Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο Πηνειός κατά την Τουρκοκρατία ως τόπος μαρτυρίου των Χριστιανών


Το Πράσινο τέμενος (τζαμί του Χασάν μπέη) και η μεγάλη λίθινη γέφυρα της Λάρισας επί του Πηνειού.  Από το βιβλίο του Clive Bigham «With the Turkish Army in Thessaly». 1897. Το Πράσινο τέμενος (τζαμί του Χασάν μπέη) και η μεγάλη λίθινη γέφυρα της Λάρισας επί του Πηνειού. Από το βιβλίο του Clive Bigham «With the Turkish Army in Thessaly». 1897.

Ο Πηνειός ποταμός συντροφεύει γεωλογικά τη Λάρισα εδώ και χιλιάδες χρόνια και η ιστορία της πόλης μας έχει ταυτισθεί διαχρονικά με την ύπαρξή του.

Αν προσέξει κάποιος τη διαδρομή του ποταμού, καθώς διασχίζει την πόλη, θα διαπιστώσει ότι στην πορεία του δημιουργείται μια μεγάλη καμπύλη γύρω από τη σημερινή περιοχή της συνοικίας Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα), η οποία φαίνεται σαν να αγκαλιάζει το κομμάτι αυτό της Λάρισας. Ο Πηνειός όλα αυτά τα χρόνια ήταν για τη Λάρισα ευλογία, αλλά και συμφορά. Ευλογία γιατί τα νερά του λίπαιναν τα εδάφη και τα καθιστούσαν εύφορα και συμφορά γιατί οι συχνές πλημμύρες κατέστρεφαν την πόλη, ιδίως τις παραπήνειες περιοχές, προκαλούσαν πολλά θύματα και προξενούσαν ανυπολόγιστες ζημιές στις καλλιέργειες.
Κατά τη διάρκεια των 458 χρόνων της Τουρκοκρατίας ο Πηνειός είχε για τους υπόδουλους και έναν άλλο οδυνηρό προορισμό, την εκτέλεση των χριστιανών όταν για οποιαδήποτε αιτία καταδικάζονταν από τα οθωμανικά δικαστήρια. Οι καταδίκες σε θάνατο ήταν οι συνηθέστερες ποινές ακόμη και για απλά πταίσματα και τις περισσότερες φορές αυτό γινόταν για καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς. Συνήθως δημευόταν η περιουσία του καταδικασμένου και περιερχόταν απ’ ευθείας στην ιδιοκτησία του πασά της Λάρισας. Όπως ήταν φυσικό, η διαδικασία αυτή απέφερε στον Τούρκο προύχοντα αμύθητα πλούτη.
Τη θανατική ποινή εκτελούσαν με διάφορους και πολλές φορές ευφάνταστους τρόπους. Ο στραγγαλισμός, ο αποκεφαλισμός με τσεκούρι ή γιαταγάνι και ο απαγχονισμός ήταν ακαριαίοι και κατά κάποιο τρόπο «ευεργετικοί» θάνατοι. Η παράδοση αναφέρει ότι περίπου στη σημερινή γωνία των σημερινών οδών Βενιζέλου και Ηφαίστου υπήρχε κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας ένας μεγάλος πλάτανος, από τα κλαδιά του οποίου κρεμούσαν πολλούς χριστιανούς κατάδικους. Η εκτέλεση αυτή γινόταν δημόσια προς παραδειγματισμό. Υπήρχαν όμως και μαρτυρικοί τρόποι εκτέλεσης, η αναφορά των οποίων προξενεί ακόμα και σήμερα δέος και αποτροπιασμό. Στη Λάρισα εφαρμοζόταν η ποινή του πνιγμού στο ποτάμι, αλλά με ιδιαίτερα βάρβαρο τρόπο και ενώπιον του μουσουλμανικού κοινού. Ειδικοί τελάληδες περιέτρεχαν στις συνοικίες της πόλης και προειδοποιούσαν τους κατοίκους, οι οποίοι κατέκλυζαν τη γέφυρα και τις όχθες του Πηνειού για να απολαύσουν την καταδίκη, αφού η θανάτωση ενός «άπιστου» με τρόπο μαρτυρικό αποτελούσε για τους κατακτητές ένα συγκλονιστικό θέαμα. Ο μελλοθάνατος μεταφερόταν στο κέντρο της γέφυρας και αφού του αφαιρούσαν τα ρούχα και του έδεναν χέρια και πόδια, τον στρίμωχναν σε ένα τσουβάλι. Έδεναν σφιχτά το στόμιο και δύο χειροδύναμοι δήμιοι τον σήκωναν ψηλά και από το ύψος της γέφυρας τον πετούσαν, υπό τις ιαχές του πλήθους, μέσα στο νερό. Ο εγκλωβισμένος κατάδικος δεν είχε καμία πιθανότητα επιβίωσης και ο πνιγμός του ήταν μαρτυρικός. Δεν απέμενε πλέον παρά μόνον η αναζήτηση του πτώματος από τους συγγενείς την επομένη του πνιγμού, για να κηδευθεί και να ενταφιασθεί σύμφωνα με το χριστιανικό τελετουργικό.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός περιγράφει έναν άλλον περίεργο τρόπο πνιγμού στα νερά του Πηνειού που λέγεται ότι εφάρμοσε ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Δ’ όταν βρισκόταν στη Λάρισα το 1668-1669. Ο τρόπος αυτός έδινε όμως κάποια μικρή δυνατότητα στον μελλοθάνατο να επιβιώσει. Αντιγράφουμε από τον Περραιβό: «Όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να κυριεύσουν την Κρήτη που κατεχόταν από τους Ενετούς, ο τότε Σουλτάνος μετέφερε την έδρα του από την Κωνσταντινούπολη στη Λάρισα. Οι Ενετοί και μαζί με αυτούς και οι Κρήτες αντιστάθηκαν για κάμποσο διάστημα, αλλά τελικά υπέκυψαν γιατί η υπεροχή των Τούρκων ήταν συντριπτική. Οι κατακτητές δεν συγχώρεσαν τους Κρήτες που συντάχθηκαν με τους Ενετούς και όσους δεν χάλασαν (δηλ. σκότωσαν) επί τόπου, τους μετέφεραν στην ηπειρωτική Ελλάδα για να τους έχουν σκλάβους τους. Τους καπεταναίους τους έφεραν στη Λάρισα για να τους τιμωρήσει ο Σουλτάνος. Για να έχει τη χαρά της εκδικήσεως σοφίσθηκε τον εξής τρόπο θανατώσεως. Έβαλε και έκοψαν μεγάλα καβάκια [1] με κορμούς ευθύτατους και κυλινδρικούς. Τους κορμούς αυτούς τους έδεσαν κορυφή με κορυφή και έτσι σχημάτιζαν ένα μακρότατο μονόξυλο, που έπιανε από τη μια ίσαμε την άλλη όχθη του Πηνειού. Το στερέωσαν με πασσάλους και μια ορισμένη ημέρα κάλεσε τους ομοθρήσκους του να απολαύσουν το συναρπαστικό θέαμα. Ο ίδιος με τους αυλικούς και τους αξιωματούχους του πήρε θέση σε μια εξέδρα πάνω στη γέφυρα. Έπειτα κουβαλήθηκαν οι Κρήτες καπεταναίοι και παρατάχθηκαν στη δεξιά όχθη. Την ίδια ώρα οι ντελάληδες (κήρυκες) βροντοφωνούσαν:
—Όποιοι από τους Γκιαούρηδες μπορέσετε να περάσετε πάνω από τη μονόξυλη γέφυρα και φθάσετε στην απέναντι όχθη, ο πολυχρονεμένος μας Πατισάχ σας χαρίζει τη ζωή και είστε ελεύθεροι να πάτε όπου θέλετε.
Ο πρώτος δεν έκανε παρά λίγα βήματα. Δεν μπόρεσε να ισορροπήσει και έπεσε. Ο Σαλαμπριάς [2] τον έφαγε. Την ίδια τύχη είχαν και οι άλλοι που ακολούθησαν. Ένας όμως απ’ αυτούς τα κατάφερε να ισορροπήσει και έφθασε στην άλλη όχθη, οπότε άκουσε την κραυγή «Φύγε σκύλε». Και αυτός έφυγε τρέχοντας. Πήρε τα βουνά και έφθασε στο Λιβάδι Ελασσόνος. Εκεί βρήκε στοργή και αγάπη από τους κατοίκους και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Λεγόταν Συνεφάκης» [3].
Ωραίες παραδοσιακές ιστορίες, που μπορεί μεν να μην είναι εντελώς αληθινές, όμως στην αφήγησή τους κρύβουν βαθιά τους καημούς και τα πάθη των χριστιανών της τουρκοκρατίας.


[1]. Είναι οι γνωστές λεύκες, δένδρα με ψηλό και ίσιο κορμό, τα οποία αναπτύσσονται σε υγρά μέρη, κυρίως στις όχθες των ποταμών.
[2]. Σαλαμπριάς είναι η μεσαιωνική ονομασία του Πηνειού, γνωστή ακόμη και σήμερα στους παλαιότερους.
[3]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Ιστορίες σχετικές με τον Πηνειό, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 2ας Φεβρουαρίου 1981.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η Λάρισα κατά την απελευθέρωση του 1881


Η Λάρισα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης από τους Τούρκους.  Στο βάθος η γέφυρα και ο λόφος της Ακρόπολης  και δεξιά το τζαμί του Χασάν μπέη. Φωτογραφία του Δημ. Μιχαηλίδη  σε επιχρωματισμένο επιστολικό δελτάριο του Στεφ. Στουρνάρα.Η Λάρισα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης από τους Τούρκους. Στο βάθος η γέφυρα και ο λόφος της Ακρόπολης και δεξιά το τζαμί του Χασάν μπέη. Φωτογραφία του Δημ. Μιχαηλίδη σε επιχρωματισμένο επιστολικό δελτάριο του Στεφ. Στουρνάρα.

Η 31η Αυγούστου 1881, ημέρα ορόσημο για την ιστορική πορεία της Λάρισας, έφερε στην πόλη, μαζί με τον απελευθερωτικό στρατό του Ελληνικού Βασιλείου, τους δημοσιογράφους, απεσταλμένους εφημερίδων από την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και πολλά ανώτερα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, λογοτέχνες, επιστήμονες και αρκετούς επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν φθάσει στη Θεσσαλία με την προσδοκία μεγαλύτερων οικονομικών αποδόσεων, σε μια περιοχή σχεδόν παρθένα στους τομείς τους.

Από την περίοδο εκείνη έχουμε πολλές αναφορές, στις οποίες εκτός από τα ιστορικά γεγονότα, περιγράφεται και η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Θεσσαλία μόλις την εγκατέλειψαν οι Τούρκοι. Ο πληθυσμός, η γεωργία, το φλέγον αγροτικό ζήτημα, τα επαγγέλματα, η εκπαίδευση, οι κοινωνικές συνθήκες, ο πολιτικός προσανατολισμός των κατοίκων και τόσα άλλα, έτυχαν λεπτομερέστατης καταγραφής σε εφημερίδες τοπικές και της Αθήνας, σε βιβλία και σε διάφορες ιστορικές πραγματείες.
Μεταξύ των άλλων υπάρχουν και τα αυθεντικά κείμενα τριών ανταποκρίσεων, άγνωστα στο ευρύ κοινό και στους ιστορικούς ερευνητές. Τα κείμενα αυτά είχαν ως αποδέκτη την εφημερίδα των Αθηνών «Αιών», της οποίας εκδότης ήταν ο γνωστός δημοσιογράφος Φιλήμων[1]. Συντάκτης των ανταποκρίσεων ήταν ο Ιωάννης Μαζαράκης, Γενικός Αρχίατρος του ελληνικού στρατεύματος[2], ο οποίος συνόδευε τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο, τον επικεφαλής του ελληνικού απελευθερωτικού στρατού, κατά την πορεία του στη Θεσσαλία. Οι ανταποκρίσεις αυτές χαρακτηρίζονται ιδιαίτερες, γιατί δεν προέρχονται από επαγγελματία δημοσιογράφο, αλλά είναι οι προσωπικές εντυπώσεις από τη Λάρισα ενός αξιωματικού του υγειονομικού. Όμως διαπνέονται από ειλικρινή θεώρηση της πολιτικής κατάστασης της περιόδου εκείνης, τόσο της ελληνικής όσον και της διεθνούς, από γνώση προσώπων και πραγμάτων και από διορατική παρατηρητικότητα, η οποία αιφνιδιάζει, αν αναλογισθεί κανείς την ειδικότητα του συγγραφέα μέσα στο στράτευμα. Παρά την ιατρική του ιδιότητα, τα συμπεράσματα και οι εκτιμήσεις του από τη νέα επαρχία του ελληνικού κράτους είναι ιστορικά ακριβείς, πολιτικά εύστοχες, χωρίς να θωπεύει πρόσωπα ή καταστάσεις και χωρίς να καταφεύγει σε ενθουσιασμούς ή υπερβολές.
Η πρώτη ανταπόκριση, η οποία είναι γραμμένη στις 20 Σεπτεμβρίου 1881, δηλαδή είκοσι ημέρες μετά την απελευθέρωση, ξεκινάει με μια σύντομη μεν, αλλά περιεκτική αναφορά της ιστορικής διαδρομής της Θεσσαλίας από τους μυθολογικούς χρόνους μέχρι και την τουρκοκρατία. Σπουδαία σύνταξη, πληθωρικό λεξιλόγιο και βαθύτατη γνώση της ιστορίας αναδύονται από την ανάγνωσή του. Θα πρέπει να τονισθεί εδώ ότι η διαίρεση των ανταποκρίσεων σε κεφάλαια δεν είναι η πρωτότυπη, αλλά έγινε από τον συντάκτη της παρούσας μελέτης. Η κατάτμηση αυτή ενός πολυσέλιδου κειμένου προκρίθηκε για την ευκολότερη παρακολούθηση των εννοιών του συγγραφέα. Μετά την ιστορική αναδρομή, ακολουθεί σύντομη ανάλυση της πληθυσμιακής κατανομής της Θεσσαλίας κατά την εποχή της ενσωμάτωσης. Και η πρώτη ανταπόκριση τελειώνει με μια λεπτομερή και άκρως κατανοητή ανάλυση του αγροτικού ζητήματος, το οποίο είχε αναδυθεί μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Σε κάποιο σημείο της διερωτάται ο Ιωάννης Μαζαράκης, ποια θα είναι η θέση της πολιτείας εάν οι αγρότες κατέλθουν σε απεργία ή παραμείνουν στις αγροικίες τους και δεν τις εγκαταλείψουν, όπως θέλουν τα νέα αφεντικά τους ή θελήσουν να κρατήσουν για τον εαυτό τους ένα μέρος της παραγωγής; Θα είναι εύκολο για την κυβέρνηση να αφαιρεί τους καρπούς από τους γεωργούς και να τους αποδίδει στους νέους δεσπότες τους;
Στη δεύτερη ανταπόκριση της 25ης Σεπτεμβρίου 1881 ο Μαζαράκης περιγράφει την πρωτόγονη κατάσταση την οποία συνάντησε σε όλους σχεδόν τους επαγγελματικούς χώρους την περίοδο εκείνη, απόρροια της μακροχρόνιας υποτέλειας του χριστιανικού πληθυσμού στους Οθωμανούς. Η έλλειψη αρχιτεκτόνων αντανακλάται στην απλή δόμηση των οικημάτων από εμπειρικούς μαστόρους. Οι γεωργοί βρίσκονται ακόμα στην εποχή του Ησιόδειου ηνίου και η γεωργική εκβιομηχάνιση φαίνεται να είναι πολύ μακρινή υπόθεση. Οι ράπτες και οι υποδηματοποιοί ασχολούνται περισσότερο με την επιδιόρθωση και λιγότερο με την κατασκευή σύγχρονων προϊόντων τους. Το εμπόριο βρίσκεται σε νηπιακή κατάσταση και εκτελείται κυρίως από το λιμάνι του Βόλου. Οι επιστήμονες ιατροί είναι παραδόξως πολλοί και οι περισσότεροι με συμπληρωματικές σπουδές στην Ευρώπη. Μαζί με αυτούς εργάζονται ελεύθερα και πολλοί πρακτικοί γιατροί, οι κομπογιαννίτες, καθώς και πρακτικές θεραπεύτριες που χρησιμοποιούν ως φάρμακα την πλούσια σε θεραπευτικά βότανα χλωρίδα της θεσσαλικής γης. Οι εντόπιοι δικηγόροι είναι ελάχιστοι και ανεπαρκείς, γι‘ αυτό και καταφθάνουν σωρηδόν από την νότια Ελλάδα. Βιομηχανία δεν υπάρχει. Στο κεφάλαιο της εκπαίδευσης ο Μαζαράκης είναι πολύ αυστηρός και αιχμηρός με τους αρχιερείς και τους προύχοντες. Για τη γλώσσα αναφέρει ότι οι Θεσσαλοί, παρά την αμάθεια και την έλλειψη σχολείων «κάλλιστα λαλούσι την ελληνικήν γλώσσαν … άμικτον βαρβαρισμού και ξένων λέξεων. Και εν τοις χωρίοις η αυτή καθαρότης της γλώσσης και η αυτή εύστοχος και καθαρά του λέγειν ευπρέπεια». Η επίδραση της τουρκικής υπήρξε ελαχίστη. Όσο για το στρατιωτικό φρόνημα, ο συγγραφέας των ανταποκρίσεων, παρατάσσοντας αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία, προσπαθεί με επιτυχία να καταρρίψει την επικρατούσα σε μερικούς αντίληψη ότι οι Θεσσαλοί είναι απόλεμοι και δειλοί.
Η τρίτη ανταπόκριση της 14ης Οκτωβρίου 1881 αρχίζει με υποδείξεις προς τους ιθύνοντες οι οποίοι καθοδηγούν τις τύχες του ελληνισμού, για την ευνομία, την ευδαιμονία και την προαγωγή της προσαρτηθείσας στο ελληνικό βασίλειο νέας περιοχής. Εν συνεχεία παραθέτει αλυτρωτικές παραινέσεις, για την προσάρτηση και των περιοχών της λοιπής Ηπείρου και της Μακεδονίας, υπό το σκήπτρο του βασιλέα των Ελλήνων Γεωργίου. Στην ανταπόκριση αυτή ο Μαζαράκης δεν κρύβει την αγάπη και τον σεβασμό που τρέφει προς τον βασιλικό θεσμό και δεν φείδεται ύμνων, επαίνων και μερικές φορές και υπερβολών για το πρόσωπο του Γεωργίου. Το κείμενο της ανταπόκρισης αυτής παραλείπεται, επειδή δεν περιέχει αναφορές για τη Λάρισα και την περιοχή της.
Η γλώσσα της καταγραφής των ανταποκρίσεων είναι η καθαρεύουσα της εποχής και σε μερικά σημεία, ιδίως στο κεφάλαιο της ιστορίας, αγγίζει την αρχαία. Προτιμήθηκε η αντιγραφή αυτούσιας της γλώσσας του Μαζαράκη γιατί θεωρείται ότι είναι ελκυστική και επιπλέον να ικανοποιηθούν οι φιλόλογοι και οι φιλολογούντες.
Ακολουθούν τα κείμενα των δύο πρώτων ανταποκρίσεων:
Α’  Εκ Θεσσαλίας. Λάρισσα, 20 Σεπτεμβρίου 1881 (Ιδιαιτέρα αλληλογραφία του «Αιώνος»).
Ιστορικά
«Ουδεμία άλλη Ελληνική χώρα προσήκει σεβασμός εκ πάσης της Ελληνικής φυλής ή της Θεσσαλίας. Διότι ενταύθα επί των υψικαρήνων του Ολύμπου δειρών ώκει τα πλείστα ο υψιβρεμέτης Ζεύς, αυτόσε δε ανανεύοντος αυτού, έτρεμον μεν εκ φόβου και δείματος οι λοιποί των θεών και θεαινών, εδονείτο δε συνταρασσομένη η φύσις... Εν Θεσσαλία ο μέγας εκείνος των Τιτάνων και Γιγάντων και Όσσαν και Πήλιον και Πίνδον επί άλληλα επιτιθεμένων κατά του Ολύμπου, εγένετο δαιμόνιος αγών. Ενταύθα λίθους ρίπτουσα όπισθεν, ανθρώπους παρήγεν η Πύρρα, κατά τον του Δευκαλίωνος κατακλυσμόν. Ενταύθα ο Έλλην και οι υιοί αυτού εγένοντο, εξ ού και η κατόπιν όλης της χώρας προσωνυμία, μετά των τριών κυριωτέρων της ελληνικής φυλής υποδιαιρέσεων. Ενταύθα παρά τω βασιλεί Αδμήτω, της Αλκίστεως “ερατεινή πόσει”, εδούλευσεν αυτός ο Απόλλων και εξενίσθη κατόπιν ο Ηρακλής, αναλαβών και μεταγάγη εξ Άδου την θανούσα Άλκηστιν , αποτίνων σέβας εις τε τον ξενίσαντα και εις την αρετήν της θανούσης. Αυτόθεν εξώρμησεν η Αργοναυτική των Ελλήνων επί την Κολχίδα εκστρατεία υπό τον Ιάσωνα, προς αρπαγήν του χρυσού δέρατος, και εν εποχή καθ’ ήν άρχεται η πρώτη μόλις προϊστορική παράδοσις. Η κοιτίς άρα των Ελλήνων θεών εστί κοιτίς και του Ελληνικού γένους. Διότι ενταύθα ώκουν οι πρώτον κληθέντες Σελλοί ή Έλληνες. Η δ’ επί Κολχίδα στρατειά, μεταίχμιον μεταξύ μυθώδους και προϊστορικής παραδόσεως, επεδείξατο έκτοτε το επιχειρηματικόν και τολμηρόν επί εμπορία και κέρδει ελληνικόν πνεύμα, προφαινόμενον έπειτα δι’ εκπολιτιστικών αποικιών απανταχόσε του τότε εγνωσμένου κόσμου.
Και ταύτα μεν κατά τους μυθικούς χρόνους. Είτα δε, εις τον εκ Φερρών βασιλέα της Θεσσαλίας Αλέξανδρον, ουχί τον επί Πελοπίδου τύραννον, αλλά πολλώ τούτου πρότερον, οφείλει η εν Πλαταιαίς νίκη των Ελλήνων την δια νυκτός, επί βεβαίω κινδύνω εαυτού ειδοποίησιν της τη επαύριον κατά των Ελλήνων επιθέσεως των Περσών. Ο πατριώτης δ’ ούτος Έλλην φεύγων ταχέως, είπε τω συντυχόντι αυτόν Ιεροσκόπω “Παυσανία ειπείν, μεμνήσθαι Αλεξάνδρω μετά την νίκην και των Θεσσαλών Ελλήνων“. Ώστε το φρόνημα ήσαν ανέκαθεν Έλληνες και ελευθερίας φίλοι οι Θεσσαλοί. Αλλά μη δυνάμενοι, δια την χωρογραφικήν αυτών θέσιν αντιστήναι τω από βορρά εισβάλλοντι εις την εαυτών χώραν, ηκολούθουν τούτω εκόντες άκοντες».
(Συνεχίζεται)

[1]. Ο «Αιών» ήταν πολιτική εφημερίδα του 19ου αιώνα με τόπο έκδοσης την Αθήνα. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1838 από τον Ιωάννη Φιλήμονα και συνεχίσθηκε από τον γιο του Ιωάννη. Διέκοψε την κυκλοφορία του το 1888.
[2]. Εγγονός του υπήρξε ο Μαζαράκης-Αινειάν Ιωάννης (1923-2021) ο οποίος διετέλεσε για πολλά χρόνια γενικός γραμματέας της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο) στο κτίριο της παλιάς Βουλής.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαπθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Βάψιμο και αργαλειός


Βάψιμο και αργαλειός

Το κούρεμα των προβάτων, γινόταν από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα μέσα του Ιουλίου. Το μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και γύρω από την ουρά, ήταν κατώτερης ποιότητας.


Ακολουθούσε το κούρεμα του υπόλοιπου σώματος του προβάτου, απ’ όπου έβγαινε το καλύτερο μαλλί.
Αυτά τα τοποθετούσαν σε καζάνια και τα ζεμάτιζαν με ζεστό νερό, για να φύγουν οι βρωμιές.
Αφού τα άφηναν, περίπου δώδεκα ώρες να μουλιάσουν, τα έβγαζαν και τα μετέφεραν στη βρύση, όπου τα ξέπλεναν με μπόλικο νερό.
Τα καθάριζαν από τις κολτσίδες και τα αγκάθια και στη συνέχεια τα κρεμούσαν να στραγγίσουν και να στεγνώσουν, στους φράχτες. Αφού στέγνωναν τα «λανάριζαν» ( τα ‘’χτένιζαν’’ και τα ετοίμαζαν για το γνέσιμο, δηλαδή μετέτρεπαν το μαλλί σε νήμα).
Το γνέσιμο γινόταν με τρία εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.
Η ρόκα. Ήταν μια ξύλινη διχάλα, πάνω στην οποία στερέωναν τις τουλούπες για να τις γνέσουν και να φτιάξουν το ρουχισμό του σπιτιού.
Το αδράχτι. Ήταν ένα μακρόστενο ξύλο που έμοιαζε σαν λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται η αρχή του νήματος και στο κάτω μέρος έμπαινε το σφοντύλι.
Το σφοντύλι. Ήταν ένα στρογγυλό ξύλο με διάμετρο περίπου πέντε με έξι πόντους. Είχε μια τρύπα στη μέση, όπου εκεί έμπαινε το αδράχτι και όπως γυρίζουμε τη σβούρα, γύριζε μαζί με το αδράχτι και έτσι λίγο- λίγο το μαλλί περιστρέφονταν και γίνονταν κλωστή.
Οι γυναίκες μπορούσαν να γνέθουν όρθιες ή καθιστές ακόμη και περπατώντας.
Έπαιρναν τη ρόκα τους και γύριζαν από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά, από ρούγα σε ρούγα, έκαναν δηλαδή τη βόλτα τους, μάθαιναν τα νέα του χωριού και παράλληλα γινόταν και η δουλειά τους.
Ακολουθούσε το βάψιμο των κλωστών. Οι κλωστές βάφονταν σε κουλούρες και βέβαια βάφονταν μόνο όσες ήταν από άσπρα μαλλιά.
Πριν βαφεί το μαλλί έπρεπε να υποστεί μια ειδική κατεργασία (έκαναν διάφορα λουτρά στο μαλλί με καταστάλαγμα στάχτης ή αλατιού). Αφού το νήμα στράγγιζε, βαφόταν σε μεγάλα καζάνια και σε βραστό νερό.
Οι χρωστικές ουσίες που υπήρχαν τότε ήταν φυτικές: το ριζάρι για το κόκκινο χρώμα, οι φλούδες της καρυδιάς για το μαύρο, η φλούδα του πεύκου για το ανοιχτό καφέ, τα ξερά φύλλα της μουριάς για το κίτρινο χρυσαφί και το λουλάκι για το γαλάζιο (αν ξεχνάω και κανένα άλλο, συγχωρέστε με).
Ήταν πολλά τα χρώματα και οι αποχρώσεις, γιατί ήταν πολλά και τα φυτά που χρησιμοποιούσαν. Κάθε βαφή είχε όμως τη δική της συνταγή και τα χρώματα δεν ήταν χημικά, οπότε ήταν πολύ πιο ανθεκτικά. Μετά το στέγνωμα, τα μαλλιά, ήταν έτοιμα για την ύφανση, που γινόταν στον ‘’αργαλειό’’.
Εάν ποίηση σημαίνει δημιουργία και φαντασία, τότε o αργαλειός ήταν η τέλεια ‘’ποίηση’’ πρακτικά, αλλά και σε επίπεδο σκέψης, γιατί απαιτούσε ταχυδακτυλουργική κίνηση των χεριών και του σώματος αλλά συγχρόνως και γρηγοράδα στη σκέψη, για να μπορέσει η υφάντρα να συντονίσει τις κινήσεις με το νου, τη φαντασία και τη μνήμη της, ώστε να φτιάξει το σχέδιό της.
Σκυμμένη πάνω στο υφάδι, με τραγούδια, μερόνυχτα ολόκληρα, αποτύπωνε στο υφαντό της, τα όνειρα, τις σκέψεις, τους καημούς, τις χαρές και τις λύπες της. Με οδηγό μόνο το μεράκι της, την πείρα της και την παράδοση, έφτιαχνε αριστουργήματα.
Ακολουθούσε την παράδοση και η μάνα δίδασκε την κόρη και εκείνη με τη σειρά της την κόρη της και όλο αυτό περνούσε από γενιά σε γενιά.
Ήταν μια τέχνη, που είχε πρωταγωνίστρια τη νοικοκυρά, η οποία μ’ αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε την οικονομία στην οικογένειά της, έδινε ζεστασιά και χρώμα στο ‘’φτωχόσπιτό’’ της, ανανέωνε την παράδοση αλλά και βοηθούσε στη διατήρησή της και πάνω από όλα έβρισκε ένα τρόπο να γεμίζει ευχάριστα και δημιουργικά το χρόνο της (αν και κουραζόταν υπερβολικά), έχοντας πάντα τον έλεγχο και στο σπίτι της και στην οικογένειά της. Τη λειτουργία του αργαλειού δεν τη γνωρίζω, οπότε και δεν μπορώ να σας την πω.
Αυτό που μπορώ και ξέρω να σας πω, είναι μερικά από τα υφαντά για το σπίτι, που έφτιαχναν:
Οι βελέντζες. Ήταν χοντρά μάλλινα σκεπάσματα, με ή χωρίς φλόκια, συνήθως κόκκινες και άσπρες.
Οι τσέργες. Ήταν μάλλινες κουβέρτες, που πολλές φορές τις έβαζαν πάνω από τα σανίδια, αντί για στρώμα.
Τα σαΐσματα. Ήταν χοντρά σκεπάσματα από κατσικίσιο μαλλί.
Τα κιλίμια. Ήταν χαλιά μαύρα, κόκκινα, καφέ, κ.ά. χρώματα και στρώνονταν στο πάτωμα.
Τα χριάμια ή χράμια. Ήταν χοντρά στρωσίδια, μικρότερων διαστάσεων και με μακριά κρόσσια, που στρώνονταν και πάνω στα σαμάρια των ζώων, τις επίσημες ημέρες.
Οι κουρελούδες. Ήταν πρόχειρα χαλιά υφασμένα από μικρά διαφορετικά κουρελάκια (παλιά υφάσματα).
Οι τσαντίλες. Ήταν αραιά υφασμένα πανιά για να στραγγίζουν το τυρί και τέλος οι τρουβάδες (έχουν ανά περιοχή και διάφορες ονομασίες). Ήταν μικροί σάκοι, ανοιχτοί επάνω, που χρησίμευαν για τη μεταφορά τροφίμων ή μικρών γεωργικών εργαλείων. Τους κρεμούσαν από τον ώμο με μάλλινο κορδόνι.
Υπήρχαν επίσης τρουβάδες φτιαγμένοι από τραγόμαλλο, που χρησιμοποιούνταν για το τάιισμα (δηλ. το φαγητό) των αλόγων και των άλλων μεγάλων ζώων.
Σας τα αναφέρω όλα αυτά, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να τα θυμόμαστε οι μεγάλοι και να τα μαθαίνουμε (αν φυσικά το θέλουνε) οι μικροί.

Από τον Γιάννη Γούδα

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης και η Λάρισα

 
Ο Σωτ. Σκίπης καθισμένος στο κέντρο της φωτογραφίας, μαζί με τα μέλη  του Ομίλου Διανοουμένων και Φιλοτέχνων Λαρίσης. 17 Φεβρουαρίου 1938. Ο Σωτ. Σκίπης καθισμένος στο κέντρο της φωτογραφίας, μαζί με τα μέλη του Ομίλου Διανοουμένων και Φιλοτέχνων Λαρίσης. 17 Φεβρουαρίου 1938.

Το 1938 ο Όμιλος Διανοουμένων και Φιλοτέχνων Λαρίσης διοργάνωσε ειδική γιορτή για να τιμήσει τον μεγάλο ποιητή Σωτήρη Σκίπη. Τον κάλεσε να παραστεί σε ειδική εκδήλωση και με συγκίνηση ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. Η γιορτή έγινε στο κινηματοθέατρο «Παλλάς».

Εκεί ο Δήμαρχος Στυλιανός Αστεριάδης ανακοίνωσε επίσημα την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου να ονομασθεί η οδός της πόλεως στην οποία βρισκόταν το σπίτι της οικογενείας του όσο ζούσε στη Λάρισα, σε οδό Σωτηρίου Σκίπη. Από τους ανθρώπους των γραμμάτων κατατάσσεται ανάμεσα στις σπουδαιότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και υπήρξε ένας ρομαντικός ποιητής με πλούτο εμπνεύσεων.
Τις ημέρες του 1938 που βρέθηκε εδώ αντίκρισε με συγκίνηση το σπίτι του, ενώ το σπίτι όπου έμενε η θεία του Σοφία δεν υπήρχε. Αν και είχαν περάσει τόσα χρόνια, τα θυμόταν όλα. Και όταν έφθασε στο ποτάμι, τον Πηνειό, τότε ομολόγησε με συγκίνηση πως από τα νερά του η μοίρα τού έστειλε το μήνυμά της να πορευτεί τον δρόμο που είχε μέχρι τότε χαράξει.
Η οικογένειά του έχει μια πλούσια ιστορική διαδρομή η οποία ξεκινάει από τους μακρινούς προγόνους του ποιητή. Ο παππούς από την πλευρά του πατέρα του Γεώργιος καταγόταν από τη Βόρεια Ήπειρο[1].
Πήρε ενεργό μέρος στην Ελληνική Επανάσταση και βρέθηκε με τις δύο κόρες του το 1826 στο Μεσολόγγι. Στις 10 Απριλίου 1826, πριν την έξοδο, και για να μην πέσουν στα χέρια των Οθωμανών, τις πυροβόλησε με την πιστόλα του. Όμως φαίνεται ότι το χέρι του δεν πέτυχε τον στόχο. Τα κορίτσια τραυματίσθηκαν και οι Τούρκοι που τα βρήκαν αιμόφυρτα, τα περιέθαλψαν και τα έδωσαν σε μπέηδες, να τα μεγαλώσουν.
Μετά την δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους ο Γεώργιος Σκίπης τις έψαξε αλλά δεν βρήκε κανένα ίχνος τους. Αργότερα, η μεγαλύτερη βρέθηκε στα Τρίκαλα και η μικρότερη στη Λάρισα, παντρεμένες με μπέηδες. Είναι μια ιστορία πραγματικά συγκινητική και ήταν αποκάλυψη να ακούει κανείς τον ποιητή να διηγείται τις λεπτομέρειές της.
Ο πατέρας του ποιητή Ευάγγελος Σκίπης είχε ακολουθήσει τον στρατιωτικό κλάδο και ο Σωτήρης ήταν βρέφος όταν ήλθαν στη Λάρισα. Είχε γεννηθεί λίγους μήνες πριν (1881)[2] στην Αθήνα. Από την πρώτη στιγμή της άφιξης στη Λάρισα ο Ευάγγελος Σκίπης δεν σταμάτησε την έρευνα να εντοπίσει τις αδελφές του και για να μπορέσει να μείνει εδώ ζήτησε να γίνει επιμελητής και διοικητής της φρουράς των Ανακτόρων. Με τη βοήθεια χριστιανών και μουσουλμάνων της Λάρισας κατόρθωσε να εντοπίσει αρχικά τη μία αδελφή του η οποία έμενε στη Λάρισα, ήταν χήρα χωρίς παιδιά και ζούσε σε ένα σπίτι στην περιοχή Σάλια. Ο ταγματάρχης Σκίπης αγόρασε σπίτι στην ίδια συνοικία κοντά στην αδελφή του για να έχει καθημερινή επικοινωνία μαζί της. Την έλεγαν Ναϊλέ, ενώ το χριστιανικό της όνομα ήταν Σοφία. Είχε περάσει τα εξήντα χρόνια και καθώς ήταν άτεκνη, έδειχνε μεγάλη αδυναμία στον ανεψιό της, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ βαπτισθεί στη Λάρισα και του έδωσαν το όνομα Σωτήριος.
Ο Σωτήρης Σκίπης έμαθε τα πρώτα του γράμματα σε σχολείο της Λάρισας. Από εδώ έκανε και το ξεκίνημά του στη λογοτεχνία. Η πόλη αυτή του έδωσε τις πρώτες εμπνεύσεις. Με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 εγκατέλειψαν οικογενειακώς τη Λάρισα, ο Σωτήρης άρχισε τις σπουδές και το 1900 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική του συλλογή. Φεύγοντας το 1897 δεν λησμόνησε την πατρίδα που τον γαλούχησε σαν παιδί και έφηβο. Της αφιέρωσε πολλά ποιήματα που πλουτίζουν τις συλλογές του. Ένα απ’ αυτά είναι αφιερωμένο στον κήπο των Ανακτόρων, όπου ακολουθώντας τον πατέρα του, περνούσε σαν παιδί πολλές ώρες στους χώρους του.
Αργότερα άρχισε τα ταξίδια. Στο Rognac της Προβηγκίας γνώρισε τη σύντροφο της ζωής του Charlotte Leclair και το 1917 απόκτησε το μοναδικό παιδί του, την Μαργαρίτα Σκίπη. Από τότε θεωρούσε την Προβηγκία σαν δεύτερη πατρίδα του.
Στις 16 Ιουνίου 1916 ο αδελφός του ποιητή Σπύρος Σκίπης που τελικά βρέθηκε κάτοχος της κατοικίας όπου έμεινε η οικογένεια στη Λάρισα, υπέγραψε συμβόλαιο πώλησής του στην οικογένεια Κων. Σπαθιά[3]. Το σπίτι αυτό διατηρήθηκε και μετά τις κακουχίες της κατοχής. Όμως πριν λίγες δεκαετίες κατεδαφίσθηκε για να ανεγερθεί σύγχρονη οικοδομή, η δε γειτονική πλατεία φέρει το όνομά του.
Ο Σωτήρης Σκίπης πέθανε στις 27 Σεπτεμβρίου 1952 στο αγρόκτημα Bastiana κοντά στο Rognac και ενταφιάσθηκε στα χώματα της αγαπημένης του Προβηγκίας, που η φύση της έχει πολλές ομοιότητες με τη Θεσσαλία. Γι’αυτό και σε όλη τη ζωή του δύο τόπους νοσταλγούσε πάντα, τη Λάρισα και τη γαλλική Προβηγκία.
Τις στενές σχέσεις που είχε με τη Λάρισα δεν τις έκρυψε σε όλη του τη ζωή, γι’ αυτό και έλεγε πάντοτε: «Γέννημα Αθηναίος και θρέμμα Λαρισινός».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Παπακώστας Άγγελος, Οι ηρωικοί Βορειοηπειρώτες πρόγονοι του Σκίπη, περ. «Ελληνική Δημιουργία», τεύχ. 113, Οκτώβριος 1952, Αθήναι, σελ. 492-493.
[2]. Μερικοί δίνουν χρονολογία γέννησης το 1879. Όμως σήμερα πιστεύεται σαν πιθανή χρονολογία γέννησης το 1881. Σε κείμενο της εφημερίδας «Μικρά» της Λάρισας στο φύλλο της 23ης Απριλίου 1900, όπου γίνεται αναφορά στο ποιητικό του ταλέντο, αναφέρεται ότι «…ήδη άγει το 19ο έτος της ηλικίας του». Η αναφορά αυτή πρέπει να θεωρηθεί και ως η πλέον αξιόπιστη.
[3] Ρηγόπουλος Ε., Ένα συμβόλαιο και μια διήγηση για τον Σωτήρη Σκίπη, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 20ής Απριλίου 2008.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

 

Ο ιατροφιλόσοφος Ιωάννης Βηλαράς στη Λάρισα (1812-1816)


Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823)Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823)

Ο Ιωάννης Βηλαράς [Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο 1823] είναι γνωστός στο ευρύ κοινό σαν μία από τις σπουδαιότερες και αμφιλεγόμενες μορφές των ελληνικών γραμμάτων της προεπαναστατικής περιόδου. Εκτός αυτού όμως υπήρξε και διαπρεπής Ασκληπιάδης, ο οποίος υπηρέτησε επί πολλά χρόνια στην αυλή του Αλή πασά, ως προσωπικός ιατρός του γιου του βεζίρη των Ιωαννίνων, Βελή πασά.

Όταν μάλιστα ο τελευταίος το 1812 βρέθηκε στη Λάρισα, τον ακολούθησε όπως ήταν φυσικό και ο Βηλαράς. Στο σημείωμά μας αυτό θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε ακροθιγώς την τετραετή παρουσία στην πόλη μας της σημαντικής αυτής προσωπικότητας των γραμμάτων και της επιστήμης.Βιογραφικά
Ο Ιωάννης Βηλαράς γεννήθηκε το 1771 από Ηπειρώτες γονείς στα Κύθηρα, όπου βρέθηκε ο πατέρας του Στέφανος, εργαζόμενος εκεί ως ιατρός. Σε ηλικία έξι ετών εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα και παρακολούθησε μαθήματα στις φημισμένες τότε ελληνικές σχολές της πρωτεύουσας της Ηπείρου. Προικισμένος με το τάλαντο της γνώσης μετακόμισε το 1794 στην Πάδοβα της Ιταλίας, όπου συνέχισε τις σπουδές στην περίφημη Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της. Το 1800 τελείωσε τις σπουδές του και επέστρεψε στα Ιωάννινα, όπου διετέλεσε προσωπικός ιατρός του Βελή πασά, γιου του διαβόητου Αλή πασά, κοντά στον οποίον έμεινε μέχρι το 1816. Έτσι όταν το 1812 ο Βελής τοποθετήθηκε από τον σουλτάνο στο πασαλίκι της Λάρισας, ήλθε μαζί του και παρέμεινε μέχρι το 1816, οπότε επέστρεψε στα Ιωάννινα. Το 1820, μετά τη δολοφονία του Αλή πασά, κατέφυγε στα Ζαγοροχώρια, όπου έλαβε ενεργό μέρος, μαζί με άλλους Ηπειρώτες αγωνιστές, στον προεπαναστατικό αγώνα. Όμως ο θάνατος τον βρήκε σε μια ανθηρή στιγμή. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1823, σε ηλικία μόλις 52 ετών, στο Τσεπέλοβο, όπου και ενταφιάσθηκε. Ο τάφος του διατηρείται μέχρι σήμερα στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του χωριού.
Ο Βηλαράς από μικρή ηλικία και κάτω από την πατρική εποπτεία, διάβαζε ακατάπαυστα φιλολογία. Αργότερα στην Πάδοβα, παράλληλα με τις ιατρικές του σπουδές, μελετούσε τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τη δημοτική ποίηση της πατρίδος του και ξένη λογοτεχνία. Μετά τις σπουδές του, όταν πλέον ωρίμασε, παρουσίασε ένα πνευματικό έργο πολυμερές και πολυδύναμο. Περισσότερο όμως εντυπωσίασαν στην εποχή του οι γλωσσικές και ορθογραφικές αντιλήψεις του. Συγκεκριμένα το 1814 και ενώ βρισκόταν στη Λάρισα, τύπωσε στην Κέρκυρα το μοναδικό, όσο ζούσε, βιβλίο του που είχε τον τίτλο «Η ρομεηκη γλοσα». Στο έργο του αυτό ανέλυε τις τολμηρές και πρωτοποριακές για την εποχή του ιδέες γύρω από τη δημοτική, τη γλώσσα του λαού, αυτή που μιλούσε στις καθημερινές συναναστροφές ο απλός και αγράμματος ραγιάς. Στη γραμματική λ.χ. εισήγαγε τη φωνητική ορθογραφία, κατήργησε τα διπλά γράμματα, τους τόνους, τα πνεύματα, τις διφθόγγους και άλλους νεωτερισμούς. Οι αλλαγές που συνιστούσε στο βιβλίο του αυτό ήταν τόσο ισοπεδωτικές, ώστε ακόμη και σήμερα όποιος το διαβάζει, ας είναι και ο πλέον εξοικειωμένος με την ανάγνωση της δημοτικής γλώσσας, να ενοχλείται έντονα.
Επί πλέον ασχολήθηκε διεξοδικά με τη Βοτανική. Επειδή μάλιστα μελέτησε επιστημονικά τον συγκεκριμένο κλάδο δικαίως θεωρείται από όλους ως ο πρώτος βοτανολόγος της Ελλάδος. Λέγεται μάλιστα ότι ο κήπος του στα Ιωάννινα ήταν μια πραγματική Σχολή Βοτανικής.
Και στη Φαρμακευτική όμως έφθασε ο Βηλαράς σε υψηλές επιδόσεις. Είναι γνωστό ότι μεταγλώττισε στην ελληνική και μάλιστα στη δημοτική γλώσσα, πολλούς ξένους όρους της Φαρμακευτικής.
Είχε ακόμη βαθιές γνώσεις της φυσικομαθηματικής επιστήμης, σπουδαία επίδοση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και μια έμφυτη κριτική διαύγεια σε θέματα ηθικής και φιλοσοφίας.
Η παρουσία του Βηλαρά στη Λάρισα
Όπως είδαμε, ο Ιωάννης Βηλαράς ήλθε στη Λάρισα το 1812, συνοδεύοντας τον αφέντη του Βελή πασά ως προσωπικός ιατρός του. Είναι γνωστή η ασωτία του Βελή, ο οποίος έπασχε από αφροδίσια νοσήματα. Μάλιστα είχε γραφεί ότι «...η ασέλγειά του εκατοντάκις υπερέβαινε την του πατρός του και εκ τούτου όλον το σώμα του, όν σεσηπωμένον, είχεν πληγάς ανιάτους, ως και εις την γλώσσαν του». Γι’ αυτό ίσως εκτός του Βηλαρά, περιστοιχίζονταν στη Λάρισα και από μια μικρή ομάδα έμπειρων ιατρών, όπως ο Λουκής Βάγιας και ο Θερειανός από τη Ζάκυνθο. Εκτός αυτών όμως δεν έχανε την ευκαιρία να συμβουλεύεται και ξένους ιατρούς, οι οποίοι επισκέπτονταν την Ελλάδα ως περιηγητές. Γνωστή είναι η περίπτωση του Άγγλου ιατρού Henry Holland ο οποίος το 1812 και 1813 περιηγήθηκε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του δημοσίευσε το 1815 στο Λονδίνο τις περιηγητικές εντυπώσεις του σε βιβλίο με τον τίτλο «Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c, during the years 1812 and 1813». Ο Αγγλος ιατρός επισκέφθηκε τη Λάρισα στις 20 Νοεμβρίου του 1812, περίπου έξι μήνες μετά την εγκατάσταση του Βελή πασά στη θεσσαλική μεγαλούπολη. Φιλοξενήθηκε στην επισκοπική κατοικία και γνώρισε από κοντά τον Ιωάννη Βηλαρά. Ας αφήσουμε όμως τον Holland να μας περιγράψει την πρώτη συνάντηση μαζί του: «Δεν είχαμε μείνει αρκετή ώρα στην κατοικία του αρχιεπισκόπου[1], όταν μας επισκέφθηκαν δύο άλλοι ιατροί και οι δύο Έλληνες, από τους οποίους ο ένας είχε εκπληκτικά αξιοπρεπή μορφή και παρουσία. Αυτός ήταν ο Βηλαράς, ο οποίος καταγόταν από τα Ιωάννινα και ήταν πολύ γνωστός στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία για την ευρυμάθεια και τις λογοτεχνικές του επιδόσεις. Εδώ και αρκετά χρόνια παρέχει τις ιατρικές του υπηρεσίες στον Βελή πασά, αρχικά στον Μωριά και τώρα στη Θεσσαλία. Ο άλλος μας επισκέπτης ήταν ο Λουκής Βάγιας, ένας από τους ιατρούς του Αλή πασά, τον οποίο είχε στείλει ο βεζίρης πριν από λίγες εβδομάδες, για να δώσει και αυτός τη γνωμάτευσή του, για την περίπτωση του γιου του... Στη συζήτηση με τους δύο αυτούς ιατρούς αντιληφθήκαμε γρήγορα την ανώτερη και ρωμαλέα κατανόηση του Βηλαρά, του οποίου όλες οι παρατηρήσεις είχαν τη σφραγίδα της βαθιάς και αταλάντευτης σκέψης και των πολλών γνώσεων, οι οποίες γίνονταν ακόμα πιο εντυπωσιακές, από κάποιο στωικό και σκληρό χιούμορ που διέθετε».
Την επόμενη ημέρα, Κυριακή βράδυ, βρέθηκαν και πάλι μαζί στο δείπνο του μητροπολίτη Πολύκαρπου Δαρδαίου. Εκεί είχαν την ευκαιρία, σε μια μακρά συζήτηση, να αναπτύξουν θέματα γύρω από την προσωπικότητα του αρχαίου ελεύθερου δημοκρατικού πολίτη και του σύγχρονου καταπιεσμένου ραγιά. Μίλησαν για τις επίκαιρες την εποχή εκείνη κατακτήσεις της Χημείας και της Φυσικής, για μεταφυσικά και ηθικά ζητήματα. Στο τέλος ο Αγγλος περιηγητής θαύμασε τις ποιητικές αρετές του συνομιλητή του και δικαιολόγησε απόλυτα τη φήμη που τον συνόδευε. Γράφει ο Holland: «Στην πορεία αυτών των συζητήσεων, διαπίστωσα τις πολλές γνώσεις του Βηλαρά τόσο στις φυσικές, όσο και στις μεταφυσικές επιστήμες. Έχει τη φήμη, πιστεύω δίκαια, του πρώτου βοτανολόγου στην Ελλάδα. Οι γνώσεις για την πρόοδο της Χημείας έφθαναν μέχρι την πρόσφατη ανακάλυψη των μεταλλικών βάσεων των αλκαλίων... Φαίνεται ότι τον είχαν απασχολήσει πολύ τα θέματα της φυσικής και ηθικής, η ανάπτυξη των οποίων διακρινόταν από τον ίδιο τόνο σατυρικού σκεπτικισμού, που ήταν το γενικό χαρακτηριστικό των απόψεών του... Το ποιητικό ταλέντο του Βηλαρά δεν υστερεί καθόλου σε σχέση με τις λογοτεχνικές και επιστημονικές γνώσεις του και η αξία κάποιων χειρόγραφων ποιημάτων στα ρωμαίικα, του χάρισε μεγάλη αναγνώριση από τους συμπατριώτες του... Πιστεύω πως ο Ιωάννης Βηλαράς είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα Έλληνα λόγιου, πραγματικά ανώτερου από τους περισσότερους συμπατριώτες του σε γνώσεις, οι οποίες χρωματίζουν εντονότερα τον χαρακτήρα του».
Είναι γνωστό ότι ο Βηλαράς στις περιοχές όπου ζούσε, προσπαθούσε να δημιουργήσει φυτώρια ομάδων από διανοούμενους, στους οποίους και ανέπτυσσε τις δικές του επαναστατικές γλωσσικές θεωρίες. Στη Λάρισα κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων της παραμονής του φαίνεται ότι δημιούργησε μια παρόμοια ομάδα λογίων. Στην ομάδα αυτή είχε προσχωρήσει και ο δικός μας Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος ο Λαρισσαίος. Όπως αναφέρει ο τελευταίος σε διάφορες επιστολές του, θεωρεί τη γνωριμία με τον Βηλαρά το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του. Αποδέχθηκε κατ΄ αρχήν τις ιδέες του δημοτικισμού, εγκαταλείποντας την αρχαΐζουσα γλώσσα, όμως δεν ακολούθησε ποτέ τις ριζοσπαστικές καινοτομίες της «ρομεηκης γλοσας». Το πόσο μεγάλη επίδραση εξάσκησε ο Βηλαράς στη συγκρότηση της προσωπικότητας του Ιωάννη Λογιωτάτου, αλλά και το πόσο συνέβαλε στην έντονη πνευματική κίνηση που εμφανίσθηκε στη Λάρισα την περίοδο εκείνη, αποδεικνύεται από μια επιστολή του Λογιωτάτου στον φημισμένο ιατροφιλόσοφο τον Μάρτιο του 1818, όταν ο τελευταίος είχε φύγει από τη Λάρισα και είχε εγκατασταθεί στα Ιωάννινα. Γράφει μεταξύ άλλων: «...Και που να εύρω άλλον Βηλαράν, ιατρόν, διδάσκαλον, συμβουλάτορα, καλοθελητήν μου; Επειδή, ας αφήσω όλα τα άλλα, όταν ενθυμηθώ την ολοϋστερινήν ομιλίαν όπου είχαμεν κάμη εις τον Τούρναβον, μ’ έρχεται να πιστεύσω, ότι είχ’ αξιωθή ν’ ακούσω τον Σωκράτην. Τώρα όλα τα υστερήθηκα και με φαίνεται, ότι εις τούτην την παλαιολάρισσαν, να ευρίσκομαι ωσάν εις την Σιβηρίαν...».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

[1]. Η κατοικία του μητροπολίτη της Λάρισας ήταν το Επισκοπείο, το οποίο την περίοδο εκείνη βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το τζαμί του Ομέρ μπέη

Το τζαμί του Ομέρ μπέη στη βορειοανατολική πλευρά της Λάρισας, στην περιοχή του σημερινού  Γενικού Νοσοκομείου. Αριστερά διαγράφεται ο Πηνειός και μπροστά Οθωμανικό νεκροταφείο.  Χαρακτικό από το περιηγητικό βιβλίο του Francois Pouqueville. “Grece”, Paris, 1835.Το τζαμί του Ομέρ μπέη στη βορειοανατολική πλευρά της Λάρισας, στην περιοχή του σημερινού Γενικού Νοσοκομείου. Αριστερά διαγράφεται ο Πηνειός και μπροστά Οθωμανικό νεκροταφείο. Χαρακτικό από το περιηγητικό βιβλίο του Francois Pouqueville. “Grece”, Paris, 1835.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Κατά τον 19ο αιώνα το πέρασμα των ξένων περιηγητών από τον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο είχε πάρει σημαντικές διαστάσεις.

Η αρχαιολατρία των κατοίκων της Κεντρικής Ευρώπης για την παλιά ιστορία και τον πολιτισμό χωρών της Ανατολικής Μεσογείου αναμεμιγμένη με την αρχαιοκαπηλία, τα επαναστατικά κινήματα του χριστιανικού πληθυσμού, τα οποία οδήγησαν στην ελληνική Επανάσταση και ο θεσμός του «grand tour» μετά το τέλος των σπουδών νέων ατόμων από αριστοκρατικές οικογένειες των ανεπτυγμένων χωρών εκείνης της περιόδου, έφεραν στη χώρα μας εκατοντάδες περιηγητών. Ορισμένοι εξ αυτών κρατούσαν σημειώσεις από τις περιηγήσεις τους και άλλοι συνοδεύονταν από ζωγράφους, οι οποίοι αποτύπωναν με την πένα ή τον χρωστήρα τοπία από αξιόλογες περιοχές που συναντούσαν. Όταν επέστρεφαν στην πατρίδα τους έγραφαν τις εντυπώσεις από τα οδοιπορικά τους, τα οποία και κοσμούσαν με διάφορα χαρακτικά.
Η σημερινή εικόνα προέρχεται από το βιβλίο του Γάλλου Francois Pouqueville (1770-1838) «Ελλάδα. Ιστορία και περιγραφή» [1].Ο Pouqueville ήταν γιατρός, ιστορικός, συγγραφέας, αλλά εδώ στην Ελλάδα τον γνωρίζουμε περισσότερο ως διπλωμάτη και περιηγητή. Διορίσθηκε από τον Ναπολέοντα πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά στα Ιωάννινα και για μια δεκαετία (1806-1816) περιηγήθηκε όλο τον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Έγραψε αρκετά βιβλία, αλλά η έκδοση η οποία χαρακτηρίζει το συνολικό έργο του ως περιηγητή είναι το «Voyage de la Grece» σε πέντε τόμους κατά τα έτη 1820-1822. Στη Λάρισα βρέθηκε περί το 1812. Στο βιβλίο του «Grece» υπάρχουν 112 χαρακτικά από όλο τον ελληνικό χώρο. Πολλά απ’ αυτά είναι αντιγραφή χαρακτικών άλλων περιηγητών που προηγήθηκαν. Το συγκεκριμένο της Λάρισας είναι αντιγραφή λιθογραφίας του βαρόνου από το Ταλίν της Εσθονίας Otto von Stackelberg, ο οποίος το σχεδίασε όταν επισκέφθηκε τη Λάρισα τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου του 1811 [2].
Η καταγραφή φαίνεται να έγινε από το ψηλότερο σημείο της ανατολικής πλευράς του λόφου της Ακρόπολης της Λάρισας, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το δημοτικό αναψυκτήριο. Απεικονίζει το βορειοανατολικό τμήμα της πόλης. Μπροστά στην εικόνα υπάρχουν ορισμένες διάσπαρτες όρθιες λίθινες στήλες. Οι στήλες αυτές υποδηλώνουν την παρουσία μουσουλμανικού νεκροταφείου σ’ αυτήν την περιοχή. Στο βάθος υπάρχουν περισσότερες τέτοιες στήλες και σε μεγαλύτερη έκταση. Στον χώρο αυτό δημιουργήθηκε το 1889 το «Κουτλιμπάνειο» Δημοτικό Νοσοκομείο.
Αριστερά ο Πηνειός κυλά ήρεμα τα νερά του. Κάπου εκεί, πίσω από την κατάφυτη αριστερή όχθη του Πηνειού, θα πρέπει να βρισκόταν το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, που ο χαράκτης δεν το αποτύπωσε, ίσως γιατί το κάλυπτε η ψηλή και πυκνή βλάστηση. Στην ίδια όχθη επίσης δημιουργήθηκε το 1925 από τον φιλοπρόοδο επιχειρηματία Ρωμύλο Αυδή [3] το εξοχικό κέντρο «Λούνα Πάρκ», το οποίο συνδεόταν με την απέναντι όχθη με πορθμείο (περαταριά) και αποτελούσε την περίοδο εκείνη το θερινό ψυχαγωγικό κέντρο της αστικής κοινωνίας της Λάρισας.
Η συνοικία στο βάθος αποτελείται από αραιές, χαμηλές και πρόχειρες κατοικίες, μέσα από τις οποίες προβάλλουν πέντε τζαμιά με τους αντίστοιχους μιναρέδες. Από τα τζαμιά αυτά το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο είναι αυτό που βρίσκεται δεξιά σε πρώτο επίπεδο. Πρόκειται για το τζαμί του Ομέρ μπέη, γιου του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν μπέη. Κτίσθηκε το 1474, πενήντα χρόνια από την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς και βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα περικλείεται μεταξύ των οδών Ογλ, Νιρβάνα, Ολύμπου και Νίκης, ένα τετράγωνο πίσω από το Δημοτικό Ωδείο. Καλυπτόταν με τρούλο [4] και συνοδευόταν από ψηλόλιγνο μιναρέ. Στη βόρεια πλευρά του ήταν προσαρμοσμένη στοά, ενώ νότια και σε στενή επαφή με το τζαμί απεικονίζεται ένας τουρμπές, δηλ. ταφικό μαυσωλείο κάποιου ευγενούς Τούρκου [5]. Στο τζαμί αυτό μετά την απελευθέρωση της Λάρισας εμφανίσθηκαν σημάδια οικοδομικής γήρανσης και το 1907 κατεδαφίσθηκε.
Πίσω από τα σπίτια της συνοικίας Σουφλάρια διαγράφεται η μεγάλη και εύφορη θεσσαλική πεδιάδα, η οποία στο βάθος περιχαρακώνεται από τα υψώματα της Χασάμπαλης, ενώ αριστερά στο βάθος διαγράφεται επιβλητική η κωνική απόληξη της Όσσας.
Στο χαρακτικό αυτό ο καλλιτέχνης επέλεξε να αποτυπώσει ένα ήρεμο τοπίο. Την οπτική γωνία της καταγραφής τη διάλεξε έτσι ώστε να συνδυάζει τα ζωγραφικά με τα γεωγραφικά ενδιαφέροντα και να προβάλλει τα σημαντικά ιστορικά στοιχεία που αντικρίζει. Καλλιτεχνικά, όμως, η αντιγραφή αυτή του Pouqueville υστερεί σημαντικά της πρωτότυπης και αυθεντικής καταγραφής του Stackelberg.


[1]. Histoire et Description de tous les peuples. GRECE, στη σειρά L’Univers, par Fr. Pouqueville. Paris, M.DCCC.XXXV (=1835).
[2]. Ο Stackelberg έχει δημιουργήσει αρκετά θαυμάσια σχέδια από την περιοχή των Τεμπών, τα οποία αποπνέουν την απλότητα και τη γαλήνη που προσφέρει η μυθική Κοιλάδα.
[3]. Στο διάστημα 1915-1925 ο Αυδής λειτούργησε το εξοχικό κέντρο Αλκαζάρ και όταν το 1925 πυρκαγιά το αποτέφρωσε, επέλεξε την περιοχή αυτή για να συνεχίσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα.
[4]. Από τα πολλά τζαμιά που υπήρχαν στη Λάρισα όλο αυτό το διάστημα των τεσσεράμισι αιώνων Τουρκοκρατίας, τρούλο διέθεταν απ’ όσο γνωρίζουμε, μόνον τρία, του Χασάν μπέη δίπλα στη μεγάλη λίθινη γέφυρα στα δυτικά της πόλεως, το Μπαϊρακλί τζαμί στη σημερινή οδό Παπαφλέσσα και του Ομέρ μπέη.
[5]. Παλιούγκας Θεόδωρος: Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α΄, Λάρισα (1996) σελ. 289-295.