Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Χοροεσπερίδες στην παλιά Λάρισα


Το Μέγαρο Μεχμέτ Χατζημέτο, στον άνω όροφο του οποίου στεγαζόταν μέχρι το 1916  η αριστοκρατική Λέσχη Ασλάνη. Το ισόγειο κτίσμα αριστερά στέγαζε τη Λαϊκή Τράπεζα. Το Μέγαρο Μεχμέτ Χατζημέτο, στον άνω όροφο του οποίου στεγαζόταν μέχρι το 1916 η αριστοκρατική Λέσχη Ασλάνη. Το ισόγειο κτίσμα αριστερά στέγαζε τη Λαϊκή Τράπεζα.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Λάρισα, έπειτα από 4,5 αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, είχε αποτινάξει πλέον τον τίτλο της τουρκόπολης (Γενή-Σεχήρ). Οι κάτοικοί της άρχισαν βαθμιαία να εναρμονίζονται σε όλα με την εικόνα που είχε η παλιά Ελλάδα και κυρίως η πρωτεύουσά της, η Αθήνα. Κοινωνική ζωή, πνευματικές και αθλητικές εκδηλώσεις, δημόσιος βίος, τέχνες, παιδεία, αρχιτεκτονική, κ.λπ., άρχισαν να αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς. Η πόλη άλλαζε μορφή, μεγάλωνε πληθυσμιακά, ομόρφαινε, ωρίμαζε και προόδευε σε όλους τους τομείς.

Φυσικά και στον τομέα της ψυχαγωγίας. Είναι γνωστό εξάλλου ακόμη και σήμερα ότι από τα παλιά χρόνια οι Λαρισαίοι διακρίνονταν για την αδυναμία τους στα γλέντια και γενικά στη διασκέδαση. Η πόλη διέθετε πολλά κέντρα ψυχαγωγίας, τα οποία ικανοποιούσαν κάθε κοινωνική τάξη, ανάλογα με την οικονομική της επιφάνεια. Εκτός των άλλων, συχνές ήταν οι χοροεσπερίδες που δίνονταν σε διάφορα ψυχαγωγικά κέντρα, λέσχες και μεγάλες αίθουσες, που διέθετε η πόλη εκείνο το διάστημα. Συνήθως προτιμούσαν τη Λέσχη Ασλάνη, η οποία στεγαζόταν στον επάνω όροφο του μουσουλμάνου Μεχμέτ Χατζημέτο και την αίθουσα «Ντορέ» που βρισκόταν στο ισόγειο του τριώροφου κτιρίου του ξενοδοχείου «Πανελλήνιον», γιατί ήταν πιο πλούσια διακοσμημένες και είχαν μεγάλη χωρητικότητα. Οι περισσότερες από τις κοσμικές αυτές συγκεντρώσεις γίνονταν για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μάλιστα, για να είναι μεγαλύτερα τα έσοδα ακολουθούσε και λαχειοφόρος με έπαθλα διάφορα πλούσια δώρα, τα οποία προσέφεραν καταστηματάρχες της Λάρισας. Εποχή άφησαν οι χοροεσπερίδες που έκανε το Αδελφάτο του Δημοτικού Νοσοκομείου, οι οποίες είχαν ως σκοπό με τα έσοδα που θα συγκέντρωναν να πρόσφεραν καλύτερες υπηρεσίες στους νοσηλευόμενους του ιδρύματος.
Οι χοροί αυτοί αποτελούσαν σπουδαίο κοσμικό γεγονός για την πόλη και οι τοπικές εφημερίδες κάλυπταν ειδησεογραφικά κάθε εκδήλωση. Μάλιστα, μερικές φορές η περιγραφή ήταν τόσο ζωντανή και η κολακεία προς τους παρευρισκόμενους τόσο επιτηδευμένη, ώστε νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να διαβάσουμε την περιγραφή ενός χορού που δόθηκε τον Φεβρουάριο του 1908 στη Λέσχη Ασλάνη: «Μετά πολλής ζωηρότητος, χάριτος και μεγαλοπρεπείας διεξήχθη εις την αίθουσαν της Λέσχης Ασλάνη ο υπέρ του Μουσικού και Γυμναστικού Συλλόγου [1] χορός, αρχίσας από 9.30 μ.μ. και διαρκέσας μέχρι της 4ης πρωινής. Η εφημερίς μας «ΜΙΚΡΑ», παρακολουθήσασα τον εν αδιαπτώτω ζωηρότητι διεξαχθέντα τούτον χορόν, δεν δύναται παρά να συγχαρή τας κυρίας Κουτσίνα, Σηλυβρίδου, Παπασταθοπούλου και Βασιλοπούλου ελληνοπρεπέστατα χορευσάσας ελληνικούς χορούς, την κ. Φωφώ Ιατρίδου ως άλλην Αρτέμιδα, με πολύτιμον και θαυμάσιον περιλαίμιον, την υπέροχον εις κομψότητα και χάριν κ. Αιμιλίαν Πατσουρίδου με την κατάλευκον τουαλέττα της, την σεμνοπρεπή κ. Ειρήνην Ιατρού με το απλούν λευκόν ένδυμά της, την χαριτωμένην κ. Ελισάβετ Βλάχου με το υποκύανον και δαντελοσκεπές φόρεμά της, τας αξιοτίμους κ. κ. Σοφίαν Ιατροπούλου, Περσεφόνην Μουλούλη, Αγγελικήν Σκαβέτζου, Θεοδώραν Πατσάλη και Κατίναν Σώκου, τας σεμνοπρεπώς ενδεδυμένας, ελαφρώς δε χορευούσας κυρίας Αφροδίτην Μεσσήν και Ευρυδίκην Παναγιωτοπούλου, τας κυρίας Καργιωτάκη, Μανωσοπούλου, Καραμεσήνη και Καραμπούρη, τας πλήρης χάριτος και κομψότητος δεσποινίδας Κλεοπάτραν Αρσενίδου, Ασπασίαν Ζαβιτσάνου, Μαρίκαν και Φρόσω Καρακάλου, Βιργινίαν Βαρουξάκη και Κατίναν Αρσενίδου, τας κομψότατα ενδεδυμένας δεσποινίδας Πιπίτσαν Λογιωτάτου, Όλγαν Κουτσίνα, Αργυρούλαν Βαρδακώστα και Μαρίκαν Ε. Κοσμίδου, την αριστοκράτιδα αληθώς δίδα Ελένην Ασλάνη, την αγγελόμορφον δίδα Βασιλικήν Καζαντζή, τας καθ’ όλα χαριτωμένας και διαρκώς χορευούσας δίδας Αννίκαν Πρωτοπαπά, Ιφιγένειαν Μιχαηλίδου και Πιπίτσαν Σκαβέντζου, τας επίσης επιχαρίτως χορευσάσας δίδας Αγγελικήν Βουλπιώτη, Σοφίαν Ράγκου, Αφροδίτην Ζίζηλα, Αρ. Δημητρακοπούλου, Μάσιγκαν Πετσάνη, Μαρίκαν Λίτκε και Μαρίκαν Μπουσινιώτου, ως και πολλάς άλλας τα ονόματα των οποίων μας διαφεύγουν. Αλλά και το άσχημον φύλον αρκούντως αντιπροσωπεύθη εις τον χορόν. Δεν έλειψαν δε και αι συνήθεις καραμπόλες εκ μέρους μερικών κυρίων, οι οποίοι καλά θα κάνουν να μάθουν πρώτον να χορεύουν και έπειτα να μας παρουσιάζονται ως χορευταί» [2].
Πραγματικά στην περιγραφή της χοροεσπερίδας εντυπωσιάζει το πλούσιο κολακευτικό λεξιλόγιο του δημοσιογράφου της εφημερίδας και η παρατηρητικότητά του κυρίως στις εμφανίσεις των γυναικών. Το κείμενο είναι ανυπόγραφο, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προέρχεται από τη γραφίδα του διευθυντού της εφημερίδας Θρασύβουλου Μακρή. Διαβάστε με προσοχή τα γραφόμενα. Μπορεί να σας κουράσουν τα πολλά ονόματα, αλλά πολλά είναι γνωστά στους φιλίστορες και αποτελούσαν την αστική τάξη της εποχής. Θα διασκεδάσετε με την ανεξάντλητη ευρηματικότητα του δημοσιογράφου σε γραμματικούς επιθετικούς προσδιορισμούς για το γυναικείο φύλο. Λόγω επαγγέλματος και κοινωνικής προβολής που διέθετε, δεν κουράζεται να αναζητάει ευρηματικές περιγραφές των ενδυμάτων των εκπροσώπων του ωραίου φίλου, οι οποίες ανήκαν σε γνωστές του οικογένειες. Έπειτα ας μην ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη οι γυναίκες ήταν ως επί το πλείστον περιορισμένες στο σπίτι και αναζητούσαν αυτές τις λίγες κοινωνικές εκδηλώσεις για να επιδειχθούν και να ψυχαγωγηθούν.
Η φωτογραφία που συνοδεύει το σημερινό κείμενο απεικονίζει το Μέγαρο του Μεχμέτ Χατζημέτο, στον άνω όροφο του οποίου στεγαζόταν από το 1906 η Λέσχη Ιωάννη Ασλάνη. —————————
[1]. Η ίδρυση του Μουσικού και Γυμναστικού Συλλόγου Λαρίσης έγινε στις 22 Οκτωβρίου 1900. Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίστηκε από ηχηρά ονόματα της λαρισαϊκής κοινωνίας. Πρόεδρος ήταν ο γνωστός γαιοκτήμονας Παναγής Χαροκόπος, αντιπρόεδρος ο δικηγόρος Δημήτριος Γαλανίδης, γενικός γραμματέας ο δικηγόρος Νικόλαος Μανωλάκης, ταμίας ο γαιοκτήμονας Κωνσταντίνος Καρακίτης και σύμβουλοι ο έμπορος Βασίλειος Σηλυβρίδης και ο ιατρός Μιχαήλ Σάπκας.
[2]. Εφ. «Μικρά», Λάρισα, φύλλο της 8ης Φεβρουαρίου 1908.

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η νοσηλευτική περίθαλψη στη Λάρισα

Ιστορική αναδρομή


Το Κουτλιμπάνειον Δημοτικόν Νοσοκομείον Λαρίσης. Φωτογραφία του 1930 περίπουΤο Κουτλιμπάνειον Δημοτικόν Νοσοκομείον Λαρίσης. Φωτογραφία του 1930 περίπου

Εισαγωγή – Αρχαίοι και Βυζαντινοί χρόνοι
Από τη στιγμή που ο νομαδικός βίος του αρχέγονου ανθρώπου οδηγήθηκε σε ομαδική συμβίωση, γεννήθηκε αυτόματα και η ανάγκη αντιμετώπισης μαζικών ή μεμονωμένων προβλημάτων υγείας.

Αρχικά η θεραπεία τους γινόταν με τρόπους εντελώς πρωτόγονους, συνήθως από άτομα με μακροχρόνια λαϊκή εμπειρία. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε επί χιλιετίες, σχεδόν αναλλοίωτη και μόνο κατά τους κλασικούς χρόνους μπορούμε να εντοπίσουμε τα πρώτα οργανωμένα κέντρα θεραπείας. Ήταν τα περίφημα Ασκληπιεία, ιερά όπου λατρεύονταν ο θεός της ιατρικής Ασκληπιός και στα οποία παρείχετο ιατρική φροντίδα. Είναι γνωστό από τη μυθολογία ότι η μητέρα του Ασκληπιού Κορωνίδα ζούσε στο Δώτιο πεδίο, παρά τους πρόποδες της Όσσας και του Μαυροβουνίου, γι’ αυτό και στον Πίνδαρο αναφέρεται ως πατρίδα του Ασκληπιού η Λακέρεια, αρχαία πόλη στις υπώρειες της Όσσας, στην περιοχή της σημερινής Αγυιάς. Δάσκαλός του στην ιατρική τέχνη υπήρξε ο σοφός Κένταυρος Χείρων, ο οποίος ζούσε στις δασωμένες και κατάρρυτες πλαγιές του Πηλίου. Πλούσια λοιπόν η συμμετοχή του θεσσαλικού χώρου στη μυθολογική φάση της ιστορίας της ιατρικής. Τα πρώτα Ασκληπιεία ιδρύθηκαν στη Θεσσαλία και μάλιστα αυτό της Λακέρειας θεωρείται το αρχαιότερο, ενώ της Τρίκκης το επιφανέστερο όλων.
Ο Ιπποκράτης, ο μεγαλύτερος των ιατρών της αρχαιότητας, γεννημένος στην Κω περί το 460 π.Χ., προσέδωσε αίγλη στις θεραπευτικές ιδιότητες των Ασκληπιείων. Είναι γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου εξάσκησε την ιατρική στην περιοχή μας. Κατά τους χρόνους του Ιπποκράτη η πόλη μας διέθετε Ασκληπιείο και μάλιστα στον λόφο της Ακροπόλεως, το σημερινό Φρούριο, κοντά στο ναό του Ελευθερίου Διός, όπως πιστεύουν ορισμένοι αρχαιολόγοι. Για το πότε ιδρύθηκε το Ασκληπιείο αυτό φαίνεται ότι υπάρχει κάποια χρονολογική αφετηρία. Ο Αριστείδης Αραβαντινός στο βιβλίο του «Ασκληπιός και Ασκληπιεία» αναφέρει ότι στο Βρετανικό Μουσείο εντόπισε αργυρό νόμισμα της Λάρισας του 5ου π. Χ. αιώνα, το οποίο παριστάνει τον Ασκληπιό να προσφέρει τροφή στον όφη, το σύμβολό του. Ο Ιπποκράτης στα συγγράμματά του αναφέρει περιγραφές νοσημάτων σε ασθενείς του εδώ στη Λάρισα και τον γειτονικό Κραννώνα. Πέθανε περί το 370 π.Χ. σε μεγάλη ηλικία στην πόλη μας και ενταφιάσθηκε κοντά στον δρόμο προς τη Γυρτώνη. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα, οι χριστιανοί κάτοικοι της Λάρισας έδειχναν στους ξένους περιηγητές με υπερηφάνεια τον τάφο και τη σαρκοφάγο του μεγάλου γιατρού της αρχαιότητας.

 

Τουρκοκρατία
Επί τουρκοκρατίας, οργανωμένες μονάδες υγειονομικής περίθαλψης ήταν μόνο τα λοιμοκαθαρτήρια, τόποι απομόνωσης πασχόντων από λοιμώδεις ασθένειες. Στις ίδιες μονάδες αλλά σε διαφορετικούς χώρους, φιλοξενούνταν για κάποιο χρονικό διάστημα και άτομα που είχαν έλθει σε επαφή ή είχαν ζήσει σε περιοχές όπου ενδημούσε βαριά λοιμική νόσος. Ήταν η γνωστή καραντίνα.
Στη διαθήκη του Τουραχάν μπέη, του Τούρκου κατακτητή της Λάρισας, η οποία συντάχθηκε γύρω στα 1450, ανιχνεύονται νύξεις ότι ο κατακτητής δημιούργησε στην πόλη μας ξενώνα, ο οποίος χρησιμοποιείτο σαν υποτυπώδες νοσηλευτήριο.
Επίσης σε κάποιο δωρητήριο έγγραφο του Ομέρ μπέη, γιου του Τουραχάν μπέη, αναφέρεται ότι ο πρώτος ίδρυσε κελί, στο οποίο και προσέφερε φιλοξενία στους ενδεείς, τους ασθενείς και τους πάσχοντες. Μάλιστα ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης υποστηρίζει ότι το κελί αυτό αποτελεί την πρώτη ένδειξη υποτυπώδους νοσοκομείου στη Λάρισα.
Κατά τον 19ο αιώνα, στην περιοχή του Αλκαζάρ, λειτούργησε τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο. Ο Θρασύβουλος Μακρής, το επιβεβαιώνει σε άρθρο του στην τοπική εφημερίδα «Νέα Ημέρα» της 29ης Σεπτεμβρίου 1935: «Εις τον κήπον τούτον [εννοεί το Αλκαζάρ] ήτο άλλοτε μέγα κτίριον χρησιμεύον ως Νοσοκομείον. Εις τούτο, κατόπιν αυστηράς διαταγής του τότε Τούρκου διοικητού, ενοσηλεύοντο δωρεάν και χριστιανοί, τους οποίους επεσκέπτοντο εναλλάξ καθ’ εκάστην οι νεαροί τότε ιατροί Αναστάσιος Ζαρμάνης, Παναγιώτης Θεοχαρίδης, Α. Αστεριάδης [παππούς] και Κων. Μαρκίδης». Επρόκειτο για ένα ψηλό διώροφο οικοδόμημα, το «Χαστανιέ» όπως το αποκαλούσαν Τούρκοι και Έλληνες της Λάρισας. Το νοσοκομείο αυτό μετά την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων το 1881 εγκαταλείφθηκε και έτσι με το χρόνο το κτίριο ερημώθηκε και τελικά κατεδαφίσθηκε.

 

Μετά το 1881
—Tα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια, μια φιλάνθρωπη και απλοϊκή μορφή που έφθασε στη Λάρισα για να αναλάβει τη θέση του δικαστικού κλητήρα στο Πρωτοδικείο της πόλης, ο Ιωάννης Παπαϊωάννου ή μπαρμπα-Γιάννης όπως τον αποκαλούσαν, έβαλε τις βάσεις για να ξεκινήσει η λειτουργία υποτυπώδους νοσηλευτηρίου στην πόλη. Γράφει γι’ αυτόν στα «Απομνημονεύματά» του ο γιατρός και μετέπειτα δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας: «Ο Παπαϊωάννου εγκατέστησε εις ένα δωμάτιον της εν τη οικία Καθεκλά κατοικίας του, η οποία έκειτο έναντι του τωρινού Ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης τέσσαρας κλίνας με όλα τα χρειώδη και ετοποθέτησεν εις αυτάς βαρέως πάσχοντας απόρους εντοπίους και ιδιαίτατα ξένους, οι οποίοι δεν είχον πού την κεφαλήν κλίναι. Τούτους περιέθαλπτεν ο ίδιος προσωπικώς και οι πρώτοι ιατροί της πόλεως, δωρεάν».
—Η δημιουργία όμως του πρώτου νοσοκομείου στη νεώτερη ιστορία της Λάρισας οφείλεται στις ενέργειες του δημάρχου Διονυσίου Γαλάτη και στη γενναιοδωρία του ευεργέτη Ιωάννη Κουτλιμπανά από το Ζάρκο. Για την ίδρυσή του, αναφέρει σχετικά σε μελέτη του ο ιατρός Αχιλλέας Τζήμας: «Δημαρχούντος του Διονυσίου Γαλάτη ήλθεν εις Λάρισαν εκ Ρουμανίας, ο εκ Ζάρκου Θεσσαλίας καταγόμενος Ιωάννης Κουτλιμπανάς, αγράμματος μεν αλλά αλτρουϊστής, πλουτίσας εις την παραδουνάβιον εκείνην χώραν. Η άφιξίς του εις την πατρίδαν εσχετίζετο με την απόφασιν να διαθέση μέρος της περιουσίας του εις φιλανθρωπικούς σκοπούς». Πράγματι χάρις και στη δωρεάν παραχώρηση οικοπεδικών εκτάσεων ιδιοκτησίας του Χαφούζ εφέντη σε μια προνομιακή θέση της πόλης, κοντά στην δεξιά όχθη του Πηνειού, έγινε η θεμελίωσή του νοσοκομείου «Ρηγας Φεραίος» στα τέλη Φεβρουαρίου του 1889 από τον μητροπολίτη Νεόφυτο. Δυστυχώς όμως λίγα χρόνια μετά τη θεμελίωση του νοσοκομείου, ο ευεργέτης Ιωάννης Κουτλιμπανάς απεβίωσε και έτσι δεν μπόρεσε να δει ολοκληρωμένους τους καρπούς της δωρεάς του. Προς τιμήν του η δημοτική αρχή ονόμασε το ίδρυμα Κουτλιμπάνειον Δημοτικόν Νοσοκομείον Λαρίσης, και το 1895 τοποθέτησε στον προαύλιο χώρο την προτομή του, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Το νοσοκομείο στην αρχική κατασκευή του ήταν μονώροφο, με ανεπτυγμένες 50-60 κλίνες και διέθετε πολλούς άλλους βοηθητικούς χώρους. Το επιστημονικό προσωπικό αποτελείτο ουσιαστικά από έναν μόνιμο γιατρό παθολόγο, ενώ όταν η ανάγκη απαιτούσε την παρουσία και άλλων ειδικοτήτων, προσκαλούνταν ιδιώτες γιατροί από την. Το νοσηλευτικό προσωπικό αποτελούσαν δύο αδελφές νοσοκόμοι, ενώ το διοικητικό και το βοηθητικό προσωπικό απαρτίζονταν συνολικά από 6 άτομα. Tο 1897 κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους, το Νοσοκομείο χρησιμοποιήθηκε από τους κατακτητές, οι οποίοι το βανδάλισαν.
Το 1939 με δαπάνη του κληροδοτήματος του Λαρισαίου εμπόρου Τριανταφύλλου προστέθηκε δεύτερος όροφος στο Νοσοκομείο. Τον Μάρτιο του 1941 καταστράφηκε από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς η βορειοδυτική πτέρυγα. Το κτίριο εγκαταλείφθηκε και ασθενείς και προσωπικό μεταφέρθηκαν για την υπόλοιπη κατοχική περίοδο στην ιδιωτική κλινική του Νικολάου Ράπτη, που βρισκόταν στην οδό Παπακυριαζή.
Το 1954, επί δημαρχίας Σωτηρίου Ζιαζιά αποφασίσθηκε η κρατικοποίηση του Νοσοκομείου, το οποίο μετονομάσθηκε από Δημοτικό σε Κουτλιμπάνειο και Τριανταφύλλειο Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης, γνωστό σήμερα και ως Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας.
—Το 1911 απεβίωσε ο δωρητής της οικοπεδικής έκτασης του Νοσοκομείου Χαφούζ εφέντης και με διαθήκη άφησε ολόκληρη την περιουσία του για την ανέγερση Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων και Φθισιατρείου. Το κτίριο αναγέρθηκε εκτός πόλεως στην περιοχή κοντά στο αισθητικό άλσος και το 1934, με την εκλογή νέας δημοτικής αρχής, σταμάτησε η λειτουργία του. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το οίκημα στέγασε την «Παιδόπολη Λαρίσης Απόστολος Παύλος», ενώ σήμερα εκεί βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της Θεραπευτικής Κοινότητας «Έξοδος».
—Από το 1936 η Λάρισα διαθέτει μεγάλο στρατιωτικό Νοσοκομείο που υπάρχει μέχρι σήμερα. Ονομάσθηκε «Β΄ Στρατιωτικόν Νοσοκομείον» και την περίοδο εκείνη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στρατιωτικά νοσοκομεία του βαλκανικού χώρου. Από το 1940 και μετά το στρατιωτικό νοσοκομείο της Λάρισας ακολουθεί από κοντά τις τύχες της πόλης μας. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα επιτάχθηκε από τα στρατεύματα κατοχής. Το 1945 το νοσοκομείο περιήλθε και πάλι στην υγειονομική υπηρεσία του στρατού και επαναλειτούργησε με την επωνυμία «404 Γενικόν Στρατιωτικόν Νοσοκομείον Λαρίσης».
—Το πρώτο ιδιωτικό νοσηλευτήριο στη Λάρισα υπήρξε η Πολυκλινική Νικολάου Ράπτη η οποία άρχισε τη λειτουργία του το 1932 στην οδό Παπακυριαζή 21. Είχε ευρύχωρους θαλάμους νοσηλείας για ασθενείς κάθε ειδικότητας και μικροβιολογικό εργαστήριο.
—Με την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και την υπαγωγή των επιστημών υγείας στην πόλη μας, δημιουργήθηκε το νέο και σύγχρονο Περιφερειακό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας, το οποίο σήμερα καλύπτει όχι μόνον τις νοσηλευτικές ανάγκες του νομού, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας.

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

 IXNHΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Τρόποι ψυχαγωγίας στην παλιά Λάρισα


Η περιοχή του Θεσσαλικού Σιδηροδρομικού Σταθμού.  Στη στρόγγυλη πλατεία εμπρός από το κτίριο του Σταθμού  βρισκόταν το εξοχικό κέντρο «Θεσσαλικόν». Επιστολικό δελτάριο  του Νικολάου Κουρτίδη. Περίπου 1935. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Η περιοχή του Θεσσαλικού Σιδηροδρομικού Σταθμού. Στη στρόγγυλη πλατεία εμπρός από το κτίριο του Σταθμού βρισκόταν το εξοχικό κέντρο «Θεσσαλικόν». Επιστολικό δελτάριο του Νικολάου Κουρτίδη. Περίπου 1935. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Φαίνεται περίεργο, αλλά είναι γνωστό ότι από πολύ νωρίς οι παλιοί Λαρισαίοι είχαν βρει τρόπους ψυχαγωγίας για να ποικίλουν ευχάριστα τις λίγες ελεύθερες ώρες τους. Δεν υπήρχε ημερήσιο οκτάωρο εργασίας. Τα καταστήματα άνοιγαν τις πόρτες τους το πρωί και έκλειναν αργά το βράδυ, χωρίς κανέναν έλεγχο. Δεν υπήρχαν τόσες πολλές αργίες, παρά μόνον οι μεγάλες εορτές. Πριν το 1910 και αυτή ακόμα η Κυριακή ήταν εργάσιμη και στο Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας δίνονταν μάχες μεταξύ των Συμβούλων για την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής. Παρ’ όλα αυτά, καταστηματάρχες και εργαζόμενοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευθούν τις λίγες αργίες για να δώσουν χαρά στον εαυτό τους, να συναντηθούν με φίλους και γνωστούς, να συζητήσουν και να μιλήσουν για τα καθημερινά προσωπικά τους προβλήματα, απαλλαγμένοι από τους επαγγελματικούς προβληματισμούς.


Τον χειμώνα στα καφενεία που βρίσκονταν διάσπαρτα γύρω από τις πλατείες της Λάρισας, μεταξύ καφέ και «υποβρυχίου», παλιότερα και ναργιλέ, εξομολογούνταν τους καημούς και τα βάσανά τους. Στην Κεντρική πλατεία το καφενείο του Μαλάκη κάτω από το ξενοδοχείο «Το Στέμμα», στη συνέχεια του Μπόκοτα κάτω από τη Λέσχη Ασλάνη και δίπλα του το «Εμπορικόν», τα οποία βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της, ήταν ανοικτά και τις νύχτες ή άνοιγαν πολύ νωρίς το πρωί. Σ’ αυτά σύχναζαν οι αμαξάδες που είχαν παρατεταγμένα στη σημερινή Κύπρου τα μόνιππα (τα ταξί της εποχής), οι περαστικοί από τη Λάρισα που τα μέσα μεταφοράς και ιδίως το τρένο τους έφερνε στην πόλη νυκτερινές ώρες και οι επαγγελματίες που έπρεπε να πάνε πολύ νωρίς στη δουλειά τους (αρτοποιοί, μανάβηδες και άλλοι). Περνούσαν για να πιουν τον πρώτο καφέ της ημέρας. Στην ανατολική πλευρά ήταν το καφενείο «Νέος Κόσμος» του Καρανίκα αρχικά και μετά του Δ. Αντωνιάδη, όπου συναντούσες τις ελεύθερες ώρες συνταξιούχους και μικροαστούς. Εδώ οι τακτικοί θαμώνες πήγαιναν νωρίς, καθώς γινόταν πόλεμος μεταξύ τους ποιος πρώτος θα διαβάσει την εφημερίδα, που ήταν προσαρμοσμένη σε ένα μεγάλο και όμορφο ειδικό ξύλινο πλαίσιο για να μπορεί να διατηρείται εύκολα ανοικτή ολόκληρη η σελίδα της. Στη γωνία με την Κούμα ήταν αρχικά «Τα Τέμπη» του Λάζαρου Αντωνιάδη και μετά ο γνωστός «Παράδεισος», που στις δημοτικές εκλογές φιλοξενούσε το εκλογικό γραφείο κάποιου συνδυασμού και συγκέντρωνε μεγάλο πλήθος ιδίως απογευματινές και βραδινές ώρες. Στη νότια πλευρά στο ισόγειο του μεγάρου Κατσαούνη ήταν το «Ντορέ» του Δημητρίου Πάλτσου και πιο κάτω στο ισόγειο του τριώροφου μεγάρου του Μποσινιώτη το καφενείο «Πανελλήνιον» του Μήτσου Βρεττόπουλου [1], το οποίο συναγωνιζόταν τον «Παράδεισο». Αυτά τα καφενεία ήταν τόπος συνάντησης της καλής κοινωνίας της Λάρισας (πολλοί δικηγόροι, ιατροί, έμποροι και άλλοι συγκεντρώνονταν και ανέλυαν συνήθως την πολιτική κατάσταση). Στη δυτική πλευρά, στο ισόγειο του κτιρίου του Νικολάου Καρανίκα βρισκόταν το καφενείο «Βασιλικόν» των αδελφών Ρεμπάπη, στο οποίο περιέργως σύχναζαν αντιβασιλικοί. Όλα αυτά τα καφενεία τα έχουμε ήδη αναφέρει όταν περιγράψαμε τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν.
Εξίσου πολλά ήταν και τα θερινά κέντρα τα οποία βρίσκονταν στις παρυφές της Λάρισας, γι’ αυτό και ονομάζονταν «εξοχικά». Την ημέρα ήταν συνήθως καφενεία, ενώ τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια συγκέντρωναν αρκετό κόσμο που ήθελε να νοιώσει λίγη δροσιά. Ήταν το Αλκαζάρ, η Κιβωτός, ο Κήπος του Κατσαούνη στα Ταμπάκικα, το Λούνα Παρκ, το Φάληρο για τα οποία μιλήσαμε σε άλλα σημειώματά μας. Σήμερα θα αναφερθούμε στα θερινά εξοχικά κέντρα του μεσοπολέμου, τα οποία βρίσκονταν στην περιοχή των δύο Σιδηροδρομικών Σταθμών, του Θεσσαλικού και του Διεθνούς ή Λαρισαϊκού.
Ένα παλιό εξοχικό κέντρο το οποίο σήμερα έχει ξεχασθεί από τη λήθη του χρόνου και λίγοι το γνωρίζουν ήταν το «Κουκλάκι», ένα θερινό κέντρο με παράξενο όνομα. Ιδιοκτήτης ήταν ο Αλέκος Φρυτζαλάς και βρισκόταν κοντά στον σταθμό του Θεσσαλικού σιδηροδρόμου, δίπλα από τα ψυγεία των Χολέβα-Μαρκατά. Άρχισε να λειτουργεί το 1924, σε μια περίοδο κατά την οποία η πόλη αντιμετώπιζε τις επιπτώσεις της μικρασιατικής καταστροφής, με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την παρουσία στη Λάρισα μεγάλου αριθμού προσφύγων. Ήταν κέντρο λαϊκό και γνώρισε μεγάλες δόξες. Το προτιμούσαν ως τόπο συνάντησης οι στρατιώτες, ίσως γιατί ήταν απομονωμένο από το κέντρο της πόλης, καθώς την εποχή εκείνη δεν επιτρέπονταν να κυκλοφορούν χωρίς την στρατιωτική στολή κατά τις εξόδους τους και ούτε να κάθονται σε καταστήματα αναψυχής όπου σύχναζαν οι αξιωματικοί. Γι’ αυτό και προτιμούσαν απόμερα στέκια. Το «Κουκλάκι» ήταν κατάστημα καθαρό, με καλή εξυπηρέτηση και μαζί με τον καφέ πρόσφερε «υποβρύχια», λουκούμια, γλυκά του κουταλιού, καθώς επίσης και τσίπουρο με εξαιρετικούς μεζέδες. Διέθετε μια περιποιημένη αυλή με πολλά λουλούδια και δένδρα και το κυριότερο είχε διαρρυθμίσει μέσα στην αυλή του τα περίφημα «σεπαραδάκια», τα οποία ήταν ιδιωτικά διαμερίσματα χωρισμένα με αναρριχόμενα φυτά, ώστε να μπορούν να καταφεύγουν παράνομα ζευγάρια χωρίς να γίνονται εύκολα αντιληπτά. Τα ήθη της εποχής εκείνης δεν επέτρεπαν τις φανερές συναντήσεις των ερωτευμένων. Επιπλέον το κέντρο διέθετε μουσική από γραμμόφωνο, μεγάλη τεχνική κατάκτηση της εποχής. Όμως παρά την καλή περιποίηση, τα εκλεκτά εδέσματα και το καλό όνομα που είχε αποκτήσει, το «Κουκλάκι» σταμάτησε τη λειτουργία του το 1931.
Ένα άλλο θερινό εξοχικό κέντρο στην ίδια περιοχή ήταν το «Θεσσαλικόν». Αυτό είχε αναπτυχθεί σε μια κατάφυτη κυκλική πλατεία την οποία αντίκριζε κανείς, καθώς έβγαινε από το κτίριο του θεσσαλικού σιδηροδρόμου. Η πλατεία αυτή ήταν κατάφυτη από δένδρα μικρά και μεγάλα και από λουλούδια, το έδαφός της βρισκόταν ελαφρώς υπερυψωμένο από τους γύρω προσπελάσιμους προς τον σταθμό δρόμους και καλυπτόταν από φυσικό πράσινο χλοοτάπητα. Πάνω του υπήρχαν διάσπαρτα τραπεζοκαθίσματα. Άρχισε τη λειτουργία την ίδια χρονιά με το «Κουκλάκι» (1924), διέθετε πίστα χορού και πολλές φορές ζωντανή ορχήστρα διασκέδαζε τους θαμώνες. Εκτός από τα συνήθη τοπικά αναψυκτικά (γκαζόζες του Χαμαϊδή ή του Δικόπουλου) διέθετε και κουζίνα. Συγκέντρωνε πολύ και εκλεκτό κόσμο και η λειτουργία του διήρκεσε επί μία δεκαετία. Το 1934 έκλεισε, και ένας ακόμη χώρος ψυχαγωγίας στην πόλη σταμάτησε.
Επί της σημερινής οδού Παλαιολόγου και ακριβώς απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό των ΣΕΚ (ΟΣΕ σήμερα) βρισκόταν το εξοχικό κέντρο «Παυσίλυπο». Είχε σχήμα πολυγωνικό, εν είδει ροτόντας, και αρχικά υπήρξε επιχείρηση του Αλέκου Ξυραδάκη [2]. Η έναρξή του τοποθετείται πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πελάτες του έφθαναν μετά τα μεσάνυχτα, διέθετε ορχήστρα με λαϊκά όργανα, καλλίπυγες αρτίστες και μπορούμε να πούμε ότι ήταν ο πρόδρομος των σημερινών «σκυλάδικων». Περί το 1928 κατεδαφίσθηκε η ροτόντα και κατασκευάσθηκε νέο οίκημα, αυτό περίπου που υπάρχει μέχρι σήμερα. Νέος υπήρξε και ο επιχειρηματίας, ένας ονόματι Αρμένος, ο οποίος το δούλεψε ως καφενείο και μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες μετακαλούσε και ορχήστρα [3].
Στην ίδια περιοχή λειτούργησαν πολλά καφενεία, λόγω της έντονης επιβατικής κίνησης που είχε ο Λαρισαϊκός σιδηρόδρομος. Το κέντρο διασκέδασης «Όασις» λειτούργησε στην περιοχή των ΣΕΚ μεταπολεμικά και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Αλλά γι’ αυτό το κέντρο που είχε την πρωτοτυπία να προσκαλεί ορχήστρες και τραγουδιστές κύρους, όπως και το «Αλκαζάρ» του Βρεττόπουλου, θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείωμά μας.

 

[1]. Ο Μήτσος Βρεττόπουλος θεωρείται ο μετρ των καταστηματαρχών ψυχαγωγίας και εστίασης της παλιάς Λάρισας. Ξεκίνησε από το «Κυβέλεια» απέναντι από το σημερινό ξενοδοχείο «Διβάνη Παλλάς», συνέχισε στο «Πανελλήνιον» στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας, μετά στην «Αίγλη» στη δυτική πλευρά της πλατείας Ταχυδρομείου και μεταπολεμικά στο ανακαινισμένο περίφημο «Αλκαζάρ».
[2]. Γιος του Αλέκου Ξυραδάκη ήταν ο Ιωάννης Ξυραδάκης, από τους καλύτερους κουρείς στη Λάρισα. Είναι ο πρώτος που άνοιξε κομμωτήριο. Αρχικά στεγάσθηκε στην οδό Ερμού. Μετά το 1920 μετακόμισε στην οδό Κούμα, δίπλα από τη Λαρισαϊκή Λέσχη και μεταπολεμικά κάτω από το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» στην Κεντρική πλατεία.
[3]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Λησμονημένα κέντρα του παλιού καιρού, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 27ης Αυγούστου 1979


Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Σύντομη ιστορική θεώρηση

Η ΛΑΡΙΣΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ


Λάρισα. Υδατογραφία του F. Arundale. Περίπου 1830. Αντίγραφο από το αρχείο του Αχιλλέα Καλτσά.Λάρισα. Υδατογραφία του F. Arundale. Περίπου 1830. Αντίγραφο από το αρχείο του Αχιλλέα Καλτσά.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου nikapap@hotmail.com

Η κατάκτηση του θεσσαλικού χώρου από τους Οθωμανούς άρχισε από το 1393. Όμως, ακολούθησε για ένα διάστημα κάποια αδύναμη κυριαρχία των βυζαντινών και οριστικά ολοκληρώθηκε το 1423.

Ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’ διόρισε τον κατακτητή στρατηγό Τουρχάν μπέη ως διοικητή της Θεσσαλίας και από τότε συνεχίσθηκε η κατοχή του θεσσαλικού χώρου από τους Τούρκους μέχρι το 1881. Δηλαδή η κατοχή κράτησε 488 ολόκληρα χρόνια αν λάβουμε υπόψη την πρώτη χρονολογία (1393-1881) ή 458 χρόνια αν πάρουμε τη δεύτερη και οριστική (1423-1881). Κατά τη διάρκεια των σκληρών αυτών χρόνων της σκλαβιάς οι περισσότεροι χριστιανοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τις μεγάλες πόλεις. Η Λάρισα θεωρήθηκε από τους κατακτητές σημαντικό οικονομικό και συγκοινωνιακό κέντρο, γι’ αυτό και φρόντισαν να αναπληρώσουν το έμψυχο υλικό της πόλης με πολυάριθμο μουσουλμανικό πληθυσμό [1]. Έτσι ο εποικισμός αυτός άλλαξε τη φυσιογνωμία της Λάρισας και υπήρξαν στιγμές που η επικράτηση του μουσουλμανικού στοιχείου έφθανε και στο 90%. Οι κατακτητές άλλαξαν μέχρι και το όνομά της σε Yenisehir, δηλαδή Νέα Πόλη, ονομασία όμως που δεν επικράτησε παρά μόνο στους τομείς της διοίκησης. Όλοι οι περιηγητές των χρόνων της Τουρκοκρατίας την αναφέρουν με το πανάρχαιο όνομά της.
Το 1669 ο Αγγλος Edward Brown (1642-1708) επισκέφθηκε τη Λάρισα κατά το διάστημα της εδώ παρουσίας του σουλτάνου Μωάμεθ του Δ’. Ο σουλτάνος συνοδευόταν από την οικογένειά του και μια πολυπληθή ακολουθία. Είχε εγκαταλείψει προσωρινά την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια του τουρκοβενετικού πολέμου στην Κρήτη, επειδή ήθελε να βρίσκεται μαζί με το επιτελείο του πιο κοντά στο μέτωπο της πολεμικής σύρραξης. Η παρουσία, όμως, του Σουλτάνου και όσων από καθήκον ή από ανάγκη τον ακολούθησαν, μετέτρεψε τη Λάρισα ξαφνικά σε προσωρινή πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Την περίοδο εκείνη ο πληθυσμός της υπερέβαινε τους 200.000 κατοίκους, κυρίως λόγω της παρουσίας μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων. Η πόλη εμφάνιζε τεράστια κίνηση και είχε αποκτήσει κοσμοπολίτικη όψη. Οι Πρεσβείες όλων των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης αναγκάσθηκαν κι αυτές να ακολουθήσουν τον σουλτάνο στην προσωρινή μετακόμιση, με αποτέλεσμα να μετατραπεί η Λάρισα για δύο με τρία χρόνια σε σπουδαίο πολιτικό και διπλωματικό κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Φθάνοντας ο Brown τον Σεπτέμβριο του 1669 στη Λάρισα βρήκε την εμπορική κίνησή της ζωηρή, τα καταστήματα μικρά μεν, αλλά κατάμεστα από εμπορεύματα και από πελάτες, γι’ αυτό και την κατατάσσει σαν μία από τις μεγαλύτερες πολιτείες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας του 17ου αιώνα [2].
Τον 18ο αι. η αυξημένη παρουσία μουσουλμανικού στοιχείου στη Λάρισα, διάφορες φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πλημμύρες) και θανατηφόρες επιδημίες, αραίωσαν τον χριστιανικό πληθυσμό. Σαν αποκορύφωμα όλων αυτών ήλθαν και οι συνέπειες του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) στον ελληνικό χώρο, με τα Ορλωφικά. Την ίδια περίοδο (1770) η κεντρική διοίκηση των Οθωμανών στη Θεσσαλία επανήλθε και πάλι από τα Τρίκαλα στη Λάρισα [3], αναγνωρίζοντας η σουλτανική αυλή τη σπουδαιότητά της.
Κατά τον 19ο αιώνα η πόλη μας εμφάνιζε όλα τα στοιχεία μιας μεγάλης τουρκόπολης. Η έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821 την ανέδειξε σε σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο των Τούρκων και βάση εξόρμησης εναντίον των επαναστατημένων Ελλήνων. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, οι Τούρκοι αύξησαν την πιεστική δράση του κατακτητή και δεν ήθελαν με τίποτε να βλέπουν τους ραγιάδες να σηκώνουν κεφάλι. Οι μεταρρυθμίσεις (Tanzimat) του 1839 και του 1856, τις οποίες οι Οθωμανοί υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν έπειτα από πίεση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, πρόσφεραν αισθήματα ανεξιθρησκίας στον χριστιανικό πληθυσμό και κάποιον βαθμό ελευθερίας και δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα οι χριστιανοί των ορεινών περιοχών του θεσσαλικού χώρου να αναθαρρήσουν και σταδιακά να την εποικίσουν. Επέτρεψαν στους χριστιανούς της Λάρισας να ανοικοδομήσουν νέους και μεγάλους ναούς (Σαράντα Μάρτυρες, Άγ. Νικόλαος, Άγ. Αθανάσιος, Παναγία), τους δόθηκε η ελευθερία να λειτουργήσουν σχολεία, να αναπτύξουν το εμπόριο και τη βιοτεχνία και να ιδρύσουν επαγγελματικές συντεχνίες, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται η Λάρισα η «…πολυπληθεστέρα, πλουσιωτέρα και εμπορικωτέρα…» [4] πόλη της Θεσσαλίας.
Εν τω μεταξύ, τα συχνά επαναστατικά κινήματα της Θεσσαλίας, ιδίως του 1854 και του 1878, προδιέθεταν αργά ή γρήγορα την παραχώρησή της στην Ελλάδα. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν βαθμιαία στην εγκατάσταση προξενικών αρχών των μεγάλων δυνάμεων στη Λάρισα και τον Βόλο, προκάλεσαν δε και το ενδιαφέρον σε διάφορους επιχειρηματίες και πλούσιους Έλληνες της διασποράς, αλλά και της Ελλάδος. Καθώς προέβλεπαν τη σταδιακή αποχώρηση των Τούρκων μεγαλοϊδιοκτητών γης, θα ήταν υποχρεωμένοι να πουλήσουν τις γαιοκτησίες τους σε χαμηλές τιμές. Από το γεγονός αυτό επωφελήθηκαν στην περιοχή μας ο Παναγής Χαροκόπος, ο Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης από την Κωνσταντινούπολη και πολλοί άλλοι.
Τελικά οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης αποδέχθηκαν στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878) την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα, εξαιρώντας όμως την επαρχία της Ελασσόνας. Η Ελληνική κυβέρνηση, εφαρμόζοντας τις αποφάσεις της συνθήκης αυτής, έστειλε τα στρατεύματά της και απελευθέρωσε τη Θεσσαλία. Στη Λάρισα τα στρατεύματα έφθασαν στις 31 Αυγούστου του 1881. Έπειτα από μακροχρόνια τουρκική κατοχή και υποδούλωση πολλών γενεών Ελλήνων, η πόλη συσσωματώθηκε με το ελληνικό βασίλειο με καθυστέρηση εξήντα περίπου ετών από το 1821.


[1]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α’ (Λάρισα) 1996, σελ. 52-53.
[2]. Brown Edward, Η Λάρισα του 1669, μετ. Gino Polese, Θ. Ημ., τόμ. 23, Λάρισα (1993) σ. 178.
[3]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σ. 13.
[4]. Γεωργιάδης Νικόλαος, Θεσσαλία, Εν Αθήναις (1880) σελ. 245.