Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

 Το μνημείο των 700 Θεσπιέων που έμειναν στο πλευρό των 300 Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες, το 480 π.Χ., όταν τους κύκλωσαν οι Πέρσες.

Το μνημείο χαρακτηρίζεται από τον παρακάτω συμβολισμό:
Ακέφαλο ανδρικό σώμα: Ανώνυμη εθελουσία εισφορά των 700 Θεσπιέων για την ελευθερία.
Προτεταμένα στήθη: Αγώνα, ανδρεία, δύναμη, γενναιότητα θάρρος.
Φτερό τσακισμένο: Εκούσια θυσία και θάνατος.
Ανασηκωμένο φτερό: Νίκη, δόξα, ψυχή, πνεύμα και την ελευθερία.
Γυμνό κορμί: Έρωτας, που ήταν Θεός των Θεσπιών, Θεός της δημιουργίας, της ομορφιάς και της ζωής.
Ο ίδιος ο Ηρόδοτος αναφέρει την απόφαση των Θεσπιέων πολεμιστών, να μείνουν εθελοντικά και να πεθάνουν στις Θερμοπύλες μαζί με το βασιλιά Λεωνίδα και τους άντρες του.
Συγκεκριμένα στο έργο του περί ΙΣΤΟΡΙΩΝ, στο κεφάλαιο Η, παράγραφο 222 αναφέρει:
Στα αρχαία ελληνικά:
ΟΙ ΜΕΝ ΜΥΝ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΟΙ ΑΠΟΜΠΕΜΠΟΜΕΝΟΙ ΟΙΧΟΝΤΟ ΤΕ ΑΠΙΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΘΟΝΤΟ ΛΕΩΝΙΔΗ, ΘΕΣΠΙΕΕΣ ΔΕ ΚΑΙ ΘΗΒΑΙΟΙ ΚΑΤΕΜΕΙΝΑΝ ΜΟΥΝΟΙ ΠΑΡΑ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙΣΙ. ΤΟΥΤΩΝ ΔΕ ΘΗΒΑΙΟΙ ΜΕΝ ΑΕΚΟΥΝΤΕΣ ΕΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΟΥ ΒΟΥΛΟΜΕΝΟΙ (ΚΑΤΕΙΧΕ ΓΑΡ ΣΦΕΑΣ ΛΕΩΝΙΔΗΣ ΕΝ ΟΜΗΡΩΝ ΛΟΓΩ ΠΟΙΕΥΜΕΝΟΣ), ΘΕΣΠΙΕΕΣ ΣΕ ΕΚΟΝΤΕΣ ΜΑΛΙΣΤΑ, ΟΙ ΟΥΚ ΕΦΑΣΑΝ ΑΠΟΛΙΠΟΝΤΕΣ ΛΕΩΝΙΔΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΤ’ ΑΥΤΟΥ ΑΠΑΛΑΞΕΣΘΑΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΤΑΜΕΙΝΑΝΤΕΣ ΣΥΝΑΠΕΘΑΝΟΝ. ΕΣΤΡΑΤΗΓΕΕ ΔΕ ΑΥΤΩΝ ΔΗΜΟΦΙΛΟΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΩ.
Στα νεοελληνικά:
Οι σύμμαχοι έφυγαν υπακούοντας στις διαταγές του Λεωνίδα αλλά παρέμειναν στο πλευρό των Λακεδαιμονίων μόνο οι Θεσπιείς και οι Θηβαίοι. Από αυτούς οι Θηβαίοι “αεκούντες έμενον”. Οι Θεσπιείς δεν θέλησαν να αφήσουν τον Λεωνίδα και τους συντρόφους του μόνους. Παρέμειναν, με αρχηγό τον Δημόφιλο τον Διαδρομέα, και θυσιάστηκαν μαζί τους.
Ο λόγος που ο βασιλιάς Λεωνίδας κράτησε τους Θηβαίους μαζί του ήταν γιατί είχανε «μηδίσει», είχανε δηλώσει υποταγή δηλαδή στον Ξέρξη, ενώ φοβόταν ότι εάν τους αφήσουν να φύγουν μπορεί να τους επιτεθούν μαζί με τους Πέρσες. Αντίθετα τους Θεσπιείς τους κράτησε μαζί του γιατί είχαν διακριθεί τις δύο προηγούμενες μέρες στη μάχη, αλλά και γιατί όπως οι Λακεδαιμόνιοι έτσι και αυτοί κατάγονταν από τον ημίθεο Ηρακλή, σύμφωνα με τις δοξασίες τους.
Ο Δημόφιλος, γιος του Διαδρόμου από την πόλη Θεσπιές, ήταν ο ανώτατος διοικητής των 700 Θεσπιέων. Οι ιστορικοί συμπεραίνουν ότι για να τεθεί επικεφαλής του αγήματος σημαίνει ότι ήταν επιφανής πολίτης στην πόλη του. Μαζί του στάλθηκαν για να βοηθήσουν στη διοίκηση του σώματος οι Ξενοκρατίδης, Πρωτοκρέοντας και ο Διθύραμβος του Αρματίδη. Ο τελευταίος μάλιστα ξεχώρισε για την ανδρεία του στη μάχη και πήρε αριστείο.
Μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών οι Έλληνες τοποθέτησαν επιγράμματα για τους νεκρούς κάθε πόλης. Για τους Θεσπιείς το επίγραμμα έγραφε: «Άνδρες τοι ποτ’ έναιον υπό κροτάφοις Ελικώνος, λήματα των αυχεί Θεσπιάς ευρύχορος.» Δηλαδή: «Αυτοί οι άνδρες κατοικούσαν στους πρόποδες του Ελικώνα, για το θάρρος του περηφανεύεται ο πλατύς κάμπος των Θεσπιών.»
Οι Θεσπιές ήταν αρχαία πόλη της Βοιωτίας, μια από τις σημαντικότερες της αρχαίας Ελλάδας. Κατείχε σημαντική θέση στο κοινό των Βοιωτών και για μεγάλη περίοδο εξέλεγε δύο Βοιωτάρχες όπως και η Θήβα. Στην επικράτεια της πόλης συμπεριλαμβάνονται και οι πόλεις Άσκρη, Νίσα, Θίσβη, Λεύκτρα και τα δύο λιμάνια Τίφα (ή Σίφες) και Κρεύσις.
Πήραν το όνομά τους από τον βασιλιά των Θεσπιών, Θέσπιο, γιο του Ερεχθέα και επώνυμου ήρωα των Θεσπιών. Ο Ερεχθέας ήταν, κατά τη μυθολογία, υιός της Γαίας (Γης) και του Ηφαίστου και ήταν βασιλιάς της Αθήνας, εισηγητής των Ελευσινίων μυστηρίων και ιδρυτής της εορτής των Παναθηναίων. Οι Θεσπιές έγιναν από νωρίς μέλος του κοινού των Βοιωτών και έλαβαν μέρος στη πασίγνωστη Μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ, εναντίον των Περσών με 700 άνδρες και αρχηγό τον Δημόφιλο. Την εποχή της κυριαρχίας των Ρωμαίων, γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη ακμή και ήταν η μοναδική πόλη στη Στερεά Ελλάδα που δεν υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους.
Αυτό που ίσως είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι καθώς ο Ηρακλής πήγαινε στον Κιθαιρώνα για να σκοτώσει το γνωστό λιοντάρι, σταμάτησε για ένα βράδυ στις Θεσπιές όπου ζήτησε φιλοξενία από τον βασιλιά Θέσπιο. Αυτός κατά το έθιμο τον φιλοξένησε στο παλάτι του και του ζήτησε να αποκτήσει απογόνους με τις πενήντα κόρες του. Ο Ηρακλής δεν αρνήθηκε και εννέα μήνες αργότερα ο βασιλιάς Θέσπιος απέκτησε 50 εγγονούς, όλοι κατευθείαν απόγονοι του Ηρακλή.
Οι Θεσπιές άνηκαν στα ισχυρά κράτη του Βοιωτικού συνασπισμού. Κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων οι διαφοροποιήθηκαν από τους υπόλοιπους Βοιωτούς και εντάχθηκαν στην Πανελλήνια συμμαχία, όπως και οι Πλαταιείς. Στη μάχη των Θερμοπυλών πολέμησαν δίπλα στους τριακόσιους Σπαρτιάτες και επτακόσιοι Θεσπιείς, υπό την ηγεσία του Δημοφίλου του Διαδρόμου. Εκεί αναφέρεται ότι αν και τους επετράπη να φύγουν, αποφάσισαν να μην αφήσουν τους Σπαρτιάτες, αν και θα μπορούσαν να υποχωρήσουν στην πόλη τους (αφού αυτή θα βρισκόταν στο έλεος των Περσών σε περίπτωση ήττας τους στις Θερμοπύλες) προτίμησαν να παραμείνουν στις Θερμοπύλες. Μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών ο βασιλιάς των Περσών, ο Ξέρξης κατά το πέρασμά του από τη Βοιωτία, πυρπόλησε τις Θεσπιές, οι κάτοικοι των οποίων είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο.
Οι Θεσπιείς συμμετείχαν και στη μάχη των Πλαταιών με 2500 άντρες. Δεν συμμετείχαν από την αρχή στον Πελοποννησιακό πόλεμο και ακολούθησαν τελικά τη Θήβα τον έβδομο χρόνο του πολέμου, όπου συμμετείχαν στη μάχη του Δηλίου.
Μετά τη μάχη της Τεγύρας οι Θηβαίοι ισχυροποιήθηκαν και άρχισαν να αποκτούν ξανά ηγετική θέση στη Βοιωτία. Το 372 π.Χ. κατέλαβαν τις Πλαταιές και το 371 π.Χ. εισέβαλαν στις Θεσπιές. Οι Θεσπιείς εγκατέλειψαν την πόλη τους και κατέφυγαν στην Κερησσό, μία γειτονική κώμη. Αργότερα επανήλθαν στην πόλη τους η οποία σταδιακά απέκτησε και πάλι δύναμη. Από τις Θεσπιές καταγόταν η εταίρα Φρύνη, ο μεγάλος έρωτας του Πραξιτέλη, όπου τη χρησιμοποιούσε ως μοντέλο.
Σημαντικότερος λατρευτικός χώρος των Θεσπιών ήταν η κοιλάδα των Μουσών, ένα μεγάλο άλσος στις πλαγιές του Ελικώνα το οποίο ήταν αφιερωμένο στις Μούσες. Στην κοιλάδα των Μουσών ανακαλύφθηκαν σημαντικά μνημεία στα οποία περιλαμβάνοντας, θέατρο του 3ου αιώνα π.Χ., Ιωνική στοά μήκους 96 μέτρων, ναίσκος αφιερωμένος στις μούσες και βάθρα αγαλμάτων των μουσών. Προς τιμήν των Μουσών διεξάγονταν στην περιοχή τα Μούσεια. Στο άλσος κατά την αρχαιότητα υπήρχαν ακόμα ναοί αφιερωμένοι στον θεό Έρωτα, που κατείχε σημαντική θέση στις Θεσπιές, καθώς και στη θεά Αφροδίτη. Προς τιμήν του θεού Έρωτα διεξάγονταν στις Θεσπιές τα Ερωτίδια.
Στο Ιερό των Μουσών και του ομώνυμου ποταμού, καθρεπτιζόταν ο Νάρκισσος.
Για χρόνια η εθελούσια θυσία των Θεσπιέων έμενε ξεχασμένη από την σύγχρονη πολιτεία. Μόλις την Άνοιξη του 1997 ανεγέρθη, με έξοδα της δημαρχίας της Σπάρτης, ένα άγαλμα που απεικονίζει ένα φτερωτό νεανία. Το άγαλμα στήθηκε δίπλα στο άγαλμα του Σπαρτιάτη Λεωνίδα και των συντρόφων του στις Θερμοπύλες.
Wikipedia
olympia.gr
Μπορεί να είναι εικόνα Βίλα ντ' Έστε

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το Κονάκι του Χατζή Μέτο

Η οδός Βόλου και δεξιά το Μεγάλο Κονάκι του Μεχμέτ Χατζή Μέτο.  Κάτω αριστερά η κατοικία της οικογένειας Ζαρίμπα. Φωτογραφία του Α. Αθανασόπουλου. 1933
Η οδός Βόλου και δεξιά το Μεγάλο Κονάκι του Μεχμέτ Χατζή Μέτο. Κάτω αριστερά η κατοικία της οικογένειας Ζαρίμπα. Φωτογραφία του Α. Αθανασόπουλου. 1933

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή εικόνα αποτυπώνει μια ασυνήθιστη όψη της προπολεμικής Λάρισας, παρμένη από το ύψος του Μπουρμαλί τζαμί [1].

Απεικονίζει την αρχή της οδού Βόλου (23ης Οκτωβρίου) όπως ήταν το 1933. Εκείνο που εντυπωσιάζει στην εικόνα είναι ένα τεράστιο οίκημα, που αποτελούσε παλιά το κονάκι επιφανούς Οθωμανού. Αλλά ας μελετήσουμε τη φωτογραφία με τη σειρά, αρχίζοντας από αριστερά.
Παίρνοντας ως αφετηρία τον μιναρέ του Γενί τζαμί, δεξιότερα βλέπουμε να προβάλει πίσω από τις οροφές των σπιτιών ένα τμήμα από την «πλατεία Σιάουλο», όπως λεγόταν μέχρι και τον τελευταίο πόλεμο ο χώρος που δημιουργήθηκε από την συμβολή των σημερινών οδών Κύπρου, Ογλ, Νικηταρά, 23ης Οκτωβρίου και 28ης Οκτωβρίου. Εδώ προέχει η διώροφη οικοδομή ιδιοκτησίας Ντούλα.
Στη συνέχεια και στο βάθος, ανάμεσα στα ψηλά δένδρα της παραπήνειας περιοχής, διακρίνεται το βιομηχανικό κτίριο του Μύλου του Παππά και προς τα δεξιά αναγνωρίζεται με δυσκολία το Κουτλιμπάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο, το οποίο την περίοδο εκείνη ήταν μονώροφο [2].
Από την πλατεία «Σιάουλο» που αναφέραμε, ξεκινάει λοξά η διαδρομή της οδού Βόλου. Στη δεξιά πλευρά τη φωτογραφίας προβάλλει ανάμεσα σε άλλα κτίσματα ένα μεγάλο σε διαστάσεις και επιβλητικό κτίριο, με χαρακτηριστική ανατολίτικη αρχιτεκτονική. Ήταν ένα τούρκικο κονάκι, το οποίο βρισκόταν στη συμβολή των οδών Βόλου και Λάμπρου Κατσώνη. Ολόκληρος ο χώρος του (κτίσμα και αυλή) περιχαρακώνονταν από ψηλό φράχτη (μαντρότοιχο), προφανώς για να αποτρέπει τα περίεργα βλέμματα των περαστικών. Στη γωνία της συμβολής των δύο οδών, ακριβώς εκεί όπου σήμερα βρίσκεται μια διώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας στεγάζεται γνωστό ιχθυοπωλείο, ήταν η κυρία είσοδος στον χώρο της τουρκικής οικοδομής. Ήταν ευρύχωρη για να μπορούν να διέρχονται τα ζώα, ψηλότερη από τον υπόλοιπο φράκτη και σκεπασμένη με κεραμίδια. Κατά μήκος της οδού Βόλου, ο μαντρότοιχος διέθετε ένα παραπόρτι.
Όσον αφορά το κυρίως κτίσμα, από την έκταση της σκεπής φαίνεται ότι ήταν μια μεγάλων διαστάσεων διώροφη κατοικία (κονάκι), στο οποίο στεγαζόταν η οικογένεια κάποιου Οθωμανού μπέη. Αποτελούσε ένα πραγματικό Σαράι (παλάτι) όπως ονόμαζαν τότε τα κτίρια αυτά. Ήταν τετράγωνο σε κάτοψη, με μικρές κεντρικές εσοχές στα πλάγια τοιχώματά του. Μεγάλο τμήμα του επάνω ορόφου προεξείχε από το κυρίως σώμα του σπιτιού και σχημάτιζε σαχνισιά (προεξοχές), τα οποία υποστηρίζονταν από πολλά ξύλινα φουρούσια. Η διάταξη της σκεπής προϊδεάζει και την εσωτερική διάταξη των χώρων του άνω ορόφου. Οι τοίχοι του ήταν διάτρητοι από διαδοχικά παράθυρα και πόρτες. Η ίδια κατανομή ανοιγμάτων επικρατούσε και στο ισόγειο.
Δεν είναι γνωστή η χρονολογία κατασκευής του. Από την αρχιτεκτονική του μορφή όμως πιθανολογείται ότι ανήκει στα οθωμανικά κτίρια που κατασκευάσθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924, οι χώροι που εγκατέλειψαν οι Οθωμανοί αποχωρώντας περιήλθαν στο Δημόσιο. Για ένα διάστημα μετά την μικρασιατική καταστροφή, η τεράστια αυτή κατοικία λειτούργησε ως Ορφανοτροφείο, ενώ μεταπολεμικά, ένα τμήμα του, λαβωμένο από τις κακουχίες, κατοικείτο από φτωχές οικογένειες ή περιθωριακούς. Μετά το 1960 κατεδαφίσθηκε και στον τεράστιο χώρο του κατασκευάσθηκε το γωνιακό διώροφο κτίσμα που αναφέραμε και δίπλα υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή, τα οποία υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Στο κονάκι αυτό κατοικούσε ο πασίγνωστος στους παλιούς Λαρισαίους Μεχμέτ Εφέντη Χατζή Μέτο [3].
Ο Μιχαήλ Σάπκας γράφει στις «Αναμνήσεις» του για αυτά τα τούρκικα κονάκια: «Όλοι οι Βέηδες ήσαν πλούσιοι, κάτοχοι τσιφλικιών, ως ελέγοντο τα αγροτικά κτήματα της Θεσσαλίας. Όλη η Θεσσαλία ηργάζετο δι’ αυτούς… Εις την Λάρισαν οι Βέηδες μετά των οικογενειών των κατώκουν εις μεγαλοπρεπείς και ευρυχώρους κατοικίας, τα λεγόμενα «Κονάκια». Το εμβαδόν του κονακιού μετά των παραρτημάτων του έφθανε κατ’ έκτασιν εις 1-2 οικοδομικά τετράγωνα των σημερινών σχεδίων πόλεων. Κατά την κατάληψιν της Λαρίσης υπό του Ελληνικού Στρατού πολλά κονάκια εχρησίμευσαν ως στρατώνες, στεγάσαντα πλήρη τάγματα. Εις έν κονάκιον εστεγάσθη ολόκληρον στρατιωτικόν νοσοκομείον με πολλάς κλίνας, με όλα τα παραρτήματα αυτού και με λίαν ευρύχωρον αυλήν και κήπον, επί της νύν οδού αγίων 40 Μαρτύρων[4]. Τα μέλη της οικογενείας του Βέη με το υπηρετικόν προσωπικόν και το βοηθητικόν ήτο αρκετά πολυάριθμον, κατώκει δε εις κεχωρισμένα διαμερίσματα. Εις ταύτα περιελαμβάνοντο ο γυναικωνίτης διά τα χαρέμια (χαρεμλίκι), ο ανδρωνίτης (σεσερλίκι) διά τους άνδρας και ο ξενών (μουσαφίρ-οντάς) διά τους ξενιζομένους. Πλην αυτών υπήρχον και τα οικήματα της υπηρεσίας, τα αμαξοστάσια, οι σταύλοι, αι αποθήκαι, τα μαγειρεία και ευρύχωρος αυλή».

 

[1]. Μπουρμαλί σημαίνει στα τουρκικά σπειροειδής, ελικοειδής και το τζαμί ονομάσθηκε έτσι επειδή ο μιναρές του έφερε ανάγλυφη σπειροειδή κατασκευή στα τοιχώματά του. Το 1941 από τον σεισμό ο μιναρές κατέπεσε, ενώ η τοιχοδομία του υπόλοιπου κτίσματος έπαθε σοβαρές ρηγματώσεις, χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη και το 1960 κατεδαφίσθηκε. Στη θέση του κατασκευάστηκε ο κινηματογράφος «Βικτώρια».
[2]. Ο δεύτερος όροφος του Κουτλιμπάνειου Δημοτικού Νοσοκομείου προστέθηκε το 1939 με δωρεά του Λαρισαίου εμπόρου Ηλία Τριανταφυλλίδη.
[3]. Ήταν για πολλά χρόνια μουφτής των Τούρκων της Λάρισας και πρόεδρος της Μουσουλμανικής Κοινότητας. Ήταν ιδιοκτήτης πολλών κτισμάτων, όπως το διώροφο μέγαρο Χατζη Μέτο με τη Λέσχη Ασλάνη στο σημείο όπου σήμερα στεγάζεται η Στρατιωτική Λέσχη, η αποθήκη Αρσενίδη, η οποία βρισκόταν επί της οδού Κατσώνη, όπου στεγάσθηκε αργότερα το πρακτορείο αυτοκινήτων Αγιάς, και πολλά άλλα. Εκτός από τα αστικά αυτά ακίνητα, κατείχε και τσιφλίκι έκτασης 25.000 στρεμμάτων στη Νίκαια.
[4]. Δεν έχει εντοπισθεί μέχρι σήμερα ο χώρος όπου αναπτύχθηκε το ελληνικό αυτό στρατιωτικό νοσοκομείο.

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η Κεντρική πλατεία (Θέμιδος) το 1897


Η Κεντρική πλατεία (Θέμιδος) τις παραμονές του πολέμου του 1897.  Στο βάθος τα κτίρια της βορειοδυτικής πλευράς. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Η Κεντρική πλατεία (Θέμιδος) τις παραμονές του πολέμου του 1897. Στο βάθος τα κτίρια της βορειοδυτικής πλευράς. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή εικόνα είναι ιστορική, παλαιά και πολύ σπάνια. Αποτυπώνει το κεντρικότερο σημείο της Λάρισας, την Κεντρική πλατεία. Πλατεία Δικαστηρίων ή Θέμιδος ονομαζόταν τότε, από την παρουσία του εντυπωσιακού Δικαστικού Μεγάρου που υπήρχε μέσα στον χώρο της πλατείας στη βορειοδυτική γωνία της. Τίποτε δεν έχει διασωθεί από τα κτίρια τα οποία απεικονίζονται στη φωτογραφία και δεν είναι δυνατό να την αναγνωρίσουν σήμερα παρά μόνον οι πιο εξοικειωμένοι με την χωροταξία της παλιάς Λάρισας.
Εκδότης της φωτογραφίας αυτής είναι ο J.F. Jarvis από την Ουάσινγκτον των Ηνωμένων Πολιτειών, κυκλοφόρησε το 1897 από τους αδελφούς Underwood και έχει τον υπότιτλο: «Public Square at Larissa, two days before its Captures by the Turks», δηλαδή «Δημόσια πλατεία στη Λάρισα, δύο ημέρες πριν την κατάληψή της από τους Τούρκους». Πρόκειται για φωτογραφία, η λήψη της οποίας έγινε αρχές Απριλίου 1897, δηλαδή πριν 126 χρόνια. Παρατηρούμε μια μεγάλη σε αριθμό μονάδα του ελληνικού στρατού, η οποία με συντεταγμένη διάταξη καταλαμβάνει ολόκληρο τον χώρο της πλατείας, με επικεφαλής τους αξιωματικούς. Τα όπλα ανά τρία βρίσκονται όρθια ή ακουμπισμένα στους κορμούς των δέντρων, με τους ατομικούς γυλιούς στο έδαφος και τους στρατιώτες όρθιους σε αναμονή. Το ενδιαφέρον της φωτογραφίας, όμως, εστιάζεται στα κτίρια που εμφανίζονται στο πίσω μέρος της εικόνας. Ο φωτογράφος στάθηκε στην ανατολική πλευρά της πλατείας και έστρεψε τον φακό του βορειοδυτικά.
Το πρώτο κτίριο αριστερά, του οποίου απεικονίζεται το μεγαλύτερο τμήμα, είναι το «Θέμιδος Μέλαθρον», δηλαδή το κτίριο των Δικαστηρίων, από το οποίο πήρε την ονομασία της η πλατεία. Ήταν τουρκικό κτίσμα του 1876, το οποίο οικοδομήθηκε για να στεγάσει το Τουρκικό Διοικητήριο. Καταλάμβανε τη βορειοδυτική γωνία της πλατείας και η πρόσοψή του ήταν ανατολική. Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1881 στους δύο ορόφους στέγασε τις δικαστικές υπηρεσίες και στο υπόγειο το Δημόσιο Ταμείο. Δυστυχώς, όμως, τον Ιανουάριο του 1905 καταστράφηκε από πυρκαγιά, εν συνεχεία κατεδαφίσθηκε και ολόκληρος ο χώρος του συνενώθηκε με την ήδη υπάρχουσα τότε πλατεία, η οποία τελικά πήρε τη σημερινή μορφή της και έγινε διάσημη για τη χωρητικότητά της. Ακριβώς πίσω από το κτίριο αυτό, έτσι όπως βλέπουμε τη φωτογραφία, οικοδομήθηκε αργότερα (1907) το παλιό μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας [1].
Αμέσως μετά τα Δικαστήρια, μόλις διακρίνεται πίσω από μια συστάδα δέντρων ισόγειο κτίσμα. Σ’ αυτό στέγασε το φαρμακείο του αρχικά ο Ισραηλίτης Ματαλών και αργότερα ο φαρμακοποιός Νικόλαος Ζησιάδης από τη Ραψάνη, αδελφός του δικηγόρου και βουλευτή Τυρνάβου Βασιλείου Ζησιάδη, ο οποίος και το διατήρησε με την επωνυμία «Φαρμακείον Ν. Ζησιάδου και Σία» μέχρι τον σεισμό του 1941. Ήταν το γνωστό με την επιγραφή «Σαντράλ»,.
Ακολουθεί στη σειρά το «Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα», το οποίο έκτισε το 1887 ο δήμαρχος Διονύσιος Γαλάτης (1887-1894) με δάνειο από την Εθνική Τράπεζα, για να θέσει σε εφαρμογή το νέο σχέδιο της πόλεως. Το ξενοδοχείο αυτό οικοδομήθηκε αφού κατεδαφίσθηκαν παλιά και ερειπωμένα καφενεία και ψυχαγωγικά κέντρα από την περίοδο της τουρκοκρατίας, τα οποία είχαν περιέλθει στη δικαιοδοσία του Δήμου [2]. Υπήρξε το πρώτο σύγχρονο για την εποχή του ξενοδοχείο της Λάρισας και την περίοδο του 1897 φιλοξενούσε στα δωμάτιά του απεσταλμένους ξένων έντυπων μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι κάλυπταν τα γεγονότα του ελληνοτουρκικού πολέμου και υψηλόβαθμους αξιωματικούς.
Το επόμενο κτίριο στέγαζε την περίοδο εκείνη το Ταχυδρομείο και Τηλεγραφείο και αργότερα φιλοξένησε το υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας και διάφορα άλλα καταστήματα. Το ενδιαφέρον, όμως, στη φωτογραφία εντοπίζεται στο γεγονός ότι αφού μεσολαβεί ένα στενό δρομάκι, (η σημερινή οδός Φιλελλήνων) μόλις διακρίνεται ένα μέρος από χαμηλά κτίσματα. Όλα ήταν ιδιοκτησία του μουσουλμάνου μεγαλοκτηματία Μεχμέτ Χατζή Μέτο και σε ορισμένα εξ αυτών στεγάζονταν τότε οι ποινικές φυλακές της Λάρισας. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Οθωμανός ιδιοκτήτης τους τα κατεδάφισε όλα και το 1905 έκτισε ένα επιβλητικό διώροφο μέγαρο, στον άνω όροφο του οποίου στεγάστηκε η επιβλητική Λέσχη Ασλάνη. Στη θέση του σήμερα βρίσκεται η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Ενδεχομένως, λοιπόν, κατά τις εργασίες αυτές να έγινε και η διεύρυνση της οδού Φιλελλήνων.
Όσον αφορά τον χρόνο λήψεως της φωτογραφίας, υπάρχει μεγάλη αμφισβήτηση αν έγινε δύο μέρες πριν την κατάληψη της Λάρισας από τους Τούρκους το 1897, όπως διαβάζουμε στον υπότιτλο της φωτογραφίας. Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι μπήκαν στη Λάρισα την ημέρα του Πάσχα, που συνέπεσε να είναι η 13η Απριλίου με το παλιό ημερολόγιο. Δύο μέρες πριν ήταν Μ. Παρασκευή και ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε άτακτος. Επομένως, δεν είναι δυνατόν σε στιγμές πανικού και άτακτης υποχώρησης να συγκεντρώνεται συντεταγμένος ο στρατός στην Κεντρική πλατεία και οι κάτοικοι της πόλης να συνωστίζονται στα πεζοδρόμια, σαν να είναι μέρα γιορτής. Προφανώς, η λήψη της φωτογραφίας έγινε πριν ακόμη αρχίσουν οι εχθροπραξίες, όταν τα ελληνικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στη Λάρισα για να προωθηθούν προς τα σύνορα. ———————————————
[1]. «Από της παρελθούσης εβδομάδος το ενταύθα Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης εγκατεστάθη εις το όπισθεν των πυρποληθέντων Δικαστηρίων λαμπρόν μέγαρον, το οποίον ιδίαις δαπάναις η Τράπεζα ωκοδόμησεν». εφ. «Μικρά», Λάρισα, φύλλο της 17ης Ιουνίου 1907.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Ξενοδοχείον Στέμμα, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 19ης Μαρτίου 2014.

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

 

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Κτίσματα πάνω στο Αρχαίο Θέατρο

 
Η περιοχή του ανηφορικού τμήματος της οδού Παπαναστασίου  οικοδομημένη, όπως ήταν μεταπολεμικά  πριν από την αποκατάσταση του Αρχαίου Θεάτρου. Η περιοχή του ανηφορικού τμήματος της οδού Παπαναστασίου οικοδομημένη, όπως ήταν μεταπολεμικά πριν από την αποκατάσταση του Αρχαίου Θεάτρου.

Με ιδιαίτερη ικανοποίηση διαπιστώνουν εντόπιοι και ξένοι ότι τελευταία οι εργασίες αποκατάστασης του Αρχαίου Θεάτρου προχωρούν με γοργούς ρυθμούς, σε βαθμό που να πιστεύεται ότι μετά από σύντομο χρονικό διάστημα αυτό το σύμβολο της αρχαίας Λάρισας θα ενταχθεί μεταξύ των χώρων θέασης και ακρόασης της πόλης μας.

Έχουν περάσει μόλις λίγες δεκαετίες από τότε που διασχίζαμε εμείς οι μεγαλύτεροι το ανηφορικό τμήμα της οδού Παπαναστασίου προς τον Λόφο της Ακρόπολης, αυτόν που όλοι ονομάζουμε (κακώς) Φρούριο και η περιοχή αυτή, χάρη στις επιστημονικές μελέτες, τις λεπτές εργασίες συντήρησης και τη φροντίδα της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων, έχει αλλάξει μορφή και αποτελεί πλέον το σημαντικότερο αξιοθέατο της πόλης μας.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τα σημαντικότερα εφήμερα κτίσματα τα οποία αναπτύχθηκαν στη νότια πλευρά του Λόφου της Ακρόπολης, πάνω ακριβώς από τα ερείπια του Αρχαίου Θεάτρου. Τα κτίσματα αυτά άρχισαν να οικοδομούνται από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, δηλαδή μετά την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881 μέχρι το 1970 περίπου, όταν η εκσκαφή για την ανέγερση πολυώροφων κτιρίων έφθανε μέχρι τα εδώλια του Θεάτρου. Το γεγονός αυτό ευαισθητοποίησε μεγάλη μερίδα κατοίκων, τις τοπικές αρχές και τις αντίστοιχες αρχαιολογικές υπηρεσίες και από τότε ξεκίνησε μια υγιής καθολική σταυροφορία για την ανάδειξή του.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η περιοχή αυτή είχε διάσπαρτα ασήμαντα κτίσματα και το 1897 ο Βρετανός Kinnaird Rose, απεσταλμένος του πρακτορείου Reuter στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο εντυπωσιάζεται από του κοίλον της περιοχής αυτής, την οποία θεωρεί ως αρχαίο αμφιθέατρο, ενώ πριν απ’ αυτόν ο Δανός αρχαιολόγος Johan Louis Ussing κατά το 1846 αποκάλυψε ένα εδώλιο του Αρχαίου Θεάτρου με την επιγραφή «τεχνίτες», το οποίο βρισκόταν στη βάση του τουρκικού ρολογιού της Λάρισας. Μετά την απελευθέρωση του 1881 δημιουργήθηκε η οδός Ακροπόλεως, η οποία ουσιαστικά διαιρούσε το θαμμένο Αρχαίο Θέατρο και έφθανε σε ευθεία γραμμή μέχρι την Πύλη των Φαρσάλων. Κατά μήκος της ανηφορικής διαδρομής αυτού του δρόμου άρχισαν να δημιουργούνται καταστήματα, τα περισσότερα των οποίων ήταν αρχικά λαδάδικα και ανήκαν σχεδόν όλα σε παραγωγούς από το Πήλιο, οι οποίοι είχαν μετακομίσει στη Λάρισα για να εμπορευτούν τις ελιές και το ελαιόλαδο που εν αφθονία παρήγαγε ο τόπος τους. Σταδιακά όμως τα «λαδάδικα» άρχισαν να μετατοπίζονται προς την οδό Παπαφλέσσα, παρ’ όλα αυτά όμως το συγκεκριμένο τμήμα της οδού Ακροπόλεως έμεινε για χρόνια γνωστό με το όνομα «τα Λαδάδικα».
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου, στη γωνία με τη σημερινή οδό Βενιζέλου, υπήρχε προπολεμικά το Φαρμακείο του Ηρακλή Καραθάνου, πατέρα του δημάρχου Δημητρίου Καραθάνου και μεταπολεμικά, μέχρι την έναρξη των εργασιών για την ανάδειξη του Αρχαίου Θεάτρου, δέσποζε στο ίδιο σημείο το ζαχαροπλαστείο του Έξαρχου. Αμέσως μετά στην ίδια πλευρά και για πολλά χρόνια λειτούργησε το πολυσύχναστο καφενείο του Χατζηγιάννη. Σ’ αυτό περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους πολλοί αργόσχολοι Λαρισαίοι, συζητώντας και παίζοντας διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια της εποχής.
Ακολουθούσαν μετά και άλλα καταστήματα, αλλά θα σταματήσουμε στο κτίριο όπου στεγάζονταν μέχρι το 1980 τα γραφεία της Ι. Μητροπόλεως Λαρίσης, πριν μεταφερθούν στη σημερινή τους θέση στη συνοικία της Φιλιππούπολης. Το κτίριο αυτό κτίσθηκε κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα από τον Γεώργιο Τσάπανο[1], θεωρούνταν ένα από τα καλύτερα αρχοντικά της πόλης και αρχικά ο ιδιοκτήτης εγκατέστησε σ’ αυτό την οικογένειά του. Ήταν διώροφο με υπόγειο, υπερυψωμένο σε ένα σημείο, λόγω της κατωφέρειας της οδού. Αργότερα στεγάσθηκε σ’ αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα η Νομομηχανική Υπηρεσία. Όταν αυτή μετακόμισε σε άλλο σημείο, το κτίριο το ενοικίασε ο Ηλίας Κύρκος[2] και το μετέτρεψε σε ξενοδοχείο με την επωνυμία «Αχίλλειον». Το «Αχίλλειον» ήταν ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της Λάρισας, το οποίο ο Ηλίας Κύρκος το διατηρούσε σε υψηλό επίπεδο καθαριότητας και περιποίησης. Το 1935, όταν στον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας τοποθετήθηκε ο Δωρόθεος Κοτταράς, ο μετέπειτα (1956) αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, το οίκημα αγοράσθηκε από τη Μητρόπολη. Σ’ αυτό εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της και διέμενε ο εκάστοτε μητροπολίτης. Κατά τον μεγάλο σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 έπαθε σοβαρές ζημιές, σε σημείο ώστε να είναι επικίνδυνη η παραμονή ανθρώπων στον επάνω όροφο. Όσο διαρκούσε ο πόλεμος και η κατοχή δεν έγινε καμιά εργασία επισκευής. Την περίοδο αυτή το αρχείο της Μητροπόλεως φυλάχθηκε στο καταφύγιο το οποίο βρισκόταν απέναντι από το κτίριο της Επισκοπής, κάτω από το ρολόι της πόλης. Μετά την απελευθέρωση και ιδίως μετά τον σεισμό του 1957, ο δεύτερος όροφος γκρεμίστηκε και διατηρήθηκε μόνο το ισόγειο με το υπόγειο. Συγχρόνως οικοδομήθηκε στη νότια πλευρά του παλαιού οικήματος και σε άμεση επαφή και επικοινωνία μαζί του, μια διώροφη σύγχρονη κατασκευή για να στεγάσει τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ιεράρχη, την αίθουσα υποδοχής και τα γραφεία της Μητροπόλεως. Το 1980, επί μητροπολίτου Σεραφείμ, μεταφέρθηκαν όλες οι υπηρεσίες της στο σημερινό κτίριο, ενώ το παλαιό έπειτα από πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες το 1992 κατεδαφίσθηκε, όπως και όλα τα υπόλοιπα, για να αποκαλυφθεί το Αρχαίο Θέατρο.
Αμέσως μετά, στη γωνία των οδών Ακροπόλεως και μητροπολίτου Αρσενίου, υπήρχε ένα διώροφο εντυπωσιακό οίκημα, το οποίο ανήκε στον Ευαγγέλου, έναν από τους πολλούς καπνοβιομηχάνους που διέθετε τα παλιά χρόνια η πόλη μας. Ήταν κτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό και κατά καιρούς στέγασε οικογένειες της υψηλής Λαρισαϊκής κοινωνίας. Από τον Ευαγγέλου το κτίριο περιήλθε μεταπολεμικά στην κατοχή του Δημητρίου Λαγού, συνταγματάρχη εν αποστρατεία, ο οποίος μάλιστα έλαβε μέρος στις δημοτικές εκλογές του 1951 με δικό του συνδυασμό. Δεν κατόρθωσε όμως να επικρατήσει του Δημητρίου Καραθάνου, ο οποίος εκλέχθηκε τελικά Δήμαρχος.
Δίπλα από το προηγούμενο, επί της οδού μητροπολίτου Αρσενίου και απέναντι από τα ερείπια της βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου του 6ου αιώνα, υπήρχε ένα όμορφο κτίριο κτισμένο στις αρχές του 20ού αιώνα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως γραφείο της Μητροπόλεως Λαρίσης και συγχρόνως ως κατοικία του μητροπολίτη Αρσενίου (1914-1934). Ο Αρσένιος Αφεντούλης ήταν τύπος απλός και καλοσυνάτος και προσέγγιζε τους ανθρώπους του λαού με αγάπη. Η θητεία του στη Μητρόπολη Λαρίσης έχει συνδεθεί στενά την περίοδο του εθνικού διχασμού με το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου, ενέργεια η οποία του στοίχισε την απομάκρυνση από τη Λάρισα και την εξορία του για τρία χρόνια στη Αμοργό.
Από την αριστερή πλευρά της ανόδου της οδού Ακροπόλεως υπήρχαν πολλά καταστήματα και κατοικίες, τα οποία κατά καιρούς άλλαζαν ενοίκους. Στη γωνία με την Μακεδονίας (Βενιζέλου) υπήρχε το καπνοπωλείο του Ευαγγέλου που ήταν ένα από τα παλαιότερα της Λάρισας. Ακολουθούσε ένας χώρος περιφραγμένος από το 1910, όταν ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος είχε εντοπίσει ένα μικρό τμήμα του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας.
Ακολουθούσε το κατάστημα αποικιακών ειδών του Μιχάλη Μανδραβέλη και εν συνεχεία το κατάστημα δερμάτων του Καϊμάκη. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής, καθώς είναι γνωστό ότι στη Λάρισα από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα υπήρχαν πολλά βυρσοδεψεία, εγκατεστημένα στη συνοικία Ταμπάκικα. Ακολούθως δέσποζε μια τριώροφη οικοδομή, ιδιοκτησίας και αυτή του γαιοκτήμονα Γεωργίου Τσάπανου, η οποία στέγασε την ωτορινολαρυγγολογική κλινική του Γεωργίου Τάρη για πολλά χρόνια. Μέχρι το τέλος της ανηφορικής οδού ακολουθούσαν δύο απλές κατοικίες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Ο γαιοκτήμονας Γεώργιος Τσάπανος καταγόταν από τη Φλώρινα και ήλθε στη Λάρισα περί το 1910. Αγόρασε μεγάλες αγροτικές εκτάσεις σε Γιάννουλη και Φαλάνη, οι οποίες όμως απαλλοτριώθηκαν με τον νόμο περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών και του έμεινε μόνον ένα μικρό μέρος, το οποίο αυτοκαλλιεργούσε. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους στην ιδέα να εγκαταλειφθεί η ασύμφορη μονοκαλλιέργεια του σίτου και να αντικατασταθεί από άλλες, οι οποίες απέφεραν υψηλότερα εισοδήματα. Ο Γεώργιος Τσάπανος πέθανε στην Αθήνα μεταπολεμικά σε προχωρημένη ηλικία.
[2]. Ο Ηλίας Κύρκος είχε για πολλά χρόνια και την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου «Μέγας Αλέξανδρος», ιδιοκτησίας Ηλία Κολέσκα, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Ίωνος Δραγούμη και Βασιλίσσης Φρειδερίκης (σήμερα Σκαρλάτου Σούτσου), απέναντι από το Ισραηλιτικό Σχολείο.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο τεκές του Κουρά εφέντη αγοράζεται από την Εθνική Τράπεζα


Ο τεκές του Κουρά  εφέντη αγοράζεται  από την Εθνική Τράπεζα

Το 1903 κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα πολύτομο έργο με τον τίτλο: The BURTON HOLMES Lectures και τον υπότιτλο: With Illustrations from Photographs By the Author. Complete in Ten Volumes. Ο τρίτος στη σειρά των δέκα τόμων αναφέρεται στην Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε ο συγγραφέας Burton Holmes μαζί με τη γυναίκα του και ένα άλλο φιλικό τους ζευγάρι, με την ευκαιρία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896. Κατά την παραμονή τους στη χώρα μας δεν αρκέσθηκαν μόνο να παρακολουθήσουν τις αθλητικές εκδηλώσεις των Αγώνων, αλλά επιδόθηκαν και σε ταξίδια στην ελληνική ενδοχώρα. Το τρίτο κεφάλαιο του τόμου αυτού έχει τον τίτλο The Wonders of Thessaly και σ’ αυτό περιγράφεται το ταξίδι τους στη Θεσσαλία. Αρχίζει από τον Βόλο όπου έφθασαν με πλοίο, συνεχίζεται σιδηροδρομικώς προς τη Λάρισα, παρακάμπτεται προς τα Τέμπη και καταλήγει στα Μετέωρα με άμαξες. Το κείμενο για τη Θεσσαλία περιέχει εκατό περίπου φωτογραφίες, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον, γιατί γνωρίζουμε ότι φωτογραφικές απόψεις της Θεσσαλίας από τα τέλη του 19ου αιώνα υπάρχουν σήμερα ελάχιστες.


Η σημερινή φωτογραφία αποτυπώνει την αναχώρησή τους από το ξενοδοχείο «Στέμμα» όπου είχαν καταλύσει, συνοδευόμενοι από δύο έφιππους αστυνομικούς. Αριστερά διακρίνεται η βορειοδυτική γωνία από το «Θέμιδος Μέλαθρον», δηλαδή το Δικαστικό Μέγαρο της Λάρισας, το οποίο στεγαζόταν στο πρώην τουρκικό Διοικητήριο, το οποίο, ως γνωστόν, βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία της σημερινής Κεντρικής πλατείας.
Στη συνέχεια υπάρχει διώροφο παλιό τουρκικό κτίσμα με σαχνισί, και πίσω του ένα τρουλωτό κτίσμα. Ψηλός τοίχος κυκλώνει, όπως φαίνεται, τα δύο κτίσματα. Στη θέση αυτή βρισκόταν επί τουρκοκρατίας ο τεκές του Κουρά Εφέντη [1].Ο τεκές αυτός διατηρήθηκε και μετά την απελευθέρωση της Λάρισας από τους Τούρκους το 1881. Όσο όμως οι τελευταίοι αραίωναν, τα τεμένη εγκαταλείπονταν και έμεναν κλειστά. Τελικά ο τεκές αυτός το 1898 αγοράστηκε από την Εθνική Τράπεζα. Το σχετικό συμβόλαιο αναφέρει: «..ενεφανίσθησαν αφ’ ενός ο Χασάν εφέντης Χατζή Μέτου, κάτοικος Λαρίσης, πνευματικός αρχηγός (Μουφτής) Λαρίσσης και Πρόεδρος της ενταύθα Οθωμανικής Κοινοτικής Βακουφικής Επιτροπής, παριστάνων ώδε υπό την ιδιότητά του ταύτην, δυνάμει του Νόμου, την άνω εν Λαρίσση επί των Βακουφίων Επιτροπήν, αφ’ ετέρου ο κ. Γεώργιος Α. Δεσίπρης [2], κάτοικος Λαρίσσης, διευθυντής του ενταύθα υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, εδρευούσης εν Αθήναις και εκπροσωπουμένης υπό του διοικητού αυτής κ. Στεφάνου Στρέϊτ, κατοίκου Αθηνών, ενεργών ώδε ως πληρεξούσιος της Εθνικής ταύτης Τραπέζης, δυνάμει του από εικοστής ογδόης Νοεμβρίου του έτους 1898 και υπ’ αριθμ. 190.033 πληρεξουσίου εγγράφου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Γλυκοφρύδου...». Η Τράπεζα κατεδάφισε όλα τα κτίσματα για να ανεγείρει στη θέση αυτή το νέο της κτίριο. Η εφημερίδα «Μικρά» της Λάρισας σε δημοσίευμά της στις 23 Οκτωβρίου 1905 αναφέρει ότι ο μηχανικός των Αθηνών Μπαλάνος εκπόνησε τη μελέτη του έργου κατασκευής του νέου κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα. Η ίδια εφημερίδα δύο περίπου χρόνια αργότερα (17 Ιουνίου 1907) γράφει ότι το κτίριο εγκαινιάσθηκε τον Ιούνιο του 1907 και συμπληρώνει: «Από της παρελθούσης εβδομάδος το ενταύθα Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης εγκατεστάθη εις το όπισθεν των πυρποληθέντων Δικαστηρίων λαμπρόν μέγαρον, το οποίον ιδίαις δαπάναις η Τράπεζα ωκοδόμησεν».
Στο βάθος της φωτογραφίας διακρίνεται ένα άλλο διώροφο κτίσμα το οποίο ήταν η κατοικία του δικηγόρου Γεωργίου Τέτση. Το όνομά του το συναντά κανείς τακτικά στην τοπική ζωή της Λάρισας άλλοτε ως δημοτικό σύμβουλο, άλλοτε πάλι ως πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης. Γύρω στα 1884 ο Γεώργιος Τέτσης αγόρασε την κατοικία αυτή από αποχωρούντα Τούρκο μπέη, για να στεγάσει την πολυμελή οικογένειά του. Η κατοικία αυτή βρισκόταν απέναντι από το σημερινό κτίριο της Τράπεζας Ελλάδος. Ακριβώς στη θέση αυτή σήμερα υπάρχει το ελεύθερο οικόπεδο που χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων. Αργότερα η κατοικία Τέτση χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει προσωρινά το Α’ Γυμνάσιο Λαρίσης. Από την οικογένειά του γνωστές έμειναν στην ιστορία της πόλης δύο κόρες του, η Αγγελική, η οποία εργάσθηκε ως δασκάλα οικοκυρικών στο Αρσάκειο της Λάρισας και η Ελένη, η γνωστή επαναστάτρια (La Rebelle), η οποία παντρεύτηκε τον γαιοκτήμονα Κωνσταντίνο Καρακίτη.
Ο δρόμος όπου βρίσκονται οι άμαξες είναι η Αλεξάνδρας (σημερινή Κύπρου) και ο κόσμος που παρακολουθεί με περιέργεια την αναχώρηση των ξένων βρίσκεται στο πεζοδρόμιο μπροστά από το ξενοδοχείο «Στέμμα».

—————————————-
[1]. Τεκέδες ήταν κάτι αντίστοιχο με τα χριστιανικά μοναστήρια, τα οποία φιλοξενούσαν τους δερβίσηδες, δηλαδή τους γνωστούς μουσουλμάνους στροβιλιζόμενους ασκητές. Παπαγιαννόπουλος Ιωάννης, Επαρχία Λαρίσης, Θεσσαλικά Χρονικά, έκτακτος έκδοσις επ’ ευκαιρία της πεντηκονταετηρίδος (1881-1931) από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας. Πανηγυρικός τόμος της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Θεσσαλών, Αθήναι (1935) σ. 282.
[2]. Ο Γεώργιος Δεσύπρης ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα που δραστηριοποιήθηκε σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής της Λάρισας (Πρόεδρος του αδελφάτου του Δημοτικού Νοσοκομείου, μέλος του Μουσικού Γυμναστικού Συλλόγου, μέλος οργανωτικής επιτροπής Ιππικών Αγώνων, κλπ). Έμεινε στη Λάρισα μέχρι τον θάνατό του το 1912. Μία από τις κόρες του, η Μαρία Δεσύπρη (1892-1976) τελείωσε το 1909 το Αρσάκειο της Λάρισας και το 1923 παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Σβώλο, καθηγητή πανεπιστημίου και πολιτικό. Η ίδια εξελέγη μεταπολεμικά δύο φορές βουλευτής με την ΕΔΑ, το 1958 και το 1961. Από τον καιρό που ήταν ακόμη νέα και ζούσε στη Λάρισα, πρωτοστατούσε στο τοπικό φεμινιστικό κίνημα μαζί με άλλες πρωτοπόρες γυναίκες της πόλης.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Το παλιό καπνεργοστάσιο


Μέλη του προσωπικού του καπνεργοστασίου της Λάρισας.  Στο μέσον o καπνέμπορος Αθανάσιος Καραλόπουλος.Μέλη του προσωπικού του καπνεργοστασίου της Λάρισας. Στο μέσον o καπνέμπορος Αθανάσιος Καραλόπουλος.

Λίγοι γνωρίζουν σήμερα ότι από το 1916 η Λάρισα διέθετε καπνεργοστάσιο, στο οποίο διάφορες τοπικές καπνοβιομηχανίες – και ήταν πολλές – παρασκεύαζαν τσιγάρα και μάλιστα ορισμένες απ’ αυτές εξαιρετικής ποιότητας. Το καπνεργοστάσιο αυτό βρισκόταν επί της οδού Φιλελλήνων, στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το μεγάλο κτίριο του ΟΤΕ.
Επί τουρκοκρατίας στο σημείο αυτό είχε κτισθεί από κάποιον Οθωμανό κάτοικο της Λάρισας μια ξυλόπηκτη [1] κατοικία. Μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1881 παρέμεινε ακατοίκητη με αποτέλεσμα σταδιακά να ερειπωθεί και να γίνει φωλιά πουλιών και ιδιαίτερα ποντικών, τα οποία λυμαίνονταν τα γειτονικά καταστήματα. Όταν το ελληνικό δημόσιο θέλησε να περιστείλει το λαθρεμπόριο του καπνού [2], χρειάσθηκε να κτίσει καπνεργοστάσιο στη Λάρισα. Για τον σκοπό αυτό, αγόρασε το 1916 το εν λόγω κτίσμα από τον Τούρκο ιδιοκτήτη, το κατεδάφισε και στη θέση του κατασκεύασε ένα επίμηκες ισόγειο κτίριο, μέσα στο οποίο εγκατέστησε «χαβάνια», δηλαδή κάτι πρωτόγονες μηχανές που έκοβαν σε πολύ ψιλά κομματάκια τα φύλλα καπνού. Οι καπνοβιομήχανοι προμήθευαν το εργοστάσιο με ποσότητες καπνού, τις έκαναν χαρμάνι με άλλες ποικιλίες και κατόπιν ειδικοί τεχνίτες χειρίζονταν τα χαβάνια και φρόντιζαν να κόβουν όσο το δυνατόν ψιλότερο τον καπνό. Τον κομμένο καπνό τον παραλάμβαναν εργάτες ή εργάτριες, τον χώριζαν σε μικρές τούφες των 25 γραμμαρίων και τον τοποθετούσαν σε ειδικά πακέτα, τα οποία στις δύο εξωτερικές πλευρές ήταν τυπωμένος ο λογότυπος της καπνοβιομηχανίας. Μέσα σε κάθε πακέτο τοποθετούσαν και μια ανάλογη ποσότητα τσιγαρόχαρτου, που είχε υδατογραφημένες τις λέξεις:  «Φόρος Καπνού». Το άνοιγμα του πακέτου έκλεινε με πράσινη ταινία ασφαλείας που ανέγραφε την ποσότητα του περιεχομένου και την αξία του φόρου. Τις ταινίες προμηθεύονταν οι καπνοβιομήχανοι από το Δημόσιο Ταμείο, προπληρώνοντας τον φόρο για την ποσότητα καπνού που θα επεξεργαζόταν στο Δημόσιο Καπνεργοστάσιο. Όταν τα πακέτα ήταν έτοιμα για εξαγωγή, ειδικός υπάλληλος του Δημοσίου τα σφράγιζε και τότε μόνον επιτρεπόταν να μεταφερθούν στα καπνοπωλεία προς κατανάλωση. Παρ’ όλο ότι η αξία του νομίμως κυκλοφορούντος καπνού ήταν πάμφθηνη, εν τούτοις λίγοι στις πόλεις και όλοι σχεδόν στην ύπαιθρο προτιμούσαν τα λαθραία, τα οποία τα εύρισκαν, όπως έλεγαν, γλυκόπιοτα. Και φυσικά η ζημιά που είχε το Δημόσιο ήταν μεγάλη.
Το κράτος για να αντιμετωπίσει τη λαθρεμπορία καπνού και τσιγαρόχαρτου θέσπισε   νόμο με τον οποίο καθιερώνονταν αυστηρότατες ποινές και στους λαθρέμπορους και στους λαθροκαπνιστές. Οι διώξεις αυτές όμως δεν στάθηκαν ικανές να καταπολεμήσουν το λαθρεμπόριο καπνού και μόνον η μηχανοποίηση των τσιγάρων, η βελτίωση της ποιότητας και η σχετικώς προσιτή τιμή το κατάφεραν. Καθώς με τον χρόνο οι καπνιστές αυξάνονταν και πλήθαιναν, η διαδικασία κατασκευής πέρασε από το στριφτό τσιγάρο στο χειροποίητο και στη συνέχεια ήλθαν τα μηχανοποίητα. Αυτή ήταν μια μεγάλη πρόοδος που άρχισε να σημειώνεται στη χώρα μας από το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Οι πρώτες τσιγαροποιητικές, ας τις ονομάσουμε, μηχανές έκαναν την παρουσία τους στην Αθήνα κατά το 1917 και στη Λάρισα έφθασαν αργότερα. Πρώτη τις έφερε η καπνοβιομηχανία των αδελφών Δράκου και τα τσιγάρα που πρόσφερε στην κατανάλωση έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από τους καπνιστές. Θεωρούνταν πιο εύγεστα γιατί παρασκευάζονταν από χαρμάνια καπνού της Θεσσαλίας και του Αγρινίου. Το παράδειγμα των αδελφών Δράκου ακολούθησαν και οι άλλοι κατασκευαστές και πωλητές τσιγάρων. Αμέσως έφερε μηχανή κατασκευής τσιγάρων ο Σαρμουσάκης και στη συνέχεια αρκετοί άλλοι όπως οι Βαγγέλης Ζαφειρόπουλος, Τσέλιος, Μαργαρίτης, Μπαλταδώρος, Αστερίου-Μπάρκας - Καμώνας, Βλαχάκης, Μπουρνόβας, Καραλόπουλος. Παρ’ ότι οι τοπικές καπνοβιομηχανίες  κυκλοφορούσαν τα προϊόντα τους στα στενά όρια του νομού, αφού παρόμοιες καπνοβιομηχανίες είχαν αναπτυχθεί και στον Βόλο και στην Ελασσόνα, εν τούτοις τα κέρδη τους ήταν σημαντικά, γιατί οι καπνιστές της περιοχής προτιμούσαν τα τσιγάρα του καπνεργοστασίου της Λάρισας.
Όλες αυτές οι καπνοβιομηχανίες κατάφεραν να επιζήσουν μέχρι το 1935. Επειδή στο διάστημα αυτό είχε αναπτυχθεί μεγάλος ανταγωνισμός με τις ραγδαίως εξελισσόμενες καπνοβιομηχανίες της Αθήνας και του Πειραιά, οι αγορές των επαρχιών  έχαναν σιγά-σιγά τις πωλήσεις τους όχι τόσο λόγω ποιοτικής υπεροχής, αλλά εμφανίσεως. Η μεγάλη κυκλοφορία που είχαν αρχίσει να έχουν πανελλήνια τις επέτρεπε να βελτιώνουν αισθητικά  τα κουτιά και το μεγαλύτερο μέρος των καπνιστών άρχισε να στρέφει τις προτιμήσεις του στις συσκευασίες που είχαν πολυτελή εμφάνιση. Φυσικό ήταν οι επαρχιακές να μη μπορέσουν να τις ακολουθήσουν. Τότε παρουσίασαν μεγάλη ανάπτυξη οι καπνοβιομηχανίες Καραβασίλη, Γιαννουκάκη-Πρωτοπαππά, Φίλη, Μπάρρα, Αρδίκη. Πολύ σύντομα όμως εκτοπίσθηκαν και αυτές από τις ήδη υπάρχουσες Παπαστράτου και Κεράνη. Για να δελεάζουν τους καπνιστές, οι βιομηχανίες των μεγάλων πόλεων κυκλοφορούσαν επιπλέον τσιγάρα με χρυσά επιστόμια, με φελλούς, καθώς και λεπτά για τις γυναίκες που τότε είχαν αρχίσει να καπνίζουν. Τα τελευταία αυτά τα ονόμαζαν «Ντάμες». Η βελτίωση αυτή έφερε τις επαρχιακές καπνοβιομηχανίες σε κατάσταση απόγνωσης. Η μία μετά την άλλη άρχισαν διαδοχικά να αναστέλλουν τις εργασίες τους.
Στα 1932 η κυβέρνηση Βενιζέλου, έπειτα από αίτημα των επαρχιακών καπνοβιομηχάνων, με ειδικό νόμο αύξησε τη φορολογία του καπνού. Με τα έσοδα από την αύξηση αυτή εξαγόραζε τις παραπαίουσες καπνοβιομηχανίες, αποζημίωνε το προσωπικό τους και τελικά οδηγήθηκαν στη διακοπή της παραγωγής. Από τη Λάρισα η μόνη η οποία επέζησε ήταν η καπνοβιομηχανία Δράκου, η οποία τελικά εξαγοράσθηκε το 1935. Κατά το 1939-40 ο Αθανάσιος Καραλόπουλος, με την οικονομική συμμετοχή και της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών Λαρίσης, αναβίωσε τη δική του βιομηχανία και την έθεσε σε λειτουργία. Παρ’ όλο ότι παρήγαγε καλής ποιότητος τσιγάρα δεν κατόρθωσε να κατακτήσει τόση πελατεία όση χρειαζόταν για να επιβιώσει και ξανάκλεισε τον ίδιο χρόνο. Ασχολήθηκε κατόπιν με το καπνεμπόριο, χρησιμοποιώντας έναν ιδιωτικό χώρο επί της οδού Σκαρλάτου Σούτσου ως αποθήκη. Οι Γερμανοί όμως το 1941 κατάσχεσαν ολόκληρο το περιεχόμενο της. Το 1945 ανανέωσε την άδεια παρασκευής τσιγάρων με την επωνυμία «Σιγαρέττα Όλυμπος» [3], αλλά τελικά το εργοστάσιο έκλεισε το 1955.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι από τον καιρό που ήλθαν οι πρώτες μηχανές αυτόματης παρασκευής τσιγάρων, μέχρι τον καιρό που άρχισε η εξαγορά των καπνοβιομηχανιών της Λάρισας, διευθυντής του καπνεργοστασίου ήταν ο Δ. Ροϊλός και από το 1926 είχε για βοηθό του τον Γεώργιο Ρολανάκη. Ο Ροϊλός ήταν αδελφός του μεγάλου ζωγράφου Γεωργίου Ροϊλού. Ο τελευταίος το 1929 έκανε στο καλλιτεχνικό εργαστήριο του φωτογραφείου Γεράσιμου Δαφνόπουλου έκθεση στη Λάρισα, η οποία αποτέλεσε μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός για την εποχή εκείνη[4].
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι σε μια γωνία της αυλής του χώρου του καπνεργοστασίου, που μέχρι το 1933 εξακολουθούσε να λειτουργεί γιατί υπήρχαν ακόμη Λαρισινές καπνοβιομηχανίες που έβγαζαν τσιγάρα, κτίστηκε ισόγειο οίκημα στο οποίο στεγάσθηκε το «Κέντρο Αυτομάτων Τηλεφώνων», η πρόδρομη μορφή του ΟΤΕ. Τριακόσιες συσκευές τοποθετήθηκαν τον Αύγουστο του 1934. Απ’ αυτές οι 200 κάλυψαν ιδιώτες συνδρομητές και 100 δημόσιες υπηρεσίες. Μέχρι τότε ιδιωτικά τηλέφωνα δεν υπήρχαν στη Λάρισα και από τις δημόσιες υπηρεσίες εξαίρεση αποτελούσαν η Νομαρχία και οι μεγάλες και μικρές στρατιωτικές μονάδες που είχαν δικό τους δίκτυο. Μεταπολεμικά, μετά τον διαχωρισμό των ΤΤΤ (Ταχυδρομείο-Τηλεγραφείο-Τηλεφωνείο) κτίσθηκε σε όλη την έκταση που καταλάμβανε το παλιό καπνεργοστάσιο, το σημερινό μεγάλο κτίριο του ΟΤΕ.


[1]. Τα ξυλόπηκτα ήταν κατοικίες με μια παρωχημένη δομική κατασκευή (τσατμάδες), στην οποία αρχικά κατασκευαζόταν ξύλινος σκελετός, στα διάκενα των οποίων τοποθετούσαν κλαδιά, καλάμια, λιθαράκια και άλλα υλικά, τα οποία επικαλύπτονταν με επίχρισμα.   
[2]. Την περίοδο εκείνη το 90% περίπου των καταναλωτών έκαναν λαθραία χρήση καπνού, σε τιμή κατά πολύ μικρότερη από εκείνη που πωλούνταν ο φορολογημένος καπνός. Το ίδιο συνέβαινε και στη λαθρεμπορία του τσιγαρόχαρτου.
[3]. Νούσια Αγλαΐα. Ένα πακέτο σιγαρέττων διηγείται, εφ. «Ελευθερία» φύλλο της 2ας Νοεμβρίου 1998.
[4]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός). Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 3ης Ιουνίου 1974.