Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Η απελευθέρωση της Λάρισας


Η γέφυρα της Λάρισας 1833. WORDSWORTH CHR. (μετ. ΣωτήρηςΕυ. Κύρκος), «Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1833: Οι μύθοι της Θεσσαλίας. Τοπογραφική περιγραφή της Θεσσαλίας. Λάρισα. Τέμπη. Φάρσαλα. Βελεστίνο. Βόλος», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 30 (1996) 19-48.Η γέφυρα της Λάρισας 1833. WORDSWORTH CHR. (μετ. ΣωτήρηςΕυ. Κύρκος), «Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1833: Οι μύθοι της Θεσσαλίας. Τοπογραφική περιγραφή της Θεσσαλίας. Λάρισα. Τέμπη. Φάρσαλα. Βελεστίνο. Βόλος», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 30 (1996) 19-48.
31η Αυγούστου 1881. Ημέρα ποίησης και αγίας παραμυθίας ανέτειλε, επιτέλους, στη Λάρισα, αναφέρει σε άρθρο της η εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης, Νεολόγος.
Έπρεπε να αναπηδήσει από τον βοιωτικό του τάφο ο Πίνδαρος, για να τραγουδήσει από τις κορυφές του Ολύμπου τα θαυμάσια της αξιομνημόνευτης ημέρας, κατά την οποία η Λάρισα προσήλθε να κλίνει την κεφαλήν της υπό τον μητρικό κόλπο. Μία νύχτα παλμών και ελπίδων μόλις πέρασε, κι ανέτειλε μια μέρα που έδιωξε το σκοτάδι της μακραίωνης δουλείας. Η πόλη καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης νύκτας βρισκόταν σε εγρήγορση. Είχε υπακούσει στο παράγγελμα του Σωτήρος και αγρυπνούσε, μη τυχόν ο Νυμφίος την βρει τα μεσάνυχτα ανέτοιμη.
 Ο Δίας, συνεχίζει ο ανταποκριτής, από τις κορυφές του Ολύμπου είχε δώσει διαταγές στον Απόλλωνα να χαιρετίσει την ημέρα αυτή με όλη τη λάμψη που της ταίριαζε. Οι κάτοικοι, αφού ευπρεπίστηκαν, ξεχύθηκαν από τα χαράματα στους δρόμους ανταλλάσσοντας μεταξύ τους ασπασμούς ανάστασης και ηθικής παλιγγενεσίας. Κρατώντας σημαίες και δάφνες στα χέρια, προχωρούν προς το μέρος της πύλης των Τρικάλων απ’ όπου αναμενόταν να εισέλθει ο ελληνικός στρατός ως άλλος Μεσσίας, για την αγάπη του οποίου είχαν χυθεί πολλά δάκρυα και πολλοί στεναγμοί προσφέρθηκαν ως ιλαστήριος θυσία στον θρόνο του Δημιουργού. Οι νέοι και οι νέες της πόλης, με την αγνότητά τους ως σύμβολο και ένδυμα, βγήκαν να υποδεχτούν τον ελληνικό στρατό, έτοιμοι να τον προσφωνήσουν και να τον ράνουν με άνθη που είχαν μαζέψει από τους πρόποδες του Ολύμπου και τις όχθες του Πηνειού.
Στην είσοδο της πόλης, όπου την προηγούμενη νύκτα είχε κατασκευαστεί μία αψίδα στολισμένη με φύλλα δάφνης, είχαν συγκεντρωθεί οι Αρχές του τόπου, ενώ στις δύο πλευρές του δρόμου παρατάχθηκαν όσοι έφεραν τις σημαίες των περισσοτέρων χωρίων της Πελασγιώτιδας. Από τις σημαίες πιο πολυτελής ήταν η «βαρύτιμος χρυσοκέντητη της Λαρίσσης» η οποία έφερε χρυσοκέντητες τις τρεις αυτές λέξεις «Ζήτω το Έθνος» και την οποία κρατούσε ένας από τους καλλίτερους νέους της πόλης, ο φοιτητής της Ιατρικής κ. Ευρ. Α. Μακρής. Κοντά στη σημαία στέκονταν η δασκάλα Αγγελική Σκόδρα με τα κορίτσια του Παρθεναγωγείου, ντυμένα στα λευκά. Λίγο πιο πέρα στέκονταν εκείνοι που κρατούσαν τις δύο σημαίες της εβραϊκής κοινότητος, μαζί με τους δασκάλους και τους μαθητές αυτής. Ο κλήρος με τον οποίο κάθε χαρά και κάθε οδύνη συμμερίστηκε το ελληνικό έθνος στα μαύρα χρόνια της δουλείας, φορώντας κυανόλευκα άμφια, κρατώντας λαμπάδες στολισμένες με τα εθνικά χρώματα και την εικόνα της Αναστάσεως του Σωτήρος, στολισμένη με λευκά άνθη και πλούσιες κυανές ταινίες, παρατάχθηκε στην είσοδο της αψίδας, εν χορώ ψάλλοντες τα Αναστάσιμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος διαπιστώνει ότι του είναι δύσκολο να βρει τα προσήκοντα χρώματα για να περιγράψει τα αισθήματα των ανθρώπων, που βλέπουν την πατρίδα τους να απελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό. Είχε υποφέρει πολλά και είχε πάθει πολλά. Μάρτυρες των παρελθόντων δεινών του ήταν οι θέσεις στις οποίες συνωθούνταν, ενώ η γύρω φύση και οι απέραντες πεδιάδες του υπενθύμιζαν τραγικές σκηνές, των οποίων θύματα και ήρωες έγιναν εκείνοι, οι οποίοι δεν ήταν γραφτό τους να χαιρετίσουν την μέρα, που θα γινόταν βάλσαμο στις πληγές τους.
Όταν, επιτέλους, φάνηκαν στο βάθος της μεγάλης λεκάνης, την οποία αποτελούν τα κυκλικά όρη του τμήματος αυτού, οι λόγχες των Ελλήνων στρατιωτών, πολλοί φώναξαν «Νυν απολύεις», ενώ οι περισσότεροι ανέβηκαν στα υψώματα, ως άλλοι Ιουδαίοι, βλέποντας την νεφέλη του πυρός, η οποία τους οδήγησε διά μέσου της ερήμου. Σε λίγη ώρα ο κονιορτός έγινε πυκνότερος και τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού έφτασαν στην αψίδα. Τότε, βρόντησε από τον Όλυμπο ο Δίας και οι φωνές του συγκεντρωμένου πλήθους υποκατέστησαν τους κεραυνούς του. Τι μπορεί να γράψει κάποιος και πώς μπορεί να περιγράψει τέτοιο θέαμα; Τα χέρια των ανδρών και των γυναικών υψώνονταν σαν αδιαπέραστο δάσος προς τον στρατό και τον στρατηγό, «τα αδέλφια μας», άκουγε κάποιος παντού και τα δακρυσμένα μάτια όλων ατένιζαν την ελληνική σημαία που κυμάτιζε, ανάμεσα στις λόγχες των στρατιωτών,από την αύρα των σαράντα δύο κορυφών του Ολύμπου και λαμπρυνόταν από την αόρατη συνοδεία όλων εκείνων, οι οποίοι μαρτύρησαν για εκείνη.
Γιατί να μη μπορώ να περισυλλέξω μέσα σε δακρυδόχους όλα εκείνα τα δάκρυα που χύθηκαν τη στιγμή της εισόδου του ελληνικού στρατού στη Λάρισα, αναρωτιέται ο συντάκτης. Ήθελα αυτά να αποκρυσταλλωθούν σε μαργαριτάρια, με τα οποία θα κοσμούνταν το στεφάνι που θα έβαζε η Ελλάδα στο μέτωπο των ηρωικών παιδιών της!
Ο ασυγκράτητος και ατιθάσευτος ενθουσιασμός γρήγορα μεταδόθηκε, σαν ηλεκτρικός σπινθήρας, στους παρελαύνοντες στρατιώτες και αξιωματικούς, οι οποίοι αντιχαιρετούσαν βγάζοντας τα καπέλα τους και σείοντας τα ξίφη τους. Κλήρος, λαός, γυναίκες, άνδρες, γέροι και παιδιά ακολουθούσαν την παρέλαση ατενίζοντες τους οπλίτες, οι οποίοι, μπροστά στην ενθουσιώδη υποδοχή που τους επιφυλάχτηκε από τα αδέλφια τους, γρήγορα ξέχασαν τους κόπους και τις κακουχίες τους.
Ο απεσταλμένος της εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης, Νεολόγος, εν κατακλείδι διαπιστώνει ότι οι κάτοικοι της Λάρισας έκαμαν στον ελληνικό στρατό την καλύτερη υποδοχή από όλες όσες είχε παρακολουθήσει και κλείνει την αναφορά του στην απελευθέρωση της Λάρισας με ένα παράξενο γεγονός που του συνέβη αργά το βράδυ, όταν ολόκληρη η πόλη φωτιζόταν από τα βεγγαλικά κι αντηχούσε από τις ενθουσιώδεις ζητωκραυγές των κατοίκων αναμεμιγμένες με την ηχώ των τραγουδιών και των οργάνων. Ενώ, λοιπόν, βάδιζε προς την φωταγωγημένη αγορά, διασχίζοντας το συγκεντρωμένο πλήθος που γλεντούσε, ένας χωρικός σταμάτησε αυτόν και βγάζοντας από τον σάκο του ένα κόκκινο αυγό του το προσέφερε. Μετά τον καθιερωμένο χαιρετισμό, του ζήτησε να το τσουγκρίσουν, αφού η μέρα εκείνη ήταν το Πάσχα και η Ανάσταση των Λαρισαίων και της Θεσσαλίας, που μόλις είχε προσαρτηθεί στην Ελλάδα.
Της Κωνσταντινιάς Πατσή
* Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι Διευθύντρια του ΓΕ.Λ Τυρνάβου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University
Πηγές
Εφημερίδα,ΝΕΟΛΟΓΟΣ, Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 1881, έτος ΙΣΤ΄, αρ. φ. 3742.

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ "ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΛΑΡΙΣΣΗΣ" (1888)

Η αρχική μορφή του Δημοτικού Νοσοκομείου Λαρίσης. Φωτογραφία του 1934.
Η αρχική μορφή του Δημοτικού Νοσοκομείου Λαρίσης. Φωτογραφία του 1934.
Κατά την απελευθέρωση της το 1881 η Λάρισα στερείτο νοσηλευτικού ιδρύματος. Υπήρχε στην περιοχή του Αλκαζάρ το παλιό τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο, το οποίο με διαταγή του Τούρκου διοικητή δεχόταν και χριστιανούς ασθενείς, με δωρεάν νοσηλεία από νεαρούς ιατρούς (Αναστάσιος Ζαρμάνης, Αναστάσιος Αστεριάδης, Παναγιώτης Θεοχαρίδης, και άλλοι)[1], του οποίου όμως διεκόπη η λειτουργία του μετά την αποχώρηση του τουρκικού στρατού.
Τα πρώτα χρόνια μετά το 1881 οι νοσηλευτικές ανάγκες της πόλεως εξυπηρετήθηκαν από το πρόχειρο νοσοκομείο που ίδρυσε ένας φιλάνθρωπος δικαστικός κλητήρας, ο Ιωάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος είχε μετατρέψει την κατοικία του σε πρόχειρο νοσηλευτήριο ολίγων κλινών.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η περιγραφή του Μιχαήλ Σάπκα[2] γι' αυτό το πρώτο νοσοκομείο της Λάρισας: «Είς αγαθός γέρων, Γιάννης Παπαϊωάννου λεγόμενος, υπηρετών ως δικαστικός κλητήρ παρά τοις εν Λαρίση δικαστηρίοις, ξένος και αυτός, μόλις εγκατασταθείς εις την Λάρισαν, Μπαρμπαγιάννης προσαγορευόμενος, συνέλαβε την ιδέαν της ιδρύσεως Νοσοκομείου. Περιτρέχων πεζή με την βακτηρίαν του γήρατος ανά χείρας ανά τας πόλεις και τα χωρία της Θεσσαλίας της δικαστικής περιφερείας Λαρίσης, προς κοινοποίησιν δικαστικών αποφάσεων ή επίδοσιν δικογράφων, ωμίλει παντού περί ιδρύσεως Νοσοκομείου πολιτικού εις Λάρισαν, αναπτύσσων την εντολήν του Χριστού περί φιλαλληλίας και ευσπλαχνίας προς τον πλησίον, και εζήτει τον οβολόν των καλών χριστιανών υπέρ του ανωτέρου σκοπού. Τα συλλεγόμενα χρήματα κατέθετε εις την Εθνικήν [Τράπεζαν] ή παρέδιδε εις τον Δήμαρχον δια το Νοσοκομείον. Όταν είχε συλλεγεί αρκετόν ποσόν, εγκατέστησε εις έν δωμάτιον της οικίας του (οικία Καθεκλά), απέναντι του Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου, τέσσαρας κλίνας με όλα τα χρειώδη και ετοποθέτει εις αυτάς βαρέως πάσχοντας απόρους ξένους. Τούτους περιέθαλπε προσωπικώς μόνος του, ιατροί δε της πόλεως προθύμως προσέφερον δωρεάν τας ιατρικάς υπηρεσίας των.
Την φιλάνθρωπον ταύτην δράσιν του Μπαρμπαγιάννη, προς άρσιν πάσης υπονοίας δι’ ιδιοτελή εκμετάλλευσιν των πασχόντων, παρηκολούθη και η Δημοτική αρχή, ήτις πεπεισμένη περί των αγνών και μόνον φιλανθρωπικών αισθημάτων του Μπαρμπαγιάννη, την εκ χριστιανικών πεποιθήσεων προερχομένην, επέτρεψε εις αυτόν να περιάγη εις τας εκκλησίας κιβωτίδια προς συλλογήν εράνων υπέρ του Νοσοκομείου. Ούτω εσχηματίσθη εις την Λάρισαν ο πρώτος Νοσοκομειακός πυρήν εις την οικίαν του Μπαρμπαγιάννη, όστις πολλάς προσέφερεν υπηρεσίας εις τους πάσχοντας ξένους».
Το 1887 εκλέχθηκε Δήμαρχος Λαρίσης ο Διονύσιος Γαλάτης (1887-1891) και μία από τις πρώτες του ενέργειες υπήρξε η δημιουργία ευπρεπούς και σύγχρονου νοσηλευτικού ιδρύματος στην πόλη. Στις 12 Νοεμβρίου 1888 τέθηκε σε μειοδοτικό διαγωνισμό η «…κατασκευή Δημοτικού Νοσοκομείου εν τω μέσω του Δημοτικού Γηπέδου του κειμένου μεταξύ του ποταμού Πηνειού, του Μεβλεβή τεκέ, του τέως Στρατώνος του Πυροβολικού και του Μποστανίου του γνωστού υπό την επωνυμίαν “Κολοκυνθούς”, κατά τον υπό του Δημομηχανικού Λαρίσσης Β. Σαδούκα συνταχθέντα προϋπολογισμόν και συγγραφήν των υποχρεώσεων και κατά το υπό της Νομαρχίας Λαρίσσης εγκριθέν σχεδιάγραμμα…»[3].
Για την επιλογή της τοποθεσίας του Νοσοκομείου ο Μιχαήλ Σάπκας αναφέρει τα εξής: «Κατηρτίσθη κατάλληλος εξ ειδικών επιτροπή προς εξεύρεσιν καταλλήλου τοποθεσίας δια την ανέγερσιν του Νοσοκομείου. Αύτη επέλεξε τοιαύτην εις την ανατολικήν πλευράν της πόλεως, εις ελαφρόν ύψωμα, παρά τον οθωμανικόν τεκέν, όπου λόγω της ευχέρου τοποθεσίας συνεκεντρούντο αι αριστοκράτιδες οθωμανίδες επί τουρκοκρατίας και επεδίδοντο εις διάφορα παιχνίδια και διασκεδάσεις παρά την όχθην του Πηνειού. Η εκλεγείσα δια το Νοσοκομείον θέσις ήτο εξαιρετική, απέναντι του Ολύμπου και του Κισσάβου, υψηλή, είχε απέναντι το δάσος Γκιμπλή Ορμάν, κατόπιν Λούνα Πάρκ, εξαιρετικώς κατάφυτος εξοχή της πόλεως, ήτο αναπεπταμένη με ορίζοντα ευρύτατον, εκτάσεως 8-10 στρεμμάτων, μη απέχουσα πολύ από την δεξιάν όχθην του Πηνειού».
Στις 30 Δεκεμβρίου 1888 συντάχθηκε από τον συμβολαιογράφο της Λάρισας Παναγιώτη Σκαμβούγερα το συμφωνητικό αρ. 9502 μεταξύ του Αδελφάτου του Δημοτικού Νοσοκομείου και του εργολάβου ο οποίος ανεδείχθη από τον μειοδοτικό διαγωνισμό. Σύμφωνα μ' αυτό, μεταξύ του Αδελφάτου του Δημοτικού Νοσοκομείου, το οποίο αποτελείτο από τον Πρόεδρο Διονύσιο Σ. Γαλάτη Δήμαρχο Λαρίσης και τα μέλη Σαμουήλ Βέγα, Εμμανουήλ Σταυρίδη και Ανδρέα Κωνσταντίνου, όλοι τους έμποροι και του Κωνσταντίνου Αντωνίου Χατζηδάκη, αρχιτέκτονα, ως πληρεξούσιου του Νικολάου Τσιάμη εργολάβου, κατοίκου Αταλάντης συμφωνήθηκε ότι το Αδελφάτο του Νοσοκομείου χορηγεί εργολαβικώς στον Νικόλαο Τσιάμη την κατασκευήν Δημοτικού Νοσοκομείου στη Λάρισα αντί δραχμών 36.864,50.
Από την μελέτη του συγκεκριμένου συμβολαίου μαθαίνουμε σήμερα ότι τα σχέδια του Δημοτικού Νοσοκομείου εκτελέσθηκαν από τον Δημομηχανικό Λαρίσης Β. Σαδούκα και η κατασκευή του έγινε από τον εργολάβο Αταλάντης Νικόλαο Τσιάμη, με την εποπτεία του Λαρισαίου αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Χατζηδάκη.
Εν τω μεταξύ ο δήμαρχος Διονύσιος Γαλάτης επεδίωξε και γνωρίσθηκε με τον Ιωάννη Κουτλιμπανά πλούσιο έμπορο από την Ρουμανία, Ζαρκινό την καταγωγή, ο οποίος το διάστημα εκείνο βρισκόταν στη Λάρισα και κατόρθωσε να τον πείσει να αναλάβει τα έξοδα κατασκευής του. Για τον σκοπό αυτό ο Κουτλιμπανάς κατέθεσε άμεσα στο υποκατάστημα Λαρίσης της Τράπεζας Ηπειροθεσσαλίας το ποσόν των 40.000 δραχμών, επιφυλασσόμενος να συμπληρώσει τη δωρεά με επιπλέον ποσόν μετά την επιστροφή του στη Ρουμανία[4].
Δύο μήνες μετά την σύνταξη του συμφωνητικού, τον Φεβρουάριο του 1889, έγινε η επίσημη τελετή θεμελιώσεως του Νοσοκομείου από τον μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτο Γ΄, παρουσία του δημάρχου Διονυσίου Γαλάτη, των αρχών της πόλεως και του δωρητή Ιωάννη Κουτλιμπανά.
Στο αναφερθέν συμφωνητικό μεταξύ του αδελφάτου του Νοσοκομείου και των κατασκευαστών δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του μεγάλου ευεργέτη Ιωάννη Κουλιμπανά, ενώ δύο μήνες αργότερα διαπιστώνουμε ότι βρισκόταν στην τελετή θεμελιώσεως, όπου ήταν το τιμώμενο πρόσωπο. Φαίνεται ότι στο διάστημα αυτό λήφθηκε από τον Κουτλιμπανά η απόφαση να αναλάβει τα έξοδα κατασκευής του.
Η ανέγερση του νοσοκομείου άρχισε με ταχείς ρυθμούς και ο Μιχαήλ Σάπκας αναφέρει ότι τον Νοέμβριο του 1890 «…πενταμελής επιτροπή απαρτιζομένη εκ του Νομομηχανικού κ. Αγγελοπούλου, του Αχιλλέως Λογιωτάτου, πρώην βουλευτού και ετέρων τριών ευυπολήπτων της πόλεώς μας προσώπων, παραλαμβάνει το κατάστημα». Και οι εφημερίδες της Λάρισας στις 22 Νοεμβρίου 1890, είκοσι μήνες μετά την τελετή θεμελιώσεως, γράφουν: «Από του παρελθόντος Σαββάτου οι εις το Πολιτικόν ενταύθα Νοσοκομείον δια χρημάτων του Δήμου μας νοσηλευόμενοι ασθενείς[5], μετηνέχθησαν εις το δαπάναις του εν Ρωμανία διαμένοντος ομογενούς κ. Ι. Αστ. Κουτλιμπανά ανεγερθέν Νοσοκομείον «Ρήγας Φερραίος»[6].
Το σημερινό κείμενο μας δίνει ένα χειροπιαστό παράδειγμα για το πόσο σπουδαίος ιστορικός πλούτος περιέχεται στα ράφια των Γενικών Αρχείων του Κράτους του νομού μας και για το πόσες πληροφορίες μπορούν να αντληθούν από τις κιτρινισμένες σελίδες των εγγράφων τους.
 [1]. εφ. "Νέα Ημέρα", Λάρισα, φύλλο της 29ης Σεπτεμβρίου 1935.
[2]. Από τις ανέκδοτες χειρόγραφες «Αναμνήσεις από την ανέγερσιν του Δημοτικού Νοσοκομείου και των παραρτημάτων αυτού» του παλαιού Δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα (1873-1956), τις οποίες έγραψε λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του.
[3]. Γ.Α.Κ. Λάρισας, αρ. διακηρύξεως 4255. Η διακήρυξη αυτή είναι ενσωματωμένη στο συμβόλαιο αρ. 9502 του συμβολαιογράφου Λαρίσης Παναγιώτου Σκαμβούγερα. Αντίγραφό του μου παραχώρησε ο καλός φίλος Κώστας Θεοδωρόπουλος.
[4]. Βλ. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Οι απαρχές των νοσηλευτικών ιδρυμάτων της Λάρισας. Από τις «Αναμνήσεις» του Μιχαήλ Σάπκα, «Εύκρατον», Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης προς τιμήν του Γεωργίου Αντωνακοπούλου, ομότιμου καθηγητού της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Λάρισα 10 Μαΐου 2014, σελ. 59-78.
[5]. Ο δημοσιογράφος εννοεί εδώ το νοσηλευτήριο που είχε ιδρύσει στην ιδιωτική του κατοικία ο Ιωάννης Παπαϊωάννου, το οποίο την περίοδο εκείνη ονομαζόταν επίσημα «Πολιτικόν Νοσοκομείον Ρήγας Φερραίος».
[6]. εφ. Σάλπιγξ, Λάρισα, φύλλο της 22ας Νοεμβρίου 1890. Η αρχική ονομασία του Νοσοκομείου ως "Πολιτικόν Νοσοκομείον Ρήγας Φερραίος" διατηρήθηκε μέχρι το 1895, όταν κατά την διάρκεια τελετής κατά την οποία έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ιω. Κουτλιμπανά στον αύλειο χώρο του νοσηλευτικού ιδρύματος, έλαβε την ονομασία "Κουτλιμπάνειον Δημοτικόν Νοσοκομείον".
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com