Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

 Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ

Το καφενείο «Νέος Κόσμος», στην ανατολική πλευρά  της Κεντρικής πλατείας. Είναι το μόνο το οποίο διατηρήθηκε και μεταπολεμικά.  Η φωτογραφία δείχνει ότι οι παλιοί μαστόροι είχαν γούστο και μεράκι.  Φωτογραφία Φωτοθήκης Λάρισας.Το καφενείο «Νέος Κόσμος», στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής πλατείας. Είναι το μόνο το οποίο διατηρήθηκε και μεταπολεμικά. Η φωτογραφία δείχνει ότι οι παλιοί μαστόροι είχαν γούστο και μεράκι. Φωτογραφία Φωτοθήκης Λάρισας.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Σήμερα μας κάνει εντύπωση ότι οι παλιοί Λαρισαίοι είχαν από νωρίς βρει τρόπους ψυχαγωγίας για να ποικίλουν ευχάριστα τις λίγες ελεύθερες ώρες τους. Παρά τις χωρίς ωράριο εργασίες τους, προσπαθούσαν να εκμεταλλευθούν τις αργίες για να δώσουν χαρά στον εαυτό τους, να συναντηθούν με φίλους και γνωστούς, να συζητήσουν και να μιλήσουν για τα καθημερινά προσωπικά τους προβλήματα, απαλλαγμένοι από τους επαγγελματικούς προβληματισμούς.

Τον χειμώνα στα καφενεία που βρίσκονταν διάσπαρτα γύρω από τις πλατείες της Λάρισας, μεταξύ καφέ και «υποβρυχίου», οι θαμώνες του εξομολογούνταν τους καημούς και τα βάσανά τους, τις οικονομικές δυσκολίες, τα οικογενειακά τους προβλήματα. Στην Κεντρική πλατεία υπήρχε το καφενείο του Μαλάκη, κάτω από το ξενοδοχείο «Το Στέμμα», στη συνέχεια του Μπόκοτα κάτω από τη Λέσχη Ασλάνη και δίπλα το «Εμπορικόν», τα οποία βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της, ήταν ανοικτά και τις νύχτες ή άνοιγαν πολύ νωρίς το πρωί. Σ’ αυτά σύχναζαν οι αμαξάδες που είχαν παρατεταγμένα στη σημερινή Κύπρου τα μόνιππα (τα ταξί της εποχής), οι περαστικοί από τη Λάρισα που για οικονομικούς λόγους απέφευγαν τα ξενοδοχεία ύπνου και οι επαγγελματίες που έπρεπε να πάνε πολύ νωρίς στη δουλειά τους (φούρναροι, μανάβηδες και άλλοι), να πιουν τον πρώτο καφέ της ημέρας. Στην ανατολική πλευρά ήταν το καφενείο «Νέος Κόσμος» του Καρανίκα αρχικά και μετά του Δ. Αντωνιάδη όπου περνούσαν τις ελεύθερες ώρες οι συνταξιούχοι και οι μικροαστοί. Εδώ γινόταν πόλεμος μεταξύ των πελατών ποιος πρώτος θα διαβάσει την τοπική εφημερίδα, που ήταν προσαρμοσμένη σε ένα μεγάλο και όμορφο ξύλινο πλαίσιο για να μπορεί να διατηρείται εύκολα ανοικτή ολόκληρη η σελίδα της. Στη γωνία με την Κούμα ήταν «Τα Τέμπη» του Λ. Αντωνιάδη και μετά ο «Παράδεισος», ένα καφενείο που άφησε εποχή στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στη νότια πλευρά, στο ισόγειο του μεγάρου Κατσαούνη ήταν το «Ντορέ» του Δημητρίου Πάλτσου και αφού μεσολαβούσε το κτίριο της Εμπορικής Τράπεζας, κάτω από το μέγαρο του Μποσινιώτη το καφενείο «Πανελλήνιον» του Μήτσου Βρεττόπουλου και πιο μπροστά το «Ντορέ» του Κώστα Πάλτσου. Αυτά τα καφενεία ήταν τόπος συνάντησης της καλής κοινωνίας της Λάρισας (δικηγόροι, ιατροί, έμποροι και άλλοι). Στη δυτική πλευρά, στο ισόγειο του κτιρίου Νικολάου Καρανίκα, βρισκόταν το καφενείο «Βασιλικόν» των αδελφών Ρεμπάπη, στο οποίο παραδόξως σύχναζαν αντιβασιλικοί. Όλα αυτά τα καφενεία τα έχουμε ήδη αναφέρει όταν περιγράψαμε τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν.
Εξ ίσου πολλά ήταν και τα θερινά κέντρα τα οποία βρίσκονταν στις παρυφές της Λάρισας, γι’ αυτό και ονομάζονταν εξοχικά. Αυτά την ημέρα ήταν συνήθως καφενεία, ενώ τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια συγκέντρωναν αρκετό κόσμο που ήθελε να νιώσει λίγη δροσιά. Ήταν το Αλκαζάρ, η Κιβωτός, ο Κήπος του Κατσαούνη, το Λούνα Παρκ, το Φάληρο. Γι’ αυτά έχουμε λίγο-πολύ αναφερθεί σε προηγούμενα δημοσιεύματα. Στο σημερινό σημείωμά μας θα αναφερθούμε στα θερινά εξοχικά κέντρα του μεσοπολέμου, τα οποία βρίσκονταν στην περιοχή των δύο Σιδηροδρομικών Σταθμών, του Διεθνούς ή Λαρισαϊκού και του Θεσσαλικού.
Ένα παλιό εξοχικό κέντρο το οποίο σήμερα έχει ξεχασθεί από τη λήθη του χρόνου και λίγοι το γνωρίζουν ήταν το «Κουκλάκι», ένα θερινό κέντρο με παράξενο όνομα, για το οποίο δεν μπόρεσα να βρω μια αιτιολογημένη αναφορά γύρω από την ονομασία του. Ιδιοκτήτης ήταν ο Αλέκος Φρυτζαλάς και βρισκόταν κοντά στον σταθμό του Θεσσαλικού σιδηροδρόμου, δίπλα από τα ψυγεία των Χολέβα-Μαρκατά. Άρχισε να λειτουργεί το 1924, σε μια περίοδο η οποία αντιμετώπιζε τις επιπτώσεις της μικρασιατικής καταστροφής, με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την παρουσία στη Λάρισα μεγάλου αριθμού προσφύγων. Ήταν κέντρο λαϊκό και γνώρισε μεγάλες δόξες. Το προτιμούσαν ως τόπο συνάντησης οι στρατιώτες, ίσως γιατί ήταν απομονωμένο από το κέντρο της πόλης, καθώς την εποχή εκείνη δεν επιτρέπονταν να κυκλοφορούν στην Κεντρική πλατεία, ούτε να κάθονται σε καταστήματα αναψυχής όπου σύχναζαν οι αξιωματικοί. Όπως έχουν γράψει άνθρωποι που υπήρξαν θαμώνες του, αυτό ήταν καθαρό, με καλή εξυπηρέτηση και μαζί με τον καφέ πρόσφερε «υποβρύχια», λουκούμια, γλυκά του κουταλιού, καθώς επίσης και τσίπουρο με εξαιρετικούς μεζέδες. Διέθετε μια περιποιημένη αυλή με πολλά λουλούδια και δένδρα και το κυριότερο την είχε διαρρυθμίσει με τα περίφημα «σεπαραδάκια», ειδικά ιδιωτικά διαμερίσματα, χωρισμένα με αναρριχόμενα φυτά, ώστε να μπορούν να καταφεύγουν παράνομα ζευγάρια χωρίς να γίνονται εύκολα αντιληπτά. Τα ήθη της εποχής εκείνης δεν επέτρεπαν τις φανερές ερωτικές συναντήσεις έστω και απλές. Επιπλέον το κέντρο διέθετε μουσική από γραμμόφωνο, μεγάλη τεχνική κατάκτηση της εποχής. Παρά την καλή περιποίηση, τα εκλεκτά εδέσματα και το καλό όνομα που είχε αποκτήσει, το «Κουκλάκι» σταμάτησε τη λειτουργία του το 1931.
Ένα άλλο θερινό εξοχικό κέντρο στην ίδια περιοχή ήταν το «Θεσσαλικόν». Αυτό είχε αναπτυχθεί σε μια κατάφυτη κυκλική πλατεία την οποία αντίκριζε κανείς καθώς έβγαινε από το κτίριο του Θεσσαλικού σιδηροδρομικού σταθμού[1]. Η πλατεία αυτή ήταν κατάφυτη από δένδρα μικρά και μεγάλα και από λουλούδια, το έδαφός της βρισκόταν ελαφρώς υπερυψωμένο από τους γύρω προσπελάσιμους προς τον σταθμό δρόμους και καλυπτόταν από φυσικό πράσινο χλοοτάπητα. Πάνω του υπήρχαν διάσπαρτα τραπεζοκαθίσματα. Άρχισε τη λειτουργία την ίδια χρονιά με το «Κουκλάκι» (1924), διέθετε πίστα χορού και πολλές φορές ζωντανή ορχήστρα διασκέδαζε τους θαμώνες. Εκτός από τα συνήθη τοπικά αναψυκτικά (γκαζόζες του Χαμαϊδή ή του Δικόπουλου) διέθετε και κουζίνα. Συγκέντρωνε πολύ και εκλεκτό κόσμο και η λειτουργία του διήρκεσε επί μία δεκαετία. Το 1934 έκλεισε, και ένας ακόμη χώρος ψυχαγωγίας στην πόλη σταμάτησε.
Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο αποτυπώνει την περιοχή του Θεσσαλικού Σιδηροδρομικού Σταθμού της Λάρισας. Προέρχεται από το αρχείο του Αντώνη Γαλερίδη και είναι έκδοση του Νίκου Κουρτίδη (nicour) από την Αθήνα. Δεξιά μέσα στα πλατάνια υπήρχαν τραπεζοκαθίσματα, τα οποία ήταν αναπτυγμένα μέσα στο πράσινο και πρόσφεραν δροσιά και διασκέδαση στους θαμώνες του. Ήταν η εποχή που η Λάρισα διέθετε δύο σιδηροδρομικούς σταθμούς και η μετακίνηση προς Βόλο γινόταν αποκλειστικά με τον Θεσσαλικό σιδηρόδρομο. Στο βάθος απεικονίζεται το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, παρόμοιο με το αντίστοιχο του Βόλου, αρχιτεκτονικό έργο του Εβαρίστο ντε Κίρικο, πατέρα του διάσημου ζωγράφου Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Πίσω από το κτίριο ήταν οι σιδηροδρομικές γραμμές. Στο κέντρο της φωτογραφίας απεικονίζεται το κτίριο του σταθμού, με το χαρακτηριστικό κεντρικό υπερώο που είχαν οι σταθμοί του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου. Σήμερα ας μην τολμήσει να περπατήσει κανείς στους χώρους αυτούς. Ο σεισμός του 1941 επέφερε ζημιές και οι επόμενοι σεισμοί το αποτελείωσαν. Μια προκλητική εγκατάλειψη τον έχει αφήσει έρμαιο διαφόρων περιθωριακών ατόμων. Και ο ΟΣΕ περί άλλα τυρβάζει...
Επί της σημερινής οδού Παλαιολόγου και ακριβώς απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό των ΣΕΚ (ΟΣΕ σήμερα) βρισκόταν το εξοχικό κέντρο «Παυσίλυπο». Είχε σχήμα πολυγωνικό, εν είδει ροτόντας, και αρχικά υπήρξε επιχείρηση του Αλέκου Ξυραδάκη[2]. Η έναρξή του τοποθετείται πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Οι πελάτες του έφθαναν μετά τα μεσάνυχτα, διέθετε ορχήστρα με λαϊκά όργανα, καλλίπυγες αρτίστες και μπορούμε να πούμε ότι ήταν ο πρόδρομος των σημερινών «σκυλάδικων». Περί το 1928 κατεδαφίσθηκε η ροτόντα και κατασκευάσθηκε νέο οίκημα, αυτό περίπου που υπάρχει μέχρι σήμερα. Νέος υπήρξε και ο επιχειρηματίας, ένας ονόματι Αρμένος, ο οποίος το δούλεψε ως καφενείο και μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες μετακαλούσε και ορχήστρα[3].
Το κέντρο διασκέδασης «Όασις» λειτούργησε στην περιοχή των ΣΕΚ μεταπολεμικά και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Νυκτερινό κέντρο που άφησε εποχή. Όμως γι’ αυτό θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείωμά μας.

---------

[1]. Φωτογραφία της πλατείας αυτής δημοσιεύθηκε σε πρόσφατο κείμενο. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ο σταθμός του Θεσσαλικού σιδηροδρόμου, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 23ης Σεπτεμβρίου 2018.
[2]. Γιός του Αλέκου Ξυραδάκη ήταν ο Ιωάννης Ξυραδάκης, από τους καλύτερους κουρείς στη Λάρισα. Είναι ο πρώτος που άνοιξε κομμωτήριο. Αρχικά στεγάσθηκε στην οδό Ερμού. Περί το 1920 μετακόμισε στην οδό Κούμα, δίπλα από τη Λαρισαϊκή Λέσχη και μεταπολεμικά κάτω από το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» στην Κεντρική πλατεία.
[3]. Βλέπε: Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Λησμονημένα κέντρα του παλιού καιρού, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 27ης Αυγούστου 1979.

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ο Πηνειός και η Οσσα


Ο Πηνειός και η Όσσα. Χαρακτικό του Haller von Hallestein. 1817Ο Πηνειός και η Όσσα. Χαρακτικό του Haller von Hallestein. 1817

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στο σημερινό σημείωμα δημοσιεύουμε ένα άγνωστο χαρακτικό, το οποίο εντόπισε εδώ και καιρό ο Κώστας Θεοδωρόπουλος, συλλέκτης και ιστορικός, με πλούσιο ερευνητικό έργο [1].

Είναι έργο του Χάλλερ φον Χάλλερστάϊν (το πλήρες γερμανικό του όνομα ήταν Johann Carl Christoph Wilhelm Joachim Haller von Hallerstein) (1774-1817). Υπήρξε Γερμανός βαρόνος, αρχιτέκτονας μηχανικός και κλασικός αρχαιολόγος. Καταγόταν από παλιά οικογένεια της Νυρεμβέργης και σπούδασε καλές τέχνες και αρχιτεκτονική στη Στουτγάρδη και εν συνεχεία στην ακαδημία του Βερολίνου. Το 1810 συνόδευσε μια μεγάλη ομάδα Γερμανών αρχαιολόγων και Βρετανών αρχιτεκτόνων οι οποίοι επισκέφθηκαν και την Ελλάδα. Μελέτησε τα μνημεία της Αθήνας και ερεύνησε τον Ναό της Αφαίας στην Αίγινα και τον Ναό του Επικουρίου Απόλλωνα στις Βάσσες. Αργότερα διεύθυνε αρχαιολογικές ανασκαφές και στον αρχαιολογικό χώρο του θεάτρου της Μήλου. Το 1816 επέστρεψε στην Αθήνα και συνέχισε μόνος τις μελέτες του στην Αττική. Καθοριστική είναι η γνωριμία του με τον Georg Christian Gropius [2], ο οποίος με τις γνωριμίες που διέθετε, πρότεινε στον Hallerstein να κτίσει δύο γέφυρες, την πρώτη στη Χαλκίδα και τη δεύτερη στα Τέμπη. Τελικά αποδέχθηκε την πρόταση του Βελή πασά της Λάρισας να κτίσει τη γέφυρα στα Τέμπη. Έφθασε στη Λάρισα στις 21 Οκτωβρίου του 1817 και περιηγήθηκε την Κοιλάδα των Τεμπών για να εντοπίσει σε πιο σημείο να κατασκευασθεί η γέφυρα. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στη Λάρισα φιλοτέχνησε και το δημοσιευόμενο σήμερα χαρακτικό. Εν τω μεταξύ είχε προσβληθεί από ελονοσία και παρά τις κρίσεις υπερπυρεξίας, συνέχιζε την περιήγησή του στα Τέμπη. Στις 5 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ενώ μελετούσε και σχεδίαζε τη γέφυρα, υπέστη φοβερή πυρετική κρίση, μεταφέρθηκε επειγόντως στα γειτονικά Αμπελάκια, όπου την ίδια μέρα πέθανε. Ενταφιάσθηκε στον αύλειο χώρο εκκλησίας του χωριού. Αργότερα η σωρός του μεταφέρθηκε από τα Αμπελάκια στην Αθήνα και ετάφη στο Θησείο. Τελικά το σχέδιο κατασκευής νέας γέφυρας στα Τέμπη ματαιώθηκε οριστικά.
Δυστυχώς οι λεπτομέρειες του χαρακτικού που Haller που δημοσιεύουμε δεν είναι ευκρινείς και η αντιγραφή του ατελής. Ο ίδιος έβαλε τη λεζάντα «Ο Πηνειός και η Όσσα» και απεικονίζει την περιοχή, στο σημείο όπου εκεί σήμερα είναι κτισμένο το Κρατικό Νοσοκομείο και οι εγκαταστάσεις του Δημοτικού Ραδιοφώνου, στα Παλαιά Σφαγεία. Είναι μια απεικόνιση που την συναντάμε πρώτα στα έργα του Εσθονού Otto Magnus von Stackerberg (1811) και του Γάλλου Francois Pouqueville (1812) και αργότερα του Βρετανού Christopher Wordsworth (1833) και του Γάλλου Hippolyte Lapeyre (1851).
Στο χαρακτικό απεικονίζεται το βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, μέρος μιας περιοχής της συνοικίας Σουφλάρια. Μπροστά και στα δεξιά της εικόνας υπάρχουν σε μεγάλη έκταση διάσπαρτες όρθιες λίθινες στήλες, οι οποίες υποδηλώνουν την παρουσία μουσουλμανικού νεκροταφείου σ’ αυτή την περιοχή, το οποίο εκτεινόταν μέχρι τον χώρο όπου καταλαμβάνει σήμερα το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Σε ορισμένα σημεία ο χώρος του οθωμανικού νεκροταφείου περικλείεται με πασσάλους κάθετα τοποθετημένους. Αριστερά ο Πηνειός κυλά ήρεμα τα νερά του ανάμεσα από κατάφυτες όχθες. Είναι η περιοχή όπου κατά το πρώτο μισό του 20ου αι. υπήρχε μία από τις δύο περαταριές (πορθμεία) που διέθετε η Λάρισα [3] και συνέδεε τη δεξιά όχθη με την απέναντι αριστερή όχθη του ποταμού, όπου βρισκόταν το θερινό ψυχαγωγικό κέντρο «Λούνα Πάρκ». Η συνοικία αποτελείται από αραιές, χαμηλές και απλές κατοικίες, μέσα από τις οποίες προβάλλουν συστάδες δένδρων, χωρίς καμιά ρυμοτομική διάταξη, ενώ αραιές σκιές ανθρώπων κινούνται ανάμεσα στους χώρους. Στο κέντρο της εικόνας προβάλλει τζαμί με πανύψηλο μιναρέ και διάφορα κτίσματα γύρω του. Η πορεία του Πηνειού στρέφεται προς ανατολάς, ενώ πίσω από τα διάσπαρτα σπίτια της συνοικίας διαγράφεται η μεγάλη θεσσαλική πεδιάδα, η οποία στο βάθος περιχαρακώνεται από τα υψώματα της Χασάμπαλης. Εκείνη που διακρίνεται καθαρά είναι η κορυφογραμμή της Όσσας, ενώ αριστερά διαγράφεται επιβλητική η χαρακτηριστική κωνική απόληξη του βουνού.
Στο τοπίο αυτό ο καλλιτέχνης φαίνεται ότι μελέτησε την ίδια τη φύση με απλότητα, χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αρετές. Ο Hallestein με τη γραφίδα του, αποδίδει ότι βλέπει με παραδειγματική ακρίβεια και με ερασιτεχνική αισθαντικότητα. Το τοπίο είναι γι’ αυτόν τοπίο, δεν είναι ούτε σύμβολο, ούτε αλληγορία, ούτε ιστορία.
[1]. Θεοδωρόπουλος Κωνσταντίνος. Η ιστορία ενός πέτρινου γεφυριού στα Τέμπη που δεν κτίσθηκε ποτέ! Πρακτικά 8ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών. Λάρισα 5-6 Δεκεμβρίου 2014. Λάρισα (2015) σελ. 99-110. Στο δημοσίευμα αυτό υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της ζωής του και περιγράφονται οι άγονες προσπάθειές του να κτίσει ένα πέτρινο γεφύρι στην περιοχή των Τεμπών, έπειτα από την καταστροφή το 1811 του μεγάλου γεφυριού που είχαν κτίσει οι Οθωμανοί κοντά στο Ομόλιο, άφθονα υπολείμματα του οποίου υπάρχουν μέχρι και σήμερα.
[2]. Ο Georg Gropius (1776-1850) ήταν Γερμανός επιχειρηματίας, αρχαιολόγος, χαράκτης και διπλωμάτης. Το 1802-1803 ήλθε στην Ελλάδα ως συνταξιδιώτης και εικονογράφος του περιηγητή Jakob Bartholdy. Από το 1803 ο Γκρόπιους έζησε μόνιμα στην Ελλάδα και το 1810 διορίσθηκε υποπρόξενος της μεγάλης Βρετανίας στο Τρίκερι, σπουδαίο τότε εμπορικό λιμάνι για έξι χρόνια. Υποστήριξε ένθερμα την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και το 1840 έγινε Γενικός Πρόξενος της Αυστρίας στην Αθήνα.
[3]. Η άλλη περαταριά βρισκόταν στην περιοχή του Αλκαζάρ, στο ύψος του σημερινού ομώνυμου Σταδίου και συνέδεε την περιοχή αυτή με τη συνοικία Ταμπάκικα.

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

 Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Το τουρκικό λουτρό της Λάρισας

 
Η οδός Βενιζέλου και δεξιά στη φωτογραφία οι θόλοι (μεγάλος και μικρός) από το Μεγάλο Τουρκικό Λουτρό (Buyuk Xamam).  Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα.Η οδός Βενιζέλου και δεξιά στη φωτογραφία οι θόλοι (μεγάλος και μικρός) από το Μεγάλο Τουρκικό Λουτρό (Buyuk Xamam). Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Ένα από τα δημόσια κτίρια της Λάρισας, τα οποία κτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας στον ελληνικό χώρο είναι και το Μεγάλο Λουτρό (Buyuk Xamam).

Οι Λαρισαίοι καθώς διασχίζουν την οδό Βενιζέλου, λίγα μέτρα μακριά από το Αρχαίο Θέατρο, αντικρίζουν τον τρούλο ενός κτίσματος. Είναι μέρος από το Μεγάλο Τουρκικό Λουτρό (Buyuk Hamam) της πόλης μας. Παλαιότερα το προσδιόριζαν σαν “Rooms” και αργότερα σαν “Hamam”, από το νεανικό κέντρο ψυχαγωγίας που λειτουργούσε στους χώρους του.
Όμως το κτίσμα αυτό που χάνεται ανάμεσα στις πολυτελείς βιτρίνες των καταστημάτων του εμπορικού αυτού δρόμου της Λάρισας, είναι ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα μέχρι σήμερα κτίρια της εποχής της τουρκοκρατίας, για το οποίο μάλιστα η Αρχαιολογική Υπηρεσία, αντιλαμβανόμενη την ιστορική του αξία, το ανέδειξε έπειτα από μια σωστική αποκατάσταση των χώρων του, ενώ οι επιχειρηματίες οι οποίοι το λειτουργούν, φαίνεται ότι το σέβονται και το προστατεύουν. Προβλέπεται μάλιστα ότι σύντομα ο χώρος αυτός θα απαλλαγεί από τα πρόσθετα νεότερα κτίσματα που έχουν κτιστεί για εμπορικούς σκοπούς και θα αναδειχθεί ολοκληρωμένο, ώστε να αποτελέσει ένα από τα μνημεία που θα περιλαμβάνει ο «Μεγάλος Περίπατος» που προγραμματίζει ο Δήμος Λαρισαίων, σε συνεργασία με το Σωματείο «Διάζωμα», το οποίο διοικείται από τον πολύπειρο και χαρισματικό Σταύρο Μπένο, ο οποίος διετέλεσε δήμαρχος Καλαμάτας και υπουργός Πολιτισμού.
Δεν μας είναι γνωστή η χρονολογία κατασκευής του. Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι είναι κτίσμα του 17ου ή 18ου αιώνα, ενώ υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι τοποθετούν την αρχική φάση του κτίσματος στον 15ο αιώνα, αμέσως μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Οθωμανούς και την έλευση του Τουρχάν μπέη και των διαδόχων του Ομέρ μπέη και Χασάν μπέη. Αρχιτεκτονικά το Μεγάλο Χαμάμ της Λάρισας ακολουθεί τη βασική μορφή που είχαν τα δημόσια Οθωμανικά λουτρά επί τουρκοκρατίας, με τους τέσσερες κατά σειράν βασικούς χώρους, την αίθουσα αποδυτηρίων, τον μεταβατικό χώρο που χρησιμεύει για ανάπαυση και προετοιμασία του σώματος, τον κυρίως ζεστό χώρο ο οποίος καλύπτεται με τρούλο και το θερμαντικό κέντρο. Το δάπεδο όλων αυτών των χώρων βρίσκεται 2,5 περίπου μέτρα χαμηλότερα από την επιφάνεια του πεζόδρομου της Βενιζέλου[1].
Ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός (κρυμμένος κάτω από το όνομα «Ολύμπιος»), διατηρούσε στο διάστημα 1968-1981 στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Λάρισα», και το 1982-1983 στην εφημερίδα «Ελευθερία», τη στήλη «Η Λάρισα που χάθηκε». Στα κείμενά του αυτά αναφέρει διάφορα ιστορικά γεγονότα της πόλης με έναν ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο. Πολλές φορές μάλιστα είναι διανθισμένα με ανέκδοτες διασκεδαστικές ιστορίες προσώπων και γεγονότων που είχαν κάνει αίσθηση στην εποχή τους.
Σε ένα από τα δημοσιεύματά του αναφέρει ότι υπήρχε επί τουρκοκρατίας και ένα δεύτερο λουτρό, ειδικά για γυναίκες, εκτός από το Μικρό Λουτρό (Κιουτσούκ Χαμάμ) που υπήρχε στην περιοχή του ξενοδοχείου «Divani Palace». Η είσοδός του βρισκόταν επί της οδού Ερμού και εκτεινόταν επί της οδού Πανός, δρόμος ο οποίος επί τουρκοκρατίας δεν είχε ακόμη διανοιχθεί. Γράφει επί λέξει ο Κώστας Περραιβός[2]: «Στην αρχή-αρχή της οδού Ερμού, στο αριστερό από την πλευρά της οδού Κύπρου, υπήρχε μια πελώρια είσοδος που οδηγούσε σε δημόσια λουτρά (χαμάμι). Προπολεμικά άκουσα από υπέργηρους Λαρισινούς ότι το χαμάμι αυτό ήταν αποκλειστικώς για τις γυναίκες, ενώ το άλλο που υπάρχει ακόμη πίσω από το εμπορικό κατάστημα των αδελφών Φάϊς (το Buyuk Xamam), εξυπηρετούσε μόνον άνδρες και αποκλειστικά Τούρκους. Το γυναικείο χαμάμι εκτεινόταν μέχρι την οδό Πανός και την έφρασσε. Αυτός ο δρόμος δεν υπήρχε στον καιρό της τουρκοκρατίας και διανοίχθηκε κατά το 1883, μόλις άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου πόλεως. Τη διάνοιξη διευκόλυνε μια πυρκαγιά η οποία αποτέφρωσε τα κτίσματα γύρω από το χαμάμι[3]. Ίσως η πυρκαγιά αυτή να μην ήταν τυχαία, όπως δεν ήταν τυχαία και μια άλλη που συνέβη το 1887 και επέτρεψε τη διάνοιξη της άλλοτε οδού Φαρσάλων και νυν Φραγκλίνου Ρούσβελτ[4]. Πάντως η φωτιά άνοιξε την οδό Πανός και συνέβαλε στην ανάπτυξη της οδού σε εμπορικό δρόμο. Για την ιστορία πρέπει να σημειώσω ότι η είσοδος του γυναικείου χαμάμ ήταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κοσμηματοπωλείο του Σάπκα. Όπως μου είπε ο ίδιος ο Σάπκας, όταν αγόρασαν το μαγαζί ο χώρος ήταν λιγότερος, γιατί υπήρχαν ακόμη τα μεγάλα τείχη του λουτρού από την μια και την άλλη μεριά. Όταν στα 1941 έγιναν οι πρώτοι μεγάλοι σεισμοί και σαρώθηκε η στέγη, ο Σάπκας αποφάσισε να το ανακατασκευάσει και γκρέμισε τα μεγάλα τείχη, έκτισε νέα και κέρδισε αρκετό χώρο».
Ο Θεόδωρος Παλιούγκας αναφέρει ότι μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 στο ελληνικό βασίλειο, το Μεγάλο Λουτρό ουσιαστικά σταμάτησε να λειτουργεί και έκτοτε δεν χρησιμοποιήθηκε. Όμως λόγω της θέσεως του εδάφους των αιθουσών του σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον εξωτερικό χώρο, η θερμοκρασία μέσα σ’ αυτό διατηρούνταν ακόμα και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες πολύ χαμηλή. Με το πλεονέκτημα αυτό βρέθηκε να είναι για αρκετό χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα μέχρι την δημιουργία από τον Κωνσταντίνο Κατσαούνη του πρώτου Παγοποιείου στα Ταμπάκικα στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αι., αποθήκη χιονιού που το χρησιμοποιούσαν κατά τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού. Θα καταφύγουμε και πάλι στον Κώστα Περραιβό, ο οποίος γράφει σχετικά: «Αλλά δεν ήταν μόνο μολυσμένο το νερό[5], αλλά τα καλοκαίρια ήταν τόσο ζεστό, που δεν μπορούσε κανείς να το πιει παρά μόνον από ανάγκη. Και για να το δροσίσουν λίγο οι καψωμένοι Λαρισινοί, το μετάγγιζαν σε στάμνες και κανάτια που τη νύχτα τα άφηναν στα αυλές ή τα έδεναν και τα κατέβαζαν σε πηγάδια, εκεί όπου υπήρχαν τέτοια. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε να δροσισθεί το νερό. Και το πηγάδι του Καστοριανού[6] το χρησιμοποιούσαν οι καταστηματάρχες της οδού Ερμού για να δροσίζουν το νερό που έπιναν. Έδεναν κανάτια με τριχιές και τα κατέβαζαν στο πηγάδι, όπου τα άφηναν κάποιες ώρες και δρόσιζαν. Αλλά τέτοια εποχή κατέβαζαν και καρπούζια, τα οποία τοποθετούσαν σε καλάθια και τα ανέσυραν το μεσημέρι που θα πήγαιναν στα σπίτια για φαί. Η ψύξη των καρπουζιών ήταν μια άλλη αφορμή για καυγάδες. Πολλοί πήγαιναν, ανέσυραν τα ξένα καρπούζια και τα πήγαιναν σπίτια τους. Όταν όμως καμιά φορά ανακαλύπτονταν οι δράστες των κλοπών, ξυλοφορτώνονταν άγρια από τα θύματά τους. Μόνον οι εύποροι μπορούσαν να προμηθεύονται χιόνι από το χαμάμι που βρίσκεται εκεί όπου σήμερα το κατάστημα Φάϊς[7]. Στο χαμάμι αυτό αποθήκευαν χιόνι που έφερναν από τις κορυφές του Κισσάβου αγωγιάτες από τη Σπηλιά.
Το χιόνι το τύλιγαν σε φτέρες για να μην λιώνει κατά τη διαδρομή και μέσα σε φτέρες το συντηρούσαν και στο χαμάμι. Το χιόνι διατίθενταν κυρίως για φάρμακο για όσους είχαν προσβληθεί από τύφο. Το έβαζαν σε σακούλες από λεπτό μουσαμά και το τοποθετούσαν στην κοιλιά του αρρώστου. Σε πολλές περιπτώσεις οι ασθενείς γλίτωναν τον θάνατο, αλλά η νόσος συνήθως τους άφηνε κουσούρια αθεράπευτα. Υπήρχαν όμως και οι παραλήδες, οι οποίοι ακριβοπλήρωναν για να προμηθευθούν χιόνι, το οποίο τοποθετούσαν μέσα σε καζάνια και στο κέντρο έβαζαν στάμνες»[8].

----------
[1]. Παλιούγκας Θεόδωρος. Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Β΄, σελ. 497-508. Στο βιβλίο αυτό ο αναγνώστης θα βρει πολλά και λεπτομερή στοιχεία για τα λουτρά της τουρκοκρατούμενης Λάρισας, με σχέδια και φωτογραφίες.
[2]. Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η οδός Ερμού, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 9ης Ιουλίου 1973.
[3]. Αναφέρεται στη μεγάλη πυρκαγιά που έγινε το 1882 στην κεντρική περιοχή της Λάρισας Ξυλοπάζαρο. Η πυρκαγιά αυτή και η φοβερή πλημμύρα του Οκτωβρίου του 1883 «βοήθησαν» στην ταχύτερη έναρξη εφαρμογής του νέου Σχεδίου Πόλεως της Λάρισας.
[4. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Πώς άνοιξε η οδός Φαρσάλων (Ρούσβελτ), εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 5ης Αυγούστου 2015.
[5]. Είναι γνωστός ο ανθυγιεινός τρόπος υδροδότησης πόσιμου νερού από τον Πηνειό την εποχή εκείνη, όταν και το νερό των πηγαδιών είχε κριθεί ακατάλληλο ως πόσιμο. Βλέπε Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Οι «Σακατζήδες» της Λάρισας, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 19ης Οκτωβρίου 2014.
[6]. Υπήρχε στην περιοχή μεταξύ των οδών Ερμού και Πανός, εκεί που κατά το 1923 διανοίχθηκε η Στοά Κουτσίνα. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Στοά Κουτσίνα Α΄, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 28ης Φεβρουαρίου 2018.
[7]. Εννοεί το Μεγάλο Λουτρό. Το κατάστημα Φάϊς ήταν οπωροπωλείο στη γωνία των σημερινών οδών Βενιζέλου και Φιλελλήνων, με πρόσοψη προς τη Φιλελλήνων και κάλυπτε ένα μέρος του Λουτρού.
[8]. Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός), Ένα πηγάδι που έκανε ...θαύματα, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 13ης Αυγούστου 1973.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η περιοχή των Ανακτόρων το 1897


Τα Ανάκτορα της Λάρισας και ο περιβάλλων χώρος όπως ήταν το 1897Τα Ανάκτορα της Λάρισας και ο περιβάλλων χώρος όπως ήταν το 1897

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η μεταβολή της οικιστικής μορφής της Λάρισας μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε γρήγορη.

Φωτογραφίες και χαρακτικά της πόλης της εποχής εκείνης που έχουν διασωθεί, δείχνουν πόσο έχουν αλλάξει σήμερα ορισμένες περιοχές της, σε σημείο που να δυσκολεύουν την ταυτοποίηση όσων απεικονίζουν.
Το χαρακτικό που παρουσιάζεται σήμερα δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία γαλλική εφημερίδα Le Monde Illustre των Παρισίων, στο φύλλο της 17ης Απριλίου του 1897, σελ. 244. Όπως σημειώνεται στη λεζάντα του, είναι πιστή αντιγραφή φωτογραφίας του Γάλλου δημοσιογράφου Henri Turot, απεσταλμένου της γαλλικής εφημερίδας στο μέτωπο του ελληνοτουρκικού πολέμου. Ως εκ τούτου η αξιοπιστία του δεν αμφισβητείται. Απεικονίζει την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Δημοτικό Ωδείο με τη γειτονική πλατεία του Αγίου Βησσαρίωνος και την Πλατεία Λαού (Μπλάνα).
Ο φωτογράφος στάθηκε στο σημείο που σήμερα είναι το πεζοδρόμιο της οδού Κύπρου, στο ύψος περίπου της εισόδου του υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων της πλατείας και έστρεψε τον φακό του προς τα βόρεια. Μπροστά διακρίνεται ένας ανοικτός, ανώμαλος και αδιαμόρφωτος χώρος. Την περίοδο εκείνη υπήρχαν πολλοί τέτοιοι ακάθαρτοι χώροι μέσα στην πόλη, οι οποίοι δημιουργούσαν πολύ συχνά σοβαρά προβλήματα υγιεινής. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο χώρος αυτός ισοπεδώθηκε, διαμορφώθηκε σε πλατεία και περιμετρικά φυτεύτηκαν δύο σειρές δένδρων. Το 1922 γέμισε με παράγκες, οι οποίες στέγασαν τα πρόχειρα καταστήματα των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής. Το 1932 η δημοτική αρχή απομάκρυνε τους πρόσφυγες και έκτισε τη Δημοτική ή Νέα Αγορά όπως την αποκαλούσε ο κόσμος, η οποία τελικά κατεδαφίστηκε επί δημαρχίας Μπλάνα για να δημιουργηθεί η σημερινή πλατεία που φέρει το όνομά του, με τον υπόγειο χώρο στάθμευσης.
Το πρώτο κτίριο από αριστερά είναι το κονάκι των αδελφών Χουσνή μπέη και Χαϊρή μπέη, από τους οποίους το αγόρασε το 1881 ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ και το διαμόρφωσε σε ανάκτορο, το οποίο χρησιμοποιούσε το φθινόπωρο κάθε χρόνο, όταν γίνονταν τα μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια στην περιοχή και παρέμενε έναν με δύο μήνες στη Λάρισα. Όπως φαίνεται και στο χαρακτικό, το κτίριο είναι περιφραγμένο και περιβάλλεται από αυλή. Με λίγη προσοχή μπορεί κανείς να διακρίνει και ένα στρατιωτικό φυλάκιο, επειδή τις ημέρες εκείνες του 1897 τα ανάκτορα φιλοξενούσαν τον διάδοχο Κωνσταντίνο και συγχρόνως στέγαζαν το στρατηγείο των πολεμικών επιχειρήσεων του ελληνικού στρατού. Το 1915 το ανάκτορο με όλη τη γύρω περιοχή και την πλατεία αγόρασε ο Δήμος από τον πρίγκιπα Νικόλαο, γιο του βασιλιά Γεωργίου Α΄, από τον οποίο το κληρονόμησε. Σήμερα στη θέση αυτή βρίσκεται το οικοδομικό συγκρότημα του Δημοτικού Ωδείου.
Δεξιότερα στην εικόνα υπάρχει ένα μεγάλο κτίριο. Ήταν η πρώτη κατοικία του συμβολαιογράφου Ανδρέα Ροδόπουλου. Είχε έλθει από την Πελοπόννησο αμέσως μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, με σκοπό να εργασθεί σε μια περιοχή όπου έλλειπαν γενικά οι δικηγόροι. Ο Ανδρέας Ροδόπουλος ήταν παππούς του πολιτευτή Τάκη Ροδόπουλου, του λογοτέχνη Μ. Καραγάτση και της Ροδόπης, γυναίκας του διευθυντή της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Φιλοποίμενος Τζουλιάδη [1]. Το οίκημα αυτό που είχε εγκαταλειφθεί λόγω παλαιότητας, με προτροπή της βασίλισσας Όλγας το αγόρασε ο Γεώργιος Α’ και το κατεδάφισε. Έτσι αυξήθηκε σημαντικά ο αύλειος χώρος και η Όλγα βρήκε την ευκαιρία να κτίσει το παρεκκλήσι του ανακτόρου, το οποίο αφιέρωσε στον Άγιο Βησσαρίωνα.
Πίσω από το κτίριο του Ροδόπουλου διαγράφεται στο βάθος ο τρούλος ενός τζαμιού [2], με τον μιναρέ του κολοβωμένο στο ψηλότερο σημείο. Πρόκειται για το τέμενος του Ομέρ μπέη, γιου του κατακτητή της Λάρισας Τουρχάν μπέη, το οποίο βρισκόταν περίπου ένα τετράγωνο πίσω από το σημερινό κτίριο του Ωδείου.
Τέλος στα δεξιά της εικόνας απεικονίζεται το Γενή τζαμί, το μοναδικό σωζόμενο σήμερα τζαμί στη Λάρισα. Κτίσθηκε ή μάλλον ανακαινίσθηκε εκ βάθρων αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας και με τα χρήματα που έδωσε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ στον εκ των ιδιοκτητών του κτιρίου Χαϊρή μπέη [3] για να το αγοράσει. Ο τελευταίος δεν δέχθηκε τα βασιλικά χρήματα και συμφώνησαν τελικά στην κατασκευή του τεμένους αυτού [4], με σκοπό να εξυπηρετήσει τις λατρευτικές ανάγκες των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα, μια που όλα τα άλλα τζαμιά ήταν εγκαταλειμμένα και δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν. Με τον σεισμό της 1ης Μαρτίου του 1941 η κωνική απόληξη του μιναρέ κατέρρευσε και παρέμεινε ο κύριος κορμός που υπάρχει μέχρι σήμερα. Μεταπολεμικά τα κτίριο αυτό στέγασε διάφορες υπηρεσίες, μέχρι πρότινος δε φιλοξενούσε τις συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης μας.———————————————
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ο συμβολαιογράφος Ανδρέας Ροδόπουλος, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 9ης Δεκεμβρίου 2015.
[2]. Από τα πολλά τζαμιά που υπήρχαν στην τουρκοκρατούμενη Λάρισα, μόνον τρία είχαν τρούλο, το επιβλητικό του Χασάν μπέη στη μεγάλη γέφυρα του Πηνειού, το Μπαϊρακλί τζαμί στην οδό Παπαφλέσσα και αυτό του Ομέρ μπέη.
[3]. Ο αδελφός του Χαϊρή μπέη, Χουσνή μπέης, είχε εγκαταλείψει τη Λάρισα και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη πολύ πριν από την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη πόλη στις 31 Αυγούστου 1881.
[4]. Από τις «Αναμνήσεις» του παλιού δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, ένα ανέκδοτο χειρόγραφο που περιέχει τις δραστηριότητες του συγγραφέα κατά την περίοδο της δημαρχίας του και διάφορα άλλα ιστορικά στοιχεία της Λάρισας.

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

 Το σχόλιο της Δευτέρας


Εξομολόγηση ενός πρώην οπαδού...

Για να καταλάβεις για τι οπαδό μιλάμε, ένα θα σου πω. Όταν μ’ έσερνε μικρό στο Αλκαζάρ ο κυρ – Νίκος (ψύχωση με την ΑΕΛ ο πατέρας), η σύνθεση της ομάδας άρχιζε με τερματοφύλακα τον …Σιαβάλα. Ήταν ένα ωραίο παιδί, Ελασσονιτάκι νομίζω, ψηλός, με μακριά ξανθιά μαλλιά όπως επέτασσε η μόδα της εποχής και σου ενέπνεε απόλυτη εμπιστοσύνη. Γάτος! Ήταν το είδωλό μου, άρχισα εξαιτίας του να παίζω κι εγώ τερματοφύλακας. Αν θέλεις, ακόμη και τώρα μπορώ να σου απαριθμήσω απ’ έξω κι ανακατωτά τη σύνθεση εκείνης της ΑΕΛ, κι ας μην είμαι από τους τύπους που συγκρατούν ονόματα. Λοιπόν, δεξί μπακ Κυζίρογλου, στ’ αριστερά Σημαντήρης.

Κέντρο άμυνας Μπούτος Παναγιώτης, που τον φώναζαν όλοι και …«περήφανο», και δίπλα Ρίζος Λέλλης. Πιο κάτω, Λάκης Παγκαρλιώτας αρχηγός, Μίλτος Σεϊταρίδης, ηγέτης κι αυτός και στα εξτρέμ ο δαιμόνιος Χαριτίδης. Και τι ντόρος έγινε σαν πήραμε τον Ρακιτζόγλου, σεντερφορά ολκής τότε! Όλη η πόλη, όλα τα τσιπουράδικα, όλο το αντρομάνι γι’ αυτόν μιλούσε κι εκείνος ανταπέδιδε την αγάπη τους με γκολάρες στο ξερό γήπεδο του «Αλκαζάρ». Τόσο ξερό, που ο δήμαρχος Μεσσήνης, πριν ξεκινήσει το ματς, έστελνε την υδροφόρα του Δήμου να το καταβρέξει και να μαλακώσει κάπως το χώμα.
Ο δεύτερος μεγάλος χαμός έγινε στην πόλη με τον ερχομό μιας… καραβιάς Αργεντινών. Καβόλι, Μοράλες, Βαγιέχο, Χιλ, Λας Πάλμας, Ντάους, εξωτικά για μας ονόματα. Δεν ήταν συνηθισμένο γεγονός. Τους κοιτούσαμε σαν … εξωγήινους. Παιχταράδες όλοι τους.
«Αλκαζάρ»! Πόσες μνήμες δεν χτίσαμε εκεί όλοι μας! Τις Κυριακές, σκαστοί από το σπίτι, πιάναμε κανέναν ξέμπαρκο φίλαθλο, να μας βάλει μέσα. «Θείο, θα με πάρεις;». «Έλα ρε μάγκα. Κι άμα σε βάλουν σ’ έβαλαν…». Κάποτε μας έβαζαν. Ποια τουρνικέ, και ποιες ταυτότητες που ζητάνε σήμερα. Αν πάλι όχι, ανεβαίναμε στις μάντρες του γηπέδου που ήταν ακόμη χαμηλές. Για τέτοια τρέλα μιλάμε…
Οπαδός της ΑΕΛ λοιπόν από κούνια, θα σε μεταφέρω τώρα σ’ ένα γεμάτο «Αλκαζάρ» με χιλιάδες κόσμου, Λαρισαίοι από τη μια, ΠΑΟΚτζήδες στο απέναντι πέταλο, ένα γήπεδο που βράζει από οργή. Είμαι πια φοιτητής και φιλοξενώ στη Λάρισα τον Αποστόλη, συμφοιτητή κολλητό, τρελαμένος ΠΑΟΚτζής κι αυτός. Μπαίνουμε μέσα, σε μια ουδέτερη κερκίδα, χωρίς να μιλάμε, χωρίς κασκόλ και τα τοιαύτα, και το γήπεδο έχει μια χροιά … κόκκινου. Κόκκινο είναι το χρώμα της οργής, κόκκινη η φωτοβολίδα, κόκκινο το αίμα του αδικοχαμένου καθηγητή Χαράλαμπου Μπλιώνα που μεταφέρεται εσπευσμένα στο ασθενοφόρο.
Ήταν το πρώτο μεγάλο σοκ. Το ποδόσφαιρο είχε πάψει να είναι το ρομαντικό σχεδόν παιχνίδι που παιζόταν στο ξερό του «Αλκαζάρ»… Για πρώτη φορά νιώθαμε πως μπορεί και να σε σκοτώσει. Την επόμενη φορά μάλιστα το ξύλο το φάγαμε εμείς. Ήταν με τον Άρη στου «Χαριλάου». Παρέα Λαρισαίων φοιτητών, μας πήραν χαμπάρι από την …προφορά. «Από πού είστε ρε καρντάσια;». Απ’ Λάρσα ρε, Τρέχει τίποτις; λέει ένας δικός μας αφελής. Μετά …τρέχαμε εμείς. Μας πέταξαν έξω με κλωτσιές (κανονικές), κουτρουβαλούσαμε στις κερκίδες, φτηνά τη γλιτώσαμε.
Μα σαν είσαι νέος δεν μασάς. Συνεχίσαμε όλοι να πηγαίνουμε στο «Αλκαζάρ», για πολύ φανατίλα μιλάμε. Όταν ο σχωρεμένος Μητσιμπόνας κάρφωσε τα δίχτυα του Ηρακλή και σφράγιζε το πρωτάθλημα της ΑΕΛ, γκρεμίσαμε τα δημοσιογραφικά θεωρεία απ’ όπου βλέπαμε το ματς πριν ξεχυθούμε στην «Ταχυδρομείου» για το γλέντι.
Εγώ που σού μιλάω, έχω κάνει μεγάλες τρέλες για το ποδόσφαιρο. Παράτησα τη γυναίκα μου ετοιμόγεννη στο μαιευτήριο και πήγα να δω την ΑΕΛ στην κορυφαία της στιγμή, στο ματς με τη Σαμπντόρια. Νομίζω δεν μου το συγχώρησε ποτέ. Για χάρη της ΑΕΛ, εγώ σοβαρός και «οικογενειάρχης άνθρωπος», κουβάλησα μαζί με άλλους λάστιχα και τα ρίχναμε στη φωτιά, γωνία Βόλου και Εθνικής Οδού, όταν τα κάναμε λίμπα για τον Τσίγκοφ. Με χιλιάδες συμπολίτες μου αλώσαμε τις Καστοριές, Λιβαδειές, Νέα Σμύρνη. Έχω πάει από Ολυμπιακό Στάδιο και Πανθεσσαλικό, όπου σήκωσα κούπα, μέχρι …Κρύα Βρύση, όπου μάλιστα είχαμε …χάσει και τον δρόμο, όταν η ομάδα έπεσε στα Τάρταρα.
Εγώ που σου μιλάω έχω κάνει παραλογισμούς. Θυμάμαι σ’ ένα ματς με τον Ολυμπιακό στο «Αλκαζάρ» έφτασα σε σημείο να λέω από μέσα μου …σιωπηλά το «Πάτερ Ημών» και να παρακαλάω τον …Θεό να ισοφαρίσουμε ! (Τι αιτήματα δέχεται κι αυτός ο Θεός κάθε μέρα!).
Εγώ που σου μιλάω, δεν πάω πια γήπεδο. Έχω χρόνια να πάω. Στην αρχή γιατί είχα ξενερώσει με άλλον έναν υποβιβασμό της ΑΕΛ. Μετά, ήρθε ο Κούγιας και η σχέση μας με την ΑΕΛ πέρασε στη σφαίρα του …παραλόγου. Άκρη δεν έβγαζες.
Τώρα πια, δεν πατάω το πόδι μου συνειδητά. Το ίδιο και οι περισσότεροι φίλοι μου. Καθόμαστε στα καφέ και βλέπουμε Μπαρτσελόνα, Ρεάλ, Μάντσεστερ Σίτι, θαυμάζουμε τις περίτεχνες ενέργειες του Μέσι, την ορμητικότητα του Εμπαπέ, τις ασύλληπτες προπονητικές εμπνεύσεις του Γκουαρντιόλα. Έστω και εκ του μακρόθεν ζούμε κι εμείς την πανδαισία των πολυτελών και καθαρών γηπέδων, την πολιτισμένη αντιπαλότητα των οπαδών, την άψογη διοργάνωση του αγώνα. Εκεί σε σέβονται ως φίλαθλο, εκεί είσαι πελάτης που πληρώνεις, άρα οφείλουν να σε ικανοποιήσουν παρέχοντας θέαμα επιπέδου και άριστες υπηρεσίες. Δεν είσαι ο «τίποτας», ο ανώνυμος οπαδός που σε πετάνε σε μια κερκίδα με σπασμένα καθίσματα, σε βρωμερά γήπεδα που μυρίζουν κάτουρο και μπόχα. Αρνούμαι ρε φίλε. Αρνούμαι να με στοιβάζουν σα ζώο στα τρισάθλια γήπεδά τους για να παρακολουθήσω «κάτι σαν ποδόσφαιρο», από ομάδες γεμάτες από φουκαράδες «λεγεωνάριους» τριτοτέταρτης διαλογής που συνήθως φέρνουν οι τοπικοί παράγοντες εν μέσω διθυράμβων. Και να κινδυνεύω κι από πάνω από τις φωτοβολίδες των αλητών ...
Αρνούμαι να επιβραβεύσω τους γνωστούς Προέδρους μεγάλων ομάδων που παριστάνουν τους εκσυγχρονιστές του ποδοσφαίρου και την ίδια στιγμή εκβιάζουν Κυβερνήσεις. Αυτούς που «ταΐζουν» με φτηνά εισιτήρια τον προσωπικό τους στρατό από νεαρούς οπαδούς, όλη αυτή τη λούμπεν και γεμάτη θράσος νεολαία, που είναι έτοιμη να σκοτωθεί και να σκοτώσει πότε έναν Άλκη Καμπανό, πότε έναν Μιχάλη Κατσουρή, πότε έναν φουκαρά «μπατσάκο» που πήγε στην Αστυνομία να φάει ένα κομμάτι ψωμί και βρίσκεται ξαφνικά να χαροπαλεύει.
Αρνούμαι. Και βασικά δεν έχω πια καμιά εμπιστοσύνη σ’ ένα Κράτος που εδώ και δεκαετίες …νομοθετεί και λαμβάνει μέτρα κατά της οπαδικής βίας σαν κι αυτά που θα μας ανακοινώσει ο Μητσοτάκης σήμερα και τα οποία καταρρέουν στον επόμενο κιόλας αγώνα.
Σ’ αυτήν τη γενικευμένη αλητεία που διέπει πια την κοινωνία μας και όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, μένω όσο μπορώ πιο μακριά. Μένω μακριά ομολογώντας την ήττα μου. Κι όταν το γήπεδο και η ζωντανή ατμόσφαιρά του μού λείπει –γιατί μού λείπει, είναι η αλήθεια- τότε μεταφέρομαι νοερά σε κείνες τις ρομαντικές κερκίδες του «Αλκαζάρ». Ξαναγίνομαι το παιδί που μαζί με τον κυρ-Νίκο αποθεώναμε τον Κώστα Σιαβάλα για τις αποκρούσεις του και τον Μανόλη Ρακιντζόγλου σαν έβαζε την μπάλα στα αντίπαλα δίχτυα.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ. ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ..

Η πολυκατοικία του Παππά

 
Η πολυκατοικία του Παππά. Προετοιμασίες για κατεδάφιση. 1985Η πολυκατοικία του Παππά. Προετοιμασίες για κατεδάφιση. 1985

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου nikapap@hotmail.com

Στο σημερινό μας κείμενο θα περιγράψουμε ένα γνωστό και οικοδομικά πρωτοπόρο κτίσμα της Λάρισας, την πολυκατοικία Παππά. Όπως διακρίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία πρόκειται για ένα τριώροφο κτίριο, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Μ. Αλεξάνδρου και Βασ. Παύλου (σήμερα Μανδηλαρά). Τονίζουμε τη σημασία «οικοδομικά πρωτοπόρο» γιατί αν και συναντάμε προπολεμικά τριώροφα κτίρια στη Λάρισα (ξενοδοχεία Πανελλήνιον και Ολύμπιον, κατοικία Ιωάννου Βελλίδη στον Λόφο της Ακρόπολης, απέναντι από την εκκλησία του Αγ. Αχιλλίου), οίκημα με διαφορετικά διαμερίσματα σε κάθε όροφο, ήταν το πρώτο που κτίσθηκε στη Λάρισα. Αυτός είναι και ο λόγος που από την πρώτη στιγμή ονομάσθηκε πολυκατοικία.

Το κτίριο κτίσθηκε στα χρόνια 1939-1940 από τον Φώτη Παππά, σε σχέδια του Αθηναίου αρχιτέκτονα-μηχανικού Παύλου Μιχαλέα, ενώ την επίβλεψη της κατασκευής είχε ο Κωνσταντίνος Μιχαλέας[1]. Όπως αναφέρθηκε ήταν τριώροφο, με αρμονική αρχιτεκτονική δομή και στις δύο πλευρές που έβλεπαν στους δρόμους.
Εσωτερικά οι χώροι ήταν πολυτελέστατοι και για τον λόγο αυτό μεταπολεμικά ο τρίτος όροφος χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές για να φιλοξενήσει τη βασιλική οικογένεια, όσες φορές χρειάσθηκε να επισκεφθεί τη Λάρισα, αλλά και μερικές ακόμη ελληνικές και ξένες προσωπικότητες.
Η κατασκευή του κτιρίου έγινε επί δικτατορίας Μεταξά, στις παραμονές του Ελληνο-ιταλικού πολέμου και ως εκ τούτου ήταν υποχρεωτικό στο υπόγειο του κτιρίου να κατασκευασθεί ανάλογης χωρητικότητας καταφύγιο, το οποίο είχε δύο εισόδους προς τους αντίστοιχους δρόμους. Όπως γράφει η δημοσιογράφος Μαρίνα Αποστολοπούλου[2] το εμβαδόν του καταφυγίου ήταν 45 τετρ. μέτρα, αλλά η ασφάλεια που παρείχε το νεόδμητο, από ενισχυμένο σκυρόδεμα (μπετόν), κτίριο συγκέντρωνε σε ώρες συναγερμού μέχρι και 100 άτομα.
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 οι χώροι του κτιρίου στέγασαν το επιτελείο του Β’ Σώματος Στρατού, που είχε έδρα τη Λάρισα, στις στρατιωτικές μονάδες του οποίου είχαν ανατεθεί όλες οι πολεμικές δραστηριότητες στο αλβανικό μέτωπο. Αυτό όμως δεν κράτησε για πολύ, αφού με την κατάληψη της Λάρισας τον Απρίλιο του 1941 από τους Γερμανούς, επιτάχθηκε. Λόγω της ανθεκτικής κατασκευής του ο σεισμός του Μαρτίου του 1941 δεν το έθιξε και χρησιμοποιήθηκε από τους κατακτητές ως Διοικητήριο.
Ως Διοικητήριο συνέχισε και αργότερα όταν τους Γερμανούς αντικατέστησαν ως κατοχική δύναμη στην πόλη οι Ιταλοί. Μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, το κτίριο ήταν και πάλι κατειλημμένο και στους χώρους του διέμεναν Άγγλοι αξιωματούχοι και αργότερα στεγάζονταν ελληνικές αρχές, μέχρι το 1951. Από το έτος αυτό και μετά η πολυκατοικία Παππά φιλοξένησε την οικογένεια του ιδιοκτήτη Φώτη Παππά, αλλά και άλλους ενοίκους.
Με την ευκαιρία αυτή θα επιχειρήσουμε μια μικρή αναφορά στον ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας. Ο Φώτης Παππάς γεννήθηκε το 1876 στο Σελλειό (Αργυρόκαστρο) και σε μικρή ηλικία ήλθε στη Λάρισα κοντά στον θείο του Κωνσταντίνο Παππά, ο οποίος είχε ιδρύσει μαζί με τον Κωνσταντίνο Σκαλιώρα και τον Χρήστο Δημητριάδη το 1893 μύλο στην περιοχή Ταμπάκικα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1900 ανέλαβε ηγετική θέση στην επιχείρηση, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς.
Καταξιώνεται από τη Λαρισαϊκή κοινωνία και σταδιακά αναδεικνύεται σε μια σημαντική προσωπικότητα της πόλης τόσο κατά τα προπολεμική, όσο και κατά την μεταπολεμική περίοδο.
Εκτός από την ιδιοκτησία του Μύλου του Παππά, ενός εμβληματικού κτίσματος για τη Λάρισα, οι εγκαταστάσεις του οποίου αξιοποιήθηκαν κατά τον καλύτερο τρόπο από τον Δήμο Λαρισαίων όταν το 1988 έγινε κάτοχός του, βοήθησε κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα τον Μιχαήλ Σάπκα, πρόεδρο της Φιλοπτώχου Μακεδονικής Αδελφότητος Λαρίσης στην εθνική δράση του. Υπήρξε από τα πρώτα δραστήρια μέλη της ΕΥΗΛ (Εταιρείας Ύδρευσης και Ηλεκτρισμού Λαρίσης, πρόδρομος του ΟΥΗΛ και αργότερα της ΔΕΥΑΛ) μια εταιρείας η οποία έπειτα από πολλές και άγονες προσπάθειες, το φως και το νερό έφθασε στα σπίτια όλων των Λαρισαίων. Διετέλεσε μέλος της Φιλαρχαίου Εταιρείας των Θεσσαλών, οποία μερίμνησε για τη συλλογή, την καταγραφή και την αποθήκευση των διάσπαρτων ανά την πόλη αρχαιοτήτων.
Ως μέλος του τοπικού τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού πρόσφερε κατά διάρκεια της κατοχής βοήθεια, περίθαλψη και στοργή στο Στρατόπεδο κρατουμένων. Μεταπολεμικά διετέλεσε πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Λαρίσης και στις δημοτικές εκλογές του 1954, επικεφαλής ψηφοδελτίου προσωπικοτήτων, έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος, με αντίπαλο τον δικηγόρο και πολιτευτή Δημήτριο Χατζηγιάννη, από τον οποίο και ηττήθηκε. Απεβίωσε το 1963 σε ηλικία 87 ετών.
Η πολυκατοικία στην Τρίγωνη πλατεία που έφερε το όνομά του δεν είχε μεγάλο προσδόκιμο χρόνο ζωής.
Διατηρήθηκε μόνο 46 χρόνια, γεμάτα από περιπέτειες και διαδοχικούς ενοίκους, αυταρχικούς και φίλιους. Το 1985 κατεδαφίσθηκε, για να ακολουθήσει την πορεία γειτονικών κτισμάτων τα οποία εν τω μεταξύ είχαν γιγαντωθεί και το είχαν ταπεινώσει σε ύψος και νεοτερικότητα.
Μοιραία πόλη η Λάρισα, που εδώ και χρόνια έχει βρει τον τρόπο να εξοστρακίζει την ιστορικότητα των κτισμάτων της με τον απλούστερο τρόπο, την κατεδάφιση.

-----------------

[1]. Ο μηχανικός Κωνσταντίνος Μιχαλέας από την Αθήνα μας είναι γνωστός. Συνεργάσθηκε στενά με τον δήμαρχο Μιχαήλ Σάπκα κατά το διάστημα 1930-1934 και είχε κατασκευάσει τη Δημοτική αγορά και όλα τα εκπαιδευτικά διδακτήρια της Λάρισας, από τα οποία το μόνο που παραμένει είναι το κτίριο του Α’ Γυμνασίου Αρρένων. Ο Παύλος Μιχαλέας προφανώς πρέπει να είναι ο γιος του.
[2]. Αποστολοπούλου Μαρίνα. Η «πολυκατοικία του Παππά», γωνία Μανδηλαρά-Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γκρεμίζεται μια …ιστορία μισού αιώνα. Εφ. «Ελευθερία» φύλλο της 26ης Μαΐου 1985. Οφείλω ευχαριστίες στον Βαγγέλη Ρηγόπουλο, μέλος της Φωτοθήκης, για την εντόπιση του δημοσιεύματος.

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Πλατεία Ταχυδρομείου


Η βορειοανατολική πλευρά της Πλατείας Ταχυδρομείου.  Επιστολικό δελτάριο αρ. 1 του Fr. Caloutas από τη Σύρο. 1915 περίπου.Η βορειοανατολική πλευρά της Πλατείας Ταχυδρομείου. Επιστολικό δελτάριο αρ. 1 του Fr. Caloutas από τη Σύρο. 1915 περίπου.

Η σημερινή εικόνα προέρχεται από το επιστολικό δελτάριο αρ. 1, του Francois Ε. Caloutas που είχε το τυπογραφείο του στην Ερμούπολη της Σύρου. Η γαλλική απόδοση του ονόματος του φωτογράφου Φραγκούλη Ευαγγέλου Καλουτά (Ερμούπολη 1887 – 1952) στις κάρτες του δικαιολογείται, καθώς στις αρχές του 20ού αι. η Σύρος ήταν ένα νησί με πολλούς φραγκολεβαντίνους και πλούσιο εμπόριο, χάρη κυρίως στο λιμάνι της Ερμούπολης που ήταν από τα πρώτα σε κίνηση στην Ελλάδα. Η κάρτα έχει τον τίτλο «Λάρισσα-Πλατεία Ταχυδρομείου» γραμμένο στα γαλλικά και στα ελληνικά. Ο Καλουτάς επισκέφθηκε τη Λάρισα κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1910 και έκανε και άλλες λήψεις αποτυπωμένες σε επιστολικά δελτάρια κατά την ίδια επίσκεψη (Κεντρική πλατεία, Αλκαζάρ, Αβερώφειος Γεωργική Σχολή, Κενοτάφιο για τους πεσόντες το 1897 στο Αλκαζάρ και μερικές άλλες). Είναι αριθμημένες από 1-12 και σήμερα θεωρούνται σπάνιες. Η σημερινή φωτογραφία που είναι η πρώτη της σειράς, απεικονίζει το βορειοανατολικό τμήμα της πλατείας Ταχυδρομείου, με τα γύρω οικοδομήματα.


Ο φωτογράφος στάθηκε στο κέντρο περίπου της πλατείας και έστρεψε τον φακό προς την βορειοανατολική πλευρά της. Ο χώρος της πλατείας είναι αδιαμόρφωτος, χωμάτινος και μόνον μια διπλή σειρά δένδρων σε πολύ αραιή διάταξη περιμετρικά την στολίζει κατά κάποιο τρόπο. Την μονοτονία του τοπίου σπάει η φιγούρα ενός κατοίκου ο οποίος έβγαλε βόλτα τον σκύλο του.
Ας περιγράφουμε με τη σειρά τα κτίρια που απεικονίζονται στη φωτογραφία, αρχίζοντας από αριστερά. Πρώτο, μόλις διακρίνεται πίσω από τα δένδρα, μέρος από το αρχοντικό του Δημητρίου Πουλιάδη, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Ασκληπιού και Παπακυριαζή. Ήταν διώροφο με ημιυπόγειο και αρχιτεκτονικά η εξωτερική του όψη εκφραζόταν με τα στοιχεία του όψιμου κλασικισμού. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αγοράσθηκε από τον ιατρό Γεώργιο Κατσίγρα. Τη δεκαετία του 1970 κατεδαφίσθηκε και δημιουργήθηκε μια απρόσωπη πολυκατοικία.
Αμέσως μετά υπάρχει μικρός ακάλυπτος χώρος στον οποίο αργότερο κτίσθηκε η διώροφη κατοικία του οδοντίατρου Νικολάου Παρίση. Ακολουθεί ένα ισόγειο κτίσμα, το οποίο συνέχεται με το επόμενο διώροφο κτίριο στη γωνία με την οδό Παναγούλη (Αχιλλέως τότε). Όπως διακρίνεται έπειτα από μια ορισμένη επεξεργασία και στις επιγραφές, τα κτίρια αυτά στέγαζαν το Ταχυδρομείο και το Τηλεγραφείο της πόλης. Από την μακροχρόνια παρουσία του κτιρίου του Ταχυδρομείου σ’ αυτό το σημείο πήρε την ονομασία της και η ομώνυμη πλατεία. Ας σημειωθεί ότι η επίσημη ονομασία της πλατείας σήμερα είναι Εθνάρχου Μακαρίου, αλλά κανείς δεν την γνωρίζει με αυτό το όνομα. Ας σημειωθεί ότι κατά καιρούς πήρε και άλλες ονομασίες. Σήμερα στη θέση των δύο τελευταίων κτιρίων ανυψώθηκε το Grand Hotel.
Πίσω από το κομψό κτίριο του Ταχυδρομείου μόλις διακρίνεται ανάμεσα από τα δένδρα ο μαντρότοιχος και μέρος από το αρχοντικό του Νικολάου Καραστεργίου[1]. Το νεοκλασικό αυτό κτίριο άντεξε στον χρόνο, αλλά παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Λάρισας, έπεσε άδοξα στη σκαπάνη της αντιπαροχής πριν από 25 περίπου χρόνια.
Στη συνέχεια στο βάθος διακρίνεται πάνω από μια συστάδα δένδρων το επιβλητικό κτίριο του Στεφάνοβικ-Σκυλίτση[2]. Βρισκόταν στην αρχή της οδού Παπακυριαζή, εκεί που βρισκόταν το στρατιωτικό πρατήριο και ήταν ένα από τα ωραιότερα αρχοντικά της Λάρισας. Είχε κτισθεί από τον Στεφάνοβικ λίγα χρόνια μετά την προσάρτηση. Τον Απρίλιο του 1900 ο ιδιοκτήτης επισκέφθηκε τη Λάρισα, όπου παρέμεινε για λίγες ημέρες στο επιβλητικό νεοκλασικό αρχοντικό του. Κατά την παραμονή του πρόσφερε σημαντικά χρηματικά ποσά στο Δημοτικό Νοσοκομείο, στους τρεις κεντρικούς ναούς της πόλης, σε σχολεία και σε απόρους[3]. Κατεδαφίσθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1950[4].
Προς το δεξιό μέρος της φωτογραφίας, πίσω από μια ομάδα δένδρων εξέχει ένα πυργοειδές κτίσμα με επάλξεις, το οποίο βρισκόταν επί της 28ης Οκτωβρίου (τότε Κοραή), και ήταν το αρχοντικό του Ευστάθιου Ιατρίδη (1847-1922). Ο τελευταίος ήταν δικηγόρος, διπλωμάτης και σπουδαίος επιχειρηματίας της Λάρισας, με πολλές γαιοκτησίες στη γειτονική Γούνιτσα. Από το κτίσμα αυτό δεν εντοπίσθηκε καμιά φωτογραφία. Προπολεμικά κατεδαφίσθηκε και σήμερα στη θέση του έχει κατασκευασθεί πολυώροφη οικοδομή.
Τέλος στο άκρο δεξιά και με πρόσοψη προς την πλατεία διακρίνεται μέρος διώροφης οικοδομής, η οποία διατηρήθηκε και μεταπολεμικά και στέγαζε το ξενοδοχείο «Τέμπη» του Γιαταγάνα. Σήμερα στη θέση του βρίσκεται το εγκαταλειμμένο από καιρό κτίριο του Bodyline.

[1]. Ο Νικόλαος Καραστεργίου ήταν νομικός. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας διορίσθηκε Πρωτοδίκης Λαρίσης. Τέσσερες μήνες μετά την άφιξή του παραιτήθηκε από το Δικαστικό σώμα και εξάσκησε τη δικηγορία στα Δικαστήρια της πόλης μας. Διετέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος και Βουλευτής. Την πληροφορία αυτή άντλησα από το βιβλίο του αλησμόνητου δικηγόρου Αριστείδη Παπαχατζόπουλου, που αναφέρεται στην ιστορία του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας.
[2].Ο Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης (1843-1901) γόνος οικογένειας πλούσιων εμπόρων και τραπεζιτών της Κωνσταντινούπολης, πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας αγόρασε από την Οθωμανική κυβέρνηση μεγάλη αγροτική έκταση στην περιοχή του θεσσαλικού κάμπου. Σε μία απ’ αυτές τις ιδιοκτησίες του περιλαμβανόταν και ο οικισμός Χατζήμισι, το σημερινό Στεφανοβίκειο, που πήρε το όνομα του από τον ιδιοκτήτη της περιοχής.
[3]. Καταραχιάς Κωνσταντίνος, Ο εθνικός ευεργέτης Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης (1843-1901) και τα τσφλίκια του στη Θεσσαλία, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 60ος (2011) σελ. 408-414.
[4]. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το αρχοντικό αυτό βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Το Αρχοντικό Στεφάνοβικ-Σκυλίτση. Νέα στοιχεία, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 23ης Αυγούστου 2023.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Πλατεία Ακροπόλεως (Καλλιθέας)


Πλατεία Καλλιθέας (Ακροπόλεως).  Επιστολικό δελτάριο αρ. 374 των Πάλλη και Κοτζιά. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.Πλατεία Καλλιθέας (Ακροπόλεως). Επιστολικό δελτάριο αρ. 374 των Πάλλη και Κοτζιά. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Η σημερινή φωτογραφία της Λάρισας είναι πολύ παλιά και σπάνια. Βρίσκεται εκτυπωμένη στο επιστολικό δελτάριο αρ. 374 του βιβλιοχαρτοπωλείου των Πάλλη και Κοτζιά της Αθήνας.

Είναι γνωστό ότι στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα το συγκεκριμένο κατάστημα κυκλοφόρησε μια μεγάλη σειρά επιστολικών δελταρίων από τον ελληνικό χώρο της περιόδου εκείνης. Μάλιστα για τη Λάρισα είναι αρκετές και σε προσεχή κείμενά μας θα προσπαθήσουμε να τις παρουσιάσουμε σταδιακά όλες.

Η δημοσιευόμενη φωτογραφία αποτυπώνει, όπως αναφέρεται στο κάτω μέρος της κάρτας, την Πλατεία Καλλιθέας (Ακροπόλεως). Η πλατεία αυτή βρισκόταν στο λόφο του Φρουρίου [1], στο ύψος του σημερινού πάρκου που βρίσκεται νότια του Ηρώου και ανατολικά της σημερινής Πλατείας Μητέρας, η οποία ως γνωστόν έχει καταληφθεί εδώ και λίγα χρόνια από κάποιο υπαίθριο αναψυκτήριο.
Ο φωτογράφος στάθηκε σε παράθυρο του άνω ορόφου της διώροφης κατοικίας Μακρή, η οποία βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Λόφου και σε επαφή με το οίκημα που είχε κατασκευασθεί με δαπάνες του μητροπολίτου Λαρίσης Νεοφύτου (1875-1896). Στη φωτογραφία χαμηλά διακρίνεται μέρος της αυλής της οικίας Μακρή και η χαρακτηριστική ξύλινη περίφραξή της. Στο μέσον υπάρχει η Πλατεία Καλλιθέας, ένας ευρύς αδιαμόρφωτος χώρος, με πλήθος κόσμου κάθε ηλικίας που παρακολουθεί κάποια τελετή και συνομιλεί. Ο συνωστισμός επεκτείνεται και δεξιά σε ένα ύψωμα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ρολογιού της πόλης. Αριστερά είναι παρατεταγμένα τμήματα στρατού, ενώ άγημα κινείται σε πομπή, η οποία πρέπει να κατευθύνεται προς την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου [2].
Αριστερά διακρίνεται μικρό τμήμα ισόγειου κτίσματος, μεσολαβεί κενός χώρος όπου είναι παρατεταγμένα κανόνια πυροβολικού και στο βάθος προβάλλει ένα επίμηκες άσπρο ισόγειο οίκημα, με τοξωτή πύλη εισόδου, μέσω της οποίας διακρίνεται μέρος της εσωτερικής αυλής. Πάνω από την πύλη εισόδου, στη στέγη του κτιρίου και στο κέντρο της πρόσοψης, είναι κτισμένο μικρό υπερώο. Το κτίριο αυτό ήταν ο παλιός οθωμανικός στρατώνας, ο οποίος μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στον εθνικό κορμό το 1881, στέγασε τις εγκαταστάσεις του ορεινού πυροβολικού του ελληνικού στρατού, όπως δηλώνει και μια σειρά από κανόνια που ήδη αναφέρθηκαν και βρίσκονται έξω από το κτίριο. Οι εγκαταστάσεις αυτές του πυροβολικού χωροταξικά βρίσκονταν στο σημείο που σήμερα υπάρχει ο χώρος όπου έχει διαμορφωθεί το Ηρώο της πόλης [3]. Πίσω από τη σκεπή του στρατώνα μόλις διακρίνονται σαν επάλξεις, ερειπωμένα τα ψηλά τμήματα του κελύφους της κλειστής τουρκικής αγοράς (μπεζεστένι).
Στο κέντρο της φωτογραφίας, αμέσως μετά τον στρατώνα και σε πολύ μακρινή απόσταση, μόλις διακρίνεται κάποιο θολωτό οίκημα με μιναρέ. Πρόκειται για το τζαμί του Ομέρ μπέη, γιου του κατακτητή της Λάρισας το 1423 Τουρχάν μπέη, το οποίο βρισκόταν πίσω από την περιοχή του Δημοτικού Ωδείου, στο ύψος της σημερινής οδού Γαριβάλδη. Το τζαμί αυτό ήταν από τα πρώτα που κτίσθηκαν μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Οθωμανούς.
Δίπλα από τον μιναρέ του υπήρχαν δύο ταφικά μνημεία (τουρμπέδες όπως ήταν γνωστοί) επιφανών Οθωμανών. Το 1907 το τζαμί κατεδαφίσθηκε από τη μουσουλμανική κοινότητα της Λάρισας καθώς θεωρήθηκε ετοιμόρροπο, ενώ τα ταφικά μνημεία ισοπεδώθηκαν μεταπολεμικά, όταν ο χώρος αυτός άρχισε να οικοδομείται.
Η φωτογραφία αυτή ασφαλώς αποτυπώνει μια μέρα γιορτής. Ο Βάσος Καλογιάννης υποστηρίζει ότι πρόκειται για τις εορταστικές εκδηλώσεις της 31ης Αυγούστου 1882, που έγιναν για την επέτειο συμπλήρωσης ενός έτους από την απελευθέρωση της Λάρισας από τους Τούρκους [4]. Όμως η βαριά ενδυμασία του πλήθους δεν συνηγορεί τόσο πολύ για καλοκαιρινή εκδήλωση. Η φωτογραφία αυτή ομοιάζει με ένα χαρακτικό της γαλλικής εφημερίδας Le Monde Illustre των Παρισίων της 24ης Απριλίου 1897, όπως αναφέρεται και στην υποσημείωση αρ. 2 του κειμένου. Ο συνδυασμός των δύο αυτών απεικονίσεων και η κυκλοφορία του επιστολικού δελταρίου από το βιβλιοχαρτοπωλείο Πάλλα-Κοτζιά, που δραστηριοποιήθηκε αυτή την περίοδο, μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε τη φωτογραφία στα 1897, όταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος με την άφιξή του στη Λάρισα τις παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου, παρακολούθησε τη δοξολογία για την επέτειο της 25ης Μαρτίου στον μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου (Βασιλική του Καλλιάρχη).

[1]. Η αναφορά στον λόφο του Φρουρίου που έχει επικρατήσει, θεωρείται σήμερα εσφαλμένη. Ποτέ δεν υπήρξε φρούριο ή κάστρο σ’ αυτόν τον χώρο παρά μόνον η ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας. Η ονομασία Φρούριο προήλθε προφανώς από το γεγονός ότι τα υπολείμματα της τουρκικής κλειστής αγοράς, το λεγόμενο μπεζεστένι, που διατηρούνται μέχρι σήμερα, θεωρούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα από τους κατοίκους της πόλης, παλαιότερα και από αρχαιολόγους ακόμα, ότι ήταν αρχαιοελληνικό ή μεσαιωνικό κάστρο.
[2]. Ανάλογη αντίστοιχη παράταξη με συνωστισμό, υπάρχει και σε χαρακτικό που έχει εντοπισθεί στη γαλλική εφημερίδα Le Monde Illustre των Παρισίων της 24ης Απριλίου 1897 και παριστάνει την αναχώρηση του διαδόχου Κωνσταντίνου, του πρίγκιπα Νικολάου και της συνοδείας τους, από τον ναό του Αγίου Αχιλλίου, έπειτα από τη δοξολογία που έγινε στις 25 Μαρτίου 1897. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λάρισα στα χαρακτικά των ευρωπαίων περιηγητών. 16ος -19ος αιώνας, Λάρισα (2006) σελ.130-132.
[3]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Β’, Κατερίνη, (2007) σελ. 759, πίν. ΙΓ’.

[4]. Καλογιάννης Βάσος, Η Χρυσή Βίβλος του Δήμου Λαρίσης. Από την μακραίωνη ιστορία της Θεσσαλικής πρωτευούσης, Λάρισα (1963) σελ. 127. 

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Ο Ιπποκράτης στη Λάρισα και ο τάφος του

 
Ιπποκράτης ο Κώος. Ακριβές αντίγραφο αρχαίου ελληνικού νομίσματος που βρίσκεται στην ΚωνσταντινούποληΙπποκράτης ο Κώος. Ακριβές αντίγραφο αρχαίου ελληνικού νομίσματος που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)

Την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ανακήρυξε τον συμπολίτη μας Χρήστο Κίττα, καθηγητή της Ιατρικής Σχολής και διατελέσαντα πρύτανη στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε επίτιμο διδάκτορα. Παρευρέθηκα.

Η τελετή έγινε στο μεγάλο αμφιθέατρο των κτιρίων της Σχολής, το οποίο είναι αφιερωμένο στον σπουδαιότερο ιατρό όλων των εποχών Ιπποκράτη. Τη στιγμή της τελετής και μια-δυο μέρες μετά σκεπτόμουνα πόσοι άραγε, στη χώρα μας τουλάχιστον, γνωρίζουν ότι ο Ιπποκράτης όχι μόνον έζησε και δίδαξε, αλλά απεβίωσε και ενταφιάσθηκε στη Λάρισα; Παλαιότερα σε ιατρικό Συνέδριο στην Αθήνα είχα κάνει μια μικρή στατιστική. Για το γεγονός αυτό ρώτησα εκατό περίπου ιατρούς της ειδικότητάς μου (μαιευτήρες-γυναικολόγους) απ’ όλη την Ελλάδα, μέλη του Συνεδρίου, και μόνον οι επτά απάντησαν σωστά. Δεν ξέρω αν σήμερα έχει βελτιωθεί και μέχρι σε ποιον βαθμό η γνώση αυτή στους Έλληνες Ασκληπιάδες. Για τους υπόλοιπους; Ας μη γίνεται λόγος.
Η στήλη αυτή έχει ασχοληθεί κατά καιρούς με τον πατέρα της Ιατρικής Ιπποκράτη. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα, λόγω της τελετής αυτής, μου δίνεται η ευκαιρία να αναφερθώ και σε άλλα γεγονότα της ζωής του Ιπποκράτη κατά την παραμονή του στη Θεσσαλία, καθώς και την ασάφεια η οποία επικρατεί γύρω από τον τάφο του.
Ο Ιπποκράτης γεννήθηκε στην Κω το 460 π.Χ. Γονείς του ήταν ο Ηρακλείδης, ιατρός στο Ασκληπιείο της Κω και η Φαιναρέτη. Γενεαλογικά θεωρείται ο 20ός ή 19ος απόγονος του Ασκληπιού, σύμφωνα με τον Φερεκύδη από το νησί της Λέρου, τον αστρονόμο Ερατοσθένη και τον ιστορικό Απολλόδωρο, οι οποίοι έζησαν λίγα χρόνια μετά τον Ιπποκράτη και ασχολήθηκαν διεξοδικά με την εξακρίβωση των προγόνων του [1]. Την ιατρική διδάχθηκε από τον πατέρα του. Κατά τη διάρκεια του βίου του περιηγήθηκε πολλές χώρες. Από έργα του, τα οποία κατά γενική ομολογία ανήκουν σε εκείνα τα οποία έγραψε ο Ιπποκράτης, τα ονομαζόμενα «γνήσια», ο ίδιος «διέτρεξεν» τη Θεσσαλία, όπου πέρασε από πολλές πόλεις, κυρίως, όμως, παρέμεινε στη Λάρισα και τη Μελιβοία. Στη Λάρισα πιστεύεται ότι παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μακρά παραμονή του στη Θεσσαλία φαίνεται ότι υπήρξε η αφορμή για να αναφέρεται σε ορισμένα επιγράμματα ως «Θεσσαλός».
Τη Θεσσαλία επισκέφθηκε ξανά και σε μεγάλη ηλικία και διέμενε στη Λάρισα. Η επιστροφή αυτή λέγεται ότι σχετίζεται με την επιθυμία του να βρίσκεται τις τελευταίες ημέρες της ζωής του στην πατρίδα του Ασκληπιού, που ήταν η Τρίκκη της Θεσσαλίας και ένιωθε την ανάγκη να πεθάνει και να ενταφιασθεί στην πατρίδα του μεγάλου προγόνου του. Άσκησε την ιατρική μέχρι το τέλος του βίου του και έχουμε καταγεγραμμένα περιστατικά ασθενών του στη Λάρισα, στον Κραννώνα και σε άλλες πόλεις. Τα περιστατικά αυτά αναφέρονται με λεπτομέρειες από τον ίδιο, όπως η συμπτωματολογία της ασθένειας, η πορεία και η κατάληξή της.
Ο Ιπποκράτης πέθανε γύρω στα 370 π.Χ. Υπήρχε παλαιότερα μια ασάφεια ως προς τη χρονολογία θανάτου. Αρχαίοι και νεότεροι συγγραφείς αναφέρουν διάφορες ηλικίες θανάτου του, οι οποίες κυμαίνονται από 83 έως 109 ετών! Πιθανότερη χρονολογία θανάτου θεωρείται το έτος 377 π.Χ. Απέκτησε δύο γιους, τον Θεσσαλό και τον Δράκοντα, και μία θυγατέρα. Οι γιοι του παρέμειναν στη Θεσσαλία και μάλιστα ο Θεσσαλός συνέλεξε τα γραπτά του Ιπποκράτη, τα οποία είναι γνωστά ως «Βιβλία Επιδημιών» [2]. Ο Σωρανός ο Εφέσιος στο βιβλίο του «Βίοι ιατρών και αιρέσεις και συντάγματα» αναφέρει ότι ο Ιπποκράτης «Τέθαπται μεταξύ Γυρτώνος και Λαρίσης και δείκνυται άχρι δεύρο το μνήμα».
Από τότε και επί αιώνες επικρατεί μια σιγή όσον αφορά τον τάφο του Ιπποκράτη. Απ’ όσα γνωρίζω, ο πρώτος που κάνει αναφορά είναι ο Άνθιμος Γαζής (1758-1828), που καταγόταν από τις Μηλιές του Πηλίου. Έγραψε: «Ο τάφος του Ιπποκράτους κείται έξω της Λαρίσης μεταξύ εις τα των Τούρκων μνήματα, επάνω εις τον δρόμον, μετά τινος επιγραφής, τον οποίον είδον και εγώ, αναγνώσας και την επιγραφήν, μη δυνηθείς δε να την αντιγράψω διά τον φόβον των περικυκλωσάντων με Τουρκοπαίδων, αναχώρησα λυπημένος και με στεναγμούς. Αυτόθι κείνται και ετέρων πολλών παλαιών μνημεία με επιγραφάς και ουδείς των εν Λαρίση λογίων ηξιώθη μέχρι τούδε να τας αντιγράψει» [3]. Η μαρτυρία του Άνθιμου Γαζή είναι σαφής. Εντόπισε τη θέση του τάφου, διάβασε την επιγραφή του, χωρίς, όμως, να προλάβει να την αντιγράφει. Εξαιρετικό ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει μια επισήμανση που ακολουθεί. Γράφει ότι στην περιοχή αυτή υπάρχουν και άλλοι αρχαίοι τάφοι με επιγραφές και συμπεραίνει ο ίδιος ότι ίσως πρόκειται για αρχαία νεκρόπολη, η οποία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δέχθηκε και οθωμανικούς τάφους. Και τελειώνει με μια επώδυνη παρατήρηση ότι κανένας Λαρισαίος λόγιος δεν αξιώθηκε να τις αντιγράψει.
Υπάρχουν και άλλες δύο μαρτυρίες οι οποίες επαληθεύουν την παρουσία του τάφου του Ιπποκράτη στη Λάρισα. Η πρώτη προέρχεται από τον Ρήγα Βελεστινλή (1757-1798), ο οποίος αναφέρει ότι ο τάφος υπήρχε ανάμεσα σε οθωμανικά μνήματα, στη θέση Αρναούτ Μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου σήμερα), ο οποίος βρισκόταν τότε εκτός του οικιστικού χώρου της πόλης. Η δεύτερη προέρχεται από τον Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833) και ουσιαστικά επιβεβαιώνει τον Ρήγα Φεραίο [4].
Επίσης, απ’ τους ξένους μελετητές ο λεξικογράφος της αρχαιολογίας Pauly αναφέρεται στον τάφο του Ιπποκράτη, ενώ οι Γερμανοί Gurlt, Wernich και Hirsch στο πολύτομο έργο τους «Biographisches Lexicon Hervorragender Aerzte» (Βιογραφικό Λεξικό εξεχόντων Ιατρών) σημειώνουν μετά βεβαιότητος ότι «ο τάφος του Ιπποκράτους, ο οποίος ακόμη κατά τους χρόνους του Γαληνού, δηλ. του 2ου μ.Χ. αιώνος, υπήρχε, ανευρέθη μεταξύ Λαρίσης και Γυρτώνος» [5].
Το 1826, έπειτα από μια σφοδρή νεροποντή, αποκαλύφθηκε από κάποιους χωρικούς σε μικρή απόσταση έξω από τη Λάρισα, στον δρόμο προς τον Τύρναβο, μια μαρμάρινη σαρκοφάγος η οποία έφερε πλάκα με επιγραφή. Οι λόγιοι Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος και Θωμάς Ανδρεάδης καθάρισαν τη σαρκοφάγο και διέκριναν στην επιγραφή της πλάκας τα γράμματα ΙΠΠΟΚΡΑΤ. Με το άνοιγμα της σαρκοφάγου εντοπίσθηκαν στο εσωτερικό της διάφορα αρχαία νομίσματα και μια μικρή χρυσή αλυσίδα σε σχήμα όφεως. Με εντολή του Νετζήπ μπέη, ισχυρού Οθωμανού, η πλάκα με την επιγραφή μεταφέρθηκε στο σπίτι του, το οποίο βρισκόταν εκεί όπου σήμερα είναι κτισμένο το Δικαστικό Μέγαρο τη Λάρισας.
Την 1η Μαρτίου 1857, λίγα χρόνια μετά την εγκατάστασή του στη Λάρισα, ο ιατρός Σπυρίδων Σαμαρτζίδης με επιστολή του στο περιοδικό «Η εν Αθήναις Ιατρική Μέλισσα» ανέφερε ότι σε επίσκεψή του στο σπίτι του μπέη, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε πεθάνει, εντόπισε το κάλυμμα της σαρκοφάγου με την επιγραφή, στο λουτρό της οικίας του και αντέγραψε τα τμήματα της επιγραφής που ήταν ευδιάκριτα, μεταξύ των οποίων και την ημιτελή λέξη ΙΠΠΟΚΡΑΤ. Όπως ήταν φυσικό, η επιστολή αυτή ευαισθητοποίησε πολλούς Έλληνες και ξένους ιατροφιλοσόφους και λογίους της εποχής και αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του ευρήματος. Με σύσταση της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, η Ελληνική Κυβέρνηση απέστειλε ειδική επιτροπή στην τουρκοκρατούμενη τότε Λάρισα για την εξακρίβωση των γεγονότων. Το συμπέρασμά της ήταν ότι όσα υποστήριζε στην επιστολή του ο Σαμαρτζίδης δεν επιβεβαιώθηκαν από την αυτοψία η οποία έγινε στους αναφερόμενους απ’ αυτόν τόπους [6].
Η τύχη της ενεπίγραφης αυτής πλάκας παρέμεινε έκτοτε άγνωστη. Μια πληροφορία για την τύχη της μας δίνει ο δικηγόρος, πολιτικός και παλιός δήμαρχος της Λάρισας Δημήτριος Χατζηγιάννης, χωρίς, όμως, και να την τεκμηριώνει. Αναφέρει ότι «Η πλάξ μετεφέρθη εις Κωνσταντινούπολιν» [7]. Αν αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε η πλάκα θα πρέπει να βρίσκεται ξεχασμένη σε αποθήκη κάποιου Μουσείου της Κωνσταντινούπολης.
Σήμερα ορισμένοι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ο τάφος του Ιπποκράτη, βάσει της αναφοράς του Σωρανού: «Τέθαπται δε μεταξύ Γυρτώνος και Λαρίσσης», πρέπει να βρίσκεται κάπου στην περιοχή του αεροδρομίου, γιατί η αρχαία οδός Λαρίσσης-Γυρτώνης περνούσε απ’ αυτήν την περιοχή. Όσον αφορά την αλυσίδα με τον χρυσό όφη, η σύζυγος του Σαμαρτζίδη Ευφροσύνη αναφέρει ότι πωλήθηκε τελικά σε κάποιον χρυσοχόο, τα δε νομίσματα τα κατείχε Οθωμανός πολίτης της Λάρισας [8].

***

[1]. Λαμέρας Κωνσταντίνος. Ιπποκράτης. Μετά διορθώσεων, παραλλαγών διαφόρων εκδόσεων, ερμηνειών και λεξιλογίων, Αθήναι (1930), σελ. ιε’.
[2]. Του ιδίου, σελ. μγ’-μστ’.
[3]. Άνθιμος Γαζής. Ελληνική Βιβλιοθήκη, τόμ. Α’, Βενετία (1807), σελ. 200.
[4]. Σκεύος Ζερβός, Πρακτικά Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, συνεδρία 25.5.1940, σελ. 475.
[5]. Χατζηβασιλείου Βασίλειος. Ο Τάφος του Ιπποκράτη στη Λάρισα και μια επιγραφή.
[6]. Για λεπτομέρειες βλέπε: Γεώργιος Αντωνακόπουλος - Ιωάννης Ηλιούδης: Η «ανακάλυψη» του τάφου του Ιπποκράτη στη Λάρισα (1857). περ. «Δέλτος», Αθήναι, τεύχ. 45, (Δεκέμβριος 2016), σελ. 17-33.
[7]. Δημ. Α. Χατζηγιάννης, Από την Ιστορίαν της Λαρίσης, Τμήμα Διαλέξεων της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών, εν Αθήναις, 1951.
[8]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Σπυρίδων και Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου. Το ζευγάρι που ανακίνησε το θέμα του τάφου του Ιπποκράτη, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 2017. Του ιδίου: Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Δ’, Λάρισα (2022), σελ.187-190.

 ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Οι πρώτες κάρτες της Λάρισας


Η ανατολική πλευρά της Λάρισας, όπως φαίνεται από τον λόφο της Ακρόπολης. Λεπτομέρεια από  φωτογραφία επιστολικού δελταρίου της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας. Κυκλοφόρησε το 1902.Η ανατολική πλευρά της Λάρισας, όπως φαίνεται από τον λόφο της Ακρόπολης. Λεπτομέρεια από φωτογραφία επιστολικού δελταρίου της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας. Κυκλοφόρησε το 1902.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Από το 1880, μια εποχή δύσκολη στις επικοινωνίες ανάμεσα σε απομακρυσμένες περιοχές, είχε επικρατήσει στην Ελλάδα ένα νέο είδος αλληλογραφίας, πέραν των κλασικών επιστολών. Ήταν τα λεγόμενα επιστολικά δελτάρια, τα οποία είναι περισσότερο γνωστά ως cartpostal ή μονολεκτικά κάρτες.

Τα δελτάρια αυτά ήταν απλές υπόλευκες κάρτες, διαστάσεων συνήθως 15 x 10 εκ. περίπου, οι οποίες σταδιακά είχαν αρχίσει να αντικαθιστούν πολλές από τις κλειστές σε φάκελο επιστολές. Στην μια όψη έφεραν έντυπο γραμματόσημο με την κεφαλή του Ερμή, την ένδειξη «ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟΝ ΔΕΛΤΑΡΙΟΝ/CARTE CORRESPONDENCE» και διέθεταν ειδικό χώρο για τη διεύθυνση του αποστολέα και του παραλήπτη, ενώ στην άλλη όψη ο αποστολέας έγραφε κάποιο σύντομο μήνυμα.
Όταν αργότερα στις προηγμένες χώρες η φωτογραφική τέχνη είχε πλέον εξελιχθεί, τα επιστολικά δελτάρια έγιναν εικονογραφημένα, δηλαδή από τη μια πλευρά εκτύπωναν κάποια φωτογραφία. Συνήθως απεικόνιζαν τοπία, αλλά για τους ρομαντικούς υπήρχαν και εικόνες με ερωτευμένα ζευγάρια. Από την πρώτη κιόλας στιγμή τα δελτάρια αυτά έγιναν πολύ δημοφιλή και άρχισαν να κυκλοφορούν μαζικά.
Φυσικό ήταν να ακολουθήσει και η Ελλάδα το πνεύμα της εποχής. Λίγο πριν από το 1900 εμφανίσθηκαν διάφορες ιδιωτικές πρωτοβουλίες στον τομέα των εικονογραφημένων δελταρίων. Το 1900 όμως η Γενική Διεύθυνση Ταχυδρομείων και Τηλεγράφων Ελλάδος προκήρυξε πανελλήνιο διαγωνισμό μεταξύ φωτογράφων και οι 384 καλύτερες κυκλοφόρησαν κατά διαστήματα σε αριθμημένες κάρτες με τοπία και αρχαιότητες απ’ όλη την μέχρι τότε Ελλάδα. Η πρώτη σειρά βγήκε στη αγορά τον Ιούλιο του 1901. Από τα 384 εικονογραφημένα δελτάρια της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, τα 61 απεικονίζουν τοπία της Θεσσαλίας και τα οκτώ απ’ αυτά είναι διάφορες απόψεις της Λάρισας. Τα τελευταία κυκλοφόρησαν την 1η Μαΐου 1902. Το έντονο ενδιαφέρον των Λαρισαίων για τις πρώτες εικονογραφημένες κάρτες της πόλης μας αποτυπώνεται σε δημοσιεύματα του τοπικού τύπου της εποχής [1]. Είναι λογικό οι λήψεις των φωτογραφιών στις κάρτες της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας να έγιναν σε προγενέστερα χρονικά διαστήματα από την ημερομηνία κυκλοφορίας τους, χωρίς να γνωρίζουμε πότε ακριβώς. Σε ορισμένες μπορεί να εκτιμηθεί η χρονολογία τους από τη γνώση του χρόνου κατασκευής ή κατεδάφισης ορισμένων κτιρίων που απεικονίζονται. Γι’ αυτό και τοποθετούνται στην περίοδο 1899-1900. Βλέποντας κανείς τις απεικονίσεις αυτές και έχοντας κατά νουν την όψη της σημερινής Λάρισας δεν αναγνωρίζει παρά ελάχιστα σημεία της. Στα πρώτα αυτά εικονογραφημένα δελτάρια αναφέρονταν μόνον οι εκδότες οι οποίοι τα εκτύπωναν και τα διακινούσαν, χωρίς να αναφέρονται οι φωτογράφοι που είχαν κάνει τις λήψεις.
Τα πρώτα ιδιωτικά εικονογραφημένα φωτολιθογραφικά επιστολικά δελτάρια που απεικονίζουν τη Λάρισα κυκλοφόρησαν από το χαρτοπωλείο και τυπογραφείο των Πάλλη & Κοτζιά που η επιχείρησή τους βρισκόταν στην οδό Ερμού 8 στην Αθήνα από το 1880. Η εταιρεία αυτή είχε μεγάλη παραγωγή καρτών για όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας και σήμερα οι απόψεις αυτές της Λάρισας αποτελούν σημείο αναφοράς για την ιστορία της μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881. Είναι αριθμημένες, ασπρόμαυρες και μερικές έχουν επιχρωματισθεί, όμως με όχι ιδιαίτερη επιμέλεια. Η παλαιότερη απεικόνιση της Λάρισας είναι η υπ’ αριθμ. 374 και φέρει τον υπότιτλο «Πλατεία Καλλιθέας (Ακροπόλεως)» και αποτυπώνει μια μέρα γιορτής πάνω στο Λόφο.
Από τους πρώτους που τύπωσαν εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια ήταν και ο εκδοτικός οίκος Κ. Ελευθερουδάκη, ο οποίος κατά το 1918 άνοιξε στην πλατεία Συντάγματος το γνωστό βιβλιοπωλείο του. Για τη Λάρισα είχε κυκλοφορήσει ελάχιστες κάρτες. Προσοχή όμως γιατί εκείνες με την ένδειξη «Θεσσαλία – Πηνειός» δεν απεικονίζουν σκηνές από το ποτάμι της Λάρισας. Προσεκτική ανάλυσή τους οδηγεί στην αποκάλυψη ότι οι λήψεις είναι από ποταμό μάλλον της Κεντρικής Ευρώπης.
Κοντά σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τον Βολιώτη ζωγράφο-φωτογράφο Στέφανο Στουρνάρα (1867-1928). Τα παλαιότερα επιστολικά δελτάρια είναι της Α’ σειράς, με φωτογραφίες του 1895-1905. Είναι ασπρόμαυρες, αριθμημένες και της Λάρισας έχουν εκτός από δικές του λήψεις και αντιγραφές άλλων. Μετά το 1905 ασχολήθηκε με τις έγχρωμες κάρτες. Αυτές ουσιαστικά ήταν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, οι οποίες με μια ειδική χρωμολιθογραφική επεξεργασία εκτυπώνονταν στη Γερμανία. Οι κάρτες αυτές ήταν για τη Λάρισα πολλές και αποτελούσαν πρωτοπορία για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής.
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία είναι μία από τις οκτώ κάρτες που είχε κυκλοφορήσει η Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία και απεικονίζουν τοπία της Λάρισας. Η λήψη της συγκεκριμένης έγινε από το ύψος της τουρκικής αγοράς (μπεζεστένι) και απεικονίζει μέρος της ανατολικής περιοχής της Λάρισας. Μπροστά είναι ο χώρος της εβδομαδιαίας αγοράς (Τετάρτη) και εκείνο που διακρίνεται ανάμεσ στο χάος των χαμόσπιτων είναι προς τα δεξιά το κτίριο των ανακτόρων και πίσω του ακριβώς ο μιναρές του Γενί τζαμί.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι απόψεις της Λάρισας μέσα από τα πρώτα εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια που κυκλοφόρησαν διάφοροι εκδότες μας δίνουν την δυνατότητα να αναπλάσουμε με κάποια σχετική ακρίβεια την όψη της πόλης μας και κυρίως του κεντρικού τομέα της, έτσι όπως ήταν στις αρχές του περασμένου αιώνα, μόλις είκοσι χρόνια μετά την προσάρτηση της περιοχής μας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.

 

[1]. «Έφθασαν ήδη από τινος εις το Ταχυδρομείον εις αρκετήν ποσότητα και τα εικονογραφημένα δελτάρια της πόλεώς μας, των οποίων μεγάλη, ως πληροφορούμεθα, γίνεται ζήτησις …», εφ. «Όλυμπος», Λάρισα, φύλλο της 7 Ιουλίου 1902.