η «Φωτοθήκη», η δράση της οποίας ως γνωστόν επικεντρώνεται στη συλλογή, καταγραφή, τεκμηρίωση και ανάλυση παλαιών φωτογραφιών, χαρακτικών, ζωγραφικών τοπίων, προσώπων και πορτραίτων ανθρώπων της Λάρισας και της περιοχής της, η φωτογραφία αυτή προβλημάτισε για πολύ και την ομάδα αυτή, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα αποδεκτό απ’ όλους. Εκφράσθηκε ακόμη και η ακραία άποψη ότι η φωτογραφία της κάρτας δεν απεικονίζει δρόμο της Λάρισας, αλλά μιας άλλης πόλεως[1]. Όμως πρόσφατα ο Βαγγέλης Ρηγόπουλος, συνταξιούχος δημοσιογράφος και μέλος της Φωτοθήκης, οπλίσθηκε με υπομονή και με την φωτογραφία ανά χείρας επιχείρησε να εντοπίσει το σημείο του δρόμου που απεικονίζεται. Διέτρεξε ολόκληρη την διαδρομή της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη σήμερα), η οποία σε κάποιο σημείο κάμπτεται ελαφρώς και οδηγεί τελικά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Διεθνούς[2].Το τμήμα αυτό της οδού Αχιλλέως μετονομάσθηκε αργότερα σε οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Τελικά ο ερευνητής, έπειτα από επιτόπια έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι η σημερινή οδός Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που αποτελούσε το τελικό τμήμα της οδού Αχιλλέως, η οποία όπως αναφέρθηκε έφθανε με μια μικρή καμπύλη τροχιά στον σταθμό των τρένων. Ο φωτογράφος εδώ στάθηκε στην περιοχή αυτής της καμπύλης του δρόμου και αποτύπωσε όλη την σημερινή Κων. Παλαιολόγου μέχρι το τέλος της πλατείας του σταθμού, η οποία λόγω της πυκνής δενδροφύτευσης του δρόμου δεν είναι ορατή. Ως επίρρωση όλων αυτών αναφέρουμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η τυπογραφική εταιρεία των Αθηνών Πάλλης και Κοτζιάς κυκλοφόρησε επιστολικό δελτάριο το οποίο απεικονίζει την οδό Αχιλλέως, την οποία όμως την αναφέρει στη λεζάντα ως οδό Σιδηροδρόμων.
Με την ευκαιρία αυτή θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η ονομασία της οδού Αχιλλέως είναι πολύπαθη. Έχει κατά καιρούς αλλάξει πολλές ονομασίες, ανάλογα με τις «εμπνεύσεις» του εκάστοτε Δημοτικού Συμβουλίου. Για την ιστορία θα αναφέρουμε μερικές.
--Για πολλά χρόνια ήταν γνωστή ως Αχιλλέως, προς τιμήν του μυθικού ήρωα της περιοχής μας στον Τρωικό πόλεμο.
--Αρχές του 20ου αιώνα μετονομάσθηκε σε Παύλου Στεφάνοβικ προς τιμήν του μεγάλου ευεργέτη όχι μόνον του ελληνισμού, αλλά και της περιοχής μας (δωρεά μεγάλων αγροτικών εκτάσεων στο δημόσιο, τα λεγόμενα Στεφανοβίκεια κτήματα, ευεργεσίες σε κεντρικούς ναούς της Λάρισας, το Δημοτικό νοσοκομείο, σχολεία και απόρους, κατά την επίσκεψή του στην πόλη μας τον Απρίλιο του 1900, κλπ.
--Πρίγκηπος Ανδρέου. Ήταν γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και αδελφός του διαδόχου Κωνσταντίνου. Το 1905 ήλθε στη Λάρισα και ανέλαβε την διοίκηση του Συντάγματος Ιππικού που είχε έδρα την πόλη μας. Συνοδευόταν από την γυναίκα του Αλίκη, η οποία ήταν αδελφή του λόρδου Μαουντμπάντεν και για την διαμονή τους νοίκιασαν το ομορφότερο αρχοντικό της Λάρισας, του Κωνσταντίνου Σκαλιώρα. Ας σημειωθεί ότι ο Ανδρέας και η Αλίκη είναι οι γονείς του σημερινού βασιλικού συζύγου της Αγγλίας Φιλίππου.
-- Μετά από την νικηφόρο πορεία του ελληνικού στρατού προς την Θεσσαλονίκη ονομάσθηκε σε Διαδόχου Κωνσταντίνου και εν συνεχείασε Βασιλέως Κωνσταντίνου, όταν έγινε βασιλιάς μετά την δολοφονία του Γεωργίου Α’ το 1913 στη Θεσσαλονίκη.
--Οδός Αλεξάνδρου Παναγούλη ονομάσθηκε μετά την μεταπολίτευση.
Υπήρξαν και άλλες ονομασίες του δρόμου αυτού, αλλά όμως ήταν βραχύβιες και δεν υιοθετήθηκαν από τους Λαρισαίους.
Αναλύοντας την κάρτα διαπιστώνουμε ότι η εκδοτική εταιρεία η οποία κυκλοφόρησε το επιστολικό δελτάριο δεν αναγράφεται, ο φωτογράφος είναι άγνωστος, η δε χρονολογία συμπεραίνεται έμμεσα από τους στύλους φωτισμού κατά μήκος του δρόμου και από την επιμελημένη κατασκευή των ρείθρων των πεζοδρομίων. Όλα αυτά τα έργα έγιναν επί δημαρχίας Σάπκα και από το γεγονός αυτό η φωτογραφία αποδίδεται χρονολογικά στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
------------------------------------------------
[1]. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, σε επιστολικά δελτάρια και κυρίως σε απλές φωτογραφίες οι οποίες αναρτώνται σε διάφορες ηλεκτρονικές δημοπρασίες, να αναφέρεται ότι απεικονίζουν άλλη περιοχή από την πραγματική.
[2]. Ο σταθμός ονομαζόταν επίσης και Λαρισαϊκός, σε αντιδιαστολή με τον Θεσσαλικό σιδηροδρομικό σταθμό που υπήρχε στην περιοχή αυτή, αλλά σε άλλη θέση νοτιότερα.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com