Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΩΝ μύθοι
Από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου*

Ο Τυδέας 
(Ο Τυδέαςφονεύει την Ισμήνη (Μουσείο Λούβρου)
Ο Τυδέας είναι γιος από δεύτερο γάμο του βασιλιά Οινέα της Αιτωλικής Καλυδώνας. Εκδιώχθηκε από τον θείο του Άγριο όταν αυτός σφετερίσθηκε τον θρόνο από τον Οινέα και κατέφυγε στον βασιλιά του Άργους Άδραστο. 
ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΑΔΡΑΣΤΟΥ: Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή εκδιώχθηκε από την Καλυδώνα γιατί είχε σκοτώσει άθελά του στο κυνήγι τον θείο του Αλκάθοο. Στο Άργος ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που αντιδικούσαν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Θηβαίος Πολυνείκης και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, για τον φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιον- ταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Αμέσως κατάλαβε ότι αυτούς θα εννοούσε ο χρησμός. Πάντρεψε λοιπόν τις δύο κόρες του, τη Διηπύλη με τον Τυδέα και την Αργεία με τον Πολυνείκη. Από αυτό το γάμο ο Τυδέας απέκτησε τον ονομαστό από τον Τρωικό Πόλεμο Διομήδη.
 ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ – ΩΜΟΤΗΤΕΣ: Κατά την εκστρατεία του Αδράστου εναντίον των Θηβών, ο Τυδέας διακρίθηκε για το θάρρος του ως ένας από τους «Επτά επί Θήβας», αλλά τελικά τραυματίσθηκε θανάσιμα από τον Θηβαίο Μελάνιππο. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η θεά Αθηνά θέλησε να καταστήσει τον Τυδέα αθάνατο, και το ζήτησε ως χάρη από τον Δία. Όμως, μια ωμότητα του Τυδέα έφερε την αντιπάθεια τελικά της θεάς προς τον ήρωα. Συγκεκριμένα, όταν ο Αμφιάραος έκοψε το κεφάλι του Μελανίππου και το έδωσε στον Τυδέα, εκείνος έφαγε τον εγκέφαλο!! Από αυτό το γεγονός, η Αθηνά αηδίασε και δεν τον έκανε αθάνατο. Ο Τυδέας χρεώνεται ακόμη και με τον φόνο μιας γυναίκας, της Ισμήνης, αδελφής της Αντιγόνης. 
Ο ΤΥΔΕΑΣ ΣΤΗ «ΘΗΒΑΪΔΑ»: Η «Θηβαϊδα», του Πούμπλιου Στάτιου1 δεν είναι και τόσο γνωστή, αν και είναι ένα σπουδαίο έργο, όχι βέβαια της εμβέλειας της Αινειάδας του Βιργίλιου, ούτε ασφαλώς των έργων του Ομήρου. Είναι πάντως ένα κλασσικό έπος με ήρωες, βασιλείς, μάντεις και θεούς ποιητικού και περίτεχνου ύφους. Η «Θηβαϊδα» είναι ένα έπος στο οποίο διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ο Τυδέας. Ο ήρωας εμφανίζεται το δεξί χέρι του θηβαίου Πολυνείκη, σύμβουλος, συμπαραστάτης και αδερφικός του φίλος. Τα γεγονότα που περιγράφονται συνέβησαν μετά την τραγική ιστορία του Οιδίποδα και την εκούσια αυτοτύφλωσή του, όταν ανέλαβαν το θρόνο στη Θήβα τα δύο παιδιά του ανόσιου γάμου, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, εκ περιτροπής. Όταν όμως ο πρώτος αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο, ο Πολυνείκης καταφεύγει στο Άργος, όπου συνάνησε τον επίσης φυγάδα Τυδέα. Πολυνείκης και Τυδέας υπό τη σκέπη του βασιλιά του Άργους Αδράστου, αποφάσισαν την από κοινού εκστράτευση για την κατάληψη των θρόνων που δικαιωματικά τους ανήκουν, πρώτα της Θήβας και μετά της Καλυδώνας. Για την επίτευξη του πρώτου στόχου συμμάχησαν με άλλους 4 βασιλείς και άρχοντες (ανάμεσα στους οποίους ο μάντης Αμφιάραος), σχηματίζοντας τους Επτά που θα επιτεθούν στη Θήβα με τραγική κατάληξη τον θάνατο των έξι πλην του Αδράστου. Όσον αφορά τον Τυδέα, ο θάνατός του στιγματίστηκε από το ανοσιούργημα που προαναφέραμε. Πολλοί εξηγούν τη φρικτή πράξη του ως τρόπο για να γλιτώσει τον θάνατο, απόηχος, ίσως, πανάρχαιων βάρβαρων ωμοφαγικών και κανιβαλικών δοξασιών. 
ΣΤΗ ΜΑΧΗ: Ο Στάτιος περιγράφει το τελευταίο «κεφάλαιο» της ζωής του Τυδέα μπρος στα τείχη της Θήβας: «ο Ετεοκλής, θολωμένος και θρασύδειλος, στέλνει πενήντα άνδρες ενέδρα στο δάσος για να σκοτώσουν τον Τυδέα που είχε έρθει ειρηνικά, σε πρεσβεία. [...] τού ρίχνουν κι ένα ακόντιο που παραλίγο να τον σκοτώσει, ο Τυδέας άφοβος τους προκαλεί: τι φόβος σας κατέχει, τι έλλειψη ανδρείας είν’ αυτή; Ελάτε, μόνος είμαι2!» Κι αφού ο Αιτωλός αρχίζει να σκοτώνει τους άνδρες, ένας από αυτούς παροτρύνει τους υπόλοιπους: «ένας είναι σύντροφοι, ένας και θα μας σφαγιάσει θριαμβευτικά στο Άργος επιστρέφοντας; Ούτε η Φήμη θα μπορεί να τον πιστέψει!. Αφήνει, όμως, μόνο ζωντανό τον Μαίωνα για να αναγγείλει στον Ετεοκλή: …οχύρωσε τις πύλες σας, τα όπλα τρόχισε, τα τείχη που τα έφθειρε ο χρόνος επισκεύασε… δες τη γη εκείνη που το σπαθί μου έζωσε με του θανάτου τη φωτιά3.» Στον Τυδέα, που χαρακτηρίζεται από τον Στάτιο, magnus (μεγάλος) και fulmineus (κεραύνιος), αναφέρεται και ο Θηβαίος μάντης Τειρεσίας: «για μας η φρίκη του πολέμου κι ο Τυδέας πάλι4»! Αλλού, στο ίδιο έπος, όταν ο Πολυνείκης ακούει τις ικεσίες της μητέρας του Ιοκάστης, παρεμβαίνει ο Τυδέας, θυμίζοντας της την ενέδρα του γιου της Ετεοκλή. Σ’ έναν μονόλογο, ο Αιτωλός δηλώνει: «πρώτα το μέταλλο του το δόρυ θ’ αποβάλλει και θ’ ανθίσει, πρώτα ο Ίναχος κι ο Αχελώος θα στρέψουν τα νερά τους προς τα πίσω και μετά θα αφήσει τον Πολυνείκη λεύτερο ο αδερφός του5». Κι ενώ ο ήρωάς μας σημειώνει αριστεία στη μάχη, ξάφνου, με δόρυ τον πληγώνει ο Μελάνιππος θανάσιμα, κι ενώ ψυχορραγεί αρνείται να πεθάνει και σκοτώνει αυτόν που τον πλήγωσε. Και εκεί τελειώνει η σύντομη ζωή του Αι- τωλού ήρωα, τέλος που κηλιδώνεται ανεπανόρθωτα από την ανόσια, φρικώδη πράξη. Ο Στάτιος, δεν περιγράφει την πράξη, αλλά βάζει τον Τυδέα να ζητά το κεφάλι του αντιπάλου του. Ας δούμε και τα τελευταία λόγια που εκστόμισε ο γιος του Οινέα: «τα κόκκαλά μου, δεν παρακαλώ στο Άργος να τα πάτε ή την Αιτωλία. Και πώς θα με κηδέψετε διόλου δε με νοιάζει. Μισώ τα μέλη τώρα και το σώμα μου αδύναμο που έγινε και τώρα ξεψυχάει. Το κεφάλι σου, ω κάποιος, να μου φέρει το κεφάλι σου, Μελάνιππε6». Εν τω μεταξύ, η προστάτιδά του Αθηνά είχε πάει να παρακαλέσει τον πατέρα της Δία να τού χαρίσει την αθανασία, αλλά βλέποντας, σαν επιστρέφει, τον Τυδέα να πράττει το ανοσιούργημα, τον εγκαταλείπει γεμάτη αποτροπιασμό. ΣΗΜ.: Από το επόμενο άρθρο μας, κλείνοντας με την παρουσίαση των πρωταγωνιστών του Θηβαϊκού Κύκλου, επιστρέφουμε σε γυναίκες του Μύθου.
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Statius Thebaid, D.R. Shackleton Bailey επιμ./μτφρ., Loeb Classical Library, Harvard University Press, Λονδίνο 2003. 
* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέας. 
1. Ο Στάτιος (περ. 50 – περ. 96 μ.Χ.) γεννήθηκε στη Νεάπολη της Ιταλίας, πόλη κέντρο του Ελληνικού πολιτισμού. Έργα του το Silvae, η Αχιλληίς (ανολοκλήρωτο) και η Θηβαϊδα, σε 12 βιβλία, κατά το πρότυπο της Αινειάδας του μέντορά του Βιργιλίου.
 2. Θηβαϊδα, 2:548-9. 
3. Θηβ. 2:699-703. 
4. Θηβ. 4: 601-2. 
5. Θηβ. 7:552-53. 
6. Θηβαϊδα, 8:736-40.

ελευθερία λάρισας.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Η καταστροφή της μεγάλης γέφυρας του Πηνειού

Η κατεστραμμένη από τους Άγγλους γέ φυρα του Πηνειού έχει αντικατασταθεί πρόχειρα με ξύλινη κατασκευή. Φωτογραφία του Ιταλού στρατιωτικού ιατρού Pierluigi Zamperin. Χρονολογία 24 Ιουνίου 1941
Η Λάρισα είναι συνυφασμένη, από τα προϊστορικά ακόμα χρόνια, με το ποτάμι της τον Πηνειό, στη δεξιά όχθη του οποίου είναι ανεπτυγμένη ηπόλη. Τις δύο όχθες του ιστορικού και μυθικού αυτούποταμού συνέδεε ανέκαθεν κάποια γέφυρα, μέσω της οποίας διαπεραιώνονταν οι ταξιδιώτες που ήθελαν να πάνε προς βορά ή έρχονταν από εκεί. Τη μορφή της κατά τα παλαιά χρόνια φυσικό είναι να μην τη γνωρίζουμε. Εκείνο που έφθασε μέχρι την εποχή μας είναι η μεγάλη λίθινη γέφυρα, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι έργο του Χασάν μπέη, εγγονού του Τουρχάν μπέη, του κατακτητού της Θεσ- σαλίας το 1423. Έχουμε γράψει επανειλημμένως για την γέφυρα αυτή, η οποία ήταν ό,τι ομορφότερο είχε να επιδείξει η Λάρισα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι Ευρωπαίοι περιηγητές των χρόνων αυτών τηνπεριέγραψαν, την ύμνησαν και τηναποτύπωσαν σταοδοιπορικάτους. Η στερεή κατασκευή της την κράτησε αλώβητη σχεδόν 500 χρόνια και αν δεν ήταν το βέβηλο ανθρώπινο χέρι να την καταστρέψει σε εποχές πολέμου, η γέφυρα αυτή με τις ιδανικές της αναλογίες θα επιβίωνε μέχρι και σήμερα αγέρωχη και κομψή. Όμως τον Απρίλιο του 1941, όταν πλησίαζε προς τη Λάρισα η γερμανική πολεμική μηχανή με προορισμό την Αθήνα, Άγγλοι κομάντος ανατίναξαν ένα μεγάλο μέρος της για να καθυστερήσουν την προέλαση των εχθρικών στρατευμάτων. Όμως το μηχανικό του γερμανικού στρατού γεφύρωσε με βάρκες τις όχθες του Πηνειού για ναπροσπελάσει τοποτάμι, δίπλα από την ανατιναγμένη γέφυρα. Ακολούθησε κάποιαπροσωρινή σύζευξη των υπολειμμάτων της με ξύλινη κατασκευή, για να αποκαταστήσει την επικοινωνία με τη συνοικία του Πέρα μαχαλά και βορειότερα μέχρι τη δυτική Μακεδονία. Αυτά μέχρι τον Οκτώβριο του 1944, γιατί με την οπισθοχώρηση των Γερμανών έγινε μια δεύτερη ανατίναξη στα υπόλοιπα τόξα της γέφυρας που είχαν απομείνει. Το πρόσχημά τους ήταν να γίνει ανετότερη η οπισθοχώρησή τους. Έτσι έμεινε και πάλι η πόλη χωρίς γέφυρα. Στην αρχή βάρκες εξυπηρετούσαν την μετάβαση στην απέναντιπλευρά. Λίγο αργότερα κατασκευάσθηκε νοτιότερα, στο σημείο της σημερινής δεύτερης οδικής γέφυρας, εκεί όπου βρίσκεται το στενότερο σημείο της κοίτης, ξύλινη γέφυρα, ενώ συγχρόνως άρχιζε και η ζεύξη των υπολειμμάτων της παλαιάς με ξύλινη κατασκευή κάπως στερεότερη και ευρύτερη. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 1950 όταν ξεκίνησαν τα έργα κατασκευής της νέας γέφυρας με οπλισμένο σκυρόδεμα(μπετόν). Την υπόλοιπη πορεία της μέχρι σήμερα, που διαθέτει δύο ξεχωριστά οδοστρώματα για αυτοκίνητα και ειδική πεζογέφυρα, λίγο-πολύ την γνωρίζουμε. Τη σημερινή φωτογραφία μπορούμε να την κατατάξουμε στις ιστορικές εικόνες της πόλεως, γιατί αποτυπώνει μια ιδι- αίτερη φάση της ιστορικής διαδρομής της γέφυρας της Λάρισας. Προέρχεται από τη συλλογή του Ιταλού ιατρού Pierluigi Zamperin, ο οποίος διατελούσε την περίοδο εκείνη ιατρικός σύμβουλος του «21οOspedaledaCampo» του ιταλικού στρατού. Μετά την κατοχή της Ελλάδος από τους Γερμανούς, τα ιταλικά στρατεύματα ξεκίνησαν από την Αλβανία και μέσω Ηπείρου έφθασαν στη Θεσσαλία, πέρασαν από τη Λάρισα και κατέληξαν στον Βόλο, όπου στρατοπέδευσαν και εγκατέστησαν το συγκεκριμένο ιταλικό νοσοκομείο. Η φωτογραφία αυτή έγινε γνωστή με την μεσολάβηση του καλού φίλου Θωμά Κυριάκου, ο οποίος δείχνει να έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην αναζήτηση συλλογών με παλαιές φωτογραφίες της Λάρισας όπου γης μέσω του διαδικτύου και να τις αναδεικνύει στην ιστοσελίδα του. Ο Ιταλός ιατρόςPierluigiZamperin στάθηκε στη δεξιά όχθη του Πηνειού, σε ένα σημείο της σημερινής οδού Καλλιθέας, στο ύψος του εξοχικού κέντρου «Πευκάκια». Το κέντρο αυτό βρισκόταν σε μια υπερυψωμένη περιοχή και καταλάμβανε τη θέση όπου μέχρι το 1908 βρισκόταν το τζαμί του Χασάν μπέη. Έστρεψε τον φακό του προς την πρόχειρη ξύλινη γέφυρα του Πηνειού.Ήταν 24 Ιουνίου 1941 και είχανπεράσει δύοπερίπου μήνες από την ανατίναξή της από τουςΆγγλους. Στο διάστημα αυτό τα υπολείμματα της γέφυρας συζεύχθηκαν με ξύλινη κατασκευή. Πολλαπλοί επιμήκεις ξύλινοι δοκοί στερεώθηκαν επάνω στα βάθρα της παλαιάς γέφυρας[1] και επάνω τους επιστρώθηκε ανθεκτικό ξύλινο οδόστρωμα, ικανό να επιτρέπει την διέλευση και βαρέων οχημάτων και μάλιστα σε διπλή σειρά, όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία. Στα πλάγια δημιουργήθηκαν στενά πεζοδρόμια. Ξύλινα στηθαία τοποθετήθηκαν στις άκρες για την προφύλαξη των πεζών. Πίσω παρατηρούμε το πυκνό δάσος της περιοχής του Αλκαζάρ, το οποίο όμως τον χειμώνα του 1942, που έτυχε να είναι ασυνήθιστα κρύος, αποψιλώθηκε από τους Ιταλούς στρατιώτες για να χρησιμοποιηθεί η ξυλεία του ως θερμαντικό υλικό. Η ξύλινη αυτή κατασκευή που αντικρίζουμε στη φωτογραφία διατηρήθηκε επί 3,5 χρόνια, μέχρι τον Οκτώβριο του 1944, όπως ήδη αναφέρθηκε. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι με την ευαισθητοποίηση αρκετών συμπολιτών μας και μάλιστα νέων σε ηλικία ανθρώπων, οι οποίοι διαθέτουν ευχέρεια στον χειρισμό των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων, αρχίζει να δημιουργείται ένα corpus, μια τράπεζα παλαιών φωτογραφιών και λοιπών απεικονίσεων της Λάρισας, η οποία θα βοηθήσει και αυτή με τον τρόπο της στην ανάδειξη της πλούσιας ιστορίας της. Ας το θεωρήσουμε αυτό σαν κάποιο ενθαρρυντικό και παρήγορο γεγονός στη σημερινή μίζερη εποχή μας. [1]. Ήταν τόσο καλά στερεωμένη στον βυθό της κοίτης του ποταμού η παλαιά γέφυρα, ώστε και η νέα με μπετόν που την αντικατέστησε το 1950 στηρίχθηκεπάνω στα βάθρα της. Όλα τα υπολείμματα της παλαιάς γέφυρας είχαν κατεδαφισθεί, εκτός από τα βάθρα. Οι τεχνίτες που εργάσθηκαν στην κατεδάφισή της διηγούνται ότι ήταν τόσο στερεή η συνδεσμολογία των λίθων με αρμούς ώστε ήταν ευκολότερη η σχάση της πέτρας από τη διάνοιξη των αρμών. 
nikapap@hotmail.com


Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΩΝ μύθοι
Από τον Κων/νο Οικονόμου*


Ο Αμφιάραος [ο ήρωας, μάντης και θεραπευτής, που κατάπιε η γη]


Κατά την Ελληνική Μυθολογία, ο Αμφιάραος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ήρωες. Στη βασική μυθική παράδοση φέρεται γιος του Οϊκλή και εγγονός του μάντη και γιατρού Μελάμποδα1, από τον οποίο κληρονόμησε την ιατρική και τη μαντική τέχνη. Νεότεροι μυθογράφοι θέλουν τον Αμφιάραο γιο του θεού Απόλλωνα και της Υπερμνήστρας. 
ΣΤΟN ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ: Ο Αμφιάραος πήρε για σύζυγό του την Εριφύλη, αδερφή του Αδράστου, τον οποίο προηγουμένως είχε εκδιώξει από το θρόνο του Άργους. Αργότερα οι δυο τους συμφιλιώθηκαν με τη συμφωνία να επιλύουν πλέον τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης. Ο Αμφιάραος απέκτησε από την Εριφύλη δύο γιους, τον Αλκμέωνα και τον Αμφίλοχο και δύο κόρες, την Ευρυδίκη και την Δημώνασσα2.
 ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ: Όταν έφτασε στο Άργος ο εκδιωχθείς από τη Θήβα Πολυνείκης, και μετά τις επίμονες παρακλήσεις του να τον βοη- θήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, ο Άδραστος αποφάσισε να τον στηρίξει. Σε αυτή την απόφαση ο Αμφιάραος εναντιώθηκε και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, καθώς, ως γνώστης της μαντικής, ήξερε ότι από όσους θα λάβαιναν μέρος στην εκστρατεία εκείνη μόνο ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός. Κατέφυγαν λοιπόν κατά τη συμφωνία τους στη διαιτησία της Εριφύλης, η οποία, όμως, δέχθηκε την άποψη του αδελφού της και παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή. Ο Αμφιάραος αναγκάσθηκε τότε, χωρίς τη θέλησή του, να ακολουθήσει τους άλλους στην εκστρατεία που έγινε γνωστή ως οι “Επτά επί Θήβας”. Η Εριφύλη όμως είχε πάρει το μέρος του αδελφού της όχι από αντικειμενική κρίση, αλλά επειδή είχε δωροδοκηθεί από τον Πολυνείκη με το φημισμένο περιδέραιο της Αρμονίας. Το περιδέραιο αυτό, αλλά και ο λεγόμενος πέπλος της Αρμονίας, ήταν πολύτιμα δώρα που είχαν δωρίσει οι θεοί στην Αρμονία στους γάμους της και τα είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του ο Πολυνείκης. Γνωρίζοντας τα πάντα ο Αμφιάραος ως μάντης, άφησε φεύγοντας για τον μοιραίο πόλεμο εντολή στα παιδιά του να σκοτώσουν τη μητέρα τους, όταν μεγαλώσουν, γιατί τον είχε στείλει σε βέβαιο θάνατο επειδή είχε θαμπωθεί από μια τέτοια δωροδοκία. Αργότερα οι Αλκμέων και Αμφίλοχος πραγματικά σκότωσαν τη μητέρα τους, όμως ο Απολλόδωρος ισχυρίζεται ότι αυτό έγινε μετά από εντολή του ίδιου του Απόλλωνα3. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Αμφιάραος είχε κρυφτεί για να μη συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά της Θήβας, αλλά η Εριφύλη τον φανέρωσε στον Άδραστο, οπότε αυτός υποχρεώθηκε να τον ακολουθήσει. Φθάνοντας στη Θήβα, οι επτά παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Ο Αμφιάραος παρατάχθηκε και πολεμούσε μπροστά από τις Ομολωίδες ή Προιτίδες πύλες. Παρά την ορμή και τη γενναιότητά τους, οι πολιορκητές δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη. Στο τέλος λοιπόν, μετά τον αλληλοσκοτωμό των Ετεοκλή και Πολυνείκη, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, αφού σκοτώθηκαν στη μάχη όλοι οι επικεφαλής εκτός του Αδράστου. 
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΜΦΙΑΡΑΟΥ: Ο Αμφιάραος κατά την υποχώρησή του μετά την ήττα καταδιώχθηκε από τον Θηβαίο Περικλύμενο [ή Πολυκλύμενο], γιο του θεού Ποσειδώνα, ο οποίος θα τον σκότωνε, πράγμα υποτιμητικό για έναν ήρωα όπως ο Αμφιάραος. Ο Δίας, θέλοντας να αποτρέψει το μοιραίο, έριξε κεραυνό που άνοιξε στη γη ένα μεγάλο χάσμα. Το χάσμα αυτό κατάπιε τον Αμφιάραο, τον ηνίοχό του Βάτωνα, το άρμα και το άλογό τους. Στη συνέχεια ο Δίας έκανε τον ήρωα αθάνατο, και οι αρχαίοι Έλληνες τον λάτρευαν έκτοτε ως θεό. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι το χάσμα που τον κατάπιε βρισκόταν κοντά στον ποταμό της Θήβας Ισμηνό. Υπήρχε μάλιστα η παράδοση ότι στον τόπο που ανοίχθηκε το χάσμα, κτίσθηκε ένας περίβολος με κολώνες στις οποίες ποτέ δεν πήγαιναν να καθίσουν πουλιά, ενώ και τα άλλα ζώα απέφευγαν να βοσκήσουν εκεί.
 ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ: Ο Άδραστος θρήνησε απαρηγόρητα τον χαμό του γαμβρού του, όπως γράφει και ο Πίνδαρος4. Πολλοί αρχαίοι ποιητές που εμπνεύσθηκαν από τον μύθο αυτό, ανέφεραν με σεβασμό το όνομα του Αμφιαράου. Σώζεται μάλιστα η παράδοση ότι, κάποτε που ο Αισχύλος υμνούσε τον Αμφιάραο σε κάποια, χαμένη σήμερα, τραγωδία του, όλοι οι θεατές έστρεψαν αυθόρμητα το βλέμμα τους στον παριστάμενο Αριστείδη το Δίκαιο. Μετά τη θεοποίηση του Αμφιαράου, πολλές πόλεις διεκδικούσαν την καταγωγή του, υπερίσχυσε όμως τελικά η Θήβα. Στον Αμφιάραο ήταν αφιερωμένα πολλά ιερά, στο Άργος, στη Σπάρτη, στο Βυζάντιο, στη Θήβα, στον Ωρωπό και αλλού. Σε μεταγενέστερους μύθους, ο ήρωας εμφανίζεται να παίρνει μέρος και σε άλλα ηρωικά κατορθώματα: στην Αργοναυτική Εκστρατεία5, στο Κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου6, αλλά και στα “άθλα επί Πελία”. Ο Αμφιάραος λατρεύτηκε ακόμα και ως ιατρός, θεωρούμενος μάλιστα δεύτερος Ασκληπιός”. Η φήμη του ως μάντη είχε φτάσει μέχρι τη Λυδία, αφού ο Ηρόδοτος7 αναφέρει πως είχαν καταφύγει στο Μαντείο του οι πρέσβεις του βασιλιά των Λυδών Κροίσου, για να τον συμβουλευθούν αν έπρεπε ο Κροίσος να εκστρατεύσει κατά των Περσών. Τέτοιο Μαντείο υπήρχε στην Αττική, το οποίο ονομαζόταν Αμφιαράειο.
 ΑΜΦΙΑΡΑΕΙΟ: Το Αμφιαράειο, σήμερα, είναι αττικός αρχαιολογικός χώρος. Βρίσκεται σε έναν λόφο 6 χιλιόμετρα περίπου νοτιοανατολικά του Ωρωπού. Υπήρξε ιερός χώρος και μαντείο αφιερωμένο, φυσικά, στον Αμφιάραο. Ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. όταν η ευρύτερη περιοχή του Ωρωπού ανήκε στους Αθηναίους. Στο χώρο λειτουργούσε μαντείο και θεραπευτήριο. Εκεί πραγματοποιούνταν τα Μεγάλα Αμφιαράεια, μια σημαντική γιορτή που διεξαγόταν κάθε πέντε χρόνια προς τιμήν του Αμφιάραου και περιλάμβανε και αθλητικούς αγώνες. 
ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ: Πολλοί ποιητές και καλλιτέχνες εμπνεύσθηκαν από τον μύθο του Αμφιαράου. Πρώτος ο Όμηρος εμπνεύσθηκε το αποδιδόμενο σε αυτόν, χαμένο σήμερα, έπος «Αμφιαράου εξελασίη», δηλαδή η Εκστρατεία του Αμφιαράου. Επίσης, εκτενείς αναφορές στον ήρωα έχουμε στο αγνώστου συγγραφέα έπος «Θηβαΐς», που αναφέρεται στον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. Ο Ησίοδος εμπνεύσθηκε τη “Μελαμποδία”, με υπόθεση τον μύθο για τον παππού του ήρωα, τον Μελάμποδα, αλλά και τον ίδιο τον Αμφιάραο. Ο Σοφοκλής έγραψε ένα σατυρικό δράμα με τίτλο «Αμφιάραος», ενώ, τέλος, ύμνους για τον ήρωα συνέθεσαν οι Πίνδαρος, Αισχύλος, Αριστοφάνης και άλλοι. Πολλά υπήρξαν και τα σχετικά καλλιτεχνήματα της ελληνικής και της ρωμαϊκής εποχής. Γνωστότερη αναπαράσταση του ήρωα έχουμε στη λεγόμενη Λάρνακα του Κυψέλου. 

Konstantinosa.oikonomou@gmil.com www.scribd.com/oikonomoukon
 1. Παυσανίας, ΣΤ’ 17,6 2. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ως κόρες του τις Αλκμήνη και Αλεξίδα [Άσιος, Παυσανίας]. 3. Απολλόδωρος, Γ 7, 2 και 5. 4. Ολυμπιόνικοι, VI 34. 5. Απολλόδωρος, Ι 9, 16. 6 Παυσανίας, Θ 45, 7. 7. Ιστορίαι, Α 46.

ελευθερία λάρισας