Σάββατο 11 Ιουλίου 2015


Ιχνηλατώντας την Παλιά Λάρισα

Το υπαίθριο Αρχαιολογικό Μουσείο του Φρουρίου


Το υπαίθριο Αρχαιολογικό Μουσείο στο Φρούριο.Αριστερά υπάρχει το υπόστεγο με τις επιγραφές, πίσω από την ξύλινη περίφραξη
διακρίνονται οι στρατιωτικές αποθήκες που βρίσκονταν στην περιοχή του σημερινού Ηρώου,στο βάθος αριστερά εξέχει το τριώροφο αρχοντικό του Ιωάννη Βελλίδη και δεξιότερα τα δύο κωδωνοστάσια και ο τρούλος του ναού του Αγίου Αχιλλίου




Έγινε γνωστό ότι το προσεχές φθινόπωρο έχει προγραμματισθεί να γίνουν τα εγκαίνια του νέου
Διαχρονικού Μουσείου της Λάρισας. Στις αίθουσές του θα περιλαμβάνονται, όπως αναφέρει και ο τίτλος του, ευρήματα από όλες τις προϊστορικές και ιστορικές περιόδους της περιοχής μας. Έτσι ολοκληρώνεται, ύστερα από μια πορεία 134 χρόνων, η επιθυμία η οποία εκδηλώθηκε από τα πρώτα ακόμη χρόνια ελεύθερου βίου της Θεσσαλίας να περισυλλεγούν και να εκτεθούν σε κάποιο επίσημο χώρο όλες οι αρχαιότητες οι οποίες ήταν διάσπαρτες και απροστάτευτες κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.
Πρόσφατα δύο καλοί φίλοι έθεσαν στη διάθεσή μου δύο σημαντικά ευρήματα. Ο Κώστας Θεοδωρόπουλος το Ενοικιαστήριο υπ’ αριθμ. 39.591 του 1909 ενός υπαίθριου χώρου στην περιοχή της κλειστής τουρκικής αγοράς (μπεζεστένι), ο οποίος προοριζόταν για τη συγκέντρωση των διάσπαρτων ανά την πόλη και την γύρω περιοχή αρχαιοτήτων και ο Αχιλλέας Καλτσάς φωτογραφίες του 1917 με απόψεις του χώρου με τα αρχαιολογικά μνημεία.
Με την ευκαιρία των δύο αυτών γεγονότων θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε, έχοντας στη
διάθεσή μας και απεικονιστικές απόψεις, πώς ήταν  και τι περιείχε την περίοδο 1909 με 1917το υπαίθριο αρχαιολογικό μουσείο που αναπτύχθηκε πρόχειρα στην περιοχή του Φρουρίου.Για την ιστορική διαδρομή του Αρχαιολογικού Μουσείου της Λάρισας από τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1881, μέχρι τη δημιουργία του σημερινού Διαχρονικού Μουσείου σας παραπέμπουμε στη σπουδαία εργασία της αρχαιολόγου Στέλλας Κατακούτα[1].
Σύμφωνα με το κείμενο του Ενοικιαστηρίου που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Αγαθάγγελος Ιωαννίδης[2],στις 20 Οκτωβρίου 1909, εμφανίσθηκαν στο γραφείο του[3] παρουσία των μαρτύρων Αναργύρου Ζαβιτζάνου, και Αθανασίου Μπουσινιώτη[4], ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος, έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας με έδρα τον Βόλο και ο Ζήσης Δημητρίου[5]
καφεπώλης. Συμφωνήθηκε ότι ο πρώτος «…ενοικίασε και παρέδωκε προς τον δεύτερον το επί της Ακροπόλεως Φρουρίου προορισμένον δια Αρχαιολογικόν Μουσείον δια τρία ολόκληρα συνεχή έτη[6]»από την 1η Οκτωβρίου 1909, με τίμημα για όλη την τριετία 1.350 δραχμές. Το τίμημα αυτό θα κατέβαλε ο ενοικιαστής Ζήσης Δημητρίου τμηματικά στον έφορο Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου του Δημοσίου και της Αρχαιολογικής Εταιρείας και μαζί με αυτό θα έπρεπε να τηρήσει και τους εξής όρους:
--Σε περίπτωση που θα αποφασισθεί ανέγερση Μουσείου να διακοπεί η μίσθωση χωρίς επιπτώσεις,--Ο ενοικιαστής του χώρου Ζήσης Δημητρίου υποχρεώνεται να κατασκευάσει τοίχο σε όλο το οικόπεδο με πέτρες και πλίνθους που μπορεί να πάρει από τον ερειπωμένο τουρκικό στρατώνα που υπήρχε μέσα στον περίβολο του οικοπέδου,--Ο ίδιος υποχρεώνεται να βάλει σε σειρά τις διάσπαρτες μέσα στο οικόπεδο αρχαιότητες, να τις προστατεύει από κλοπή και φθορές και να καλλωπίσει τον χώρο αυτόν «δεόντως».
--Επιπλέον πρέπει να εξοφλήσει και το υπόλοιπο του προηγούμενου ενοικιαστή του χώρου του Φρουρίου Νικολάου Αναγνωστοπούλου.Από τη μελέτη του Ενοικιαστηρίου του 1909 αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο οικοπεδικός χώρος του Φρουρίου[7]γύρω από την κλειστή τουρκική αγορά νοικιάσθηκε από τον καφεπώλη Ζήση Δημητρίου.Φαίνεται ότι ο χώρος αυτός ήταν δημόσιος και νοικιαζόταν σε διάφορους επιχειρηματίες για να αναπτύξουν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες (καφενεία, ψυχαγωγικά κέντρα, κλπ.). Στη δυτική πλευρά του χώρου αυτού διατέθηκε ένα μέρος όπου τοποθετήθηκε η υπαίθρια Αρχαιολογική Συλλογή της Λάρισας. Είχε μεταφερθεί από την αυλή του Διδασκαλείου[8] με τη φροντίδα του αρχαιολόγου Αποστόλου Αρβανιτοπούλου, ο οποίος είχε διορισθεί το 1906 από την «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία»
Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Έτσι ο ενοικιαστής του Φρουρίου εκτός από την επαγγελματική του απασχόληση που είχε αναπτύξει στον υπόλοιπο χώρο, ήταν υποχρεωμένος, σύμφωνα με τους όρους του Ενοικιαστηρίου, να περιορίσει με τοίχο τον χώρο των εκθεμάτων του Μουσείου, να προσέχει και να φροντίζει τις αρχαιότητες, δηλαδή να εκτελεί κατά κάποιον τρόπο και χρέη φύλακα και συντηρητή του χώρου και των αρχαιοτήτων. Αργότερα κατασκευά-
σθηκαν υπόστεγα στη νότια πλευρά του, στα οποία στεγάσθηκαν κυρίως οι επιγραφές και τα πιο πολύτιμα εκθέματα, ενώ συγχρόνως διορίσθηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία μόνιμος φύλακας.Εν τω μεταξύ όλες οι επιδιώξεις των τοπικών αρχόντων και της αρχαιολογικής υπηρεσίας για την ανέγερση Μουσείου στη Λάρισα δεν κατόρθωσαν να ευδοκιμήσουν και η παρουσία των αρχαιοτήτων στο υπαίθριο Μουσείο του Φρουρίου διατηρήθηκε μέχρι την περίοδο της κατοχής.
Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι του έτους 1917 και προέρχεται από τα αρχεία του
Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού. Αυτή και μερικές άλλες ακόμη, μας επιτρέπουν να αποκτήσουμε μια καθαρή εικόνα για το πώς είχε αναπτυχθεί το υπαίθριο αρχαιολογικό Μουσείο στο λόφο, μας δείχνει την ακριβή θέση του σε σχέση με το μπεζεστένι, τα πρόχειρα υπόστεγα, την άναρχη τοποθέτηση των εκθεμάτων, την παντελή έλλειψη φροντίδας και καλλωπισμού του περιβάλλοντος χώρου και την πρόχειρη περίφραξη. Ήταν ακόμη η περίοδος που η πόλη μας έψαχνε να βρει τον βηματισμό της μέσα σε μια περίοδο πολέμων, διχασμών και αναζήτησης της
αυτογνωσίας της.
----------------------------------------------------------------
[1]. Κατακούτα Στέλλα, Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρισας. Η ιστορία της δημιουργίας του, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τεύχ. 55 (2009) σελ. 37-64.Ευχαριστίες στον διευθυντή του Θεσσαλικού Ημερολογίου Κώστα Σπανόγια την βοήθειά του.
[2]. Ο Αγαθάγγελος Ιωαννίδης ήταν από τους πρώτους συμβολαιογράφους της ελεύθερης Λάρισας και εργάσθηκε από το 1882 μέχρι το 1927. Το αρχείο του υπάρχει στα Γ. Α. Κ. νομού Λάρισας, απ’ όπου και αντλήθηκε αντίγραφο του αναφερόμενου Ενοικιαστήριου από τον Κώστα Θεοδωρόπουλο.
[3]. Το γραφείο του βρισκόταν στην οδό Κούμα σε κατάστημα ιδιοκτησίας των κληρονόμων Α. Αποστολίδη. Ο Αθανάσιος Αποστολίδης ήταν από τους πρώτους φωτογράφους της Λάρισας μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881.
[4]. Ο Ανάργυρος Ζαβιτζάνος θεωρείται από τους πρώτους δικηγόρους οι οποίοι μετατέθηκαν στην ελεύθερη Λάρισα. Ήταν διορισμένος στο Ναύπλιο και έφθασε στην πόλη μας μέσα στο 1882. Την πληροφορία αυτή μου την έκανε γνωστή ο επίτιμος δικηγόρος Αριστείδης Παπαχατζόπουλος, ο οποίος ερευνά σε βάθος την ιστορία του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης. Ο Αθανάσιος Μπουσινιώτης ήταν μεγαλοκτηματίας και με τον αδελφό του Δημήτριο έκτισαν το 1908 το τριώροφο κτίριο «Πανελλήνιον»στην κεντρική πλατεία. Βλέπε: Κώντσα Κωνσταντίνα,
Καφεζαχαροπλαστείον «Πανελλήνιον». Ένας αθέατος μικρόκοσμος της νεότερης ιστορίας της Λάρισας,Πρακτικά 7ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Η Λάρισα από την απελευθέρωση της (1881) μέχρι το 1940, Λάρισα (2013)σελ. 235-255.
[5]. Ο Ζήσης Δημητρίου ήταν γνωστός επαγγελματίας στη Λάρισα, γιατί διατηρούσε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου κατά τους θερινούς μήνες μέσα στο χώρο του Φρουρίου, βορειοδυτικά από το μπεζεστένι, καφενείο, ψυχαγωγικό κέντρο και αργότερα κινηματογράφο και θέατρο σκιών για αρκετά χρόνια.
[6]. Εννοεί ολόκληρο τον χώρο του «άνω Φρουρίου» όπως τον αναφέρει, που περιλαμβάνει το μπεζεστένι και τους γύρω χώρους του, σε ένα σημείο του οποίου θα στεγαζόταν η αρχαιολογική συλλογή.
[7]. Την περίοδο εκείνη Φρούριο θεωρούσαν οι κάτοικοι της Λάρισας το μπαζωμένο μπεζεστένι, του οποίου δεν γνώριζαν την πραγματική του προέλευση (ανοικτή τουρκική αγορά) και το θεωρούσαν ως κατάλοιπο βυζαντινού οχυρού. Βλέπε: Κατακούτα Στέλλα, ό. π. σελ. 38.
[8]. Στον αύλειο χώρο του Διδασκαλείου, που βρισκόταν εκεί που σήμερα στεγάζεται το Δικαστικό Μέγαρο, είχαν αρχίσει να στοιβάζονται αμέσως μετά την απελευθέρωση του 1881, με τη φροντίδα των δασκάλων και των μορφωμένων ανθρώπων της εποχής, οι διάσπαρτες αρχαιότητες και τα ευρήματα των ανασκαφών.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com
τηλ. 2410 -287450

ελευθερία λάρισας
ΕΛΛΗΝΩΝ μύθοι
Από τον Κων/νο Οικονόμου*

Οι Υάδες [Νύμφες]

ΓΕΝΙΚΑ - ΚΑΤΑΓΩΓΗ: Οι Υάδες στην Μυθολογία ήταν οι αδελφές Νύμ- φες της βροχής. Η ονομασία τους προέρχεται από το αρχαίο ρήμα υώ= βρέχω. Οι Υάδες ήταν κόρες του Τιτάνα Άτλαντα και της Πλειόνης, σύμ- φωνα με τον Υγίνο [Fabulae], ή της Αίθρας κατα τον Οβίδιο [Ημερολόγιο]. Άλλοι μυθολογικοί συγγραφείς θεωρούν τις Νύμφες αυτές κόρες του Ύαντα και της Βοιωτίας. Στην επικρατέστερη εκδοχή πάντως, ο Ύας ήταν αδελφός τους. Οι Υάδες μαζί με τις 7 Πλειάδες αποτελούν τις 14 Ατλαν- τίδες, αλλιώς γνωστές ως Δωδωνίδες καθώς ήταν νύφες προερχόμενες από τη Δωδώνη, που σ’ αυτές δόθηκε [κατά μία εκδοχή] ο θεός Διόνυσος ως βρέφος για να τον μεγαλώσουν, κατόπιν επιθυμίας του Δία. Στην τε- λευταία αυτή υπηρεσία τους προς τον Διόνυσο οφείλουν και την ονομασία τους Νυσιάδες, σύμφωνα με τον Νόννο. 
ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΣΤΑ ΑΣΤΡΑ: Μετά τον θάνατο του αδελφού τους, Ύαντα, σε ένα κυνήγι του από ένα λιοντάρι, οι Υάδες άρχισαν ένα ατέλειωτο γοερό κλάμα από τη λύπη τους. Έτσι αιτιολογούσαν οι αρχαίοι και το «κλάμα» των βροχών. Τότε οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε αστέρια. Άλλη εκδοχή θεωρεί ότι έγιναν αστέρια από τον Δία σε ανταμοιβή για το έργο τους να αναθρέψουν έναν Θεό. Συγκεκριμένα, όταν ο Λυκούργος1 απείλησε την ασφάλεια του Διονύσου, οι Υάδες, με την εξαίρεση της Αμβροσίας, κα- τέφυγαν με το βρέφος-θεό και τη βοήθεια της Θέτιδας, στην Θήβα, όπου τον εμπιστεύτηκαν στην Ινώ. Τότε ο Δίας τους έδειξε την ευγνωμοσύνη του για το γεγονός ότι έσωσαν το γιο του, τοποθετώντας τις μεταξύ των αστέρων. Στην Αστρονομία γνωρίζουμε το ανοικτό σμήνος αστέρων με την ονομασία Υάδες που βρίσκεται στον αστερισμό του Ταύρου. Μάλιστα, κατά μία εκδοχή, ο αδελφός τους τοποθετήθηκε κι αυτός στον ουρανό με τη μορφή του αστε- ρισμού του Υδροχόου. Άλλη μια συνάφεια των Υάδων με τις βροχές είναι και η εμφάνιση του σμήνους των [αστέρων Υάδων] πριν την αυγή στις αρχές του φθινοπώρου [η «εώα επιτολή» τους, κατά τους αρχαίους], που προμήνυε κάθε χρόνο το τέλος του ξερού καλοκαιριού και τις πρώτες βροχές για τις μεσογειακές χώρες. 
ΟΙ ΕΠΤΑ ΥΑΔΕΣ: Τα ονόματα των Υάδων ποικίλλουν στους διάφορους μυθογράφους. Η επικρατέστερη εκδοχή θέλει τα ονόματά τους να είναι τα εξής: Φάολα, Αμβροσία, Ευδώρα, Κορωνίς και Πολυξώ. Σε αυτές προ στίθενται συνήθως η Θυώνη και η Προδίκη, θεωρούμενες ετεροθαλείς αδελφές των προηγουμένων, γιατί ήταν κόρες του Ύαντα ή του Άτλαντα από την Αίθρα. Κατά τον Ησίοδο, οι Υάδες ήταν πέντε: η Φαισύλη, η Κο ρωνίς, η Κλεεία [ή Κλειώ], η Φαιώ και η Ευδώρα. Για το Θαλή το Μιλήσιο οι Υάδες ήταν μόνο δύο, ενώ για τον Ευριπίδη τρεις. Ο Διόδωρος αναφέρει και τα ονόματα Φιλία, Κορωνίδα και Κλεις. Ο Φερεκύδης αναφέρει μόνο έξι απ' αυτές και τις καλεί Δωδωναίες Νύμφες και τροφούς του Διονύσου.
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ: «Άλλά όταν οι Πλειάδες και οι Υάδες κι ο ισχυρός Ωρίων εμφανιστούν, να ρυθμίσετε τις δουλειές σας γιατί έφτασε η εποχή του ορ- γώματος.» [Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, στ. 609-610]. «Κάποιοι λένε ότι οι Υάδες λέγονται έτσι επειδή φέρνουν τη βροχή, όταν αυξάνονται, γιατί η βροχή είναι «υείν» στα ελληνικά.» [Υγίνος, Fabulae 192, 2ος μ.Χ. αι.]. «Όταν καλούν σε συσκότιση το λυκόφως, οι Υάδες, τότε αποκαλύπτεται το πρό- σωπο του Ταύρου, που λάμπει με επτά ακτίνες της φωτιάς. Είναι αυτό που οι Έλληνες ναυτικοί αποκαλούν Υάδες από τη λέξη τους βροχή [υετός]». [Κικέρων, De Natura Deorum]. « Η μάγισσα Μήδεια μιλά για τη δύναμή της πάνω από τους ουρανούς(!) και λέει: στην εντολή της φωνής μου ο Φοίβος [ήλιος] έχει σταματήσει στο μέσο του ουρανού και οι Υάδες μετακόμισαν από τα μαγικά μου ξόρκια.» [Seneca, Μήδεια 767 κ.ε.].
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ησίοδος, Αποσπάσματα Αστρονομία. Ησίοδος, Έργα και Ημέρες. Υγίνος, Fabulae 192. Υγίνος, Astronomica 2.21. Οβίδιος, Fasti [5]. Κικέρων, De Natura Deorum. Seneca, Μήδεια. Βαλέριος Flaccus, Η Αργοναυτική Εκστρατεία. Στάτιο, Θηβαΐδα. Servius, Σχόλια για ττην Αι- νειάδα του Vergil 748. Ευστάθιος, σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα 1155.
 konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon 
1. Ο Λυκούργος, βασιλιάς των Ηδωνών, ενός λαού που κατοικούσε κοντά στο Στρυμόνα, είναι ο πρώτος που τόλμησε να διώξει το Διόνυσο από τη χώρα του.
 * Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου είναι δασκάλος, συγγραφέας

ελευθερία λάρισας

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Ιχνηλατώντας την Παλιά Λάρισα

 Ο ναός της Παναγίας στα Ταμπάκικα Ιστορική διαδρομή(Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγίας) στη συνοικία των Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα) μέσα σε μια χιονισμένη ατμόσφαιρα, φωτογραφημένος λίγο πιο πάνω από την περιοχή του εξοχικού κέντρου «Κιβωτός)



Με την ευκαιρία της εντόπισης μιας φωτογραφίας η οποία παριστάνει τον πρώτο ναό της
Ζωοδόχου Πηγής στη σημερινή συνοικία Αμπελοκήπων[1], θα αναφερθούμε στο σημερινό μας
σημείωμα στην ιστορική διαδρομή του ναού αυτού, ο οποίος συμπληρώνει περίπου 140 χρόνια
ζωής. Τοπογραφικά βρίσκεται περίπου στο κέντρο της συνοικίας, σε ένα ευρύχωρο οικόπεδο και η αρχή του ανιχνεύεται στα 1876.
Σύμφωνα με την παράδοση που είναι διάχυτη από πολλά χρόνια όχι μόνο στη συνοικία αλλά
και σε ολόκληρη την πόλη, το 1876 ο ιδιοκτήτης του χώρου όπου σήμερα υπάρχει ο ναός της Παναγίας θέλησε να κτίσει έναν ταμπαχανέ, δηλ.βυρσοδεψείο. Είναι γνωστό εξ άλλου ότι η περιοχή αυτή διέθετε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και άλλα βυρσοδεψεία, γι’ αυτό και πήρε την ονομασία Ταμπάκικα. Κατά την εκσκαφή για την κατασκευή των θεμελίων του ταμπαχανέ, οι εργάτες κάποια στιγμή έφθασαν σε σημείο όπου το έδαφος ήταν υγρό και όσο η εκσκαφή προχωρούσε άρχισε να αναβλύζει νερό, μέσα από το οποίο φανερώθηκε ξαφνικά ένα εικόνισμα της Παναγίας[2]. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε και τη μαρτυρία του μοναχού Ζωσιμά Εσφιγμενίτη από τον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου, ο οποίος το 1891 αναφέρει σε δημοσίευμά του στο περιοδικό του Βόλου «Προμηθεύς»,του οποίου ήταν ο ίδιος εκδότης, ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της ανεύρεσης της εικόνας, γιατί φρόντισε να βρεθεί στη Λάρισα όταν άκουσε τις διαδόσεις οι οποίες κυκλοφορούσαν για την ύπαρξή της. Σε κάποιο σημείο μάλιστα αναφέρει ότι: «τη 16η Μαρτίου [1876] διεδόθη ότι η ποθουμένη εικών της Θεοτόκου ανεκαλύφθη παραδόξως πως» και πιο κάτω τονίζει με έμφαση ότι «Ο τοποτηρητής του Μητροπολίτου Λαρίσης[3] άγιος Γαρδικίων κύριος Ιερόθεος έφυγεν επίτηδες εις Τύρναβον και διέταξε τον κλήρον ίνα μηδείς υπάγη εις τας ανασκαφάς ταύτας…»[4].
Στο σημείο όπου ανευρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, η οποία παριστάνονταν ως Ζωοδόχος Πη-
γή, οι πιστοί της συνοικίας έκτισαν το 1877 ένα ταπεινό εκκλησάκι το οποίο, όπως αναφέρει ο
Θεόδωρος Παλιούγκας που μελέτησε τον κώδικα του ναού του Αγίου Αχιλλίου (1810-1881), αναφέρεται ως «Παρεκκλήσιον Φανερωμένης» ή ως «Παρεκκλήσιον Ταμβάκικα». Έπειτα από τρία χρόνια (1880), στη θέση του παρεκκλησίου άρχισε η ανοικοδόμηση του γνωστού προπολεμικού ναού της Ζωοδόχου Πηγής. Μάλιστα ο μητροπολίτης Λαρίσης Νεόφυτος Πετρίδης απηύθυνε στο ποίμνιο της μητροπόλεως παραινετική επιστολή, με την οποία τους προέτρεπε να συμβάλλουν οικονομικά στην ταχύτερη αποπεράτωση του ναού[5]. Όλοι οι πιστοί και κυρίως οι κάτοικοι της συνοικίας ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμα για την ανέγερση όχι μόνον οικονομικά, αλλά και με την προσφορά εθελοντικής εργασίας. Αρωγοί στην προ-
σπάθεια αυτή ήλθαν και οι συντεχνίες των βυρσοδεψών, των σαμαράδων, των τσαρουχάδων
και σανδαλοποιών που είχαν τα εργαστήριά τους στη συνοικία. Εν τω μεταξύ ήλθε η στιγμή της απελευθέρωσης της Λάρισας από τους Τούρκους και επειδή αργούσε η ολοκλήρωση του ναού λόγω οικονομικών δυσχερειών, έγινε περιφορά της εικόνας και σε όμορες επισκοπές της μητροπόλεως Λαρίσης (Δημητριάδος, Πλαταμώνος, Γαρδικίου).
Η τελική μορφή του ναού του 1880 αποτυπώνεται στη σπάνια φωτογραφία των αρχών του
20ού αιώνα[6] που δημοσιεύεται στο σημερινό κείμενο. Όπως γίνεται φανερό, επρόκειτο για μια
κομψή τρίκλιτη βασιλική με δίκλινη στέγη και η ιδιαιτερότητα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης επι-
κεντρωνόταν στη μορφή της δυτικής πρόσοψης του ναού. Στο κατώτερο τμήμα υπήρχαν τρία
τοξωτά ανοίγματα, τα οποία οδηγούσαν στο εσωτερικό προς τα αντίστοιχα κλίτη, ενώ στο
ανώτερο τμήμα της, πάνω από την αετωματική απόληξη της δυτικής πλευράς, υψωνόταν το κω-
δωνοστάσιο σε μια ασυνήθιστη θέση, η οποία ήταν αποτέλεσμα μιας ευφυούς σύλληψης του
αρχιτέκτονα. Σε υπόγειο χώρο στη βορειοδυτική γωνία του ναού και στο σημείο όπου ανευρέθηκε η εικόνα, υπήρχε αγίασμα το οποίο διατηρείται και σήμερα.
Ο αρχικός ναός του 1880 διατηρήθηκε ακέραιος μέχρι τον μεγάλο σεισμό του 1941. Τότε κατέρ-
ρευσε το κομψό κωδωνοστάσιο και επηρεάσθηκε σημαντικά η ακεραιότητα της τοιχοποιίας. Οι ζημιές στην τοιχοποιία επισκευάσθηκαν σύντομα,ενώ περί το 1950 κατασκευάσθηκε νότια του ναού νέο ψηλό τετραώροφο κωδωνοστάσιο. Ακολούθησαν διάφορες προσθήκες και κατασκευές στα πλάγια του ναού σε τέτοιο σημείο, ώστε εσωτερικά έδινε την εντύπωση πεντάκλιτης βασιλικής.
Όλες αυτές οι διορθωτικές παρεμβολές στη χωρητικότητα του ναού κράτησαν μέχρι το 1992. Τη
χρονιά αυτή ο λαβωμένος από τον σεισμό ναός κατεδαφίσθηκε και στη θέση του ανοικοδομήθηκε ο σημερινός τεράστιος και περίλαμπρος ναός.
[1]. Για τους περισσότερους Λαρισαίους η εκκλησία αυτή είναι γνωστή σαν Παναγία, τη δε συ-
νοικία αρκετοί εξακολουθούν να την αναφέρουν με την παλιά τουρκική ονομασία Ταμπάκικα.
[2]. Ο παλιός εφημέριος του ναού της Ζωοδόχου Πηγής π. Σκόρδας Ηλίας στο βιβλίο του «Η
Ζωοδόχος Πηγή», Λάρισα (2001) σελ. 18-20, καταθέτει τη μαρτυρία της υπέργηρης κόρης του
πρώτου νεωκόρου του ναού, η οποία αναφέρει ότι κατά την περίοδο εκείνη (1875-76), εμφανίσθηκε σε κάποια μοναχή ονόματι Θεοφανία «κατ’όναρ» η Θεοτόκος, η οποία της υπέδειξε ότι στον πυθμένα γειτονικού πηγαδιού βρισκόταν επί χρόνια θαμμένη η εικόνα της. Έπειτα από πολλές προσπάθειες έγινε πιστευτή η διήγηση της μοναχής και τελικά με εντατικές εργασίες κατορθώθηκε να ανευρεθεί η εικόνα. Το γεγονός θεωρήθηκε ως θαύμα και οι πιστοί της συνοικίας έκτισαν ακριβώς στη θέση αυτή ένα μικρό εικονοστάσι αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή.
[3]. Μητροπολίτης Λαρίσης ήταν τότε ο Νεόφυτος, ο οποίος μόλις είχε μετατεθεί στη Λάρισα
(7 Αυγούστου 1875) από την μητρόπολη Σερρών.Φαίνεται ότι μέχρι τον Μάρτιο του 1876 που αναφέρει ο μοναχός Ζωσιμάς ότι βρέθηκε η εικόνα, ο Νεόφυτος δεν είχε ενθρονισθεί, γι’ αυτό και ήταν τοποτηρητής ο επίσκοπος Γαρδικίου Ιερόθεος.
[4]. μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης, Περί του νομού Λαρίσης, περ. «Προμηθεύς», έτος Γ΄, τεύχ.
ΛΕ΄, Βόλος (1891) σελ. 280-281. Το δημοσίευμα αυτό του Ζωσιμά, που εκτός από αυτόπτης μάρτυρας ήταν και μοναχός, δηλαδή άνθρωπος της εκκλησίας, αφήνει πολλά υπονοούμενα, τα οποία όμως δεν επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια από τα γεγονότα.
[5]. Την επιστολή αυτή μας διέσωσε ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης στο βιβλίο του, Η Λάρισα. Από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881),Βόλος (1926) σελ. 261. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, την επιστολή αυτή την εντόπισε στους συμβολαιογράφους της Λάρισας Παναγιώτη Σκαμβούγερα και Αγαθάγγελο Ιωαννίδη. Για τούς τελευταίους πρέπει να προσθέσουμε ότι ήταν από τους πρώτους συμβολαιογράφους της ελεύθερης Λάρισας και ότι ο μεν Σκαμβούγερας ήταν πεθερός του δι-
κηγόρου και επί σειρά ετών προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Τάκη Ιατρού, ο δε Ιωαννίδης ήταν παππούς του αλευροβιομήχανου Άγγελου Παππά.
[6]. Μία ανάλογη αποτύπωση της βορειοδυτικής πλευράς του ναού της Ζωοδόχου Πηγής έχου-
με και σε ένα χαρακτικό του 1940 που ζωγράφισε ο Αγήνορας Αστεριάδης και το οποίο δημοσιεύεται στο βιβλίο του: Λάρισα. Τέσσερες ακουαρέλλες και τριάντα τρία σχέδια. Πρόλογος Κίτσου Μακρή,Αθήνα (1978) σχέδιο αρ. 6.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com
ελευθερία λάρισας