Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η περιοχή της Αγίας Παρασκευής Τεμπών


Η περιοχή της Αγ. Παρασκευής Τεμπών με ομάδα προσκυνητών. Πάνω αριστερά η είσοδος μιας σιδηροδρομικής σήραγγας. Κάρτα του Ιωάννη Κουμουνδούρου. Αρχές δεκαετίας 1935. Συλλογή Αντώνη ΓαλερίδηΗ περιοχή της Αγ. Παρασκευής Τεμπών με ομάδα προσκυνητών. Πάνω αριστερά η είσοδος μιας σιδηροδρομικής σήραγγας. Κάρτα του Ιωάννη Κουμουνδούρου. Αρχές δεκαετίας 1935. Συλλογή Αντώνη Γαλερίδη

Η σημερινή καθιερωμένη Κυριακάτικη εικόνα είναι προπολεμική και σπάνια. Απεικονίζει την περιοχή της Αγίας Παρασκευής στα Τέμπη και προβάλλει στο κέντρο της ένα ευρύ πέτρινο κλιμακοστάσιο με 25 σκαλοπάτια, το οποίο βρίσκεται κοντά στο ναΐσκο της Αγ. Παρασκευής και τη σπηλιά με το αγίασμα.

Η σκάλα αυτή οδηγεί ακριβώς κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή, πριν αυτή εισέλθει σε μια από τις σήραγγες που υπήρχαν στην παλιά χάραξη της μονής γραμμής κατά μήκος της Κοιλάδας, από την πλευρά του Ολύμπου. Μεγάλη ομάδα από εκδρομείς-προσκυνητές και των δύο φύλων, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί, περιμένουν προφανώς να επιβιβαστούν στο τρένο. Μάλιστα ορισμένοι έχουν φθάσει ψηλά στα κιγκλιδώματα, τα οποία προστατεύουν τη σιδηροδρομική γραμμή. Θυμάμαι ότι δεν υπήρχε επίσημος σταθμός στο σημείο αυτό. Απλώς ο συρμός μείωνε την ταχύτητά του όταν έφθανε στην περιοχή της Αγ. Παρασκευής, ώστε οι επιβάτες που συνωστίζονταν στα παράθυρα να προλάβουν να κάνουν τον σταυρό τους και να ρίξουν κάποια κέρματα. Ήταν σαν να άναβαν ένα κερί στη χάρη της Αγίας. Όταν όμως το τρένο ήταν εκδρομικό αποβίβαζε ή επιβίβαζε και στο σημείο αυτό επιβάτες. Πάνω αριστερά στη φωτογραφία διακρίνεται η είσοδος της σήραγγας, η οποία ήταν επενδυμένη με πέτρα σε τοξωτό σχέδιο. Εκείνο όμως το οποίο προκαλεί εντύπωση είναι ότι όλοι οι άρρενες εκδρομείς φορούν ψάθινα καπέλα του τύπου μπαγιασόν, ειδικά για το καλοκαίρι.
Η φωτογραφία αυτή προέρχεται από επιστολικό δελτάριο του Λαρισαίου εκδότη Ιωάννη Κουμουνδούρου, ο οποίος είχε το κατάστημά του στο ισόγειο κτήριο που στέγαζε τη Λαϊκή Τράπεζα, στη γωνία των οδών Κύπρου και Φιλελλήνων, αλλά είχε πρόσοψη προς την Φιλελλήνων. Ο Ιωάννης Κουμουνδούρος είναι γνωστός και από άλλα δελτάρια, με λήψεις δικές του, καλές οι περισσότερες, υστερούσαν όμως στην εκτύπωση. Η κάρτα προέρχεται από τη σπουδαία συλλογή του Αντώνη Γαλερίδη[1].
Το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής βρίσκεται στο κέντρο περίπου της Κοιλάδας των Τεμπών, κτισμένο μέσα σε βράχο και αποτελεί σήμερα μία από τις σημαντικότερες και θελκτικότερες περιοχές της. Η παλαιότερη αναφορά του συναντάται στο οδοιπορικό του Jacob Ludwig Salomo Bartholdy (1779-1825)[2]. Είχε επισκεφθεί τον Σεπτέμβριο του 1803 τα Αμπελάκια και απ' εκεί κατευθύνθηκε προς τα Τέμπη. Στην περιγραφή της Κοιλάδας σημειώνει σε κάποιο σημείο: "Οι υπώρειες του Ολύμπου αποτελούν ένα πολύ στενό πέρασμα. Κανένας δρόμος δεν περνάει από την πλευρά αυτή. Σε ένα μόνο σημείο σχηματίζεται μια όμορφη συστάδα πρασίνου με δένδρα, όπου έκτισαν ένα ναΐδριο αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή" [3].
Ο σημερινός ναός ανακαινίστηκε το 1921 από τους σιδηροδρομικούς και λέγεται ότι αφορμή υπήρξε η θαυματουργός επέμβαση της Αγίας Παρασκευής, όταν ένας μεγάλος βράχος αποκολλήθηκε από τον Όλυμπο και αντί να καταλήξει στο διερχόμενο τρένο, άλλαξε πορεία και έπεσε στον Πηνειό. Η εκκλησία ανακαινίστηκε εκ νέου το 1987 και απέκτησε τη σημερινή της μορφή [4]. Εορτάζει στις 26 Ιουλίου και εδώ και πολλά χρόνια χιλιάδες προσκυνητές απ' όλη την Ελλάδα, και κυρίως Ρομά, καταφθάνουν την ημέρα αυτή στα Τέμπη για να τιμήσουν την προστάτιδά τους Αγ. Παρασκευή.
Ακριβώς δίπλα από τον ναΐσκο της Αγίας Παρασκευής υπάρχει μία μικρή σπηλιά η οποία χρονολογείται από πολύ παλιά. Είναι τόσο μικρή που χωράει μετά βίας έναν μόνο άνθρωπο και αυτόν με δυσκολία. Εκεί είναι και το αρχικό προσκύνημα, όπου στο τέλος της σπηλιάς από μία οπή στον βράχο αναβλύζει το θαυματουργό αγίασμα της Αγίας Παρασκευής. Καθώς εκκλησία και αγίασμα βρίσκονται από την πλευρά του Ολύμπου, η προσπέλασή τους από τον ρωμαϊκό δρόμο που υπήρχε μέχρι την κατασκευή την εθνικής οδού από την πλευρά του Κισσάβου γινόταν με πλοιάρια και αργότερα με μια υποτυπώδη ξύλινη γέφυρα. Το 1960 στο σημείο αυτό κατασκευάστηκε κρεμαστή σιδερένια πεζογέφυρα η οποία συνδέει τις δύο όχθες του Πηνειού, του οποίου εδώ η ροή του νερού είναι ταχεία και θορυβώδης. Το καλοκαίρι του 2004 στη γέφυρα αυτή έγιναν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης. Στην ίδια περιοχή υπάρχουν δύο ιστορικές πηγές, οι οποίες αποδίδονται στη νύμφη Δάφνη [5] και στη θεά Αφροδίτη. Η περιοχή των Τεμπών από την αρχαιότητα ακόμη είχε μεγάλη σημασία, καθώς αποτελούσε το κύριο πέρασμα από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία. Η περιοχή είναι πνιγμένη στο πράσινο και στα πλατάνια, καθώς υπάρχουν πολλές πηγές με πόσιμο νερό.
----------------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Αντώνιος Γαλερίδης. Δώρημα καρδιάς. Έκθεση παλαιών φωτογραφιών της Λάρισας από το προσωπικό του αρχείο. Έκδοση Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας Γ. Ι. Κατσίγρα και Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας, Λάρισα (2019) σελ. 76.
[2]. O J. L. S. Bartholdy ήταν Πρώσσος διπλωμάτης εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος ταξίδευσε κατά το 1803-1804 με τον χαράκτη G. Gropius στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Τη Θεσσαλία την προσέγγισε από το Τρίκερι, πέρασε και από την πόλη μας, στην οποία αφιέρωσε πολλές σελίδες του βιβλίου του και έφθασε μέχρι τα Αμπελάκια και τα Τέμπη. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, "Υπάρχουν πολλοί Εβραίοι στη Λάρισα.... Bartholdy (1803)", εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 7ης Ιουνίου 2017.
[3]. Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804 par J. L. S. Bartholdy. Paris (1807), Α’ τόμος, σελ. 85. Είναι η δεύτερη έκδοση του οδοιπορικού του. Η πρώτη είναι γραμμένη στα γερμανικά και εκδόθηκε το 1805. Επικρατεί η άποψη ότι το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής πρωτοκτίστηκε το 1910 από τους σιδηροδρομικούς, όμως ο περιηγητής Bartholdy αναφέρει την ύπαρξή του ήδη από το 1803. Οι σιδηροδρομικοί απλώς καλλώπισαν το εκκλησάκι και τον γύρω χώρο, ώστε να είναι προσιτός στους επισκέπτες. Δεν αποκλείεται σ’ αυτό ακριβώς το μέρος να βρισκόταν κατά την αρχαιότητα ο ναός της Δάφνης, κόρης του Πηνειού, τον οποίο επισκέπτονταν κάθε οχτώ χρόνια νέοι από το μαντείο των Δελφών για καθαρμό. Έχουμε πολλά παραδείγματα ειδωλολατρικών ναών να έχουν μετατραπεί μετά την επικράτηση του χριστιανισμού σε εκκλησίες, και επί τουρκοκρατίας σε μουσουλμανικά τεμένη (τζαμιά).
[4]. Για μια ακριβή και ολοκληρωμένη περιγραφή της περιοχής βάσει του οδοιπορικού του Bartholdy, βλέπε: Μπασλής Γιάννης. Το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής Τεμπών και η σχέση του με τους Τσιγγάνους, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 6ης Απριλίου 2019.
[5]. Κατά τη μυθολογία, η νύμφη Δάφνη ήταν η αγαπημένη του θεού Απόλλωνα, η οποία με τη βοήθεια του Δία μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο φυτό για να αποφύγει τις ερωτοτροπίες του. Η δάφνη ήταν ιερό φυτό και το θεωρούσαν ως σύμβολο σοφίας και ποίησης.

 

Papaueodorou

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Στην πολυσύχναστη οδό Κούμα


Το κατάστημα «Ραδιοηλεκτρική» των αφών Α. και Ι. Παπαχατζή  και το Ξενοδοχείον «Ελλάς», στη γωνία των οδών Ασκληπιού και Κούμα.  Μεταπολεμική φωτογραφία. Αρχείο Θανάση ΜπετχαβέΤο κατάστημα «Ραδιοηλεκτρική» των αφών Α. και Ι. Παπαχατζή και το Ξενοδοχείον «Ελλάς», στη γωνία των οδών Ασκληπιού και Κούμα. Μεταπολεμική φωτογραφία. Αρχείο Θανάση Μπετχαβέ
Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια είχαμε περιγράψει τα κτίρια της ανατολικής και της βόρειας πλευράς της πλατείας Ταχυδρομείου. Έπειτα από τόσο καιρό θα ξαναγυρίσουμε στην περιοχή αυτή και σήμερα θα περπατήσουμε στην οδό Ασκληπιού από τη διασταύρωσή της με την Παπακυριαζή μέχρι την Κούμα και θα στρίψουμε αριστερά μέχρι τη Ρούσβελτ. Κατά τον περίπατο αυτό θα περιγράψουμε τα κτίσματα που συναντούμε στον δρόμο μας, όπως ήταν προπολεμικά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Δεξιά, στη γωνία βρισκόταν το αρχοντικό του Δημ. Πουλιάδη που ήταν εμπειροτεχνίτης και εργολήπτης. Ήταν ένα νεοκλασικού ρυθμού διώροφο σπίτι, το οποίο κτίσθηκε κατά το 1910 και μεταπολεμικά περιήλθε στην ιδιοκτησία του Γεωργίου Κατσίγρα. Ακολουθούσε μικρή αυλή, και στη συνέχεια η κατοικία του πρώην δημάρχου της Λάρισας Βασιλείου Αρσενίδη [1875-1944]. Και αυτό το κτίριο ήταν κτισμένο με ρυθμό νεοκλασικό και βρισκόταν στη γωνία Ασκληπιού και Κούμα[1].
Αριστερά, στη γωνία με τη Παπακυριαζή, βρισκόταν περιτοιχισμένη μάντρα και δίπλα της υπήρχε διώροφο ξηλόπηκτο οίκημα, όλα ιδιοκτησίας του στρατηγού Ιωάννη Άρτη. Σ' αυτό το οικόπεδο στέγνωνε συνήθως τα ρούχα των πελατών του ο Θανάσης Βέργος που διατηρούσε, όπως θα δούμε πιο κάτω, καθαριστήριο και βαφείο από την πλευρά της οδού Κούμα. Στο σημείο αυτό μεταπολεμικά κτίστηκε η μεγάλη κλινική του Γεωργίου Κατσίγρα.
Στη συνέχεια, στη γωνία Ασκληπιού και Κούμα και απέναντι από το αρχοντικό Αρσενίδη, ήταν ένα διώροφο κτίριο. Προπολεμικά ο κάτω όροφος ήταν διηρημένος σε γραφεία και καταστήματα. Ακριβώς στη γωνία βρισκόταν το γραφείο των δικηγόρων Πελοπίδα Αγγελίδη από τον Τύρναβο και Δημητρίου Χατζηγιάννη. Και οι δύο εκτός από το γεγονός ότι είχαν διπλανά δικηγορικά γραφεία, είχαν και κοινή πολιτική πορεία. Φιλελεύθεροι στην ιδεολογία τους, εκλέχτηκαν βουλευτές μαζί το 1910 και με τον εθνικό διχασμό ακολούθησαν τον Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη. Επιπλέον συνδέθηκαν και συγγενικά. Η σύζυγος του Δημ. Χατζηγιάννη, Μαρίκα Πλάκα, ήταν κόρη της αδελφής του Πελοπίδα Αγγελίδη και συζεύχθηκαν το 1919. Όταν οι τελευταίοι εγκατέλειψαν τα γραφεία, στη θέση τους οι αδελφοί Παπαθεοδώρου (καμία συγγενική σχέση με τον γράφοντα) λειτούργησαν βιβλιοχαρτοπωλείο. Μεταπολεμικά στο γωνιακό αυτό κατάστημα είχαν εγκαταστήσει την επιχείρησή τους οι αδελφοί Α. και Ι. Παπαχατζή Ο.Ε. με την επωνυμία «Ραδιοηλεκτρική», όπως μας πληροφορεί και η δημοσιευόμενη φωτογραφία. Στο ίδιο κτίριο διατήρησε για πολλά χρόνια δικηγορικό γραφείο ο Νικ. Σακελλαρίδης[2]. Όταν ο τελευταίος απεσύρθη, στον χώρο αυτό εγκατέστησε το ραφείο του ο Βίκτωρ Αντωνιάδης, ο οποίος είχε και περγαμηνές εκπαίδευσης στο κοσμικό Παρίσι. Συνεχόμενο υπήρχε και ένα άλλο κατάστημα, το οποίο κατά διαστήματα χρησίμευσε για γραφείο διάφορων δικηγόρων και παραγγελιοδόχων.
Ο επάνω όροφος του κτιρίου που περιγράφουμε έχει τη δική του ιστορία. Προπολεμικά χρησίμευε ως κατοικία. Μεταπολεμικά αγοράστηκε από τον Γεώργιο Μπλιάτσο, συντηρήθηκε και διαρρυθμίστηκε για να λειτουργήσει το ξενοδοχείο «Ελλάς». Σύμφωνα με τη δημοσιευόμενη αναγγελία λειτουργίας του στο φύλλο της εφημερίδας «Ελευθερία» της 19ης Μαρτίου 1950, η έναρξη της λειτουργίας του ξενοδοχείου έγινε στις 17 Μαρτίου του ιδίου έτους. Στον σεισμό του 1954 το ξενοδοχείο υπέστη ορισμένες ζημιές, οι οποίες επισκευάστηκαν και το ξενοδοχείο λειτούργησε με τη μεταβίβαση από τον Γεώργ. Μπλιάτσο μέρος του μεριδίου στον Ευθύμιο Γαζέπη. Αργότερα το ξενοδοχείο περιήλθε στην πλήρη ιδιοκτησία του τελευταίου. Αρχές δεκαετίας του 1970 κατεδαφίστηκε ολόκληρο το οίκημα και στη θέση του κατασκευάστηκε το 1972 το ξενοδοχείο «Αστέρας», το οποίο λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Ακριβώς δίπλα από την οικοδομή που περιγράψαμε, προπολεμικά ήταν μια ισόγεια παλιά οικοδομή. Ένα μέρος της χρησιμοποιούσε ο Θανάσης Βέργος σαν καθαριστήριο και βαφείο. Την εποχή εκείνη δεν είχε δημιουργηθεί η σημερινή καταναλωτική κοινωνία και οι περισσότερες γυναίκες αγόραζαν υφάσματα, καλούσαν τις μοδίστρες στα σπίτια τους και έραβαν τα φορέματά τους. Όταν η μόδα άλλαζε ή το ύφασμα χρωματικά φθειρόταν, τα ξήλωναν και τα πήγαιναν σε καθαριστήρια και βαφεία. Άλλαζαν το χρώμα, το έραβαν ξανά και το παρουσίαζαν για νέο φόρεμα. Σ' αυτή τη χρωματική μετατροπή ο Θανάσης Βέργος ήταν από τους καλύτερους στη Λάρισα, γι' αυτό και τον προτιμούσαν οι περισσότερες γυναίκες. Η οικοδομή αυτή ήταν ιδιοκτησία του στρατηγού Άρτη, όπως και η περιφραγμένη μάντρα που αναφέραμε, στην οποία ο Βέργος είχε πάρει την άδεια από τον στρατηγό να κρεμάει και να στεγνώνει στον ελεύθερο χώρο τα ρούχα των πελατισσών του. Δίπλα στο βαφείο του Βέργου, στο υπόλοιπο του παλιού κτίσματος του Άρτη, ήταν εγκατεστημένο το μηχανοσιδηρουργείο των αδελφών Σκαρλάτου.
Μεταπολεμικά, περί το 1949-50, η παλιά αυτή οικοδομή αγοράστηκε από τους αδελφούς Γεωργίου Μπλιάτσου, κατεδαφίστηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε τετραώροφο κτίριο, προορισμένο για ξενοδοχείο, η άδεια του οποίου εκδόθηκε το 1954. Το ισόγειο του κτιρίου είχε πέντε πόρτες. Η κεντρική οδηγούσε στους επάνω τρεις ορόφους, οι οποίοι είχαν διαρρυθμιστεί για να λειτουργήσουν ως ξενοδοχείο με το αρχικό όνομα «Ξενίας Μέλαθρον»[3]. Οι άλλες τέσσερες φιλοξένησαν αρχικά τα εξής καταστήματα. Σε επαφή με το κτίριο του Ξενοδοχείου «Ελλάς» στεγάστηκε ο υδραυλικός Γεώργιος Ζουμπούρλας. Στη συνέχεια ήταν το Αρωματοπωλείο του Μυλωνά, το οποίο αργότερα έδωσε τη θέση του στο Φωτογραφείο του Νάκα. Μεσολαβούσε η είσοδος στο Ξενοδοχείο και ακολουθούσε το Ανθοπωλείο του Δημητρίου Καραΐσκου και το Κουρείο των Γεωργίου Κουρέλου, Τάσου Τσέλιου και Γιάννη. Τα καταστήματα αυτά μέχρι σήμερα άλλαξαν πολλούς επιχειρηματίες, αφού η οδός Κούμα είναι ένας από τους πιο πολυσύχναστους και εμπορικούς δρόμους της Λάρισας.
Δίπλα ακριβώς βρισκόταν το μικρό καφενεδάκι του Μιχάλη Χαλκιά. Το καφενείο αυτό συγκέντρωνε εκείνους, οι οποίοι ήθελαν να πιουν εκλεκτό καφέ σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους. Διέθετε βέβαια, όπως και κάθε καλό καφενείο εκείνης της εποχής, εξαιρετικό τσίπουρο με διαλεχτούς μεζέδες. Όταν το καφενεδάκι έκλεισε, ο χώρος αγοράστηκε από τον Θεμιστοκλή Μπλιάτσιο και μετατράπηκε σε χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων των πελατών του ξενοδοχείου «Μέλαθρον»[4].
Δίπλα από το καφενείο του Μιχάλη Χαλκιά υπήρχε παλαιότερα το δικηγορικό γραφείο του Γιάννη Πασχαλίδη και το ραφείο του Θωμά Παπαευθυμίου. Τα καταστήματα αυτά της Κούμα μέχρι τη συμβολή της με τη Ρούσβελτ άλλαζαν συχνά χρήσεις και επιχειρηματίες, ανήκουν δε ιδιοκτησιακά στους απογόνους του οδοντιάτρου Μαρούδα.
[1]. Ο Βασίλειος Αρσενίδης ήταν γιος του Νικολάου (1840-1883] και της Κλεοπάτρας Αρσενίδη, οι οποίοι κατοικούσαν στον Αρναούτ μαχαλά, στη σημερινή οδό Ζαρμάνη. Για περισσότερες και έγκυρες πληροφορίες για την οικογένεια Αρσενίδη βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Η οικογένεια του κοσμηματοπώλη Νικολάου Αρσενίδη, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 11ης Οκτωβρίου 2015. Του ιδίου, Βασίλειος Αρσενίδης. Ο οραματιστής δήμαρχος Λάρισας του Μεσοπολέμου, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 2015.
[2]. Ο Νικόλαος Σακελλαρίδης (1905-1970) ήταν γιος του ιατρού Γεωργίου Σακελλαρίδη. Νυμφεύθηκε τη Βαρβάρα Καμπουράκη από τη Σμύρνη. Εξάσκησε με επιτυχία τη δικηγορία επί σειρά ετών στη Λάρισα και απέκτησε πέντε τέκνα, εκ των οποίων ο πρωτότοκος Γεώργιος, γεννηθείς το 1929, ακολούθησε τη νομική επιστήμη, όπως και ο πατέρας του.
[3]. Η επίσημη ονομασία του ξενοδοχείου ήταν «Ξενίας Μέλαθρον», αλλά στην καθομιλουμένη των Λαρισαίων συνήθεια, ακόμη και σήμερα που σταμάτησε η λειτουργία του, είναι γνωστό ως «Μέλαθρον».
[4]. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την κ. Αγγέλα Σιτρά-Μπλιάτσιου, καθώς και τον Βαγγέλη Ρηγόπουλο για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου παρείχαν ώστε να ολοκληρωθεί το σημερινό κείμενο.

Papaueodorou
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Βασίλειος Μακρυπούλιας.
Γιατί άραγε ο Βασιλεύς Λεωνίδας δεν απήντησε : "ελθών λαβέ" αλλά μολών λαβέ" (στον Πέρση βασιλέα Ξέρξη). Το ρήμα βλώσκω (αόριστος β΄είναι το έμολον (μετοχή : μολών) δεν σημαίνει απλή χωρική κίνηση όπως το είμι (έρχομαι, με β΄αόριστο : ήλθον και μετοχή του ιδίου χρόνου ; ελθών). Δεν είναι τυχαίο ότι από το ρήμα βλώσκω και το β΄αόριστό του (έμολον) έχουμε τη λέξη : αυτόμολος(παίρνω την απόφαση να φύγω από το στρατόπεδο αυτό και να υπάγω αλλού). Το ρήμα βλώσκω, συγγενές του ρ.θρώσκω σημαίνει μετακινούμαι , προχωρώ μετά σκέψης και παρατηρήσεως. Είναι πλησίον σημασιολογικά στο ρήμα θεώμαι. Άρα ο Μέγας Λεωνίδας ουσιαστικά δεν παρότρυνε το βασιλέα των περσών απλά να έλθει και να λάβη όσα ήθελε. Λέγοντάς του "μολών λαβέ" τον παρότρυνε να προσεγγίσει ερευνώντας τη φύση των Σπαρτιατών Ελλήνων, να κατανοήσει ότι ο ηρωίσμός των 300+700 ήταν συνειδητός βάσει της Ελληνικότητος και της αναλόγου ανατροφής, να περισπουδάσει τη βαθεία έλλογο και θεία πεπαιδευμένη Ελληνική φύση.Λέγοντας 'ελθών λαβέ" ήταν σαν να του έλεγε 'πέρασε καμμία βόλτα εάν δεν έχεις να κάνεις κάτι το καλλίτερο". Το βλώσκω όμως (μολών λαβέ)προκαλεί και προσκαλεί τον Ξέρξη να πλησιάσει ερευνητικά με το νού του κατανοώντας όλα τα όρια και τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους. Όντως ο βασιλέας των Περσών κατάλαβε διότι έμολον και όχι απλά ήλθον.

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Οι 300 εικόνες της Λάρισας

Μια πρόχειρη προσέγγιση όλων των θεμάτων


"Πολιτεία". Έργο του συμπολίτη μας Αγήνορα Αστεριάδη το οποίο απεικονίζει διάφορα σημεία της Λάρισας  με την ιδιάζουσα για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη τεχνοτροπία. Θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο έργο του. Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας Γ. Ι. Κατσίγρα"Πολιτεία". Έργο του συμπολίτη μας Αγήνορα Αστεριάδη το οποίο απεικονίζει διάφορα σημεία της Λάρισας με την ιδιάζουσα για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη τεχνοτροπία. Θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο έργο του. Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας Γ. Ι. Κατσίγρα
Την προηγούμενη Κυριακή 28 Ιουνίου 2020 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα το 300ο (τριακοσιοστό) κείμενο της στήλης "ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα χίλιες λέξεις...". Με την ευκαιρία αυτή κρίθηκε σκόπιμο, έτσι σαν μια επέτειος, να γίνει κάποια πρόχειρη προσέγγιση όλων των εικόνων που δημοσιεύθηκαν στα σχεδόν έξι χρόνια που πέρασαν από τότε και όπως βλέπουμε δεν είναι λίγες.

Όπως είναι γνωστό σε όλους τους τακτικούς αναγνώστες της εφημερίδας "Ελευθερία", από την Κυριακή 31 Αυγούστου 2014 και κάθε Κυριακή στην 4η σελίδα της, δημοσιεύεται μέχρι και σήμερα ανελλιπώς, κάτω από τον τίτλο: "ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα χίλιες λέξεις..." μια φωτογραφία της Λάρισας ή της περιοχής της. Συνοδεύεται από κείμενο το οποίο αναλύει κατά το δυνατόν το περιεχόμενο της φωτογραφίας, παρουσιάζει ιστορικά στοιχεία του φωτογράφου όπου υπάρχουν και επιχειρείται η χρονολόγηση λήψης της. Η δημιουργία αυτής της τακτικής στήλης στην εφημερίδα ήταν ιδέα του τότε αρχισυντάκτη της Χρήστου Τσαντήλα. Ο ίδιος είχε την πατρότητα και της άλλης ιστορικής στήλης της ίδιας εφημερίδας με τον τίτλο "Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα", η οποία ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 2014 και συνεχίζει να δημοσιεύεται κάθε εβδομάδα στο φύλλο της Τετάρτης. Υπάρχει η προοπτική όλες οι εικόνες και τα κείμενα να εκδοθούν σε μια σειρά τόμων, έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα βιβλίων, τα οποία θα περιλαμβάνουν απόψεις και σημειώματα ιστορικού περιεχομένου από διάφορα σημεία της Λάρισας και της περιοχής της σε διάφορες χρονικές περιόδους.
Η στήλη της "Ελευθερίας" "ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα χίλιες λέξεις...", με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκε ότι κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών αναγνωστών τόσο εδώ στη Λάρισα, όσο και στην υπόλοιπη χώρα όπου διαβιούν παλαιοί Λαρισαίοι. Το γεγονός αυτό στάθηκε η κύρια αφορμή ώστε να συνεχίζεται η δημοσίευση για έκτη χρονιά και η σημερινή εικόνα να ξεκινάει την τέταρτη εκατοντάδα.
Ό,τι δημοσιεύονται σ' αυτή τη στήλη απεικονίζουν και περιγράφουν διάφορες τοποθεσίες της Λάρισας, δημόσια κτίρια, ελληνικά και οθωμανικά, αρχοντικές κατοικίες, ναοί και γενικά τοποθεσίες που δεν υπάρχουν πλέον σήμερα, καθώς ο χρόνος, τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, η σκληρή κατοχική περίοδος και η μάστιγα της αντιπαροχής τα έχουν αφανίσει. Η καταγραφή καταβάλλεται προσπάθεια να είναι απλή και κατανοητή για όλους τους αναγνώστες της εφημερίδας, χωρίς άσκοπες λεπτομέρειες και χρονολογίες. Σε ορισμένα σημεία του κειμένου υπάρχουν αριθμητικές ενδείξεις οι οποίες κατευθύνουν τον αναγνώστη σε υποσημειώσεις που παραπέμπουν στις πηγές από τις οποίες αντλήθηκαν οι αναγραφόμενες πληροφορίες. Με τον τρόπο αυτό οι ενδιαφερόμενοι για επί πλέον μελέτη, μπορούν να αναζητήσουν εύκολα περισσότερα στοιχεία.
Η επιλογή των εικόνων έχει συνήθως άμεση σχέση με τη Λάρισα. Οι περισσότερες αφορούν πολύ παλιές φωτογραφίες, τόσο ώστε να ξεπερνούν την εκατονταετία, είναι σπάνιες και πολλές δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε στους Λαρισαίους η ευκαιρία να απολαύσουν περιοχές και μνημειακά κτίσματα της Λάρισας τα οποία μόνον κατ' όνομα είχαν ακουστά. Επίσης αναλύθηκαν κάθε είδους χαρακτικά (χαλκογραφίες, λιθογραφίες, ξυλογραφίες, υδατογραφίες, σχέδια, ελαιογραφίες), τα οποία χρονολογούνται από τον 16ο μέχρι και τον 20ό αιώνα. Τα παλαιότερα προέρχονται από οδοιπορικά ξένων περιηγητών οι οποίοι επισκέφθηκαν τη Λάρισα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Όλες οι εικόνες προέρχονται από διάφορα αρχεία: δημόσια, δημοτικά, ιδιωτικά ή οικογενειακά, τα οποία και αναφέρονται. Όπου δεν αναγράφεται η πηγή προέλευσης, ανήκουν στην πλούσια συλλογή της Φωτοθήκης Λάρισας του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας.
Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι το σημερινό κείμενο του "ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις..." φέρει τον αριθμό 301. Δηλαδή από την 31η Αυγούστου 2014 που γράφτηκε το πρώτο, μέχρι σήμερα έχουν δημοσιευθεί συνολικά τριακόσια συν ένα κείμενα. Μεγάλος αριθμός, αν φανταστεί κανείς ότι κάθε ένα απ' αυτά αποτελείται κατά μέσο όρο από 900-1.000 λέξεις. 300 φωτογραφίες και σχεδόν 300.000 λέξεις είναι ο απολογισμός της εργώδους αυτής προσπάθειας, για την οποία δίνεται η υπόσχεση ότι θα συνεχιστεί όσο ο συντάκτης του διατηρεί ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις.
Με την ευκαιρία αυτή στο σημερινό σημείωμα θα γίνει μια φευγαλέα αναφορά των εικόνων τα οποία δημοσιεύθηκαν όλο αυτό το διάστημα. Προηγήθηκε καταμερισμός τους σε περιοχές και θέματα, ανάλογα με τις ενδείξεις τους και ακολούθησε η καταμέτρησή τους. Αρχικά θέλουμε να τονίσουμε ότι από τις 300 εικόνες, οι 199 αφορούν φωτογραφίες της Λάρισας οι οποίες καλύπτουν το χρονικό διάστημα από τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι και τη μεταπολεμική περίοδο. Οι υπόλοιπες 101 αφορούν χαρακτικά της Λάρισας τα οποία καλύπτουν μια πολύ ευρεία περίοδο, από το 1545 μέχρι και πρόσφατα. Ο καταμερισμός είναι γεωγραφικός και έχει ως εξής:
--Λόφος Ακροπόλεως. Περιλαμβάνονται εικόνες που αποτυπώνουν κτίσματα τα οποία υπάρχουν στον λόφο. Το Μπεζεστένι, το ρολόι, ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου και άλλες απόψεις. Συνολικά ανέρχονται σε 42.
--Η λίθινη πολύτοξη γέφυρα αποτελούσε ανέκαθεν ένα εμβληματικό κτίσμα της πόλης σε μια περιοχή ιδιαίτερης ομορφιάς, γι' αυτό και ήταν η πρώτη επιλογή για τους ζωγράφους και τους φωτογράφους, καθώς το κέντρο της πόλης κατά τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση δεν είχε να επιδείξει κάτι σπουδαίο. Δημοσιεύθηκαν 36 εικόνες της, οι οποιες αποτυπώνουν κάθε σημείο της.
--Οι απόψεις της Κεντρικής πλατείας και των κτιρίων γύρω απ' αυτήν είναι πολλές, 37 και εκφράζουν την ομορφιά της καθώς περιτριγυριζόταν από όμορφα νεοκλασικά κτίσματα, από τα οποία σήμερα δυστυχώς δεν έμεινε κανένα.
--Αρχοντικά. 30 παλιά αρχοντικά της Λάρισας έχουν δημοσιευθεί από τις στήλες της "Ελευθερίας", τα περισσότερα των οποίων δεν υπάρχουν πια και οι μορφές τους είναι αποτυπωμένες σε φωτογραφίες της εποχής. Τα αρχοντικά του Σκαλιώρα, του Στεφάνοβικ, του Αποστολίδη και άλλων, ξαναζούν σήμερα μόνον απεικονιστικά.
--Ναοί. Αρκετές φωτογραφίες ανήκουν σε απόψεις ναών. Προέχει ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου, αλλά και ο Άγ. Νικόλαος, ο Άγ. Αθανάσιος, οι 40 Μάρτυρες, ο Άγ. Χαράλαμπος. Απ' όλους αυτούς δεν έχει διασωθεί ούτε ένας, έστω για να θυμίζει στους σύγχρονους Λαρισαίους τη μορφή της ναοδομίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, εποχή που κατασκευάσθηκαν.
--Δημόσια και στρατιωτικά κτίρια, όπως Τράπεζες, Στρατιωτικό Νοσοκομείο, Σιδηροδρομικοί Σταθμοί, συνοικίες, καθώς και κεντρικοί δρόμοι της πόλης, όπως οι Παπαναστασίου, Κύπρου, Βενιζέλου, Παναγούλη, Κούμα, καθώς και σπάνιες απόψεις από τα Τέμπη, τα Αμπελάκια και τον Αμπελώνα.
Συμπέρασμα: 300 εικόνες, 300 μικρά κομματάκια ενός πάζλ, τα οποία όταν ενωθούν, μπορούν να συνθέσουν την εικόνα της παλιάς Λάρισας, της πόλης όπου εργαζόμαστε, ζούμε και κινούμαστε...

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

«Ουδεμία οδός είναι ευθεία εν Λαρίσση» Η Λάρισα κατά το 1881


Η πυκνή και άναρχη δόμηση μιας συνοικίας της Λάρισας, τα πρώτα χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας.  Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη. 15 Οκτωβρίου 1883. Αρχείο ΔΕΥΑΛ.  Η πυκνή και άναρχη δόμηση μιας συνοικίας της Λάρισας, τα πρώτα χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη. 15 Οκτωβρίου 1883. Αρχείο ΔΕΥΑΛ.
Δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς ήταν πολεοδομικά η Λάρισα κατά τους τελευταίους χρόνους της βυζαντινής περιόδου. Είναι όμως γνωστό ότι όλες οι μεγάλες θεσσαλικές πόλεις, μεταξύ των οποίων και η Λάρισα, είχαν υποστεί κατά το διάστημα αυτό πολλές
καταστροφές από βαρβαρικές επιδρομές. Με τη σειρά της και η τουρκοκρατία από το 1423 αλλοίωσε την εμφάνιση και μετέβαλε τον συσχετισμό των φυλετικών ομάδων του πληθυσμού της. Αρχικά οι Οθωμανοί κατακτητές εγκατέστησαν πολυπληθείς τουρκικές οικογένειες τις οποίες μετέφεραν από τα βάθη της Μ. Ασίας και μετακίνησαν πολυάριθμα στρατεύματα προς τη Λάρισα για να εξασφαλίσουν την αμυντική ισχύ τους σε μια πόλη-κλειδί στο κέντρο εύφορης πεδιάδας, κόμβο χερσαίων συγκοινωνιών. Οι περισσότεροι χριστιανοί κάτοικοί της, όσοι δεν εξισλαμίστηκαν, για να αποφύγουν τις διώξεις, να περισώσουν τις περιουσίες τους και να προστατέψουν και τη ζωή της ακόμη, αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στα χωριά των γειτονικών ψηλών βουνών, όπου δεν μπορούσε να τους φθάσει η κατακτητική μανία των Οθωμανών. Η ξεπεσμένη έτσι κι' αλλιώς από τις βαρβαρικές επιδρομές Λάρισα, άλλαξε μορφή μέσα σε λίγα χρόνια μετά την οθωμανική της κατάκτηση. Νέοι κάτοικοι, νέα κτίρια ανατολίτικης και αρχέγονης υφής, τζαμιά με ψηλούς μιναρέδες, τεκέδες, παζάρια, ήλθαν να αντικαταστήσουν την εμφάνιση της βυζαντινής πόλης. Οι πολλές αυτές αλλοιώσεις είχαν αντίκτυπο και στο όνομά της. Την είχαν μεταβάλει σε μια καινούρια πόλη και την ονόμασαν Γενί Σεχήρ, δηλ. Νέα Πόλη, Νεάπολη. Στρατιωτικοί λόγοι επέβαλλαν να κατοικείται η Γενί Σεχήρ από μουσουλμανικό πληθυσμό για λόγους ασφάλειας. Βρισκόταν πάνω στο δρόμο που οδηγούσε από τη Μακεδονία στο Δομοκό και τη Στερεά Ελλάδα και οι κατακτητές έπρεπε να ελέγχουν τις μετακινήσεις και τις μεταφορές. 2,5 αιώνες αργότερα, το 1668, την προτίμησε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ’, ο επονομαζόμενος Γαζής δηλαδή νικητής[1]. Εγκαταστάθηκε προσωρινά για δύο περίπου χρόνια, ώστε να παρακολουθεί από πιο κοντά τη σύρραξη Τούρκων και Βενετών στην Κρήτη. Από τις αρχές του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα έπειτα από τα σουλτανικά μεταρρυθμιστικά διατάγματα (Tanzimat) του 1839 και 1856, άρχισε σταδιακά να εγκαθίσταται ελληνικός πληθυσμός στη Λάρισα. Όμως και πάλι η πόλη δεν μπόρεσε να αποβάλλει την οθωμανική εμφάνισή της. Παρέμεινε μέχρι το 1881 και για μερικά χρόνια ακόμα μια πολιτεία η οποία δεν διέφερε ουσιαστικά από ένα ασήμαντο τουρκοχώρι της Ανατολής. Το διαπιστώνουμε από την περιγραφή της Λάρισας που ακολουθεί και την οποία έγραψε ο δημοσιογράφος Ε. (δεν αναφέρονται άλλα στοιχεία) της εφημερίδας των Αθηνών «Αιών». Είχε συνοδεύσει τον απελευθερωτή ελληνικό στρατό κατά την είσοδό του στη Λάρισα την 31η Αυγούστου του ίδιου έτους και η μαρτυρία του είναι εντυπωσιακή. Μέχρι σήμερα δημοσιεύσαμε πολλές φορές τις συγκινητικές στιγμές που έζησε η Λάρισα κατά την ημέρα της απελευθέρωσης, όμως για πρώτη φορά διάβασα μια ολοκληρωμένη περιγραφή της πόλης όπως την αντίκρισε κάποιος Αθηναίος δημοσιογράφος το 1881.
Το σημερινό κείμενο συνοδεύεται και από μια φωτογραφία της Λάρισας η οποία χρονολογικά τοποθετείται το 1883, δηλαδή δύο και πλέον χρόνια μετά την αναφερόμενη περιγραφή του δημοσιογράφου του «Αιώνα». Έχει κανείς την εντύπωση ότι μέσα σε δύο χρόνια τίποτα δεν άλλαξε στην πόλη και αυτό αποδεικνύεται από την φωτογραφική απεικόνιση μιας περιοχής της. Η ανταπόκριση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα των Αθηνών «Αιών» στο φύλλο της 5ης Οκτωβρίου 1881 και έχει ως εξής:
«Λάρισσα 29 Σεπτεμβρίου 1881
Η πόλις της Λαρίσσης έχουσα πράγματι ωραίαν τοποθεσίαν, ωκοδόμηται επί καθαράς πεδιάδος, είναι δ' ευρεία και εις πολλάς συνοικίας [μαχαλάδες] διηρημένη. Αλλ' ενώ η τοποθεσία της πόλεως είναι ωραία, ο κατοικών όμως εν Λαρίσση ουδέν άλλο βλέπει ή ουρανόν και σαθρά οικοδομήματα, ών η διηνεκής θέα καθιστά τον εν αυτή διατρίβοντα πάντοτε μελαγχολικόν. Ουδεμία οδός είναι ευθεία, πάσαι δε εισί δρομίσκοι [σοκάκια], ελεεινοί και πλήρεις ακαθαρσιών, ακανονονίστως διευθυνόμενοι εν είδει λαβυρίνθου[2] και ο το πρώτον επισκεπτόμενος την πόλιν, άπορον αν θα δυνηθή, άνευ οδηγού, να επανέλθει εις την οικίαν του. Αντί ορίζοντος βλέπει τις μόνον σωρούς ερειπίων ανηρτημένων, καθόσον ανεξαιρέτως άπασαι αι οικοδομαί, έχουσαι σχεδόν το αυτό ύψος, εισίν εκ ξύλου κατασκευασμέναι από θεμελίων μέχρι στέγης[3]. Επειδή δε ωκοδομήθησαν προ πολλών ετών, ήρχισαν άπασαι να αποσυντίθενται. Αποσπώνται δε εκ τούτων καθ' εκάστην τεμάχια ξύλων, ούτω δε χαίνουσιν [εμφανίζουν χάσματα] άπασαι αι οικοδομαί. Εν Λαρίσση είναι άγνωστος η επισκευή των οικοδομών και εσωτερικώς ακόμη. Το δε χείριστον ότι και αυταί αι των Οθωμανών οικίαι υπάγονται εις την αυτήν κατηγορίαν[4], ενώ επιστεύετο ότι οι Οθωμανοί τουλάχιστον, ως ευπορώτεροι των Χριστιανών και ηδυπαθείς, θα έζων ανθρωπίνως. Τουναντίον αι οικίαι αυτών εισίν ελεεινότεραι τών των Χριστιανών, καθ' όσον στερούνται και εστιών [τζάκια] και θερμαστρών εν ώρα χειμώνος. Αντί τούτων οι Τούρκοι μεταχειρίζονται κλιβάνους κινητούς [μαγκάλια] ίνα θερμάνωσι τα ανεπίδεκτα θερμάνσεως δωμάτιά των. Επειδή αι οικίαι εισίν ωκοδομημέναι εκ σανίδων, εισίν όλως ακατοίκητοι. Οι Οθωμανοί φαίνεται την ευδαιμονίαν των στηρίζουσι εις το τρώγειν καλώς, ιππεύειν ωραίους ίππους, και περιποιείν τα χαρέμια των, όλως δε ξένον παρ' αυτοίς το αίσθημα της φιλοκαλίας.
Η πόλις της Λαρίσσης στερείται καθ' ολοκληρίαν φωτισμού. Εν ουδεμιά οδώ υπάρχει ουδέ είς φανός. Εντεύθεν πάντες κλείονται εν ταις οικίαις των μετά το λυκαυγές[5], ο δε θέλων να εξέλθη την νύκτα υποχρεούται, ίνα μη συντρίψη την κεφαλήν του, να φέρη ανά χείρας μκρόν φανόν. Δένδρον δεν υπάρχει ού μόνον καθ' άπασαν την θεσσαλικήν πεδιάδα, από Αλμυρού μέχρι Φαρσάλων, Δομοκού, Καρδίτσης και Λαρίσσης, αλλά και εντός της πόλεως[6]. Η πόλις στερείται ποσίμου ύδατος, διότι και τα υπάρχοντα ολίγα φρεάτια εισίν άχρηστα, ως μη περιέχοντα πόσιμον ύδωρ [...] Η πόλις κοσμείται υπό νεκροταφείων κατά το τρίτον αυτής[7], διότι οι Οθωμανοί δεν θάπτουσιν έτερον νεκρόν εν τω αυτώ μνημείω, και το χείριστον, θάπτουσιν και εν τοις περιβόλοις των τσαμίων. Ούτω η πόλις παριστά οικτρόν θέαμα, παραβλαπτομένης ένεκα των μιασμάτων, και της υγείας των κατοίκων. Τοιαύτη η αληθής κατάστασις της πόλεως Λαρίσσης και των πέριξ αυτής πόλεων, αίτινες εισί κατά τον τύπον αυτής ωκοδομημέναι».
Η μεταμόρφωση της Λάρισας σε σύγχρονη πόλη έγινε σταδιακά, κυρίως κατά τη διάρκεια των δύο συνεχόμενων θητειών του Μιχαήλ Σάπκα ως δημάρχου της Λάρισας (1925-1929 και 1929-1934), γι' αυτό και ονομάστηκε «Αναμορφωτής της Λάρισας».
-----------------
[1]. Ονομαζόταν και Αβτζής, δηλαδή κυνηγός. Ο επίσημος λόγος αυτής της εγκατάστασής του στη Λάρισα ήταν να βρίσκεται πιο κοντά στο μέτωπο του τουρκο-βενετικού πολέμου, ώστε να πληροφορείται ταχύτερα τις εξελίξεις του. Υπήρχε όμως και μια άλλη ανεπίσημη αιτία εγκατάστασης στη θεσσαλική μεγαλούπολη. Παρά τη μικρή του ηλικία (δεν είχε γίνει ακόμα 30 ετών), ήταν δεινός κυνηγός και γνώριζε ότι η περιοχή της Θεσσαλίας ήταν πλούσια σε θηράματα. Έτσι θα μπορούσε να επιδοθεί πιο άνετα και στην προσφιλή του απασχόληση, το κυνήγι.
[2]. Ο Θεόδωρος Παλιούγκας δημοσίευσε χάρτη της Λάρισας του Jusuf Halacoglu του 1827 και ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης αντίστοιχο χάρτη του 1880. Και οι δύο αποτυπώνουν καθαρά την ανώμαλη (σκολιά) διαδρομή των οδών της τουρκικής ρυμοτομίας. Οι δρόμοι αυτοί διευθετήθηκαν σε ευθείς σταδιακά, με την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή μετά το 1882 και ολοκληρώθηκε πριν μερικές δεκαετίες.
[3]. Όλα αυτά τα σπίτια, όπως φαίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία, είναι ξυλόπηκτα. Ο ξύλινος σκελετός συμπληρώνεται με πλιθιά (τσατμάς), είτε επενδύεται και από τις δύο πλευρές με καρφωτά πηχάκια, πλεκτά κλαδιά ή καλάμια (μπαγδατί).
[4]. Επικρατούσε η αντίληψη στη Λάρισα ότι τα τουρκικά σπίτια (κονάκια) λόγω του μεγέθους τους και της οικονομικής άνεσης των μπέηδων ήταν, εσωτερικά τουλάχιστον, περιποιημένα. Όμως η αναμενόμενη μέσω διπλωματικών ενεργειών προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο, φαίνεται ότι απέτρεπε στους Οθωμανούς ιδιοκτήτες να κάνουν ευρύτερες επισκευές στις οικοδομές τους.
[5]. Εδώ ο δημοσιογράφος περιέπεσε σε λάθος. Ο όρος λυκαυγές χαρακτηρίζει τη χρονική περίοδο από την διάλυση του σκότους της νύχτας μέχρι την ανατολή του Ηλίου. Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη λέξη λυκόφως.
[6]. Μέσα στη Λάρισα είναι γεγονός ότι δεν υπήρχαν δένδρα, όμως στις όχθες του Πηνειού, στα σημεία όπου ο ποταμός διέσχιζε την πόλη, υπήρχαν άφθονα δένδρα, ιδιαίτερα στην περιοχή από το Αλκαζάρ μέχρι και την Αγία Μαρίνα.
[7]. Στους δύο χάρτες οι οποίοι αναφέρθηκαν στη 2η σημείωση καταγράφονται σε πολλά σημεία οθωμανικά νεκροταφεία, κυρίως περιφερειακά της Λάρισας. Το 1881 χριστιανικά νεκροταφεία υπήρχαν ήδη επτά, διάσπαρτα στις χριστιανικές συνοικίες. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Το Α’ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας, 1899-1993. Ιστορική διαδρομή. Ταφικά μνημεία, Θεσσαλονίκη (2013) σελ. 15-21.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Μεγάλοι ευεργέτες του νοσοκομείου


Προτομή του Ιωάννη Κουτλιμπανά στον περίβολο του Γενικού  Νοσοκομείου Λάρισας, έργο του γλύπτη Γεωργίου Βρούτου. 1895Προτομή του Ιωάννη Κουτλιμπανά στον περίβολο του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, έργο του γλύπτη Γεωργίου Βρούτου. 1895
Μετά την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881 ήταν αισθητή η απουσία νοσηλευτικού ιδρύματος στην πόλη.
Καθώς πολλοί Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τον ελληνικό χώρο, το ετοιμόρροπο τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο που βρισκόταν στο Αλκαζάρ, στον χώρο του σημερινού Κηποθεάτρου, είχε από καιρό σταματήσει να λειτουργεί. Πιο πριν εκτός από τον μουσουλμανικό πληθυσμό, το νοσοκομείο αυτό εξυπηρετούσε κατά διαστήματα και χριστιανούς κατοίκους της πόλης, με δωρεάν εξετάσεις και νοσηλεία από χριστιανούς ιατρούς και ήταν μια παρηγοριά στην παντελή έλλειψη ιατρικής φροντίδας που υπήρχε την περίοδο εκείνη.
Εν τω μεταξύ με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα πολλοί ιατροί, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν μετεκπαιδευτεί στο εξωτερικό. Όμως δεν υπήρχε κάποιο οργανωμένο νοσηλευτικό ίδρυμα για να περιθάλπει τα βαριά περιστατικά. Το γεγονός αυτό ανάγκασε κάποιον φιλάνθρωπο άγαμο δικαστικό κλητήρα, τον γηραιό Ιωάννη Παπαϊωάννου ή μπαρμπα-Γιάννη όπως τον γνώριζε ο κόσμος της μικρής τότε Λάρισας, να μετατρέψει την κατοικία του σε ένα πρόχειρο νοσηλευτήριο ολίγων κλινών. Ο Μιχαήλ Σάπκας γράφει σχετικά: «Περιτρέχων πεζή με την βακτηρίαν του γήρατος ανά χείρας ανά τας πόλεις και τα χωρία της Θεσσαλίας της δικαστικής περιφερείας Λαρίσης, προς κοινοποίησιν δικαστικών αποφάσεων ή επίδοσιν δικογράφων, ωμίλει παντού περί ιδρύσεως Νοσοκομείου πολιτικού εις Λάρισαν, αναπτύσσων την εντολήν του Χριστού περί φιλαλληλίας και ευσπλαχνίας προς τον πλησίον, και εζήτει τον οβολόν των καλών χριστιανών υπέρ του ανωτέρου σκοπού. Τα συλλεγόμενα χρήματα κατέθετε εις την Εθνικήν Τράπεζαν ή τα παρέδιδε εις τον Δήμαρχον δια το Νοσοκομείον. Όταν είχε συλλεγεί αρκετόν ποσόν, εγκατέστησε εις έν δωμάτιον της οικίας του (οικία Καθεκλά), απέναντι του Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου, τέσσαρας κλίνας με όλα τα χρειώδη και ετοποθέτει εις αυτάς βαρέως πάσχοντας απόρους ξένους. Τούτους περιέθαλπε προσωπικώς μόνος του, ιατροί δε της πόλεως προθύμως προσέφερον δωρεάν τας ιατρικάς υπηρεσίας των». Το γεγονός αυτό κατατάσσει τον άνθρωπο με τα φιλάνθρωπα αισθήματα που διέθετε, ως τον πρώτο και πρωτοπόρο ευεργέτη του Νοσοκομείου της Λάρισας.
Το 1888, όταν έφθασε στη Λάρισα για να επισκεφθεί τους συγγενείς του στο Ζάρκο, απ’ όπου καταγόταν, ο Ιωάννης Κουτλιμπανάς, ο οποίος είχε προκόψει επαγγελματικά στο Πλοέστι της Ρουμανίας, γνωρίσθηκε με τον Διονύσιο Γαλάτη, που ήταν τότε δήμαρχος της πόλης μας (1887-1891). Ο τελευταίος τον έπεισε να βοηθήσει οικονομικά όσο μπορούσε για την ανέγερση Δημοτικού Νοσοκομείου στη Λάρισα. Ο Κουτλιμπανάς ανταποκρίθηκε θετικά και κατέθεσε άμεσα στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ηπειροθεσσαλίας της Λάρισας σημαντικό ποσόν, επιφυλασσόμενος να συμπληρώσει τη δωρεά με επιπλέον ποσόν μετά την επιστροφή του στη Ρουμανία. Έτσι τον Φεβρουάριο του 1889 έγινε η επίσημη τελετή θεμελίωσης του Νοσοκομείου από τον μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτο, παρουσία και του Ιωάννη Κουτλιμπανά. Με ζήλο και ταχείς ρυθμούς άρχισε η ανέγερση του νοσοκομείου και στις 22 Νοεμβρίου 1890, είκοσι μήνες μετά την τελετή θεμελίωσης, δέχθηκε τους πρώτους ασθενείς. Λίγα χρόνια μετά ο ευεργέτης Ιωάννης Κουτλιμπανάς απεβίωσε και έτσι δεν μπόρεσε να δει ολοκληρωμένους τους καρπούς της ευεργεσίας του. Η δημοτική αρχή για να τον τιμήσει, μετονόμασε το 1895 το νέο νοσοκομείο από «Ρήγας Φεραίος» που εξακολουθούσε να ονομάζεται μέχρι τότε από το παλιό νοσηλευτήριο του μπαρμα-Γιάννη, σε «Κουτλιμπάνειον Δημοτικόν Νοσοκομείον Λαρίσης», ενώ στον προαύλειο χώρο τοποθετήθηκε η προτομή του, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα. Η δημιουργία του πρώτου οργανωμένου νοσηλευτικού ιδρύματος στη νεώτερη ιστορία της Λάρισας, όνειρο και επιδίωξη όλων των πολιτών μετά την απελευθέρωση, είχε γίνει πραγματικότητα.
Ένας άλλος μεγάλος ευεργέτης του Νοσοκομείου της Λάρισας υπήρξε και ο μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος (1875-1896)[1], ο οποίος είχε χοροστατήσει στην τελετή θεμελίωσής του. Μετά τον θάνατό του στις 19 Σεπτεμβρίου 1896, έγινε γνωστό στην πόλη ότι με διαθήκη του άφηνε στο Νοσοκομείο ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής: «Ο Μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος Πετρίδης εδωρήσατο εις το ενταύθα «Κουτλιμπάνειον» Νοσοκομείον δια του επί τούτω συνταχθέντος ενώπιον του Συμβολαιογράφου Καρδίτσης Αριστείδου Βασαρδάνη συμβολαίου, μίαν οικίαν και πέντε μαγαζεία κείμενα πάντα ταύτα ενταύθα επί των οδών Ηφαίστου και Κενταύρων, αξίας 30.000 δρχ. περίπου»[2]. Η Αδελφότητα του Κουτλιμπάνειου Νοσοκομείου εκτιμώντας την πράξη του αυτή τον κατέταξε μεταθανάτια στους μεγάλους ευεργέτες και ανήρτησε το πορτραίτο του στα γραφεία της διοικήσεως του νοσοκομείου.
Σπουδαίος και γαλαντόμος δωρητής του Δημοτικού Νοσοκομείου, υπήρξε και ο Χαφούζ εφέντης, το πλήρες όνομα του οποίου ήταν Χαφούζ Μεχμέτ Σερίφ Εφέντης. Γεννήθηκε στον Άνω Βόλο και έζησε στη Λάρισα. Κληρονόμησε από τους δικούς του τεράστιες γεωργικές εκτάσεις στην περιοχή του Κιλελέρ, αλλά είχε την ατυχία να προσβληθεί από φυματίωση. Οι οικείοι του λόγω της πάθησής του τον απομάκρυναν, αλλά ο Μιχαήλ Σάπκας, που ήταν ο θεράπων ιατρός του, φρόντισε να εισαχθεί στο νοσοκομείο, όπου έτυχε ειδικής περιποίησης και ιατρικής φροντίδας. Σε ανταπόδοση όλων αυτών των ευεργεσιών, ο Χαφούζ εφέντης όταν συνέταξε τη διαθήκη του (16 Μαρτίου 1911) άφησε στο Νοσοκομείο Λαρίσης ολόκληρη την περιουσία του στο Κιλελέρ, με σκοπό από τα έσοδά του να βρίσκουν ιατρική περίθαλψη οι πάσχοντες από φυματίωση. Πέθανε στις 19 Μαρτίου 1911, τρεις ημέρες μετά τη σύνταξη της διαθήκης του και τιμήθηκε δεόντως από το Δημοτικό Συμβούλιο και το Αδελφάτο του Νοσοκομείου.
Το 1937 ένας άλλος φιλάνθρωπος Λαρισαίος, ο έμπορος Ηλίας Τριανταφύλλου με καταγωγή από τον Τύρναβο, καταγράφηκε στον κατάλογο των μεγάλων ευεργετών του Νοσοκομείου. Με δική του δαπάνη προστέθηκε και δεύτερος όροφος στο υπάρχον κτίριο που είχε κτίσει ο Ιωάννης Κουτλιμπανάς. Η χωρητικότητα σε κλίνες αυξήθηκε και η δημοτική αρχή προς τιμήν του μετονόμασε το νοσηλευτικό ίδρυμα σε «Κουτλιμπάνειο και Τριανταφύλλειο Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης».
Εκτός αυτών υπήρξαν κατά καιρούς και άλλοι ελάσσονες δωρητές του Νοσοκομείου. Βλέπετε, υπήρξε εποχή κατά την οποία η ευεργεσία αποτελούσε ένα πεδίο άμιλλας μεταξύ εύπορων ανθρώπων. Σήμερα…

[1]. Ο Νεόφυτος Γ’ Πετρίδης καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Γεννήθηκε το 1826 στο προάστιο Θεραπειά, φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και ακολούθησε τον ιερατικό κλάδο. Τον Ιούλιο του 1854 εκλέχθηκε επίσκοπος Φαναριοφερσάλων, την επισκοπή της οποίας ποίμανε συνολικά επί 13 χρόνια. Το 1867 προβιβάσθηκε μητροπολίτης Σερρών και μετά από οκτώ χρόνια, τον Αύγουστο του 1875, μετατέθηκε στη Μητρόπολη Λαρίσης, όπου διαδέχθηκε τον Ιωακείμ Κρουσουλούδη, έναν φωτισμένο ιεράρχη.
[2]. εφ. «Σάλπιγξ», Λάρισα, φύλλο της 4ης Φεβρουαρίου του 1901. Από το αρχείο του Θανάση Μπετχαβέ.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ «ΕΛΛΑΣ» ΤΟΥ ΔΗΜΤΣΑ


Το καφενείο του Δήμτσα επί της οδού Φιλελλήνων. Πίσω ο τρούλος του τουρκικού λουτρού (χαμάμ).  Φωτογραφία του Ολλανδικού Φωτογραφικού Μουσείου. 1957. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας Το καφενείο του Δήμτσα επί της οδού Φιλελλήνων. Πίσω ο τρούλος του τουρκικού λουτρού (χαμάμ). Φωτογραφία του Ολλανδικού Φωτογραφικού Μουσείου. 1957. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Το καφενείο του Δήμτσα μπορεί να μην ήταν το παλαιότερο, ήταν όμως σίγουρα το ιστορικότερο της Λάρισας. Σ΄ αυτό συγκεντρώνονταν προπολεμικά μεγάλες παρέες από γνωστούς Λαρισαίους της εποχής, για να γευθούν τον καθημερινό καφέ, που ο ιδιοκτήτης
του είχε την ικανότητα να τον σερβίρει σύμφωνα με τις απαιτήσεις καθενός. Και όπως θυμούνται οι παλιοί, ο ελληνικός καφές είχε πολλές παραλλαγές. Όμως ο "πολλά βαρύς και όχι" μου είχε κάνει από παιδί μεγάλη εντύπωση και δεν μπορούσα να εξηγήσω τι ακριβώς σήμαινε. Μία από τις θορυβοδέστερες παρέες που σύχναζαν ανελλιπώς στο καφενείο του Δήμτσα ήταν οι δημοσιογράφοι (Θρασύβουλος Μακρής, Σωκράτης Γκολφινόπουλος και η θορυβώδης παρέα τους). Το καφενείο του αποτελούσε το μόνιμο εντευκτήριό τους για πολλά χρόνια και μαζί σύχναζαν και οι φίλοι τους, οι οποίοι παθιάζονταν για τη συντροφιά τους.
Αρχικά θα σκιαγραφήσουμε τον ιδρυτή του καφενείου, τον Σπύρο Δήμτσα. Η οικογένειά του, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των προγόνων του, καταγόταν από το Σούλι της Ηπείρου, αλλά κατά τη διάρκεια των διωγμών του Αλή πασά των Ιωαννίνων κατέφυγε στη Θεσσαλία και εγκαταστάθηκε στο Ζάρκο των Τρικάλων. Εκεί γεννήθηκε ο ίδιος το 1861, όταν η περιοχή βρισκόταν ακόμα κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ήταν παιδί αγροτικής οικογένειας, αλλά από έφηβος πήρε αίσθηση της ζωής κάτω από συνθήκες δουλείας. Για τους αγρότες του Ζάρκου η ζωή ήταν ακόμα δυσκολότερη, καθώς εκτός από τους Τούρκους, την περιοχή αυτή καταδυνάστευε ο Χρήστος Ζωγράφος, γνωστός και ως Χρηστάκη εφέντης, που είχε αγοράσει από τους Τούρκους μπέηδες τα τσιφλίκια της περιοχής, τα οποία και εκμεταλλευόταν. Νέος ακόμη έδειξε σημεία ανυπακοής στους δυνάστες, με αποτέλεσμα να καταδιωχθεί. Επειδή όμως δεν μπόρεσαν να τον βρουν, συνέλαβαν τον ανύποπτο και αθώο μικρότερο αδελφό του Κώστα, τον οποίο έσφαξαν έξω από το χωριό. Οι διωγμοί αυτοί ανάγκασαν τον ίδιο, αλλά και πολλούς Ζαρκινούς να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Ο Σπύρος Δήμτσας και αρκετοί άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα, στον Αρναούτ μαχαλά[1]. Χωρίς άλλα εφόδια εκτός από τα δύο δυνατά χέρια του, για να επιβιώσει πέρασε από πολλά επαγγέλματα πριν καταλήξει στον πάγκο του καφενείου (τεζάκι όπως λεγόταν παλιά). Για να αποφεύγει τις πολλές εμφανίσεις στην πόλη, από φόβο μήπως γίνει αντιληπτός από τους Τούρκους, αγόρασε μια μικρή ποταμόβαρκα και επιδόθηκε στο ψάρεμα. Επειδή ήταν άπειρος, οι επαγγελματίες ψαράδες γνωρίζοντας την κατάστασή του, του έμαθαν τα μυστικά του επαγγέλματος, του υπέδειξαν τους ψαρότοπους και τον πήραν μαζί τους για να του μάθουν να αλιεύει τα μεγάλα ποταμόψαρα (σαζάνια και γουλιανοί) που θεωρούνταν τα καλύτερα. Η καλοσύνη των ψαράδων έφθασε μέχρι το σημείο να παίρνουν τα ψάρια του νέου ψαρά, να τα πωλούν και να του δίνουν τα χρήματα, αρκεί να μην εκτεθεί στον κίνδυνο της σύλληψής του από τους Τούρκους.
Όταν το 1881 ελευθερώθηκε η Θεσσαλία, ο Σπύρος Δήμτσας άφησε την ποταμόβαρκα και αγόρασε ένα κάρο με το οποίο έκανε μεταφορές. Ήταν καλός άνθρωπος και φιλότιμος σαν χαρακτήρας και καθώς δεν είχε πλέον να φοβηθεί κανέναν, εκτελούσε ελεύθερα μεταφορές μέσα και έξω από την πόλη. Κάποια στιγμή έφθασε η ώρα για να δημιουργήσει και αυτός οικογένεια. Φεύγοντας από το Ζάρκο αναγκάστηκε να αφήσει τη μνηστή του απροειδοποίητα. Ήταν ένα καλό κορίτσι, η κόρη του Γιάννη Καμώτα και τον περίμενε. Πήγε στο Ζάρκο, βρήκε τη μνηστή του, την έφερε στη Λάρισα και την έκανε γυναίκα του. Μετά τον γάμο του προσανατολίσθηκε σε νέους επαγγελματικούς ορίζοντες. Σκέφθηκε αρκετά και ξαφνικά του δόθηκε η ευκαιρία να νοικιάσει ένα κατάστημα, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Πανός και Φιλελλήνων. Το συντήρησε, το επίπλωσε κατάλληλα και γύρω στα 1900 άνοιξε το πρώτο του καφενείο, το οποίο ονόμασε "Ζάρκον". Η πελατεία που συγκέντρωνε ήταν από την πρώτη στιγμή μεγάλη, ο χώρος όμως ήταν μικρός, για τον λόγο αυτό τον επόμενο χρόνο (1901) μετακόμισε ακριβώς στην απέναντι πλευρά της οδού Πανός, σε ένα πιο ευρύχωρο κατάστημα. Στους πελάτες του σερβίριζε μόνον καφέδες και τσίπουρο. Για τους καφέδες εξυπηρετούσε ολόκληρη την οδό Πανός και μέρος της Φιλελλήνων, όταν δε άνοιξε και η Στοά Κουτσίνα, οι καφέδες του έφθαναν και στα καταστήματα της Στοάς. Τον καφέ τον έψηνε σε καυτή άμμο και εκτελούσε τις παραγγελίες ανάλογα με τις προτιμήσεις των θαμώνων και των πελατών του. Οι μεζέδες που συνόδευαν το τσίπουρο ήταν απλοί (τουρσιά, φρέσκα σαλατικά και στραγάλια αλμυρά). Η δουλειά πήγαινε καλά και η πελατεία αυξανόταν. Διέθετε τρεις τουλάχιστον νεαρούς σερβιτόρους, οι οποίοι γυρνούσαν στα διάφορα καταστήματα και έπαιρναν παραγγελίες.
Μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, άλλαξε την επιγραφή του καταστήματός του και το μετονόμασε σε "Καφενείον Ελλάς". Στα 1917, όταν την Ελλάδα βάραινε ο εθνικός διχασμός, η Θεσσαλία και η υπόλοιπη νότια χώρα βρίσκονταν σε αποκλεισμό. Τα τρόφιμα και πολλά άλλα είδη πρώτης ανάγκης είχαν εξαφανισθεί από την αγορά. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Δήμτσας κατάφερνε να διασπά τον αποκλεισμό και να φέρνει από το Βενιζελικό κράτος της Θεσσαλονίκης εκλεκτό καφέ, ενώ οι άλλοι συνάδελφοί του σερβίριζαν ανάμεικτο καφέ με ρεβίθια. Την ίδια περίοδο, εκτός από τον καλό καφέ φρόντιζε να προμηθεύεται πάντοτε και εκλεκτό τσίπουρο, το οποίο μπορεί να πλήρωνε ακριβότερα, όμως συγκέντρωνε τις προτιμήσεις όλων των "εραστών" του ποτού αυτού[2].
Από τον γάμο του ο Σπύρος Δήμτσας είχε αποκτήσει έξι αγόρια, τους Γιάννη, Γιώργο, Κώστα, Μήτσο, Ξενοφώντα και Αλέκο. Από αυτά, τα τρία πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία. Τα υπόλοιπα τρία, ο Γιάννης, ο Μήτσος και ο Αλέκος, έζησαν και παντρεύτηκαν. Από αυτούς ο Γιάννης ήταν ο πρώτος που έπιασε δουλειά στο καφενείο. Ο Μήτσος έμεινε και αυτός στο καφενείο, βοηθώντας και ξεκουράζοντας τον πατέρα του. Ο Αλέκος έγινε μηχανοσιδηρουργός, αλλά όταν είχε ελεύθερο χρόνο βοηθούσε κι αυτός όσο μπορούσε. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, το 1931, τον διαδέχθηκαν με επιτυχία ο Γιάννης και ο Μήτσος. Είχαν μάθει πολύ καλά τη δουλειά τους και η πελατεία του μαγαζιού συνέχισε να τους εμπιστεύεται. Εν τω μεταξύ από το 1927 και πριν πεθάνει, ο Σπύρος Δήμτσας φρόντισε να αγοράσει ένα ιδιόκτητο κατάστημα στην οδό Φιλελλήνων, στο οποίο μεταστεγάστηκε το 1932 το καφενείο. Μετά από λίγα χρόνια πέθανε ο Γιάννης και τη διεύθυνσή του ανέλαβε αποκλειστικά ο Μήτσος, ο οποίος και συνέχισε την επιχείρηση ακαταπόνητος, μέχρις ότου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το ιστορικό αυτό καφενείο έκλεισε οριστικά την πορεία του. Ο Μήτσος έζησε έντονα την ατμόσφαιρα του καφενείου, στο οποίο σύχναζαν οι ωραιότεροι τύποι της παλιάς Λάρισας και κράτησε τη φήμη που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του. Μεταπολεμικά ο Μήτσος Δήμτσας λειτουργούσε το καφενείο όπως ακριβώς ήταν όταν ιδρύθηκε και είχε γίνει ο τόπος συνάντησης των εργατών, καθώς εκεί κλείνονταν διάφορες εργατικές συμφωνίες. Στη μνήμη πολλών παραμένει ο σερβιτόρος Θανάσης, ένας αεικίνητος άνθρωπος, ο οποίος επί χρόνια εξυπηρετούσε τη διακίνηση των καφέδων στα διάφορα καταστήματα της περιοχής με έναν ιδιάζοντα τρόπο[3].
Μετά τη διακοπή της λειτουργίας του καφενείου Δήμτσα, στο σημείο αυτό λειτούργησε το κρεοπωλείο των Τσιτώτα-Μπούτου.
Στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο απεικονίζεται το τελευταίο κατάστημα του καφενείου Δήμτσα. Η επιγραφή στην ανοικτή τέντα το επιβεβαιώνει. Δίπλα του διακρίνεται τμήμα από το οπωροπωλείο Σασών και στο επάνω μέρος της εικόνας επικάθεται ο τρούλος του παρακείμενου τουρκικού λουτρού (χαμάμ).
------------------------------------
[1]. Στη συνοικία αυτή κατοικούσαν από την εποχή του Αλή πασά Αρβανίτες, οι οποίοι αποκαλούνταν Αρναούτηδες και απ’ αυτούς πήρε το όνομα και η συνοικία. Ο μεγάλος δωρητής του Δημοτικού Νοσοκομείου Ιωάννης Κουτλιμπανάς καταγόταν από το Ζάρκο και για την εξυπηρέτηση και δωρεάν φιλοξενία των συγχωριανών του ίδρυσε στα τέλη του 19ου αιώνα τον "Ξενώνα των Ζαρκινών" στον Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου). Την ίδια περίοδο στη συνοικία αυτή έμεναν από τον καιρό της τουρκοκρατίας, αλλά και μετά την απελευθέρωση, όλες οι εύπορες αστικές οικογένειες της Λάρισας (Ζαρμάνης, Αρσενίδης, Σηλυβρίδης, κ.λπ.), οι οποίες δεν μπορούσαν να κατοικήσουν στο κέντρο της πόλης, γιατί αυτό κατεχόταν από τους Τούρκους μπέηδες. Μόνον μετά την απελευθέρωση του 1881 και κυρίως μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924, όλοι τους μετακινήθηκαν στο κέντρο όπου οικοδόμησαν τα αρχοντικά τους.
[2]. Ολύμπιος [Περραιβός Κώστας], Περιπέτειες ενός ιδιότυπου καφετζή, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 28ης Ιανουαρίου 1974.
[3]. Ευχαριστίες οφείλω στον Βαγγέλη Βοζαλή για τη βοήθεια που μου προσέφερε στην ανάπτυξη του σημερινού κειμένου.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com