Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η οδός Ρούσβελτ

 
Αποψη του κεντρικού τομέα της Λάρισας από ψηλά. Αριστερά η οδός Κούμα,  κάτω η οδός Ρούσβελτ. 1954-55. Αρχείο Αντώνη ΓαλερίδηΑποψη του κεντρικού τομέα της Λάρισας από ψηλά. Αριστερά η οδός Κούμα, κάτω η οδός Ρούσβελτ. 1954-55. Αρχείο Αντώνη Γαλερίδη
Η εικόνα παραμένει αψευδής μάρτυρας ενός τοπίου σε μια δεδομένη στιγμή. Παλαιότερα η ζωγραφική αποτύπωση ήταν ο καρπός μιας μόνιμης αναπαράστασης κάποιας ειδυλλιακής στιγμής που το ανθρώπινο μάτι ήθελε να απαθανατίσει.
Ήταν τα χαρακτικά, τα οποία απεικόνιζαν όμορφες στιγμές της φύσης, εντυπωσιακά κτίρια, μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους και κατέγραφαν καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων με την πέννα ή τον χρωστήρα. Το πολύτιμο αυτό εικαστικό υλικό έρχεται όχι μόνον να συμπληρώσει περιγραφές, αλλά και να τις εμπλουτίσει με φως και ζωντάνια. Στα μέσα του 19ου αιώνα ήλθε η φωτογραφική μηχανή για να διευκολύνει αυτή την καταγραφή. Όμως η φωτογραφική αποτύπωση τοπίων της Λάρισας άργησε συγκριτικά με άλλες περιοχές. Τα παλαιότερα έχουν εντοπιστεί γύρω στα 1880. Από τότε πέρασαν 140 χρόνια και μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα επαγγελματίες και ερασιτέχνες φωτογράφοι έχουν καταγράψει κάθε περιοχή της. Η συγκριτική αντιπαράθεση ίδιων απόψεων σε διαφορετικές χρονικές περιόδους εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για την οικιστική ανάπτυξη των κεντρικότερων σημείων της πόλης μας. Η Φωτοθήκη Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας έχει συγκεντρώσει χιλιάδες χαρακτικά και φωτογραφίες, τα οποία χρονικά καλύπτουν πέντε περίπου αιώνες[1]. Όλα αυτά έχουν καταμεριστεί χωροταξικά, μελετώνται, αναλύονται, συγκρίνονται και τελικά για ορισμένα σημεία, όπως είναι ο λόφος της Ακρόπολης, η μεγάλη γέφυρα του Πηνειού και η Κεντρική πλατεία, μπορεί να παρακολουθήσει και να αναπαραστήσει κάποιος την αλληλουχία της οικιστικής μορφής των περιοχών αυτών μέσα στον χρόνο.
Η σημερινή φωτογραφία είναι σχετικά πρόσφατη. Η λήψη της προσδιορίζεται χρονικά στα 1954-55 και παρουσιάζει μια άποψη του κεντρικού τομέα της Λάρισας από ψηλά. Ο φωτογράφος, που μας είναι άγνωστος, ανέβηκε στην ταράτσα του παλιού ξενοδοχείου «Μέλαθρον» επί της οδού Κούμα, το οποίο την περίοδο εκείνη βρισκόταν υπό κατασκευή. Σήμερα οι όροφοι είναι ανενεργείς και μόνον στο ισόγειο στεγάζονται διάφορα καταστήματα. Η φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο του Αντώνη Γαλερίδη. Ο φωτογράφος έστρεψε τον φακό του βορειοδυτικά και αποτύπωσε το τμήμα της Λάρισας, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ των οδών Κούμα και Ρούσβελτ και πιο πίσω τα κτίρια της Κεντρικής πλατείας. Η πρώτη εντύπωση από την επισκόπηση της εικόνας είναι ότι όλα τα κτίσματα της περιοχής είναι διώροφα ή το πολύ τριώροφα και δεν είχε ακόμη αρχίσει η εποχή των απρόσωπων και στριμωγμένων πολυώροφων κατασκευών, τα οποία σήμερα έχουν περικυκλώσει την πλατεία.
Χαμηλά στη φωτογραφία, σε πρώτο επίπεδο, διακρίνονται κατά μέτωπον τα κτίσματα της δυτικής πλευράς της οδού Ρούσβελτ από τη διασταύρωσή της με την Κούμα, μέχρι το ύψος της οδού Παπασταύρου. Το πρώτο κτίριο στη γωνία στέγαζε την περίοδο εκείνη το ξενοδοχείο «Όλυμπος» του Χαράλαμπου Βουζίκα[2].
Δίπλα του υπάρχει πόρτα που οδηγεί σε ακάλυπτο χώρο και στη συνέχεια διακρίνεται ένα πολύ μικρό κατάστημα, η επιγραφή του οποίου μας αποκαλύπτει ότι σ’ αυτό στεγάζεται το συνεργείο «Ο Αρχιμήδης». Ολόκληρος αυτός ο χώρος μέχρι το βάθος όπου υπάρχει χαμηλός οικίσκος, ήταν ιδιοκτησία των αδελφών Λιλίκας και Αλίκης Κουτσίνα και αγοράστηκε από τον Γεώργιο Τηλιό, ο οποίος το 1960 κατασκεύασε εξαώροφη οικοδομή. Σ’ αυτή στεγάστηκε κατάστημα με έκθεση επίπλων των γιων του, των αδελφών Τηλιού. Όταν οι τελευταίοι έκλεισαν την επιχείρηση, στην οικοδομή αυτή λειτούργησε το κατάστημα επίπλων του Ακρίβου και το 1966 ολόκληρο το κτίριο αγοράστηκε από την αλυσίδα καταστημάτων Zara. Σήμερα στεγάζεται το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων Bershka.
Ακολουθεί μια παλιά ισόγεια παραμελημένη κατοικία με υπερυψωμένο υπόγειο ώστε να θεωρείται ουσιαστικά διώροφη. Εξωτερικά εμφανίζει λιτά νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία και στις δόξες του θα πρέπει να ήταν ένα όμορφο ενδιαίτημα. Κτίστηκε τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και στέγαζε την οικογένεια του Κωνσταντίνου (Κωστάκη) Κουτσίνα. Ο τελευταίος ήταν αδελφός του Φίλιππου Κουτσίνα[3]. Ο Κωστάκης Κουτσίνας γεννήθηκε στη Λάρισα και με τη γυναίκα του Ολυμπιάδα Αληθινού απέκτησαν τρεις κόρες. Πρώτη ήταν η Αμαλία, που πέθανε σχετικά νέα, μετά η Αλίκη και τελευταία η Αγγελική (Λιλίκα). Από τον πατέρα τους κληρονόμησαν τεράστια περιουσία σε ακίνητα, τα οποία βρίσκονταν επί της οδού Ρούσβελτ και απλώνονταν μεταξύ του καταστήματος του Γεωργ. Δημητρακοπούλου (γωνία Κύπρου-Ρούσβελτ) και του ξενοδοχείου «Όλυμπος» του Γ. Βουζίκα (γωνία Κούμα-Ρούσβελτ). Η Αλίκη και η Λιλίκα Κουτσίνα ήταν άτομα ευαίσθητα, είχαν αναπτύξει σπουδαία φιλανθρωπική και χριστιανική δράση, αλλά παρέμειναν άγαμες. Το 1996 η κατοικία τους κατεδαφίστηκε και αργότερα σ’ όλους αυτούς τους χώρους οικοδομήθηκαν πολυώροφα κτίσματα.
Πίσω από τη στέγη της κατοικίας των αδελφών Κων. Κουτσίνα διακρίνεται η τριγωνική μετώπη από το κονάκι του Φαΐκ μπέη, το μετέπειτα ξενοδοχείο «Αβέρωφ»[4], ενώ μπροστά στον δρόμο υπάρχουν στη σειρά διάφορα μικρομάγαζα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πίσω από τα κτίσματα της οδού Ρούσβελτ υπάρχει ένα τεράστιο σε όγκο κτίσμα. Πρόκειται για τον κινηματογράφο «Ορφέα». Στο βάθος διαγράφονται τα κτίρια της δυτικής και βόρειας πλευράς της πλατείας.
Από τη λήψη της φωτογραφίας αυτής πέρασαν μόλις 65 χρόνια, η περιοχή όμως αυτή σήμερα έχει γίνει αγνώριστη!

[1]. Η παλαιότερη απεικόνιση της Λάρισας που έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα ανάγεται στο μακρινό 1545. Πρόκειται για μια φανταστική καταγραφή της Λάρισας, η οποία περιέχεται στο βιβλίο: NICOLAI GERBELII in Descriptionem Graeciae Sophiani Praefatio… Basiliae MD.XL... [=1545] Mense Septembri.
[2]. Ο Χαράλαμπος Βουζίκας διαχειριζόταν προπολεμικά το ξενοδοχείο «Όλυμπος», που βρισκόταν στον επάνω όροφο του κτιρίου, το οποίο περικλειόταν από τους σημερινούς δρόμους Παπαναστασίου-Κύπρου-Απόλλωνος, ακριβώς απέναντι από το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Όμως στον πολύνεκρο ιταλικό βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1940, μία από τις βόμβες έπληξε το κτίριο, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς. Μετά την κατοχή ο Βουζίκας μετέφερε το ξενοδοχείο του με την ίδια ονομασία στο ισόγειο κτίριο των οδών Κούμα και Ρούσβελτ.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η οικογένεια Κουτσίνα, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 27ης Δεκεμβρίου 2017. Του ιδίου: Η οικογένεια Κουτσίνα. Προσθήκες και διορθώσεις, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 19ης Ιουνίου 2019. Η οικογένεια Νικ. Κουτσίνα ήλθε από τον Τύρναβο στη Λάρισα 2-3 χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαϊά του Μαΐου του 1882 στο Ξυλοπάζαρο. Τα επόμενα χρόνια ίδρυσαν μεγάλα εμπορικά καταστήματα.
[4]. Του ιδίου: Το κονάκι του Φαΐκ μπέη, ιδιοκτησία αδελφών Κων. Κουτσίνα, εφ.»Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 8ης Απριλίου 2020.

Aπό τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η γέφυρα του Πηνειού και ο λόφος περί το 1907

 
Η γέφυρα του Πηνειού και ο λόφος περί το 1907
Η σημερινή εικόνα προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Γ. Ν. Αλεξάκη. Απεικονίζει μια γνωστή περιοχή της Λάρισας την οποία προτιμούσαν όλοι οι φωτογράφοι, καθώς αποτελούσε ανέκαθεν το πιο γραφικό σημείο της πόλης.
Γι’ αυτό και τα περισσότερα εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια τα οποία κυκλοφόρησαν μέχρι σήμερα με τοπία της πόλης μας αποτυπώνουν την παλιά λίθινη γέφυρα με φόντο στο βάθος τον Λόφο της Ακρόπολης. Την άποψη αυτή της Λάρισας έχουμε δημοσιεύσει ήδη πολλές φορές, από κάρτες διάφορων εκδοτών, κάθε μία όμως έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, όπως και αυτή του Αλεξάκη που δημοσιεύουμε σήμερα.
Ο Γεώργιος Γ. Αλεξάκης εντοπίστηκε ότι τουλάχιστον από το έτος 1902 διατηρούσε Βιβλιοπωλείο, Χαρτοπωλείο και Βιβλιοδετείο [1] με την επωνυμία «Ερμής» στον Πειραιά, στην οδό Παρθεναγωγείου, παραπλεύρως των γραφείων της εφημερίδας «Σφαίρα». Κάποια στιγμή μετακόμισε και το 1906 αναφέρεται ότι το κατάστημά του βρισκόταν «επί της οδού Κολοκοτρώνη, όπισθεν του Α’ Παρθεναγωγείου, υπό την μεγάλην οικίαν Παπαγεωργακοπούλου». Από τη χρονολογία αυτή το βιβλιοπωλείο του Γεωργίου Αλεξάκη άρχισε να εκτυπώνει και να διαθέτει εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια, πολλά από τα οποία διασώζονται μέχρι τις ημέρες μας. Συνήθως απεικονίζουν ασπρόμαυρες και μερικές φορές άτεχνα επιχρωματισμένες φωτογραφικές απεικονίσεις του Πειραιά και άλλων περιοχών της ελληνικής επικράτειας, των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, καθώς και σημαντικά γεγονότα της εποχής. Μεγάλη κυκλοφορία είχαν και οι κάρτες με φωτογραφικά στιγμιότυπα από τους Βαλκανικούς πολέμους. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν εντοπίζεται κάποια δραστηριότητα του καταστήματός του, γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι σταμάτησε τη λειτουργία του.
Οι φωτογραφίες των επιστολικών αυτών δελταρίων υπολείπονται τυπογραφικά και αισθητικά άλλων εκδοτών. Δεν γνωρίζουμε τον φωτογράφο, αλλά επειδή ο Αλεξάκης έχει κυκλοφορήσει και πολλές αντιγραφές άλλων, όπως έκανε και ο Α. Β. Πάσχας από την Πάτρα, πιστεύεται ότι δεν είχε δικό του συνεργείο λήψης τοπίων και εκτύπωνε σε κάρτες φωτογραφίες ερασιτεχνών φωτογράφων.
Η δημοσιευόμενη εικόνα φέρει τον υπότιτλο χαμηλά, στο πλαίσιο της φωτογραφίας. Αριστερά είναι γραμμένος στα ελληνικά: «Πηνειός ποταμός εν Λαρίσση» και δεξιά στα γαλλικά: «Riviere Pinios ά Larissa (Grece)». Στην οπίσθια όψη είναι τυπωμένος ο λογότυπος του εκδότη με τον αριθμό της κάρτας: «έκδ. Γ. Ν. Αλεξάκης Πειραιεύς αριθ. 2550».
Η συγκεκριμένη κάρτα από το αρχείο της Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας είναι ταχυδρομημένη από τη Λάρισα στις 25 Αυγούστου 1917. Αποστολέας είναι ο J. Grocher και παραλήπτης ο Marcelle Grocher στη Γαλλία, πιθανόν αδελφός του. Η χρονολογία αποστολής (1917) και ο Γάλλος αποστολέας, μάς προσανατολίζουν. Ήταν η περίοδος της γαλλικής κατοχής της Λάρισας από τα στρατεύματα της Αντάντ κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού και ο Γάλλος αξιωματικός επικοινωνούσε με τους δικούς του στην πατρίδα, γράφοντας λίγα λόγια σε ένα επιστολικό δελτάριο το οποίο απεικόνιζε την πόλη που βρισκόταν, τη Λάρισα.
Στη συνέχεια θα περιγράψουμε με λίγα λόγια τη φωτογραφία. Χαμηλά, σε πρώτο επίπεδο, ένας κομψός κύριος βρίσκεται όρθιος στην αριστερή όχθη του ποταμού. Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι η όχθη θα πρέπει να ήταν εύκολα προσβάσιμη, γιατί έχουν διασωθεί πολλές ιδιωτικές φωτογραφίες ατόμων, μεμονωμένων ή σε παρέες, να απαθανατίζονται ως ενθύμιο στο ίδιο σημείο. Σε δεύτερο επίπεδο διακρίνεται ο Πηνειός εντυπωσιακός, με πλούσιο το υδάτινο στοιχείο του, χωρίς να είναι σε φάση πλημμύρας, έτσι όπως έπρεπε να είναι ένας μεγάλος ποταμός, όπως ο «Σαλαμβριάς». Πίσω διαγράφεται η μεγάλη λίθινη γέφυρα, την οποία περιγράψαμε επανειλημμένως. Θα σταθούμε σε δύο σημεία, τα οποία αναδεικνύονται στη φωτογραφία. Τα πρώτο είναι τα ξύλινα κάγκελα σε χιαστί σχηματισμό. Το 1908 περίπου, επειδή δεν ήταν ασφαλή, αντικαταστάθηκαν από σιδερένια, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι την κατοχή, όταν η γέφυρα ανατινάχτηκε δύο φορές, το 1941 και το 1944. Το δεύτερο σημείο είναι ότι σ’ αυτή την άποψη της γέφυρας, με λίγη προσοχή διακρίνεται η εκ κατασκευής μικρή κορύφωση που παρουσίαζε το οδόστρωμά της στο κεντρικό σημείο, εκεί όπου τα τόξα ήταν ψηλότερα και ευρύτερα. Η καμπύλη αυτή του οδοστρώματος, μαζί με εργασίες αύξησης του εύρους της και κατασκευής πεζοδρομίων, εξομαλύνθηκε το 1886, πέντε χρόνια μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, από τάγμα μηχανικού του ελληνικού στρατού, καθιστώντας το οδόστρωμα επίπεδο και ευρύτερο, ώστε να μπορούν να διασταυρώνονται απάνω της δύο άμαξες.
Ψηλά, σε ένα τρίτο επίπεδο, διακρίνονται τα κτίρια της δυτικής πλευράς του Λόφου της Ακρόπολης. Από αριστερά προβάλλει μεγαλοπρεπής ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου, του οποίου μόλις είχε τελειώσει η κατασκευή και το 1907 είχαν γίνει τα εγκαίνια. Η αυλή του είναι ακόμη γυμνή και δεν έχουν φυτευτεί δένδρα, ενώ το περιτοίχισμα προς την πλευρά της παρόχθιας οδού δεν έχει κατασκευαστεί. Δίπλα από την εκκλησία και με πρόσοψη προς το ποτάμι αποτυπώνεται η σιλουέτα μιας παλιάς κατοικίας κτισμένης σε επικλινές έδαφος, με ανατολίτικη αρχιτεκτονική (σαχνισιά, κλπ.), η οποία ανιχνεύεται και σε γνωστές φωτογραφίες, η λήψη των οποίων έγινε κατά τη διάρκεια της εορτής των Θεοφανείων κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας [2]. Πίσω υπερέχει σε ύψος το τριώροφο αρχοντικό του Ιωάννη Βελλίδη. Στη φωτογραφία διακρίνονται καθαρά οι παραστάδες γύρω από τα ανοίγματα του τρίτου και μέρους του δευτέρου ορόφου, έτσι όπως ήταν κατά το αρχικό στάδιο της κατασκευής γύρω στα 1890. Ακολουθεί χαμηλά, στο ύψος της γέφυρας το διώροφο κτίριο του Κλεάνθη Σακελλαρίδη και πίσω του το κτίριο των ποινικών φυλακών της Λάρισας [3]. Στο βάθος εξέχει ο πύργος του τούρκικου ρολογιού της Λάρισας με τις καμπάνες και στη συνέχει τμήμα από το ξενοδοχείο «Ακροπόλ».
Από την παράθεση όλων αυτών των στοιχείων συμπεραίνεται ότι η χρονολογία λήψης της φωτογραφίας του συγκεκριμένου επιστολικού δελταρίου τοποθετείται περί το 1907.

[1]. Σε μια διαφήμιση του 1903 στην εφημερίδα «Σφαίρα» του Πειραιά το κατάστημά του προβάλλεται ως εξής: «Το Βιβλιοχαρτοπωλείον Γ. Ν. Αλεξάκη είναι το πλέον τέλειον. Δένονται παντός είδους βιβλία καλλιτεχνικώς». Ουδεμία αναφορά όμως γίνεται για τη διακίνηση και έκδοση επιστολικών δελταρίων.
[2]. Βλέπε στο βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες» με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και κείμενα του Νίκου Νάκου. Λάρισα, Γ’ έκδοση (2003) τη φωτογραφία στη σελ. 56.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το χάνι Σαχίνη μετατρέπεται σε φυλακή, «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Β’, [2015]», Λάρισα (2018) σελ. 183-186.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Το αρχοντικό Φαληρέα


Η πρόσοψη του αρχοντικού Φαληρέα επί της οδού Μανωλάκη.  Σχηματική αναπαράσταση του μηχανικού Βασίλη Μίχου Η πρόσοψη του αρχοντικού Φαληρέα επί της οδού Μανωλάκη. Σχηματική αναπαράσταση του μηχανικού Βασίλη Μίχου
Ένα από τα παλιά αρχοντόσπιτα της παλιάς Λάρισας, το οποίο έχει διασωθεί χάρη στον νόμο περί διατηρητέων μέχρι τις ημέρες μας και μάλιστα σε καλή κατάσταση και συντηρημένο, είναι η κατοικία των αδελφών Οικονόμου, γνωστό και σαν αρχοντικό του Φαληρέα.
Το έχουν επισκεφθεί αρκετοί συμπολίτες μας γιατί βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στην οδό Μανωλάκη αρ. 9-11, και στέγασε παλαιότερα για μεγάλο χρονικό διάστημα το ψυχαγωγικό κέντρο «Ηριδανός». Το όμορφο αυτό κτίριο πρόφθασε όχι μόνο να κριθεί, αλλά και να παραμείνει διατηρητέο. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να έχουμε σήμερα ένα δείγμα, ίσως το μοναδικό, παλιάς αστικής κατοικίας των αρχών του 20ού αιώνα. Η ιστορική αναδρομή στην οικιστική συγκρότηση της προπολεμικής Λάρισας έχει φέρει στο φως και πολλά άλλα τέτοια κτίσματα, τα οποία για διάφορους λόγους δεν υπάρχουν πια. Επομένως μπορεί κάποιος να φαντασθεί πώς ήταν πριν από εκατό περίπου χρόνια η όψη της πόλης μας, όταν τέτοια κομψά νεοκλασικά αρχιτεκτονικά οικοδομήματα ήταν διάσπαρτα σ’ αυτήν.
Η ιστορία του αρχοντικού αυτού είναι ενδιαφέρουσα και θα αποτελέσει το αντικείμενο του σημερινού μας κειμένου. Το οικόπεδο όπου στεγάζεται σήμερα το αρχοντικό αγοράστηκε το 1888 από τους γιους του Αθανασίου Οικονόμου, Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικόλαο[1]. Η οικογένεια Οικονόμου είχε καταγωγή από τα Ιωάννινα, διέμενε στον Αμπελώνα (Καζακλάρ τότε) και τα τρία αδέλφια ήταν εμπειρικοί εργολάβοι οικοδομών, η δραστηριότητα των οποίων επεκτεινόταν και στη Λάρισα. Αργότερα διαπιστώνεται ότι μετακόμισαν οικογενειακά στην πόλη μας. Η κατασκευή του κτιρίου άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα και το 1902 το κτίριο βρισκόταν «εν τω περατούσθαι»[2]. Τη σημερινή του μορφή απέκτησε τελικά το 1909 και αμέσως περιήλθε στην κατοχή τού ενός εκ των τριών αδελφών Οικονόμου, του Αναστασίου, η οικογένεια του οποίου το κατοίκησε μέχρι το 1916. Αργότερα το ισόγειο αποτέλεσε την κατοικία της κόρης του Δέσποινας, απόφοιτης του Αρσακείου της Λάρισας, η οποία εν τω μεταξύ είχε παντρευτεί τον αξιωματικό ιππικού Ευάγγελο Φαληρέα[3], γι’ αυτό και στους περισσότερους Λαρισαίους το κτίριο αυτό είναι γνωστό και σαν αρχοντικό Φαληρέα. Στον όροφο έμενε η άλλη κόρη του Αναστασίου Οικονόμου, η Ευανθία, παντρεμένη με τον μηχανικό Γεώργιο Ράπτη[4]. Το 1981 πρόλαβε η πολιτεία και το ανακήρυξε διατηρητέο μνημείο, πριν το αλώσει η μάστιγα της αντιπαροχής, ενώ το 1990 αγοράστηκε από τους σημερινούς ιδιοκτήτες. Φιλοξενούσε μέχρι πριν λίγα χρόνια το μπαρ «Ηριδανός», ενώ σήμερα στεγάζονται σ’ αυτό οι υπηρεσίες του ΟΚΑΝΑ.
Αρχιτεκτονικά χαρακτηρίζεται ως κτίσμα νεοκλασικής μορφής[5]. Η οικοδομική αυτή μορφή του νεοκλασικισμού εμφανίσθηκε στη Θεσσαλία μετά την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος το 1881. Ήταν ένας δυτικότροπος αρχιτεκτονικός ρυθμός, δάνειο των ξένων από την κλασική Ελλάδα, που επέστρεψε στη χώρα που τον γέννησε. Όμως ειδικά στη Λάρισα, ο ρυθμός αυτός ως έναν βαθμό ελεγχόταν οικοδομικά και από τις τοπικές και παραδοσιακές τάσεις.
Το αρχοντικό Οικονόμου είναι κτίσμα που το χαρακτηρίζουν οι λιτές και ήρεμες γραμμές στην πρόσοψή του, όπου υπάρχουν και τα σπουδαιότερα διακοσμητικά στοιχεία. Είναι διώροφο με ημιυπόγειο και καλύπτεται από τετράκλινη στέγη, καλυμμένη με κεραμίδια. Οριζόντια γείσα, τα οποία περιτριγυρίζουν το κτίριο και από τις τέσσερες πλευρές, διαχωρίζουν τους ορόφους. Στον επάνω όροφο υπάρχουν παραστάδες με επίκρανα κορινθιακού ρυθμού, τα οποία προσδίδουν στο αρχοντικό χάρη και ομορφιά. Το κεντρικό τμήμα στην πρόσοψη παρουσιάζει μικρή προεξοχή και στον όροφο προβάλλει εξώστης με ανάγλυφα μαρμάρινα φουρούσια σε σχήμα διπλής έλικας, εξαιρετικής τέχνης. Τα φουρούσια συγκρατούν τη μαρμάρινη βάση του εξώστη, στο κάτω μέρος της οποίας έχει λαξευτεί ανάγλυφη ροζέτα. Προστατεύεται από σιδερένιο κιγκλίδωμα με περίτεχνα σχέδια. Ψηλά στο ύψος της στέγης το κεντρικό τμήμα της πρόσοψης καταλήγει σε χαμηλό αέτωμα. Τα ανοίγματα (πόρτες και παράθυρα) είναι τοποθετημένα συμμετρικά στις όψεις του κτιρίου. Δεξιά και αριστερά της πρόσοψης επί της οδού Μανωλάκη υπάρχουν δύο σιδερένιες πόρτες, οι οποίες οδηγούν στην αυλή που περικλείει το κτίσμα και στις αντίστοιχες εισόδους του κτιρίου, με τη βοήθεια κλιμακοστασίου. Ολόκληρο το κτίσμα περιβάλλεται σήμερα στις τρεις από τις τέσσερες πλευρές του από πολυώροφες οικοδομές. Η παρουσία του στο σημείο αυτό σου δίνει την εντύπωση ότι πραγματικά συνθλίβεται από την ύπαρξη των ψηλών σύγχρονων κτισμάτων που το αγκαλιάζουν θανάσιμα. Αυτόματα η σύγκριση από ανθρώπους που αγαπούν την ομορφιά και το ωραίο είναι αναπόφευκτη.
Εσωτερικά διασώθηκαν αρκετά τμήματα από τις θαυμάσιες οροφογραφίες και τον ζωγραφικό διάκοσμο. Εντοπίζονται στα δωμάτια και τους διαδρόμους και των δύο ορόφων, έχουν όμως αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό από επεμβάσεις και καταστροφές σε ορισμένα σημεία. Παρ' όλες όμως τις φθορές αυτές, εξακολουθεί να διαφαίνεται η αξιόλογη καλλιτεχνική ικανότητα του άγνωστου κοσμηματογράφου που ανέλαβε τις ζωγραφικές διακοσμήσεις.
Στο ισόγειο εντυπωσιάζει το τζάκι, στολισμένο με ανάγλυφη κεραμική επένδυση. Το οριζόντιο και τα δύο κάθετα τμήματα φέρουν ανάμεσα στα άλλα διακοσμητικά στοιχεία και μια γυναικεία κεφαλή στολισμένη με άνθη. Το τζάκι φέρει τα αρχικά γράμματα του κατασκευαστή: Β. Μ. Α., τα οποία αντιστοιχούν στον Βασίλειο Μιχαήλ Ανετόπουλο από τον Βόλο, οι απόγονοι του οποίου διατηρούν μέχρι και σήμερα ανάλογο εργαστήριο κεραμικής λίγο έξω από τα Άνω Λεχώνια, δεξιά του αμαξιτού δρόμου που οδηγεί στο Μαλάκι. Μάλιστα δίπλα από το εργαστήριο βρίσκεται υπό κατασκευή Μουσείο Κεραμοπλαστικής.
Όλες οι κατασκευές του κτιρίου τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά είναι αρκετά επιμελημένες, πλούσιες και στέρεες, τόσο που ο μεγάλος σεισμός του 1941 ελάχιστα το επηρέασε. Αυτό εξηγείται ίσως από το γεγονός ότι είχε κατασκευαστεί για να στεγάσει την οικογένεια του κατασκευαστή και ιδιοκτήτη.
Το αρχοντικό Οικονόμου-Φαληρέα μελέτησε και παρουσίασε η διευθύντρια του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας Λένα Γουργιώτη, σε επιστημονική συνάντηση που έγινε στην αίθουσα του Χατζηγιάννειου Πνευματικού Κέντρου στις 11 Οκτωβρίου 2003 με θέμα «Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία. Μέσα 19ου αιώνα-1920», και δημοσιεύθηκε στα πρακτικά της εκδήλωσης[6]. Στην εργασία αυτή βασίστηκε ως επί το πλείστον και το παρόν κείμενο.
Η φωτογραφία που δημοσιεύεται αποτυπώνει τον εξώστη με τα μαρμάρινα ανάγλυφα φουρούσια και το σιδερένιο κιγκλίδωμα του αρχοντικού στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα.
[1]. Στο συμβόλαιο αγοράς το οικόπεδο περιγράφεται ως εξής: "…περιλαμβάνει αύλειο χώρο, ένα ημιτελές και άστεγο κτίριο, μαζί με τα εναποτεθειμένα σ' αυτό δύο χιλιάδες κεραμίδια και λίγη παλαιοξυλεία. Το κτίριο συνίσταται από έξι τοίχους λίθινους, όλους ασβεστοκτισμένους και από το σκαμμένο υπόγειο".
2]. Εφ. Όλυμπος, Λάρισα, φύλλο της 12ης Ιουλίου 1902. Μάλιστα στο δημοσίευμα αυτό γινόταν λόγος ότι το κτίσμα αυτό αρχικά είχε επιλεγεί για να φιλοξενήσει το παράρτημα του Αρσακείου της πόλης μας. Τελικά το εκπαιδευτήριο αυτό στεγάσθηκε σε άλλο κτίριο που έκτιζαν τότε οι ίδιοι κατασκευαστές στη γωνία των οδών Ασκληπιού και Ηπείρου. Στο σημείο αυτό σήμερα υπάρχει το οικόπεδο που δημιουργήθηκε μετά την κατεδάφιση του κτιρίου, το οποίο στέγαζε μέχρι πριν λίγα χρόνια τις υπηρεσίες του ΙΚΑ.
[3]. Ο Ευάγγελος Φαληρέας ήταν γνωστό πρόσωπο της Λάρισας με έντονη κοινωνική δραστηριότητα και έφτασε ιεραρχικά μέχρι τον βαθμό του στρατηγού. Πέθανε στη Λάρισα το 1970, ενώ η σύζυγός του Δέσποινα το 1983.
[4]. Ο μηχανικός Γεώργιος Ράπτης φέρεται ως κατασκευαστής πολλών κατοικιών της Λάρισας κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του δράσης στην πόλη μας (1910-1939). Το 1939 μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα.
[5]. Το ρεύμα του νεοκλασικισμού στην αρχιτεκτονική που κυριαρχούσε στην Ευρώπη από την περίοδο του Διαφωτισμού, έφθασε στην Ελλάδα μαζί με τον βασιλέα Όθωνα και τη συνοδεία του. Οι αστοί του νέου ελληνικού κράτους αποδέχθηκαν εύκολα τον νεοκλασικισμό, καθώς περιείχε έντονα στοιχεία τα οποία ανάγονταν στο αρχαίο ελληνικό παρελθόν.
[6]. Γουργιώτη Λένα, Οικία Οικονόμου-Φαληρέα, ένα διατηρητέο Νεοκλασικό στη Λάρισα. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης «Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου αιώνα-1920», Λάρισα (2005) σελ. 88-102.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ


Το τμήμα της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) το οποίο περιγράφεται  στο σημερινό σημείωμα. Από επιστολικό δελτάριο  του Αντ. Παναγιωτακόπουλου και ΣΙΑ. Περίπου 1935. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΤο τμήμα της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) το οποίο περιγράφεται στο σημερινό σημείωμα. Από επιστολικό δελτάριο του Αντ. Παναγιωτακόπουλου και ΣΙΑ. Περίπου 1935. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Ιχνηλάτηση μιας περιοχής της πόλης μας σημαίνει ουσιαστικά η αναδρομή στο απώτερο παρελθόν του χώρου, των κτισμάτων και των ανθρώπων της και η ιστορική διαδρομή τους μέχρι σήμερα. Τέτοιες ιχνηλατήσεις προσπαθεί εδώ και 5,5 περίπου χρόνια
να καταγράψει ανελλιπώς η στήλη αυτή με απλό και κατανοητό τρόπο, με βάση όσα έχει προσφέρει η ιστορική έρευνα.
Σήμερα θα κάνουμε έναν περίπατο στον πεζόδρομο της οδού Παπαναστασίου[1]. Θα ξεκινήσουμε από την οδό Κύπρου με κατεύθυνση προς την οδό Βενιζέλου, ακολουθώντας τα κτίρια της δεξιάς πλευράς. Έπειτα από λίγα μέτρα φθάνουμε στη στοά Μπούρα, ένα στενό, μικρό και τυφλό δρομάκι με γραφεία και καταστήματα και από τις δύο πλευρές, το οποίο απέναντί του αντικρίζει την οδό Ύδρας, ίσως τον μικρότερο σε μήκος δρόμο της Λάρισας (20-25 μέτρων). Στη συνέχεια, με οδηγό τη δημοσιευόμενη φωτογραφία, θα περιγράψουμε τα καταστήματα της πλευράς αυτής από τη στοά Μπούρα μέχρι τη διασταύρωσή της με τη Βενιζέλου, όπως ήταν προπολεμικά.
—Το πρώτο κατάστημα που συναντάμε είναι του Στυλ. Παπαγεωργίου (1848-1925). Αγοράστηκε το 1898 και αρχικά εμπορευόταν σιδηρικά, ραπτομηχανές, κ.λπ. Το 1902 το κατεδάφισε και στη θέση του κατασκεύασε νέο λιθόκτιστο. Εν τω μεταξύ εμπλούτισε το κατάστημά του με αγροτικά μηχανήματα και ήταν ο γενικός εισαγωγέας για ολόκληρη τη Θεσσαλία των Αμερικανικών θεριστικών μηχανών Mac Cormick [2]. Το 1917 τον διαδέχθηκε ο γιος του Γεώργιος και η επιχείρηση έφερε την επωνυμία «Έκθεσις Στυλ. Παπαγεωργίου και Σια» μέχρι τον σεισμό του 1941, όταν το κατάστημα καταστράφηκε ολοσχερώς[3].
—Δίπλα ήταν το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του Γεωργίου Παπαγιάννη. Πολύ παλιά στο σημείο αυτό ήταν το πρώτο αρτοποιείο που ίδρυσε ο Γεώργιος Αντωνιάδης ερχόμενος στη Λάρισα. Το 1931, όταν ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στο ιδιόκτητο κατάστημά του που υπάρχει μέχρι σήμερα στον ίδιο δρόμο από τον συνονόματό του εγγονό, το ενοικίασε ο Γ. Κυπαρίσσης, ο οποίος το ευπρέπισε και το λειτούργησε σαν ζαχαροπλαστείο με το όνομα «Αίγλη». Φαίνεται όμως ότι δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό με το ζαχαροπλαστείο «Κυβέλεια» των αδελφών Βρεττόπουλου που βρισκόταν απέναντι και ο Κυπαρίσσης το εγκατέλειψε. Τότε βρήκαν την ευκαιρία και το ενοικίασαν οι γιοι του Στυλ. Παπαγεωργίου και επέκτειναν το ιδιόκτητο κατάστημά τους, στο οποίο εν τω μεταξύ είχαν δημιουργήσει και έκθεση σύγχρονων για την εποχή γεωργικών μηχανημάτων (τρακτέρ, θεριστικές και χορτοσυλλεκτικές μηχανές).
—Ακολουθούσε το κατάστημα του Ναούμ Ωρολογόπουλου που διέθετε γραμμόφωνα με χωνιά, δίσκους, ποδήλατα, μέχρι και γαλότσες για να προστατεύονται τα παπούτσια από τις λάσπες των χωμάτινων δρόμων της Λάρισας τον χειμώνα, τις οποίες μάλιστα διαφήμιζε σαν «φάρμακο κατά της υγρασίας»[4]. Ο Ναούμ Ωρολογόπουλος ήταν επίσης ερασιτέχνης δημοσιογράφος. Διετέλεσε επί σειρά ετών μόνιμος ανταποκριτής της εφημερίδας «Θεσσαλία» του Βόλου[5]. Επιπλέον ασχολήθηκε και με την τοπική αυτοδιοίκηση. Διετέλεσε για πολλά χρόνια δημοτικός σύμβουλος και επί δημαρχίας Δημητρίου Καραθάνου (1951-1954) κατέλαβε την προεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης.
—Το επόμενο κατάστημα δίπλα από του Ωρολογόπουλου το είχε ενοικιάσει ο Δημήτριος Δαφνόπουλος, ο οποίος εμπορευόταν ραπτομηχανές, γραφομηχανές και ποδήλατα. Όταν αυτός το εγκατέλειψε, το πήρε ο Ωρολογόπουλος και επέκτεινε το αρχικό του κατάστημα.
— Δίπλα του λειτούργησε για πολλά χρόνια το φανοποιείο του Θωμά Βενέτη. Παρ’ όλο που είχε την επιγραφή «φανοποιείον», κατασκεύαζε και άλλα αντικείμενα, όπως ποτιστήρια, σκάφες, μαγκάλια, σωλήνες για θερμάστρες και άλλα.
—Πάνω από τα καταστήματα αυτά υπήρχε όροφος, η είσοδος του οποίου γινόταν από μια σκάλα που βρισκόταν στο πίσω μέρος των καταστημάτων. Στον όροφο αυτό αρχικά στεγάστηκε το Εργατικό Κέντρο Λαρίσης και κατά την περίοδο του 1928-29 βρίσκουμε να είναι εγκατεστημένα τα γραφεία της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών και του Εμπορικού Συλλόγου. Ο χώρος διέθετε μια μεγάλη αίθουσα, όπου γίνονταν συνελεύσεις των μελών σωματείων και οργανώσεων. Ακόμη πραγματοποιούνταν πνευματικές εκδηλώσεις και πολιτικές συγκεντρώσεις γιατί δεν υπήρχε τότε άλλη μεγάλη αίθουσα στην πόλη. Μάλιστα την περίοδο αυτή στεγάστηκε στους χώρους του και η Ομάδα Προσκόπων Λαρίσης [6].
—Το κτίριο διέθετε πίσω από τα καταστήματα μεγάλη αυλή και στο βάθος υπήρχε μια σειρά από μικρά κτίσματα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς για καφενεία και ψυχαγωγικά κέντρα. Για πολλά χρόνια υπήρχε στην αυλή αυτή το καφενείο του Κωσταρέλου, το οποίο εξυπηρετούσε σε καφέδες όλα τα μαγαζιά της οδού Ακροπόλεως που βρίσκονταν από τη διασταύρωση της οδού Κύπρου μέχρι την οδό Βενιζέλου. Όταν ο Κωσταρέλος αποσύρθηκε, το ενοικίασε ο Μήτσος Αγραφιώτης, αφού έκλεισε το «Καφέ-Σαντάν» που για χρόνια διατηρούσε στην οδό Απόλλωνος και δημιούργησε μια ταβέρνα που ονόμασε «Κήπο του Αλλάχ». Δεξιά και αριστερά στην αυλή είχε φυτέψει άφθονο πράσινο με άνθη και η ατμόσφαιρα τα βράδια του καλοκαιριού ήταν γοητευτική. Τον χειμώνα στα μικρά δωματιάκια συγκεντρώνονταν παρέες φιλόμουσων, μέλη του Μουσικού Συλλόγου.
Όλα αυτά τα καταστήματα που διακρίνονται στη σημερινή φωτογραφία και έχουν περιγραφεί, υπέστησαν σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια της κατοχής και ιδίως από τον σεισμό του 1941. Μεταπολεμικά κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους κατασκευάστηκαν στη σειρά η πολυώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας στεγάζεται σήμερα η Alpha Bank, στη συνέχεια ο κινηματογράφος «Γαλαξίας» και το ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς». Σήμερα στη θέση του κινηματογράφου υπάρχει μια μεγάλη και όμορφη αίθουσα εκδηλώσεων του ξενοδοχείου.
—Ακολουθεί το κτίριο που καταλαμβάνει τη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Βενιζέλου. Παλιά ήταν το κατάστημα του Δημητρίου Αλεξάνδρου[7]. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ο γιος του Ιωάννης Αλεξάνδρου αγόρασε το διπλανό οικόπεδο και έκτισε το τριώροφο μέγαρο που υπάρχει μέχρι σήμερα. Στη θέση του παλιού καταστήματος Αλεξάνδρου κτίστηκε το κτίριο που στέγασε την Τράπεζα Λαρίσης. Κύριοι μέτοχοι αυτής της Τράπεζας ήταν ευκατάστατοι Λαρισαίοι, οι οποίοι αποτελούσαν έναν ευρύτατο οικογενειακό κύκλο. Αναφέρονται οι οικογένειες των Κων. Οικονομίδη, Μιλτ. Ζαρίμπα, Βασ. Αρσενίδη, Κων. Δημητριάδη, Κων. Σκαλιώρα και άλλων. Διοικητής τοποθετήθηκε ο δικηγόρος Κώστας Οικονομίδης, ένας μεγαλοπρεπής άνθρωπος που τηρούσε όλους τους τύπους του αξιώματός του.
Το 1929, με την παγκόσμια οικονομική κρίση, δεν έμεινε ανεπηρέαστη και η χώρα μας. Το 1930 η Τράπεζα Κοσμαδοπούλου του Βόλου, με την οποία η Τράπεζα Λαρίσης είχε ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς, χρεοκόπησε. Το γεγονός αυτό επηρέασε σοβαρά και τη δική μας Τράπεζα. Ωστόσο η τελευταία κατέθεσε το χαρτοφυλάκιό της στην Εθνική Τράπεζα, από την οποία χρηματοδοτήθηκε για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Από τότε συνέχισε τη λειτουργία της αλλά με περιορισμένο κύκλο εργασιών. Το κτίριο της Τραπέζης Λαρίσης εκποιήθηκε κατά την κατοχή και περιήλθε στην ιδιοκτησία των αδελφών Αμπαριάν. Εν συνεχεία κατεδαφίστηκε, κατασκευάστηκε νέο διώροφο οίκημα, στο οποίο στεγάστηκε το κατάστημα νεωτερισμών του Τάκη Αγραφιώτη, και το «Μονακό» ενώ στον όροφο είχε για ένα διάστημα τα γραφεία και το εντευκτήριο των μελών του ο Ορειβατικός Σύλλογος. Σήμερα το κτίσμα αυτό, μαζί με το διπλανό παλιό μέγαρο Αλεξάνδρου, έχουν αγοραστεί από γνωστούς επιχειρηματίες της πόλης μας.


[1]. Ο δρόμος αυτός από το 1881 μέχρι σήμερα άλλαξε πολλές φορές ονομασία. Επί δημαρχίας Γαλάτη (1887-1891) ονομάστηκε Ακροπόλεως, καθώς ξεκινούσε από την ακρόπολη της Λάρισας και έφθανε λίγο πιο κάτω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Όπως παρατηρούμε, την εποχή εκείνη ο λόφος ονομαζόταν Ακρόπολη. Η σημερινή κοινή ονομασία Φρούριο είναι μεταγενέστερη και σαφώς εσφαλμένη.
[2]. Γρηγορίου Αλέξανδρος. Στυλιανός Παπαγεωργίου (1848-1925). Ο ιδρυτής μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας-Α’, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 22ας Απριλίου 2018.
[3]. Για το μέγεθος της καταστροφής βλέπε τη γερμανική φωτογραφία του 1941, η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο: Η Μνήμη της Πόλης. Λάρισα. Κατοχή-Απελευθέρωση (1941-1944). Αρχείο Φωτογραφιών Βύρωνα Μήτου, Λάρισα (2018) σελ. 166.
[4]. Ο Ναούμ Ωρολογόπουλος καταγόταν από την Καστοριά. Ο πατέρας του Νικόλαος με τον θείο του Βασίλειο και τις οικογένειές τους λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας εγκατέλειψαν την Καστοριά, εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα και εργάστηκαν σαν Ωρολογοποιοί.
[5]. Τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η Λάρισα δεν διέθετε καθημερινή εφημερίδα, ενώ ο Βόλος είχε εκτός από τη «Θεσσαλία», τον «Κήρυκα», ανταποκριτής του οποίου ήταν στη Λάρισα ο δικηγόρος Αδαμάντιος Νικολαΐδης και η «Πανθεσσαλική», ανταποκριτής της οποίας ήταν ο Κώστας Κατσουλίδης.
[6]. Πληροφορία από τον παλιό πρόσκοπο και μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας Βαγγέλη Ρηγόπουλο.
[7]. Το 1879, σε ηλικία 17 ετών, ο Δημήτριος Αλεξάνδρου μετακόμισε από τον Τύρναβο στη Λάρισα και άνοιξε κατάστημα υαλικών με συνέταιρο τον Κυριακό Γεωργ. Διδάσκαλο. Η συνεργασία όμως αυτή διήρκησε μικρό διάστημα. Πληροφορία από τον συνονόματό εγγονό του Δημητράκη Αλεξάνδρου.


Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Επιστολικό δελτάριο της Λάρισας, έκδοση Γ. Δημητρακόπουλου


Αποψη της νοτιοδυτικής πλευράς της πλατείας Θέμιδος (Κεντρική πλατεία).  Έκδοση Γεωργίου Δημητρακόπουλου. Περίπου 1930. Αρχείο Αντώνη ΓαλερίδηΑποψη της νοτιοδυτικής πλευράς της πλατείας Θέμιδος (Κεντρική πλατεία). Έκδοση Γεωργίου Δημητρακόπουλου. Περίπου 1930. Αρχείο Αντώνη Γαλερίδη
Η σημερινή εικόνα αποτυπώνει μια γνωστή άποψη της Κεντρικής πλατείας (Θέμιδος) όπως ήταν γύρω στα 1930.
Ήταν τυπωμένη σε επιστολικό δελτάριο, το οποίο εκδόθηκε από τα τυπογραφεία του Γεωργίου Δημητρακόπουλου. Το κλισέ ανήκει στην εκδοτική εταιρεία «ΔΕΛΤΑ» του Εμμ. Σ. Διακάκη, η οποία βρισκόταν στην Αθήνα επί της οδού Αδριανού 35. Ο Εμμ. Διακάκης ήταν σπουδαίος εκδότης, ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Γι’ αυτό και οι κάρτες του ανέρχονται σε μερικές εκατοντάδες, ήταν ασπρόμαυρες, πολύ καλά καδραρισμένες και με καλή εκτύπωση. Κάτω αριστερά αναγράφουν το θέμα της φωτογραφίας στα ελληνικά και τα γαλλικά, τα οποία ήταν η διεθνής γλώσσα της προπολεμικής εποχής. Στο συγκεκριμένο επιστολικό δελτάριο αναγράφεται: ΛΑΡΙΣΑ. Πλατεία Θέμιδος και στα γαλλικά: LARISSA. Place de Themis»[1] και συμπληρώνεται με τον αριθμό της κάρτας που είναι το 1080-5. Κάτω δεξιά συνήθως ήταν τυπωμένος ο λογότυπος της εταιρείας “ΔΕΛΤΑ”. Όμως η εταιρεία αυτή συμβαλλόταν και με τοπικές τυπογραφικές επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα, οπότε στη θέση αυτή κάθε επιχείρηση τύπωνε τον δικό της λογότυπο. Για τη Λάρισα έχω υπόψη μου κάρτες της εταιρείας ΔΕΛΤΑ με φωτογραφικά θέματα της πόλης μας για λογαριασμό τοπικών εμπόρων της εποχής, όπως οι: Αντ. Παναγιωτακόπουλος, Γ. Δημητρακόπουλος και πιθανόν και άλλοι. Μερικές απ’ αυτές είχαν γραμμένο στην πίσω πλευρά της κάρτας τον λογότυπο της ΔΕΛΤΑ, άλλες όχι. Βέβαια την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε copyright, το πολύ-πολύ απλή εμπορική συμφωνία. Η εταιρεία ΔΕΛΤΑ του Εμμ. Διακάκη συνέχισε τη λειτουργία της και κατά τους νεότερους χρόνους, κυρίως τη δεκαετία του 1960, με έγχρωμες φωτογραφίες.
Οι Γεώργιος Δημητρακόπουλος και Αντώνιος Παναγιωτακόπουλος μαζί με τον Π. Παρασκευόπουλο για κάποιο διάστημα τη δεκαετία του 1910 είχαν από κοινού εταιρεία με βιβλιοχαρτοπωλείο και τυπογραφείο. Όμως ο συνεταιρισμός αυτός δεν κράτησε για πολύ. Ο Π. Παρασκευόπουλος ίδρυσε δικό του κατάστημα επί της οδού Μ. Αλεξάνδρου, δίπλα από το καφενείο «Νέος Κόσμος». Όμως ο σεισμός του 1941 επέφερε μεγάλες καταστροφές στο οίκημα, με αποτέλεσμα να διακοπεί η λειτουργία του. Το ίδιο και ο Αντώνιος Παναγιωτακόπουλος άνοιξε δικό του κατάστημα επί της οδού των Έξ (Κύπρου). Ο Γεώργιος Δημητρακόπουλος ως γνωστόν ίδρυσε το 1922 την καθημερινή εφημερίδα «Ελευθερία», η οποία κυκλοφορεί μέχρι σήμερα, συγχρόνως όμως διατήρησε και το κατάστημα με το βιβλιοπωλείο και το τυπογραφείο. Η σημερινή κάρτα είναι έκδοση δική του, αλλά το κλισέ της φωτογραφίας, όπως αναφέραμε, ανήκει στην αθηναϊκή εταιρεία «ΔΕΛΤΑ».
Στη φωτογραφία της πλατείας Θέμιδος διακρίνονται τέσσερα κτίρια όπως ήταν την περίοδο του 1930 περίπου, εποχή που χρονολογείται η λήψη της. Τα κτίσματα αυτά οριοθετούν τη νοτιοδυτική γωνία της. Τα έχουμε περιγράψει και άλλη φορά, αλλά σήμερα θα πούμε μερικά νέα στοιχεία που εν τω μεταξύ έχουν εντοπισθεί:
—Από αριστερά πρώτο είναι το κτίριο του υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας. Είχε κατασκευασθεί στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν ένα απλό διώροφο οίκημα και στο διάστημα 1916-1917 στέγαζε τα γραφεία και τυπογραφεία της εφημερίδας «Η Πρόοδος»[2]. Κατά το 1920 το οίκημα αγοράστηκε από την Εμπορική Τράπεζα, η οποία το συντήρησε. Διαμόρφωσε την εξωτερική του μορφή, προσθέτοντας νεοκλασικά στοιχεία, ενώ το εσωτερικό του το διαρρύθμισε για να στεγάσει το τοπικό υποκατάστημά της. Το 1941 το κτίριο που βλέπουμε στη φωτογραφία υπέστη σοβαρές ζημιές από τους σεισμούς, κατεδαφίσθηκε και μεταπολεμικά κτίστηκε το νέο διώροφο υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας. Το 1979 κατεδαφίστηκε και αυτό, και μαζί με την αγορά από την τράπεζα του διπλανού καφενείου «Παλλάδιον», οικοδομήθηκε η σημερινή πολυώροφή οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας στεγάστηκε η Τράπεζα μέχρι το 2013, όταν συγχωνεύτηκε με την Alpha bank.
—Το διπλανό τριώροφο κτίριο, ιδιοκτησίας των αδελφών Αθανασίου και Δημητρίου Μποσινιώτη θεμελιώθηκε το 1908 και λειτούργησε το 1910. Οι δύο όροφοι στέγασαν το ξενοδοχείο «Πανελλήνιον» και στο ισόγειο αναπτύχθηκε το ομώνυμο καφεζαχαροπλαστείο, το οποίο το 1919 ο Κωνσταντίνος Πάλτσος το μετονόμασε σε «Ντορέ». Το 1930 ο διάδοχός του επιχειρηματίας, Μήτσος Βρεττόπουλος, επανέφερε την παλιά του ονομασία, η οποία διατηρήθηκε μέχρι και τη μεταπολεμική κατεδάφισή του. Στη θέση του υψώθηκε και εδώ πολυώροφη οικοδομή, όπως δυστυχώς στα περισσότερα μεταπολεμικά κτίρια τα οποία περιτριγύριζαν την Κεντρική πλατεία[3].
—Το επόμενο ισόγειο κτίσμα δεν διακρίνεται στη φωτογραφία. Προπολεμικά στέγαζε το καφεζαχαροπλαστείο του Κόκκαλη, το οποίο ήταν στέκι των μαθητών του Γυμνασίου. Μεταπολεμικά το γνωρίσαμε ως ζαχαροπλαστείο άλλοτε με την ονομασία «Γαλλικόν» και άλλοτε με την ονομασία «Ελληνικόν».
—Ακολουθεί το διώροφο κτίριο του Γεωργίου Νικόδημου, το οποίο την περίοδο εκείνη (1930) στέγαζε τις υπηρεσίες της Νομαρχίας. Μεταπολεμικά, μαζί με τη διπλανή κατοικία του παλιού δημάρχου Κωνσταντίνου Βλάχου, κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους κτίστηκε το σημερινό δημαρχιακό μέγαρο.
—Τέλος, δεξιά διακρίνεται το αρχοντικό του Νικολάου Καρανίκα. Ήταν ένα θαυμάσιο νεοκλασικό κτίριο στη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Ίωνος Δραγούμη. Κτίστηκε το 1910. Στον επάνω όροφο έμενε ο ιδιοκτήτης με την οικογένειά του, ενώ η κατασκευή του ισογείου ήταν καταμερισμένη σε καταστήματα. Την περίοδο της λήψης της φωτογραφίας, μέχρι και το 1935 στον όροφο στεγαζόταν η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Μεταπολεμικά ο όροφος θεωρήθηκε ακατοίκητος λόγω σεισμού και στο τέλος της δεκαετίας του 1960 η κόρη του ιδιοκτήτη και κληρονόμος Θάλεια Καρανίκα-Δημητράτου το κατεδάφισε και στη θέση του υψώθηκε το πολυώροφο κτίριο που υπάρχει μέχρι σήμερα.

[1]. To Place de Themis μπορεί να το εκλάβει κανείς και ως πλατεία του Θέμη, αλλά φυσικά εννοεί τη Θέμιδα, τη θεά της Δικαιοσύνης της ελληνικής μυθολογίας. Η πλατεία αυτή της Λάρισας ονομάσθηκε Θέμιδος από την παρουσία εντός αυτής του επιβλητικού κτιρίου με την επιγραφή «Θέμιδος Μέλαθρον», το οποίο στέγαζε μέχρι το 1905 τα Δικαστήρια.
[2]. Ο Κώστας Νταϊφάς γεννήθηκε στον Βόλο το 1891. Ήταν δημοσιογράφος, ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε ιδρυτής, διευθυντής και ιδιοκτήτης της καθημερινής εφημερίδας «Η Πρόοδος» που εκδόθηκε αρχικά για έναν χρόνο στη Λάρισα (12 Ιουνίου 1916-25 Μαΐου1917) και ήταν όργανο των Επιστράτων, οι οποίοι υπερασπίζονταν τη μοναρχία. Εν συνεχεία μετακόμισε στον Βόλο όπου συνέχισε την έκδοση της εφημερίδας (11 Μαΐου 1920-τέλος του 1924). Το 1926 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου συνέχισε και εκεί την κυκλοφορία της εφημερίδας «Πρόοδος». Ήταν οπαδός του κινήματος του δημοτικισμού. Πέθανε στην Αθήνα το 1958. Γιος του ήταν ο σκηνοθέτης Ίωνας Νταϊφάς (1924-1994) και σύζυγος του τελευταίου η Λόλα Νταϊφά, γνωστή από την τηλεόραση και από τη θητεία της ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων στην ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το Μέγαρον «Πανελλήνιον», εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 23ης Ιουλίου 2014. Του ιδίου «Ιχνηλατώντας την Παλιά Λάρισα-Α’ (2014) σελ. 135-138.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

«…την πόλιν την παρδαλήν, την μικράν και όμως μεγάλην»

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΦΕΔΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΙΣΑ ΤΟΥ 1897


Έλληνες στρατιώτες συγκεντρωμένοι έξω από το κτίριο των Δικαστηρίων στην Κεντρική πλατεία,  λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του πολέμου. Δεξιά μέρος του ξενοδοχείου «Το Στέμμα». Απρίλιος 1897.  Από το βιβλίο «Going to war in Greece» του Frederic Palmer. Νέα Υόρκη, 1897. Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΈλληνες στρατιώτες συγκεντρωμένοι έξω από το κτίριο των Δικαστηρίων στην Κεντρική πλατεία, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του πολέμου. Δεξιά μέρος του ξενοδοχείου «Το Στέμμα». Απρίλιος 1897. Από το βιβλίο «Going to war in Greece» του Frederic Palmer. Νέα Υόρκη, 1897. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Τον Μάρτιο του 1897 κάποιες συνοριακές αψιμαχίες εκατέρωθεν της ελληνοτουρκικής μεθορίου, δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα, η οποία προοιώνιζε ότι στα θεσσαλικά σύνορα θα συνέβαιναν πολύ σύντομα σοβαρά πολεμικά γεγονότα, παρά το γεγονός ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τα αποσοβήσουν.
Η Λάρισα, λόγω θέσεως και γειτονίας με τα σύνορα, υπήρξε ο τόπος συγκεντρώσεως των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και η έδρα του ελληνικού στρατηγείου. Χιλιάδες στρατιώτες, έφεδροι και εθελοντές με τους αξιωματικούς τους έφθασαν στην πόλη μας και κατέλυσαν στους στρατώνες και σε διάφορους πρόχειρους καταυλισμούς, μέχρις ότου να προωθηθούν στο μέτωπο.
Ένας από τους εφέδρους στρατιώτες, ο οποίος έλαβε μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις, λίγες εβδομάδες μετά την ανακωχή που σήμανε το τέλος του πολέμου, άρχισε να γράφει τις εντυπώσεις του από τη δοκιμασία αυτή στην εφημερίδα των Αθηνών «Εμπρός» σε συνέχειες, με τίτλο: «ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Σημειώσεις εφέδρου». Το κείμενο είναι ανώνυμο και έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Σήμερα θα δημοσιεύσουμε το απόσπασμα από τις εντυπώσεις του που έχει σχέση με την περιγραφή της Λάρισας τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο συγγραφέας του φαίνεται να είναι μορφωμένος, έχει πλούσιο λεξιλόγιο, ως γλώσσα χρησιμοποιεί την απλή καθαρεύουσα[1], οι προτάσεις του είναι μικρές, οι αναφορές σύντομες αλλά περιεκτικές και η περιγραφή του καθαρή και πειστική.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα δημοσιεύθηκε στο φύλλο της εφημερίδας που κυκλοφόρησε στις 6 Ιουνίου 1897[2]. Κατά την εξιστόρηση, το σώμα των εφέδρων έφθασε ατμοπλοϊκώς στον Βόλο και απ’ εκεί με τον θεσσαλικό σιδηρόδρομο προσέγγιζε τη Λάρισα. Ήταν αρχές Απριλίου και αφήνουμε τον συντάκτη να μας περιγράψει σχετικά:
«Δέκα λεπτά της ώρας μάς έμεναν ακόμη. Έξαφνα τα βαγόνια εσείσθησαν από την κραυγή:
- Η Λάρισσα, η Λάρισσα!... Και με βλέμματα λαίμαργα και με οφθαλμούς απλήστους, τα πρόσωπα όλων ευρέθησαν κολλημένα επάνω εις τους χονδρούς υαλοπίνακας των κλειστών θυρίδων του τραίνου.
- Ανοίξατε τα παράθυρα, ανοίξατε τα παράθυρα, εφώναζαν πολλοί.
Ευρισκόμεθα πλέον εις τα σύνορα. Η χαρά μας ήτο απερίγραπτος. Ούτε ζητωκραυγαί, ούτε φωνές και γέλια αυτή τη φορά. Αληθινή συγκίνησις. Σωστός ενθουσιασμός. Τα στόματα εκείνα τα φλύαρα, τα οποία προ ολίγου εσκόρπιζαν τόσην τρέλλαν, εκλείσθησαν τώρα διά μιας, όπως συμβαίνει εις όλας τας αιφνιδίας και μεγάλας δονήσεις της ψυχής. Και μόνον όταν η αμαξοστοιχία έστη (σταμάτησε) και απεβιβάσθημεν, ο υπερχειλίσας ενθουσιασμός εξερράγη εις ένα θούριον, υπό τον ήχον του οποίου εισήλθομεν εις την πόλιν.
Ο εκτελών χρέη σημαιοφόρου συνάδελφός μας προηγήθη και πάλιν, φέρων επ’ ώμου τον γυμνόν κορμόν ενός πελωρίου κλάδου, εις την άκραν του οποίου εκυμάτιζε υπόλευκον λείψανον…πετσέτας!... Η διά των οδών της πόλεως παρέλασις υπήρξε πανηγυρικωτάτη. Μερικά καταστήματα ήσαν σημαιοστόλιστα. Από τους δρόμους από τους οποίους διηρχόμεθα, το πλήθος εζητωκραύγαζε ως μαινόμενον. Πολλοί οπλιζόμενοι με μιαν σημαίαν μας ηκολούθουν. Τα παράθυρα των σπητιών ηνοίγοντο και επρόβαλαν γελαστά τα πρόσωπα των γυναικών. Μία, με δύο μαύρα λυγωμένα μάτια της ρωμαντικής σχολής, καταλαμβάνεται υπό αιφνιδίου πολεμικού μένους και κατασπαράσσει εντός των χειρών της μίαν πτωχήν ανθοδέσμην. Και το άκακο μπουκετάκι πέφτει σκόρπιο επάνω μας.
Εφθάσαμεν εις την πλατείαν όπου το νεόκτιστον Τουρκικόν τέμενος[3]. Εκεί είχε τόσος κόσμος συσσωρευθή, ώστε μόλις και μετά βίας κατωρθώθη να διέλθωμεν. Συνέβη όμως και κάτι άλλο. Ο συνωστισμός και η σύγχυσις διευκόλυναν πάλιν την… απόδρασιν του ενός τρίτου τουλάχιστον εξ ημών και ο δυστυχής ενωμοτάρχης απέμεινε και πάλιν «ανέραστος και άφιλος». Τοιουτοτρόπως τη ανελπίστω βοηθεία του συνωστισμού το εσκάσαμε δι’ εικοστήν φοράν. Άλλως τε η ώρα της παραδόσεώς μας εις τον λόχον εσήμανε και έπρεπε τέλος πάντων να πανηγυρίσωμεν τας τελευταίας στιγμάς.
Διά τους πολλούς σημεία κατευθύνσεως είχον ορισθεί τα διάφορα ξενοδοχεία. Η ιδική όρεξις ανέβηκε εις τα μάτια, και τα βλέμματά μου ανήσυχα περιεστρέφοντο ζητούντα να χορτάσουν απ’ όλα. Μετά τον Βόλον, ήτο η δευτέρα πόλις η Λάρισα, όπου επί τρεις ώρας η κεφαλή μου εστρέφετο επί των ώμων μου με το στόμα χάσκων διαρκώς. Την πρώτην εντύπωσιν μου έκαμαν οι πανύψηλοι μιναρέδες με την μυτερή κορυφή τους, άνωθεν της οποίας κίτρινον μέταλλον εικόνιζε του Ενδυμίωνος[4] το προσφιλές ήμισυ… Έπειτα η ποικιλία των μορφών, αι καλλοναί και τα ασχημόμουτρα, τα κυρτά σώματα και οι στερεότυπες φάτσες των Εβραίων, ο Ιμάμης ο χωμένος μέσα στα φαρδιά αντηριά του[5], το πωλούμενον ύδωρ εντός των δερματίνων σάκκων, οι χανούμισες με τα φασκιωμένα μουτράκια τους και τόσα άλλα. Μωσαϊκόν ανθρώπων και οικοδομών και δρόμων. Χωριό και πόλις και επαρχία και πρωτεύουσα. Τζαμιά και ναοί χριστιανικοί και συναγωγαί και ονόματα συνοικιών τουρκικά. Καλπάκια[6] και ρεπούμπλικες και σκούφιες και φεσάκια κόκκινα και ημίψηλα. Παράθυρα κλειστά και κόσμος φοβισμένος και κόσμος δίχως ελευθερίαν και δίχως πολιτισμόν.
Εις δύο ώρας διέτρεξα όλην την πόλιν σχεδόν. Διήλθον τα δύσβατα καλντερίμια της, εισεχώρησα και εις τα μάλλον αφανή και απρόσιτα στενοσόκακα, έκαμψα όλας τας ομαλάς και ανωμάλους γωνίας της και ηφανίσθην εντός του βρωμερού λασπώδους απείρου της… Εδώ ερείπια τουρκικού τεμένους, σωροί νεκράς ισχύος και δόξης, σκοτεινά, μαύρα, άμορφα σαν ξεθαμμένα οστά κάποιου μεγάλου νεκρού… Πάρα κάτω ερημία και γύμνια και έπειτα ένα σπίτι ξεβαμμένο, σαθρόν, κινδυνεύον να καταρρεύση με το πρώτον φτέρνισμα του κυρίου του και πάλιν ερημία και έπειτα ένας δρόμος πλωτός… από την λάσπην ή μία παράγκα μη αντιπροσωπεύουσα τίποτε. Καλλοναί επί ερειπίων και ερείπια επί καλλονών.
Όπλα ανακατωμένα εις αυτήν την πόλιν την παρδαλήν, την μικράν και όμως μεγάλην διά τα παράξενά της. Μία περίπτυξις του ωραίου και της αηδίας. Η συνοικία των Εβραίων και ο τουρκικός μαχαλάς και έξαφνα η πλατεία με την φιλαρμονικήν και δίπλα η αγορά με τα… βρωμοπωλεία[7] της και εις το μέσον το νοσοκομείον…! [8] και απέναντι τα Δικαστήρια και στο πλάϊ αι φυλακαί και κολλητά το ταχυδρομείον[9] και αριστερά η διεύθυνσις της αστυνομίας και δεξιά τα πατσατζίδικα. Αέναος συμπλοκή οδών και διεθύνσεων και συγκρούσεις οικιών και δημοσίων καταστημάτων. Και εις τα τελευταία ο Πηνειός, θολωμένος κι’ αυτός, περνάει ήσυχα-ήσυχα δίπλα της, με μίαν ύπουλον γαλήνην και με όλην την γοητείαν γυναικείας υποκρισίας. Σιγά-σιγά, σαν να μην έχη διόλου δύναμιν, της χαϊδεύει το πλευρόν έως ότου την ξεγελάση και το ποταμάκι το άρρωστο και αδύνατο ξεσπάση σε καμμία φοβερή πλημμύρα και την καταβροχθίση με λαιμαργίαν λυσσασμένου θηρίου.
Πέντε ώρες επέρασαν. Είχα σχεδόν λησμονήσει τον λόγον διά τον οποίον ευρισκόμην εκεί και εδόθην με ηλιθιότητα ρωμαντικού εραστού εις την ρέμβην την λικνιστικήν και την γοητείαν την οποίαν εδοκίμαζα από την συχνήν αλλαγήν των εντυπώσεων, όταν ένα οξύ σάλπισμα...».
———————
[1]. Η γλώσσα διατηρείται ως έχει, καθώς νομίζουμε ότι αποδίδει καλύτερα το κλίμα της εποχής. Όσες λέξεις είναι δυσνόητες θα επεξηγούνται άμεσα εντός παρενθέσεως. Σε ορισμένα δε σημεία θα γίνεται σχολιασμός στις υποσημειώσεις για ευχερέστερη κατανόηση.
[2]. Η εντόπιση του δημοσιεύματος έγινε από τον Αχιλλέα Καλτσά, μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας, τον οποίον και ευχαριστώ για την παραχώρηση.
[3]. Πρόκειται για την πλατεία Ανακτόρων, σημερινή πλατεία Μπλάνα ή Λαού, ανατολικά της οποίας υψωνόταν το Γενί τζαμί, αυτό που διασώζεται μέχρι σήμερα και είχε κτισθεί πρόσφατα (1891). Στην Κεντρική πλατεία είχε συγκεντρωθεί ο τακτικός στρατός.
[4]. Κατά τη μυθολογία, ο Ενδυμίων, βασιλιάς της Ήλιδας (Τροίας), ήταν ο ωραιότερος των θνητών. Τον ερωτεύθηκε παράφορα η Σελήνη και με τη συμβολή του Δία κατόρθωσε να τον κάνει να κοιμάται αιώνια, χωρίς να χάνει την ομορφιά του. Εδώ ο συγγραφέας με την επιτυχημένη αναφορά του στον μύθο του Ενδυμίωνα και της Σελήνης περιγράφει την τουρκική ημισέληνο.
[5]. Αντηριά και αντεριά, είναι τα ζωστικά, δηλαδή ο χιτώνες που φορούν οι ιερωμένοι κάτω από το μαύρο ράσο, κατά την καθημερινή τους αμφίεση.
[6]. Καλπάκι. Τουρκική λέξη, η οποία σημαίνει κάλυμμα κεφαλής, σαν αυτό που φορούν οι μοναχοί.
[7]. Εννοεί την οδό Πανός με συγκεντρωμένα τα χασάπικα, μανάβικα και ψαράδικα, τα οποία λόγω της φύσεώς τους διέχεαν έντονη δυσοσμία.
[8]. Το στρατιωτικό νοσοκομείο στεγαζόταν τότε στο κτίριο του Διδασκαλείου.
[9]. Το Ταχυδρομείο ήταν συνέχεια των φυλακών, επί της σημερινής οδού Φιλελλήνων. Η παλαιότερη άποψή μου ότι την εποχή εκείνη το Ταχυδρομείο βρισκόταν στην ομώνυμη πλατεία, όπου σήμερα το Grand Hotel, απεδείχθη λανθασμένη, όπως επιβεβαιώνεται και από την περιγραφή. Η μεταφορά του στην πλατεία Ταχυδρομείου έγινε αργότερα, όταν Φυλακές και Ταχυδρομείο κατεδαφίσθηκαν το 1904 για να κτιστεί το μέγαρο Χατζημέτου (Λέσχη Ασλάνη).
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το Μέγαρο Κατσαούνη


Το Μέγαρο Κατσαούνη στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, επί της οδού Κούμα.  Λεπτομέρεια φωτογραφίας του 1935. Αρχείο Αντωνίου ΓαλερίδηΤο Μέγαρο Κατσαούνη στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, επί της οδού Κούμα. Λεπτομέρεια φωτογραφίας του 1935. Αρχείο Αντωνίου Γαλερίδη
Ο τίτλος του σημερινού κειμένου «Μέγαρο Κατσαούνη» ίσως να μην προσδιορίζει για τους περισσότερους τίποτε.
Όμως για την ιστορία του 20ού αιώνα της Λάρισας ήταν ένα κτίριο από το οποίο παρέλασαν πολλοί επαγγελματίες, ιδιωτικές, δημόσιες και στρατιωτικές υπηρεσίες. Το μέγαρο αποτυπώνεται στη δημοσιευόμενη φωτογραφία του 1935. Πρόκειται για λεπτομέρεια μεγαλύτερης εικόνας, εκτυπωμένης σε επιστολικό δελτάριο της εποχής, με τίτλο «Ο Εορτασμός της εκατοντ/ρίδος εν Λαρίσση». Ο εορτασμός αυτός έγινε με πρωτοβουλία της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών[1]. Ο καθυστερημένος εορτασμός της κατά τέσσερα έτη από τη συμπλήρωση της εκατονταετίας από την Επανάσταση του 1821, οφείλεται κυρίως στην ανώμαλη πολιτική κατάσταση που επικρατούσε κατά την περίοδο εκείνη. Από την ανάλυση της γραμματοσειράς του τίτλου του επιστολικού δελταρίου συμπεραίνεται ότι είναι έκδοση του Λαρισαίου Ιωάννη Κουμουνδούρου.
Μετά την απελευθέρωση του 1881 και πριν κτισθεί το κτίριο τη φωτογραφίας, υπήρχε κενός χώρος, μια μεγάλη μάντρα, στο βάθος της οποίας ήταν κτισμένο ισόγειο κτίσμα, το οποίο στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης στέγαζε το φωτογραφείο του Περικλή Θεοδωρίδη. Αργότερα, στο ίδιο κτίριο λειτουργούσε από κάποιον ανδρεικελλοπαίκτη Καραγκιόζης. Ο χώρος αυτός ήταν ιδιοκτησία του δικηγόρου Αριστοτέλη Ιατρού και συνόρευε με την ιδιόκτητη κατοικία του[2]. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο ελεύθερος χώρος με το μικρό κτίσμα περιήλθαν στην ιδιοκτησία των αδελφών Κατσαούνη[3], οι οποίοι το αξιοποίησαν και έκτισαν τη διώροφη νεοκλασική οικοδομή της φωτογραφίας. Ο επάνω όροφος αρχικά χρησιμοποιήθηκε για κατοικία τους, ενώ το ισόγειο ενοικιάσθηκε κατά διαστήματα σε διάφορες επιχειρήσεις και ιδιώτες. Το ισόγειο είχε τέσσερεις πόρτες και μία θύρα εισόδου για τον επάνω όροφο. Από τις πρώτες επιχειρήσεις είναι γνωστό ότι σ’ αυτό στεγάστηκε η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, η οποία είχε ενοικιάσει δύο πόρτες. Η διάρκεια της τράπεζας αυτής δεν ήταν μεγάλη. Το 1917, σε φωτογραφία των γαλλικών δυνάμεων της Αντάντ που κατέλαβαν τη Λάρισα κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού, διακρίνουμε σε δύο πόρτες του ισογείου την επιγραφή «Ζαχαροπλαστείον Doree Δ. Α. Πάλτσου». Ο επάνω όροφος την περίοδο εκείνη είχε επιταχθεί από τους Γάλλους, οι οποίοι εγκατέστησαν το στρατηγείο τους, με επικεφαλής τον στρατηγό Venel και το επιτελείο του[4]. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τις οικογένειες Κατσαούνη να εγκαταλείψουν τη Λάρισα και να εγκατασταθούν στην Αθήνα.
Με την αποχώρηση των Γάλλων δύο πόρτες στο ισόγειο ενοικιάστηκαν για να εγκατασταθεί η «Τράπεζα Θεσσαλίας» των αδελφών Στυλιανού Παπαγεωργίου, με διευθυντή τον Νικόλαο Φίλιο[5]. Σε μια άλλη πόρτα είχε Κουρείο πολυτελείας ο Αθανάσιος Κωτούλας. Μέχρι το 1941 από το ισόγειο πέρασαν διάφοροι επαγγελματίες. Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία του 1935 διακρίνουμε τις εξής επιγραφές: αριστερά στεγάζεται ο «Εμποροράπτης Κυριακίδης», εν συνεχεία το «Κομμωτήριον η Αφροδίτη» και μαζί το «Κουρείον Αθανασίου Κωτούλα» και δεξιά το υποκατάστημα της «Λαϊκής Τράπεζας».
Ο επάνω όροφος ενοικιάστηκε από το Δημόσιο, παραχωρήθηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών και σ’ αυτό εγκαταστάθηκε το Στρατηγείο της Ταξιαρχίας Ιππικού που είχε έδρα τη Λάρισα. Διοικητής του την περίοδο εκείνη ήταν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Δελαγραμμάτης, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Αθήνας. Όταν εγκαταστάθηκε στη Λάρισα έφερε μαζί και το ιδιωτικό του αυτοκίνητο, γεγονός το οποίο ενθουσίασε τους κατοίκους της πόλης, καθώς την περίοδο εκείνη ήταν ελάχιστα τα αυτοκίνητα, τα οποία κυκλοφορούσαν στους χωμάτινους δρόμους της. Ο Δελαγραμμάτης και η κομψή σύζυγός του με την παρουσία τους στη Λάρισα έδωσαν έναν ιδιαίτερο τόνο στην κοσμική και κοινωνική ζωή της πόλης. Ο συνταγματάρχης, όπως σχεδόν και όλοι οι αξιωματικοί, κυκλοφορούσε πάντοτε με τη στολή του, φορούσε στο αριστερό μάτι του μονόκλ και εντυπωσίαζε όσους τον έβλεπαν να κάνει περιπάτους ή να οδηγεί το αυτοκίνητό του.
Μετά την αποχώρηση του Δελαγραμμάτη, τη θέση του διοικητού της Ταξιαρχίας Ιππικού ανέλαβε ο συνταγματάρχης τότε Αλέξανδρος Παπάγος και όταν ο τελευταίος μετατέθηκε στην Αθήνα, τον διαδέχθηκε ο συνταγματάρχης Τσαγγαρίδης. Όταν τέλος η Ταξιαρχία έγινε Μεραρχία Ιππικού, η έδρα του μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και η Λάρισα στερήθηκε μια ένδοξη και επίλεκτη μονάδα, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι τα τέκνα των αριστοκρατικών οικογενειών την εποχή εκείνη κατατάσσονταν στο Ιππικό[6], όπως σήμερα συμβαίνει κυρίως με το ναυτικό, αλλά και την αεροπορία.
Το 1941 ο επάνω όροφος υπέστη ζημιές και κατέστη ακατοίκητος και περιήλθε στην ιδιοκτησία του Θεόδωρου Λεόντιου. Μεταπολεμικά ο κατεστραμμένος όροφος γκρεμίστηκε και το κτίσμα λειτούργησε ως ισόγειο. Στέγασε το καφενείο «Παλλάδιον», ξακουστό για την εποχή του και αργότερα το «Μικρό Ολύμπιον», σε αντιδιαστολή με το ζαχαροπλαστείο «Ολύμπιον» του Δήμου Γκουνταρούλη, το οποίο βρισκόταν στο ισόγειο του ομώνυμου ξενοδοχείου, επί της οδού Κύπρου (των Έξ τότε).
Κάποια στιγμή το κτίσμα του «Παλλάδιου» περιήλθε στην ιδιοκτησία της Εμπορικής Τράπεζας[7]. Το 1979 κατεδαφίστηκε και μαζί του κατεδαφίστηκε και το διπλανό κτίριο του υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας για να κατασκευαστεί πολυώροφη οικοδομή, ενώ συγχρόνως δημιουργήθηκε και ο πεζόδρομος της οδού Μαρίνου Αντύπα.

[1]. Η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των Θεσσαλών της Αθήνας, ένα σωματείο Θεσσαλών επιστημόνων ιδρύθηκε το 1929. Ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας υπήρξαν διαπρεπείς πνευματικοί άνθρωποι, επιτυχημένοι επιχειρηματίες και ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί της εποχής. Πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας εξελέγη ο Δημ. Τσοποτός, βαθύς γνώστης και μελετητής της ιστορίας της Θεσσαλίας.
[2]. Η κατοικία της οικογένειας Ιατρού κτίστηκε γύρω στα 1890 και βρισκόταν παραπλεύρως του κτιρίου του Γυμνασίου-Διδασκαλείου (των μετέπειτα Δικαστηρίων), από τα οποία χωριζόταν με μεσοτοιχία. Είχε πρόσοψη επί της οδού Παπακυριαζή (Μουσών τότε). Η κατοικία αυτή αγοράστηκε από τον Στέφανο Καζαντζή, ο οποίος το παραχώρησε ως προίκα στον σύζυγο της αδελφής του ιατρό ακτινολόγο Ριζόπουλο.
[3]. Οι αδελφοί Κατσαούνη ήταν σπουδαίοι επιχειρηματίες. Εκτός από μια σειρά αστικών κτισμάτων στην οδό Μακεδονίας (Βενιζέλου) και στην οδό Ανδρούτσου, είχαν δημιουργήσει το πρώτο παγοποιείο στη Λάρισα στα Ταμπάκικα και μια υδραντλία στον Βλαχομαχαλά για την άντληση πόσιμου νερού από την κοίτη του Πηνειού.
[4]. Είναι χαρακτηριστικές οι φωτογραφίες του Υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας από την περίοδο εκείνη, οι οποίες μας αποκαλύπτουν το εσωτερικό του διαδρόμου και των γραφείων του επάνω ορόφου του Μεγάρου Κατσαούνη, καθώς και απόψεις από την ομιλία του στρατηγού Sarrail από τον εξώστη του κτιρίου προς το συγκεντρωμένο πλήθος στην Κεντρική πλατεία.
[5]. Ο Νικόλαος Φίλιος παρ’ ότι είχε σπουδάσει ιατρός, δεν εξάσκησε ποτέ του την ιατρική επιστήμη, γιατί προτίμησε να γίνει τραπεζίτης. Αργότερα τον συναντάμε και διευθυντή του υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας στη Λάρισα. Από τις θέσεις του αυτές συνέβαλε αποτελεσματικά στην ανάπτυξη του εμπορίου της Λάρισας.
[6]. Ένας από τους γιους του Γεωργίου Α’ ο πρίγκιπας Ανδρέας (1882-1944) το 1905 μετατέθηκε για ένα διάστημα στην Ταξιαρχία Ιππικού στη Λάρισα και μαζί με τη σύζυγό του Αλίκη, αδελφή του λόρδου Μαουντμπάτεν, διέμεναν στο αρχοντικό του Σκαλιώρα.
[7]. Ο Δημήτριος Μάναγας, παλαιότερα διευθυντής της Εμπορικής Τράπεζας, αναφέρει σχετικά:
«Το 1972 αγόρασα το «Παλλάδιον» από τον Γεώργιο Λεόντιο, μετά τον θάνατο του πατέρα του Θεόδωρου… Αγοράσαμε λοιπόν αυτό το κτίριο και μάλιστα η τράπεζα έδωσε γύρω στα 2 ½ μέτρα και άλλα τόσα πήραν από τα δικαστήρια και έγινε ο πεζόδρομος - οδός Μαρίνου Αντύπα, ο οποίος δεν υπήρχε πριν».

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Τα παλιά ψυχαγωγικά κέντρα της Λάρισας-περιοχή του ΣΕΚ (ΟΣΕ)

 
Το Καφεζυθεστιατόριο "Παυσίλυπον" επί της οδού Παλαιολόγου, απέναντι από τον Σιδηροδρομικό  Σταθμό του Λαρισαϊκού. Μεταπολεμική φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Ζιαζιά Το Καφεζυθεστιατόριο "Παυσίλυπον" επί της οδού Παλαιολόγου, απέναντι από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Λαρισαϊκού. Μεταπολεμική φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Ζιαζιά
--Ένα από τα παλαιότερα εξοχικά κέντρα της παλιάς Λάρισας υπήρξε το "Παυσίλυπον". Η ετυμολογία της λέξης (παύση + λύπη) προσδιορίζει την ικανότητα των υπεύθυνων του καταστήματος να κάνουν τους θαμώνες του να βιώσουν για κάποιο διάστημα ευχάριστες
στιγμές και να ξεχάσουν τις καθημερινές βιοτικές μέριμνες. Βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το κτίριο των ΣΕΚ (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους, ο σημερινός ΟΣΕ). Ιδρυτής του ήταν ο Λαρισαίος Αλέκος Ξυραδάκης[1], ο οποίος το έκτισε πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, περίπου στις αρχές του 20ού αιώνα, και το διατήρησε σε λειτουργία για πολλά χρόνια. Το αρχικό κέντρο είχε τη μορφή πολυγωνικού κτίσματος, σαν ένα είδος ροτόντας και θαμώνες του ήταν οι ξενύχτηδες της εποχής. Θεωρούνταν εξοχικό, καθώς δεν υπήρχαν άλλα κτίσματα στην περιοχή, ο σιδηροδρομικός σταθμός ήταν ξεκομμένος από την πόλη και τα τελευταία σπίτια της Λάρισας έφθαναν μέχρι τη Φαρσαλόπορτα και το χαντάκι που σήμερα έχει αντικατασταθεί από τη Λεωφόρο Ηρώων Πολυτεχνείου. Διέθετε ορχήστρα με λαϊκά όργανα και πίστα χορού. Κατά το 1928 περίπου το κτίσμα αυτό κατεδαφίστηκε και στη θέση του οικοδομήθηκε νέο, ισόγειο κατάστημα με ευρύχωρη αίθουσα και ταράτσα. Διατηρούνταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια επί της οδού Παλαιολόγου, στο ύψος της πλατείας Σταθμού. Την επιχείρηση είχε αναλάβει τότε ο Αθανάσιος Αρμένος, ο οποίος αργότερα συνεργάστηκε με τον Γ. Προκόπουλο. Στην αρχή το κατάστημα χρησιμοποιήθηκε βασικά σαν καφενείο και σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως τους θερινούς μήνες, μετακαλούσε και ορχήστρες. Αργότερα δούλεψε και ως καφεζυθεστιατόριο. Τα καλοκαίρια στη δροσερή ταράτσα γλεντούσαν οι Λαρισαίοι με κιθάρες και καντάδες[2].
Στη φωτογραφία που συνοδεύει το σημερινό κείμενο διαβάζουμε την επιγραφή του κέντρου "Καφφέ Ζυθεστιατόριον ΠΑΥΣΙΛΥΠΟΝ Αθ. Αρμένου, Γ. Προκόπουλου". Το κατάστημα διέθετε τέσσερες πόρτες. Το "Παυσίλυπον" χρησιμοποιούσε τις τρεις, ενώ στην τέταρτη στεγαζόταν το Κουρείο του Πάνου Ν. Παπαηλιού. Η μέρα είναι ηλιόλουστη. Στην ταράτσα μια παρέα φλερτάρει χαριτωμένα με τον φωτογραφικό φακό. Στο πεζοδρόμιο έχουν αναπτυχθεί τραπεζοκαθίσματα με αραιούς θαμώνες. Κοντά στο ρείθρο του πεζοδρομίου διακρίνεται κάποιο εικονοστάσι. Ποιος ξέρει ποια άγνωστη οικογένεια θα έκλαψε κάποιον δικό της σ' αυτό το σημείο[3]. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτε από το "Παυσίλυπον", καθώς στη θέση του υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή.
-- Ένα άλλο ψυχαγωγικό κέντρο στην περιοχή του Σταθμού ήταν το "Μπαρ ΣΕΚ". Στη βορειοανατολική πλευρά του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού κτίστηκε το 1934 ένα απλό μπαρ για να εξυπηρετεί τους ταξιδιώτες. Θυμόμαστε οι παλαιότεροι ότι οι αμαξοστοιχίες σταματούσαν για λίγα λεπτά σε μεγάλους σταθμούς στη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη, και οι επιβάτες είχαν τη δυνατότητα να κατεβούν, να κατευθυνθούν στο μπαρ του σταθμού και να αγοράσουν αναψυκτικά, καφέδες, σάντουιτς, κ.λπ. ενώ νεαροί διέσχιζαν την αποβάθρα διαλαλώντας ζεστά σουβλάκια. Το μπαρ αυτό στη Λάρισα είχε μια κεντρική αίθουσα που εξυπηρετούσε τους περαστικούς επιβάτες και δεξιά και αριστερά άλλες δύο αίθουσες, οι οποίες χρησίμευαν για εστιατόριο και καφενείο. Δίπλα του προς βορρά, σε ένα μέρος της σημερινής πλατείας, υπήρχε υπαίθριος χώρος με πράσινο, όπου τα καλοκαίρια τοποθετούνταν τραπεζοκαθίσματα. Οι εγκαταστάσεις αυτές εξυπηρετούσαν τους Λαρισαίους, οι οποίοι κατέβαιναν μέχρι τον Σταθμό για να δροσιστούν. Αρχικός ενοικιαστής του "Μπαρ ΣΕΚ" ήταν ο Αθηναίος Νικόλαος Πρωτέκδικος, στον οποίο είχε δοθεί η διαχείριση σε όλα τα μπαρ των σιδηροδρομικών σταθμών της γραμμής. Με τον χρόνο το "Μπαρ ΣΕΚ" εξελίχθηκε σε σπουδαίο κοσμικό κέντρο, τα καλοκαίρια μετακαλούσαν για ψυχαγωγία των θαμώνων ορχήστρες και τραγουδιστές, η δουλειά αυξανόταν και ο Πρωτέκδικος αναγκάστηκε να αναζητήσει συνεταίρο από την πόλη μας. Συνεργάστηκε το 1936 με τον Λαρισαίο εμποροράπτη Ιωάννη Ψυχούλη. Ο τελευταίος ήταν γνωστός στο κοινό της πόλης, αφού είχε διαπρέψει στο επάγγελμά του. Η συνεργασία πήγε πολύ καλά και το "Μπαρ ΣΕΚ" συναγωνιζόταν σε επιτυχίες το προπολεμικό "Αλκαζάρ". Όμως ο πόλεμος του 1940 διέκοψε την ανοδική του πορεία, σταμάτησε να λειτουργεί και οι χώροι του χρησιμοποιήθηκαν για κέντρο διανομών του προσωπικού των σιδηροδρόμων[4].
Μεταπολεμικά το "Μπαρ ΣΕΚ" ανασυγκροτήθηκε και ξαναγνώρισε τις παλιές του δόξες, ανταγωνιζόμενο πάλι το "Αλκαζάρ", αλλά τώρα του Μήτσου Βρεττόπουλου. Το κατάστημα μισθώθηκε στην εταιρεία Παν. Κερασιώτης-Στεφάνου και τη διεύθυνση είχε ο Δημήτριος Καπερνάρος. Αυτοί το ανακαίνισαν, το φρόντισαν και μετακαλώντας πολύ καλές ορχήστρες, διάφορα νούμερα και εκλεκτούς τραγουδιστές (Μπέμπα Κυριακίδου, Ζαΐρα, κ.λπ.). διασκέδαζαν τους Λαρισαίους. Η επιτυχημένη πορεία του διήρκησε μέχρι την εποχή όπου η διοίκηση των Σιδηροδρόμων αποφάσισε να ανακαινίσει το κτίριο του Σταθμού. Μαζί με την κατεδάφιση του παλιού Σταθμού κατεδαφίστηκε και το "Μπαρ ΣΕΚ". Στο νέο κτίριο το οποίο εγκαινιάστηκε στις 26 Αυγούστου 1961 ενσωματώθηκε μπαρ και εστιατόριο, αλλά η έκταση του παλαιού κήπου χάθηκε, καθώς αποτέλεσε μέρος της σημερινής πλατείας.
--Πολύ κοντά στο "Παυσίλυπον" και στο "Μπαρ ΣΕΚ", στη γωνία των σημερινών οδών 28ης Οκτωβρίου και Κων. Παλαιολόγου, βρισκόταν ένα άλλο σπουδαίο ψυχαγωγικό κέντρο που άφησε εποχή. Ήταν η "Όασις". Οι εργασίες ανέγερσης άρχισαν το 1938 και τα εγκαίνιά του έγιναν τον Απρίλιο του 1939. Αποτελούσε ιδιοκτησία των αδελφών Γιάννη και Βαγγέλη Γιαννάκου[5]. Εκτός από το κεντρικό κτίριο όπου στέγαζε μια ευρύχωρη αίθουσα για τους χειμερινούς μήνες, διέθετε και έναν θαυμάσιο κήπο, τον οποίο οι επιχειρηματίες εκμεταλλεύονταν τους θερινούς μήνες. Όλος ο χώρος περιβαλλόταν από ψηλό περιτοίχισμα από πέτρα, το οποίο καλυπτόταν από φουντωμένα γιασεμιά. Το καλοκαίρι άπλωνε τραπέζια και στην ταράτσα του χειμερινού κέντρου, το οποίο χρησιμοποιούσε ως εστιατόριο, ενώ στον κήπο υπήρχε πίστα χορού. Οι αδελφοί Γιαννάκου φρόντιζαν να μετακαλούν μεγάλες μορφές του ελαφρού και λαϊκού τραγουδιού, διάφορα νούμερα και χορευτικά. Όταν αποχώρησαν οι αδελφοί Γιαννάκου, ενοικίασε την "Όαση" ο Αθανάσιος Τεκερλέκης και την περίοδο εκείνη γνώρισε τις μεγαλύτερες δόξες της. Εποχή άφησαν στη Λάρισα οι εμφανίσεις του Καζαντζίδη με τη Μαρινέλλα στην "Όαση". Επίσης στο ίδιο κέντρο ο Λαρισαίος τραγουδιστής Νίκος Μαλλιόπουλος με την κιθάρα και τη βελούδινη φωνή του, μάγευε κάθε βράδυ τους θαμώνες του. Αργότερα μετονομάστηκε σε "Χαγιάτι". Και με τη νέα ονομασία το κέντρο προτιμούσαν πολλοί Λαρισαίοι, παρ΄ όλο που υπήρχε έντονος ανταγωνισμός με τα άλλα κέντρα ψυχαγωγίας, τα οποία είχε εν αφθονία η πόλη μας. Στα τελευταία του το κέντρο αυτό λειτούργησε ως ντισκοτέκ με το όνομα "Ανναμπέλλα". Σήμερα ο χώρος όπου βρισκόταν η "Όαση" είναι εγκαταλειμμένος και το κτίριο κατεδαφισμένο.
Τα παλιά χρόνια η Λάρισα αν και μικρή σε πληθυσμό είχε πολλά κέντρα ψυχαγωγίας. Μερικά απ' αυτά περιγράψαμε σε προηγούμενα κείμενα. Υπάρχουν όμως και άλλα ακόμα. Εντυπωσιάζει η πληθώρα των καταστημάτων αυτών, τα οποία μάλιστα ανήκαν σε διάφορες κατηγορίες. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι οι κάτοικοί της, παρ' όλα τα βάσανα και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο πολλών, εύρισκαν τον τρόπο να διασκεδάζουν σε ψυχαγωγικά κέντρα ανάλογα με το βαλάντιό τους.[6]
-----------------------------------------------
[1]. Ο γιος του Ιωάννης Ξυραδάκης ήταν γνωστός στην κοινωνία της Λάρισας, καθώς ήταν ξακουστός κουρέας και μάλιστα θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος που τόλμησε να ανοίξει συγχρόνως και κομμωτήριο, σε μια εποχή όπου η κυκλοφορία των γυναικών στην αγορά ήταν μεγάλο τόλμημα, πόσο μάλλον η είσοδος σε κομμωτήριο με άνδρα κομμωτή. Το κουρείο του βρισκόταν σε ένα από τα ισόγεια καταστήματα του ξενοδοχείου "Ολύμπιον" και είχε πρόσοψη επί της οδού Μ. Αλεξάνδρου.
[2]. Ζιαζιάς Γεώργιος, Αναζητώντας την παλιά Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες και αναπολήσεις (1900-1950). Λάρισα (1994) σελ. 99.
[3]. Το ίδιο εικονοστάσι διακρίνεται και σε προπολεμικό επιστολικό δελτάριο που φέρει τον υπότιτλο "Οδός Αχιλλέως" και απεικονίζει την οδό Κων. Παλαιολόγου σε όλο το μήκος της. Η τελευταία αποτελούσε, με κάποια καμπυλότητα, τη συνέχεια της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη σήμερα) και συνέδεε το κέντρο της πόλης με τον Σταθμό των τρένων του Διεθνούς Σιδηροδρομικού δικτύου (Λαρισαϊκός).
[4]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας). Αναμνήσεις από το "Μπαρ ΣΕΚ", στη σειρά "Η Λάρισα που χάθηκε", εφ. "Λάρισα", φύλλο της 3ης Σεπτεμβρίου 1979.
[5]. Οι αδελφοί Γιαννάκου διατηρούσαν κατάστημα αποικιακών στη γωνία των οδών Γεωργίου Β' (Σεφέρη) και Κίρκης, στη συνοικία του Αγ. Κωνσταντίνου.
[6]. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Βαγγέλη Ρηγόπουλο, μέλος της Φωτοθήκης, για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου προσκόμισε.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com