Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Δημήτρης Χατζηγιάννης (1888-1973)


Δημήτρης Χατζηγιάννης (1888-1973)

«Κύριος οίδε αν κάποτε θα ταξινομηθεί». Μόνον ένας Θεός γνωρίζει αν το αρχείο μου κάποτε θα μπορέσει να ταξινομηθεί. Αυτήν την απαισιόδοξη σκέψη έχει καταγράψει στο κείμενο των «Αναμνήσεών» του ο Δημήτριος Χατζηγιάννης, όταν μετά τους τρομακτικούς γερμανικούς βομβαρδισμούς της Μ. Τρίτης του 1941 αντίκρισε με δέος την ερειπωμένη και λεηλατημένη κατοικία του και διαπίστωσε τη φοβερή αναστάτωση του αρχείου, σημαντικό μέρος του οποίου είχε ανεπανόρθωτα καταστραφεί.

Όμως ο σπουδαίος αυτός πολιτικός της Λάρισας εδώ διαψεύστηκε. Ο Θεός που επικαλέσθηκε, βοήθησε να οδηγηθούν τα γραπτά του στο δημιουργικό τοπικό τμήμα των Γενικών Αρχείων του Κράτους και τα χειρόγραφα των «Αναμνήσεων» να πέσουν στα χέρια μιας έμπειρης ερευνήτριας. Η Ιουλία Κανδήλα μελέτησε σε βάθος το πολυσέλιδο κείμενο του Χατζηγιάννη, 1.280 ολόκληρες δακτυλογραφημένες σελίδες, έγραψε μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή και σχολίασε με άφθονες υποσελίδιες σημειώσεις το κείμενο, ανατρέχοντας σε πληθώρα αρχειακών πηγών, εφημερίδων, περιοδικών, άρθρων και βιβλίων. Στην πολυετή αυτή εντρύφηση με τα έργα και τις ημέρες του Δημητρίου Χατζηγιάννη και στην ευόδωση της προσπάθειάς της για την έκδοση του βιβλίου, η ερευνήτρια είχε σύμμαχο το ενδιαφέρον και την ανταπόκριση της τοπικής αυτοδιοίκησης και του τότε προέδρου της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων νομού Λάρισας Κώστα Τζανακούλη[1].
Τα βιογραφικά στοιχεία του Χατζηγιάννη είναι λίγο πολύ γνωστά. Λεπτομέρειες μπορεί κανείς να βρει στο 600 σελίδων βιβλίο που εκδόθηκε το 2011, όπου στην εισαγωγή του καταγράφεται, χρονικά κατανεμημένα, ο βίος και το έργο του. Στο σημερινό σημείωμά μας θα επιχειρήσουμε μια σύντομη σκιαγραφία της διαδρομής του Χατζηγιάννη στην τοπική κοινωνία κατά τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής και κατά τη θητεία του στην τοπική αυτοδιοίκηση επί 15 χρόνια, από το 1954 μέχρι το 1969. Η σπουδαία βουλευτική του διαδρομή αναλύθηκε πριν μερικά χρόνια σε κάποιο άλλο σημείωμά μας[2].
Ο Δημήτριος Χατζηγιάννης υπήρξε ο μακροβιότερος Θεσσαλός πολιτικός του 20ού αιώνα. Άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία πολύ νέος, σε ηλικία 22 ετών, όταν το 1910 εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής και την περάτωσε πολύ μεγάλος, σε ηλικία 81 ετών, όταν το 1969 παραιτήθηκε από το δημαρχιακό αξίωμα. 59 χρόνια, σχεδόν έξι δεκαετίες, βρισκόταν στο πολιτικό προσκήνιο, άλλοτε σαν βουλευτής, άλλοτε σαν δήμαρχος και πάντοτε παρών τόσο στις τοπικές όσο και στις εθνικές εξελίξεις. Σαν άνθρωπος ήταν γλυκύς και ευγενικός στους τρόπους και την καθημερινή συμπεριφορά του, όμως στις επαγγελματικές και πολιτικές του συναναστροφές ήταν πείσμων και διεκδικητικός. Είχε ένα έμφυτο πάθος με την πολιτική και μια υπερβολική εμπιστοσύνη στις ικανότητές του. Αυτό γίνεται εμφανές σε πολλά σημεία του αυτοβιογραφικού του κειμένου όπου παρατηρούμε ότι επιπολάζει μια προσπάθεια αυτοπροβολής και εγωισμού. Κατά τα άλλα ήταν δεινός ρήτορας, ευχάριστος συνομιλητής, άριστος γνώστης της τοπικής ιστορίας και της κλασικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας και εμφάνιζε μια, απροσδόκητη για πολιτικό, ευρύτητα πνεύματος. Με τη σύζυγό του Μαρίκα είχε μέχρι τον θάνατό της πάντοτε τρυφερές σχέσεις αγάπης και αλληλοθαυμασμού. Γενικά οι τρόποι και η όλη συμπεριφορά του προσιδίαζαν με την προσωπικότητα ενός άρχοντα, ενός ευπατρίδη.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων της δικτατορίας του Μεταξά, του ελληνοϊταλικού πολέμου του ‘40 και της κατοχής, ο Δημήτριος Χατζηγιάννης επέλεξε να παραμείνει στη Λάρισα, παρ’ ό,τι διάφορες σειρήνες τον καλούσαν στην Αθήνα ή τον Βόλο. Εδώ εξάσκησε για βιοποριστικούς λόγους το επάγγελμα του δικηγόρου, όμως παράλληλα, σαν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου και σαν μέλος της Επιτροπής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και άλλων οργανισμών αλληλεγγύης, ενεργοποιήθηκε, ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 και τον ανηλεή γερμανικό βομβαρδισμό που ακολούθησε λίγες ημέρες αργότερα, για την ανακούφιση των συμπολιτών του. Με αλλεπάλληλες επισκέψεις στην Αθήνα επικεφαλής διαφόρων επιτροπών κατόρθωσε αρχικά να αποσοβήσει την αποφασισθείσα μεταφορά της έδρας του εφετείου στον Βόλο, να μεταφέρει βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού στους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του και τους πολιτικούς ομήρους στα στρατόπεδα της Λάρισας, να επιτύχει τον διορισμό τοποτηρητού μητροπολίτου στη Λάρισα, αφού ο οικείος ιεράρχης «ευρίσκετο εν ασθενεία» στην Αθήνα και να επιλύσει και άλλα φλέγοντα τοπικά ζητήματα. Επίσης πολλές φορές είχε έλθει σε επικίνδυνες για το άτομό του συγκρούσεις με τα στρατεύματα κατοχής, ιδιαίτερα κατά τις συλλήψεις αθώων πολιτών, με σκοπό την εκτέλεσή τους, σαν αντίποινα πατριωτικών δράσεων και δολιοφθορών από ανταρτικές ομάδες.
Το 1954 διάφορες συγκυρίες και συνεχόμενες εκλογικές αποτυχίες στις εθνικές εκλογές, υποχρέωσαν τον Χατζηγιάννη να εγκαταλείψει την κεντρική πολιτική σκηνή και να στραφεί με επιτυχία στην τοπική αυτοδιοίκηση, την οποία εν συνεχεία υπηρέτησε μέχρι το 1969, επί 15 συνεχή χρόνια, είτε σαν δήμαρχος είτε σαν δημαρχιακός σύμβουλος. Η διάρκεια αυτή της δημαρχιακής του πορείας χαρακτηρίζεται, όπως άλλωστε και η περίοδος της βουλευτικής του θητείας, από κάποια πολιτική αστάθεια. Διατρέχοντας την πολύχρονη πολιτική του διαδρομή, διαπιστώνουμε ότι πολύ εύκολα μετακινείται και συνεργάζεται κάθε φορά με διαφορετική παράταξη, στηριζόμενος κυρίως σε λόγους συναισθηματικούς και όχι πολιτικούς, όπως χαρακτηριστικά επεξηγεί το γεγονός ο ίδιος στις «Αναμνήσεις» του. Σαν παράδειγμα αναφέρουμε πως, ενώ σε ολόκληρη τη μακρά δημόσια ζωή του υποστήριζε ότι δεν υπήρξε ποτέ οπαδός προσώπων, παρά μόνον ιδεών, όμως τις απόψεις του περί δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού, αν και δεν έπαυσε ποτέ να τις εκθειάζει, κατά τα τελευταία χρόνια του πολιτικού του βίου δυστυχώς τις παραβίασε.
Στις δημοτικές εκλογές της 21ης Νοεμβρίου του 1954 διεκδίκησε για πρώτη φορά το αξίωμα του Δημάρχου της Λάρισας ως υποψήφιος του μετώπου που είχε δημιουργηθεί σε ολόκληρη τη χώρα, σαν αντίδραση στη διακυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού του Παπάγου. Αντίπαλός του ήταν ο βιομήχανος Φώτης Παππάς, στενός συνεργάτης του στις απαρχές της δημιουργίας του ηλεκτροφωτισμού και της ύδρευσης της Λάρισας κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Η υπερψήφιση του συνδυασμού του Δημήτριου Χατζηγιάννη στις εκλογές αυτές άνοιξε τον δρόμο για τη συνέχιση της πολιτικής του πορείας στον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Έπειτα από μια επιτυχημένη τετραετία δημοτικών έργων, ο Χατζηγιάννης έθεσε εκ νέου υποψηφιότητα στις εκλογές του Απριλίου του 1959. Αυτήν τη φορά ηγήθηκε υπερκομματικού ψηφοδελτίου και είχε αντίπαλό του τον Ιπποκράτη Κουτσίνα, ο οποίος υποστηρίχθηκε από το κόμμα των Φιλελευθέρων και την ΕΔΑ. Εν τω μεταξύ είχε ήδη από το 1958 διαφανεί κάποια συμπάθεια που έτρεφε ο Χατζηγιάννης προς την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Έτσι στράφηκε πολιτικά προς αυτήν, χωρίς όμως ποτέ να επιχειρήσει να ενταχθεί στις τάξεις της. Η στροφή αυτή επιβεβαιώθηκε και από τη φιλοκυβερνητική πολιτική που ακολούθησε στον Δήμο, αναγνωρίζοντας κυρίως την προσωπικότητα του ιδρυτού της, όπως ισχυριζόταν. Στις εκλογές αυτές υπήρξε και πάλι νικητής και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τον αντίπαλό του.
Στις εκλογές του Ιουλίου του 1964, έχοντας διαγράψει δύο δημιουργικές δημαρχιακές θητείες, έθεσε υποψηφιότητα θεωρώντας σίγουρη την επανεκλογή του. Είχε αντιπάλους τον Αλέκο Χονδρονάσιο, υποψήφιο της ΕΔΑ και τον Σωκράτη Ναό, υποψήφιο της Ένωσης Κέντρου. Όμως νικητής αναδείχθηκε ο συνδυασμός του Χονδρονάσιου. Η ήττα αυτή τον λύπησε ιδιαίτερα και πλήγωσε αφάνταστα τον εγωισμό του. Ο ίδιος την απέδωσε στην αδιαφορία των Λαρισαίων -καλοκαίρι η ημερομηνία των εκλογών- ενώ θα έπρεπε να είχε προβληματισθεί από τη γενική και πανελλήνια καθίζηση του κόμματος της ΕΡΕ, την αδιαφιλονίκητη φθορά των δύο συνεχών τετραετιών στην ηγεσία της δημοτικής αρχής και το υπερβολικό ενδιαφέρον που επέδειξε για την προσωπική του προβολή μέσω της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος και εν συνεχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων, γεγονός το οποίο συνεπάγονταν μακρόχρονη απουσία από την πόλη. Παρά ταύτα όμως, από τη θέση του αρχηγού της αντιπολίτευσης, συμμετείχε ενεργά στα τρέχοντα ζητήματα του Δήμου μέχρι τον Απρίλιο του 1967.
Τότε το δικτατορικό καθεστώς καθαίρεσε και εξόρισε τον εκλεγμένο δήμαρχο Αλέκο Χονδρονάσιο και στη θέση του διόρισε τον Δημήτριο Χατζηγιάννη. Η απόφασή του να αποδεχθεί τον διορισμό αυτόν, αποτέλεσε ίσως την πιο αμφιλεγόμενη ενέργεια της πολιτικής του διαδρομής. Η πλειοψηφία των συμπολιτών, αν και είχε αναγνωρίσει τη σημαντική προσφορά του στην πόλη με το τεράστιο έργο που είχε επιτελέσει τη γόνιμη οκταετία της νόμιμης δημαρχιακής του θητείας, εν τούτοις δεν του συγχώρησε εύκολα την απόφαση αυτή. Για τον ίδιο ο διορισμός του ήταν μια «επιστράτευση» και η αποδοχή του οφειλόταν στο μεγάλο πάθος, την υπερβολική αγάπη και την προσωπική ανάγκη προσφοράς για την πόλη του. Σήμερα, βλέποντας τα γεγονότα της περιόδου αυτής πιο ψύχραιμα, πιστεύεται ότι η αποδοχή του διορισμού του ως δημάρχου υπήρξεν απόρροια της μεγάλης αδυναμίας του για την εξουσία. Έτσι μετά την προηγηθείσα το 1964 εκλογική ήττα, του παρέχονταν η δυνατότητα επιστροφής στα πολιτικά πράγματα, έστω και αντισυνταγματικά.
(Συνέχεια)

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)
—————————————————
[1]. ΓΑΚ-Αρχεία Ν. Λάρισας. Αναμνήσεις Δημητρίου Χατζηγιάννη (1888-1973). Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σχόλια Ιουλία Κανδήλα. Έκδοση ΤΕΔΚ Ν. Λάρισας. Λάρισα (2011).
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ο Δημ. Χατζηγιάννης αρχηγός κόμματος. εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 25ης Ιανουαρίου 2017.

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ. ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το παλιό κτίριο της Φιλαρμονικής του Δημοτικού Ωδείου


Το ισόγειο κτίριο της φωτογραφίας βρισκόταν στη διασταύρωση των σημερινών οδών Παναγούλη και Πολυτεχνείου και στέγασε το 1951 τη νεοσύστατη τότε  Φιλαρμονική του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας. Από το αρχείο της Φωτοθήκης.Το ισόγειο κτίριο της φωτογραφίας βρισκόταν στη διασταύρωση των σημερινών οδών Παναγούλη και Πολυτεχνείου και στέγασε το 1951 τη νεοσύστατη τότε Φιλαρμονική του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας. Από το αρχείο της Φωτοθήκης.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στο κείμενό μας της Τετάρτης 15 Δεκεμβρίου του 2021, το οποίο ήταν αφιερωμένο στον πρώτο αρχιμουσικό της Φιλαρμονικής του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, Γεώργιο Καμηλιέρη, είχαμε αναφέρει τα εξής: «Ήταν πρωινές ώρες της 15ης Μαΐου 1952, ημέρα εορτής του Αγ. Αχιλλίου, όταν από το βάθος της οδού Βασ. Κωνσταντίνου (Παναγούλη σήμερα) ακούστηκε χαρμόσυνος ο ήχος εμβατηρίου […]. Πολλά πορτοπαράθυρα άνοιξαν και με ευφρόσυνη διάθεση αντίκρισαν τα μέλη της Φιλαρμονικής του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, με τις όμορφες στολές τους, να βαδίζουν συγχρονισμένα προς το κέντρο της πόλης. Είχαν ξεκινήσει από τα γραφεία της Φιλαρμονικής, τα οποία βρίσκονταν στη γωνία των οδών Παναγούλη και Ηρώων Πολυτεχνείου, εκεί όπου σήμερα υπάρχει το κτίριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με προορισμό τις εγκαταστάσεις του Ωδείου». Με την άφιξή τους στο Ωδείο, μέσα σε μια συγκινητική τελετή, έγινε από τον αρχιμουσικό Γεώργιο Καμηλιέρη η επίσημη παράδοσή της προς τον διευθύνοντα το Ωδείο Βάσο Κυλικά και τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Μεταξύ αυτών ήταν και ο οδοντίατρος Χρήστος Παντοστόπουλος, «η ψυχή της Φιλαρμονικής».


Το κτίριο ήταν ισόγειο, γωνιακό και μέσα σ’ αυτό κυοφορήθηκε από τον αρχιμουσικό Γ. Καμηλιέρη και του καθηγητές Γεώργιο Δαγιάση, Γεώργιο Μίγκο, Άγγελο Πριονά και Σταύρο Καλνάκη η ομάδα των μουσικών που αποτέλεσαν τη Φιλαρμονική του Ωδείου. Έπειτα από μερικά χρόνια μετακόμισε από το κτίριο αυτό στις εγκαταστάσεις του Δημοτικού Ωδείου στον κήπο των Ανακτόρων. Στη θέση του παλιού κτιρίου, το οποίο κατεδαφίσθηκε, κατασκευάσθηκε πολυώροφο κτίριο, το οποίο αρχικά στέγασε τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και σήμερα λειτουργούν οι υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο μαέστρος Γ. Καμηλιέρης το 1963 απεβίωσε πάνω στο πόντιουμ της αίθουσας συναυλιών του Δημοτικού Ωδείου κατά τη διάρκεια συναυλίας της Φιλαρμονικής και τη θέση του μέχρι το 1976 κατέλαβε ο Ιωάννης Τσανακάς. Στο διάστημα 1976-1985 αρχιμουσικός ανέλαβε ο Άγγελος Πριονάς. Από το 1985 μέχρι το 1987 ανέλαβαν με τη σειρά οι Ευάγγελος Μηνάς, Αντώνιος Βακαλαθανασίου και Νίκος Ορφανίδης και από το 1985 μέχρι σήμερα μαέστρος παραμένει ο Γεώργιος Μηνάς, ο οποίος κατόρθωσε κατά τη διάρκεια της θητείας του να απογειώσει τη φήμη της.
Για τη δημιουργία και την ποιοτική εξέλιξη της Φιλαρμονικής από το 1951, που τέθηκαν οι βάσεις της, βοήθησαν πολλά άτομα. Όμως δύο απ’ αυτά, ο Βάσος Κυλικάς και ο Χρήστος Παντοστόπουλος, στάθηκαν από την αρχή ο νους και η ψυχή της. Για τον λόγο αυτόν κρίνεται σκόπιμο να αναφέρουμε λίγα βιογραφικά στοιχεία γι’ αυτούς τους δύο λάτρεις της μουσικής ζωής της Λάρισας.
Απ’ όλους αναγνωρίζεται ότι αν η Ιουλία Σάπκα θεωρείται η οραματίστρια, η ιδρύτρια και εκείνη η οποία έκτισε γερά τα θεμέλια του Ωδείου της πόλης μας, ο Βάσος Κυλικάς αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ανάπτυξης και της ανάδειξης του μουσικού αυτού ιδρύματος σε ένα από τα σπουδαιότερα της χώρας μας. Φαρμακοποιός στο επάγγελμα, ήταν γιος του Στέφανου Κυλικά, ιδιοκτήτη ενός από τα παλαιότερα φαρμακεία που υπάρχει και σήμερα στη Λάρισα. Γεννήθηκε στη Λάρισα στις 8 Απριλίου του 1908 και εκτός από την επίδοσή του στην επιστήμη της φαρμακευτικής, έκανε και σοβαρές μουσικές σπουδές κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων. Στην Κατοχή συνελήφθη στις 15 Οκτωβρίου του 1942, μαζί με άλλους Λαρισαίους από τους Ιταλούς κατακτητές. Μεταφερόμενος ως όμηρος στην Ιταλία μαζί με άλλους 70 Έλληνες επιστήμονες και αξιωματικούς, εκ των οποίων οι 15 ήταν από τη Λάρισα και την περιοχή της, επέζησε κατά θαυματουργό τρόπο του τορπιλισμού και της καταβύθισης του ιταλικού πλοίου που τους μετέφερε. Επέστρεψε τελικά από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ιταλία και Γερμανία τον Αύγουστο του 1945, έπειτα από τρία χρόνια ομηρίας. Τη δεκαετία του ’50 νυμφεύθηκε την Ευμορφία Αξενίδη, αδελφή του ιστορικού της Λάρισας Θεόδωρου Αξενίδη, με την οποία απέκτησε δύο αγόρια. Μεταπολεμικά επί πολλές δεκαετίες και με διάφορους δημοτικούς άρχοντες, υπήρξε διευθυντής του Δημοτικού Ωδείου. Άτομο δημιουργικό, με πλούσια διοικητικά προσόντα, ήπιων τόνων, γνώστης της μουσικής και πρώην καθηγητής θεωρητικών και μουσικός εκτελεστής στο Ωδείο, συνέβαλε σημαντικά στην αναβάθμιση, την πανελλήνια καταξίωση, την κτιριακή υποδομή και την εν γένει οργάνωσή του. Το 1935 ο Βάσος Κυλικάς έγραψε μια σύντομη μελέτη με τίτλο «Η μουσική κίνηση της Λάρισας από το 1881 μέχρι σήμερα». Καταλαμβάνει 25 χειρόγραφες σελίδες και γράφηκε για τις ανάγκες του ειδικού εορταστικού Λευκώματος που κυκλοφόρησε η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των Θεσσαλών στην Αθήνα το 1935 για τα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Μνημειακός είναι ο Σχολικός Κανονισμός, τον οποίο συνέθεσε και εν συνεχεία ψηφίσθηκε από τη Διοικούσα Επιτροπή του Δημοτικού Ωδείου με την υπ’ αριθμ. 219/9 απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 1960 και τυπώθηκε την ίδια χρονιά σε καλαίσθητο τεύχος από το τυπογραφείο των Αδελφών Αθαν. Ανδρέου.
Ο Χρήστος Παντοστόπουλος ήταν ένα από τα έξι τέκνα του ζωγράφου-φωτογράφου Ιωάννη Παντοστόπουλου. Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1897, αλλά δεν συγκινήθηκε από την επαγγελματική επιτυχία στη φωτογραφική τέχνη και την κοινωνική καταξίωση που είχε ο πατέρας του και ακολούθησε άλλο επάγγελμα. Σπούδασε στο «Οδοντιατρικόν Σχολείον» του Πανεπιστημίου Αθηνών [1], αποφοίτησε τον Οκτώβριο του 1923 και εργάσθηκε επαγγελματικά στη Λάρισα. Το οδοντιατρείο του το εγκατέστησε στην ιδιωτική τους κατοικία, η οποία βρισκόταν στη γωνία των οδών Κούμα και Παναγούλη, απέναντι από το κινηματοθέατρο «Πάλλας», στους ίδιους χώρους όπου είχε το φωτογραφικό εργαστήριο ο πατέρας του. Ήταν μια ευρύχωρη μονοκατοικία, της οποίας η κυρία είσοδος ήταν επί της οδού Παναγούλη [2]. Ο Χρήστος Παντοστόπουλος εκτός από την επιστήμη του, επιδόθηκε με ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική, την οποία μελέτησε θεωρητικά. Υπήρξε επί σειρά ετών μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, συμμετείχε κατά καιρούς σε διάφορες εκδηλώσεις με μουσικά σχήματα του Ωδείου (ο ίδιος ήταν εξαιρετικός τενόρος), δημοσίευε στις τοπικές εφημερίδες κριτική μουσικών εκδηλώσεων, ρεσιτάλ, συναυλιών, κ.λπ. και γενικά πρωτοστατούσε σε κάθε μουσική εκδήλωση της πόλης τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά, μέχρι και τον θάνατό του. Συνταξιοδοτήθηκε το 1964 και πέθανε το 1974.

————————————————
[1]. Μπαρμπής Βοζαλής, Πορτραίτα πρωτοπόρων οδοντιάτρων της Λάρισας, Λάρισα (2006), σελ. 11. Δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί ως ιδιαίτερη Σχολή η Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Οικία οικογένειας Παντοστόπουλου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 12ης Νοεμβρίου 2017.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

 

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Οι Κύκλωπες


Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα

 

Οι Κύκλωπες ήταν μυθικά ανθρωποειδή όντα της ελληνικής και, διά μιμητισμού, της ρωμαϊκής Μυθολογίας. Εμφανίζονται με ένα μόνο μάτι στη μέση του μετώπου. Άλλωστε και ετυμολογικώς η λέξη Κύκλωπας [Κύκλωψ], προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων κύκλος και όψις [< οφθαλμός] και ορίζει κάποιο ον με ένα μόνο μάτι στο πρόσωπο.

 

ΣΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ: Η πρώτη ομάδα Κυκλώπων αφορά έναν λαό τερατόμορφων ανθρώπων, που ήταν παιδιά του Ποσειδώνα. Αναφέρονται στην ομηρική Οδύσσεια, όπου και παρουσιάζονται ως κάτοικοι σπηλαίων κάποιας νήσου κοντά στη Σικελία [είτε στην ίδια τη Σικελία]. Ο Όμηρος ονομάζει το νησί αυτό Θρινακία. Άγριοι, χωρίς κάποια στοιχεία πολιτισμού και κοινωνικής οργάνωσης, εξόντωναν και έτρωγαν όσους πλησίαζαν στην περιοχή τους. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, κατά τις περιπλανήσεις τους στην επιστροφή από την Τροία, προσορμίστηκαν στην ακτή τους και, ψάχνοντας για τρόφιμα και καταφύγιο, εγκλωβίστηκαν στη σπηλιά του ισχυρότερου εξ αυτών, του Πολύφημου.

 

Ο ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ: Ο Πολύφημος [Οδύσσεια: ι 187-555], ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Νύμφης Θόωσας. Εκτός από την Οδύσσεια, ο Κύκλωπας αυτός εμφανίζεται και σε βουκολικό ποίημα του Θεόκριτου [ελληνιστικά χρόνια], εδώ όμως ως καλοκάγαθος βοσκός, του οποίου περιγράφονται οι έρωτες με τη Γαλάτεια, μια Νηρηίδα. Ο Πολύφημος ζούσε από τα πρόβατά του, αλλά, κατά τον Όμηρο, ήταν φοβερός γίγαντας και ο αγριότερος από τους Κύκλωπες. Αιχμαλώτισε στη σπηλιά του τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, τους οποίους άρχισε να τρώει τον ένα μετά τον άλλο, έξι συνολικά, ώσπου ο Οδυσσέας, αφού τον αποκοίμισε με άφθονο κρασί, τον τύφλωσε με ένα πυρωμένο παλούκι. Ο Πολύφημος τότε δεν μπόρεσε να βρει ψαχουλεύοντας, στα τυφλά, ούτε αυτόν, ούτε κάποιον άλλον από τους συντρόφους του που απέμειναν. Την επόμενη από την τύφλωση του Κύκλωπα μέρα, ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του κατάφεραν να αποδράσουν κρεμασμένοι από τις κοιλιές των (επίσης γιγάντιων) προβάτων του Πολύφημου. Την τύφλωση του γιου του εκδικήθηκε αργότερα πολλαπλά ο Ποσειδώνας με τις τρικυμίες που επεφύλαξε στον Οδυσσέα και τους άνδρες του στις επόμενες περιπλανήσεις τους.

ΑΛΛΟΙ ΚΥΚΛΩΠΕΣ: Μια δεύτερη κατηγορία Κυκλώπων αφορά στην τριάδα των τερατόμορφων θεοτήτων που εμφανίζονται στη Θεογονία του Ησιόδου. Αν και έχουν τη μορφή των ομηρικών κυκλώπων, διαφοροποιούνται από αυτούς. Οι Κύκλωπες αυτοί ήταν παιδιά του Ουρανού και της Γαίας. Τα ονόματά τους, Άργης, Στερόπης, Βρόντης, μαρτυρούν θεότητες της φύσης: Βρόντης είναι η βροντή, Στερόπης από τη λέξη αστεροπή που σημαίνει αστραπή, Άργης σημαίνει λευκός και υποδηλώνει τον κεραυνό από τη λευκή του λάμψη. Ο Ουρανός τους έδεσε και τους έριξε στον Τάρταρο, τόπο σκοτεινό στον Άδη, που απέχει από την επιφάνεια της γης τόσο όσο η γη από τον ουρανό και όπου οι διάφορες θεϊκές γενιές φυλάκισαν διαδοχικά τους αντιπάλους τους. Στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων, η Γη προφήτεψε στον Δία ότι θα νικήσει, αν έχει μαζί του συμμάχους αυτούς που ήταν φυλακισμένοι στον Τάρταρο. Αυτός τους ελευθέρωσε και οι Κύκλωπες χάρισαν τα δώρα τους στους νέους θεούς, με τα οποία νίκησαν στην περίφημη Τιτανομαχία. Μάλιστα η μυθική παράδοση διασώζει πως οι ολύμπιοι θεοί κατανίκησαν τους Τιτάνες χάρη στα πολεμικά όπλα (τον κεραυνό, την βροντή και άλλα) που κατασκεύασαν οι Κύκλωπες υπό την επίβλεψη του Ηφαίστου μέσα στην Αίτνα. Όταν ο Δίας ήρθε στην εξουσία, ανέθεσε στους Κύκλωπες τη φύλαξη των Τιτάνων στα Τάρταρα, ενώ αυτοί ως ανταπόδοση τού χάρισαν τον κεραυνό και την βροντή, που από τότε θεωρούνται σήματα κατατεθέντα του Δία. Η μυθική παράδοση προσθέτει ακόμη πως οι Κύκλωπες κατασκεύασαν το πρώτο κυνηγετικό τόξο, το οποίο χάρισαν στην Άρτεμη. Τους Κύκλωπες αυτούς σκότωσε ο Απόλλων για να εκδικηθεί τον Δία για τον θάνατο του Ασκληπιού. Ο Ασκληπιός, γιος του Απόλλωνα, είχε επαναφέρει στην ζωή πολλούς νεκρούς χάρη στις ιαματικές του ικανότητες και γι΄αυτό ο Δίας για τιμωρία τον είχε σκότωσε δια κεραυνοβολισμού.

ΟΙ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΥΚΛΩΠΕΣ: Μια τρίτη κατηγορία Κυκλώπων αφορά έναν λαό γιγάντιων ανθρώπων στους οποίους οι Έλληνες της κλασσικής εποχής απέδιδαν την κτίση των γιγάντιων τειχών που υπολείμματα τους διατηρούνταν σε πολλές περιοχές της χώρας. Πρόκειται για τα τείχη που είχαν κτιστεί στην ακμή της Μυκηναϊκής περιόδου. Ο Στράβων, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι οι Κύκλωπες ήρθαν από τη Λυκία [Νότια Μ. Ασία], και έφτιαξαν τα τείχη και άλλες γιγαντιαίες κατασκευές στην Τίρυνθα και τις Μυκήνες, γνωστές σήμερα με την ονομασία Κυκλώπεια τείχη.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΚρουσίου: «Λεξικόν Ομηρικόν», διασκευή από την 6η γερμανική έκδ. υπό Ι. Πανταζίδου, έκδοση «Βιβλιεκδοτικά καταστήματα Αναστασίου Δ. Φέξη», Αθήνα 1901, σ. 750

Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969

Όμηρος, Ιλιάδα. Ησίοδος, Θεογονία.

Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

 

Αίτια σύγκρουσης των αυτοκρατοριών Μυκηνών-Τροίας, γιατί έγινε ο Τρωικός;



Ως το 1300 π.Χ. περίπου οι Μυκηναίοι είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν μια αυτοκρατορία, έχοντας υπό τον έλεγχο τους το εμπόριο της Μεσογείου. Τότε όμως (γύρω στο 1274 π.Χ.) συνέβη ένα κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονός, η μάχη του Καντές. Στην μάχη αυτή συγκρούστηκαν Αιγύπτιοι και Χετταίοι. Η μάχη έληξε τελικά μάλλον ισόπαλη, με πολλές απώλειες και για τους δύο αντιμαχόμενους. Τακτικά επικράτησαν οι Χετταίοι, αλλά στρατηγικά νικητές ήσαν οι Αιγύπτιοι, οι οποίοι κατόρθωσαν να σταματήσουν την χιττιτική επέκταση στην Συρία.

Την ίδια ώρα η αποτυχία άρχισε να προκαλεί τριγμούς στην πολυεθνική Χιττιτική Αυτοκρατορία. Το χιττιτικό κράτος περιορίστηκε σταδιακά στα κεντρικά υψίπεδα της Μικράς Ασίας και της Αρμενίας, ώσπου υπέκυψε εντελώς στους Ασσύριους, μερικούς αιώνες αργότερα. Στο δυτικό άκρο της Μικράς Ασίας δημιουργήθηκαν δύο κρατικά μορφώματα, αυτό της Ασσούβα (Αssuwa) στον Βορρά και αυτό της Αρζάβα (Αrzawa) στον Νότο. Έχοντας ξεφύγει από την «κηδεμονία» των Χετταίων, τα δύο αυτά κράτη ή συνομοσπονδίες κρατών, αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν σε ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, αμφισβητώντας τα πρωτεία των Αχαιών στο Αιγαίου.

Σταδιακά το βόρειο κράτος της Ασσούβα κατέστη το κέντρο της δυτικής μικρασιατικής συνομοσπονδίας. Πρωτεύουσα της δε αναγνωρίστηκε Τροία, το ομηρικό Ίλιον. Από τη θέση της η Τροία ήλεγχε μερικούς από τους σημαντικότερους εμπορικούς δρόμους της εποχής, με αποτέλεσμα γρήγορα να μεταβλήθηκε σε ισχυρή μητρόπολη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Σταδιακά η επιρροή της επεκτάθηκε και στην ευρωπαϊκή ακτή. Οι Κίκονες και οι Παίονες – θρακικά φύλα – εμφανίζονται στα Έπη ως σύμμαχοι των Τρώων.

Ο Ηρόδοτος μάλιστα στο Ζ βιβλίο του αναφέρει, συγκρίνοντας την εκστρατεία του Ξέρξη με αντίστοιχη των Τρώων, ότι οι τελευταίοι όχι μόνο είχαν επεκτείνει την επιρροή τους στην Ευρώπη, αλλά είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους και ολόκληρη τη Θράκη και τη Μακεδονία και είχαν φθάσει ως το Ιόνιο Πέλαγος. Με τον τρόπο αυτό οι Αχαιοί αποκλείονταν ακόμα και από τους χερσαίους εμπορικούς δρόμους προς Βορρά και απειλούντο με οικονομική ασφυξία. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως μια τέτοια κατάσταση δεν ήταν δυνατό να γίνει ανεκτή από την ισχυρή Μυκηναϊκή Αυτοκρατορία. Οι Μυκηναίοι άνακτες – τοπάρχες στην πραγματικότητα – στάθηκαν στο πλευρό του αυτοκράτορα Αγαμέμνονα και επετέθησαν κατά των ομοφύλων τους. Ένας από τους μεγαλύτερους και πλέον αιματηρούς εμφυλίους πολέμους μόλις άρχιζε.

Οι Μυκήνες και η Τροία, οι δύο μεγάλες αντίπαλες πόλεις, ως άλλη Αθήνα και Σπάρτη, έζησαν βίους παράλληλους. Και οι δύο για ένα διάστημα θεωρούνται τόποι μυθολογικοί, υπαρκτοί μόνο στη φαντασία του Ομήρου. Η επιμονή ορισμένων ρομαντικών όμως τις έφερε και πάλι στο φως, τις ανέστησε στο μεγάλο βιβλίο της Ιστορίας. Οι δύο πόλεις κτίστηκαν περίπου την ίδια εποχή, με την Τροία να εμφανίζεται λίγο γηραιότερη. Η Τροία σύμφωνα με τον διάσημο αρχαιολόγο Μπλέγκεν ιδρύθηκε το 3200 π.Χ. Όλα δε τα αρχαιολογικά τεκμήρια συντείνουν στην αποδοχή της άποψης ότι ιδρύθηκε από Λήμνιους αποίκους, από την περίφημη Πολιόχνη. Αντίστοιχα οι Μυκήνες, τα ίχνη της πρώτης κατοίκησης στις οποίες χρονολογούντο γύρω στο 3000 π.Χ.

Αποκρυπτοφραφώντας τον θρύλο

Ύστερα από την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρι, η οποία προφανώς φανερώνει την διενέργεια ναυτικής επιδρομής των Τρώων κατά της Λακωνίας και τα γνωστά επεισόδια που ακολούθησαν, οι Αχαιοί εκστράτευσαν κατά της Τροίας. Συγκέντρωσαν τον στόλο και τον στρατό τους στην Αυλίδα, απέναντι από την Εύβοια και από εκεί κίνησαν για το κάστρο του Πριάμου. Ο μύθος δεν αναφέρει τίποτα για τον πλου, εκτός του επεισοδίου του Φιλοκτήτη. Κατόπιν οι Αχαιοί έφτασαν στις τρωικές ακτές και με πρώτο τον Πρωτεσίλαο (τον πρώτο του «λαού», δηλαδή του στρατού;), αποβιβάστηκαν στην ακτή. Σύμφωνα με την προφητεία ο πρώτος Αχαιός που θα πατούσε στην Τρωάδα θα έπεφτε νεκρός.

Ο Πρωτεσίλαος γνώριζε την προφητεία, αλλά παρόλα αυτά αποβιβάστηκε πρώτος και σκοτώθηκε πρώτος, από τους Τρώες, οι οποίοι ανέμεναν τους Αχαιούς, ειδοποιημένοι από τα φυλάκια τους στα γύρω όρη. Αυτά ακριβώς αναφέρονται στα προ της Ιλιάδας Κύπρια Έπη. Όλα τα παραπάνω όμως δεν αποτελούν παρά «λυρική» απόδοση της πραγματικότητος. Η αρπαγή της Ελένης σίγουρα υποδηλώνει τη διενέργεια ναυτικής επιδρομής των Τρώων κατά της νοτίου Ελλάδος, στα πλαίσια ενός γενικευμένου πολέμου, ο όποιος διεξάγονταν ήδη ή απλώς τη διενέργεια μιας πειρατικής επιδρομής η οποία όμως αποτέλεσε την αφορμή, την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής των Αχαιών.

Ο Ηρόδοτος στο Ζ βιβλίο του, συγκρίνει την εκστρατεία του Ξέρξη με μια αντίστοιχη των Τρώων, οι όποιοι έφτασαν να ελέγχουν όλη τη Θράκη, τη Μακεδονία και ίσως και το βόρειο και κεντρικό Αιγαίο. Οι οικονομικά ασφυκτιούντες Αχαιοί, θα πρέπει να θεωρείτε δεδομένο ότι αντέδρασαν στην εξάπλωση αυτή των οικονομικών εχθρών τους – όλοι οι πόλεμοι άλλωστε κρύβουν πίσω τους και ένα οικονομικό κίνητρο. Οι πρώτες μάχες του, ακήρυκτου ίσως έως τότε, πολέμου σίγουρα δόθηκαν στη θάλασσα.

Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, αφού και οι δύο αντίπαλοι συνασπισμοί διέθεταν ισχυρό ναυτικό. Οι Τρώες, σε αυτή την προπαρασκευαστική φάση, μάλλον θα επιχειρούσαν να αποκλείσουν τους αντιπάλους τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ οι Αχαιοί με τη σειρά τους θα επιχειρούσαν να διασπάσουν τον αποκλεισμό, να συγκρουστούν κατά θάλασσα με τους αντιπάλους τους και να εκμεταλλευθούν ενδεχόμενη νίκη τους περιορίζοντας τους Τρώες στην Μικρασιατική χερσόνησο και μεταφέροντας τον πόλεμο στην «έδρα» του αντιπάλου.

Οι Μυκηναίοι φαίνεται ότι πράγματι εξήλθαν νικητές από τις ναυτικές συγκρούσεις και ότι κατόρθωσαν να ανακτήσουν τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου, αλλά όχι και των στενών του Ελλησπόντου. Τόσο η Άβυδος, όσο και η Σηστός, αποτέλεσαν, βάση των αρχαίων πηγών, ανεφοδιαστικά κέντρα των δυνάμεων της Τροίας, μέσω των οποίων έφταναν στην πόλι εφόδια αλλά και ενισχύσεις – θρακικά συμμαχικά αποσπάσματα.

Το παραπάνω συμπέρασμα εξάγεται, με σχετική πάντα ασφάλεια, εκ του γεγονότος ότι οι Τρώες αν και φέρονται να διαθέτουν ισχυρό ναυτικό, εντούτοις δεν έπραξαν το παραμικρό για να αναχαιτίσουν την αχαϊκή αρμάδα έξω από τα παράλια τους. Ακόμα και ο αρχιναυπηγός τους, ο Φέρεκλος, εμφανίζεται στην Ιλιάδα να πολεμά και να πέφτει ως απλός πεζός. Αλλά και ο Έκτωρ εμφανίζεται από τον Όμηρο, σε αρκετά χωρία του Έπους, να αναπολεί τις παλαιές καλές εποχές που τα τρωικά πλοία διέχιζαν τις θάλασσες.

«…Ε λοιπόν τέτοιος είσαι, με παντοπόρες νήες πως στον πόντο έπλευσες εταίρους πιστούς μαζεύοντας, και σμίγοντας με αλλοδαπούς γυναίκα ευειδή μετέφερες από μακρινή γη, νύφη ανδρών αιχμομάχων…» (Γ 46-49, μτφ Κ.Δούκας). Επίσης ενδεικτικό της πολιορκίας είναι και το απόσπασμα όπου ο Έκτωρ παραπονήται για την παράταση του πολέμου, που είχε ως αποτέλεσμα να την πώληση πολυτίμων αντικειμένων: «Γιατί πριν του Πριάμου την πόλιν οι θνητοί άνθρωποι πάντες πολύχρυση και πολύχαλκη την απεκάλουν. Τώρα απωλέσθησαν από τους δόμους κειμήλια καλά, πολλά δε στην Φρυγία και την ωραία Μαιονία επήγαν πουλημένα…» (Σ 288-292, μτφ. Κ.Δούκας)

Αυτά αναφωνεί ο μέγας Έκτωρ, προς τον δειλό αδερφό του Πάρι, όταν ο τελευταίος φοβήθηκε να αντιμετωπίσει τον Μενέλαο και στον Πολυδάμαντα. Οι Τρώες λοιπόν δεν επιχείρησαν να αναχαιτίσουν την αχαϊκή αρμάδα γιατί κατά πάσα πιθανότητα ο στόλος τους είχε καταστραφεί πριν. Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι ούτε στον Κατάλογο των Πλοίων, ούτε πουθενά αλλού, δεν αναφέρονται αποσπάσματα από τις Κυκλάδες ή τις λοιπές νήσους του Αιγαίου – πλην της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Το στοιχείο αυτό οδηγεί σε δύο πιθανά συμπεράσματα.

Είτε ότι τα νησιά του Αιγαίου είχαν συνταχθεί με τους Τρώωες και οι στρατοί και οι στόλοι τους καταστράφηκαν από τους Αχαιούς, πριν την εισβολή τους στην Τρωάδα, είτε ότι, μερικές τουλάχιστον από τις νήσους αυτές, βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Κρήτης, ή άλλων Αχαιών ανάκτων. Το γεγονός ότι προηγήθηκαν επιχειρήσεις, ακόμα και στη Μικρά Ασία, της αποβάσεως στην Τρωάδα, είναι πλέον ξεκάθαρο. Τόσο τα Κύπρια Έπη, όσο και χωρία της Ιλιάδας, κάνουν λόγο για αυτές. Εκεί αναφέρεται η εκστρατεία των Αχαιών στην Τευθρανία (Μυσία), πριν τα τρωικά, αλλά και η αναφορά του Αχιλλέως στα προ της εκστρατείας γεγονότα – «Με τα καράβια κάστρα δώδεκα πάτησα ατός μου, κι έντεκα λέω πεζός, διαβαίνοντας στην καρπερή Τρωάδα» (Ζ 328-329 μτφ. Καζαντζάκης – Κακριδής).

Άλλα χωρία των επών κάνουν λόγο για την κατάληψη της Λήμνου, της Τενέδου και της Ίμβρου από τους Αχαιούς. Στην Τένεδο δαγκώθηκε από φίδι ο Φιλοκτήτης και στη Λήμνο, προκεχωρημένη επιμελητειακή βάση των Αχαιών, εγκαταλείφθηκε. Στην Τένεδο επίσης καλύφθηκε ο μυκηναϊκός στόλος μετά την προσποιητή του αναχώρηση από την Τροία. Η Λέσβος επίσης κατελήφθη από τους Αχαιούς πριν την απόβαση στην Τρωάδα. Αυτό επιβεβαιώνεται από ένα ακόμα χωρίο της Ιλιάδος, όπου ο Αγαμέμνων προσέφερε στον Αχιλλέα «επτά όμορφες αιχμάλωτες Λεσβίδες» (Ι 128-130). Μετά την ανάκτηση της ναυτικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, οι Αχαιοί, είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεση τους για να προπαρασκευαστούν και να κινήσουν για την Τροία. Οι Τρώες με τον στόλο τους κατεστραμμένο δεν ήταν σε θέση παρά να τους αναμένουν.

 

Θερμοπύλες 279 π.Χ. Κάλλιπος ο Αθηναίος… Έλληνες αφανίζουν βαρβάρους

Ο ιστορικός τόπος των Θερμοπυλών κατέστη πεδίο μάχης όχι μόνο στη διάσημη σύγκρουση του 480 π.Χ. αλλά αρκετές ακόμα φορές στην ιστορία, με τελευταία αυτή του 1941. Ωστόσο ιδιάζουσα σημασία έχει η μάχη των Θερμοπυλών του 279 π.Χ. όταν και πάλι οι συνασπισμένοι Έλληνες έσωσαν την πατρίδα από τους βαρβάρους που εισέβαλαν. Έχοντας περάσει από τη Μακεδονία τα γαλατικά βαρβαρικά στίφη του Βρέννου εισέβαλαν στη νότια Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Παυσανία ο Βρέννος διέθετε 152.000 πεζούς, 20.400 ιππείς και ακόμα 40.800 έφιππους ακολούθους αυτών. Φυσικά σύγχρονοι, ξένοι κυρίως, ιστορικοί, αμφισβητούν αυτούς τους αριθμούς και κατεβάζουν, αυθαίρετα, τον αριθμό των ανδρών του Βρέννου.

Απέναντι στο τεράστιο αυτό πλήθος οι Έλληνες παρέταξαν τις εξής δυνάμεις: 10.000 πεζοί και 500 ιππείς Βοιωτοί υπό τους Κηφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσανδρο, 3.000 πεζοί και 500 ιππείς Φωκείς υπό τους Κριτόβουλο και Αντίοχο, 700 Λοκροί πεζοί, 400 οπλίτες Μεγαρείς, υπό τον Ιππόνικο και το σύνολο του στρατού των Αιτωλών – περίπου 7.790 άνδρες πεζοί και άγνωστος αριθμός ιππέων – υπό τους Πολύαρχο, Πολύφρωνα και Λακράτη. Τέλος οι Αθηναίοι συμμετείχαν με τον στόλο τους και με ένα σώμα 1.000 πεζών και 500 ιππέων, υπό τον στρατηγό Κάλλιπο που ανέλαβε και τη γενική διοίκηση, ενώ υπήρχαν ακόμα και 500 Μακεδόνες και 500 που έστειλε ο Σελευκίδης βασιλιάς Αντίοχος.

Η σύγκρουση στις Θερμοπύλες

Οι Έλληνες έστειλαν το σύνολο του ιππικού τους και 1.000 ελαφρά οπλισμένους ψιλούς να καλύψουν το πέρασμα στον ποταμό Σπερχειό ώστε να καθυστερήσουν οι Βάρβαροι. Ωστόσο ο Βρέννος έστειλε 10.000 άνδρες του κατά των λίγων αυτών Ελλήνων υποχρεώνοντάς τους να αποσυρθούν στην τοποθεσία των Θερμοπυλών. Ο Βρέννος υποχρέωσε τότε τους κατοίκους της περιοχής να ξανακτίσουν τις γέφυρες που οι Έλληνες είχαν καταστρέψει και μέσω αυτών η στρατιά του πέρασε στο σύνολό της τον Σπερχειό. Οι Γαλάτες αφού λεηλάτησαν την περιοχή και σκότωσαν όσους Έλληνες βρήκαν μπροστά τους κινήθηκαν προς την πόλη Ηράκλεια, την οποία όμως δεν κατέλαβαν.

Την επομένη οι Γαλάτες έφτασαν ενώπιον των συνασπισμένων Ελλήνων στην ιερή τοποθεσία των Θερμοπυλών και αμέσως επιτέθηκαν με φανατισμό, αλλά ασύντακτα, εκβάλλοντας φοβερές πολεμικές ιαχές. Οι Έλληνες τους περίμεναν σε σχηματισμό φάλαγγας, σε απόλυτη σιγή. Οι Έλληνες ψιλοί υποστήριζαν τους βαριά οπλισμένους βάλλοντας κατά του εχθρικού πλήθους τόξα και σφενδόνες και εκτοξεύοντας ακόντια. Το ιππικό αμφοτέρων των αντιπάλων δεν πολέμησε λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα Φωκικά του.

Οι Γαλάτες υστερούσαν σε οπλισμό των Ελλήνων καθώς οι ασπίδες τους ούτε επαρκή προστασία τους παρείχαν, ούτε τη δυνατότητα συνασπισμού, αλλά μάχονταν φανατικά, εκτοξεύοντας πρώτα ακόντια και κατόπιν εφορμώντας με τις μακριές τους σπάθες. Πολεμούσαν φανατισμένα, φτάνοντας στο σημείο να αφαιρούν από τα σώματά τους τα βέλη και τα ακόντια που τους είχαν τρυπήσει και ρίχνοντάς τα πίσω στους Έλληνες.

Στο μεταξύ τα αθηναϊκά πλοία είχαν πλησιάσει όσο περισσότερο μπορούσαν στην ακτή και οι επιβάτες τους έπλητταν τους Γαλάτες με κάθε διαθέσιμο εκηβόλο όπλο. Ύστερα από σειρά άγριων επιθέσεων που τους στοίχησαν ποταμούς αίματος, οι Γαλάτες υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν ενώπιον της ακατάβλητης ισχύος της των Ελλήνων φάλαγγας. Υποχώρησαν μάλιστα τόσο άτακτα που πολλοί ποδοπατήθηκαν από τους συμπολεμιστές τους και είχαν φρικτό τέλος. Άλλοι έπεσαν στα γύρω έλη και χάθηκαν επίσης. Από τους Έλληνες διακρίθηκαν κυρίως οι Αθηναίοι. Γενναιότερος όλων αναδείχθηκε ο νεαρός Κυδίας που έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Μαζί με τον Κυδία σκοτώθηκαν άλλοι 39 μόλις Έλληνες έναντι χιλιάδων βαρβάρων. Οι ακριβείς απώλειες των Γαλατών δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθούν, πάντως.

Αιμοπότες βάρβαροι

Επτά ημέρες μετά την μάχη γαλατικό τμήμα επιχείρησε να ανέβει το όρος Οίτη αλλά αποκρούστηκε από τους Έλληνες υπό τον Τελέσαρχο, ο οποίος όμως έπεσε στη μάχη. Ενώπιον του αδιεξόδου ο Βρέννος απέσπασε ένα σώμα 40.000 ανδρών υπό τους Ορεστόριο και Κομβούτι το οποίο διέταξε να επιτεθεί στη γη των Αιτωλών ώστε αυτοί να υποχρεωθούν να υποχωρήσουν από τις Θερμοπύλες εξασθενώντας τις ελληνικές δυνάμεις.

Οι Γαλάτες, πραγματικοί βάρβαροι, κατέλαβαν την μικρή πόλη Κάλλιον. Το τι εγκλήματα διέπραξαν εκεί δεν μπορεί να τα προφέρει ανθρώπου γλώσσα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι βάρβαροι σκότωσαν όλους τους άρρενες, μέχρι και τα νήπια. Οι γυναίκες, όσες πρόλαβαν αυτοκτόνησαν. Οι άλλες πέθαναν με φρικτό τρόπο βιαζόμενες κατ’ εξακολούθηση με κάθε δυνατό τρόπο. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι Γαλάτες έπιναν αίμα παιδιών και ασελγούσαν ακόμα και σε νεκρές ή ετοιμοθάνατες γυναίκες.

Μετά από αυτό οι Αιτωλοί πράγματι υποχώρησαν από τις Θερμοπύλες και αφού συγκέντρωσαν ακόμα και τους γέρους, τις γυναίκες και τα παιδιά επιτέθηκαν στους βαρβάρους στη θέση «Κοκκάλια» (Παλαιοχώρι Τυμφρηστού) και τους αφάνισαν. Πάνω από 20.000 Γαλάτες τεμαχίστηκαν από τους διψώντες εκδίκηση Έλληνες. Οι υπόλοιποι βάρβαροι ταπεινωμένοι ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Βρέννου.

Στο μεταξύ ο Βρένος πληροφορήθηκε την ύπαρξη του μονοπατιού από το οποίο πέρασαν και οι Πέρσες το 480 π.Χ. και κινήθηκε προς περικύκλωση των Ελλήνων στις Θερμοπύλες. Οι Φωκείς που και πάλι φρουρούσαν το πέρασμα πολέμησαν ηρωικά, αλλά δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν το πλήθος των εχθρών, έτσι αποσύρθηκαν προς τα κάτω, ειδοποιώντας τους άλλους Έλληνες στις Θερμοπύλες. Έτσι ο συνασπισμένος ελληνικός στρατός επιβιβάστηκε στα πλοία των Αθηναίων και απομακρύνθηκε με ασφάλεια, χωρίς απώλειες.

Οι Γαλάτες του Βρέννου συνέχισαν τότε την πορεία τους προς τους Δελφούς με σκοπό να λεηλατήσουν το ιερό. Εκεί όμως οι Γαλάτες έπαθαν τρομακτική καταστροφή από τους Φωκείς που με αρχηγό τον γενναίο Αλεξίμαχο, που έπεσε μαχόμενος, έχοντας στρώσει γύρω του ένα στρώμα από Γαλάτες νεκρούς, τους εξόντωσαν, αφού ελισσόμενοι βρέθηκαν στα νώτα των πανικόβλητων Γαλατών. Όταν έπεσε η νύκτα οι Έλληνες εξαπέλυσαν και νέα επίθεση με αποτέλεσμα το απόλυτο πανικό στο γαλατικό στρατό. Οι Βάρβαροι, μέσα στο σκοτάδι, άρχισαν να σφάζονται μεταξύ τους. Αργότερα σε βοήθεια των Φωκέων έσπευσαν και οι Αθηναίοι και οι Βοιωτοί. Οι Γαλάτες αφανίστηκαν. Ο Παυσανίας περιγράφει διάφορα “θεϊκά φαινόμενα” που συνέβησαν στους Δελφούς.

Ο Παυσανίας αναφέρει πως στη Φωκίδα χάθηκαν 36.000 βάρβαροι. Στο μεταξύ οι Αιτωλοί, μετά την νίκη τους στα Κοκκάλια είχαν επιτεθεί στο γαλατικό τμήμα, υπό τον Ακιχώριο, που βρισκόταν στην περιοχή των Θερμοπυλών.
Ύστερα από τόσα πλήγματα οι Γαλάτες τράπηκαν σε γενική φυγή, ο δε αρχηγός τους Βρέννος αυτοκτόνησε. Καταδιωκόμενοι όμως από τους Αιτωλούς, αλλά και τους Θεσσαλούς και τους Μαλιείς, οι Γαλάτες υπέστησαν νέα καταστροφή. Ελάχιστοι βάρβαροι ξέφυγαν.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

 

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Sir Ignatius Valentine Chirol (1852-1929)

Εντυπώσεις από τη Θεσσαλία το φθινόπωρο του 1880 (B’ μέρος)


Η Λάρισα στα μέσα του 19ου αιώνα. Πανδώρα (Αθήνα), φ. 83 (1.9.1853), σ. 274. © Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου ΚύπρουΗ Λάρισα στα μέσα του 19ου αιώνα. Πανδώρα (Αθήνα), φ. 83 (1.9.1853), σ. 274. © Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κύπρου

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Συνεχίζουμε την παράθεση των εντυπώσεων του Βρετανού δημοσιογράφου, συγγραφέα, ιστορικού και διπλωμάτη Sir Ignatius Valentine Chirol (1852-1929) από το ταξίδι που πραγματοποίησε στη Θεσσαλία το φθινόπωρο του 1880 [1].
«Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας [από τον Βόλο] για τη Λάρισα, εισερχόμαστε στον απέραντο άδενδρο Θεσσαλικό κάμπο, που απλώνεται μακριά από τους πρόποδες του Πηλίου και της Όσσας και σε μεγάλη απόσταση από τα υψώματα των Τρικάλων.

Περάσαμε από μερικά άθλια χωριά, από μερικά τσιφλίκια, ανάμεσα από χωράφια τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονταν σε αγρανάπαυση και από ένα μεγάλο έλος. Η άμαξα τρανταζόταν για έξι περίπου ώρες, ώσπου από μακριά διακρίναμε τους μιναρέδες της Λάρισας, η οποία φαινόταν σαν φάντασμα καθώς προχωρούσαμε […]. Τα τρία άλογα που οδηγούσαν τη ζαλισμένη άμαξα, ξεπήδησαν απότομα και αυτή άρχισε να κυλάει μέσα στις λάσπες του αναχώματος που σχημάτιζε την είσοδο της Λάρισας. Περάσαμε ανάμεσα από σπίτια φτιαγμένα από λάσπη, δίπλα από τους λασπωμένους και δαιδαλώδεις δρόμους της Θεσσαλικής πρωτεύουσας.
Φθάνοντας στη Λάρισα δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να μας ανταμείψουν από το κουραστικό ταξίδι μας στη πρωτεύουσα της Θεσσαλίας. Ένα περιμετρικό χαμηλό τείχος με επάλξεις κατασκευασμένες από λάσπη, πολλά χαμόσπιτα, μερικά ασβεστωμένα κτίρια, οι στρατώνες, το κονάκι (διοικητήριο) και πολλά τζαμιά που υψώνονται μέσα από μία κίτρινη και χωρίς δένδρα πεδιάδα, η Λάρισα δεν θυμίζει τίποτα περισσότερο, παρά μία αραβική πόλη της Άνω Αιγύπτου που το μόνο πράγμα που της λείπει είναι οι φοίνικες και η μαγεία του κλίματός της. Αυτό που κάνει αυτήν την ομοιότητα ακόμα πιο εντυπωσιακή, ήταν μερικές ομάδες νέγρων που κάθονταν οκλαδόν γύρω από τον δρόμο, λίγο έξω από την πύλη από την οποία εισήλθαμε στην πόλη. Ήταν Παρασκευή απόγευμα και ο μαύρος λαός της Λάρισας είχε βγει για να απολαύσει τον φθινοπωρινό ήλιο. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα, ραμμένα από φανταχτερά αγγλικά υφάσματα από το Μάντσεστερ […]. Στη Λάρισα διαμένουν σμήνη από νέγρους, που είναι παιδιά και εγγόνια απελευθερωμένων σκλάβων. Πολλούς τους έφεραν εδώ ως σκλάβους, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς εξαγόρασαν την ελευθερία τους ή τη διεκδίκησαν τα περασμένα χρόνια από τις Οθωμανικές αρχές και τους ξένους προξένους, σύμφωνα με τις υπογραφείσες συνθήκες και την πρόσφατη νομοθεσία κατά του δουλεμπορίου. Εν τούτοις δεν είναι λίγοι εκείνοι που ακόμα διατελούν υπό καθεστώς δουλείας.
Αλλά είναι δίκαιο να πούμε ότι η Λάρισα δεν υστερεί σε κάτι, αν εξαιρέσουμε τους δρόμους του Βόλου ή της Θεσσαλονίκης. Όπως και σε άλλες παρόμοιες πόλεις της Ανατολής, η σύγχρονη συνοικία της Λάρισας βρίσκεται στη δυτική της πλευρά. Σε αυτήν ο Πηνειός με τα αβαθή και πράσινα νερά του, κυλά νωχελικά κάτω από μία βυζαντινή γέφυρα που έχει πέντε όμορφα ανοίγματα. Στις όχθες του αναφύονται μερικά δένδρα, ενώ σε απόσταση από αυτά και πάνω σε έναν μοναχικό λόφο, βρίσκεται ένα παλιό γραφικό τζαμί, σχεδόν δίπλα από τον χριστιανικό καθεδρικό ναό [= Άγιος Αχίλλειος] και το μέγαρο του επισκόπου της Λάρισας. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται δύο ή τρία κυβερνητικά κτίρια και ο γραφικός τετράγωνος πύργος του ρολογιού που είναι κτισμένος κατά τα Λατινικά πρότυπα [2]. Όλα αυτά σχηματίζουν μια επιβλητική ομάδα κτιρίων, από τα οποία μπορεί κανείς να διακρίνει καθαρά και σε μεγάλη απόσταση τη γωνιώδη κορυφή της Όσσας. Εάν επιθυμεί ένας ταξιδιώτης να θυμάται μία εντυπωσιακή εικόνα από τη Λάρισα, δεν έχει παρά να έρθει στη συνοικία αυτή την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Η γνώμη που θα σχηματίσει, θα έρθει σε πλήρη αντίθεση με την απογοητευτική εικόνα που αντικρύζει καθώς περνάει το κατώφλι της πόλης.
Αν εξαιρέσουμε την παραπάνω συνοικία, η Λάρισα είναι γεμάτη με στενούς, δαιδαλώδεις και λασπωμένους δρόμους, με λάκκους και στάσιμα νερά, με βρώμικα ξεχαρβαλωμένα καταστήματα, στις άκρες των οποίων πετιούνται ότι απομένει από τα εμπορεύματα που έρχονται στην πόλη από τις αγορές του Μάντσεστερ και της Βιέννης. Είναι το πιο θλιβερό θέαμα που συναντάει κανείς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας […].
Ωστόσο, η Λάρισα είναι η πρωτεύουσα μίας από πιο πλούσιες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός της κυμαίνεται μεταξύ 20.000 και 25.000 ψυχών. Εδώ διαμένουν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι των Οθωμανών. Η πόλη είναι το εμπορικό κέντρο της Θεσσαλίας, αφού εδώ βρίσκονται μεγάλα συγκροτήματα αποθηκών και εδώ πραγματοποιείται η κεντρική διακίνηση των παραγόμενων σιτηρών όλου του κάμπου. Μεταξύ των κατοίκων της βρίσκονται μερικοί από τους πλουσιότερους ιδιοκτήτες γης σε ολόκληρη την Τουρκία. Ακόμα και στα ταπεινότερα σπίτια υπάρχει ένας βαθμός ευκολίας και άνεσης που θα προκαλούσε φθόνο σε κατοίκους πολλών άλλων χωρών.
Αλλά ο εφιάλτης της άθλιας τουρκικής διακυβέρνησης έχει παραλύσει όλες σχεδόν τις υγιείς δραστηριότητες και έχει υπονομεύσει τα σχέδια για βελτίωση, αφού υπό τις παρούσες συνθήκες, οι τουρκικές αρχές έχουν άλλα πράγματα να σκεφτούνε εκτός από τις μεταρρυθμίσεις και τα δημόσια έργα […]. Κατά τη στιγμή της επίσκεψής μου, οι στρατιωτικές δυνάμεις που διατηρούν οι Τούρκοι στη Θεσσαλία, ήταν μικρότερες σε αριθμό από ότι τους προηγούμενους μήνες. Ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών από τις εφεδρείες έχει απολυθεί, μέσα σε ένα γενικό κλίμα δυσαρέσκειας για την επί σειρά ετών απλήρωτη υπηρεσία τους […]. Στην επαρχία της Θεσσαλίας, η Τουρκία πρέπει να διατηρεί σήμερα, έναν έμπειρο στρατό από 40.000 άνδρες. Αλλά τα πιο σοβαρά ζητήματα τα οποία η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί είναι τα αντίστοιχα οικονομικής και διοικητικής φύσεως.
Όπως προανέφερα, η Θεσσαλία είναι μία από τις πλουσιότερες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Στα καλά χρόνια οι καλλιέργειες σιταριού, κριθαριού, αραβόσιτου και καπνού αντιπροσώπευαν συναλλαγές ύψους ενός εκατομμυρίου στερλινών. Ο φόρος επί του ζωικού κεφαλαίου αποφέρει έσοδα 200.000 λιρών και καθώς οι δαπάνες έχουν περικοπεί στο ελάχιστο, παρατηρείται ένα επιπλέον πλεόνασμα εσόδων της τάξεως των 250.000 λιρών. Παρόλα αυτά, η επαρχία είναι πρακτικά χρεοκοπημένη. Η Κωνσταντινούπολη καταβροχθίζει όλον τον πλούτο της, και της αφήνει μόνο το βάρος των χρεών της».
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Valentine Chirol, Twixt Greek and Turk: or Jottings during a journey through Thessaly, Macedonia, and Epirus, in the autumn of 1880. With frontispiece and map. Edinburgh & London: William Blackwood and Sons, 1881.
[2]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Το ρολόι της Λάρισας: Ιστορική διαδρομή», Ελευθερία (Λάρισα), 17 Σεπτεμβρίου 2014.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

 

ΕΝ ΛΑΡΙΣΣΗ: ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Πλημμύρες στην παλιά Λάρισα


Η μεγάλη πλημμύρα του 1901. Χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο του Λαρισαίου βιβλιοχαρτοπώλη Γεωργίου Βελώνη.

Οι πλημμύρες στη Λάρισα συμβαδίζουν με την μακραίωνη ιστορία της. Κτισμένη στη δεξιά όχθη του Πηνειού, παρακολουθεί τις τύχες του ποταμού που την στολίζει, την θρέφει και μερικές φορές την καταστρέφει. Οι παλαιότερες αναφορές για τις ζημιές που επιφέρουν οι πλημμύρες του ποταμού της στην εύφορη πεδιάδα της Θεσσαλίας εντοπίζονται στον Στράβωνα. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας πολλές ενθυμήσεις στα παράφυλλα και τα περιθώρια των εκκλησιαστικών βιβλίων, γραμμένες κυρίως από ολιγογράμματους μοναχούς και ιερείς, αναφέρονται στις μεγάλες πλημμύρες του Πηνειού, στις σοβαρές καταστροφές που επέφεραν και τα πολλά ανθρώπινα θύματα που θρηνούσε η πόλη.

Σημειώνονταν κατά την διάρκεια του χειμώνα και τους πρώτους μήνες της άνοιξης. Οι πολλές βροχοπτώσεις και το λιώσιμο του χιονιού στα ορεινά της δυτικής Θεσσαλίας οδηγούσαν, μέσω των παραποτάμων, μεγάλες ποσότητες νερού στην κεντρική κοίτη του Πηνειού. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν το ποτάμι να υπερχειλίζει, να καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης και στην πορεία του να σπέρνει την καταστροφή. Στη Λάρισα οι πιο προβληματικές περιοχές ήταν οι περιοχές του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγίου Αθανασίου), του Πέρα μαχαλά και τα Ταμπάκικα, που βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο. Μερικές φορές η πόλη πλημμύριζε και το καλοκαίρι, όταν έπειτα από ραγδαίες νεροποντές, οι χείμαρροι Χασαμπαλιώτης και Νεμπεγλεριώτης οι οποίοι έρχονταν από τους λόφους που βρίσκονται κοντά στην νότια πλευρά της πόλεως, πλημμύριζαν με τα ορμητικά νερά τους τον Παράσχου μαχαλά (συνοικία Αγίου Νικολάου). Γράφει σχετικά ο Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος ο Λαρισσαίος: «Γίνονται κάποτε και το καλοκαίρι κατακλυσμοί από τις μεγάλαις βροχαίς και προκαλούν βλάβην εις τους χαμηλούς τόπους. Όθεν και τα χαμηλά μέρη της Λαρίσσης πολλαίς φοραίς καταποντίζονται […] το πλειότερον κατά τον Παράσχον μαχαλάν[1]».  Όταν μετά από μέρες τα νερά αποσύρονταν, άφηναν πίσω τους εκτεταμένες ζημιές σε οικίες και καταστήματα και αρκετούς νεκρούς.

Μία από τις μεγαλύτερες πλημμύρες, για την  οποία έχουμε άφθονες πληροφορίες από ιστορικούς και από ενθυμήσεις είναι του 1811. Έγινε μήνα Αύγουστο, όταν ξαφνικά ξέσπασε σφοδρή νεροποντή η οποία κράτησε 36 ώρες. Πλημμύρισαν οι χείμαρροι που κατέβαιναν από τη νότια πλευρά της πόλεως και κατέκλυσαν πολλές συνοικίες της. Οι καταστροφές ήταν τόσο μεγάλες ώστε κάθε μία από τις ιστορικές πηγές αναφέρει διαφορετικό αριθμό ανθρωπίνων θυμάτων, καταστροφών σε οικοδομήματα και απώλεια αγαθών.

Άλλη μεγάλη καταστρεπτική πλημμύρα έγινε στις 14 Οκτωβρίου του 1883, δύο χρόνια μετά τη απελευθέρωση της Λάρισας. Η δεκαπενθήμερη ελληνική εφημερίδα της Λειψίας  Έσπερος, δημοσίευσε δύο χαρακτικά τα οποία απεικόνιζαν την έκταση της πλημμύρας και τις ανυπολόγιστες ζημιές που προκάλεσε. Τα χαρακτικά αυτά έχουν τον υπότιτλο Η εν Λαρίσση πλημμύρα, μηνί Οκτωβρίω 1883[2]. Τα είχε σχεδιάσει άγνωστος καλλιτέχνης με βάση αυθεντικές φωτογραφίες οι οποίες είχαν σταλεί στο περιοδικό από το Λαρισαίο Κωνσταντίνο Ισχομάχο(3). Η πρώτη από τις δύο εικόνες καταγράφει την τεράστια έκταση της πλημμύρας όχι μόνον στην πόλη της Λάρισας, αλλά και στον κάμπο που την περιβάλλει. Η κοίτη του Πηνειού είχε εξομοιωθεί με τις πλημμυρισμένες περιοχές στην περιοχή του Αλκαζάρ και τα Ταμπάκικα. Η δεύτερη αποτυπώνει τις δραματικές προσπάθειες των κατοίκων της πόλεως  να επανορθώσουν τις ζημιές από τις καταστροφές που προξένησε η πλημμύρα σε κάποιο κεντρικό σημείο της. Μια αθηναϊκή εφημερίδα έγραφε γι’ αυτήν: «… βροχή ραγδαία επί 48 κατά συνέχειαν ώρας πίπτουσα, τοσαύτα ύδατα συνεσώρευσεν … και ο Πηνειός εκχειλίσας κατέκλυσε την κατ΄εξοχήν ελληνικήν συνοικίαν της πόλεως, την καλουμένην Παράσχου Μαχαλά και εν μέρει τον Αρναούτ μαχαλά. Εις 150 υπολογίζονται αι καταπεσούσαι οικίαι, εις 20 τα θύματα, ανυπολόγιστοι δε αι λοιπαί ζημίαι. Ουδεμία σχεδόν οικία έμεινεν απρόσβλητος υπό των υδάτων[4]».

Το 1901 νέα πλημμύρα του Πηνειού κατέκλυσε τη Λάρισα. Από την πλημμύρα αυτή είναι και η φωτογραφία η οποία δημοσιεύεται σήμερα μαζί με το κείμενο. Προέρχεται από χρωμολιθόγραφο επιστολικό δελτάριο (καρτ ποστάλ) το οποίο κυκλοφόρησε ο Γεώργιος Βελώνης[5]. Παρατηρώντας την φωτογραφία διακρίνουμε μέρος της παλιάς πέτρινης γέφυρας. Τα νερά του Πηνειού έχουν φθάσει σχεδόν μέχρι την κορυφή των τόξων της και απέχουν ελάχιστα από το κατάστρωμα. Περίεργα άτομα είναι συγκεντρωμένα κοντά στα κιγκλιδώματα της γέφυρας και παρακολουθούν την πορεία των νερών του εκχυλισμένου ποταμού. Το σκοτεινό τμήμα που παρατηρείται δεξιά και φθάνει μέχρι την είσοδο της γέφυρας προέρχεται από την σκιά που ρίχνει στο έδαφος ο ψηλός μιναρές του γειτονικού μουσουλμανικού τεμένους του Χασάν μπέη. Πίσω από την γέφυρα διακρίνονται μόνον οι κορυφές των δέντρων από το νησάκι που βρισκόταν μέσα στην κοίτη, την οποία δίχαζε για μικρή απόσταση. Αριστερά τα νερά έχουν υπερκεράσει την όχθη και έφθασαν μέχρι τον κήπο του Αλκαζάρ, ενώ δεξιά έχει πλημμυρίσει εντελώς η συνοικία Ταμπάκικα. Στο βάθος προβάλλουν εντυπωσιακά οι χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου.

Οι συχνές πλημμύρες που έπλητταν την Λάρισα ανάγκασαν την πολιτεία και τους τοπικούς άρχοντες να κατασκευάσουν κατά την δεκαετία του 1930 λίγο πιο κάτω, στον δρόμο προς την Γιάννουλη, την δεύτερη, ανακουφιστική όπως ονομάσθηκε, κοίτη του Πηνειού, με τα έργα της εταιρείας Boot και έτσι η Λάρισα απαλλάχθηκε οριστικά από την μακραίωνη πληγή που την κατέτρωγε.

———————————————-

[1]. Βλέπε: Ιωάννης Οικονόμου-Λογιώτατος, Ιστορική Τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας (1817), Εισαγωγή-Σχόλια- Επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα (2005) σελ. 49. Επίσης: 1908. Σεπτεμβρίου 20, ημέραν Σάββατον και ώραν 10ην προμεσημβρινήν, εγένετο πλημμύρα των υδάτων των ποταμίσκων και χειμάρρων των χωρίων Μαϊμουλίου, Νεμπεγλέρ και των πέριξ, κατακλυσάντων την συνοικίαν Παράσχου, πολλών οικιών καταστρεψάντων, μεταξύ των οποίων και την επί της οδού Γρηγορίου του Ε΄, αριθμ. 1 ιδικήν μας»Από το «Ημερολόγιον της Αγγελικής Θρασυβούλου Μακρή», εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 18ης Φεβρουαρίου 2015.

[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λάρισα στα χαρακτικά των ευρωπαίων περιηγητών (16ος – 19ος αι.), Λάρισα (2006) σελ. 112-117, όπου υπάρχουν και τα χαρακτικά.

[3]. Ο Κωνσταντίνος Ισχομάχος ( ; – 1888) ήταν στρατιωτικός. Ως λοχαγός ίδρυσε την εταιρεία «Αδελφότης» και στην επανάσταση της Θεσσαλίας το 1878 πήρε μέρος με δικό του στρατιωτικό σώμα. Έφθασε μέχρι τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Στις πρώτες εκλογές που έγιναν το 1881, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, εκλέχθηκε βουλευτής Λαρίσης. Κατά τη διάρκεια της βουλευτικής του θητείας απέστειλε στην εφημερίδα της Λειψίας τις φωτογραφίες από την πλημμύρα που έπληξε την πόλη το 1883.

[4]. εφ. «Εφημερίς», Αθήνησι, τη 17 Οκτωβρίου 1883, ημέρα Δευτέρα.

[5]. Ο Γεώργιος Βελώνης ήταν Λαρισαίος βιβλιοχαρτοπώλης ο οποίος κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1920 είκοσι πέντε θαυμάσιες κάρτες. Το κατάστημά του βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Ασκληπιού, απέναντι από το φαρμακείο του Στέφανου Κυλικά.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

nikapap@hotmail.com