Κυριακή 22 Μαΐου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το Κτίριο του Ηλεκτροφωτισμού (ΟΥΗΛ)

Η Ηλεκτρική Εταιρεία Λάρισας


Το κτίριο των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων του ΟΥΗΛ,  στη θέση όπου σήμερα έχει κατασκευαστεί το ημιτελές Θέατρο του ΟΥΗΛ.  Φωτογραφία του Χρ. Τσόκανου λίγο πριν την κατεδάφισή του.Το κτίριο των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων του ΟΥΗΛ, στη θέση όπου σήμερα έχει κατασκευαστεί το ημιτελές Θέατρο του ΟΥΗΛ. Φωτογραφία του Χρ. Τσόκανου λίγο πριν την κατεδάφισή του.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η Λάρισα, συγκριτικά με άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας μας, άργησε πολύ να αποκτήσει αξιοπρεπή ηλεκτροφωτισμό, ικανό να καλύπτει και τις ακραίες συνοικίες της. Η ιστορία του φωτισμού της πέρασε από πολλές περιπέτειες μέχρις ότου να φθάσει σε αξιοπρεπή επίπεδα και αυτό χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία μερικών «τολμηρών» Λαρισαίων.


Στη σημερινή φωτογραφία απεικονίζεται ένα μέρος των εγκαταστάσεων, οι οποίες είχαν κατασκευασθεί πριν το 1930 επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα για να στεγάσουν τις μηχανές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ηλεκτρογεννήτριες) στη Λάρισα. Οι εγκαταστάσεις αυτές καταλάμβαναν το τετράγωνο που περικλείεται σήμερα από τους δρόμους Κουμουνδούρου - Ανθίμου Γαζή - Βελή και ανατολικά από ένα ανώνυμο μικρό σοκάκι, δίπλα από το οποίο σήμερα είναι κτισμένο το κεντρικό κτίριο της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Οι ηλεκτρικές αυτές εγκαταστάσεις, μαζί με τον Μύλο του Παππά ήταν τα μόνα μεγάλα βιομηχανικά κτίσματα που διέθετε για χρόνια η πόλη. Και ενώ ο Μύλος του Παππά αξιοποιήθηκε από τις Δημοτικές Αρχές θαυμάσια και σήμερα αποτελεί μια κυψέλη πολιτισμού για την πόλη, οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις του Οργανισμού Υδρεύσεως και Ηλεκτρισμού Λαρίσης (ΟΥΗΛ) κατεδαφίσθηκαν για να ανεγερθεί το Δημοτικό Θέατρο [1].
Μετά την απελευθέρωση η Δημοτική Αρχή προσπαθούσε να φωτίσει τα κεντρικά σημεία της πόλης τοποθετώντας φανάρια πετρελαίου ή οινοπνεύματος. Σε παλιές φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα που απεικονίζουν την Κεντρική πλατεία, μπορεί κανείς να διακρίνει ψηλούς σιδερένιους φανοστάτες με ωραία σχέδια, στην κορυφή των οποίων τοποθετούσαν τις λεγόμενες γκαζόλαμπες. Ένα μικρό δοχείο που το εφοδίαζαν με τη φωτιστική ύλη και φυτίλι, περιβαλλόταν κυκλικά από γυαλί και κάθε βράδυ συγκεκριμένη ώρα περνούσε ειδικός υπάλληλος, καθάριζε το γυαλί, άλλαζε το φυτίλι και εφοδίαζε με πετρέλαιο ή οινόπνευμα τη συσκευή. Συνήθως την εργασία αυτήν την ανέθετε ο Δήμος σε ειδικά συνεργεία έπειτα από διαγωνισμό. Όμως οι αντιδράσεις για τη σωστή λειτουργία τους ήταν συχνές και έντονες, καθώς ο φωτισμός δεν διαρκούσε μέχρι το πρωί, άλλοτε δεν λειτουργούσαν όλοι οι φανοστάτες και κυρίως δεν εξυπηρετούσαν τις συνοικίες. Έτσι κάποιος που ήταν αναγκασμένος να βγει το βράδυ έξω, έπαιρνε μαζί του και ένα φανάρι. Το 1899 η Γαλλοελληνική Εταιρεία Ασετιλίνης ανέλαβε τον φωτισμό της Λάρισας. Όμως ηλεκτρικό φωτισμό είδε η πόλη το 1909, έπειτα από ιδιωτική πρωτοβουλία. Συγκεκριμένα το 1906 τον επάνω όροφο του Μεγάρου του Μεχμέτ Χατζημέτου [2] ενοικίασε ο Ιωάννης Ασλάνης, ένας δαιμόνιος επιχειρηματίας από την Αθήνα και τον διαμόρφωσε σε πολυτελή λέσχη. Για τον λόγο αυτόν και το συγκεκριμένο κτίριο έμεινε γνωστό στην ιστορία της Λάρισας σαν Λέσχη Ασλάνη. Τα καλοκαίρια η Λέσχη άπλωνε τραπεζάκια απέναντι, στον χώρο της Κεντρικής πλατείας. Το 1909 ο Ασλάνης είχε τη φαεινή ιδέα να εγκαταστήσει στα υπόγεια του κτιρίου της Λέσχης μια μικρή μηχανή παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και να φωτίσει τα τραπεζάκια της Πλατείας. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε έκπληξη για τους κατοίκους, οι οποίοι δεν είχαν δει στη ζωή τους ηλεκτρικό φως και έτρεξαν απ’ όλα τα μέρη της πόλης για να θαυμάσουν το γεγονός.
Την ίδια χρονιά το Δημοτικό Συμβούλιο επί δημαρχίας Αχιλλέα Αστεριάδη ήλθε σε συνεννόηση με τον Όμιλο «Πηνειός» από την Κέρκυρα και υπέγραψε σύμβαση, με την οποία παραχωρούσε στην εταιρεία το προνόμιο ηλεκτροδότησης και ύδρευσης της Λάρισας για πενήντα χρόνια. Όμως ο «Πηνειός» δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε σοβαρές εργασίες και τo 1913 αναγκάσθηκε να εκχωρήσει τα δικαιώματά της στη Γαλλική «Omnium», η οποία κατάφερε μέσα σε έναν χρόνο να ηλεκτροδοτήσει τα κεντρικά σημεία της πόλης, τα καταστήματα και πολλές κατοικίες. Όμως η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέστειλε τη δράση της και όταν το 1918 επανέλαβε τις εργασίες της, αυτές ήταν υποτονικές, ο φωτισμός ανεπαρκής και διακεκομμένος, με αποτέλεσμα να επισύρει την κατακραυγή του κόσμου. Την κατάλληλη στιγμή διακεκριμένοι πολίτες της Λάρισας έκριναν ότι έπρεπε να απαλλαγούν από την «Omnium» και έπειτα από διαβουλεύσεις συνέστησαν το 1924 επιτροπή με πρόεδρο τον μετέπειτα δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα και μέλη γνωστά πρόσωπα της λαρισαϊκής κοινωνίας και κήρυξαν την «Omnium» έκπτωτη. Και προκειμένου να αντιμετωπίσουν το οικονομικό πρόβλημα που απαιτούσε το θέμα του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης της πόλης σύστησαν συνεταιρισμό καταναλωτών, στον οποίο συμμετείχε και ο Δήμος, την οποία ονόμασαν ΕΥΗΛ, δηλ. Εταιρεία Υδρεύσεως Ηλεκτρισμού Λαρίσης. Η Εταιρεία προχώρησε με γρήγορα και σταθερά βήματα. Η πόλη το 1925 απέκτησε επιτέλους φωτισμό χωρίς εμπόδια και διακοπές και στις 7 Δεκεμβρίου 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος εγκαινίασε τον Υδατόπυργο, άνοιξε τη στρόφιγγα και το νερό, καθαρό και υγιεινό, έφθασε σε όλα τα σπίτια της Λάρισας.
Τον Αύγουστο του 1940 η ΕΥΗΛ μετονομάσθηκε σε ΟΥΗΛ, δηλ. Οργανισμό Υδρεύσεως και Ηλεκτρισμού Λαρίσης, ο οποίος παρείχε φθηνό ρεύμα και νερό ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Λάρισας. Το 1960 το τμήμα του ηλεκτροφωτισμού του ΟΥΗΛ εξαγοράσθηκε από τη ΔΕΗ και έμεινε στον οργανισμό μόνον η ύδρευση, η οποία το 1974 περιήλθε στον Δήμο και μετονομάσθηκε σε ΔΕΥΛ, δηλ. Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης.
Το 2002 τα κτίρια της Ηλεκτρικής Εταιρείας, όπως ονόμαζαν οι Λαρισαίοι το κτιριακό συγκρότημα όπου στεγάζονταν οι ηλεκτρογεννήτριες, κατεδαφίσθηκαν και άρχισαν οι εργασίες ανοικοδόμησης του Δημοτικού Θεάτρου, το οποίο δυστυχώς δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

————————————————————
[1]. Αν ανατρέξει κανείς στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου της Λάρισας από το 1881, έτος απελευθέρωσης της Θεσσαλίας, μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσει ότι κατά καιρούς είχε προταθεί σχεδόν από όλους τους δημάρχους της η κατασκευή Δημοτικού Θεάτρου, όμως οι προτάσεις αυτές έμεναν προσδοκίες ανεκπλήρωτες. Πέρασαν από τότε 141 χρόνια και η Λάρισα, μία από τις μεγαλύτερες και ραγδαία αναπτυσσόμενες πόλεις της χώρας, δεν έχει ακόμη ένα ολοκληρωμένο Δημοτικό Θέατρο.
[2]. Ο Μεχμέτ Χατζημέτου ήταν ένας πλούσιος μουσουλμάνος της Λάρισας, ο οποίος δεν εγκατέλειψε το 1881 τη Λάρισα όπως πολλοί άλλοι Οθωμανοί. Ήταν γαιοκτήμονας και κάτοχος πολλών ακινήτων μέσα στην πόλη. Διετέλεσε πρόεδρος της Μουσουλμανικής Κοινότητας της Λάρισας και για ένα διάστημα ήταν και Μουφτής. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ιωάννης Ασλάνης, ο λεσχάρχης, εφ. Larissanet, Λάρισα, φύλλο της 1ης Ιουλίου 2016.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Δημοτική (Νέα) Αγορά

 
Το κτίριο της Νέας Δημοτικής Αγοράς, στα πρώτα χρόνια  της λειτουργίας του. Αρχείο Μιχαήλ Σάπκα 1934Το κτίριο της Νέας Δημοτικής Αγοράς, στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. Αρχείο Μιχαήλ Σάπκα 1934

Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει τη Δημοτική Αγορά της Λάρισας ή Νέα Αγορά όπως ήταν η κοινή ονομασία της.

Η λήψη της έγινε αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της το 1933. Προέρχεται από το αρχείο του παλιού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα και συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλες σε προεκλογικό φυλλάδιο, το οποίο κυκλοφόρησε τις παραμονές των δημοτικών εκλογών (Φεβρουάριος 1934). Ο φωτογράφος δεν μας είναι γνωστός. Πιθανολογείται όμως ότι μπορεί να είναι ο ζωγράφος-αγιογράφος Παντελής Γκίνης (1888-1988), καθώς τα παλιά χρόνια πολλοί ζωγράφοι διέπρεψαν και στην τέχνη της φωτογραφίας. Πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή του κτιρίου της Δημοτικής Αγοράς, θα παρακολουθήσουμε εν συντομία τη διαδοχική χρήση του χώρου αυτού από το 1881 μέχρι σήμερα.
Μετά την απελευθέρωση της Λάρισας από τους Τούρκους, ο χώρος αυτός της Νέας Αγοράς ήταν ενιαίος με το διπλανό κονάκι του Τούρκου Χουσνή μπέη, το οποίο είχε αγοράσει το 1881 ο βασιλιάς Γεώργιος Α’. Το 1897 χαρακτικό της εποχής[1] απεικονίζει τον χώρο γυμνό, αδιαμόρφωτο και εγκαταλειμμένο. Με την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως του 1884 και τη δημιουργία της οδού Μακεδονίας (σήμερα Βενιζέλου) ο χώρος τετραγωνίστηκε, ισοπεδώθηκε, πεζοδρομήθηκε και διαμορφώθηκε σε πλατεία. Δένδρα φυτεύτηκαν περιφερειακά σε διπλή σειρά, ενώ ο υπόλοιπος χώρος ήταν ακάλυπτος. Το κατάστρωμα της πλατείας, όπως άλλωστε και όλοι οι δρόμοι της Λάρισας, δεν είχαν γνωρίσει ακόμη την πολυτέλεια της ασφάλτου. Σκέτο πατημένο χώμα, που με την ελαφρότερη πνοή του ανέμου η σκόνη διαχεόταν ενοχλητική στην ατμόσφαιρα. Οι καταστηματάρχες μάταια προσπαθούσαν να μετριάσουν το κακό, καταβρέχοντας το έδαφος με ποτιστήρια, κάνοντας οικονομία στο νερό, γιατί το αγόραζαν από τους σακατζήδες νερουλάδες που το μετέφεραν από τον Πηνειό. Σε φωτογραφίες της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα του Στέφανου Στουρνάρα, παρατηρούμε ότι ο χώρος αυτός διαμορφώθηκε σε μια ευρύχωρη πλατεία η οποία λόγω της γειτνίασης με τα ανάκτορα ονομάσθηκε Πλατεία Ανακτόρων. Η πλατεία αυτή δεν ήταν σαν την Κεντρική πλατεία Θέμιδος (Μιχαήλ Σάπκα σήμερα), η οποία είχε κίνηση όλη την ημέρα και συγκέντρωνε τους κοσμικούς της παλιάς Λάρισας. Εδώ ήταν η πλατεία όπου συναντιόνταν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι έπειτα από τον ολοήμερο κάματο πήγαιναν εκεί για να ξεκουραστούν, πίνοντας το αναψυκτικό ή το τσιπουράκι τους και συζητώντας επαγγελματικά ζητήματα ή επίκαιρα θέματα. Αν περνούσε κανείς τις απογευματινές ή τις βραδινές ώρες, θα έβλεπε την πλατεία να σφύζει από ζωή.
Σ’ αυτή την κατάσταση βρισκόταν η πλατεία, όταν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή εν συνεχεία των πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, άρχισαν να καταφθάνουν κατά κύματα οι πρόσφυγες, οι οποίοι στεγάστηκαν πρόχειρα σε τουρκόσπιτα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ενοίκους τους ή και σε άλλα κτίσματα, δημόσια ή ιδιωτικά, που ήταν διαθέσιμα. Στη Λάρισα σχεδόν αμέσως προέκυψε και θέμα επαγγελματικής στέγης για τους πρόσφυγες. Ο Δήμος για να διευκολύνει την κατάσταση, παραχώρησε την πλατεία Ανακτόρων και με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, δημιουργήθηκαν πρόχειρα παραπήγματα κατασκευασμένα από ξύλα και λαμαρίνες, όπου λειτούργησαν κάθε είδους μικρομάγαζα, άναρχα χωροθετημένα. Μπακάλικα, μανάβικα, ψαράδικα, καφενεία και άλλες μικροεπιχειρήσεις κάθε είδους ξεπρόβαλλαν ξαφνικά από ανθρώπους που προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν τα προς το ζην. Όμως κάποια στιγμή η συσσώρευση των παραγκών είχε δημιουργήσει το αδιαχώρητο, ενώ συγχρόνως η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη καθώς απουσίαζαν οι χώροι υγιεινής. Τον χειμώνα οι λάσπες και η υγρασία επιβάρυναν την υγεία των επαγγελματιών και δυσχέραιναν την επίσκεψη των αγοραστών.
Εν τω μεταξύ το 1925 εκλέχθηκε δήμαρχος ο Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος μεταξύ των άλλων έργων που είχε προγραμματίσει ήταν και η ανοικοδόμηση μεγάλης Δημοτικής Αγοράς. Σαν χώρο ανέγερσης προτάθηκαν διάφορα οικόπεδα. Τελικά, έπειτα από παλινωδίες και αντεγκλήσεις ετών επιλέχθηκε η Πλατεία Ανακτόρων και ύστερα από μεγάλες δυσκολίες τα παραπήγματα απομακρύνθηκαν.
Η Δημοτική Αγορά άρχισε να οικοδομείται κατά τη διάρκεια της δεύτερης δημαρχιακής θητείας του Σάπκα (1929-1934). Το κτίριο είχε εμβαδόν 49,50 Χ 42,50 μέτρα και προσαρμόστηκε στο σχήμα της πλατείας. Τα καταστήματα ήταν στη σειρά περιμετρικά, μέσα και έξω, ενώ στο κέντρο υπήρχε αίθριο. Η αρχιτεκτονική και στατική μελέτη του είχε εκπονηθεί από το υπουργείο Δημοσίων Έργων, ενώ την εργολαβία ανέλαβε ο μηχανικός Κωνσταντίνος Μιχαλέας. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε το κτίριο να έχει υπόγειο και δύο ορόφους, ενώ στην περιοχή του αίθριου θα στεγαζόταν από υαλόφρακτη διαφανή στέγη. Η μεγάλη δαπάνη όμως που απαιτούσε η κατασκευή του, υποχρέωσε τον Δήμο να κατασκευάσει αρχικά μόνο το ισόγειο, ενώ η ολοκλήρωσή του προβλεπόταν να γίνει σε μια δεύτερη φάση. Το έργο κατασκευάστηκε με σιδηροπαγές σκυρόδεμα και τα εγκαίνια έγιναν με επισημότητα τον Δεκέμβριο του 1933, δύο περίπου μήνες πριν από τις δημοτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1934, δηλαδή προεκλογικά. Όπως είναι γνωστό, στις εκλογές αυτές ο εμπνευστής του έργου Μιχ. Σάπκας απέτυχε να επανεκλεγεί και ο διάδοχός του Στυλιανός Αστεριάδης, ο επιλεγόμενος Πατόφλας, δεν το ολοκλήρωσε.
Όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία του 1934, η Δημοτική αγορά ήταν ένα κτίριο μεγάλων διαστάσεων. Είχε συνολικά στη σειρά 56 καταστήματα, κατανεμημένα στην εξωτερική και εσωτερική πλευρά του. Όλα διέθεταν ευρύχωρα υπόγεια. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του γινόταν από τέσσερις μεγαλοπρεπείς εισόδους, μία σε κάθε πλευρά. Υπόστεγα πλάτους τεσσάρων μέτρων κάλυπταν περιμετρικά όλα τα καταστήματα, ώστε να διευκολύνεται η διακίνηση του κόσμου και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες[2]. Στα καταστήματα στεγάστηκαν κατά προτεραιότητα οι πρόσφυγες, καθώς και τα κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, οπωροπωλεία και άλλα καταστήματα τροφίμων που βρίσκονταν κυρίως στη ρυπαρή τότε οδό Πανός.
Η ζωή της Δημοτικής Αγοράς υπήρξε σύντομη, μόλις 45 χρόνια. Το καλοκαίρι του 1978, επί δημαρχίας Αγαμέμνονα Μπλάνα, με την κατεδάφιση έκλεισε τον κύκλο της[3], με την προοπτική να γίνει χώρος πρασίνου.


[1]. Στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde Illustree» των Παρισίων της 17ης Απριλίου 1897.
[2]. Γουργιώτης Γεώργιος, Μικρά μελετήματα. Η μικρή ιστορία της Δημοτικής μας Αγοράς, έκδοση του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Αθήνα (2000), σελ. 97-100.
[3]. Η ιδέα της κατεδάφισης είχε τεθεί από την περίοδο της επταετίας (1971), αλλά το προεδρικό διάταγμα δημοσιεύθηκε το 1977. Η απόφαση κατεδάφισης διαίρεσε το κοινό της πόλης, αλλά τελικά τον Αύγουστο του 1978 η καταστροφή της είχε ολοκληρωθεί.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

 

Ιστορικά

«Αλευάδες»: Οι αριστοκράτες της Λάρισας


Αλευάς ο Πυρρός (νόμισμα 4ου αι. π.Χ.)Αλευάς ο Πυρρός (νόμισμα 4ου αι. π.Χ.)

Aπό τον Ευάγγελο Μπαλντούνη, φιλόλογο


* Στην αρχαιότητα οι Αλευάδες ήταν μια μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια μεγαλοκτηματιών με έδρα τη Λάρισα.

Για πολλούς αιώνες ήταν ο ευγενέστερος και ισχυρότερος οίκος σ’ όλη τη Θεσσαλία. Ηγεμόνευε σχεδόν συνεχώς από τον 7ο αι. π.Χ. Ο Ηρόδοτος τους αναφέρει ως «Κυβερνήτες»και «Βασιλείς».
Γενάρχης τους ήταν ο Αλευάς ο Πυρρός (κοκκινομάλλης). Αναφέρεται σαν «Ταγός της Θεσσαλίας». Καταγόταν από τον μυθικό Θεσσαλό (είναι ο ήρωας που κατέκτησε κάποτε τη Θεσσαλία κι έδωσε στην περιοχή το όνομά του). Η περίοδος που κυβέρνησε ο Αλευάς ο Πυρρός τοποθετείται ανάμεσα στην κάθοδο των τελευταίων Δωριέων και την εποχή που ήταν τύραννος των Αθηναίων ο Πεισίστρατος. Ο Αριστοτέλης, στο απολεσθέν έργο του «Θεσσαλών Πολιτεία», σημειώνει πως ο Πυρρός χώρισε τη Θεσσαλία σε 4 περιοχές.
* Ο σχηματισμός του «Κοινού»: Αυτές ονομάστηκαν «Τετράδες» ή «Μοίρες»: Πελασγιώτιδα - Εστιαιώτιδα - Θεσσαλιώτιδα - Φθιώτιδα (Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Φάρσαλα). Η διαίρεση αυτή είχε κυρίως γεωγραφικό, οικονομικό και διοικητικό χαρακτήρα. Τον 6ο αι. π.Χ. οι θεσσαλικές πόλεις συγκροτούν ομόσπονδο κράτος με πολιτικό και οικονομικό γνώρισμα, το «Κοινόν των Θετταλών». Πρωτοστατούν οι 4 σπουδαιότερες οικογένειες στη Θεσσαλία: Αλευάδες στη Λάρισα - Σκοπάδες στην Κραννώνα - Εχεκρατίδες (Αντιοχίδες) στα Φάρσαλα και η οικογένεια Κινέα στους Γόνους.
Διοικούνταν από 6μελές διευθυντήριο που εκλεγόταν μεταξύ των ευγενών σε εκλογές που γίνονταν στη Λάρισα. Μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως πολεμική σύγκρουση, εξέλεγαν έναν κοινό άρχοντα που ονομαζόταν «Ταγός» (αυτός που «τάσσει» τους άνδρες, ο ηγήτορας). Αυτός είχε εξουσία ανάλογη μ’ αυτή του δικτάτορα και θύμιζε τους βασιλείς τού περασμένου αιώνα. Ως πρώτος Ταγός αναφέρεται ο Αλευάς ο Πυρρός. Αυτός οργάνωσε στρατιωτικά το «Κοινόν». Κάθε «Τετράδα» τής Θεσσαλίας ήταν διαιρεμένη κατά κλήρους, ο καθένας από τους οποίους πρόσφερε 40 ιππείς και 80 οπλίτες. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι σε πολεμικές περιόδους συγκεντρώνονταν 6.000 ιππείς και 10.000 οπλίτες.
* Η σύμπραξη με τον Ξέρξη: Η κυριαρχία των Αλευάδων δεν περιορίστηκε στη Λάρισα, αλλά επεκτάθηκε σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία, δημιουργώντας μια ισχυρή αριστοκρατία. Όταν ήταν Ταγός ο Αλευάς Β’, ο ποιητής Σιμωνίδης υπήρξε προσωπικός του φίλος. Ο Αλευάς Β’ είχε 3 γιους: τον Θώρακα (υπάρχει η «ΟΔΟΣ ΘΩΡΑΚΑ» στην περιοχή Ηπειρώτικα), τον Ευρύπολο και τον Θρασίδαιο. Με την επίθεση τού Ξέρξη οι τρεις αυτοί γιοι πήγαν απεσταλμένοι στον βασιλιά για να δηλώσουν υποταγή. Με το πέρας των Περσικών πολέμων, ο βασιλιάς τής Σπάρτης Λεωτυχίδας, έκανε εκστρατεία για να τιμωρήσει τους Θεσσαλούς. Μπορούσε να τους κατακτήσει, αλλά οι Αλευάδες τον δωροδόκησαν και δεν το έκανε. Αυτό δείχνει ότι οι Αλευάδες είχαν ακόμη την εξουσία στη Θεσσαλία.
* Η αποδυνάμωση του Οίκου: Μια άλλη θεσσαλική δυναστεία, η δυναστεία των Φερών, άρχισε αργότερα να περιορίζει και να εκτοπίζει τους Αλευάδες από την εξουσία. Γίνεται τώρα Ταγός ο Ιάσων ο Φεραίος και μετά ο Αλέξανδρος ο Φεραίος. Όμως οι Αλευάδες κάλεσαν τον γιο τού Αμύντα Γ’ της Μακεδονίας και μετά τον γνωστό Θηβαίο στρατηγό Πελοπίδα, που τους αποκατέστησαν στην εξουσία. Όταν ο Φίλιππος έγινε βασιλιάς τής Μακεδονίας, κατέστησε τους Αλευάδες υποτελείς, αλλά και συμμάχους. Τους χρησιμοποίησε τελικά για να ισχυροποιήσει την κυριαρχία του στη Θεσσαλία.
* Η αγάπη τους για τις καλές Τέχνες: Οι Αλευάδες ήταν φιλόμουσοι και στην αυλή τους φιλοξενούσαν προσωπικότητες τού πνεύματος τής τότε εποχής: Σιμωνίδης, Γοργίας, Ανακρέων, Πίνδαρος, Βακχυλίδης, σοφιστής Γοργίας, ιατρός Ιπποκράτης. Μάλιστα ο Σιμωνίδης και ο Πίνδαρος ύμνησαν τις νίκες των Αλευάδων στους ιππικούς αγώνες και στα Πύθια. Διατηρούσαν ανάκτορα στη Λάρισα και εντυπωσίαζαν τους καλεσμένους τους με την πολυτελή ζωή, το πλήθος των δούλων, τα αναρίθμητα φημισμένα άλογα και τις γεμάτες χλιδή γιορτές τους...
* Στη συνοικία τής Φιλιππούπολης στη Λάρισα υπάρχει η «ΟΔΟΣ ΑΛΕΥΑΔΩΝ»...

Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο πρόχειρος ναός του Αγ. Βησσαρίωνος


Η μεταπολεμική παράγκα του ναΐσκου του Αγ. Βησσαρίωνος στον Κήπο των Ανακτόρων. Λεπτομέρεια φωτογραφίας του Τάκη Τλούπα στο βιβλίο του με κείμενα του Νίκου Νάκου «ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες», Λάρισα (2003)3, σελ. 99.Η μεταπολεμική παράγκα του ναΐσκου του Αγ. Βησσαρίωνος στον Κήπο των Ανακτόρων. Λεπτομέρεια φωτογραφίας του Τάκη Τλούπα στο βιβλίο του με κείμενα του Νίκου Νάκου «ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες», Λάρισα (2003)3, σελ. 99.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ο άγιος Βησσαρίων (1490-1541) λατρεύεται από τους πιστούς σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, γι’ αυτό και έχουν ανεγερθεί ναοί στη μνήμη του. Υπήρξε μητροπολίτης Λαρίσης στο διάστημα 1527-1541. Στη Λάρισα η πρώτη, ιστορικά τεκμηριωμένη, παρουσία ναού του αγίου εντοπίζεται στα 1794, όταν ο μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος Καλλιάρχης (1791-1806) ανήγειρε την ομώνυμη βασιλική του Αγ. Αχιλλίου. Επρόκειτο για παρεκκλήσιο το οποίο ήταν ενσωματωμένο στη νοτιοανατολική πλευρά της βασιλικής. Το 1896 κατεδαφίσθηκε μαζί με την υπόλοιπη βασιλική του αγίου Αχιλλίου και στη θέση του υψώθηκε ο προπολεμικός αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής μητροπολιτικός ναός. Έτσι ο πρώτος ναός της Λάρισας, ο αφιερωμένος στον άγιο Βησσαρίωνα, είχε ζωή εκατό περίπου χρόνων. Αργότερα υπήρξε ένας άλλος ναΐσκος του Αγ. Βησσαρίωνος στον κήπο των Ανακτόρων.

Ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης γράφει σχετικά [1] για την ίδρυση του ναού αυτού: «Εν αποκέντρω μέρει του κονακίου του τούρκου ευπατρίδου Χουσνή Βέη, ένθα νυν ο δημοτικός κήπος, υπήρχε δωμάτιόν τι περιέχον παλαιάν εικόνα του αγίου Βησσαρίωνος, μεταβληθέν εις ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματί του, κατ’ εντολήν του αγοραστού του κονακίου βασιλέως Γεωργίου Α’, συμπληρωθέντα, βελτιωθέντα και διακοσμηθέντα δια των απαιτουμένων εικόνων κατά το έτος 1918 τη αξιεπαίνω μερίμνη και δαπάναις κατά το πλείστον του φιλοθρήσκου ημετέρου συμπολίτου Γ. Νατάκια» [2].
Σύμφωνα λοιπόν με τον ιστορικό της Λάρισας Επαμ. Φαρμακίδη και σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης μας, είχε αρχίσει από τα τελευταία ακόμα χρόνια της τουρκοκρατίας (πριν από το 1870), να λατρεύεται μακριά από τα βλέμματα των Τούρκων, ο άγιος Βησσαρίων. Ήταν στον χώρο του σημερινού Δημοτικού Ωδείου. Σύμφωνα με ευρέως διαδεδομένη προφορική παράδοση, υπήρχε στο σημείο αυτό πολύ πριν από την απελευθέρωση του 1881 μεγάλη κατοικία που ανήκε στη Νουριέ χανούμ, η οποία ήταν στενή συγγενής του Αλή πασά και κρυπτοχριστιανή. Αυτή επέτρεψε στο υπηρετικό προσωπικό που ήταν χριστιανοί να μετατρέψουν ένα από τα δωμάτια όπου στεγάζονταν οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού, σε πρόχειρη εκκλησία [3]. Στο μέσον του δωματίου είχαν τοποθετήσει μια παλιά εικόνα του αγίου Βησσαρίωνος και οι χριστιανοί της περιοχής προσέρχονταν κρυφά να ανάψουν λαμπάδα και να προσκυνήσουν την εικόνα του.
Μετά τον θάνατο της Νουριέ χανούμ το μεγάλο αυτό αρχοντικό περιήλθε στην κατοχή του ανεψιού της Χουσνή μπέη, ο οποίος το προσέφερε ευγενικά για να καταλύσει ο βασιλέας Γεώργιος όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Λάρισα τον Οκτώβριο του 1881. Ικανοποιημένος από το κτίριο ο Γεώργιος Α΄, το αγόρασε και το χρησιμοποιούσε για ανάκτορο κάθε φορά που επισκεπτόταν τη Λάρισα για να παρακολουθεί τα ετήσια γυμνάσια του ελληνικού στρατού.
Με προτροπή του Γεωργίου Α΄, η σύζυγός του βασίλισσα Όλγα, Ρωσίδα στην καταγωγή, αποφάσισε το 1898 να ανεγείρει στον χώρο όπου υπήρχαν τα δωμάτια του προσωπικού, ναό μικρών διαστάσεων. Γράφει μια εφημερίδα της εποχής: «Από πολλών ημερών ήρχισεν η ανέγερσις του μικρού ναϊσκου εις τον περίβολον των ενταύθα ανακτόρων. Εις τον ναόν τούτον θα εκκλησιάζονται τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, οσάκις μας επισκέπτονται [4)». Ο ναός αυτός ουσιαστικά αποτελούσε το παρεκκλήσιο των ανακτόρων. Εμπλουτίσθηκε με τις εικόνες και τα άλλα ιερά κειμήλια του παρεκκλησίου του αγίου Βησσαρίωνος που υπήρχε στη βασιλική του αγίου Αχιλλίου και ο οποίος είχε πρόσφατα κατεδαφισθεί. Αρχιτεκτονικά ήταν μονόχωρη σταυροειδής κατασκευή με τρούλο και αρκετά ψηλή για τις διαστάσεις της. Η τοιχοποιία του αρχικά ήταν από πελεκημένη πέτρα, αλλά το 1918 καλύφθηκε με επίχρισμα.
Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄ το 1913, ο χώρος των παλαιών ανακτόρων περιήλθε στην κατοχή του γιου του, πρίγκιπα Νικολάου, ο οποίος τον πούλησε το 1916 τον Δήμο. Το 1918 κατεδαφίσθηκε το ανάκτορο και διαμορφώθηκε μια μεγάλη αυλή με κήπους, αλλά ο ναός του αγίου Βησσαρίωνος διατηρήθηκε και όπως αναφέρθηκε, ανακαινίσθηκε από τον Λαρισαίο εστιάτορα Κωνσταντίνο Νατάκια. Έτσι ο μικρός αυτός ναός περιήλθε στην κατοχή των Λαρισαίων και αποδόθηκε στη χρήση των πιστών της περιοχής. Τον υπόλοιπο χώρο του κήπου των Ανακτόρων ο Δήμος τον εκχώρησε στον επιχειρηματία Πέτρο Χαλήμαγα για να δημιουργήσει χώρους αναψυχής.
Όμως ο καταστρεπτικός για την πόλη μας σεισμός της 1ης Μαρτίου του 1941 τραυμάτισε ανεπανόρθωτα το εκκλησάκι του Αγίου Βησσαρίωνος. Αναγκαστικά κατεδαφίσθηκε και στη θέση του στήθηκε προσωρινά το ξύλινο παράπηγμα που βλέπουμε στη φωτογραφία.
Η λήψη της φωτογραφίας που δημοσιεύεται έγινε από το ύψος του διπλανού μιναρέ του Γενή τζαμί το 1950. Φωτογράφος είναι ο Τάκης Τλούπας. Η παράγκα του ναού αναγνωρίζεται στο κέντρο της εικόνας. Ήταν μονόχωρος δρομικός, οι τοίχοι ξύλινοι και η χαμηλή του στέγη δίρριχτη, σκεπασμένη με κεραμίδια. Δυτικά υπήρχε ένας υποτυπώδης υπαίθριος νάρθηκας καλυμμένος από λαμαρίνες και χωρίς πλάγιους τοίχους. Όλη η κατασκευή ήταν πρόχειρη και είχε σαν σκοπό να εξυπηρετήσει τις άμεσες θρησκευτικές ανάγκες των περιοίκων. Ο χώρος της πλατείας μπροστά είχε μια μικρή σε διαστάσεις και χαμηλή σε βάθος πισίνα (παιδική) χωρίς νερό, ενώ οι δημοτικές υπηρεσίες είχαν διαμορφώσει όμορφα τον υπόλοιπο χώρο με άφθονες νησίδες πρασίνου. Αριστερά διακρίνεται ένα μέρος από τις παλιές εγκαταστάσεις του Ωδείου που ήταν περιορισμένες σε διώροφο οίκημα και πίσω διακρίνονται τα σπίτια της οδού Νιρβάνα.
Από το 1955, με πρωτοβουλία δύο Λαρισαίων του Κώστα Ταμπασούλη και του Γιώργου Ζιαζιά και την ένθερμη οικονομική υποστήριξη του τότε ΟΥΗΛ (σήμερα ΔΕΥΑΛ) άρχισε να υλοποιείται σχέδιο ανέγερσης νέου ναού από πέτρα. Είναι αυτός που υπάρχει μέχρι και σήμερα και ο οποίος υπάγεται εκκλησιαστικά στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Αχιλλίου. Τα επίσημα εγκαίνια του ναού αυτού έγιναν στις 13 Οκτωβρίου 1957. Το 1961 κοσμήθηκε εσωτερικά με αγιογραφίες του Αγήνορα Αστεριάδη και των μαθητών του και σήμερα έχει καταστεί ένα σημαντικό μνημείο νεώτερης τέχνης.

[1] Φαρμακίδης Επαμεινώνδας. Η Λάρισα. Τοπογραφική και Ιστορική μελέτη, Εισαγωγή-Σχόλια-Επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα (2001) σελ. 91.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ξενοδοχείον φαγητού «Η Αφθονία» του Γεωργίου Νατάκια. εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 21ης Φεβρουαρίου 2018.
[3]. Μακρής Θρασύβουλος. Ο Άγιος Βησσαρίων, εφ. Λαρισαϊκός Τύπος, Λάρισα, 15 Σεπτεμβρίου 1943. Η εφημερίδα αυτή ήταν συνέκδοση των εφημερίδων «Ελευθερία» και «Κήρυξ» της Λάρισας κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου, έπειτα από απαίτηση των γερμανών κατακτητών.
[4]. εφ. Ελλάς, Αθήναι, φύλλο της 29 Ιουνίου 1898.