Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΥ


Η βόρεια πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου. Άποψη των κτισμάτων της περιοχής. Φωτογραφία του 1970-71. Από το αρχείο του Γιώργου Κίττα.Η βόρεια πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου. Άποψη των κτισμάτων της περιοχής. Φωτογραφία του 1970-71. Από το αρχείο του Γιώργου Κίττα.
Η σημερινή φωτογραφία, με το κείμενο που τη συνοδεύει ας θεωρηθούν επετειακά. Και εξηγούμαι. Η στήλη αυτή δημοσιεύει σήμερα Κυριακή 29 Ιουλίου 2018 τη διακοσιοστή (200ή) φωτογραφία από την εμφάνισή της.
Ήταν 31 Αυγούστου 2014 όταν στην 4η σελίδα της Κυριακάτικης έκδοσης της εφημερίδας "Ελευθερία" πρωτοπαρουσιάσθηκε στους αναγνώστες της. Δράστης ο "συνήθης ύποπτος"[1], ο αρχισυντάκτης τότε της "Ελευθερίας" Χρήστος Τσαντήλας, ο οποίος είχε την έμπνευση της δημιουργίας της στήλης. Διακόσιες φωτογραφίες της παλιάς Λάρισας, οι περισσότερες σπάνιες, έχουν δημοσιευθεί, περιγραφεί και αναλυθεί μέσα σε τέσσερα περίπου χρόνια. Μια ολόκληρη παρακαταθήκη, ένα φωτογραφικό συναξάρι από την πρόσφατη ιστορία της Λάρισας.
Για τη σημερινή επετειακή ημέρα επιλέξαμε μια φωτογραφία από το αρχείο του φίλου και ευαίσθητου συμπολίτη μας, του Γιώργου Κίττα, ο οποίος συγκατένευσε με προθυμία να δώσει, μέσω του Θωμά Κυριάκου στη Φωτοθήκη Λάρισας, την άδεια να αντιγραφούν φωτογραφίες από το οικογενειακό του αρχείο. Η λήψη της συγκεκριμένης φωτογραφίας έγινε από την ταράτσα της πολυώροφης οικοδομής, η οποία βρίσκεται στη γωνία των οδών Πρωτοπαπαδάκη και Ασκληπιού. Ο φακός στράφηκε προς τον βορά και αποτύπωσε ένα μεγάλο κομμάτι της πλατείας Ταχυδρομείου, τα κτίσματα της βόρειας πλευράς και της γύρω περιοχής.
Η φωτογραφία εμφανίζει τρία επίπεδα. Το κάτω απεικονίζει την πλατεία Ταχυδρομείου έτσι όπως ήταν πριν τη σημερινή διαμόρφωσή της ως μέρος του συμπλέγματος Γλυπτός Ποταμός της Νέλλυς Γκόλαντα.
Στο δεύτερο επίπεδο διακρίνεται μέρος από τα κτίρια της βόρειας πλευράς της πλατείας. Αρχίζοντας από αριστερά διαγράφεται η οδός Ασκληπιού σκοτεινή, από τη σκιά των πολυώροφων οικοδομημάτων της, καθώς φαίνεται ότι η λήψη έγινε μια απογευματινή ηλιόλουστη ημέρα. Το πρώτο κτίριο είναι του Δημητρίου Πουλιάδη. Ήταν διώροφο με υπερυψωμένο υπόγειο και ως χρονολογία κατασκευής του αναφέρεται το 1910. Ο Πουλιάδης ήταν εμπειροτεχνίτης και εργολήπτης δημοσίων και ιδιωτικών κατασκευών. Μετά τον θάνατό του το αρχοντικό περιήλθε στην κυριότητα του ανεψιού του Αθανασίου Γουνιτσιώτη, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα ψιλικών επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου σήμερα). Απ’ αυτόν το αγόρασε το 1952 ο ιατρός Γεώργιος Κατσίγρας, με την προοπτική να το χρησιμοποιήσει για να στεγάσει την οικογένειά του, γεγονός το οποίο τελικά δεν ευοδώθηκε. Έπειτα από τη σεισμική δόνηση του 1953 το κτίριο θεωρήθηκε επικίνδυνο, έμεινε για πολλά χρόνια ακατοίκητο και το 1978 ο ιδιοκτήτης το κατεδάφισε και κατασκευάσθηκε η πολυώροφη οικοδομή που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Μεσολαβεί ένας χώρος πρασίνου που προέρχεται από τις αυλές των δύο γειτονικών κτισμάτων και ακολουθεί το κτίριο του οδοντιάτρου Νικολάου Παρίση. Κτίσθηκε το 1931. Η οικογένεια στεγάσθηκε στον επάνω όροφο, ενώ στο ισόγειο αναπτύχθηκε το οδοντιατρείο του. Το 1941 από τον σεισμό καταστράφηκε ο επάνω όροφος, το κτίριο διαμορφώθηκε ως ισόγειο και το 1952 προστέθηκε εκ νέου ο επάνω όροφος. Με την κατασκευή αυτή το κτίριο επανήλθε οικοδομικά στην αρχική του κατάσταση. Και αυτό κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κατασκευάσθηκε πολυώροφο κτίριο.
Στη συνέχεια υπάρχει μια σειρά από χαμηλά κτίρια μέχρι την οδό Παναγούλη, τα οποία αρχικά υπάγονταν στο συγκρότημα του Ταχυδρομείου. Όταν κατά το 1930 οι υπηρεσίες των ΤΤΤ (τριών Τ, δηλ. Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο, Τηλεφωνείο) μετακόμισαν, τα κτίρια νοικιάσθηκαν σε πολλούς επαγγελματίες, από τους οποίους πιο ξακουστός υπήρξε ο Θανασάκης Παπαθανασίου, γνωστός και ως Πασσαδάκιας με την ομώνυμη ταβέρνα του. Το διάστημα 1948-1952 οι αδελφοί Νικόλαος και Νικήτας Μάρκας αγόρασαν σταδιακά τα τέσσερα μερίδια των κληρονόμων, στους οποίους ανήκε το κτίσμα, μαζί με το αντίστοιχο οικόπεδο και δημιούργησαν το Grand Hotel.
Το τελευταίο κτίριο δεξιά είναι το αρχοντικό του δικηγόρου Νικολάου Καραστεργίου, ο οποίο διετέλεσε βουλευτής, πρόεδρος του Δικηγορικούς Συλλόγου και περιέργως επιτυχημένος επιχειρηματίας. Κτίσθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν διώροφο με ημιυπόγειο και είχε άφθονα νεοκλασικά στοιχεία κυρίως στην πρόσοψη. Τελευταία ιδιοκτήτρια ήταν η Βίνα Μαντζανή. Κατεδαφίσθηκε την τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων του 1999 και στη θέση του δημιουργήθηκε πολυώροφη οικοδομή.
Στο τρίτο επίπεδο απεικονίζονται διάφορα εμβληματικά κτίσματα της Λάρισας. Πίσω από το σπίτι του Νικολάου Παρίση και των υπολειμμάτων του Ταχυδρομείου διακρίνεται η καμπύλη σκεπή του κινηματοθεάτρου "Πάλλας" του Μιχαήλ Τζεζαϊρλίδη, με το περίφημο συρόμενο άνοιγμα της οροφής, κατασκευή η οποία στο παιδικό μας μυαλό φάνταζε σαν κατασκευαστικό θαύμα. Το οικοδόμημα του "Πάλλας", έργο του 1936, έχει κατασκευασθεί από τον περίφημο αρχιτέκτονα Κολονέλο, ο οποίος κατά τη διάρκεια της προπολεμικής περιόδου έκτισε και άλλες όμορφες κατοικίες στη Λάρισα. Απ' αυτές κάποιες επιβιώνουν μέχρι σήμερα, όπως και ο κινηματογράφος. Το "Πάλλας" τα τελευταία χρόνια κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως διατηρητέο μνημείο. Δεξιότερα αναγνωρίζεται η ισόγεια κατοικία της οικογένειας Παντοστόπουλου, την οποία είχε κτίσει στις αρχές του 20ού αιώνα ο περίφημος φωτογράφος-ζωγράφος της Λάρισας Ιωάννης Παντοστόπουλος. Πίσω απ' αυτήν διακρίνεται η πολυκατοικία Κίττα, η οποία καταλαμβάνει τη γωνία Κούμα και Παναγούλη και βρίσκεται στο τελευταίο κατασκευαστικό στάδιο.
Τελευταίο αναγνωρίσιμο και εμβληματικό κτίριο της φωτογραφίας είναι το εκπαιδευτικό συγκρότημα του Ιάκωβου Μπόκαρη, το οποίο στη φωτογραφία βρίσκεται δεξιότερα από την οικοδομή Κίττα. Ήταν ένα ιστορικό ιδιωτικό εκπαιδευτήριο από το οποίο αποφοίτησαν πολλές προσωπικότητες της σημερινής Λάρισας.
Πιστεύω ότι η προσεκτική μελέτη της σημερινής εικόνας θα ευαισθητοποιήσει πολλούς συμπολίτες, αφού η λήψη της είναι μεταπολεμική και χρονολογείται γύρω στα 1970-71.
----------------------------------
[1]. Ο Χρήστος Τσαντήλας ήταν και ο εμπνευστής της ιστορικής στήλης "Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα", η οποία δημοσιεύεται κάθε Τετάρτη ανελλιπώς από την 1η Ιανουαρίου 2014 μέχρι σήμερα, δηλ. εδώ και 4,5 και πλέον χρόνια.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις..

Η ΓΕΦΥΡΑ ΜΕ ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ ΜΠΕΗ


Το τζαμί του Χασάν μπέη όπως διακρίνεται από την έξοδο της γέφυρας προς τον Πέρα μαχαλά. Φωτογραφία από το περιοδικό της Νέας Υόρκης Harper's Weekly της 9ης Μαΐου 1897. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΤο τζαμί του Χασάν μπέη όπως διακρίνεται από την έξοδο της γέφυρας προς τον Πέρα μαχαλά. Φωτογραφία από το περιοδικό της Νέας Υόρκης Harper's Weekly της 9ης Μαΐου 1897. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 ήταν μια προαναγγελθείσα εχθρική διαμάχη μεταξύ δύο γειτονικών κρατών, έπειτα από τα γεγονότα της Κρήτης που είχαν προηγηθεί.
Περίεργες πολιτικές διαδικασίες, στρατιωτικές προετοιμασίες και συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου αριθμού ένοπλων δυνάμεων κοντά στη μεθοριακή γραμμή Ελλάδας - Τουρκίας, ανάγκασαν τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία και τις εφημερίδες της Ευρώπης και της Αμερικής να αποστείλουν στη Θεσσαλία δημοσιογράφους και φωτογράφους για να καλύψουν τις αναμενόμενες πολεμικές εχθροπραξίες. Οι τελευταίοι, παράλληλα με την ενημέρωση γύρω από την εξέλιξη του πολέμου, περιέγραφαν στους αναγνώστες τους και τα παραλειπόμενα από τη διαμονή τους στη Λάρισα, η οποία τότε είχε κατακλυστεί από την παρουσία τους. Με την πληθώρα των πληροφοριών που υπάρχουν από τα δημοσιεύματα αυτά και από τις εικόνες που τα συνόδευαν, έχει δημιουργηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορική και απεικονιστική φιλολογία, η οποία μέχρι πρότινος έμενε αναξιοποίητη. Η ομάδα της Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας εδώ και μερικά χρόνια, μεταξύ των άλλων, έχει αρχίσει να αναζητεί σε όλες τις μεγάλες βιβλιοθήκες του κόσμου βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, φυλλάδια και φωτογραφίες, τα οποία αναφέρονται στην περίοδο εκείνη, τα ψηφιοποιεί, τα ταξινομεί και τα αποθηκεύει.
Η σημερινή εικόνα έχει αποδελτιωθεί από το εβδομαδιαίο περιοδικό της Νέας Υόρκης Harper's Weekly, με ημερομηνία 9 Μαΐου 1897, την οποία εντόπισε ο Θανάσης Μπετχαβές. Απεικονίζει δύο Οθωμανούς με τη χαρακτηριστική ενδυμασία τους, να στηρίζονται στα ξύλινα στηθαία της μεγάλης λίθινης γέφυρας του Πηνειού, με φόντο το τζαμί του Χασάν μπέη. Στη φωτογραφία η μορφή της γέφυρας παραμένει εκείνη που είχε μετασκευάσει το 1886 ένα τάγμα μηχανικού του ελληνικού στρατού, με σκοπό να την διαπλατύνει και να απομακρύνει τα ογκώδη και αντιαισθητικά πέτρινα στηθαία, τα οποία διατηρούσε από την περίοδο της τουρκοκρατίας[1]. Με τις βελτιώσεις αυτές και τη διαπλάτυνση δόθηκε η ευκαιρία να κατασκευασθούν εκατέρωθεν πεζοδρόμια και επιπλέον να γίνει ασφαλής η διασταύρωση αμαξών μέσα στη γέφυρα. Στη θέση των λίθινων στηθαίων τοποθετήθηκαν και από τις δύο πλευρές ισχυρά ξύλινα κιγκλιδώματα σε σχήμα Χ.
Στο βάθος της φωτογραφίας προβάλλει το τζαμί του Χασάν μπέη, το πιο παλιό απ’ όλα τα τζαμιά και το πιο επιβλητικό. Βρισκόταν σε μια ελαφρώς υπερυψωμένη τοποθεσία, στην είσοδο της πόλης, δεξιά καθώς έβγαινε κανείς από την όμορφη λίθινη γέφυρα του Πηνειού, για να οδηγηθεί στο κέντρο της. Είχε κτισθεί στις αρχές του 16ου αιώνα από τον Χασάν μπέη, εγγονό του Τούρκου κατακτητή της Θεσσαλίας (1423) Τουρχάν μπέη. Σύμφωνα με την παράδοση είχε ανεγερθεί πάνω στο χώρο βυζαντινής εκκλησίας, αφιερωμένης στη Σοφία του Θεού, στη θέση της οποίας κατά την κλασική περίοδο υπήρχε αρχαίο ιερό προς τιμήν της θεάς Δήμητρας[2]. Ένα ακόμη παράδειγμα χρονικής αλληλουχίας των θρησκειών από τα πολλά που συναντάμε τις τελευταίες χιλιετίες και σε άλλες περιοχές της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Δωδεκάθεο – Χριστιανισμός – Μωαμεθανισμός στην ίδια θέση λατρείας, αλλά με διαφορετική αρχιτεκτονική μορφή. Και μάλιστα πολλές φορές οικοδομικό υλικό από το παλαιότερο κτίσμα ενσωματωνόταν έντεχνα στο νεότερο. Χαρακτηριστική ήταν η παρουσία στο εσωτερικό του τεσσάρων κιόνων από το περίφημο πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο της Χασάμπαλης (ατρακηνός λίθος). Πολλοί πίστευαν ότι οι κίονες αυτοί στόλιζαν και τη βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Σοφίας που προϋπήρχε και απλώς οι μουσουλμάνοι τούς διατήρησαν και στο τζαμί που έκτισαν στην ίδια θέση.
Το τζαμί αυτό ήταν το επισημότερο της Λάρισας και ένα από τα σπουδαιότερα του ελληνικού χώρου. Διατηρήθηκε εν λειτουργία επί τετρακόσια και πλέον χρόνια. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και την αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους του μουσουλμανικού στοιχείου από τη Λάρισα εγκαταλείφθηκε εντελώς, με αποτέλεσμα να υποστεί σημαντικές φθορές. Έτσι το 1906 το περίλαμπρο τζαμί του Χασάν Μπέη, που σχεδίασαν όλοι σχεδόν οι περιηγητές-ζωγράφοι οι οποίοι επισκέφθηκαν τη Λάρισα, άρχισε να κατεδαφίζεται.
Ήταν ένα κομψό κτίριο, όχι πολύ μεγάλο, με συμμετρικές αναλογίες, που η θέση του σε ύψωμα του πρόσδιδε ύψος και μεγαλοπρέπεια. Είχε τετράγωνη κάτοψη και καλυπτόταν από τρούλο χωρίς παράθυρα (τυφλό). Ο μιναρές ήταν πολύ ψηλός και η κωνική του απόληξη ήταν ορατή απ' όλα τα σημεία της πόλης καθώς λόγχιζε τον ουρανό της Λάρισας. Στη βόρεια πλευρά υπήρχε στοά με τρία ανοίγματα. Το τρίτοξο αυτό προστώο, το οποίο στη στέγη του έφερε τρεις μικρούς ημισφαιρικούς τρούλους, ομοιάζει με το αντίστοιχο προστώο που υπήρχε και στο Γενί τζαμί, αλλά σήμερα έχει αλλοιωθεί από σύγχρονες επεμβάσεις. Από τη θέση της στοάς είχε κανείς μια υπέροχη θέα στη μεγάλη λίθινη εννιάτοξη γέφυρα του Πηνειού, στο Αλκαζάρ και με καθαρή ατμόσφαιρα μπορούσε να διακρίνει με τηλεσκόπιο τα υψώματα της Μελούνας και τον Κάτω Όλυμπο.
Δεξιά στη φωτογραφία, δίπλα στο τζαμί, διαγράφεται ένας περιτοιχισμένος χώρος, στο κέντρο του οποίου υψώνεται μία καπνοδόχος. Είναι ο χώρος όπου στεγαζόταν μέχρι το 1941 η Αποθήκη Υλικού Πολέμου. Αριστερά το απεικονιζόμενο κτίριο διατηρείτο μέχρι πριν λίγα χρόνια, σήμερα όμως "ανακαινίσθηκε εκ βάθρων". Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι σε ολόκληρη την έκταση της φωτογραφίας δεν παρατηρούνται άλλα πρόσωπα, πλην των δύο εμπρός και η πόλη φαίνεται άδεια. Είναι οι πρώτες ημέρες μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Τούρκους το 1897, και φαίνεται ότι όλοι σχεδόν οι Λαρισαίοι προφανώς την είχαν ήδη εγκαταλείψει.
----------------------------------------------
[1]. Παπασταύρου Αμαλία, Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση, από 1-14 Απριλίου 1897, Αλεξάνδρεια (1897) σελ. 3: «... κατά την επιστρατείαν εκείνην (1886), το μόνον περιφανές έργον της [πολιτείας] ήτο η γέφυρα της Λαρίσσης, ήτις ηυξύνθη υπό του λόχου του μηχανικού επί στρατηγίας Σαπουντσάκη».
[2]. Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996) σ. 340 - 341.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η Λάρισα του Βλάση Γαβριηλίδη (1890)

Τμήμα της Λάρισας δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση. Εμφάνιση αμιγώς τουρκική. Φωτογραφία από την πλημμύρα της 15ης Οκτωβρίου 1883. Συλλογή ΔΕΥΑΛ
Τμήμα της Λάρισας δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση. Εμφάνιση αμιγώς τουρκική. Φωτογραφία από την πλημμύρα της 15ης Οκτωβρίου 1883. Συλλογή ΔΕΥΑΛ
Το 1890 ο δημοσιογράφος Βλάσης Γαβριηλίδης[1] επισκέφθηκε τη Θεσσαλία και λίγους μήνες αργότερα (Μάρτιος-Απρίλιος 1891) δημοσίευσε σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ακρόπολις" τις εντυπώσεις του από τη νεοπροσαρτηθείσα περιοχή στο ελληνικό βασίλειο.
Τα κείμενά του επιγράφονταν "Ανά την Θεσσαλίαν", έφεραν τον υπότιτλο "Εντυπώσεις - Κρίσεις - Πληροφορίαι - Αντιλήψεις - Πρόσωπα - Πράγματα - Τόποι - Αρχαί", και τα υπέγραφε ως "Έλλην".
Το οδοιπορικό του στη Θεσσαλία είναι ένα μείγμα πολύτιμων περιγραφών, αλλά και ενσυνείδητων (δημοσιογραφική αδεία) υπερβολών. Προσπαθεί να καταγράψει όλα τα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης θεσσαλικής κοινωνίας μετά την απελευθέρωση από τον μακραίωνο τουρκικό ζυγό, να προβάλει την προσπάθεια που καταβάλλεται για την οικονομική ανάπτυξή της και να αναφέρει ασήμαντες πληροφορίες, αλλά για τον ίδιο περίεργες και ενδιαφέρουσες. Χαίρεται γιατί βλέπει τη Λάρισα να αναγεννιέται και να εξελίσσεται σε μια σύγχρονη πολιτεία, χωρίς όμως να παραλείπει να καυτηριάζει και να ειρωνεύεται τα κακώς κείμενα. Τον εντυπωσιάζει "ο ανακαινιστικός άνεμος που φυσούσε στην πολυάνθρωπη επαρχιώτικη, αλλά και κοσμοπολίτικη Λάρισα". Δεν υστερεί επίσης να αναφέρει και τους τρόπους αναδιοργάνωσης της νέας Λάρισας, η οποία αναζητά να απαλλαγεί όσο το δυνατόν συντομότερα από την τουρκογενή κληρονομιά της.
Ο Γαβριηλίδης παρουσιάζεται εδώ σαν ένας κοσμοπολίτης περιηγητής, ο οποίος έχει σαν κίνητρο να αποκαλύψει τη μυστική ομορφιά του ανεξερεύνητου. Θεωρώ ότι είναι ένα κείμενο το οποίο πρέπει να διαβαστεί από τους σύγχρονους Λαρισαίους, γιατί βλέπει την πόλη από άλλη οπτική γωνία, σαν ένας καθημερινός επισκέπτης, και τα αναφερόμενά του αποστασιοποιούνται από την αυστηρή ματιά ενός ιστορικού ερευνητή.
Τα αποσπάσματα των εντυπώσεων του Βλάση Γαβριηλίδη από τη Θεσσαλία που θα ακολουθήσουν, εστιάζονται αποκλειστικά στη Λάρισα. Διατηρείται η γλώσσα του κειμένου του, η καθαρεύουσα της εποχής εκείνης, την οποία μόνον ο ίδιος μπορεί να χειρισθεί με τόσο γοητευτικό τρόπο και σαγηνευτική απόδοση. Αυτός ο ίδιος που πρωτοστάτησε το 1901 κατά τη μετάφραση στη δημοτική γλώσσα του κειμένου των Ευαγγελίων κατά τα αιματηρά "Ευαγγελικά". Γράφει ο Βλάσης Γαβριηλίδης:
"Εφθάσαμεν εις Λάρισσαν! Αληθής από του σταθμού φαντασμαγορία. Πεδιάς, σπίτια, ποταμός, δένδρα, μιναρέδες και εις το βάθος ο Όλυμπος! Το σύνολον της εικόνος απαράμιλλον… Δύο χιλιάδες οικοδομαί και είκοσι ή εικοσιπέντε μιναρέδες παρέχουσιν εις την Λάρισσαν ποίησιν και πανηγυρικότητα και γραφικότητα όσον ολίγαι κέκτηνται πόλεις. Αφαιρέσατε τους μιναρέδες, κ' έχετε πόρρωθεν πολυπληθές χωρίον. Προσθέσατέ τους κ' έχετε την Λάρισσαν. Την Λάρισσαν την νέαν, την ανοιχτόδρομον, την ρυμοτομηθείσαν, την με γραμμάς ευρείας, τολμηράς, την υποστάσαν αληθές ξεκοίλιασμα[2], την ξετουρκωθείσαν, την εξελληνισθείσαν, την Λάρισσαν με το ευρύ της μέλλον … Η Λάρισσα υπέστη το φοβερόν της ξεκοίλιασμα και ήνοιξεν, ηύρυνε δρόμους εις παρισινά μπουλεβάρ, εκανόνισεν ευθείας, εμόφωσε πλατείας, έκοψεν, έρραψεν, έκαψεν, εκρήμνισεν, ηύθυνεν, όλα αυτά με έν δάνειον δημοτικόν 500.000 δραχμών, του οποίου αι 250,000 δεν εδαπανήθησσν, εκ δε των δαπανηθεισών, αντικρύσθησαν μεν αι δαπάναι της ρυμοτομίας, επληρώθησαν δέ αι αποζημιώσεις και εξεφύτρωσαν συνοικίαι ολόκληροι μαγαζειών δημοτικών, προς δε και Ξενοδοχείον του δήμου[3], διότι στερείται τοιούτων ευπρεπών η Πηνειούπολις …
Ενδιαφέρουσα δια την ποικιλίαν των φυλών της, την ζωήν της την πολλήν, δια την δημιουργικήν της κίνησιν, δια το παράδοξον της εικόνος της, δια την γοργότητα της αναπτύξεώς της, δια το μέλλον της το εύελπι. Είναι πόλις εν ζυμώσει. Όστις θέλει να ιδή κυοφορουμένας πόλεις, ας την επισκεφθή. Παρουσιάζει το θέαμα οικίας κτιζόμενης. Η Λάρισσα κτίζεται. Όλα γίνονται τώρα. Δρόμοι, πλατείαι, καταστήματα, οικοδομαί, ξενοδοχεία, εμπορικά, αγοραί. Σχεδόν και άνθρωποι. Διότι η Λάρισσα είναι χωρίς Λαρισσηνούς. Βλέπεις Αθηναίους, Πελοποννησίους, Στερεοελλαδίτας, Οθωμανούς, Εβραίους, Βλάχους, Γκέγκηδες, Ιταλούς, Φράγκους, Κωνσταντινουπολίτας, μόνον Λαρισσηνούς δεν βλέπεις. Πού είναι; Γίνονται. Βράζουν …
[Η Λάρισα είναι κάτι] μεταξύ Τουρκοπόλεως, Χριστιανουπόλεως, Εβραιοπόλεως, Ευρωποπόλεως. Δικασταί ανακατωμένοι με στρατιωτικούς, στρατιωτικοί με πολίτας, χανούμισσαι με Εβραίας. Διερμηνείς του Κορανίου με δεσποτάδες, χαμάμηδες με ελληνοδιδασκάλους, Ταλμούδ[4] και Ροβινσών, Εσθήρ και φουστανέλα, μελωδία εβραϊκή και απαγγελία ελληνική, αμανές και Τροβατόρε, γιαούρτι και κρέμα, αρνί αλά παλληκάρ και σαπουνοχαλβάς, Τσάμης[5] ξενοδόχος πρώην αρματωλός και Κωτσάκης εφέτης με όλον τον "μη μου άπτου" νεοπολιτισμόν του, λησταί εις τας φυλακάς και λησταί έξω των φυλακών, Όλυμπος δεξιά και αριστερά μουσική στρατιωτική με καδρίλιες του Όφενμπαχ, βλαχόκαλτσα και πτερνιστήρες, οικοδέσποιναι γαλλίδες ψωνίζουσαι εις την αγοράν και σαρακοντούτιδες χαλβαδόπλασται Λαρισσηναί ερωμέναι ληστών, έν μέγα καφενείον… χρυσοχοεία εγχώρια και χρυσοχοεία Ευρώπης, Δημαρχείον το οποίον καταρρέει και ξενοδοχείον του δημαρχείου το οποίον κτίζεται, δήμαρχος όστις είνε Ιθακήσιος[6] και πολιτευταί Λαρίσσης φαινόμενοι ως Ανατολίται, δικηγόροι από κάθε καρυδιάς καρύδι και ιατροί των οποίων ουδείς είνε εκ Λαρίσσης[7], μία Γέφυρα ήτις αριθμεί αιώνας και εφ' ής βλέπω χαραγμένον το σύγχρονον όνομα του στρατηγού Σαπουντζάκη, ποταμός όστις είνε πλωτός αλλ' άνευ ουδενός πλοιαρίου, σακκάδες οίτινες πωλούν νερό εφ' ίππων εντός δερματίνων σάκκων, στρατώνες πολυάριθμοι προσδίδοντες εις την πόλιν όψιν στρατοπέδου άνευ στρατού και ιππικόν άνευ ίππων. Ιδού η Λάρισα au vol d' oiseau (όπως βλέπουν τα πουλιά και μεταφορικά, με μια ματιά).
Το μεγαλύτερόν της θέλγητρον ο Πηνειός! Αι πόλεις ή παρά θάλασσαν ή με ποταμόν. Ο φίλος μεθ' ού περιδιάβαζον, εκ της από της γεφύρας θέας προς την δενδρόφυτον παρά τον Πηνειόν πλατείαν[8]…όπου μουσική, καφενείον εν κομψώ περιπτέρω, δένδρα πυκνά, ενόμισεν ότι ευρίσκεται εις τον Δούναβιν, παρά γερμανικήν κωμόπολιν… νεαροί βέηδες με τα πυργωτά φέσια των επί θυμοειδών ευμόρφων ίππων, διεσταύρουν και εκύκλουν τον κάμπον, ενώ Λαρισσόπουλα άρρενα και θήλεα εξώρμουν από του σχολείου ως ατίθασοι πώλοι εις το λιβάδι, μετά φωνών, γελώτων, κυνηγητού, πόρρωθεν δε ανεμίγνυεν αρκετά αηδείς και ασυναρτήτους μελωδίας η ανακρουομένη μουσική του Συντάγματος[9].
Εξ όλων αυτών, ο παρά τον Πηνειόν περίπατος μοί εφάνη ως το αναψυκτικώτερον των ατμοφαιρικών λουτρών".
----------------------------------------------
[1]. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης (1848 Κωνσταντινούπολη-1920 Αθήνα) μαθήτευσε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και συνέχισε τις σπουδές του στη φιλολογία και τις πολιτικές επιστήμες στη Λειψία. Από το 1868 βρέθηκε στην Πόλη όπου δημοσιογραφούσε σε περιοδικά και εφημερίδες, αλλά το 1877 αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Αθήνα ώστε να αποφύγει τη σύλληψή του από τους Οθωμανούς για την επαναστατική του αρθρογραφία. Στην Ελλάδα εξελίχθηκε σε διακεκριμένο δημοσιογράφο και τον Οκτώβριο του 1883 κυκλοφόρησε την εφημερίδα "Ακρόπολις", στην οποία μεταξύ των άλλων δημοσίευε σε συνέχειες πολλά κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
[2]. Ξεκοίλιασμα: μετάφραση του ιταλικού όρου sventramento, ο οποίος καθιερώθηκε για τις πόλεις εκείνες που εξυγιαίνονται ριζικώς οικοδομικά και ρυμοτομικά. Βλέπε: Βλασίου Γαβριηλίδου, Ανά την Θεσσαλίαν, εισαγωγή-επιμέλεια Γιάννης Α. Σακκελίων, Καίτη Γιαννούλου-Γιαννουκάκου, εκδ. "Έλλα", Λάρισα [1998] σελ. 83. Πρόκειται για μια ευπρεπή ανατύπωση με Προοίμιο, Εισαγωγή και Σχόλια, από τον εκδοτικό οίκο της πόλης μας "Ελλα" του αείμνηστου Αλέκου Ζούκα.
[3]. Ο Γαβριηλίδης αναφέρεται στο ξενοδοχείο "Το Στέμμα", το οποίο άρχισε να κτίζεται το 1887, επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη.
[4]. Το Ταλμούδ είναι το δεύτερο σε σπουδαιότητα ιερό κείμενο των Εβραίων και αποτελεί τη συνέχεια της Ιουδαϊκής Βίβλου.
[5]. Τσάμης ονομαζόταν ο κάτοικος της Τσαμουριάς, περιοχής της Θεσπρωτίας. Προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις, του γνωστού σήμερα ως Καλαμάς.
[6]. Αναφέρεται στον Διονύσιο Γαλάτη από την Ιθάκη, ο οποίος βρέθηκε στη Λάρισα κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας εμπορευόμενος τον θεσσαλικό σίτο και ο οποίος διετέλεσε δήμαρχος κατά τα έτη 1877 - 1891.
[7]. Όσον αφορά τους ιατρούς ο Γαβριηλίδης δεν είναι καλά ενημερωμένος. Τη χρονολογία της επίσκεψής του (1890) η πλειονότητά τους ήταν Λαρισαίοι (Αναστάσιος Ζαρμάνης, Αχιλλεύς Λογιωτάτου, Αχιλλεύς Αστεριάδης, Γεώργιος Σακελλαρίδης και άλλοι).
[8].Εννοεί την αριστερή παρόχθια περιοχή του Πηνειού και το Άλσος των Μουσών (Αλκαζάρ), όπου σήμερα βρίσκεται το Κηποθέατρο.
[9]. Το 1883 επί δημαρχίας Αργυρίου Διδίκα, κατασκευάστηκε στην περιοχή του Αλκαζάρ μαρμάρινη στρόγγυλη υπερυψωμένη εξέδρα, στην οποία εκτελούσε διάφορα μουσικά προγράμματα η στρατιωτική μπάντα, για να ψυχαγωγούνται οι περιπατητές. Το 1896 επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Αναστασιάδη η εξέδρα μεταφέρθηκε στην Κεντρική πλατεία.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Δρόμος της Λάρισας (1851)

Δρόμος της Λαρίσσης. Χαρακτικό από το οδοιπορικό του Hippolyte Lapeyre,"Journal d‘ un voyageur en Egypte, en Grèce et en Turquie". 1851. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Δρόμος της Λαρίσσης. Χαρακτικό από το οδοιπορικό του Hippolyte Lapeyre,"Journal d‘ un voyageur en Egypte, en Grèce et en Turquie". 1851. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.
Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Γάλλος Hippolyte Lapeyre, γραμματέας της Α. Ε. του Σαμί Πασά, με παρέα λιγοστών φίλων του, πραγματοποίησε ένα μακρινό και πολυμηνο ταξίδι.
Περιηγήθηκε την Αίγυπτο, την Τουρκία και ολοκλήρωσε το οδοιπορικό του με την Ελλάδα, η οποία είχε μόλις τρεις περίπου δεκαετίες ελεύθερου βίου και η έκτασή της προς βορράν έφθανε μέχρι τον Δομοκό. Όπως ήταν τότε η συνήθεια, ολοκληρώνοντας το ταξίδι του ο Lapeyre κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε ένα λεπτομερές οδοιπορικό που είχε τον τίτλο: Journal d‘ un voyageur en Egypt, en Grece et en Turquie [Το ημερολόγιο ενός ταξιδιώτη στην Αίγυπτο, την Ελλάδα και την Τουρκία].
Το 1851 στην εβδομαδιαία εφημερίδα των Παρισίων L’ Illustration Journal Universel[1], δημοσιεύθηκε ένα μέρος των εντυπώσεών του που έχει σχέση με την περιοχή μας, με τίτλο: «Larisse, le mont Olymp, le mont Ossa. Aly Tchucca, Histoire d’ un chef de Brigands» [Λάρισα, Όλυμπος, Όσσα. Ο Αλή Τσούκα, η ιστορία ενός λήσταρχου]. Το κείμενο είναι εμπλουτισμένο και με τέσσερα χαρακτικά, εκ των οποίων τα τρία αφορούν απόψεις της Λάρισας, ενώ το τέταρτο είναι μια απεικόνιση του λήσταρχου Αλή Τσούκα.
Από το κείμενο αυτό απομονώσαμε τις εντυπώσεις του Lapeyre που έχουν σχέση με τη Λάρισα. Είναι γενικές, κυρίως ιστορικές και μάλιστα οι περισσότερες λανθασμένες, γι' αυτό και αναφέρονται ελάχιστες. Ερχόμενος από τη Μακεδονία, πέρασε από τη γραφική Κοιλάδα των Τεμπών και στάθμευσε στο χάνι που υπήρχε δίπλα από τον τεκέ του Χασάν Μπαμπά. Η μετάφραση είναι της Χριστίνας Polese.
"Αφήσαμε τα τελευταία άλση της κοιλάδας των Τεμπών. Βαδίζαμε πάνω σε μια γη αμμώδη και πετρώδη, πολύ κουραστική για τα άλογα. Οι δρόμοι γίνονταν άσχημοι, όμως το τοπίο δεν έχανε τίποτε από το επιβλητικό του μεγαλείο. Τεράστια βουνά περιέσφιγγαν τον ορίζοντά μας. Διακρίναμε ήδη τις στρογγυλεμένες κορυφές του Ολύμπου και ένα μικρό ύψωμα[2) στο οποίο σκαρφαλώσαμε με καλπασμό, μας επέτρεψε να θαυμάσουμε την απέραντη και καταπράσινη πεδιάδα της Λάρισας. Ποτέ δεν προσφέρθηκε στα μάτια μας παρόμοιο θέαμα. Η πόλη του Αχιλλέα[3], βυθισμένη στην πρωινή ομίχλη, εμφανιζόταν στο βάθος μακριά με το φωτοστέφανο των μεγάλων αναμνήσεων, που η ιστορία και η ποίηση κάνουν να ακτινοβολούν ζηλευτά πάνω από το όνομά της.
Η Λάρισα, νάτη μπροστά μας! Ο Πηνειός, σήμερα Σαλαμπριά, ο μυθολογικός πατέρας της Δάφνης, κυλούσε μπροστά στα πόδια της πόλης σαν ασημένια κορδέλα, τα νερά του που φωτίζονταν από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Είναι τα νερά πλάι στα οποία ο Απόλλων σταμάτησε νικημένος κατά την ερωτική του καταδίωξη και τα οποία πότισαν τα καλάμια από τα οποία ο θεός Πάνας κατασκεύασε τη φλογέρα του. Οι ψηλόλιγνοι κώνοι των μιναρέδων διέγραφαν αόριστα, μέσα στο γαλάζιο του ουρανού τη λυγερή και κομψή σιλουέτα τους! Στα δεξιά ο μεγαλοπρεπής Όλυμπος ύψωνε πάνω από την πεδιάδα τις περήφανες κορυφές του, ορφανές σήμερα από τους θεούς τους. Στο βάθος του πίνακα, ανάμεσα στη Θεσσαλία και την αρχαία Ήπειρο, αναδύονταν η μακριά οροσειρά της Πίνδου, της οποίας η ηχώ αδυνατεί να επαναλάβει τα άσματα του Απόλλωνα και των Μουσών, των αλλοτινών ιερών φιλοξενουμένων της. Η εντύπωση του μεγαλειώδους και όμορφου αυτού τοπίου μας συνεπήρε με κυριαρχική δύναμη, δανεισμένη από τη συγκίνηση των αναμνήσεων".
Σε άλλο πάλι σημείο ο Lapeyre γράφει: "Η Λάρισα είναι μια άσχημη πόλη με δρόμους βρώμικους και γεμάτους στροφές. Μπήκαμε στην πόλη από ένα προάστιο, όπου μας περίμενε ένα παράξενο θέαμα. Κάπου εκατό νέγρες συγκεντρωμένες σε μια μεγάλη πλατεία, κάτω από τον καυτό ήλιο, επιδίδονταν σε απίστευτα παιχνίδια. Άλλες πέφτοντας μπρούμυτα, περπατούσαν με τα γόνατα και έσκαβαν το χώμα με τα δόντια τους. Κάποιες άλλες μωλώπιζαν τη ράχη τους κτυπώντας τη με ραβδί. Ενώ τέλος κάποιες άλλες έκαναν κύκλο και γύριζαν γύρω-γύρω, μέχρι να πέσουν κάτω από την εξάντληση. Τότε γριές νέγρες μέγαιρες μαστίγωναν τις χορεύτριες, οι οποίες μόλις συνέρχονταν άρχιζαν ξανά την ίδια άσκηση με ξέφρενο ρυθμό. Κάποιοι μας είπαν ότι ο νέγρικος πληθυσμός της Λάρισας είχε τη συνήθεια να συγκεντρώνεται κάθε Παρασκευή, προκειμένου να επιδοθεί σ’ αυτή τη φανταστική διασκέδαση, στην οποία πιστέψαμε πως διακρίναμε πρωτίστως ένα δείγμα μακάβριου χορού.
Η Λάρισα, το σημερινό Γενί Σεχίρ, δεν παρουσιάζει κανένα αξιοσημείωτο μνημείο. Μάταια αναζητήσαμε κάποιο ερείπιο που να μας μιλάει για την αλλοτινή ζωή της. Ένα όνομα, μόνον ένα όνομα! Να τι απέμεινε από την πόλη του Αχιλλέα. Όμως τα ενθύμια με τα οποία επιβραβεύθηκε το πνεύμα σβήνουν πιο δύσκολα από τα πέτρινα μνημεία. Γι’ αυτό οι ενθυμήσεις δεν μας έλειψαν. Εξάλλου κάθε φορά που αισθανόμαστε να μας βαραίνει υπερβολικά η φθηνή πραγματικότητα, δεν έχουμε παρά να ανοίξουμε τα παράθυρά μας και να κοιτάξουμε, πέρα μακριά τον Όλυμπο κι’ εδώ κοντά τον Πηνειό, δυο μνημεία άφθαρτα, των οποίων η παρουσία βοηθούσε μοναδικά τις περιπλανήσεις τη σκέψης μας μέσα στις υπέροχες παραδόσεις, όπου ο μύθος μπερδεύεται τόσο ποιητικά με την ιστορία".
Το σημερινό χαρακτικό απεικονίζει κάποιον δρόμο της Λάρισας και στο βάθος διακρίνεται ένα τζαμί της πόλης με τρούλο και τον μιναρέ του. Δεν έχει ταυτισθεί ποιο τζαμί είναι. Γνωρίζουμε όμως ότι κατά την ύστερη τουρκοκρατία στη Λάρισα υπήρχαν μόνον δύο τζαμιά με τρούλο, του Χασάν μπέη κοντά στη γέφυρα και του Ομέρ μπέη, κοντά στη σημερινή οδό Γαριβάλδη. Μορφολογικά όμως δεν μοιάζει με κανένα από τα δύο.
---------------------------------------------------
[1]. L’ Illustration Journal Universel, Παρίσι, τεύχος 459, της 13ης Δεκεμβρίου 1851, σελ. 375-379.
[2]. Είναι το ύψωμα στην περιοχή του Μακρυχωρίου καθώς έρχεται κάποιος από τα Τέμπη στη Λάρισα. Πραγματικά ο οδοιπόρος καθώς εγγίζει στο ψηλότερο σημείο του λόφου, εκεί ακριβώς όπου σήμερα τα αυτοκίνητα εκτρέπονται από την εθνική οδό, έχει μια απέραντη θέα σε όλη την πεδιάδα της Κεντρικής Θεσσαλίας.
[3]. Εδώ ο Γάλλος περιηγητής συγχέει τη Λάρισα με την αρχαία Φάρσαλο, η οποία ήταν η πόλη του Αχιλλέα. Την ίδια πληροφορία επαναλαμβάνει στο κείμενο αρκετές φορές.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

Ο ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΥ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΥ

Ο Σταθμός του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου στη Λάρισα. Επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Κουρτίδη (Νicourt ATHENES) αρ. 341. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Ο Σταθμός του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου στη Λάρισα. Επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Κουρτίδη (Νicourt ATHENES) αρ. 341. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Η σημερινή εικόνα προέρχεται από φωτογραφία που υπάρχει σε ένα από τα επιστολικά δελτάρια (κάρτες) της Λάρισας του Αθηναίου φωτογράφου Νικολάου Κουρτίδη, τα οποία κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Γενικά οι εικονογραφημένες ταχυδρομικές κάρτες άρχισαν να κυκλοφορούν στα ευρωπαϊκά ταχυδρομεία από πολύ νωρίς, στα τέλη του 1869. Η κυκλοφοριακή επιτυχία με την οποία συνοδεύθηκε η πρωτοβουλία αυτή οδήγησε τους εκδότες να τυπώσουν αμέσως εκατοντάδες θέματα με τοπία από πόλεις, χωριά, κτίρια, εκκλησίες, με θρησκευτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, επαγγελματικές δραστηριότητες και πολλά άλλα. Λόγω της ελκυστικής εικονογράφησης που είχαν και του φθηνού κόστους αγοράς και ταχυδρόμησής τους, η παρουσία τους επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκατομμύρια άνθρωποι άρχισαν να αλληλογραφούν τακτικά και να επικοινωνούν μεταξύ τους, στέλνοντας κάρτες στους δικούς τους. Από πολύ νωρίς κάποιοι άλλοι ξεκίνησαν να τις μαζεύουν και να τις κατατάσσουν σε ενότητες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι πρώτες θεματικές συλλογές. Χρυσή εποχή των επιστολικών δελταρίων θεωρείται η περίοδος 1900-1920. Στην Ελλάδα οι πρώτες κάρτες εμφανίσθηκαν το 1895. Έλληνες αλλά και ξένοι εκδότες ξεκίνησαν στην Αθήνα τη νέα κερδοφόρα εμπορική δραστηριότητα της παραγωγής τους με επιτυχία. Πολύ σύντομα ακολούθησαν πολλοί νέοι εκδότες και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, όπως Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Βόλο, Κέρκυρα, Ηράκλειο και Ερμουπόλη στη Σύρο. Στην πόλη μας πρώτος εκδότης επιστολικών δελταρίων απ' όσο γνωρίζω ήταν ο χαρτοπώλης-τυπογράφος Γεώργιος Βελώνης περί το 1920. Μέχρι τη χρονολογία αυτή κυριαρχούσαν κατά την αλληλογραφία στη Λάρισα οι κάρτες κυρίως του Βολιώτη Στέφανου Στουρνάρα και μερικών Αθηναίων εκδοτών (Πάλλης-Κοτζιάς, Ελευθερουδάκης, Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία).
Ο Νικόλαος Κουρτίδης, εκδότης της δημοσιευόμενης σήμερα φωτογραφίας, υπέγραφε στο κάτω μέρος της άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά, ως "Nicourt ATHENES". Στο πίσω μέρος της κάρτας ήταν εκτυπωμένος ο λογότυπός του “Edition Ν. Kourtides, Athens Reproduction Interdite”. Ο Κουρτίδης ίσως είναι ο εκδότης με τα περισσότερα επιστολικά δελτάρια που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Τα θέματά του είναι κυρίως απόψεις που προέρχονται από ωραία φωτογραφικά τοπία αποκλειστικά της ελληνικής περιφέρειας. Κατά παράδοξο τρόπο, αν και Αθηναίος δεν τύπωσε κάρτες με τοπία των Αθηνών, ίσως γιατί είχαν προηγηθεί από νωρίς άλλοι με πολύ όμορφες εκδόσεις. Όλες του οι κάρτες κυκλοφόρησαν σε μία περίοδο που η ασπρόμαυρη φωτογραφία είχε φτάσει σε υψηλά τεχνικά επίπεδα (δεκαετία 1930-1940). Τα πρώτα καρτ ποστάλ του Κουρτίδη έκαναν την εμφάνισή τους το 1936 και η έκδοσή τους ολοκληρώθηκε λίγο πριν τον πόλεμο του 1940. Λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου που ακολούθησε, πολλές από τις κάρτες του καταστράφηκαν. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που κάνουν τη συλλεκτική τους αξία σημαντικότερη. Οι εκτυπώσεις του είναι πολύ καθαρές, τεχνικά άρτιες και προέρχονται από ωραίες επαγγελματικές φωτογραφικές απόψεις.
Εν αντιθέσει με άλλους Αθηναίους εκδότες καρτών, για τον Νικόλαο Κουρτίδη δεν γνωρίζουμε πολλά βιογραφικά στοιχεία και για τις εκδόσεις του δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί ένας πλήρης κατάλογος. Οι κακεντρεχείς λένε ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν κυκλοφόρησε κάρτες με τοπία των Αθηνών. Δραστηριοποιήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 (1935-1940) και έχει τυπώσει περίπου 1.100 κάρτες, όλες αριθμημένες. Η συγκεκριμένη κάρτα που δημοσιεύεται έχει τον αριθμό 341 και τιτλοφορείται "Λάρισσα. Σιδ. Σταθμός Βόλου".
Παρουσιάζει ένα αρχιτεκτονικό στολίδι που κοσμούσε τη Λάρισα από το 1883-84 μέχρι το 1957. Ήταν ο «Σταθμός του Θεσσαλικού» όπως τον έλεγαν οι παλιοί Λαρισαίοι, σε αντιδιαστολή με τον άλλον της γραμμής Αθηνών – Λαρίσης – Θεσσαλονίκης που τον ονόμαζαν «Σταθμό Διεθνούς». Μπροστά από την είσοδο του Σταθμού βρισκόταν πλατεία, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ευρύς στρόγγυλος δενδρόφυτος χώρος, τον οποίο οι άμαξες περιέτρεχαν κυκλικά. Ο Σταθμός αυτός βρισκόταν νότια του Σταθμού του Διεθνούς, πίσω από το σημερινό Τελωνείο και απέναντι από το κτίριο του Λαογραφικού Μουσείου, από το οποίο χωρίζεται με υψηλό μαντρότοιχο.
Η διαδικασία κατασκευής του Σταθμού του Θεσσαλικού άρχισε λίγους μήνες μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1881, υπογράφτηκε η σύμβαση για την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής μεταξύ Λαρίσης-Βόλου ανάμεσα στο κράτος και τον χρηματοδότη Θεόδωρο Μαυρομιχάλη, πλούσιο Έλληνα τραπεζίτη της Κωνσταντινούπολης. Η σιδηροδρομική γραμμή άρχισε να στρώνεται κατά τα τέλη του 1882 ξεκινώντας από τον Βόλο και ολοκληρώθηκε στη Λάρισα τον Ιούλιο του 1883. Το πλάτος μεταξύ των σιδηροτροχιών ήταν ένα μέτρο. Τα εγκαίνια της γραμμής έγιναν λίγο καθυστερημένα, στις 22 Απριλίου 1884, γιατί η μεγάλη πλημμύρα της Λάρισας τον Οκτώβριο του 1883 κατέστρεψε ένα μέρος των γραμμών, τα οποία χρειάσθηκε να κατασκευασθούν εκ νέου.
Η κατασκευή των κτιριακών εγκαταστάσεων των σταθμών άρχισε τον Μάρτιο του 1883, υπό την επίβλεψη του εργολάβου Θ. Πετρόχειλου. Το κτίριο του Σταθμού στη Λάρισα ήταν πανομοιότυπο με το αντίστοιχο του Βόλου. Επειδή το τελευταίο διασώζεται και μάλιστα άριστα συντηρημένο, αντιλαμβάνεται κανείς την ομορφιά του Σταθμού του Θεσσαλικού της Λάρισας. Αν και δεν ήταν πολύ μεγάλο σε μέγεθος, ήταν όμως εντυπωσιακό σαν κτίριο χάρη στην ιδιότυπη αρχιτεκτονική του, όπως διακρίνεται και στο δημοσιευόμενο χαρακτικό. Ήταν επίμηκες και στο μεγαλύτερο μέρος μονώροφο και μόνον το μεσαίο τμήμα του εμφάνιζε δεύτερο όροφο, ο οποίος στη στέγη κατέληγε σε τριγωνική μετώπη.
Ο σταθμός αυτός εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια τη συγκοινωνία και τις μεταφορές μεταξύ Λάρισας και Βόλου. Από τον σεισμό του 1941 οι φθορές του υπήρξαν ασήμαντες και επιδιορθώθηκαν άμεσα. Το 1955 οι Θεσσαλικοί Σιδηρόδρομοι συγχωνεύθηκαν με το ΣΕΚ (τον πρόδρομο του σημερινού ΟΣΕ). Ο σεισμός του 1957 κατέστρεψε τον επάνω όροφο του Σταθμού, ο οποίος γκρεμίσθηκε και το όλο κτίσμα έγινε εξ ολοκλήρου ισόγειο και καλύφθηκε με νέα στέγη. Το 1960 οι ΣΕΚ διαπλάτυναν την στενή γραμμή, την εναρμόνισαν με τα διεθνή πρότυπα και την συνέδεσαν με την γραμμή Αθηνών Λαρίσης. Έτσι ο Σταθμός του Θεσσαλικού εγκαταλείφθηκε. Σήμερα διατηρείται το ισόγειο κτίσμα, τα ανοίγματα του οποίου έχουν αποφραχθεί με τσιμεντόλιθους.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

H πρόχειρη μεταπολεμική γέφυρα


Η πρόχειρη αποκατάσταση της ανατιναγμένης δύο φορές γέφυρας του Πηνειού κατά τη διάρκεια της κατοχής.  Επιστολικό δελτάριο του φωτογράφου Νικολάου Μούσιου. 1948. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Η πρόχειρη αποκατάσταση της ανατιναγμένης δύο φορές γέφυρας του Πηνειού κατά τη διάρκεια της κατοχής. Επιστολικό δελτάριο του φωτογράφου Νικολάου Μούσιου. 1948. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.
Οσοι διασχίζουν σήμερα την άνετη γέφυρα του Πηνειού με προορισμό τον Πέρα Μαχαλά (συνοικισμός Ιπποκράτης) ή το άλσος Αλκαζάρ, δεν μπορούν να φανταστούν τις μετατροπές που έχει υποστεί αυτή σε μια διάρκεια εξήντα περίπου χρόνων (1941-2001).
Οι πολύ μεγάλοι σε ηλικία Λαρισαίοι θυμούνται τη διάσημη για την ομορφιά και την αρχιτεκτονική της προπολεμική λίθινη γέφυρα που είχε κτισθεί σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις πριν από 5 αιώνες περίπου από τον Χασάν μπέη, εγγονό του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν μπέη. Τον Απρίλιο του 1941 φίλια στρατεύματα (Άγγλοι-Νεοζηλανδοί) ανατίναξαν ένα μέρος της για να καθυστερήσουν την προώθηση προς την Αθήνα του γερμανικού στρατού. 3,5 χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 1944, ισχυρότατη έκρηξη κατέστρεψε και άλλο μεγάλο τμήμα της γέφυρας κατά την οπισθοχώρηση των Γερμανών.
Η γέφυρα αυτή ήταν η μοναδική η οποία συνέδεε τη Λάρισα με την απέναντι συνοικία, το Αλκαζάρ, τη Γιάννουλη και όλες τις πόλεις τού προς βορά οδικού άξονα της χώρας. Μέχρι την κατασκευή μόνιμης, επιλέχθηκε η λύση της πρόχειρης με ξύλινους δοκούς, με τέτοιον τρόπο ώστε άνθρωποι και οχήματα να διαπεραιώνονται με ευκολία. Βέβαια σε δύσκολες στιγμές επιστρατεύονταν και ποταμόβαρκες, οι οποίες μετέφεραν ανθρώπους και εμπορεύματα από τη μιαν όχθη στην άλλη.
Η σημερινή εικόνα μάς δείχνει πώς ήταν η γέφυρα τέσσερα περίπου χρόνια μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής στην πόλη μας. Επάνω στα βάθρα των ανατιναγμένων τόξων της και στα ενδιάμεσα διαστήματα, στηρίζονταν επιμήκη ισχυρά δοκάρια τα οποία συγκρατούσαν το ξύλινο δάπεδο του οδοστρώματος και τα πεζοδρόμια. Η φωτογραφία αποτελεί μάρτυρα της μεγάλης καταστροφής που είχε υποστεί το μεγαλύτερο τμήμα της γέφυρας και μόνον δύο από τα εννέα της τόξα, αυτά προς την πόλη, είχαν μείνει άθικτα. Φωτογράφος είναι ο Νικόλαος Μούσιος. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των φωτογράφων, η οποία είχε ως γενάρχη της τον Ιωάννη Παντοστόπουλο (1863-1928). Η αδελφή του Στυλιανή παντρεύτηκε τον Δημήτριο Δαφνόπουλο, με τον οποίο απέκτησαν ένα αγόρι, τον Γεράσιμο Δαφνόπουλο (1874-1935), φωτογράφο της Βασιλικής Αυλής και τρία κορίτσια, την Ελένη η οποία αρχικά συνεργάσθηκε μαζί με τον αδελφό της, τη Χάιδω η οποία παντρεύτηκε τον Αστέριο Βαλσάμη, πατέρα του ξακουστού φωτογράφου της Λάρισας Γεωργίου Βαλσάμη (1911-1998) και την Ευαγγελία. Η Ευαγγελία Δαφνοπούλου από τον πρώτο της γάμο απέκτησε τον Δημήτριο Αρετόπουλο (1902-1968) φωτογράφο και από τον δεύτερο γάμο της με τον Γεώργιο Μούσιο που έμενε στον Βόλο απέκτησε το 1911 τον άλλο γιο της τον Νικόλαο (1911-1951). Όμως το 1915 έμεινε χήρα, καθώς ο σύζυγός της πέθανε σε νεαρή ηλικία. Εκ των πραγμάτων υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον Βόλο και να εγκατασταθεί οικογενειακώς στη Λάρισα, κοντά στον αδελφό της Γεράσιμο Δαφνόπουλο. 
Ο Νικόλαος Μούσιος σε ηλικία 18 ετών ταξίδεψε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας όπου ζούσε η αδελφή της μητέρας του φωτογράφος Ελένη Δαφνοπούλου[1] με τον άνδρα της Νικόλαο Ιωαννίδη, οι οποίοι διατηρούσαν εκεί σύγχρονο φωτογραφείο. Ο Νικ. Μούσιος έμεινε στην Κωνστάντζα 2,5 περίπου χρόνια και εκεί τελειοποίησε τις γνώσεις του γύρω από τη φωτογραφία που είχε αποκτήσει ήδη στο εργαστήριο του θείου του Γεράσιμου. Μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Δημήτριο Αρετόπουλο ανέλαβαν το φωτογραφείο μετά τον θάνατο το 1935 του Γεράσιμου Δαφνόπουλου. Το 1951 ο Νικόλαος Μούσιος πέθανε όπως και ο πατέρας του σε νεαρή ηλικία. 
Με την όσο γινόταν σύντομη παράθεση της δυναστείας αυτής των φωτογράφων πιστεύω ότι έχετε… ζαλιστεί. Είναι τόσοι πολλοί. Οι φωτογραφίες τους καλύπτουν πάνω από το 80% όσων κυκλοφόρησαν το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Πρέπει μόνο να τονισθεί ότι όλοι τους ήταν φωτογράφοι-studio, δηλαδή φωτογράφιζαν μέσα στο εργαστήριό τους. Μόνον ο Νικόλαος Μούσιος ήταν ως επί το πλείστον φωτογράφος τοπίου και κάπως ο Γεώργιος Βαλσάμης, ο οποίος έκανε συγχρόνως και εξωτερικές φωτογραφίσεις σημαντικών πολιτικών, κοινωνικών και ιδιωτικών εκδηλώσεων.
Ο Νικόλαος Μούσιος κυκλοφόρησε και μια σειρά επιστολικών δελταρίων με διάφορα τοπία της Λάρισας, τα οποία διακρίνονται κυρίως για την καθαρότητα της εικόνας και την κατάλληλη επιλογή του σημείου λήψης, όπως μπορεί εύκολα κανείς να αντιληφθεί και από την σημερινή φωτογραφία. Σ’ αυτήν ο φωτογράφος στάθηκε στο κέντρο «Καλλιθέα» στην περιοχή «Πευκάκια» του Θεόδωρου Κόιτου[2]. Το Κέντρο βρισκόταν στη θέση όπου μέχρι το 1908 κατείχε το επιβλητικότερο τζαμί της Λάρισας, του Χασάν μπέη. Προπολεμικά ήταν ένα από τα πιο πολυσύχναστα Κέντρα, για την περίφημη θέα που αντίκριζε ο θαμώνας του προς τον θεσσαλικό κάμπο μέχρι και τα στενά της Μελούνας. Μεταπολεμικά η «Καλλιθέα» είχε χάσει την αίγλη της, γιατί τα πρωτεία είχε κερδίσει ο Μήτσος Βρεττόπουλος με το Κέντρο «Αλκαζάρ», που άρχισε να λειτουργεί τον Σεπτέμβριο του 1947. Μπροστά στη φωτογραφία διακρίνονται τα τραπεζάκια από το Κέντρο μαζί με τις πεζούλες της περίφραξης, στο μέσον διαγράφεται η κατάντια της άλλοτε επιβλητικής γέφυρας με το μόλις διακρινόμενο στρατιωτικό φυλάκιο στην άκρη της προς τον Πέρα Μαχαλά[3]. Πίσω μπορούμε να εντοπίσουμε το άλσος Αλκαζάρ, με το μνημείο των πεσόντων αξιωματικών κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, το νεότευκτο Κέντρο Αλκαζάρ και στο βάθος την περιοχή Κιόσκι. Χρονολογικά η φωτογραφία τοποθετείται περί το 1948.
Νίκος Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Η Ελένη Δαφνοπούλου-Ιωαννίδου, αδελφή του Γεράσιμου «Φωτογράφος της Βασιλικής Αυλής», θεωρείται ότι είναι μία από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, γυναίκα φωτογράφος στην Ελλάδα.
[2]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Κέντρο «Καλλιθέα» στην περιοχή «Πευκάκια», εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 3ης Μαΐου 2017.
[3]. Την περίοδο εκείνη, εποχή του εμφυλίου, η γέφυρα φυλασσόταν με στρατιωτικά φυλάκια, τοποθετημένα και στις δύο άκρες της.

ΛΑΡΙΣΑ. ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ…

Το ξενοδοχείο "Το Στέμμα"


Η άμαξα των ξένων με τους συνοδούς, έξω από το ξενοδοχείο της Λάρισας «Το Στέμμα». 1896Η άμαξα των ξένων με τους συνοδούς, έξω από το ξενοδοχείο της Λάρισας «Το Στέμμα». 1896
Η σημερινή εικόνα έχει αντιγραφεί από τον τρίτο τόμο ενός πολύτομου έργου με τίτλο: "The BURTON HOLMES Lectures" και τον υπότιτλο : "With Illustrations from Photographs By the Author". Complete in Ten Volumes.
Κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1903 και περιέχει εντυπώσεις από ταξίδια που έκανε ο Αμερικανός καθηγητής Burton Holmes σε διάφορες χώρες του πλανήτη. Ο τρίτος τόμος αναφέρεται στην Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε ο συγγραφέας μαζί με τη γυναίκα του και ένα άλλο φιλικό τους ζευγάρι, με την ευκαιρία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896. Κατά την παραμονή τους στη χώρα μας δεν αρκέσθηκαν μόνο να παρακολουθήσουν τους αγώνες, αλλά επιδόθηκαν και σε ταξίδια στην ελληνική ενδοχώρα, η οποία έφθανε τότε μέχρι τη Μελούνα. Το τρίτο κεφάλαιο του τόμου αυτού έχει τον τίτλο The Wonders of Thessaly και είναι αφιερωμένο στο ταξίδι τους στη Θεσσαλία. Η περιγραφή αρχίζει από τον Βόλο, συνεχίζεται προς τη Λάρισα, παρακάμπτεται προς τα Τέμπη και καταλήγει στα Μετέωρα.
Περιέχει πληθώρα φωτογραφιών, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον, γιατί γνωρίζουμε ότι η φωτογραφική τέχνη την εποχή εκείνη βρισκόταν ακόμα στα νηπιακά της βήματα και φωτογραφικές απόψεις της Θεσσαλίας από τα τέλη του 19ου αιώνα υπάρχουν σήμερα ελάχιστες.
Στη Θεσσαλία βρέθηκαν τον Απρίλιο του 1896, αμέσως μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, οι οποίοι ως γνωστόν είχαν αρχίσει στις 25 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο. Στη Λάρισα έφθασαν με τον Θεσσαλικό σιδηρόδρομο[1]. Για την πόλη μας ο Burton Holmes έγραψε στο βιβλίο του:
« Έναν-έναν φθάναμε στους καταθλιπτικούς σταθμούς του τρένου, κοντοστεκόμασταν για λίγο και μετά τους αφήναμε πίσω μας. Έτσι αβίαστα φθάσαμε στον προορισμό μας, τη Λάρισα, η οποία απέχει από τον Βόλο 37 μίλια. Ο πρώτος μας περίπατος στη Λάρισα μας έδωσε να καταλάβουμε ότι σπάνια βλέπανε ξένους στην πρωτεύουσα της Θεσσαλίας. Παντού όπου πηγαίναμε μας ακολουθούσε ένα πλήθος ανθρώπων με το στόμα ανοικτό. Όταν για λίγο κοντοστεκόμασταν μπροστά σε καταστήματα ή καθόμασταν σε κάποιο καφενείο, η κυκλοφορία διακοπτόταν. Όλοι σταματούσαν για να μας ρίξουν μια ματιά, να σχολιάσουν την εμφάνισή μας και να συζητήσουν για την πιθανή αιτία της επίσκεψής μας στην πόλη. Ειλικρινά πιστεύω ότι κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής μας στη Λάρισα, καθένας από τους δεκατέσσερις χιλιάδες κατοίκους της, μας έριξε μια παρατεταμένη και επίμονη ματιά. Οι κυρίες της παρέας μας υπήρξαν τα κύρια πρόσωπα της δημόσιας περιέργειας, επειδή στη Λάρισα σπάνια έβλεπες τις γυναίκες της πόλης να κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους της. Μέχρι το 1881 η Λάρισα ήταν τουρκική πόλη, γι’ αυτό και η ζωή των Ελλήνων κατοίκων της είναι ακόμα επηρεασμένη από τις μουσουλμανικές συνήθειες και παραδόσεις.
Αν και η Λάρισα είναι η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, μοιάζει πάρα πολύ σαν επαρχιακή πόλη. Μια λαοθάλασσα από ηλίθια και καθόλου διακριτικά πρόσωπα που χαιρετούν τους ξένους συνεχώς. Οι ρακένδυτοι, απερίγραπτοι, άπλυτοι και ακάθαρτοι πολίτες, δεν είναι καν γραφικοί. Είναι αποκρουστικά άθλιοι, αδαείς και βρώμικοι. Ο ταξιδιώτης δεν μπορεί καν να διανοηθεί την ύπαρξη ανώτερης κοινωνικής τάξης στην πόλη αυτή. Η ευημερία χάθηκε την ημέρα που η Θεσσαλία πέρασε στα χέρια των Ελλήνων, κατά το 1881, με τη συνθήκη του Βερολίνου. Οι εύποροι Τούρκοι έφυγαν, με όλες τις αποσκευές και τα υπάρχοντά τους, από αυτούς τους δρόμους. Από τα είκοσι επτά τζαμιά της Λάρισας, αν εξαιρέσει κανείς τέσσερα, τα υπόλοιπα βρίσκονται υπό κατάρρευση. Είκοσι τρεις εγκαταλειμμένοι μιναρέδες υψώνουν τις λεπτές, χαριτωμένες φιγούρες τους, πάνω από τα είκοσι τρία ερημωμένα τζαμιά.
Η κατάληψη της Θεσσαλίας από τις χριστιανικές δυνάμεις, αποτέλεσε την αρχή για την μεγάλη έξοδο των μωαμεθανών. Αυτό αποδεκάτισε σχεδόν την περιοχή και για ένα χρονικό διάστημα κάθε πρόοδος σταμάτησε, αφού οι Έλληνες αργούσαν να έλθουν να πάρουν τα μέρη που είχαν μείνει κενά φεύγοντας οι Τούρκοι. Η κυβέρνηση κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να πείσει τους σοβαρούς και μόνιμους Τούρκους χωρικούς να παραμείνουν. Απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία και πολλά άλλα προνόμια τους προσφέρθηκαν, αλλά μάταια. Οι μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να παραμείνουν σε έναν τόπο από τον οποίο είχε εκδιωχθεί ο σουλτάνος τους. Πούλησαν μεγάλο μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων και πιστοί στο πνεύμα των νομάδων προγόνων τους, μάζεψαν, τρόπος ειπείν, τις σκηνές τους και σιωπηλά μετακόμισαν».
Οι κύριες εντυπώσεις του συγγραφέα δεν απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα, σε πολλά όμως σημεία φαίνεται ότι δεν είναι σωστά ενημερωμένος. Είναι γνωστό πώς μήνες πριν από την ενσωμάτωση, πολλοί επαγγελματίες και επιστήμονες από τον ελληνικό χώρο και ιδίως από την Πελοπόννησο, ήλθαν να σταδιοδρομήσουν στη Λάρισα. Εκείνο όμως που σοκάρει πραγματικά είναι όταν περιγράφει τους κατοίκους της πόλης μας. Χαρακτηρισμοί όπως ηλίθιοι, αδιάκριτοι, ρακένδυτοι, απερίγραπτοι, άπλυτοι, ακάθαρτοι, άθλιοι, αδαείς, βρώμικοι, είναι πολύ βαρείς. Όμως οι άνθρωποι του δρόμου, αυτούς που συνάντησε και περιέγραψε η παρέα των Αμερικανών ήταν οι αργόσχολοι, οι περίεργοι, οι περιθωριακοί, οι χωρικοί που βρέθηκαν ευκαιριακά στην πόλη. Δεν ήταν οι υπάλληλοι, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές των γυμνασίων, οι στρατιωτικοί που υπηρετούσαν στη Λάρισα. Αυτούς φαίνεται δεν τους συνάντησαν. Και αυτό φαίνεται καθαρά από την φωτογραφία μιας ομάδας ατόμων που αποθανάτισε ο συγγραφέας. Πρόσωπα αδρά, άξεστα, ηλιοκαμένα και πληγωμένα από τις κακουχίες, παιδιά με σκληρά βλέμματα. Για τους περισσότερους ήταν πρωτόγνωρη η εικόνα που αντίκριζαν. Τα κομψά κουστούμια των ανδρών, τα φανταχτερά φορέματα και οι καπελίνες των γυναικών, η ελεύθερη κίνησή τους στην αγορά σε ανάμειξη με τους άνδρες, τους εντυπωσίαζε
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία απεικονίζει ένα μέρος του δημοτικού τότε ξενοδοχείου «Το Στέμμα», το οποίο βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της πλατείας, την άμαξα των ξένων με τους συνοδούς τους και μια μεγάλη ομάδα περίεργων Λαρισαίων.
[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Θεσσαλικοί Σιδηρόδρομοι. Τα επίσημα βαγόνια των πρώτων συρμών, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 14ης Σεπτεμβρίου 2017
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com