Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΤΑ ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΜΠΗ - (Β’)

Μια περιήγηση του 1841

 
Τα Τέμπη. Το παλαιότερο χαρακτικό που έχει εντοπισθεί για την περίφημη Κοιλάδα.  Από το βιβλίο του Nicolai Gerbelius «Descriptio Graeciae» (Περιγραφή της Ελλάδος) που εκδόθηκε στη Λειψία το 1545Τα Τέμπη. Το παλαιότερο χαρακτικό που έχει εντοπισθεί για την περίφημη Κοιλάδα. Από το βιβλίο του Nicolai Gerbelius «Descriptio Graeciae» (Περιγραφή της Ελλάδος) που εκδόθηκε στη Λειψία το 1545

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου, (nikapap@hotmail.com)

Συνεχίζουμε την περιήγηση του 1841 με τίτλο «Η Τουρκία και οι τουρκικές επαρχίες»,

η οποία δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία περιοδική έκδοση του Λονδίνου «The Saturday Magazine», στο φύλλο της 27ης Σεπτεμβρίου του 1841 και αφορά τα Αμπελάκια και τα Τέμπη. Ήδη την προηγούμενη Τετάρτη αναφερθήκαμε στην περιγραφή των Αμπελακίων και σήμερα ολοκληρώνουμε με την περιγραφή των Τεμπών. Όπως θα διαπιστώσετε, είναι μία από τις ωραιότερες περιγραφές, βασισμένη σε κείμενα εκλεκτών περιηγητών του 19ου αι.:
«Το ποτάμι που σήμερα ονομάζεται Σαλαμπριά και στην αρχαιότητα Πηνειός, σχηματίζεται από τη συνένωση δύο άλλων παραπόταμων, τα νερά των οποίων κατεβαίνουν από τα βουνά της Πίνδου και ενώνονται στο Χάνι του Μαλακάση, κοντά στην θέση της αρχαίας πόλης Αιγίνιο [1]. Η ροή αυτού του ποταμού κινείται ανατολικά και χύνεται στον Κόλπο της Θεσσαλονίκης. Λέγεται ότι παλαιότερα ο Πηνειός πλημμύρισε τις πεδιάδες της Θεσσαλίας όπου λίμναζαν τα νερά του, μέχρι που ισχυρός σεισμός χώρισε τα δύο βουνά, την Όσσα και τον Όλυμπο και σχηματίστηκε αυτή η όμορφη κοιλάδα των Τεμπών. Κάποτε το φυτό δάφνη αφθονούσε στις όχθες του ποταμού. Η διαδρομή του Πηνειού είναι άκρως γραφική και προκαλεί ενδιαφέρον σε όλη την έκταση της πορείας της ροής του, αλλά το πιο παράξενο τοπίο που παρουσιάζεται σε αυτή την πορεία είναι οι βράχοι των Μετεώρων.
Για τους ποιητές των αρχαίων χρόνων, η κοιλάδα των Τεμπών, αποτελούσε έναν χώρο ιδανικής εξοχικής ομορφιάς και αισθησιακής απόλαυσης. Περιγράφεται από αυτούς ως το πιο ευχάριστο τοπίο στον κόσμο. Εδώ μπορούσε κανείς να βρει:
«Σπήλαια δροσερά, και λίμνες όλο ζωή,
λιβάδια ανθισμένα γεμάτα προκοπή,
ρυάκια που διαβαίνουν το φαράγγι με ορμή
και περιβόλια δροσερά που σε καλούνε στη σκιά
για έναν ύπνο, μετά της μέρας τη σκληρή δουλειά».
Εδώ γίνονταν περίπατοι σε χλοερά τοπία, που το τιτίβισμα των πουλιών τούς έκανε πιο ευχάριστους και ρομαντικούς. Γι’ αυτό και οι θεοί τιμούσαν συχνά την Κοιλάδα με την παρουσία τους. Εάν όντως αυτή είναι η ευτυχία, ο ποιητής θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει τις φιλοδοξίες του και να θέλει να μεταφερθεί, σ’ αυτήν τη χώρα, έστω και μέσω της φαντασίας του:
«Μια άλλη μου επιθυμία είναι, ξέγνοιαστος και ελεύθερος να ζω,
ήρεμα και απλά, χωρίς φιλοδοξίες, μια ζωή γεμάτη σιγουριά,
σ’ ένα σπιτάκι εξοχικό κοντά στα γάργαρα νερά,
σε μια κοιλάδα με στροφές και σ’ ένα δάσος με ψηλά δέντρα.
Με ένα θεό να με συντροφεύει κάτω από αυτές τις ιερές σκιές,
εκεί που οι βακχικοί ύμνοι τραγουδιούνται από Σπαρτιάτισσες παρθένες,
ή [άλλως] πάρε με ψηλά στους λόφους, στου Αίμου το στεφάνι,
ή άφησέ με να ξαπλώσω εκεί στα πεδία των Τεμπών,
ή πήγαινέ με σε κάποια ερημιά, εκεί να μείνω
και φύλαγε την μοναξιά μου αυτή, απ’ την ανθρώπινη φυλή».
Μέσα απ’ τον ανταγωνισμό των ποιητών και το πέρασμα του χρόνου έγινε αποδεκτό από τους πάντες πως όλες οι κοιλάδες, οι πεδιάδες και τα δασωμένα στενά που είναι ευχάριστα, είτε για την γεωλογική τους σύσταση, είτε για το ήπιο κλίμα τους, να αποκαλούνται Τέμπη. Εν τούτοις είναι πιθανόν η κοιλάδα των Τεμπών να υμνήθηκε από ποιητές οι οποίοι ποτέ δεν την είχαν δει με τα μάτια τους και συνεπώς η φαντασία τους ενδυνάμωνε τις ομορφιές της. Τα Τέμπη είναι στην πραγματικότητα μια θαυμαστή δίοδος ανάμεσα στα βουνά της Όσσας και του Ολύμπου. Αυτό το πέρασμα έχει μήκος 5 με 6 μίλια και περιγράφεται καλύτερα από την πέννα του Edward Clarke [2]:
«Ο Πηνειός καταλαμβάνει ολόκληρο το άνοιγμα του περάσματος από τη μια πλευρά ως την άλλη, εκτός από τον παλιό στρατιωτικό πετρόστρωτο δρόμο που υπάρχει στη δεξιά όχθη του ποταμού, και εκτείνεται από το ένα άκρο στο άλλο. Και για να γίνει αυτό το πέρασμα του δρόμου, σε ορισμένα σημεία χρειάστηκε να κοπούν ατόφια κομμάτια βράχων από τη μια μεριά του Πηνειού. Σ’ αυτό το σημείο, το μεγαλείο του τοπίου φτάνει στο έπακρο. Οι εκατέρωθεν πλευρές του φαραγγιού αποτελούνται από γυμνούς κάθετους βράχους, που υψώνονται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο θεατής μετά δυσκολίας μπορεί να κοιτάξει κάτω χωρίς να ζαλιστεί. Η περιγραφή του Λίβιου [3] συνεπώς, πέρα από το μεγαλείο που προκαλεί μέσα σου, έχει και όλη τη μαγεία της αλήθειας. Τα διάφορα χρώματα που στολίζουν τις επιφάνειες των βράχων μπορούν μόνο να εκφραστούν μέσα από τη ζωγραφική. Και πόσο όμορφο θα ήταν το αποτέλεσμα στον επισκέπτη, εάν αυτές οι μάζες των βράχων μπορούσαν να αποτυπωθούν πιστά με όλες τους τις ξεχωριστές ή τις ανάμικτες αποχρώσεις, αποτελούμενες από γκρίζο σταχτί και πράσινο και άσπρο και ωχρό κόκκινο και καφέ και μαύρο και κίτρινο! Μια τέτοια περιγραφή σαν αυτή, με την πέννα, δεν μπορεί να δημιουργήσει μια ευδιάκριτη εικόνα στο μυαλό. Στο πιο ψηλό μέρος του περάσματος και από δεξιά και από αριστερά, εμείς είδαμε τα ερείπια ενός αρχαίου φρουρίου που ήταν κάποτε το αμυντικό πρόχωμα του περάσματος, τα τείχη του οποίου ήταν κατασκευασμένα έτσι ώστε να λειτουργούν σαν τραβέρσες αποκλεισμού του φαραγγιού με έναν καταπληκτικό τρόπο, μέχρι κάτω το δρόμο. Οι όχθες είναι τόσο απότομες και το πέρασμα τόσο στενό, ώστε θα ήταν τελείως αδύνατο για ένα στράτευμα να το περάσει καθώς φυλάσσονταν από αυτές τις οχυρώσεις».
Όταν σύμφωνα με τον μύθο, ο Ποσειδώνας [4] έδωσε έξοδο στα λιμνάζοντα νερά του Πηνειού με το χτύπημα της τρίαινάς του ή όταν έγινε σεισμός, ή άλλη γεωλογική διαταραχή, ο Όλυμπος και η Όσσα χωρίστηκαν το ένα από το άλλο και σχηματίστηκε αυτό το άνοιγμα, στη βάση του οποίου ο Πηνειός βρήκε διέξοδο. Το ότι ολόκληρη η Θεσσαλία κάποτε καλυπτόταν από θάλασσα η οποία στράγγισε μετά από αυτό το άνοιγμα, δεν αποδεικνύεται μόνο από την θέση των πετρωμάτων και από τις δύο πλευρές, αλλά και από το γεγονός ότι αυτή η ιστορία έχει διασωθεί μέχρι σήμερα με την παράδοση, δημιουργώντας ένα αντικείμενο ποιητικής σκέψης και συμβολισμού, αν όχι και ένα τμήμα της ιστορικής διαδρομής.
Κατά τη γνώμη του περιηγητή Henry Holland, η τοπογραφία των Τεμπών ομοιάζει ακριβώς, σε μικρότερη όμως κλίμακα, με το φαράγγι των βράχων του St. Vincent κοντά στο Bristol. Ο Πηνειός, που κυλάει μέσα από το άνοιγμα αυτό, δεν είναι πολύ ευρύτερος από τον ποταμό Avon και ο δίαυλος που υπάρχει ανάμεσα στις πλευρές του ανοίγματος έχει παρόμοιες διαστάσεις και έγινε με τον ίδιο τρόπο. Όμως το φαράγγι των θεσσαλικών βουνών είναι πιο ψηλό και πιο κάθετο και φτάνει σε ορισμένα σημεία στα 600 ή 800 πόδια πάνω από το ποτάμι, ενώ τεράστιοι όγκοι βράχων προεξέχουν και στέκονται απότομα επάνω από την κοίτη του ποταμού.
Όπου η επιφάνεια το επιτρέπει, οι κορυφές και οι προεξοχές των βράχων καλύπτονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, από δέντρα, κυρίως από βαλανιδιές, από βάτα, και άλλους θάμνους. Στην κοίτη του ποταμού, σε κάθε σημείο όπου υπάρχει ένα μικρό μέρος ανάμεσα στο νερό και στο φαράγγι, αυτό καλύπτεται από πλούσια βλάστηση με θαυμάσιο και ανεξέλεγκτο πυκνό φύλλωμα από τα πλατάνια, τις βαλανιδιές και από τα άλλα δέντρα που απλώνονται παντού και σκιάζουν τα νερά του ποταμού. Πολλά από αυτά τα δέντρα, που τα περισσότερα είναι περιτυλιγμένα με κισσό, θυμίζουν στον ταξιδιώτη την όμορφη και με ακριβή σαφήνεια περιγραφή του Αιλιανού [5], ο οποίος απέδωσε την πιο ακριβοδίκαια εικόνα του τοπίου των Τεμπών, από οποιονδήποτε άλλον συγγραφέα της αρχαιότητας.
Συμπερασματικά θα θέλαμε να πούμε ότι η τοπογραφία αυτών των ελληνικών περιοχών της αρχαιότητας δεν έχει γίνει ακόμα απόλυτα κατανοητή και γι’ αυτό πολλές φορές η πραγματικότητα αποτυπώνεται βεβαίως με ελάχιστη ακρίβεια».

 

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο τελευταίος αριστοκράτης της Λάρισας

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (1927-2023)

 
Αφιερώνεται στη μνήμη του αξέχαστου ΔημητράκηΑφιερώνεται στη μνήμη του αξέχαστου Δημητράκη

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Συμπληρώθηκαν σαράντα περίπου ημέρες από τότε που ακούσαμε το θλιβερό άγγελμα του θανάτου του Δημητράκη Αλεξάνδρου.

Περνούσαμε τότε τις ανέμελες ημέρες των διακοπών και το τελευταίο του ταξίδι συγκίνησε όλους όσους τον γνώριζαν. Έφυγε από κοντά μας ο τελευταίος αριστοκράτης της Λάρισας, όπως τον αποκαλούσα από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα, κάτι που ο ίδιος πεισματικά το αρνιόταν. Καλός άνθρωπος, αγνός, ευπροσήγορος, με ευγενικούς τρόπους, διέχεε προς όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας ή κοινωνικής θέσεως, μιαν αύρα αρχοντικής απλότητας και φιλικότητας.
Ο Δημήτριος Αλεξάνδρου γεννήθηκε το 1927. Γονείς του ήταν δύο σπουδαίες προσωπικότητες της κοινωνίας της Λάρισας Ο Ιωάννης Αλεξάνδρου και η Ευφημία Χολέβα [1]. Ο πατέρας του Ιωάννης Αλεξάνδρου ήταν επιτυχημένος καταστηματάρχης και το 1930 είχε κτίσει μια τριώροφη οικοδομή επί της οδού Μακεδονίας (Βενιζέλου σήμερα), στο ισόγειο της οποίας είχε στεγάσει το κατάστημα που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Δημήτριο. Ανήσυχο άτομο καθώς ήταν, μετείχε σε πολλές εκκλησιαστικές και πολιτικές δραστηριότητες τοπικού ενδιαφέροντος. Παράλληλα είχε αναπτύξει και ένα σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο, το οποίο προσπαθούσε να το κρατήσει αθόρυβο, έργο το οποίο ακολούθησε και ο γιος του. Η μητέρα του Ευφημία ήταν κόρη του Ιωάννη Χολέβα πλούσιου χρηματιστή και επιχειρηματία της Λάρισας. Ο Δημητράκης ήταν το τρίτο τέκνο της οικογένειας. Προηγήθηκε το 1914 η Ευφροσύνη (Φωφώ), η γνωστή λυρική υψίφωνος, η οποία παντρεύτηκε το 1936 τον Νικόλαο Κουκουτάρα που διατηρούσε εργοστάσιο υφαντουργίας στη Λάρισα και το 1921 την Έλλη, η οποία παντρεύτηκε τον γεωπόνο Δημήτριο Κολτσιδόπουλο, διευθυντή των κτημάτων Χαροκόπου.
Το 1953 ο Δημητράκης ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του, η οποία είχε ξεκινήσει ως «Μέγα Υελοπωλείον Λούβρ», το 1933 μετετράπη σε κατάστημα γενικού εμπορίου και το 1980 λειτούργησε ως κατάστημα παιδικών παιχνιδιών. Η λειτουργία του καταστήματος διατηρήθηκε ακμαία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2004, οπότε ο τελευταίος άρρην απόγονος συνταξιοδοτήθηκε. Έτσι έκλεισε ένας κύκλος 125 χρόνων επαγγελματικής δραστηριότητας, που είχε ξεκινήσει από το 1879 με την μεσολάβηση τριών γενεών της οικογένειας Αλεξάνδρου.
Η αρχική κατοικία της οικογένειας Αλεξάνδρου στα πρώτα χρόνια της παρουσίας της στη Λάρισα ήταν στον Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγίου Αθανασίου), όπου κατοικούσε τότε το αρχοντολόι της Λάρισας, αφού στο κέντρο της πόλης είχαν τα κονάκια τους οι Οθωμανοί μπέηδες. Αργότερα η οικογένεια του Ιωάννη Αλεξάνδρου μετακόμισε σε ενοικιαζόμενο οίκημα ιδιοκτησίας του γαιοκτήμονα Ζάνου, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Παύλου Μελά. Το 1922 η οικογένεια αγόρασε από τον υφασματέμπορο Αντωνιάδη που μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα, την σημερινή διώροφη κατοικία επί της οδού Παπακυριαζή την οποία είχε κατασκευάσει ο εργολάβος Δημήτριος Πουλιάδης σε νεοκλασικό ρυθμό. Με τον σεισμό του 1941 ο επάνω όροφος παρουσίασε σημαντικές ζημιές, οι οποίες επιδιορθώθηκαν σύντομα, χωρίς όμως να αποκατασταθεί το κτίσμα εξωτερικά στην παλιά αρχιτεκτονική μορφή του. Εσωτερικά ο Ιωάννης Αλεξάνδρου είχε μετατρέψει την κατοικία του σε ένα μικρό παλάτι, με όμορφη διακόσμηση. Ο γιος του σεβάσθηκε με ευλάβεια τον πλούσιο στολισμό και διατήρησε μέχρι και τους κοινόχρηστους χώρους όπως ήταν προπολεμικά, χωρίς να διαταράξει την αρμονία του.
Η οικογένεια Αλεξάνδρου είναι από τις λίγες που η παρουσία της ανιχνεύεται από την περίοδο της τουρκοκρατίας ακόμα. Ο Δημητράκης Αλεξάνδρου κατόρθωσε όλα αυτά τα χρόνια, με μεγάλη υπομονή και χάρη στην οξυδέρκεια, την οξύτατη μνήμη του και τις έρευνές του να αποκαλύψει το γενεαλογικό του δένδρο, με ελάχιστα κενά, και ο ανεψιός του Γιάννης Κουκουτάρας το φιλοτέχνησε το 2006 [2] με μεγάλη επιμέλεια. Η καταγωγή της οικογένειας είναι από τα Αμπελάκια και η αναζήτηση προγόνων έφθασε μέχρι το 1780, δηλ. 2,5 αιώνες περίπου από σήμερα. Γενάρχης θεωρείται κάποιος Δωδώνης με τη σύζυγό του Δέσποινα Λεονάρδου. Από το ζευγάρι αυτό ξεκινούν τα κλαδιά του δένδρου, τα οποία διακλαδίζονται συνεχώς μέχρι σήμερα. Μέσα σ’ αυτό το δένδρο συναντά κανείς πολλές γνωστές οικογένειες της Λάρισας όπως Κουκουτάρα, Γκόλαντα, Κίττα, Μπαρμπούτη, Ζαρίμπα, Δημητρακοπούλου, Μουλούλη, Ροδόπουλου, Αλεξάνδρου, Βασιλείου, Καραμπίλια, Κολτσιδόπουλου και πολλές άλλες, θα έλεγα τη μισή ιστορία της Λάρισας.
Τον θάνατο του Δημητράκη Αλεξάνδρου πένθησε όλη η Λάρισα. Ήταν γνωστός όχι μόνο στους παλιούς αλλά και στους νέους κατοίκους αυτής της πόλης. Πάντα γελαστός με τους πελάτες του καταστήματος και ιδίως με τα μικρά παιδιά, όταν είχε μετατρέψει το τεράστιο σε έκταση κατάστημά του σε παράδεισο παιδικών ειδών και παιχνιδιών. Δεν αρνιόταν σε κανέναν την επιθυμία να επισκεφθεί και να θαυμάσει το εσωτερικό του σπιτιού του. Είχε πάντοτε στις τσέπες του κάτι να σε κεράσει ακόμα και στο δρόμο. Ιστορικά όμως έμειναν τα σοκολατάκια Leonidas τα οποία πρόσφερε αφειδώς σε γνωστούς και μη, ιδίως σε μικρά παιδιά. Πιστεύω ότι για τον κλειδοκράτορα άγιο του Παραδείσου να κράτησε το τελευταίο και μεγαλύτερο….

 

[1]. Ο γάμος τους έγινε στην Κωνσταντινούπολη στον πατριαρχικό ναό και οι προσκεκλημένοι από τη Λάρισα που παρευρέθηκαν, ταξίδευσαν με φροντίδα των μελλονύμφων, ατμοπλοϊκώς από τον Βόλο στην Κωνσταντινούπολη. Το γαμήλιο ταξίδι διήρκησε δύο μήνες. Ξεκίνησαν από την Κωνσταντινούπολη με την ταχεία αμαξοστοιχία της Ανατολής (Orient Express) και ύστερα από 15μερη στάση στη Βουδαπέστη, κατέληξαν στην Βιέννη όπου παρέμειναν το υπόλοιπο διάστημα.
[2]. Το φιλοτεχνημένο γενεαλογικό δένδρο προθυμοποιήθηκαν πολλοί να μου το εμπιστευθούν. Τελικά μελέτησα το αντίγραφο του φιλικού μου ζεύγους Γιώργου και Σούλας Κίττα, τους οποίους και ευχαριστώ πολύ.

 ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Φίλιππος Καββαδίας (1929-2010)

«Λάρισα: Η μεγάλη περιφρονημένη» (Α’ μέρος).


Άποψη της πλατείας με το μεταπολεμικό ρολόι. © Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Άποψη της πλατείας με το μεταπολεμικό ρολόι. © Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Ο Φίλιππος Καββαδίας ήταν ένας εξαίρετος και ταλαντούχος δημοσιογράφος που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929. Την εποχή που φοιτούσε ακόμη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνωρίστηκε με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα (και μετέπειτα ακαδημαϊκό) Σπύρο Μελά (1882-1966) και επηρεασμένος από το έργο του επιδόθηκε αρχικά στη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων.

Αργότερα τον κέρδισε οριστικά η δημοσιογραφία. Η γραφή του ήταν εξόχως ιδιαίτερη, με αποτέλεσμα να προσληφθεί το 1963 από τον εκδότη Πάνο Κόκκα (1919-1974), στο δυναμικό της Αθηναϊκής εφημερίδας «Ελευθερία», στην οποία άρχισε να εργάζεται ως ελεύθερος ρεπόρτερ. Στη συνέχεια εργάστηκε σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες της πρωτεύουσας, ενώ δεκάδες άρθρα του φιλοξενήθηκαν σε φιλολογικά περιοδικά. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2010, σε ηλικία 81 ετών.
Τον Μάρτιο του 1966 ο Φίλιππος Καββαδίας επισκέφθηκε τη Λάρισα στο πλαίσιο δημοσιογραφικής αποστολής. Στις 5 Απριλίου 1966 δημοσιεύθηκε η ανταπόκρισή του από τη θεσσαλική πρωτεύουσα στην εφημερίδα «Ελευθερία» (φ. 6611, σελ. 5), με τίτλο «Λάρισα: Η μεγάλη περιφρονημένη». Την ανταπόκριση αυτήν, επίκαιρη όσο ποτέ, αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου.
«Έχει μείνει πίσω -πολύ πίσω- η Λάρισα συγκρινόμενη με άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις, στην πορεία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου των τελευταίων χρόνων. Και δεν ευθύνονται καθόλου γι’ αυτό οι φιλόπονοι και ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, που την κατοικούν. Το κρατικό ενδιαφέρον, όποτε εκδηλώθηκε, υπήρξε, μέχρι σήμερα, τυπικό -έτσι κάτι να γίνεται «για τα μάτια»- και αξιοθρήνητα υποτονικό. Η «εργατομάνα» του Πηνειού, η πόλις με τους μισούς κατοίκους του νομού και την μεγάλη βιομηχανική κίνησι, μαστίζεται έτσι χρόνια τώρα μαζί με ολόκληρη την περιοχή από την ανεργία, την υποαπασχόλησι, την μεταναστευτική αιμορραγία, την ανθυγιεινή διαβίωσι και τον αναλφαβητισμό του πληθυσμού της. Και ο τουρισμός ούτε σκύβει σοβαρά να την προσέξη. Οι ξένοι περνούν από την Λάρισα και δεν στέκουν. Μαζί τους διαβαίνει -ξεγελαστικό συνήθως- και το ενδιαφέρον της πολιτείας…
Το νερό -το πλούσιο της Θεσσαλίας- αντί να ευεργετή την Λάρισα την πλημμυρίζει συχνά και την καταστρέφει. Δρόμοι δεν υπάρχουν, η οικοδόμησι και η επέκτασι της πόλεως καρκινοβατεί, το αίσχος της παράγκας δεν έχει εκλείψει. Και δεν υπάρχει στην πόλι, ούτε μουσείο, ούτε δημοτικό θέατρο!… Ωστόσο, λίγοι γνωρίζουν ότι η Λάρισα διεκδικεί στην ιστορία τον τίτλο του λίκνου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στη γη της κατά καιρούς βρέθηκαν εργαλεία και σκεύη ανθρώπων που έζησαν πριν 80.000 χρόνια! Στην Ακρόπολί της -κτισμένη απ’ τους πανάρχαιους Πελασγούς- βρέθηκαν λείψανα που ανήκουν στη νεολιθική, τη χάλκινη και τη γεωμετρική περίοδο. Και όμως όλ’ αυτά τα πολύτιμα ευρήματα βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα πρόχειρα, στιβαγμένα και σχεδόν αφρούρητα -άγνωστα στο ευρύ ελληνικό κοινό- μέσα σ’ ένα μισοερειπωμένο… τούρκικο τζαμί!
Η Λάρισα παρουσιάζει, επίσης, τα τελευταία χρόνια σοβαρή αύξησι του πληθυσμού της. Ρυθμιστικό, όμως, σχέδιο της πόλεως δεν υπάρχει, γιατί η εκτέλεσί του απαιτεί δαπάνη 2.000.000 δρχ. που ο Δήμος δεν μπορεί ν’ αναλάβη. Έτσι, η ζωτικά αναγκαία επέκτασι της πόλεως -βάσει του εγκεκριμένου σχεδίου- καθυστερεί. Και τα πολλά και συνεχή διαβήματα πέφτουν στο κενό. Οι πλημμύρες είναι ένα άλλο μεγάλο κακό της πόλεως. Η έκτασι έξω από την περιφερειακή τάφρο, στην οποία επεξετάθη η Λάρισα, κατακλύζεται συχνότατα από τα νερά της βροχής και τις όχι σπάνιες φουσκοποταμιές του Πηνειού. Οι κάτοικοι υποφέρουν, κινδυνεύουν και φωνάζουν πως πρέπει το ταχύτερον να γίνουν τ’ αναγκαία αποχετευτικά έργα που θα τους απαλλάξουν απ’ το άγχος των πλημμυρών. Αλλά οι επικλήσεις μένουν χωρίς ανταπόκρισι με ανανεούμενη κάθε φορά την υπόσχεσι κατασκευής της μεγάλης περιφερειακής τάφρου που ωστόσο παραμένει ανεκτέλεστη στα κιτάπια.
Από τα σοβαρά, επίσης, προβλήματα της ιστορικής πρωτεύουσας της Θεσσαλίας είναι και η κατάργησι της παράγκας, που ακόμη ζη εκεί και βασιλεύει. Πάνω από 100 τέτοια άθλια παραπήγματα υπάρχουν στη Λάρισα σε χώρους που μπορούσαν να περάσουν δρόμοι ή να δημιουργηθούν άλση και πλατείες. Ο Δήμος δεν παύει να ζητά από το κράτος να ανεγείρη, το δεύτερο, λαϊκές πολυκατοικίες, προσφέροντας ο ίδιος δωρεάν τα οικόπεδα. Αλλά παίρνει την απάντησι ότι το πράγμα… θέλει νομοθετική ρύθμισι! Και το αίσχος, έτσι, της παράγκας διαιωνίζεται, ντροπιάζοντας καθημερινά τον πολιτισμό. Αλλά δεν είναι ένα και δύο τα ζητήματα που εμποδίζουν σήμερα την ανάπτυξι της Λάρισας, της μεγάλης βιομηχανικής πόλεως των 100.000 και πλέον κατοίκων, της λησμονημένης από το κράτος πρωτεύουσας μιας περιοχής που έθρεψε με το ψωμί της γενεές και γενεές Ελλήνων. Έξω από τις επιτακτικές ανάγκες της, της επεκτάσεως του σχεδίου πόλεως, της κατασκευής της περιφερειακής τάφρου και της αποκαταστάσεως των παραπηγματούχων, έρχεται στην σειρά και η τροποποίησι των δυσμενεστάτων όρων δομήσεως που ισχύουν σήμερα για την πόλι με τις ψηλές τιμές των ακινήτων, ύστερα από την σοβαρή εμπορική κίνησι που παρατηρείται και την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού της πόλεως τα τελευταία χρόνια» (…).
(Συνεχίζεται).

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

 ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Τα Αμπελάκια και τα Τέμπη (α’)

ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ 1841


Η γέφυρα της Λάρισας. Αριστερά ο τεκές των Μεβλεβήδων και δεξιά το τζαμί του Χασάν μπέη. Πίσω ο κωνικός όγκος της Όσσας. Χαρακτικό του 1841 από το περιοδικό «The Saturday magazine».Η γέφυρα της Λάρισας. Αριστερά ο τεκές των Μεβλεβήδων και δεξιά το τζαμί του Χασάν μπέη. Πίσω ο κωνικός όγκος της Όσσας. Χαρακτικό του 1841 από το περιοδικό «The Saturday magazine».

Εισαγωγή
Στην εβδομαδιαία περιοδική έκδοση του Λονδίνου «The Saturday Magazine», φύλλ. 555, της 27ης Σεπτεμβρίου του 1841, στη σελίδα 73, και κάτω από το λογότυπο της εφημερίδας, δημοσιεύεται κείμενο με τον τίτλο: «Η Τουρκία και οι τουρκικές επαρχίες». Του κειμένου προηγείται χαρακτικό της Λάρισας με τον λανθασμένο, όμως, υπότιτλο «Η Όσσα» και εν συνεχεία καταγράφονται οι εντυπώσεις μιας περιήγησης στην περιοχή μας.
Ο συγγραφέας του κειμένου είναι άγνωστος. Όμως, από την προσεκτική μελέτη του δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για ανώνυμο συντάκτη του περιοδικού, ο οποίος, μάλιστα, δεν πρέπει να επισκέφθηκε την περιοχή, αλλά την περιγράφει βασιζόμενος σε κείμενα άλλων περιηγητών (Clark, Holland, κ.λπ.). Έτσι εξηγείται και το γεγονός της λανθασμένης εκτίμησης όσον αφορά την εικονογραφική παράσταση που το συνοδεύει. Το χαρακτικό αποτυπώνει χωρίς αμφιβολία τη Λάρισα, όμως ο συγγραφέας όχι μόνον το χαρακτηρίζει «Το όρος Όσσα» και θεωρεί ότι απεικονίζει το χωριό Μπαμπά, δηλαδή το σημερινό χωριό Τέμπη, αλλά και διατυπώνει την άποψη στο τέλος του κειμένου ότι στην εικόνα ο Μπαμπάς δεν απεικονίζεται στην κανονική του θέση. Το χαρακτικό αυτό κατά έναν μεγάλο βαθμό είναι άτεχνη αντιγραφή του αντίστοιχου χαρακτικού του Henry Holland [1], το περιηγητικό βιβλίο του οποίου, όπως θα διαπιστωθεί κατά την ανάγνωση του κειμένου, συμβουλεύθηκε.
Το κείμενο αναφέρεται στο όρος Όσσα, στο χωριό Μπαμπά, στην κωμόπολη των Αμπελακίων, στη γραφική Κοιλάδα των Τεμπών και στον Πηνειό, τον Σαλαμπριά όπως τον αναφέρει, ο οποίος διασχίζει το άνοιγμα των δύο βουνών, του Ολύμπου και της Όσσας, για να καταλήξει λίγο πιο κάτω στη θάλασσα. Σε μερικά σημεία ο συντάκτης έχει λάθη ή αναπαράγει εσφαλμένα ιστορικά γεγονότα και τοποθεσίες, τα οποία σήμερα, έπειτα από 182 χρόνια, η ιστορική έρευνα τα έχει οριστικά επιλύσει. Η διόρθωσή τους γίνεται με υποσημειώσεις, ώστε να μη διακόπτεται η ομαλή ροή του κειμένου. Η μετάφραση έγινε από τον καθηγητή Αλέξη Γαλανούλη, ο οποίος απέδωσε στην ελληνική το αγγλικό κείμενο με πλήρη λογοτεχνική επάρκεια, ιδίως στα ποιητικά μέρη [2].

Το κείμενο
Ο τίτλος του κειμένου είναι «Το όρος Όσσα και διάφορα άλλα, στην επαρχία Τρικάλων» [3] και στη συνέχεια διαβάζουμε τα εξής: «Το χωριό Μπαμπάς βρίσκεται δίπλα στο ποτάμι Σαλαμπριά, στην κοιλάδα των Τεμπών. Από εκεί ένας ανηφορικός δρόμος σε οδηγεί στα Αμπελάκια. Όλα αυτά ανήκουν στην επαρχία Τρικάλων της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Και αφού η σημερινή κατάσταση και εμφάνιση αυτών των τόπων είναι ίδια με εκείνη που είχε υμνηθεί στην ιστορία και την ποίηση των αρχαίων, θα πρέπει γενικά να αποτελούν σημεία ενδιαφέροντος και για τον σημερινό λάτρη της φιλολογίας, θεωρείται ότι αξίζει να αναφέρουμε δύο λόγια σχετικά με το βουνό, την πόλη, το ποτάμι και την κοιλάδα.
Το βουνό Όσσα βρίσκεται στο μέρος εκείνο της Ελλάδας που πάντα είχε το ίδιο όνομα, στη Θεσσαλία, παρ’ όλο που τώρα ανήκει σε μια από τις τουρκικές επαρχίες. Αυτό το βουνό ήταν κάποτε ο χώρος κατοικίας των Κενταύρων [4]. Αρχικά ήταν ενωμένο με το βουνό Όλυμπος, αλλά, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ηρακλής τα χώρισε και ανάμεσά τους δημιούργησε αυτήν τη λατρεμένη κοιλάδα των Τεμπών. Ιστορικά ο χωρισμός των δύο βουνών πιθανόν να προκλήθηκε από έναν σεισμό που έγινε γύρω στο 1900 π.Χ. Η Όσσα και ο Όλυμπος, το Πήλιο και η Πίνδος, είναι γνωστά στην αρχαία μυθολογία ως τα βουνά που οι Τιτάνες, στους πολέμους τους εναντίον των θεών, τα επισώρευσαν το ένα πάνω στο άλλο, για να ανεβούν στον ουρανό με περισσότερη ευκολία. Το όρος Όσσα λέγεται ότι περιέχει στο έδαφός του ένα σκληρό γκριζογάλανο μάρμαρο με γεωλογικές φλέβες, πολύ καλής ποιότητας. Οι οροσειρές αυτής της χώρας δίνουν στον ταξιδιώτη την εικόνα τειχών, τα οποία χωρίζουν την μια περιοχή από την άλλη.
Η πόλη των Αμπελακίων, η οποία περιγράφεται ως μια πόλη που μοιάζει σαν να κρέμεται στις πλαγιές της Όσσας, θεωρείται ότι είναι η αρχαία Ατρακία (Atracia) [5].Η σημερινή πόλη έχει κάπου 400 σπίτια. Ο Dr. Holland αναφέρει σχετικά γι’ αυτήν:
«Τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί πιο γραφικό στην πόλη αυτήν, από τις διάφορες γειτονιές των σπιτιών που τη συνθέτουν. Ξεχωρίζουν μέσα από ένα πυκνό φύλλωμα δέντρων, τα κλωνάρια των οποίων κρέμονται πάνω από τις βαθιές χαράδρες του βουνού, πάνω από τις ανοιχτές στοές και τις υπερυψωμένες οροφές των σπιτιών και δημιουργούν την αίσθηση μιας εικόνας, η οποία στο μάτι του ανθρώπου φαντάζει μοναδική. Οι βαλανιδιές, τα ελαιόδεντρα και τα κυπαρίσσια απλώνονται πάνω από την ανώμαλη επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεται κτισμένη η πόλη και αναμιγνύονται με το φύλλωμα των αμπελιών, ενώ τα υψηλότερα αντερείσματα του βουνού που κλίνουν προς τα νότια, καλύπτονται από μακριές λωρίδες εδάφους με πεύκα. Λίγα είναι τα σπίτια που είναι κατασκευασμένα και επιπλωμένα με ευρωπαϊκό τρόπο».
Τα Αμπελάκια που βρίσκονται στα νότιο-δυτικά του τουρκικού χωριού Μπαμπά, προσεγγίζονται μόνο μέσω ενός κυκλικού δρόμου, ο οποίος σε μερικά σημεία περνάει ανάμεσα από λαξευμένο βράχο, ενώ σε άλλα σημεία μέσα από την κοίτη των χειμάρρων. Το βουνό Όσσα με τα Αμπελάκια και τον Μπαμπά βρίσκονται στα νότια του ποταμού, ο οποίος ρέει ανατολικά, ενώ το βουνό Όλυμπος βρίσκεται βόρειά του. Η ίδια αξιόπιστη αυθεντία που αναφέρθηκε πριν (εννοεί τον Henry Holland), μας πληροφορεί ότι τα Αμπελάκια προσελκύουν το ενδιαφέρον όχι μόνο για το τοπίο που τα περιβάλλει, αλλά και για τους ευγενικούς τρόπους των κατοίκων τους. Είναι σχεδόν όλοι Έλληνες και παρ’ όλο που ο τόπος της κατοικίας τους είναι σχετικά απομονωμένος και απόμακρος, εδώ και πολλά χρόνια έχουν γίνει ξακουστοί από την επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων τους και από τον χαρακτήρα μιας δραστήριας και εύστροφης επιχειρηματικότητας, που έχει αυξήσει τη φήμη τους σε πολύ υψηλό επίπεδο ανάμεσα στις άλλες κοινότητες της σύγχρονης Ελλάδας. Οι περισσότεροι έμποροι των Αμπελακίων έχουν επισκεφθεί ή έχουν κατοικήσει στις μεγαλύτερες εμπορικές πόλεις της Ευρώπης και η βεβαιωμένη επιτυχία των επαφών τους με αυτές φαίνεται από τον πλούτο που έχουν αποκτήσει. Έχουν διασυνδέσεις κυρίως με τη Γερμανία, αλλά εμπορεύονται επίσης με την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και άλλα εμπορικά κέντρα της Ανατολής.
Το εμπόριο των Αμπελακίων στηρίζεται στην κατασκευή βιομηχανικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, οι κάτοικοι της περιοχής αυτής δραστηριοποιούνται ενεργά με τις διάφορες επεξεργασίες κατασκευής και βαφής βαμβακερών νημάτων, που είναι και το βασικό προϊόν της χώρας. Αυτή η δραστηριότητα συμπίπτει με τη γενική έννοια της απασχόλησης, η οποία επιτυγχάνεται και στις άλλες πόλεις της γύρω περιοχής. Το μεγαλύτερο μέρος της βαμβακοπαραγωγής των θεσσαλικών πεδιάδων έρχεται εδώ, για τη βιομηχανική του επεξεργασία από τους κατασκευαστές. Υπολογίζεται ότι η πόλη των Αμπελακίων παράγει ετησίως κάπου τρεις χιλιάδες «μπάλες» βαμμένης βαμβακερής κλωστής και η κάθε «μπάλα» υπολογίζεται ότι ζυγίζει 250 λίβρες [6]. Σχεδόν ολόκληρη αυτή η ποσότητα μεταφέρεται διά ξηράς στη Γερμανία, μια μεταφορά που γίνεται τακτικά και ρυθμίζεται από τους Αμπελακιώτες εμπόρους. Επίσης, οι κάτοικοι της πόλης αυτής έχουν κερδίσει μεγάλο σεβασμό από τη γενική πνευματική τους καλλιέργεια και από τη συμβολή στα γράμματα της χώρας τους. Υπάρχει, επίσης, ένας αξιόλογος αριθμός ελληνικών σχολείων εδώ, τα οποία λέγεται ότι βρίσκονται σε άνθηση.
(Συνέχεια)

[1]. Holland Henry. Travels in the Ionian Isles, Albania. Thessaly, Macedonia, & c. during the years 1812 and 1813, London, 1815, σελ. 284.
[2]. Η προθυμία και η αφιλοκερδής ανταπόκριση του Αλέξη Γαλανούλη, μου επιβάλλουν την υποχρέωση να τον ευχαριστήσω και δημόσια.
[3]. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας, οι διοικητικές υπηρεσίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας για τη Θεσσαλία είχαν έδρα τα Τρίκαλα. Όλες οι περιοχές της Θεσσαλίας αποτελούσαν τότε την περιφέρεια (σαντζάκι) των Τρικάλων. Από το 1770, με την αύξηση του πληθυσμού της Λάρισας, τις πιέσεις των τοπικών μπέηδων και για λόγους στρατιωτικούς και οικονομικούς, η έδρα μεταφέρθηκε στη Λάρισα, όμως η παλιά ονομασία ως «σαντζάκι Τρικάλων» διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας.
[4]. Σε όλους είναι γνωστό ότι το βουνό των Κενταύρων είναι το Πήλιο, το οποίο χωρίζεται από την Όσσα με το Μαυροβούνιο.
[5]. Τα Αμπελάκια δεν έχουν καμία σχέση με την πόλη Άτραξ, της οποίας η ονομασία προήλθε από την αρχαία παραπήνεια πόλη Άτραξ, δυτικά της Λάρισας, ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο Λαπίθης Άτραξ. Οι παλαιότερες ιστορικές μαρτυρίες ανάγουν τη δημιουργία της σημερινής κωμόπολης των Αμπελακίων στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
[6]. Η λίβρα είναι μονάδα βάρους για το Ηνωμένο Βασίλειο και για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μία λίβρα ισοδυναμεί με 453,6 γρ.

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο ναός του Αγ. Βησσαρίωνος

 
Ο ναΐσκος του Αγ. Βησσαρίωνος όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930.  Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΟ ναΐσκος του Αγ. Βησσαρίωνος όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Λεπτομέρεια από επιστολικό δελτάριο. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Προ διημέρου, μέσα στον απόηχο της μεγάλης καταστροφής του Θεσσαλικού κάμπου από την φοβερή πλημμύρα, εορτάσθηκε η μνήμη του άλλου μεγάλου αγίου της πόλης μας, μετά τον πολιούχο Άγ. Αχίλλιο, του Αγίου Βησσαρίωνος.

Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει τον ναΐσκο του Αγίου όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Η λήψη έγινε από τον εξώστη του μιναρέ του γειτονικού Γενί τζαμί. Ο μικρός αυτός ναός υπήρξε ως γνωστόν και το παρεκκλήσιο των Ανακτόρων της Λάρισας μέχρι το 1914, όταν ο πρίγκιπας Νικόλαος που υπήρξε κληρονόμος του μικρού παλατιού της πόλης μας μετά την δολοφονία το 1913 του βασιλιά Γεωργίου Α’, άρχισε τις επαφές του με τον δήμαρχο της Λάρισας Μιχαήλ Σάπκα για την πώληση όλου αυτού του χώρου.
Έχουμε γράψει και άλλες φορές για το συγκεκριμένο εκκλησάκι. Σήμερα όμως θα αντιγράψουμε το κείμενο το οποίο δημοσίευσε ο γνωστός διευθυντής της εφημερίδας «Μικρά» Θρασύβουλος Μακρής στην εφημερίδα «Λαρισαϊκός Τύπος» [1] κατά τη διάρκεια της κατοχής (φύλλο της 15ης Σεπτεμβρίου 1943) με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου. Για ευκολότερη κατανόηση, το κείμενο έχει υποστεί μικρές γλωσσικές επεμβάσεις.
Γράφει ο Μακρής: «Επιτελείται σήμερον η μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Βησσαρίωνος επισκόπου Λαρίσσης, κοινώς καλουμένου «Βλησσαρίου» ή «Άϊ-Βλησσάρη». Την βορειοανατολική γωνία του έναντι της Νέας Αγοράς μας Δημοτικού κήπου (Κήπου Ανακτόρων), στόλιζε κομψότατος ναΐσκος, τιμώμενος επ’ ονόματι του εορταζομένου σήμερον Αγίου, ο οποίος ως γνωστόν μετεβλήθη σε ερείπια κατά τον φοβερό σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941.
Πολύ προ της εκ βάθρων ανακαινίσεως το 1887-1889 του μητροπολιτικού μας ναού Αγίου Αχιλλίου, σώζονταν, προσκολλημένο σ’ αυτόν, παρεκκλήσιο τιμώμενο επ’ ονόματι του Αγ. Βησσαρίωνος. Κατεδαφισθέντος του παρεκκλησίου τούτου, μεταφέρθηκαν οι εικόνες και τα άλλα ιερά κειμήλιά του στον Κήπο των Ανακτόρων, όπου τη αρωγή της Βασιλίσσης Όλγας, ανεγέρθηκε το 1898 ναΐσκος. Εις το μέρος αυτό προ της κατά το 1881 απελευθερώσεως της Θεσσαλίας, ήσαν τα «οτζάκια» ήτοι τα μαγειρεία, τα πλυσταριά και τα δωμάτια των χριστιανών υπηρετριών και θαλαμηπόλων της πλουσιωτάτης Νουριέ (;) Χανούμ, στενής συγγενούς του φοβερού Αλή Πασσά των Ιωαννίνων, ιδιοκτήτριας της μεγάλης στη θέση εκείνη οικίας, αληθούς ανακτόρου. Η οικοδέσποινα αυτή, η οποία εξακριβώθηκε ότι ήτο χριστιανικής καταγωγής, επέτρεψε και παρότρυνε τις υπηρέτριές της να χρησιμοποιούν ένα από τα δωμάτιά τους ως εκκλησία, πράγμα που έγινε, πολλών χριστιανών γειτόνων προσερχομένων κατά τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές για την επιτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων τους. Λόγω της ανάρτησης στο δωμάτιο-ναό εκείνο μεγάλης παλαιοτάτης αγιογραφίας του Βησσαρίωνος, δόθηκε στο ναό το όνομα τούτου, λυχνάρι δε αργυρούν έκαιε προ της εικόνας νύκτα και ημέρα. Μία νύκτα του Νοεμβρίου του 1872 τα μαγειρεία και πλυσταριά παρ’ ολίγο να γίνονταν παρανάλωμα του πυρός.
Θανούσης της Νουριέ, το μέγαρό της περιήλθε στην κυριότητα του ανεψιού της Χαηρή Βέη, ο οποίος το 1881 το δώρισε στον τότε για πρώτη φορά επισκεφθέντα την πόλη μας Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄. Ο Βασιλεύς δια του υπασπιστού του απέστειλε στον Χαηρή Βέη εντός μεταξωτού μανδηλίου αρκετά χρυσά εικοσάφραγκα, τα οποία είχαν πρόσφατα κοπεί και έφεραν την προτομή του. Αυτός δεν εδέχθη το βασιλικό φιλοδώρημα, αλλά ασπάσθηκε το μανδήλι σε ένδειξη σεβασμού, το κράτησε για ανάμνηση και παρουσιασθείς στον Βασιλέα τον παρεκάλεσε όπως επιτρέψει εις τους νέους υπηκόους του Οθωμανούς να επισκευάσουν το έναντι κείμενο τζαμί (Ομέρ Βέη καλούμενο) [2], όπου από το 1939 στεγάζεται η Δημοτική μας Βιβλιοθήκη. Ο αείμνηστος Γεώργιος όχι μόνον επέτρεψε την επισκευή του τεμένους, αλλά και αρκετά προσέφερε δια την τέλεια τούτου ανακαίνιση. Σημειωτέον ότι το τζαμί τούτο θεωρήθηκε ως εθνικό κειμήλιο και δεν κατεδαφίσθηκε μετά τον πόλεμο του 1912-13, παρέμεινε δε ως ανάμνηση της τουρκικής κυριαρχίας, μόνον αυτό από τα τριάντα δύο συνολικά, τα οποία υψώνονταν στην πόλη.
Το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα (παλάτι), υπό την επίβλεψη του επιμελητή των Ανακτόρων Ν. Θών επιδιορθώθηκε και ευπρεπίσθηκε κατόπιν βασιλικής αρωγής. Σ’ αυτό δε διέμεινε άνετα επί δέκα ημέρες ολόκληρη η Βασιλική Οικογένεια, όταν αυτή κατά το 1889 περιήλθε την Θεσσαλία, επισκεφθείσα και τα ονομαστά «Μετέωρα». Για την ιστορία σημειώνουμε ότι οι μοναχοί των Μετεώρων τότε και δια μόνην φοράν επέτρεψαν σε γυναίκα να ανέλθη εις την Μονήν Βαρλαάμ. Το απαίτησε η αείμνηστος Βασίλισσα Όλγα, η οποία βρήκε την εν λόγω Μονή όμοια με αυτές της πατρίδος της Ρωσσίας.  
Κλείνοντας, προσθέτουμε ότι σε ένα των δωματίων των ανακτόρων σωζόταν μέχρι την Θεσσαλική Επανάσταση του 1878 η χρυσοποίκιλτη σπάθη του κατακτητού της Θεσσαλίας στρατάρχου Τουρχάν. Η σπάθη αύτη θεωρείτο θαυματουργή. Τοποθετημένη δε επί της κοιλίας των επιτόκων, επέφερε ταχύ και αίσιο τον τοκετό τους».

 

[1]. Ο «Λαρισαϊκός Τύπος» ήταν κοινή έκδοση των δύο προπολεμικών εφημερίδων της Λάρισας «Ελευθερία» και «Κήρυξ» κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου, υποκείμενος σε αυστηρή λογοκρισία από τις δυνάμεις κατοχής. Όλα τα φύλλα της εφημερίδας αυτής λείπουν από το αρχείο της Φωτοθήκης. Αν υπάρχουν στην κατοχή κάποιου, η Φωτοθήκη θα το θεωρούσε μεγάλο επίτευγμα να είχε τουλάχιστον αντίγραφά της.
[2]. Το τζαμί του Ομέρ Βέη βρισκόταν βορειότερα, στο ύψος της οδού Γαριβάλδη. Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Παλιούγκα επί της οδού Όγλ βρισκόταν ένα μικρό τζαμί με το όνομα Γενί τζαμί. Πιστεύεται ότι αυτό ανακαινίσθηκε μερίμνη της βασιλικής οικογένειας.

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

H πλημμύρα της Λάρισας το 1883

Ο ΔΙΑΣΩΣΤΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΒΕΡΥΚΙΟΣ


Χαρακτικά από την πλημμύρα της Λάρισας το 1883. Επάνω το Αλκαζάρ και τα Ταμπάκικα  και στο βάθος η περιοχή προς τη Γιάννουλη. Κάτω η αποκατάσταση των ζημιών στο κέντρο της πόλης. Περιοδικό «Έσπερος», φύλλο της 15ης Δεκεμβρίου 1883. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας Χαρακτικά από την πλημμύρα της Λάρισας το 1883. Επάνω το Αλκαζάρ και τα Ταμπάκικα και στο βάθος η περιοχή προς τη Γιάννουλη. Κάτω η αποκατάσταση των ζημιών στο κέντρο της πόλης. Περιοδικό «Έσπερος», φύλλο της 15ης Δεκεμβρίου 1883. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Η συνεχής αναζήτηση λεπτομερειών από τις πλημμύρες της Λάρισας, η οποία επιχειρείται εδώ και μερικά χρόνια από τη Φωτοθήκη Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας, έχει εστιασθεί ιδιαίτερα στη μεγάλη πλημμύρα του 1883, λόγω της πληθώρας ιστορικών πληροφοριών και διαφωτιστικών εικόνων που έχουν διασωθεί [1]. Η σύγκριση με την πλημμύρα των ημερών αυτών είναι αναπόφευκτη και σε πολλά σημεία φαίνεται ότι ομοιάζει με εκείνη του 1883 [2].

Πέρασαν από τότε 140 χρόνια, μεσολάβησαν και άλλες πλημμύρες μέχρι το 1935 που έγιναν από την εταιρεία Boot τα αντιπλημμυρικά έργα και η ανακουφιστική κοίτη στον δρόμο προς τη Γιάννουλη, χωρίς όμως πολύ μεγάλες ζημιές. Αλλά η πόλη από τότε μέχρι σήμερα μεγάλωσε, απλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις, όμως ο Πηνειός ποταμός παρέμενε πάντοτε στη θέση του. Αποτελούσε την ευλογία και την κατάρα για τους κατοίκους της, αφού διαχρονικά είναι η φυσική οδός απορροής προς τη θάλασσα όλων των υδάτων της Θεσσαλίας. Αν οι ιθύνοντες εντρυφούσαν στην ιστορία των πλημμυρών του Πηνειού, ίσως όλα αυτά τα χρόνια θα μπορούσαν να βρουν τον τρόπο με διάφορα έργα ουσίας να τιθασεύσουν την ορμητική ροή του, αλλά και να προστατεύσουν τις παραπήνειες περιοχές.
Στη συνέχεια θα αναδημοσιεύσουμε ένα ενδιαφέρον κείμενο από το περιοδικό «Έσπερος» της Λειψίας [3] στο φύλλο της 15ης Δεκεμβρίου 1883, που αναφέρεται στις προσπάθειες διάσωσης κατοίκων της Λάρισας κατά την πλημμύρα του 1883, από έναν Ιθακήσιο (Θιακό), προσωρινό κάτοικο της Λάρισας, τον Διονύσιο Βερύκιο, ο οποίος έσωσε πολλούς κατοίκους της από τον καταστρεπτικό καταποντισμό. Στην αναδημοσίευση διατηρείται η λόγια γλώσσα του περιοδικού:
«Εν τω υπ’ αρ. 64 τεύχει του «Εσπέρου», δημοσιεύσαντες εικόνας περί της καταστρεπτικής εν Λαρίσση πλημμύρας, είπομεν ότι ανήρ γενναίος και πλήρης αυταπαρνήσεως έσωσε διά της λέμβου του πολλούς ναυαγούς, προκινδυνεύσας την ιδίαν αυτού ζωήν. Ήδη δε συν τω ονόματι αυτού δημοσιεύομεν και την εικόνα. Ο νέος Διονύσιος Βερύκιος εξ Ιθάκης [4] έσωσε, κατά την κάτωθεν επιστολήν αξιοτίμου φίλου, ουχί 200, ως ελέγετο, αλλά πολύ περισσοτέρας ψυχάς... Ιδού της επιστολής η περικοπή».
«Ο τοσούτον αφιλοκερδώς και γενναίως ριψοκινδυνεύσας είναι ο νέος Διονύσιος Βερύκιος εξ Ιθάκης, ναυτικός, όστις προ έτους μεταβάς προς εγκατάστασιν εις Λάρισαν και ιδών πλεύσιμον τον Πηνειόν κατεσκεύασε λέμβον, ήτις μετά μήνα από του καταρτισμού της επέπρωτο να γείνη ουτωσί σωτηρία. Διότι καθ’ ην ώραν εν τω φρικαλέω εκείνω σκότει, ότε κατεκλύζετο άπασα η πόλις Λαρίσσης και ιδία η συνοικία Παράσχου, και απόλλυντο τόσοι απηλπισμένοι εν γοεραίς φωναίς κράζοντες βοήθειαν, ούτος συνέλαβε την ιδέαν με προφανή της ζωής του κίνδυνον να σώσει μόνος διά της λέμβου του τους εν τη συνοικία εκείνη πνιγομένους, και το κατώρθωσε σώσας πλέον των 600, εν οίς βρέφη και ασθενείς, ούς επ’ ώμων έφερεν ίνα τοποθετήση επί της λέμβου! Ο Νομάρχης την επιούσαν ετηλεγράφησεν εις την Κυβέρνησιν περί του γεγονότος τούτου, όπερ εφείλκυσε τον θαυμασμόν απάντων».
Και συνεχίζει ο δημοσιογράφος του «Έσπερου» την περιγραφή της πλημμύρας: «Υπάρχουσιν εν τω κόσμω στιγμαί, καθ’ άς ο άνθρωπος, ο αλαζών και υπερόπτης άνθρωπος, ο επί τη ευφυΐα και παντοδυναμία αυτού επαιρώμενος, εννοεί ότι είναι ον ανίσχυρον και ασθενές, κόκκος άμμου εν τη απεράντω του Σύμπαντος εκτάσει. Τοιαύται στιγμαί είναι και εκείναι, καθ’ άς το ύδωρ, το άριστον και ενεργετικόν στοιχείον, εν μανιώδει και φοβερά ορμή εμφανίζεται ημίν, καθ’ άς καθίσταται εχθρός αμείλικτος και αδάμαστος, τα πάντα ενώπιόν του καταρρίπτων, καθ’ άς οι ποταμοί και οι ρύακες γίνονται χείμαρροι ορμητικοί, ουδένα φραγμόν γνωρίζοντες, ουδένα δεχόμενοι περιορισμόν. Εφέτος και ο ήρεμος και ειρηνικός Πηνειός, ο ποταμός της Θεσσαλίας, απέδειξε τί δύναται εν τη ορμή αυτού. Πλημμυρήσας εκ των επανειλημμένων του φθινοπώρου βροχών, κατέκλυσε μέγα μέρος της Θεσσαλικής πεδιάδος και εν Λαρίσση πολλάς επήνεγκε ζημίας. Εκ των διαφόρων Ελληνικών εφημερίδων εγνώσθησαν ήδη πάντα τα κατά το επισυμβάν τούτο δυστύχημα. Τα τοιαύτα δυστυχήματα συμβαίνουσι συχνάκις εν άλλαις χώραις, και είναι πάντοτε λυπηρά. Όταν όμως συμβαίνωσιν εν τη πατρίδι ημών, συγκινούσιν ημάς τους Έλληνας πολύ περισσότερον και κινούσιν την υπέρ των δεινοπαθούντων αδελφών συμπάθειαν ημών. Εν Λαρίσση πολλαί μεν οικίαι κατέρρευσαν, πλείσται όσαι δε κατέστησαν ετοιμμόροποι. Ότι τα ανθρώπινα θύματα ήσαν σχετικώς ολιγάριθμα [5], τούτο οφείλεται κυρίως εις την γνωστήν γενναιότητα και αυταπάρνησιν της εκεί φρουράς, ήτις δι’ όλων των μέσων επροσπάθησε να έλθη αντιλήπτωρ κατά τας φοβεράς στιγμάς. Αναφέρεται ότι δεκανεύς τις του πεζικού επί μικράς λέμβου εξετέλεσε, με προφανή της ζωής του κίνδυνον, 25 πλόας και έσωσε πλέον τους 200 ναυαγών! (Υπονοεί προφανώς τον Διονύσιο Βερύκιο, τον αναφερόμενο στην επιστολή φίλου του περιοδικού). Βλάβην υπέστη σημαντικήν εκ της πλημμύρας και η κατασκευαζομένη μεταξύ Βώλου και Λαρίσσης σιδηροδρομική γραμμή, ής τα εγκαίνια ανεβλήθησαν ως εκ τούτου.
Άμα τω πολλώ ακούσματι του δυστυχήματος έσπευσεν η Ελληνική Κυβέρνησις μετά ζήλου αξιεπαίνου εις βοήθειαν των παθόντων. Εσυστήθη δε και Επιτροπή, ήτις δέχεται τας απανταχού, και εντός του κράτους και εν ταις ελληνικαίς αποικίαις, ενεργουμένας συνεισφοράς. Γενναίως έσπευσαν αι ελληνικαί κοινότητες εις βοήθειαν, διεκρίθη δε η εν Τεργέστη κοινότης, ήτις συνεισέφερεν υπέρ των δυστυχών της Θεσσαλίας πλέον των 20 χιλ. φράγκων. Αλλά και ιδιώται δεν ώκνησαν να προσέλθωσιν αντιλήπτορες. Ούτως ο επί αγαθοεργεία πάντοτε διακρινόμενος μεγάτιμος Έλλην κ. Κωνσταντίνος Ζάππας προσέφερεν εις την Επιτροπήν αυθορμήτως χίλια φράγκα. Δεν αμφιβάλλομεν δε ότι πας Έλλην πάσης τάξεως και όπου γης ευρίσκεται θέλει προθύμως προσφέρει τον οβολόν του εις την Επιτροπήν, ήτις και θερμήν απηύθυνεν ήδη προς τούτο έκκλησιν. Εν τοιαύταις στιγμαίς θεομηνίας η γενναιοδωρία επιβάλλεται εις πάντας ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Διότι αν και μέχρι τούδε λίαν φιλοτίμως, ως είπομεν, προσεφέρθησαν βοήθειαι, μ’ όλον τούτο αι ζημίαι είναι τόσον μεγάλαι, και η ανάγκη τοσαύτη, ώστε πάσα χρηματική συνεισφορά συντελεί εις ανακούφισιν των δυστυχών θυμάτων.
Λαβόντες εξ Ελλάδος φωτογραφίας τινάς παριστώσας την πλημμύραν εν Λαρίσση και ληφθείσας επιτοπίως, προθύμως εσπεύσαμεν να παρασκευάσωμεν τας σήμερον δημοσιευμένας δύο εικόνας, ων η μεν παριστά την πλημμύραν, η δε την μετά την αποχώρησιν των υδάτων καταστροφήν. Βεβαίως, εν τη εικόνι μέρος μόνον της φρικώδους σκηνής είναι δυνατόν να παραστηθή, ουχ ήττον όμως ζωηροτέραν εμποιεί εντύπωσιν η εικών ή απλή τις αφήγησις και περιγραφή.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Στις 29 Μαρτίου 2018, πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Φωτοθήκης Λάρισας στο αμφιθέατρο της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα, ημερίδα με θέμα «Οι πλημμύρες της Λάρισας. Η περίπτωση του 1883». Η εκδήλωση, εκτός από σχετικές εισηγήσεις μελών και φίλων της Φωτοθήκης, συνοδευόταν και από έκθεση σπάνιων ιστορικών φωτογραφιών και χαρακτικών από πλημμύρες της πόλης.
[2]. Η πλημμύρα του 1883 διέφερε μόνον ότι είχε πληγεί συγχρόνως και η συνοικία Παράσχου (σημερινή Αγ. Νικολάου) από τα υπερχειλίσαντα ρέματα από τους χείμαρρους Νεμπεγλεριώτη και Χασαμπαλιώτη.
[3]. Το περιοδικό «Έσπερος» εκδιδόταν στη Λειψία της σημερινής Γερμανίας δύο φορές τον μήνα και ενημέρωνε κυρίως τους Έλληνες της Διασποράς. Η ύλη του ήταν φιλολογική, καλλιτεχνική και ειδησεογραφική, με άφθονη και προσεγμένη εικονογράφηση. Διευθυντής ήταν ο δημοσιογράφος Ιωάννης Περβάνογλος (1831-1911). Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε την 1η Μαΐου 1881 και το τελευταίο, το 187ο, την 1η Οκτωβρίου 1889.
[4]. Την ίδια εποχή βρισκόταν στη Λάρισα και άλλος Ιθακίσιος, ο Διονύσιος Γαλάτης. Είχε εγκατασταθεί στην πόλη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως έμπορος σίτου, αλλά πολιτογραφήθηκε Λαρισαίος. Έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση της Θεσσαλίας του 1878 και το 1887 εξελέγη για μία τετραετία δήμαρχος Λαρισαίων.
[5]. Μετρήθηκαν 20 νεκροί, καταστράφηκαν ολοσχερώς πάνω από 300 σπίτια και οι ζημιές που επέφερε στην πόλη ήταν ανυπολόγιστες.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η μεγάλη πλημμύρα στη Λάρισα το 1883


«Η εν Λαρίσση πλημμύρα, μηνί Οκτωβρίω 1883». Χαρακτικό από την περιοδική έκδοση «Έσπερος» της Λειψίας, τεύχος 64, 15/27 Δεκεμβρίου 1883. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.«Η εν Λαρίσση πλημμύρα, μηνί Οκτωβρίω 1883». Χαρακτικό από την περιοδική έκδοση «Έσπερος» της Λειψίας, τεύχος 64, 15/27 Δεκεμβρίου 1883. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η Λάρισα από την ίδρυσή της, 8.000 χρόνια πριν, μέχρι και σήμερα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ποτάμι της, τον Πηνειό. Κτισμένη όλα αυτά τα χρόνια δίπλα από τις όχθες του, υπήρξε ο ζωοδότης, αλλά πολλές φορές και ο καταστροφέας της.

Το νιώθουμε έντονα αυτές τις ημέρες, έπειτα από τους βιβλικούς καταποντισμούς που έπληξαν τη Θεσσαλία. Με την ευκαιρία αυτή σήμερα θα παρουσιάσουμε μια εικόνα από τη μεγάλη καταστροφική πλημμύρα του Οκτωβρίου του 1883.
Όσο πηγαίνουμε πίσω στον χρόνο, τις πρώτες αναφορές που έχουμε για πλημμύρες του Πηνειού τις ανιχνεύουμε στο έργο του Στράβωνα «Γεωγραφικά» [1]. Γράφει σχετικά ο Στράβων (… ο γαρ Πηνειός, δια μέσης ρέων, και πολλούς δεχόμενος ποταμούς, υπερεκχείται πολλάκις..». Ιστορικές καταγραφές για πλημμύρες στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία, έχουμε μόνο από την περίοδο της τουρκοκρατίας (1423) μέχρι το 1881 και όλες βασίζονται κυρίως σε ενθυμήσεις που βρίσκουμε άφθονες στα παράφυλλα χειρογράφων ή παλαιών βιβλίων [2], γραμμένες συνήθως από ολιγογράμματους μοναχούς ή ιδιώτες. Στις περιγραφές τους όλοι αυτοί αναφέρονται τόσο στις σοβαρές καταστροφές, όσο και στα ανθρώπινα θύματα που άφηναν πίσω τους οι υπερχειλίσεις του Πηνειού από την πολυομβρία.
Στο σημερινό κείμενο θα εστιάσουμε τις αναφορές μας στη μεγάλη πλημμύρα η οποία έγινε στη Λάρισα στις 15 Οκτωβρίου 1883 με το παλαιό ημερολόγιο. Το Φθινόπωρο του 1883 υπήρξε πολύ βροχερό. Περί τα μέσα Οκτωβρίου η βροχή έπεφτε ραγδαία για 48 ώρες και κατέκλυσε μεγάλο μέρος της Θεσσαλικής πεδιάδας. Στις 15 του μηνός ο Πηνειός από τα πολλά νερά των παραποτάμων του πλημμύρισε και όλες οι παραποτάμιες περιοχές (Ταμπάκικα, Αμπελόκηποι σήμερα, Πέρα μαχαλάς, Ιπποκράτης σήμερα, Αρναούτ μαχαλάς, συνοικία Αγ. Αθανασίου σήμερα) και ο Παράσχου μαχαλάς, συνοικία Αγ. Νικολάου σήμερα, σκεπάστηκαν από το νερό. Τα αποτελέσματα από την πλημμύρα αυτή υπήρξαν τραγικά. Μετρήθηκαν 20 νεκροί, καταστράφηκαν ολοσχερώς πάνω από 300 σπίτια και οι ζημιές που επέφερε στην πόλη ήταν ανυπολόγιστες. Από την πλημμύρα αυτή έχουν διασωθεί 16 φωτογραφίες, τις οποίες τράβηξε ο φωτογράφος Ιωάννης Λεονταρίδης του φωτογραφείου «Μακεδονία» από τη Θεσσαλονίκη. Είχε εγκαταστήσει λίγες ημέρες πριν από τη θεομηνία νέο φωτογραφείο στη Λάρισα. Οι φωτογραφίες αυτές έχουν μια μικρή ιστορία. Δημοπρατήθηκαν το 2017 από οίκο δημοπρασιών της Θεσσαλονίκης και με την περιπετειώδη συμβολή της Φωτοθήκης Λάρισας, έγιναν κτήμα της ΔΕΥΑΛ, όπου υπάρχουν μέχρι και σήμερα.
Την άνοιξη του 2018 ένα μέρος των φωτογραφιών αυτών από την πλημμύρα του 1883 εκτέθηκε στους χώρους της Δημοτικής Πινακοθήκης-Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα και συγχρόνως έγινε και μια εκδήλωση στο αμφιθέατρο της Πινακοθήκης με θέμα «Οι πλημμύρες της Λάρισας. Η περίπτωση του 1883». Ομιλητές ήταν μέλη και φίλοι της Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας, οι οποίοι ανέδειξαν το θέμα των πλημμυρών της πόλης διαχρονικά, με κύρια αναφορά στην πλημμύρα του 1883. Είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια από την απελευθέρωση της Λάρισας, ύστερα από μια μακροχρόνια οθωμανική κατοχή (1423-1881), 458 ολόκληρα χρόνια και η πόλη βαθμιαία είχε αρχίσει να ανακάμπτει. Οι ανυπολόγιστες ζημιές από την πλημμύρα την γύρισαν χρόνια πίσω.
Ο βουλευτής Κωνσταντίνος Ισχόμαχος [3] έστειλε τις φωτογραφίες του Λεονταρίδη από την πλημμύρα του 1883 στο περιοδικό «Έσπερος» της Λειψίας στη Γερμανία. Από το υλικό των φωτογραφιών το περιοδικό φιλοτέχνησε δύο χαρακτικά από την πλημμύρα και τις καταστροφές και τα δημοσίευσε στο τεύχος αρ. 64 της 15ης/27ης Δεκεμβρίου 1883. Η δημοσιοποίηση των χαρακτικών αυτών προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους πολυπληθείς Έλληνες της διασποράς οι οποίοι ήταν συνδρομητές του περιοδικού. Τα χαρακτικά αυτά είχαμε την ευκαιρία να τα θαυμάσουμε στην πρόσφατη έκθεση “Larissa mea dulcissima” (Γλυκυτάτη μου Λάρισα) και έχουν δημοσιευθεί στον κατάλογο της έκθεσης που κυκλοφόρησε, στη σελ. 35.
Η σημερινή εικόνα είναι λεπτομέρεια ενός από τα δύο αυτά χαρακτικά και αποτυπώνει την περιοχή του Αλκαζάρ όπως ήταν πλημμυρισμένη στις 15 Οκτωβρίου 1883. Η λήψη έγινε από την νοτιοδυτική πλευρά του Λόφου της Ακρόπολης και το κτίριο που εξέχει μέσα στην πλημμυρισμένη περιοχή είναι το εξοχικό κέντρο Αλκαζάρ όπως ήταν το 1883. Μια βάρκα κινείται μέσα στα νερά και η εικόνα αυτή νομίζω ότι δεν διαφέρει από τις εικόνες που παρατηρούμε και σήμερα στους δέκτες της τηλεόρασης.

 

[1]. Ο Στράβων (64 π.Χ.- 24 μ.Χ) ήταν Έλληνας γεωγράφος, ιστορικός και φιλόσοφος. Συγκαταλέγεται στους διασημότερους γεωγράφους της αρχαιότητας. Το έργο του «Γεωγραφικά», που αποτελείται από 17 βιβλία, έχει διασωθεί μέχρι σήμερα πλήρες, χαρίζοντάς του φήμη και δόξα.
[2]. Ο Κώστας Σπανός έχει συγκεντρώσει σε δύο τόμους όλες τις ενθυμήσεις που επί χρόνια αναζητούσε συστηματικά. Το βιβλίο του έχει τίτλο «Θεσσαλικές Ενθυμήσεις 1404-1881» και μέσα σ’ αυτές βρίσκουμε μεταξύ των άλλων και αρκετές καταγραφές για ακραία καιρικά φαινόμενα και κυρίως πλημμύρες όπως τις αποτύπωσαν άνθρωποι που τις έζησαν. Ενδεικτικά αναφέρουμε μία «1647, Δεκεμβρίου 27, έβρεξεν ένα μερόνυχτο, και ήλθεν το νερό παιάνου [πάνω] από την πόρτα, και επνίγησαν εις την Λάρισαν οσπήτια 1500, και άνθρωποι από τον κρεμνησμόν των οσπητίων 800, και περισσότεροι ευρίσκονταν από κάτω στα οσπήτια πνιγμένοι».
[3]. Ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος (1838-1888) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός του 19ου αιώνα. Διετέλεσε βουλευτής Λαρίσης από το 1881 ως το 1885. Στην αποτυχημένη επανάσταση της Θεσσαλίας το 1878 ο Κωνσταντίνος Ισχόμαχος πήρε μέρος ως λοχαγός με δικό του στρατιωτικό σώμα.

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η Λάρισα του μεσοπολέμου

Από την περιγραφή ξένου εκδρομέα


Ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα της Αβερώφειου  Γεωργικής Σχολής σε αεροφωτογραφία. Σύγχρονη άποψη.  Ένας θησαυρός της Λάρισας αναξιοποίητος…Ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα της Αβερώφειου Γεωργικής Σχολής σε αεροφωτογραφία. Σύγχρονη άποψη. Ένας θησαυρός της Λάρισας αναξιοποίητος…

Κατά καιρούς έχουμε δημοσιεύσει ταξιδιωτικές εντυπώσεις Ελλήνων και ξένων περιηγητών που επισκέφθηκαν τη Λάρισα και άφησαν γραμμένα σε χαρτί περιγραφές της σε διάφορες χρονικές περιόδους.

Σήμερα θα καταγράψουμε μια περιγραφή της πόλης μας όπως ήταν το 1936, πριν ογδόντα επτά χρόνια, από κάποιον μορφωμένο και ανήσυχο όπως φαίνεται επισκέπτη της. Τέτοιες περιγραφές είναι πάντα ενδιαφέρουσες, γιατί καταγράφουν τη ζωή της παλιάς Λάρισας, από την οποία δεν έχουμε ολοκληρωμένες γνώσεις. Η επίσκεψή του συνέπεσε με την περίοδο που η πόλη μας, έπειτα από 55 χρόνια ελεύθερου βίου, είχε οριστικά αποβάλλει ρυμοτομικά, οικοδομικά και αισθητικά τον τίτλο της τουρκόπολης και αποκτούσε τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης πολιτείας. Προς τούτο είχαν φροντίσει οι εκάστοτε δημοτικοί άρχοντες, και ιδιαίτερα ο Μιχαήλ Σάπκας, να της προσδώσουν μιαν όμορφη εικόνα, ιδιαίτερα σε πολλά κεντρικά σημεία της πόλης και η κοινωνική τάξη της να μιμηθεί κατά το δυνατόν τους εκλεπτυσμένους τρόπους ζωής της ελληνικής πρωτεύουσας. Η χρονική περίοδος 1925-1940 είναι για τη Λάρισα μια εποχή αλματώδους ανάπτυξης σε πολλούς τομείς στους οποίους υστερούσε (ύδρευση, ηλεκτροφωτισμός, ασφαλτοστρώσεις, πολιτισμός, εκπαίδευση, κ.λπ.), την οποία ήλθε να διακόψει ο πόλεμος του 1940 και ο καταστρεπτικός σεισμός του 1941.
Την περίοδο αυτήν της μετάπλασης της Λάρισας σε μεγαλούπολη επισκέφθηκε (ήταν άνοιξη του 1936) ένας Έλληνας ταξιδιώτης από τον Πειραιά. Εντυπωσιάσθηκε από την ομορφιά της πόλης, τη ζωντάνια, τη φιλοξενία των κατοίκων και την αλματώδη ανάπτυξή της, ώστε θεώρησε υποχρέωση να δημοσιεύσει τις εντυπώσεις του στην τοπική εφημερίδα της Λάρισας «Κήρυξ» στο φύλλο της 16ης Ιουνίου 1936 [1]. Υπογράφει με το επίθετο «Ρωσσέτος» και στην επικεφαλίδα του κειμένου αυτοπροσδιορίζεται ως «Πειραιώτης εκδρομεύς». Ο Ρωσσέτος προσκλήθηκε στη Λάρισα από κάποιο συγγενικό του πρόσωπο που τον φιλοξένησε κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα του 1936 και φαίνεται ότι έφθασε μέχρι τα Τρίκαλα (ίσως και τα Μετέωρα). Το κείμενό του είναι απλό, γλαφυρό και τα συμπεράσματά του αντικειμενικά, καθώς μαζί με τις όμορφες στιγμές που έζησε κατά την παραμονή του δεν αποφεύγει να καταγράψει με ευγενικό ή και χιουμοριστικό τρόπο όλα τα κακώς κείμενα, τα οποία υποπίπτουν στην αντίληψή του. Γράφει, λοιπόν, για την πόλη ο ταξιδιώτης μας:
«Η Λάρισα δεν είναι πια η παλιά τουρκόπολη που δεν έβλεπε κανείς παρά μιναρέδες, ξιφολόγχες και… πελαργούς. Είναι τελείως αλλαγμένη, με δρόμους καλούς, με πλατείες εξωραϊσμένες, με κτίρια καινούρια και προπαντός με κατοίκους φιλόξενους και υποχρεωτικότατους. Νοιώθει κανείς έναν άνεμο πολιτισμού να πνέει εδώ. Αν κρίνω απ’ όσους έτυχε να γνωρίσω -χάρις σ’ ένα συγγενικό μου σπίτι που φιλοξενήθηκα- πρέπει το πλείστο των νέων της Λαρίσης νά ‘ναι ευγενικοί και μορφωμένοι, όσο δε για τις νέες είναι αφελέστατες, χωρίς σεμνοτυφίες και υποκρισίες, που με τόση επιμονή φύλαγε άλλοτε κατά παράδοσιν η ελληνική επαρχία. Πολλά από τα κορίτσια αυτά, αν και ζουν σε περιορισμένο περιβάλλον, δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους εργαζόμενα. Τούτο δείχνει αναμφισβήτητα μια εξέλιξη. Ένα ελάττωμα έχουν μόνο, να μιλάνε… Γαλλικά και όταν ακόμα δεν πρέπει ή να ανακατεύουν στην ελληνική συζήτησή τους φράσεις γαλλικές!...
Όσο για τα σπίτια, όλα σχεδόν έχουν τον κήπο τους, πλημμυρισμένο αυτήν την εποχή από ανθισμένες πασχαλιές που μοσχοβολούν όπου περάσεις. Και επειδή περάσαμε το πρωί του Πάσχα, το άρωμα τούτο ανακατευόταν με την... τσίκνα του οβελία. Όλη η πόλη είχε μεταβληθεί σε μια μεγάλη ψησταριά. Απ’ όλες τις αυλές ο καπνός υψωνόταν, αλλά δεν πρόφταινε να σκορπισθεί γιατί οι… ρώθωνες των διαβατών αμέσως τον απορροφούσαν λαίμαργα. Κατά τη συνήθεια του τόπου αλλάζουν την ημέρα αυτήν επισκέψεις για να ευχηθούν τα χρόνια πολλά, να τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό, να γευτούν το τσουρέκι, να δοκιμάσουν το κοκορέτσι και τα… γλυκαδάκια και να φύγουν για να… κουτσομπολέψουν σε άλλη αυλή το αρνί του γείτονά τους ότι ήταν άπαχο, άψητο, κ.λπ. Θα υπάρχουν και εξαιρέσεις βέβαια, αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτές, λέμε μόνον τον κανόνα. Όσοι, λοιπόν, από τους αγαπητούς Λαρισείς [2] τύχει να διαβάσουν αυτές τις εντυπώσεις μου, νά ‘χουν υπόψη τους ότι δεν ανήκουν στον κανόνα, αλλά στην εξαίρεση. Έτσι δε θα τους κακοφανεί, αφού ο κανών θα αφορά τους άλλους και όχι αυτούς.
Εντελώς ιδιαίτερη χάρη στην πόλη δίνει και ο Πηνειός, που κάποτε, όμως, γίνεται η αιτία να πλημμυρίζουν οι χαμηλές συνοικίες. Η γέφυρα προς το Αλκαζάρ είναι μεγάλη και γραφικότατη και η θέα απ’ αυτήν προς τον Άγιο Αχίλλιο, τη Μητρόπολη, μεγαλοπρεπής. Αμέσως μετά τη γέφυρα είναι το Αλκαζάρ, το Ζάππειο να πούμε της Λαρίσης, με δενδροστοιχίες και πανύψηλα πεύκα, λεύκες, πλατάνια, κυπαρίσσια, κ.λπ., όλα, όμως, εντελώς απεριποίητα και εγκαταλελειμμένα στη φροντίδα της φύσεως. Αν προχωρήσετε περί τα τρία τέταρτα μετά το Αλκαζάρ και πάντα στην αριστερή όχθη του ποταμού από δρομάκι γραφικό και ευχάριστο, ανάμεσα στις βατομουριές και στα πράσινα χωράφια γεμάτα από αγριολούλουδα, όπου αναπνέεται διάχυτο παντού το λεπτό τους άρωμα και πλάι στο ήρεμο θέαμα του ποταμού που κυλάει ήσυχα και αθόρυβα τα θολά νερά του, θα βγείτε σε μια όμορφη τοποθεσία με ψηλά πλατάνια και αφάνταστα πλούσια βλάστηση. Λούνα Παρκ [3] το λένε. Ασφαλώς κάποια από τις… Γαλλίζουσες θα το βάπτισε έτσι. Ωστόσο, θα αγαπούσα τη Λάρισα και μόνο για τούτο το όμορφο κομμάτι της [4].
Γυρίζοντας από τα Τρίκαλα και λίγο πριν μπούμε στη Λάρισα αντικρίσαμε ένα φωτεινό ρολόι. Μάθαμε πως ήταν η Γεωργική Σχολή. Την επομένη την επισκεφθήκαμε. Δεν πήγε χαμένη η ώρα, γιατί εκτός που είδαμε τις διάφορες ράτσες όλων των ειδών ζώων και πουλερικών, από το κουνέλι μέχρι το ευγενικό άλογο της κούρσας με τα χαρακτηριστικά ονόματα -Πηνειός, Κένταυρος, κ.λπ.- και από το κοτόπουλο μέχρι το παγώνι που καλλιεργούν επιστημονικά εδώ για ζωντανή διδασκαλία, ικανοποιηθήκαμε και από τα φροντισμένα καλαίσθητα παρτέρια με τα όμορφα άνθη, φυτεμένα συμμετρικά, που συμπληρώνουν αρμονικά τα κτίρια των Σχολών, τα διαμονητήρια, εργαστήρια κ.λπ. και αποτελούν ένα νοικοκυρεμένο σύνολο που αφήνει τον επισκέπτη τέλεια ικανοποιημένο. Έξω υπάρχει ένα απέραντο αγροκήπιο με διαρρυθμισμένα γραφικά δρομάκια, μοναδικά για περίπατο, διάβασμα και… ρέμβασμα [5].
Ένα άλλο συνηθισμένο και χαρακτηριστικό θέαμα στη Λάρισα, και γενικά στη Θεσσαλία, είναι οι πελαργοί, οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι της Θεσσαλίας. Τα συμπαθητικά και ωφέλιμα τούτα πουλιά -τα λελέκια αλλιώς καλούμενα από τους αρχαίους Λέλεκας- δίνουν μια νότα γραφική στον θεσσαλικό κάμπο. Τα βλέπει κανείς στις στέγες των σπιτιών και των εκκλησιών να στέκονται πάνω στο ένα πόδι τους πλάι στη φωλιά τους ή τα συναντά στα χωράφια να κυνηγούν σκουλήκια. Λένε πως σε ορισμένη ημέρα -της Μεταμορφώσεως- μαζεύονται οι πελαργοί της Θεσσαλίας σε ένα χωριό, το Καζακλάρ, και από εκεί παραλαμβάνοντας στα δυνατά φτερά τους όσα άλλα μικρά μεταναστευτικά πουλιά νοιώθουν αδύνατο τον εαυτό τους για ταξίδι, ξεκινούν εν σώματι πάνω από θάλασσες και πολιτείες για χώρες μακρινές, θερμές, ώσπου νά ‘ρθει πάλι η άνοιξη και να ξαναγυρίσουν στην παλιά φωλιά τους.
Τελειώνω τις εντυπώσεις μου νοιώθοντας την ίδια θλίψη που αφήνει σαν τελειώνει ένα όμορφο όνειρο. Χιλιοειπωμένη αυτή η παρομοίωση, τι τα θέλετε όμως; Μοιάζει τόσο πολύ με όνειρο κάθε τέτοια εκδρομή, ώστε είναι δύσκολο να βρεθεί πιο επιτυχημένη. Όπως, λοιπόν, το ζωηρό όνειρο αφήνει κάποτε ανεξίτηλη εντύπωση στη μνήμη μας, έτσι και η εκδρομή αυτή δεν θα ξεχασθεί εύκολα. Οι μη ρομαντικοί ας με γελάσουν…».

 

[1]. Για την εν λόγω εφημερίδα σας παραπέμπω σε παλαιότερο δημοσίευμά μου: Η εφημερίδα «Κήρυξ», Εκδότης-Διευθυντής: Αδαμάντιος Νικολαΐδης, Διευθυντής Συντάξεως: Κώστας Περραιβός, στην εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 29ης Μαΐου 2018.
[2]. Λαρισείς: Πρόκειται για την απόδοση της λέξης Λαρισαίους στην καθαρεύουσα, από τον συντάκτη της περιγραφής. Ομολογώ ότι δεν ακούγεται και άσχημα.
[3]. Οι λέξεις «Λούνα παρκ» (Luna park) έχω την εντύπωση ότι είναι λατινικές και όχι γαλλικές και σημαίνουν το άλσος του φεγγαριού.
[4]. Σήμερα η περιοχή του Λούνα Παρκ, ύστερα από την αποψίλωση των δέντρων που έγινε κατά τη διάρκεια του παγερού χειμώνα του 1942 από Ιταλούς και Έλληνες έχασε την τόσο πλούσια βλάστηση.
[5]. Ήταν η περίοδος όπου διευθυντής της Σχολής ήταν ο Φιλοποίμην Τζουλιάδης και υπεύθυνος στους στάβλους με τα άλογα ο Ρώσος εμιγκρέ Βασίλιεβιτς Νταβίντωβ, ο γνωστός από το μυθιστόρημα του Καραγάτση «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν».