Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015



Ιχνηλατώντας την Παλιά Λάρισα

Το Μπεζεστένι (Η ΚΛΕΙΣΤΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

Οι περισσότεροι Λαρισαίοι επισκέπτες του Λόφου του Φρουρίου[1], εντυπωσιάζονται με την παρουσία ενός παλαιού, τεράστιου σε όγκο πέτρινου, κτίσματος, με ορθογώνια κάτοψη, του οποίου διατη- ρούνται μόνον οι τέσσερις πλάγιοι τοίχοι, δηλ. το κέλυφος. Έχουν την εντύπωση ότι αντικρίζουν τα υπολείμματα αρχαίου ή μεσαιωνικού φρουρίου της Λάρισας, γι’ αυτό και στις καθημερινές συζητήσεις επικράτησε από χρόνια να ονομάζεται το συγκεκριμένο κτίσμα ως Φρούριο. Ο όρος αυτός έφθασε σήμερα να προσδιορίζει ουσιαστικά και τη συγκεκριμένη και υπερυψωμένη αυτή περιοχή της πόλης. Παλαιότερα, ακόμα και οι αρχαιολόγοι, όπως λ.χ. ο Αρβανιτόπουλος στις αρχές του 20ου αιώνα, πίστευαν ότι το κτίσμα αυτό ήταν βυζαντινό φρούριο, το οποίο αργότερα μετασκευάστηκε σε μοναστήρι και κατά την πρώιμη φάση της τουρκοκρατίας χρησίμευσε σαν στρατώνας και κλειστή αγορά. Λίγοι όμως γνωρίζουν σήμερα ότι το πελώριο αυτό κτίσμα είναι ό,τι απέμεινε από το Μπεζεστένι, την παλιά τουρκική σκεπαστή αγορά των πρώτων χρόνων της τουρκοκρατίας στην πόλη. Η ονομασία Μπεζεστένι έχει τη ρίζα της στην περσική λέξη bez, που σημαίνει ύφασμα και ουσιαστικά ο όρος μπεζεστένι σημαίνει αγορά υφασμάτων. Με τον καιρό όμως επειδή μέσα στο χώρο αυτό φυλάσσονταν και πωλούνταν εκτός από υφάσματα και άλλα πολύτιμα αντι- κείμενα (χρυσός, ασήμι, κοσμήματα, πολύτιμες πέτρες) και αποθηκεύονταν σημαντικά έγγραφα, νομίσματα, βαρύτιμα περιουσιακά στοιχεία κλπ., μετατράπηκε σε μια αυστηρά φυλασσόμενη αγορά, με την παρουσία οπλισμένου νυκτοφύλακα, του λεγόμενου πασβάντη[2]. 
Όπως ήταν φυσικό, κατά την τουρκοκρατία μπεζεστένι διέθεταν μόνον οι μεγάλες πόλεις. Στον ελληνικό χώρο σήμερα έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση και έχουν συντηρηθεί το μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης και το μπεζεστένι των Σερρών. Το πρώτο φιλοξενεί στους χώρους του διάφορα καταστήματα, ενώ στο δεύτερο στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο των Σερρών. Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του δεν μας είναι γνωστή. Αρχαιολόγοι που μελέτησαν το κτίριο, όπως ο Γερμανός Machiel Kiel και ο δικός μας Λάζαρος Δεριζιώτης, αξιολογώντας τα μορφολογικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του, πιστεύουν σήμερα ότι κτίστηκε στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα (μεταξύ των ετών 1484-1506). Για τριακόσια περίπου χρόνια η κλειστή τουρκική αγορά αποτέλεσε το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας της αγοράς της Λάρισας. Έχουμε πολλές αναφορές για το μπεζεστένι από ξένους περιηγητές οι οποίοι επισκέφθηκαν αυτό το διάστημα τη Λάρισα. Όλοι τους εντυπωσιάσθηκαν από την ασφάλεια που πρόσφερε, την ισχυρή κατασκευή και το μέγεθός του, σε αντιπαραβολή με τις απλές και πλινθόκτιστες κατοικίες της. Οι Τούρκοι Χατζή Κάλφα (1648) και Εβλιγιά Τσελεμπί (1668), ο Γάλλος Robert de Dreux (1669), ο Διοικητής (1715), ο Σουηδός Ιωνάς Bjiornstahl (1779) και άλλοι που το επισκέφθηκαν, το περιγράφουν με κολακευτικά λόγια και το θεωρούν σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης του εμπορίου της πόλης[3].
 Τρεις αιώνες αργότερα όμως, το 1799, μια πυρκαγιά από υπαιτιότητα του φύλακα του κτιρίου, είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφεί το εσωτερικό του και να καταπέσει η σκεπή με τους έξι μολυβένιους τρούλους του, με αποτέλεσμα να σταματήσει η λειτουργία του[4]. Αργότερα έγιναν κάποιες επισκευές και μετατροπές και το ερειπωμένο κτίσμα χρησιμο- ποιήθηκε από τους Οθωμανούς ως αποθήκη πυρομαχικών. Η πόλη μετά την απελευθέρωση γνώρισε το μπεζεστένι έχοντας μόνον τους τέσσερες τοίχους του όρθιους, ολόκληρο το εσωτερικό του επιχωματωμένο μέχρι το ψηλότερο σημείο των τοίχων και σε πλήρη εγκατάλειψη. Το γεγονός αυτό οδήγησε στο σημείο το 1899 να υπάρξουν σκέψεις και προτάσεις από δημόσιες υπηρεσίες της πόλης να κατεδαφισθεί[5].
 Ευτυχώς όμως επικράτησαν άλλες σκέψεις πιο ψύχραιμες και δεν υλοποιήθηκε η κατεδάφισή του. Το Μπεζεστένι είναι κτισμένο στο ψηλότερο σημείο του λόφου και πιθανολογείται ότι στο σημείο αυτό βρισκόταν η ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας. Έχει εξωτερικές διαστάσεις 20 Χ30 μέτρων περίπου και καλυπτόταν με έξη μολυβδοσκέπαστους τρούλους, όπως συναντάμε σήμε- ρα στα καθολικά των αγιορείτικων μονών. Ο εσωτερικός χώρος ήταν και τότε ενιαίος και έχει διαστάσεις 17 χ 27 μέτρα. Οι τοίχοι του είναι ισχυροί, έχουν πάχος 1,5 μέτρων περίπου και είναι δομημένοι από λίθους και αρχαία διαμελισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, με παρένθετες κατά διαστήματα σειρές πλίνθων[6]. 
Στους κάθετους τοίχους περιμετρικά στην εξωτερική πλευρά τους ήταν ενσωματωμένα είκοσι μικρά κα- ταστήματα. Στις τρεις από τις τέσσερίς πλευρές του είχε ψηλές θύρες εισόδου, από τις οποίες η νότια ήταν η κύρια. Η αρχαιολογική υπηρεσία τη δεκαετία του 2000 συντήρησε το κτίσμα με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια, αφαίρεσε προσεκτικά την επιχωμάτωση και πριν μερικά χρόνια έγινε συντονισμένη μελέτη αποκατάστασης του κτιρίου όπως ήταν επί τουρκοκρατίας, με σκοπό να παραδοθεί σε εξειδικευμένη χρήση, όμως η επελθούσα εν τω μεταξύ οικονομική κρίση ματαίωσε την ανακατασκευή του. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο επιλέχθηκε από πολλές άλλες. Είναι χαρακτικό του Λαρισαίου ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη το οποίο έχει την ιδιαιτερότητα ότι φιλοτεχνήθηκε το 1943, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όπως διακρίνεται κάτω δεξιά, δίπλα από την υπογραφή του: α. α. 43, δηλαδή Αγήνωρ Αστεριάδης 1943, όπως συνήθιζε να βάζει διακεκομμένη την χρονολογία σε ορισμένα έργα του. Έχει αποτυπώσει την νοτιοδυτική πλευρά του κτίσματος λίγα χρόνια μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1941 και τους ανελέητους βομβαρδισμούς ιταλικών και γερμανικών αεροπλάνων. Στον επιχωματωμένο εσωτερικό χώρο έχει αναπτυχθεί χαμηλή βλάστηση από την πλήρη εγκατάλειψη, ενώ στο έδαφος εξωτερικά βρίσκονται διάσπαρτες πέτρες διαφορετικού μεγέθους. Ο χώρος είναι αδιαμόρφωτος, γεμάτος από γκρεμισμένα μέλη του κτίσματος και αποτυπώνει χαρακτηριστικά την όψη που πρέπει να είχε η πόλη το διάστημα της κατοχής, με τα ερείπια διασπαρμένα εδώ και κει, αφού η πλειονότητα των κατοίκων της είχε εγκαταλείψει την πόλη και είχαν εγκατασταθεί για λόγους ασφαλείας στις γειτονικές κωμοπόλεις και χωριά, κυρίως Συκούριο, Αγιά, Ραψάνη, κλπ. 
[1]. Σωστότερα θα πρέπει να ονομάζεται Λόφος της Ακρόπολης. Η ονομασία Λόφος του Φρουρίου θεωρείται σήμερα εσφαλμένη. Ποτέ δεν υπήρξε φρούριο ή κάστρο σ’ αυτόν τον χώρο παρά μόνον η ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας. Η ονομασία Φρούριο προήλθε προφανώς από το γεγονός ότι η τουρκική κλειστή αγορά, το λεγόμενο μπεζεστένι, εθεωρείτο από τους κατοίκους της πόλεως ότι ήταν παλαιό φρούριο, κάστρο.
 [2]. Μουσιώνη Λίνα, Μια μέρα στο Μπεζεστένι, Λάρισα (2001) σ. 9. 
[3]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1821), τόμ Β’, Κατερίνη (2007) σελ. 626. [4]. Για το περιστατικό αυτό ο Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος Λαρισαίος αναφέρει: «..αλλ’ εις μίαν πυρκαϊάν εις τα 1799 εκάηκεν από την ανοησίαν του φυλακάτορος και τώρα μόνον τα τείχη σώζονται και μερικοί κουμπέδες (τρούλοι)». Βλέπε: Ιωάννης Οικονόμου-Λογιώτατος, Ιστορική τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας (1817), εισαγωγή- σχόλια-επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα, 2005.
 [5]. «Εμάθομεν ότι ο κ. Νομάρχης εζήτησε την άδειαν παρά της Κυβερνήσεως όπως κατεδαφίση το λεγόμενον Φρούριον της πόλεώς μας. Η πρότασις του κ. Νομάρχου είναι λογική, διότι το υπάρχον Φρούριον εις ουδέν ωφελεί, ήτο λιθόκτιστον εμπορείον, μπεζιστέν, εις προφύλαξιν των εμπορευμάτων εκ πυρκαϊάς, ήτις μ’ όλα ταύτα εξερράγη έσωθεν και έκτοτε εγκατελείφθη, είναι απλή μάνδρα και συνεπώς άχρηστον. Κατεδαφιζομένου δε θα εξαχθώσι λίθοι οικοδομήσιμοι αρκετών χιλιάδων μέτρων προς όφελος του δημοσίου»., εφ. «Όλυμπος», Λάρισα, φύλλον της 8ης Μαΐου 1899.
 [6]. Σδρόλια Σταυρούλα, Το Μπεζεστένι. Ιστορική εισαγωγή. Ο Λόφος του Φρουρίου στα βυζαντινά και τα νεότερα χρόνια, Λάρισα (2001) σ. 13.

ελευθερία λάρισας

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΩΝ  μύθοι
Από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου

Η Πανδώρα(Η Πανδώρα και το κουτί της)
ΓΕΝΙΚΑ – ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΤΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ: Η Πανδώρα (παν+δώρα) είναι αρχετυπική μορφή γυναίκας στην ελληνική Μυθολογία. Αναφέρεται ως η πρώτη θνητή γυναίκα, αιτία όλων των δεινών κατά τον Ησίοδο και αντίστοιχη της βιβλικής Εύας. Ο μύθος της Πανδώρας, που δικαιολογεί όλα τα ανθρώπινα πάθη και παθήματα, έχει παγκόσμια αναγνωρισιμότητα. Συγκεκρι- μένα, από ανοησία, περιέργεια ή σκόπιμα, η Πανδώρα, σύμφωνα με το μύθο, αποδέ- σμευσε σκορπίζοντας επί δικαίων και αδίκων όλα τα δεινά και τις ασθένειες που ήταν κρυμμένες σε ένα πιθάρι. Η αρνητική στάση του Ησιόδου και ο μισογυνισμός που εκδηλώνεται στα σχετικά κείμενά του, όπως και σε άλλα κείμενα αρχαίων συγγραφέων, αποδίδεται από ορισμένους ερευνητές όχι τόσο στο μύθο της Πανδώρας, αυτό καθ’ αυτό, αλλά σε κατάλοιπα της μεταβατικής εποχής, από τη μητριαρχία των προϊστορικών χρόνων στην πατριαρχία της Αρχαιότητας. 
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΠΑΝΔΩΡΑ: Οι επωνυμίες Πανδώρα αλλά και Ανησιδώρα (αυτή που φέρνει δώρα) αναφέρονται και στη θεά της γονιμότητας της Γης, Δήμητρα, που λατρευόταν ως «πανδώρα», αφού από αυτή τρεφόταν η ανθρωπότητα. Όμως οι επωνυμίες αυτές της θεάς δεν έχουν καμία σχέση με το κύριο όνομα Πανδώρα, δηλαδή το μυθολογικό μας πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο το όνομά της σήμαινε εκείνη που είναι προικισμένη με όλα τα δώρα από τους θεούς, εκείνη που έχει όλα τα χαρίσματα. Αργότερα θεωρήθηκε ότι ήταν και εκείνη από την οποία εκπορεύονταν όλα τα δώρα προς τους ανθρώπους, καλά και κακά, αντιπαραβαλλόμενη με τις Μοίρες. 
Ο ΗΣΙΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ: Σύμφωνα με τα ησιόδεια έργα, “Θεογονία” και “Έργα και Ημέραι” [περίπου 750 π.Χ.] η Πανδώρα πλάστηκε από χώμα από τον Ήφαιστο μετά από παραγγελία του Δία. Η Αθηνά και ο Ερμής της ενεφύσησαν ζωή, ενώ οι υπόλοιποι ολύμπιοι θεοί της προσέφεραν όλα τα χαρίσματα και τις ικανότητες, και μαζί μια ακαταμάχητη γοητεία. Πάντως ο επικός συγγραφέας τονίζει πως η Πανδώρα ήταν το χειρότερο δώρο που μπορούσαν να κάνουν οι θεοί στον άνθρωπο. Στη Θεογονία [στίχοι 570-600], υπάρχει περιγραφή της Πανδώρας. Λέει ότι το δώρο των θεών έλαμπε από τη μεγάλη της ομορφιά, ώστε την θαύμασαν ακόμα και οι θεοί. Τόσο όμορφη ήταν, που δεν μπορούσε να της αντισταθεί κανένας θνητός, αφού μέχρι τότε δεν υπήρχαν γυναίκες παρά μόνον άνδρες. Και συνεχίζει ο Ησίοδος: “Από αυτήν κατάγονται όλες οι γυναίκες και το θηλυκό γένος. Από αυτήν προήλθε το κα- ταστροφικό γένος των γυναικών [της γαρ λώιόν εστι γένος γυναικών!] που ζει μεταξύ των θνητών ανδρών για να τους βασανίζει, σύντροφος μόνο στα πλούτη και ποτέ στη μισητή φτώχεια. Ο Δίας έπλασε τις γυναίκες για να βλάψει τον θνητό άνδρα”. Από τότε, κατά τον Ησίοδο, αν ο άνδρας δεν παντρευόταν για να αποφύγει τις πικρίες του γάμου, γερνούσε και πλησίαζε το θάνατο χωρίς να έχει κανέναν να τον φροντίσει. Οπότε, όταν ο άντρας επέλεγε να παντρευτεί και να πάρει καλή γυναίκα που να συμφωνεί μαζί του, τότε το κακό συνεχώς αντιπάλευε το καλό. Άλλωστε, συνεχίζει ο Ησίοδος: “μπορεί να τύχει να κάνει κακά παιδιά, και τότε ζει για πάντα με θλίψη στην καρδιά και αυτό το κακό δεν μπορει να θεραπευτεί ποτέ. Ετσι δεν μπορείς να εξαπατήσεις τον Δία ή να παραβείς το θέλημά του.” Συνεπώς, για τον ποιητή, ο άνθρωπος δεν έχει σωτηρία, ούτε με τον γάμο ούτε χωρίς αυτόν! Στο “Έργα και Ημέραι” ο Ησίοδος αναφέρεται ξανά στην Πανδώρα, λέγοντας επιπλέον, διεξοδικά πώς ακριβώς τιμώρησε ο Δίας το ανθρώπινο είδος μέσω της Πανδώρας. Γράφει λοιπόν ο Ησίοδος: “Οταν ο Δίας κατάλαβε τι είχε κάνει ο Προμηθέας, του είπε: Χαίρεσαι που με γέλασες, αλλά θα βρει μεγάλο κακό εσένα και όλους τους ανθρώπους και αυτό θα είναι το τίμημα για τη φωτιά που τους έδωσες. Θα είναι αυτό (το κακό) κάτι που οι άνθρωποι θα χαρούν με την καρδιά τους ενώ θα αγκαλιάζουν την καταστροφή τους!” Και έπειτα έβαλε τον Ήφαιστο να πλάσει από λάσπη ένα πλάσμα που να μοιάζει σε αθάνατη θεά, αλλά να έχει τη φωνή και τη δύναμη ανθρώπου. Η Αθηνά της έμαθε να υφαίνει και η Αφροδίτη την έκανε ποθητή, ενώ ο Δίας, όπως αναφέρει ο Ησίοδος, έβαλε τον Ερμή να της δώσει ξεδιάντροπο μυαλό και πανούργα φύση και να της διδάξει τα ψέματα. Της δόθηκαν σαν δώρα επίσης τα χαρίσματα της Πειθούς και των Χαρίτων και ο Ερμής της έδωσε και ομιλία. Στο τέλος, λέει ο Ησίοδος, την ονόμασαν Πανδώρα [αυτό σήμερα φαίνεται μία κατ’ ευφημισμόν ονοματοδοσία], επειδή κάθε θεός της έδωσε μεν από ένα δώρο, αλλά ήταν βαρύ το χτύπημα σε τελική ανάλυση για τους θνητούς. 
ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΗΘΕΑ: Ύστερα ο Δίας είπε στον Ερμή να παραδώσει την Πανδώρα ως δώρο στον Επιμηθέα, τον αδελφό του Προμηθέα. Ο Προμηθέας προσπάθησε να προλάβει την καταστροφή λέγοντας στον αδελφό του: “μη δεχτείς ποτέ δώρο από τον Δία. Στείλε τούτο το δώρο πίσω επειδή μπορεί να αποδειχθεί βλαβερό για τους ανθρώπους!”. Αυτός δεν υπολόγισε τη συμβουλή του αδελφού του και αποδέχτηκε την Πανδώρα. Κατάλαβε το λάθος του όταν πια έγινε το κακό. Γιατί μέχρι τότε οι άνθρωποι που ζούσαν στη γη ήταν μακριά από κάθε λογής κακό και πόνο και νόσο, που “μέσα σε αυτές οι άνθρωποι γερνούν γρήγορα. Η γυναίκα όμως έβγαλε το μεγάλο πώμα από το πιθάρι και σκόρπισε όλα αυτά τα κακά φέρνοντας τη θλίψη στους ανθρώπους.” Μόνο η Ελπίδα έμεινε μέσα στο άθραυστο μεγάλο πιθάρι που έφερε “προίκα” από τον Όλυμπο η Πανδώρα. Η ελπίδα δεν πέταξε έξω «γιατί την κράτησε εκεί το πώμα με τη θέληση του Δία”. Έτσι γέμισε η πλάση αρρώστιες και δυστυχία που έπλητταν στο εξής μέρα νύχτα τους θνητούς σιωπηρά, γιατί “ο Δίας τους είχε πάρει σοφά τη λαλιά». Καθώς όλες οι δυστυχίες πλησίαζαν βουβά, ύπουλα δη- λαδή, κανείς δεν μπορούσε να φυλαχτεί “και να γλιτώσει από το θέλημα του Δία”!
 Η ΕΛΠΙΔΑ: Το θέμα της ελπίδας έχουν εξετάσει πολλοί σύγχρονοι ερευνητές. Όμως, δεν θεωρούν σαφές ότι η ελπίδα ήταν όπλο ή μειονέκτημα. Άλλωστε, η ελπίδα αναστέλλει την κινητοποίηση και οδηγεί ίσως στην υποχώρηση, την αγωνιστική περιχαράκωση και την ηττοπάθεια. Ακόμη, δεν μπορούν να εξηγηθούν με βεβαιότητα οι προθέσεις του πατέρα των θεών. Διότι, αν ο Δίας ήθελε πραγματικά το κακό των ανθρώπων, γιατί φρόντισε στο πιθάρι με τα τόσα δεινά να υπάρχει και η Ελπίδα; Αυτό δείχνει ευσπλαχνία, ενώ όμως, αντιθέτως, ο Ησίοδος τον παρουσιάζει έξαλλο με τον Προμηθέα και την ανθρωπότητα.
 ΤΟ “ΚΟΥΤΙ”: Γιατί όμως το πιθάρι [πίθος] της Πανδώρας έγινε κουτί ακόμη και στην ελληνική εκδοχή; Η αιτία είναι η επανεισαγωγή της αρχαίας γραμματείας από το εξωτερικό και η καθιέρωση της λέξης «κουτί» στις άλλες γλώσσες, πριν οι ίδιοι οι [νεο]Έλληνες προλάβουν να ασχοληθούν με το πρωτότυπο αρχαίο κείμενό τους. Έτσι, όταν ο Έρασμος μετέφρασε το έργο στα λατινικά και απέδωσε τον πίθο του Ησίοδου ως pyxis, που σημαίνει κυτίο ή κουτί, πέρασε έτσι και στην ελληνική νεοελληνική απο- δοση. Η λέξη πυξίς υπήρχε βεβαίως και στα αρχαία ελληνικά και έμοιαζε περισσότερο με μικρό κατσαρολάκι, όπου μέσα σε αυτό έβαζαν τα κοσμήματά τους. Κι ενώ ο Ησίοδος αναφέρει τη λέξη «πίθος», από τη μετάφραση του Ερασμου ανατυπώθηκαν βιβλία με έργα του Ησιόδου στα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά, που όλα τους απέδιδαν τη λατινική λέξη pyxis στη γλώσσα τους ως box, boîte κ.λπ. Από αυτό τον μύθο είναι γνωστή μέχρι σήμερα η φράση «Κουτί της Πανδώρας» που τη χρησιμοποιούμε όταν κάποιος κάνει μια φαινομενικά ασήμαντη πράξη που μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες.

Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέας Konsatntinosa.oikonomu@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon

ελευθερία λάρισας

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015


Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η Δημοτική Aγορά

Η βορειοδυτική γωνία της Δημοτικής Αγοράς. Αριστερά ο μιναρές του Γενί τζαμί ακέραιος. Φωτογραφία του Παντελή Γκίνη. 1935
Σήμερα είναι αρκετοί εκείνοι οι οποίοι θυμούνται την παλιά Δημοτική Αγορά ή Νέα Αγορά όπως την αποκαλούσαν πολλοί[1], ένα τεράστιο σε μέγεθος κτίριο το οποίο κάλυπτε ολόκληρη τη σημερινή πλατεία δημάρχου Αγαμέμνονα Μπλάνα[2]. Στο σημερινό μας σημείωμα θα παρακολουθή- σουμε τη διαδοχική χρήση του χώρου αυτού τα τελευταία 135 περίπου χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Τα στοιχεία αυτά στηρίζονται σε γραπτές ιστορικές πηγές, οι οποίες χρονικά βρίσκονται σε μια κοντινή και εύκολα προσβάσιμη περίοδο και σε πλούσιο απεικονιστικό υλικό που έχει εντοπισθεί μέχρι σήμερα. Κατά την περίοδο της απελευθέρωσης της Λάρισας από τους Τούρκους, ο χώρος αυτός ρυμοτομικά ήταν τελείως διαφορετικός από τον σημερινό. Περιτριγυρισμένο από στενά σοκάκια ξεχώριζε το κονάκι του Οθωμανού Χουσνή μπέη, το οποίο αγόρασε το 1881 ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ και το έκανε ανάκτορό του. Νότια του σπιτιού αυτού τουλάχιστον μέχρι το 1897, όπως διακρίνεται σε χαρακτικό της εποχής[3], απλωνόταν ένας μεγάλος αδιαμόρφωτος χώρος 3,5 στρεμμάτων περίπου. Με την σταδιακή εφαρμογή του νέου σχε- δίου πόλεως του 1884 κάποια στιγμή ο χώρος αυτός διχοτομήθηκε από την οδό Μακεδονίας (τη σημερινή Βενιζέλου) και το νότιο τμήμα του ονομάσθηκε «κατ’ ευφημισμόν» πλατεία Ανακτόρων. Αργότερα η πλατεία αυτή ισοπεδώθηκε, τετραγωνίσθηκε, πεζοδρομήθηκε και όπως παρατηρούμε σε φωτογραφίες του 1910 περίπου, οι οποίες προ- έρχονται από επιστολικά δελτάρια του Βολιώτη φωτογράφου Στέφανου Στουρνάρα, διαμορφώθηκε σε πλατεία με πολύ αραιή περιφερειακή δεντροφύτευση. Σ’ αυτή την κατάσταση βρισκόταν η πλατεία Ανακτόρων όταν μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924, παραχωρήθηκε ολόκληρος ο χώρος στους πρόσφυ- γες για να εγκαταστήσουν προσωρινά τις ξεριζωμένες επαγγελματικές βιοποριστικές τους ανησυχίες. Έτσι σε πρόχειρα παραπήγματα κατασκευασμένα από ξύλα και λαμαρίνες, αναπτύχθηκαν άθλια μικρομάγαζα κάθε είδους, άναρχα χωροθετημένα. Το 1925 εκλέχθηκε δήμαρχος ο Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα δημιουργικά έργα για την πόλη, είχε προγραμματίσει και την ανέγερση μεγάλης Δημοτικής Αγοράς. Ως χώρο ανέγερσης προτάθηκαν δύο οικόπεδα. Το πρώτο βρισκόταν στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλειόταν από τους σημερινούς δρόμους Ασκληπιού-Κούμα- Ρούσβελτ-Παπασταύρου και το οποίο την περίοδο εκείνη καλυπτόταν από ερειπωμένα καταστήματα και κατοικίες, καθώς και ακάλυπτους χώρους. Εκτός μιας οικίας των αδελφών Δ. Παπακωνσταντίνου, όλοι οι άλλοι χώροι υπάγονταν στα οθωμανικά ανταλλάξιμα ακίνητα. Το δεύτερο οικόπεδο ήταν η Πλατεία Ανακτόρων, που όμως ήταν κα- τειλημμένη από τα παραπήγματα των προσφύγων, τα οποία προηγουμένως έπρεπε να απομακρυνθούν. Έπειτα από παλινωδίες και αντεγκλήσεις επιλέχθηκε η δεύτερη πρόταση, η οποία όμως συνάντησε την σφοδρή αντίδραση των προσφύγων και των υποστηρικτών τους. Τελικά έπειτα από αρκετό διάστημα η άρνησή τους κάμφθηκε, χάρη στις προσπάθειες του δημάρχου και των δημοτι- κών συμβούλων που υποστήριζαν την άποψή του[4]. Η αρχιτεκτονική και στατική μελέτη της Δημοτικής Αγοράς είχε εκπονηθεί από το υπουργείο Δημοσίων Έργων, ενώ η εργολαβία ανατέθηκε μετά από δεύτερη δημοπρασία, στον μηχανικό Κωνσταντίνο Μιχαλέα. Άρχισε να κτίζεται κατά τα τε- λευταία έτη της δεύτερης δημαρχιακής θητείας του Σάπκα (1929-1934). Οι διαστάσεις του κτιρίου ήταν 49,50 Χ 42,50 μέτρα και το περίγραμμα ακολούθησε το σχήμα της πλατείας. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε το κτίσμα να έχει δύο ορόφους και υπό- γειο, τα καταστήματα να είναι περιφερειακά και στο κέντρο να υπάρχει αίθριο, το οποίο θα καλυπτόταν από υαλόφρακτη στέγη. Η μεγάλη όμως δαπάνη που απαιτούσε η κατασκευή του, υποχρέωσε τον Δήμο να οικοδομήσει αρχικά μόνο το ισόγειο και η ολοκλήρωσή του, όπως είχε αρχικά σχεδιασθεί, θα γινόταν σε μια δεύτερη φάση. Το έργο κατασκευάσθηκε με σιδηροπαγές σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ) και τα εγκαίνια έγιναν με επισημότητα τον Δεκέμβριο του 1933, δύο περίπου μήνες πριν από τις δημοτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1934, ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο. Στις εκλογές που ακολούθησαν, όπως είναι γνωστό, ο εμπνευστής του έργου Μιχ. Σάπκας απέτυχε να επανεκλεγεί και ο διάδοχός του Στυλιανός Αστεριάδης δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει. Επιπλέον η νέα δημοτική αρχή κατηγόρησε τον απελθόντα δήμαρχο Σάπκα μαζί με τον εργολάβο μηχανικό Μιχαλέα για κακοτεχνίες στο έργο και για σοβαρές παραβάσεις της συγγραφής υπο- χρεώσεων, με την ανοχή της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου. Και όλα αυτά έγιναν, κατά την καταγγελία, με σκοπό την αποκόμιση αθέμιτων κερδών. Η επιτροπή που ερεύνησε τις κατηγορίες δεν διαπίστωσε καμία παράλειψη, όμως ο θόρυβος που δημιουργήθηκε στην μικρή τότε κοινωνία της Λάρισας σπίλωσε για ένα διάστημα το όνομα και του πρώην δημάρχου και του κατασκευαστή. Όπως μπορεί να διακρίνει κανείς και στην φωτογραφία του 1935 που συνοδεύει το κείμενο, η Δημοτική Αγορά κατασκευαστικά ήταν ένα οικο- δόμημα μεγάλων διαστάσεων. Είχε τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πλευρά συνολικά 56 στη σειρά καταστήματα. Όλα τα καταστήματα διέθεταν ευρύχωρα υπόγεια, ενώ στο κέντρο του κτιρίου υπήρχε κενός χώρος μεγάλων διαστάσεων εν είδει αιθρίου. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του γινόταν από τέσσερις μεγάλες εισόδους, μία σε κάθε πλευρά. Μεγάλα υπόστεγα, πλάτους τεσσάρων μέτρων κάλυπταν περιμετρικά όλα τα καταστήματα, ώστε να είναι δυνατή η διακίνηση του κόσμου και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες[5]. Στα καταστήματα στεγάσθηκαν κατά προτεραι- ότητα οι πρόσφυγες που είχαν αναπτύξει την επαγγελματική τους δραστηριότητα στα παραπήγματα της πλατείας Ανακτόρων και στη συνέχεια, με κάποια δυσπιστία όσον αφορά την επαγγελματική επιτυχία της μετακόμισης, τα κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, οπωροπωλεία και τα άλλα καταστήματα τροφίμων που βρίσκονταν διάσπαρτα στην πόλη και κυρίως στην ρυπαρή τότε οδό Πανός. Με τον χρόνο η ιδέα της κατασκευής της Δημοτικής Αγοράς υπήρξε ανέλπιστα επιτυχής. Από τη μια απελευθερώθηκε το κέντρο της πόλης από τη δυσοσμία και τις ακαθαρσίες της οδού Πανός και από την άλλη η συγκέντρωση όλων των καταστημάτων σε περιβάλλον καθαρό και υγιεινό, διευκόλυνε ευχάριστα τους αγοραστές. Η ζωή της Δημοτικής Αγοράς υπήρξε μικρή, μόλις 45 χρόνια. Το καλοκαίρι του 1978, επί δημαρχίας Αγαμέμνονα Μπλάνα, έκλεισε τον κύκλο της και κατεδαφίσθηκε[6], με το αιτιολογικό να αποκτήσει η πόλη έναν επιπλέον πνεύμονα πρασίνου. Στη θέση του δημιουργήθηκε η πλατεία Λαού. Όμως η αναζήτηση από την δημοτική αρχή χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων κατέληξε στη ιδέα δημιουργίας υπόγειου χώρου κάτω από την πλατεία Λαού. Κατά τις εκσκαφές για τη δημιουργία του υπόγειου αυτού χώρου αποκαλύφθηκαν τμήματα του Ιουστινιάνειου τείχους της βυζαντινής εποχής, καθώς και το ανατολικό τμήμα μιας μεγάλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής της Λάρισας, τα οποία οι αρχαιολόγοι μετέφεραν στην επιφάνεια της πλατείας και σήμερα είναι εκτεθειμένα σε κοινή θέα, ώστε να θυμίζουν σε όλους την πλούσια ιστορία της. Τελικά βέβαια έχω μείνει με την απορία. Η Δημοτική Αγορά κατεδαφίσθηκε για να αποκτήσει η πόλη έναν πνεύμονα πρασίνου; 
[1]. Η ονομασία Νέα Αγορά είχε επικρατήσει μεταξύ των Λαρισαίων προπολεμικά μετά την κατασκευή της, γιατί η δημοτική αρχή είχε κατορθώσει να πείσει, με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, τους μαγαζάτορες της οδού Πανός (κρεοπώλες, ιχθυοπώλες και οπωροπώλες, κλπ.) να μετακομίσουν το 1933 στο νέο κτίριο.
[2]. Η πλατεία αυτή είχε κατά καιρούς διάφορες ονομασίες. Επί τουρκοκρατίας είχε το όνομα πλατεία του Ντερβίς μπέη. Το 1881, έπειτα από την μετατροπή σε ανάκτορα της οικίας του Χουσνή μπέη, ονομάσθηκε πλατεία Ανακτόρων, την οποία διατήρησε μέχρι το 1933, όταν έγιναν τα εγκαίνια της Δημοτικής αγοράς. Μεταπολεμικά μετά την κατεδάφισή της, ο χώρος ονο- μάσθηκε πλατεία Λαού και σήμερα πήρε το όνομα του δημάρχου που την κατεδάφισε… 
[3]. Στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde Illustrée» των Παρισίων, στο φύλλο της 17ης Απριλίου 1897. Το χαρακτικό αυτό προέρχεται από ακριβή αντιγραφή φωτογραφίας του Γάλλου δημοσιογράφου Henri Turot και η αξιοπιστία του δεν αμφισβητείται.
 [4]. Πολλές λεπτομέρειες για την κατασκευή της Δημοτικής Αγοράς και τα προηγηθέντα αυτής, υπάρ- χουν στις ανέκδοτες μέχρι σήμερα χειρόγραφες «Αναμνήσεις» του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα.
 [5]. Γουργιώτης Γεώργιος, Μικρά μελετήματα. Η μικρή ιστορία της Δημοτικής μας Αγοράς, έκδοση του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Αθήνα (2000), σελ. 97-100. 
[6]. Η ιδέα κατεδάφισης της Δημοτικής Αγοράς είχε τεθεί από την περίοδο της επταετίας, το 1971, αλλά το προεδρικό διάταγμα δημοσιεύθηκε το 1977 και υλοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1978.

ελευθερια λάρισας

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015



ΕΛΛΗΝΩΝ μύθοι
Από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου
Η Αμφιτρίτη
Θησέας, Αμφιτρίτη και Αθηνά [Λούβρο]
ΓΕΝΙΚΑ: Η Αμφιτρίτη ήταν στην ελληνική Μυθολογία θεότητα της θάλασσας και σύζυγος του Ποσειδώνα. Ήταν μια από τις πενήντα Νηρηίδες [κόρες του Νηρέα, πρωταρχικού θαλάσσιου θεού]. Κατ’ άλλους ήταν απλώς η θηλυκή προσωποποίηση της θάλασσας, η μητέρα των ψαριών, των φαλαινών και των δελφινιών. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο διαφορετικές εκδοχές για την καταγωγή της: Ο Ησίοδος [Θεογονία] ισχυρίζεται πως ήταν κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, ενώ ο νεότερος Απολλόδωρος, που κι αυτός την κατατάσσει στις Νηρηίδες, τη μνημονεύει ως κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος [δεν την εντάσσει όμως στις Ωκεανίδες]. Από το γάμο της Αμφιτρίτης με τον Ποσειδώνα γεννήθηκε ο Τρίτων. Κατά τον Απολλόδωρο [3.5.4], τέκνο επίσης των δύο θεών υπήρξε και η Βενθεσικύμη. Φαίνεται πως η Αμφιτρίτη υπήρξε προολύμπια θεότητα, η οποία μετά την είσοδο του Δωδεκάθεου στους Έλληνες “δόθηκε” σύζυγος του Ποσειδώνα. 
ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΑΛΚΥΩΝ: Η Αμφιτρίτη εμπλέκεται και στο μύθο των Αλκυονίδων, αφού αυτή φέρεται, σύμφωνα με ορισμένους αρχαίους συγγραφείς, να μεταμόρφωσε την Αλκυόνη στο ομώνυμο πουλί [κατ’ άλλους υπεύθυνος της μεταμόρφωσης ήταν ο ίδιος ο Δίας].
Η ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ: Η Αμφιτρίτη δεν προσωποποιείται απολύτως στα ομηρικά έπη. Φαίνεται πως παρουσιάζεται ως απλώς μια έκφανση του θαλάσσιου στοιχείου. Μάλιστα μοιράζεται μαζί με τη Θέτιδα τον ίδιο τίτλο “θαλασσοτρέφουσα”. ΛΑΤΡΕΙΑ: Αν και η Αμφιτρίτη δεν περιλαμβάνεται στην επίσημη αρχαία ελληνική θρησκεία, εντούτοις σε ένα αρχαϊκό στάδιο ήταν εξαιρετικής σημασίας, όπως αντιλαμβανόμαστε και από τον Ομηρικό Ύμνο στο Δήλιο Απόλλωνα. Μάλιστα, στον ύμνο αυτό η Αμφιτρίτη εμφανίζεται στη γέννα του Απόλλωνα μαζί με τη Διώνη, τη Ρέα και την Ιχναία [που από πολλούς ταυτιζόταν με τη Θέμιδα]. Ακόμη σε ένα απόσπασμα του Βακχυλίδη ο Θησέας βλέπει τις θυγατέρες του Νηρέα να χορεύουν στο νερό ενώ η Αμφιτρίτη, στεφανωμένη με στεφάνι του γάμου της, τις παρακολουθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και στην Ιλιάδα η Αμφιτρίτη δεν εμφανίζεται ως σύζυγος του Ποσειδώνα. Ο Πίνδαρος, στην έκτη Ολυμπιακή Ωδή του, αναγνώρισε το ρόλο του Ποσειδώνα ως μεγάλου θεού της θάλασσας, και ως συζύγου της Αμφιτρίτης. Πάντως, για τους μεταγενέστερους συγγραφείς και ποιητές η Αμφιτρίτη έγινε απλώς μια αλληγορία για τη θάλασσα [Ευριπίδης, Κύκλωψ, 702, Οβίδιος, Μεταμορφώσεις Ι.14. 
ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΔΕΛΦΙΝΙ: Σε μια άλλη εκδοχή του μύθου, κάποτε η Αμφιτρίτη έφυγε στα απώτατα άκρα της θάλασσας για να αποφύγει το γάμο με τον θεό της θάλασσας, όπου, όμως, το δελφίνι του Ποσειδώνα, αφού την αναζήτησε και τη βρήκε, της μίλησε και την έπεισε να τον παντρευτεί το θεό της θάλασσας. Κατά τον Υγίνο, ο Ποσειδών για να τιμήσει το δελφίνι το καταστέρισε, το τοποθέτησε δηλαδή ανάμεσα στ’ αστέρια με τη μορφή του αστερισμού Δελφίν. 
ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ: Στην αγγειογραφία αλλά και σε μωσαϊκές παραστάσεις, η Αμφιτρίτη ήταν πάντοτε διακριτή από τις άλλες Νηρηίδες εξαιτίας της βασιλικης της ιδιότητας. Σε έργα της τέχνης, τόσο αρχαίων αλλά και σε πίνακες ζωγραφικής της Αναγέννησης, η Αμφιτρίτη είτε εμφανίζεται ένθρονη δίπλα στον Ποσειδώνα είτε να την οδηγεί στον Ποσειδώνα ένα άρμα που το σέρνουν ιππόκαμποι ή άλλα μυθικά πλάσματα του βυθού. Εμφανίζεται ντυμένη με βασιλικά φορέματα και έχει δίχτυ στα μαλλιά της.
* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, είναι δάσκαλος στο 32ο Δ Σχ. Λάρισας, συγγραφέας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Απουλήιος, Χρυσός Όνος, 4.31.
 Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Ι.2.7,
 Αιλιανός, Περί Ζώων 12.45. 
Wilhelm Vollmer, Wörterbuch der Mythologie, 3rd ed., 1874.
 Robert Graves, Η ελληνικοί Μύθοι, 1960. 
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχολιασμός Οδύσσειας, 3.91.1458, γρ. 40. 
Υγίνος, Ποιητικά Αστρονομία, II.17. 
Smith, William, Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής βιογραφίας και της μυθολογίας, Λονδίνο (1873 
konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon

ελευθερία λάρισας

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Η οδός Αλεξάνδρας

ΛΑΡΙΣΑ. Οδός Αλεξάνδρας. Επιστολικό δελτάριο του Ιω. Κουμουνδούρου. Αρχές δεκαετίας του 1930.
Η σημερινή εικόνα καταγράφει μια όμορφη άποψη της οδού Αλεξάνδρας. Η οδός αυτή θεωρείται ανέκαθεν από τις κεντρικότερες της Λάρισας. Επί τουρκοκρατίας ονομαζόταν οδός Χατζή Χουσεΐν πασά, όπως αποτυπώ- νεται στον «Χάρτη πόλεως Λαρίσσης, χαραχθείς τω 1880 ή 1296 Τ. ημ. (τουρκικό ημερολόγιο)», ο οποίος είναι εν- σωματωμένος στο βιβλίο του Επαμεινώνδα Φαρμακίδη[1]. Στις πρώτες εφημερίδες της Λάρισας μετά την απελευθέρωση τον ίδιο δρόμο τον βρίσκουμε σαν οδό Ντάρκουλη ή Δάρκουλη,προφανώςαπό την ομώνυμη κεντρική συνοικία Νταρκουρά. Τον Σεπτέμβριο του 1891 πέθανε στη Ρωσία η πριγκίπισσα της Ελλάδος Αλεξάνδρα[2]. Το Δημοτικό Συμβούλιο Λαρίσσης στη συνεδρίαση της 16ηςΣεπτεμβρίου 1891 αποφάσισε να δώσει το όνομά της σε κεντρικό δρόμο, και μετονόμασε την οδό Ντάρκουλη σε Αλεξάνδρας[3].Η ονομασίααυτή του δρόμου διατηρήθηκε σαράντα περίπου χρόνια, μέχρι και το 1932, οπότε μετονομάσθηκε σε οδό των Έξ[4]. Μεταπολεμικά, μετά την εξορία του αρχιεπισκόπου της Κύπρου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες το 1956 και τα γεγονότα που ανέδειξαν το κυπριακό ζήτημα, είχαμε νέα μετονομασία του δρόμου αυτού σε Κύπρου, ονομασία η οποία διατηρείται μέχρι και σήμερα. Παρατηρούμε λοιπόν ότι μέσα σε 135 χρόνια είχαμε πέντε διαφορετικές ονομασίες του ίδιου δρόμου. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Το ίδιο συνέβη και σε πολλούς άλλους δρόμους της Λάρισας όλα αυτά τα χρόνια. Η φωτογραφία της οδού Αλεξάνδραςπου δημοσιεύεται προέρχεται από ένα επιστολικό δελτάριο του Ιω. Κουμουνδούρου. Ιστορικά ο Κουμουνδούρος δεν έχει καταγραφεί στους μεγάλους φωτογράφους της Λάρισας. Δρα- στηριοποιήθηκε τη δεκαετία του 1930, η ποιότητα της δουλειάς του είναι μέτρια, υστερεί στην εκτύπωση, τα γράμματα είναι ασύμμετρα και πρόχειρα, οι δε κάρτες του κυκλοφόρησαν μόνον τοπικά. Ο φωτογράφος έκανε τη λήψη ανεβασμένος στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου ύπνου «Κεντρικόν», το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Αλεξάνδρας και Μεγ. Αλεξάνδρου και την περίοδο εκείνη λειτουργούσεως επιχείρηση του Γεωργίου Σκένδρου. Το 1936 το κτίριο αυτό, το οποίο στον επάνω όροφο στέγαζε το ξενοδοχείο, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν διάφορα καταστήματα, κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κατα- σκευάσθηκε από τον Κουτσίνα που ήταν ο ιδιοκτήτης του, το τριώροφο ξενοδοχείο «Ολύμπιον», αυτό το οποίο διατηρείται μέχρι και σήμερα, έχοντας όμως διαφορετική χρήση. Μελετώντας τη φωτογραφίααπόαριστερά, διακρίνουμε αρχικά το όμορφο νεοκλασικό κτίριο το οποίο στέγαζε το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Η κατασκευή του είχε ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 1907. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς σαν τριώροφο με υπόγειο. Στο ισόγειο φιλοξενούσε ταγραφείακαι τις διάφορες υπηρεσίες της Τράπεζας, στον όροφο ήταν η κατοικία του διευθυντή, στην οποία ευκαιριακά φιλοξενήθηκαν και υψηλά πρό- σωπα και στην οροφή έφερε ένα χαρακτηριστικό επίμηκες μεγάλο υπερώο με τριγωνικό αέτωμα στην όψη. Ο σεισμός του 1941 κατέστρεψε το υπερώο και το υπόλοιπο κτίριο λειτούργησε κανονικά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, οπότε κατεδαφίσθηκε και κατασκευάσθηκε το σημερινό κτίριο. Αμέσως μετά, στο βάθος, υπάρχει μιαδιώροφη κατοικία, στη θέση της οποίας το 1935 κτίσθηκε το υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος. Στη συνέχεια διακρίνεται μέρος από το ξενοδοχείο «Όλυμπος», ενώ πίσω από τα δένδρα του πεζοδρομίου είναι κρυμμένο το φαρμακείο του Νικ. Ζησιάδη. Ακολουθεί το ιστορικό «ΜέγαΞενοδοχείον το Στέμμα». Κτίσθηκε με πρωτοβουλία του δημάρχου Διονυσίου Γαλάτη το 1887 ως δημοτική επιχείρηση και είχε ανεπτυγμένα στον όροφο 18 δωμάτια. Στο ισόγειο υπήρχαν δύο μεγάλες αίθουσες, η μία στέγαζε εστιατόριο και η άλλη καφενείο. Ήταν το πρώτο ξενοδοχείο της Λάρισας που είχε τις απαραίτητες ανέσεις για την εποχή του και κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ήταν κατειλημμένο ολόκληρο από ξένους δημοσιογράφους και υψηλόβαθμους αξιωματικούς. Στο διπλανό ισόγειο κτίριο, η πλευρά που έβλεπε προς την πλατεία φιλοξενούσε υποκατάστημα της Λαϊκής τράπεζας, ενώ στην άλλη που είχε μέτωπο επί της οδού Φιλελλήνων βρισκόταν το βιβλιοχαρτοπωλείο του Ιω. Κουμουνδούρου, του εκδότη της κάρτας που σχολιάζουμε. Τέλος δεξιά, το διώροφο κτίριο με τον τρούλο ήταν το στολίδι της πλατείας. Την περίοδο που έγινε η λήψη της φωτογραφίας στέγαζε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Από το 1935 όμως περιήλθε στο δημόσιο και στους χώρους του μετακόμισε η Λέσχη Αξιωματικών. Στην άκρη της οδού Αλεξάνδρας προς την κεντρική πλατεία βλέπουμε να βρίσκονται σταθμευμένες οι άμαξες, τα ταξί της εποχής. Την χρονολογία της φωτογραφίας μπορούμε να την τοποθετήσουμε με μια σχετική ακρίβεια στα 1932-33.
 [1]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926). Στην άκρη του χάρτη σημειώνει ο Φαρμακίδης σημειώνει ότι παραχωρήθηκε «προθύμως παρά του Συμπολίτου μου κ. Ιωάννου Τσιμ- πούκη».
 [2]. Η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα (1870-1891) ήταν κόρη του βασιλιά Γεωργίου Α’. Το 1889 παντρεύτηκε τον μέγα δούκα της Ρωσίας Παύλο Αλεξάνδροβιτς και το 1891, λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της, πέθανε σε ηλικία 21 ετών. 
[3]. Διαβάζουμε από τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου: «Κατά πρότασιν του Δημάρχου,αποφαίνεται: ονομάζει την δημοτικήν οδόν Ντάρκουλη, την άγουσαν εις Εβραϊκήνσυνοικίαν παρά τη οικία Ν. Κουκουτάρα εις οδόν Αλεξάνδρας, εις μνήμην αΐδιον της μεταστάσης βασιλόπαιδος, αγγελομόρφου Αλεξάνδρας, συζύγου Μεγάλου Δουκός Παύλου καιαναρτάειςπινακίδα το όνομά της». Δήμαρχος το 1891 ήταν ο Διονύσιος Γαλάτης. Το όνομά της εκτός από τη Λάρισα, δόθηκε και σε άλλες πόλεις της χώρας, σε δρόμους και δημόσια κτίρια. Στην Αθήνα π. χ. η οδός Αλεξάνδρας και το νοσο- κομείο Αλεξάνδρα υπάρχουν μέχρι και σήμερα.
 [4]. Η ονομασία οδός των Έξ δόθηκε το 1932, όταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των έξι (οι πέντε ήταν πολιτικοί και ο έκτος στρατιωτικός), οι οποίοι εκτελέσθηκαν το 1922 ως πρωταίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής. 
nikapap@hotmail.com
ελευθερια λαρισας

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΩΝ μύθοι
Από τον Κων/νο Οικονόμου*

Η Μεροπίς και η οικογένειά της


Η ΑΣΕΒΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩ: Η Μεροπίς ήταν κόρη του Εύμηλου και ζούσε μαζί με τον πατέρα της και τα αδέλφια της, τη Βύσσα και τον Άγρωνα, στην Κω. Κι ενώ ήταν μια ιδιαίτερα πλούσια οικογένεια, και οι τρεις τους έδειχναν ασέβεια για τους θεούς και κακία για τους ανθρώπους. Τιμούσαν μόνο τη θεά Γη, επειδή τους έδινε πλούσια σοδειά και δε συμμετείχαν στις γιορτές κανενός άλλου θεού, ούτε είχαν σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, μένοντας απομονωμένοι στο σπίτι και τα κτήματά τους. Όταν τους προσκαλούσαν στις θυσίες της Αθηνάς, ο Άγρων απαντούσε ειρωνικά πως δεν συμπαθούσε τη γαλανομάτα θεά, γιατί οι δικές του κόρες είχαν μαύρα μάτια(!) και πως αντιπαθούσε και τις κουκουβάγιες επειδή είχαν λαμπερά μάτια όπως η Αθηνά. Όταν τους καλούσαν σε γιορτή προς τιμή της Αρτέμιδος, ο Άγρων απαντούσε πως μισούσε τη θεά επειδή τριγύριζε τις νύχτες στα δάση. Και όταν ακόμη τους έλεγαν να προσφέρουν έστω σπονδές στον Ερμή, κι οι τρεις τους απαντούσαν πως δεν σκόπευαν να τιμήσουν κάποιο θεό που ήταν κλέφτης.
 Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ: Οι θεοί, μην αντέχοντας άλλο τέτοιες ασεβείς προσβολές, αποφάσισαν να συναντήσουν την ανόσια αυτή οικογένεια. Η Αθηνά και η Άρτεμη με- ταμορφωμένες σε κοπέλες κι ο Ερμής σε βοσκό εμφανίστηκαν μια νύχτα μπροστά στο σπίτι τους. Εκεί ο Ερμής κάλεσε τον Εύμηλο και το γιο του, Άγρωνα, να τον ακολουθήσουν στο τραπέζι που ετοίμαζε με τους άλλους βοσκούς προς τιμή του Ερμή, ενώ συγχρόνως προσπάθησε να πείσει τις δύο αδελφές, τη Μεροπίδα και τη Βύσσα να πάνε μαζί με τα κορίτσια της ηλικίας τους στο ιερό άλσος της Αθηνάς και της Αρτέμιδος. 
ΟΙ ΤΙΜΩΡΗΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ: Η Μεροπίδα όταν άκουσε τα λόγια του βοσκού θύμωσε και βλαστήμησε τη θεά Αθηνά. Η θεά τότε την μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια και την αδελφή της, τη Βύσσα, σε γλάρο. Ο Άγρων τότε, αρπάζοντας μια σούβλα, επιτέθηκε εναντίον του Ερμή, αλλά ο θεός τον μεταμόρφωσε σε χαραδριό1. Ο Εύμηλος άρχισε να διαμαρτύρεται και να ουρλιάζει για την τιμωρία των παιδιών του και τότε ο Ερμής τον μεταμόρφωσε κι αυτόν με τη σειρά του σε νυκτοκόρακα, που όταν κράζει όλοι περιμένουν πως κάποιο κακό θα συμβεί.
 ΠΑΡΑΘΕΜΑ: Εὐμήλου τοῦ Μέροπος ἐγένοντο παῖδες ὑπερήφανοι καὶ ὑβρισταὶ Βύσσα καὶ Μεροπὶς καὶ Ἄγρων καὶ ᾤκουν Κῶν τὴν Μεροπίδα νῆσον, ἡ δὲ γῆ πλεῖστον αὐτοῖς ἐξέφερε καρπόν, ὅτι μόνην θεῶν ἐτίμων καὶ ἐπιμελῶς αὐτὴν εἰργάζοντο. Oὗτοι ἀνθρώπων οὐδενὶ συνῆλθον οὔτε εἰς ἄστυ κατιόντες οὔτε πρὸς εἰλαπίνας καὶ θεῶν ἑορτάς, ἀλλ’ εἰ μὲν Ἀθηνᾷ τις ἱερὰ ποιῶν ἐκάλεσε τὰς κόρας, ἀπέλεγεν ὁ ἀδελφὸς τὴν κλῆσιν οὐ γὰρ ἀγαπᾶν ἔφη γλαυκὴν θεόν, ὅτι ταῖς αὐτῶν κόραις ὀφθαλμὸς ἐνῆν μέλας, ἐχθαίρειν δὲ παράπαν γλαῦκα τὴν ὄρνιν εἰ δὲ καλοῖεν παρὰ τὴν Ἄρτεμιν, νυκτίφοιτον ἔλεγε μισεῖν θεόν εἰ δὲ πρὸς Ἑρμοῦ σπονδάς, κλέπτην ἔλεγεν οὐ τιμᾶν θεόν. Καὶ οἱ μὲν πλειστάκις ἐκερτόμουν. Ἑρμῆς δὲ καὶ Ἀθηνᾶ καὶ Ἄρτεμις χολούμενοι νυκτὸς ἐπέστησαν αὐτῶν τοῖς οἴκοις, Ἀθηνᾶ μὲν καὶ Ἄρτεμις ἐοικυῖαι κόραις, Ἑρμῆς δὲ ποιμένος ἔχων στολήν καὶ τὸν Εὔμηλον καὶ τὸν Ἄγρωνα προσαγορεύσας παρεκάλει παρατυχεῖν εἰς δαῖτα•διδόναι γὰρ ἱερὰ μετὰ τῶν ἄλλων ποιμένων Ἑρμῇ• Βύσσαν δὲ Μεροπίδα πρὸς τὰς ὁμήλικας ἔπειθεν ἐκπέμπειν εἰς τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἀρτέμιδος ἄλσος. Kαὶ ταῦτα μὲν εἶπεν Ἑρμῆς• Μεροπὶς δ’ ὡς ἤκουσεν, ἐξύβρισε πρὸς τὸ ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ δὲ αὐτὴν ἐποίησεν ὀρνίθιον γλαῦκα• Βύσσα δὲ τῷ αὐτῷ ὀνόματι λέγεται καὶ ἔστι Λευκοθέας ὄρνις• Ἄγρων δ’ ὡς ἐπύθετο, ἁρπάσας ὀβελὸν ἐξέδραμεν, Ἑρμῆς δ’ αὐτὸν ἐποίησε χαρα- δριόν• Εὔμηλος δὲ τὸν Ἑρμῆν ἐνείκεσεν ὅτι μετεμόρφωσεν αὐτοῦ τὸν υἱόν, ὁ δὲ κἀκεῖνον ἐποίησε νυκτικόρακα κακάγγελον”.

 Αντωνίνος Λιμπεράλις, Μεταμορφώσεων Συναγωγή, 15, 1, 1. 

konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon 
Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέας. 
1. Ο χαραδριός είναι ένα παρυδάτιο πτηνό, γνωστό και με την ονομασία ποταμοσφυριχτής

ελευθερία λάρισας

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015


Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΤΟ ΓΕΝΙ ΤΖΑΜΙ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ – Β’( Ιστορική διαδρομή 125 χρόνων)
Το Γενί τζαμί μεταπολεμικά, όταν στέγαζε την τοπική Εφορεία Προσκόπων. Επιστολικό δελτάριο του Μίμη Γεντέκου. Περίπου 1950.
Ο χρηματοδότης της κατασκευής του τεμένους. Στο θέμα αυτό ελλείπουν μέχρι σήμερα γραπτές πηγές, ικανές να μπορέσουν να μας διαφωτίσουν επαρκώς. Κατά καιρούς έχουν δημοσιευθεί διάφορες εκδοχές, οι οποίες βασίζονται κυρίως στις προφορικές παραδόσεις, τις οποίες ως γνωστόν ο καθένας διασκευάζει κατά το δοκούν. Η προφορική παράδοση μπορεί μεν να προσφέρει κάποια ιστορικά στοιχεία, όμως αυτά είναι συνήθως απροσδιόριστα και πολλές φορές απουσιάζει το στοιχείο της αντικειμενικότητας και της ακρίβειας. Πάντως μέχρι σήμερα πιστεύεται ότι ο χορηγός της κατασκευής του Γενί τζαμί έχει κάποια σχέση με τον Χουσνή μπέη, ιδιοκτήτη της κατοικίας που διαμορφώθηκε αργότερα σε κτίριο των ανακτόρων της Λάρισας, με τον αδελφό του Χαηρή[1] μπέη, και με την βασιλική οικογένεια που το αγόρασε. 
Είναι γνωστό ότι στις 7 Οκτωβρίου 1881, 38 ημέρες ακριβώς μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Λάρισα, επισκέφθηκε επίσημα την πόλη ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’. Λόγω οικιακών διευκολύνσεων και ανέσεων επιλέχθηκε ως κατοικία διαμονής του το κονάκι του Χουσνή μπέη. Ο τελευταίος είχε ήδη μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη πριν από την απελευθέρωση. Έμεινε όμως εδώ ως πληρεξούσιος ο αδελφός του Χαηρή μπέης, ο οποίος δέχθηκε με χαρά να παραχωρήσει το κονάκι για την προσωρινή διαμονή του βασιλιά. Επειδή το κτίσμα αυτό ικανοποίησε αρκετά τον άνακτα, αγοράσθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1881 αντί του ποσού των 1.100 Οθωμανικών λιρών, που μεταφράζεται σε 27.752 δρχ. της εποχής, όπως διαβάζουμε στο συμβόλαιο αγοράς του που έχει διασωθεί. Λέγεται ότι ο Χαηρή μπέης, αποποιήθηκε τη χρηματική προσφορά, με το πρόσχημα ότι άγραφος νόμος στη χώρα του δεν επέτρεπε σε κατοικία όπου διέμεινε εστεμμένος να ξανακατοικηθεί από τον ιδιοκτήτη του. Έπρεπε επομένως ή να δωριθεί στον βασιλιά ή αν δεν το δεχθεί αυτός, να παραμείνει για πάντα ακατοίκητη. 
Τελικά επειδή ο Χαηρή μπέης δεν δέχθηκε τα χρήματα, ο Γεώργιος, με εισήγηση αργότερα της βασίλισσαςΌλγας, προσέφερε το ποσόν της αγοράς της κατοικίας του Τούρκου υπηκόου, για την ανέγερση τεμένους κοντά στα ανάκτορα. Με αυτόν τον τρόπο θα εξυπηρετούνταν οι θρησκευτικές ανάγκες των Τούρκων που είχαν παραμείνει στη Λάρισα μετά την προσάρτηση, μια που τα άλλα τζαμιά της πόλεως βρισκόταν υπό κατάρρευση.
 Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή, την οποία αναφέρει ο Μιχαήλ Σάπκας στις ανέκδοτες μέχρι σήμερα «Ανα- μνήσεις» του γραμμένες το 1952, κατά την οποία μετά την άρνηση του Γεωργίου να δεχθεί τη δωρεά από τον Τούρκο υπήκοο, συμφωνήθηκε να πάρει ο Χαηρή μπέης τα χρήματα από την αγορά της κατοικίας και να τα διαθέσει για την κατασκευή ενός νέου τεμένους για τους μουσουλμάνους της Λάρισας. Ο Χαηρή συμφώνησε τελικά και διευκρίνισε ότι ο ίδιος θα διαθέσει ολόκληρο το μερίδιο του για τον σκοπό αυτό, δεν γνώριζε όμως τις διαθέσεις του αδελφού του Χουσνή μπέη από την Κωνσταντινούπολη όπου βρισκόταν. Το συμβόλαιο αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια τα της μεταβιβάσεως της κατοικίας. Όμως τα περί δωρεάς του Χαηρή μπέη και μη αποδοχής της από τον Γεώργιο, δεν έχουν καταγραφεί σε επίσημα έγγραφα, και δεν μπορούσαν εξ άλλου να καταγραφούν. Απλώς έχουν διασωθεί από στόμα σε στόμα μέχρι και σήμερα. Στο σημείο αυτό ίσως η ανεύρεση του συμβολαίου μεταξύ του κατασκευαστή του τζαμιού και του χρηματοδότη, μας δώσει τη λύση. Όμως το συμβόλαιο αυτό μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπισθεί.
 Πάντως η πρώτη εκδοχή, δηλαδή της ανέγερσης του τζαμιού από τα χρήματα που έδωσε για την αγορά της κατοικίας ο βασιλιάς, φαίνεται περισσότερο λογική. Ο Χαηρή μπέης αναφέ- ρεται στο συμβόλαιο πωλήσεως ως πληρεξούσιος του αδελφού του Χουσνή μπέη και όχι ως συνιδιοκτήτης της κατοικίας. Εξ άλλου το τζαμί, από τα πρώτα χρόνια κατασκευής του, ήταν ιδιοκτησία του ελληνικού δημοσίου και όχι της Οθωμανικής κοινότητας της Λάρισας. Ένα ακόμη γεγονός είναι ότι ο Βασιλιάς Γεώργιος λίγο πριν την αναχώρησή του από την Λάρισα, παρασημοφόρησε μαζί με άλλους Έλληνες και μουσουλμάνους της Λάρισας και τον Χαηρή μπέη. Τελικά οποιαδήποτε εκδοχή και να υιοθετήσουμε, η ανέγερση του Γενί τζαμί φαίνεται πως έγινε με βασιλικά χρήματα. 
Χρήσεις - Το Γενί τζαμί έχει μέχρι σήμερα ζωή 125 χρόνων περίπου. Σε όλο αυτό το διάστημα χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από μουσουλμάνους και Έλληνες. Εκ κατασκευής λειτούργησε αρχικά και μέχρι το 1924 ως θρησκευτικός χώρος. Αποτελούσε το κεντρικότερο τέμενος της Λάρισας και εξυπηρετούσε τις λατρευτικές ανάγκες των Οθωμανών οι οποίοι δεν φοβήθηκαν, όπως πολλοί άλλοι ομοεθνείς τους, και παρέμειναν στην πόλη μας και μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Κυρίως το χρησιμοποιούσαν όσοι κατοικούσαν στην κεντρική περιοχή της πόλεως ή σύχναζαν στα γύρω από την πλατεία καταστήματα και καφενεία. Υπάρχει από παλαιότερα μια πληροφορία, ανεπιβεβαίωτη όμως, ότι το τζαμί αυτό ήταν σε χρήση αποκλειστικά για τις γυναίκες των μουσουλμάνων της Λάρισας. -
 Το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών η πόλη άδειασε από τον μουσουλμανικό πληθυσμό και το τζαμί παρέμεινε για ένα διάστημα κλειστό και σε πλήρη αχρηστία. Ο Γεώργιος Γουργιώτης αναφέρει πως από πληροφορίες που είχε από παλιούς Λαρισαίους, μόνο τα μικρά δωμάτια που υπήρχαν στην ανατολική πλευρά της αυλής χρησιμοποιήθηκαν αυτό το διάστημα και μέχρι τα τέλη του 1930, για την στέγαση της φιλαρ- μονικής του στρατού. - Από το 1928-1932 η δημοτική αρχή επί δημαρχίας Σάπκα, εκδήλωσε επανειλημμένως την επιθυμία να αγοράσει το τζαμί ή να το ανταλλάξει με άλλους χώρους, με σκοπό να στεγάσει τις αρχαιότητες του Φρουρίου. Όμως για διάφορους λόγους η διαδικασία αυτή δεν τελεσφόρησε. - 
Το 1937 ιδρύθηκε η «Φιλάρχαιος Θεσσαλική Εταιρεία» με έδρα τη Λάρισα. Σκοπός της ήταν η αναζήτηση, περισυλλογή και συγκέντρωση αρχαιοτήτων, η διενέργεια ανασκαφών και η δημιουργία συλλογής αρ- χαίων θεσσαλικών νομισμάτων και όχι μόνον. Εγκατέστησε τα γραφεία της στο τζαμί, στο οποίο αποθήκευε και όσες νέες αρχαιότητες εντόπιζε και συνέλεγε. - Στα τέλη του 1939 στους χώρους του εγκαταστάθηκε η νεοσύστατη Δημοτική Βιβλιοθήκη με διευθυντή τον δημοσιογράφο Θρασύβουλο Μακρή, εκδότη πα- λαιότερα της εφημερίδας «Μικρά». - Ο μεγάλος σεισμός της 1ης Μαρτίου 1941 επέφερε καθίζηση μέρους της στέγης του κτιρίου, ελαφρές ζημιές στην τοιχοποιία και κατέπεσε η κωνοειδής απόληξη του μιναρέ. Με την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ο χώρος του Γενί τζαμί χρησιμοποιήθηκε για στρατωνισμό από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Η χρήση αυτή συνοδεύθηκε και από σύληση αρχαιοτήτων, παλαιών βιβλίων και κυρίως από την εξαφάνιση της συλλογής των νομισμάτων, αφού δεν είχε ληφθεί καμιά φροντίδα διασφάλισής των. -
 Μεταπολεμικά στους χώρους του στεγάσθηκαν για ένα διάστημα η μπάντα του Β’ Σώματος Στρατού και αργότερα τα γραφεία της Εφορίας Προσκόπων. Στην δημοσιευόμενη φωτογραφία διακρίνεται στο μεσαίο τόξο της εισόδου του κτιρίου, πινακίδα η οποία φέρει στο κέντρο το προσκοπικό τριφύλλι και τα στοιχεία του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων Λαρίσης. Οι προσκοπικές ομάδες ως γνωστόν στεγάζονταν στα τολ που είχαν αναπτυχθεί πάνω στα ερείπια του δικαστικού μεγάρου, στην κεντρική πλατεία. -
 Με την επανίδρυση το 1954 της «Φιλαρχαίου Εταιρείας», άρχισαν να συγκεντρώνονται στο τζαμί διάφορες αρχαιότητες και έτσι τέθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη στους χώρους του, Αρχαιολογικού Μουσείου. - 
Το 1957 μεταφέρθηκαν από τον χώρο του Φρουρίου στο τζαμί όσα αρχαία είχαν διασωθεί από την λαίλαπα της κατοχής και την αρχαιοκαπηλία, και άρχισε επίσημα τη λειτουργία του το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρισας, υπό την εποπτεία τώρα της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Το κτίριο αυτό, έπειτα από διάφορες συντηρήσεις, μετατροπές και συμπληρώσεις κατόρθωσε να εξυπηρετήσει για περισσότερο από 50 χρόνια, τις ανάγκες Αρχαιολογικού Μουσείου μιας μεγάλης και ιστορικής πόλεως όπως η Λάρισα, μέχρι που ολοκληρώθηκε το νέο Διαχρονικό Μουσείο, το οποίο εγκαινιάσθηκε επίσημα πριν λίγες ημέρες.
 [1]. Έτσι είναι ορθογραφικά γραμμένο το όνομά του από τον «συμβολαιογραφούντα Ειρηνοδίκην Λαρίσσης Απόστολον Γεωργίου Μαλαχατόπουλον» στο συμβόλαιο αγοράς της οικίας του Χουσνή μπέη

ελευθερία λάρισας

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΩΝ μύθοι
Από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου*

Ο Τυδέας 
(Ο Τυδέαςφονεύει την Ισμήνη (Μουσείο Λούβρου)
Ο Τυδέας είναι γιος από δεύτερο γάμο του βασιλιά Οινέα της Αιτωλικής Καλυδώνας. Εκδιώχθηκε από τον θείο του Άγριο όταν αυτός σφετερίσθηκε τον θρόνο από τον Οινέα και κατέφυγε στον βασιλιά του Άργους Άδραστο. 
ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΑΔΡΑΣΤΟΥ: Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή εκδιώχθηκε από την Καλυδώνα γιατί είχε σκοτώσει άθελά του στο κυνήγι τον θείο του Αλκάθοο. Στο Άργος ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που αντιδικούσαν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Θηβαίος Πολυνείκης και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, για τον φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιον- ταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Αμέσως κατάλαβε ότι αυτούς θα εννοούσε ο χρησμός. Πάντρεψε λοιπόν τις δύο κόρες του, τη Διηπύλη με τον Τυδέα και την Αργεία με τον Πολυνείκη. Από αυτό το γάμο ο Τυδέας απέκτησε τον ονομαστό από τον Τρωικό Πόλεμο Διομήδη.
 ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ – ΩΜΟΤΗΤΕΣ: Κατά την εκστρατεία του Αδράστου εναντίον των Θηβών, ο Τυδέας διακρίθηκε για το θάρρος του ως ένας από τους «Επτά επί Θήβας», αλλά τελικά τραυματίσθηκε θανάσιμα από τον Θηβαίο Μελάνιππο. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η θεά Αθηνά θέλησε να καταστήσει τον Τυδέα αθάνατο, και το ζήτησε ως χάρη από τον Δία. Όμως, μια ωμότητα του Τυδέα έφερε την αντιπάθεια τελικά της θεάς προς τον ήρωα. Συγκεκριμένα, όταν ο Αμφιάραος έκοψε το κεφάλι του Μελανίππου και το έδωσε στον Τυδέα, εκείνος έφαγε τον εγκέφαλο!! Από αυτό το γεγονός, η Αθηνά αηδίασε και δεν τον έκανε αθάνατο. Ο Τυδέας χρεώνεται ακόμη και με τον φόνο μιας γυναίκας, της Ισμήνης, αδελφής της Αντιγόνης. 
Ο ΤΥΔΕΑΣ ΣΤΗ «ΘΗΒΑΪΔΑ»: Η «Θηβαϊδα», του Πούμπλιου Στάτιου1 δεν είναι και τόσο γνωστή, αν και είναι ένα σπουδαίο έργο, όχι βέβαια της εμβέλειας της Αινειάδας του Βιργίλιου, ούτε ασφαλώς των έργων του Ομήρου. Είναι πάντως ένα κλασσικό έπος με ήρωες, βασιλείς, μάντεις και θεούς ποιητικού και περίτεχνου ύφους. Η «Θηβαϊδα» είναι ένα έπος στο οποίο διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ο Τυδέας. Ο ήρωας εμφανίζεται το δεξί χέρι του θηβαίου Πολυνείκη, σύμβουλος, συμπαραστάτης και αδερφικός του φίλος. Τα γεγονότα που περιγράφονται συνέβησαν μετά την τραγική ιστορία του Οιδίποδα και την εκούσια αυτοτύφλωσή του, όταν ανέλαβαν το θρόνο στη Θήβα τα δύο παιδιά του ανόσιου γάμου, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, εκ περιτροπής. Όταν όμως ο πρώτος αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο, ο Πολυνείκης καταφεύγει στο Άργος, όπου συνάνησε τον επίσης φυγάδα Τυδέα. Πολυνείκης και Τυδέας υπό τη σκέπη του βασιλιά του Άργους Αδράστου, αποφάσισαν την από κοινού εκστράτευση για την κατάληψη των θρόνων που δικαιωματικά τους ανήκουν, πρώτα της Θήβας και μετά της Καλυδώνας. Για την επίτευξη του πρώτου στόχου συμμάχησαν με άλλους 4 βασιλείς και άρχοντες (ανάμεσα στους οποίους ο μάντης Αμφιάραος), σχηματίζοντας τους Επτά που θα επιτεθούν στη Θήβα με τραγική κατάληξη τον θάνατο των έξι πλην του Αδράστου. Όσον αφορά τον Τυδέα, ο θάνατός του στιγματίστηκε από το ανοσιούργημα που προαναφέραμε. Πολλοί εξηγούν τη φρικτή πράξη του ως τρόπο για να γλιτώσει τον θάνατο, απόηχος, ίσως, πανάρχαιων βάρβαρων ωμοφαγικών και κανιβαλικών δοξασιών. 
ΣΤΗ ΜΑΧΗ: Ο Στάτιος περιγράφει το τελευταίο «κεφάλαιο» της ζωής του Τυδέα μπρος στα τείχη της Θήβας: «ο Ετεοκλής, θολωμένος και θρασύδειλος, στέλνει πενήντα άνδρες ενέδρα στο δάσος για να σκοτώσουν τον Τυδέα που είχε έρθει ειρηνικά, σε πρεσβεία. [...] τού ρίχνουν κι ένα ακόντιο που παραλίγο να τον σκοτώσει, ο Τυδέας άφοβος τους προκαλεί: τι φόβος σας κατέχει, τι έλλειψη ανδρείας είν’ αυτή; Ελάτε, μόνος είμαι2!» Κι αφού ο Αιτωλός αρχίζει να σκοτώνει τους άνδρες, ένας από αυτούς παροτρύνει τους υπόλοιπους: «ένας είναι σύντροφοι, ένας και θα μας σφαγιάσει θριαμβευτικά στο Άργος επιστρέφοντας; Ούτε η Φήμη θα μπορεί να τον πιστέψει!. Αφήνει, όμως, μόνο ζωντανό τον Μαίωνα για να αναγγείλει στον Ετεοκλή: …οχύρωσε τις πύλες σας, τα όπλα τρόχισε, τα τείχη που τα έφθειρε ο χρόνος επισκεύασε… δες τη γη εκείνη που το σπαθί μου έζωσε με του θανάτου τη φωτιά3.» Στον Τυδέα, που χαρακτηρίζεται από τον Στάτιο, magnus (μεγάλος) και fulmineus (κεραύνιος), αναφέρεται και ο Θηβαίος μάντης Τειρεσίας: «για μας η φρίκη του πολέμου κι ο Τυδέας πάλι4»! Αλλού, στο ίδιο έπος, όταν ο Πολυνείκης ακούει τις ικεσίες της μητέρας του Ιοκάστης, παρεμβαίνει ο Τυδέας, θυμίζοντας της την ενέδρα του γιου της Ετεοκλή. Σ’ έναν μονόλογο, ο Αιτωλός δηλώνει: «πρώτα το μέταλλο του το δόρυ θ’ αποβάλλει και θ’ ανθίσει, πρώτα ο Ίναχος κι ο Αχελώος θα στρέψουν τα νερά τους προς τα πίσω και μετά θα αφήσει τον Πολυνείκη λεύτερο ο αδερφός του5». Κι ενώ ο ήρωάς μας σημειώνει αριστεία στη μάχη, ξάφνου, με δόρυ τον πληγώνει ο Μελάνιππος θανάσιμα, κι ενώ ψυχορραγεί αρνείται να πεθάνει και σκοτώνει αυτόν που τον πλήγωσε. Και εκεί τελειώνει η σύντομη ζωή του Αι- τωλού ήρωα, τέλος που κηλιδώνεται ανεπανόρθωτα από την ανόσια, φρικώδη πράξη. Ο Στάτιος, δεν περιγράφει την πράξη, αλλά βάζει τον Τυδέα να ζητά το κεφάλι του αντιπάλου του. Ας δούμε και τα τελευταία λόγια που εκστόμισε ο γιος του Οινέα: «τα κόκκαλά μου, δεν παρακαλώ στο Άργος να τα πάτε ή την Αιτωλία. Και πώς θα με κηδέψετε διόλου δε με νοιάζει. Μισώ τα μέλη τώρα και το σώμα μου αδύναμο που έγινε και τώρα ξεψυχάει. Το κεφάλι σου, ω κάποιος, να μου φέρει το κεφάλι σου, Μελάνιππε6». Εν τω μεταξύ, η προστάτιδά του Αθηνά είχε πάει να παρακαλέσει τον πατέρα της Δία να τού χαρίσει την αθανασία, αλλά βλέποντας, σαν επιστρέφει, τον Τυδέα να πράττει το ανοσιούργημα, τον εγκαταλείπει γεμάτη αποτροπιασμό. ΣΗΜ.: Από το επόμενο άρθρο μας, κλείνοντας με την παρουσίαση των πρωταγωνιστών του Θηβαϊκού Κύκλου, επιστρέφουμε σε γυναίκες του Μύθου.
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Statius Thebaid, D.R. Shackleton Bailey επιμ./μτφρ., Loeb Classical Library, Harvard University Press, Λονδίνο 2003. 
* Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέας. 
1. Ο Στάτιος (περ. 50 – περ. 96 μ.Χ.) γεννήθηκε στη Νεάπολη της Ιταλίας, πόλη κέντρο του Ελληνικού πολιτισμού. Έργα του το Silvae, η Αχιλληίς (ανολοκλήρωτο) και η Θηβαϊδα, σε 12 βιβλία, κατά το πρότυπο της Αινειάδας του μέντορά του Βιργιλίου.
 2. Θηβαϊδα, 2:548-9. 
3. Θηβ. 2:699-703. 
4. Θηβ. 4: 601-2. 
5. Θηβ. 7:552-53. 
6. Θηβαϊδα, 8:736-40.

ελευθερία λάρισας.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΛΑΡΙΣΑ - Μια εικόνα χίλιες λέξεις...

Η καταστροφή της μεγάλης γέφυρας του Πηνειού

Η κατεστραμμένη από τους Άγγλους γέ φυρα του Πηνειού έχει αντικατασταθεί πρόχειρα με ξύλινη κατασκευή. Φωτογραφία του Ιταλού στρατιωτικού ιατρού Pierluigi Zamperin. Χρονολογία 24 Ιουνίου 1941
Η Λάρισα είναι συνυφασμένη, από τα προϊστορικά ακόμα χρόνια, με το ποτάμι της τον Πηνειό, στη δεξιά όχθη του οποίου είναι ανεπτυγμένη ηπόλη. Τις δύο όχθες του ιστορικού και μυθικού αυτούποταμού συνέδεε ανέκαθεν κάποια γέφυρα, μέσω της οποίας διαπεραιώνονταν οι ταξιδιώτες που ήθελαν να πάνε προς βορά ή έρχονταν από εκεί. Τη μορφή της κατά τα παλαιά χρόνια φυσικό είναι να μην τη γνωρίζουμε. Εκείνο που έφθασε μέχρι την εποχή μας είναι η μεγάλη λίθινη γέφυρα, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι έργο του Χασάν μπέη, εγγονού του Τουρχάν μπέη, του κατακτητού της Θεσ- σαλίας το 1423. Έχουμε γράψει επανειλημμένως για την γέφυρα αυτή, η οποία ήταν ό,τι ομορφότερο είχε να επιδείξει η Λάρισα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι Ευρωπαίοι περιηγητές των χρόνων αυτών τηνπεριέγραψαν, την ύμνησαν και τηναποτύπωσαν σταοδοιπορικάτους. Η στερεή κατασκευή της την κράτησε αλώβητη σχεδόν 500 χρόνια και αν δεν ήταν το βέβηλο ανθρώπινο χέρι να την καταστρέψει σε εποχές πολέμου, η γέφυρα αυτή με τις ιδανικές της αναλογίες θα επιβίωνε μέχρι και σήμερα αγέρωχη και κομψή. Όμως τον Απρίλιο του 1941, όταν πλησίαζε προς τη Λάρισα η γερμανική πολεμική μηχανή με προορισμό την Αθήνα, Άγγλοι κομάντος ανατίναξαν ένα μεγάλο μέρος της για να καθυστερήσουν την προέλαση των εχθρικών στρατευμάτων. Όμως το μηχανικό του γερμανικού στρατού γεφύρωσε με βάρκες τις όχθες του Πηνειού για ναπροσπελάσει τοποτάμι, δίπλα από την ανατιναγμένη γέφυρα. Ακολούθησε κάποιαπροσωρινή σύζευξη των υπολειμμάτων της με ξύλινη κατασκευή, για να αποκαταστήσει την επικοινωνία με τη συνοικία του Πέρα μαχαλά και βορειότερα μέχρι τη δυτική Μακεδονία. Αυτά μέχρι τον Οκτώβριο του 1944, γιατί με την οπισθοχώρηση των Γερμανών έγινε μια δεύτερη ανατίναξη στα υπόλοιπα τόξα της γέφυρας που είχαν απομείνει. Το πρόσχημά τους ήταν να γίνει ανετότερη η οπισθοχώρησή τους. Έτσι έμεινε και πάλι η πόλη χωρίς γέφυρα. Στην αρχή βάρκες εξυπηρετούσαν την μετάβαση στην απέναντιπλευρά. Λίγο αργότερα κατασκευάσθηκε νοτιότερα, στο σημείο της σημερινής δεύτερης οδικής γέφυρας, εκεί όπου βρίσκεται το στενότερο σημείο της κοίτης, ξύλινη γέφυρα, ενώ συγχρόνως άρχιζε και η ζεύξη των υπολειμμάτων της παλαιάς με ξύλινη κατασκευή κάπως στερεότερη και ευρύτερη. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 1950 όταν ξεκίνησαν τα έργα κατασκευής της νέας γέφυρας με οπλισμένο σκυρόδεμα(μπετόν). Την υπόλοιπη πορεία της μέχρι σήμερα, που διαθέτει δύο ξεχωριστά οδοστρώματα για αυτοκίνητα και ειδική πεζογέφυρα, λίγο-πολύ την γνωρίζουμε. Τη σημερινή φωτογραφία μπορούμε να την κατατάξουμε στις ιστορικές εικόνες της πόλεως, γιατί αποτυπώνει μια ιδι- αίτερη φάση της ιστορικής διαδρομής της γέφυρας της Λάρισας. Προέρχεται από τη συλλογή του Ιταλού ιατρού Pierluigi Zamperin, ο οποίος διατελούσε την περίοδο εκείνη ιατρικός σύμβουλος του «21οOspedaledaCampo» του ιταλικού στρατού. Μετά την κατοχή της Ελλάδος από τους Γερμανούς, τα ιταλικά στρατεύματα ξεκίνησαν από την Αλβανία και μέσω Ηπείρου έφθασαν στη Θεσσαλία, πέρασαν από τη Λάρισα και κατέληξαν στον Βόλο, όπου στρατοπέδευσαν και εγκατέστησαν το συγκεκριμένο ιταλικό νοσοκομείο. Η φωτογραφία αυτή έγινε γνωστή με την μεσολάβηση του καλού φίλου Θωμά Κυριάκου, ο οποίος δείχνει να έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην αναζήτηση συλλογών με παλαιές φωτογραφίες της Λάρισας όπου γης μέσω του διαδικτύου και να τις αναδεικνύει στην ιστοσελίδα του. Ο Ιταλός ιατρόςPierluigiZamperin στάθηκε στη δεξιά όχθη του Πηνειού, σε ένα σημείο της σημερινής οδού Καλλιθέας, στο ύψος του εξοχικού κέντρου «Πευκάκια». Το κέντρο αυτό βρισκόταν σε μια υπερυψωμένη περιοχή και καταλάμβανε τη θέση όπου μέχρι το 1908 βρισκόταν το τζαμί του Χασάν μπέη. Έστρεψε τον φακό του προς την πρόχειρη ξύλινη γέφυρα του Πηνειού.Ήταν 24 Ιουνίου 1941 και είχανπεράσει δύοπερίπου μήνες από την ανατίναξή της από τουςΆγγλους. Στο διάστημα αυτό τα υπολείμματα της γέφυρας συζεύχθηκαν με ξύλινη κατασκευή. Πολλαπλοί επιμήκεις ξύλινοι δοκοί στερεώθηκαν επάνω στα βάθρα της παλαιάς γέφυρας[1] και επάνω τους επιστρώθηκε ανθεκτικό ξύλινο οδόστρωμα, ικανό να επιτρέπει την διέλευση και βαρέων οχημάτων και μάλιστα σε διπλή σειρά, όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία. Στα πλάγια δημιουργήθηκαν στενά πεζοδρόμια. Ξύλινα στηθαία τοποθετήθηκαν στις άκρες για την προφύλαξη των πεζών. Πίσω παρατηρούμε το πυκνό δάσος της περιοχής του Αλκαζάρ, το οποίο όμως τον χειμώνα του 1942, που έτυχε να είναι ασυνήθιστα κρύος, αποψιλώθηκε από τους Ιταλούς στρατιώτες για να χρησιμοποιηθεί η ξυλεία του ως θερμαντικό υλικό. Η ξύλινη αυτή κατασκευή που αντικρίζουμε στη φωτογραφία διατηρήθηκε επί 3,5 χρόνια, μέχρι τον Οκτώβριο του 1944, όπως ήδη αναφέρθηκε. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι με την ευαισθητοποίηση αρκετών συμπολιτών μας και μάλιστα νέων σε ηλικία ανθρώπων, οι οποίοι διαθέτουν ευχέρεια στον χειρισμό των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων, αρχίζει να δημιουργείται ένα corpus, μια τράπεζα παλαιών φωτογραφιών και λοιπών απεικονίσεων της Λάρισας, η οποία θα βοηθήσει και αυτή με τον τρόπο της στην ανάδειξη της πλούσιας ιστορίας της. Ας το θεωρήσουμε αυτό σαν κάποιο ενθαρρυντικό και παρήγορο γεγονός στη σημερινή μίζερη εποχή μας. [1]. Ήταν τόσο καλά στερεωμένη στον βυθό της κοίτης του ποταμού η παλαιά γέφυρα, ώστε και η νέα με μπετόν που την αντικατέστησε το 1950 στηρίχθηκεπάνω στα βάθρα της. Όλα τα υπολείμματα της παλαιάς γέφυρας είχαν κατεδαφισθεί, εκτός από τα βάθρα. Οι τεχνίτες που εργάσθηκαν στην κατεδάφισή της διηγούνται ότι ήταν τόσο στερεή η συνδεσμολογία των λίθων με αρμούς ώστε ήταν ευκολότερη η σχάση της πέτρας από τη διάνοιξη των αρμών. 
nikapap@hotmail.com


Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΩΝ μύθοι
Από τον Κων/νο Οικονόμου*


Ο Αμφιάραος [ο ήρωας, μάντης και θεραπευτής, που κατάπιε η γη]


Κατά την Ελληνική Μυθολογία, ο Αμφιάραος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ήρωες. Στη βασική μυθική παράδοση φέρεται γιος του Οϊκλή και εγγονός του μάντη και γιατρού Μελάμποδα1, από τον οποίο κληρονόμησε την ιατρική και τη μαντική τέχνη. Νεότεροι μυθογράφοι θέλουν τον Αμφιάραο γιο του θεού Απόλλωνα και της Υπερμνήστρας. 
ΣΤΟN ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ: Ο Αμφιάραος πήρε για σύζυγό του την Εριφύλη, αδερφή του Αδράστου, τον οποίο προηγουμένως είχε εκδιώξει από το θρόνο του Άργους. Αργότερα οι δυο τους συμφιλιώθηκαν με τη συμφωνία να επιλύουν πλέον τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης. Ο Αμφιάραος απέκτησε από την Εριφύλη δύο γιους, τον Αλκμέωνα και τον Αμφίλοχο και δύο κόρες, την Ευρυδίκη και την Δημώνασσα2.
 ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ: Όταν έφτασε στο Άργος ο εκδιωχθείς από τη Θήβα Πολυνείκης, και μετά τις επίμονες παρακλήσεις του να τον βοη- θήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, ο Άδραστος αποφάσισε να τον στηρίξει. Σε αυτή την απόφαση ο Αμφιάραος εναντιώθηκε και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, καθώς, ως γνώστης της μαντικής, ήξερε ότι από όσους θα λάβαιναν μέρος στην εκστρατεία εκείνη μόνο ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός. Κατέφυγαν λοιπόν κατά τη συμφωνία τους στη διαιτησία της Εριφύλης, η οποία, όμως, δέχθηκε την άποψη του αδελφού της και παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή. Ο Αμφιάραος αναγκάσθηκε τότε, χωρίς τη θέλησή του, να ακολουθήσει τους άλλους στην εκστρατεία που έγινε γνωστή ως οι “Επτά επί Θήβας”. Η Εριφύλη όμως είχε πάρει το μέρος του αδελφού της όχι από αντικειμενική κρίση, αλλά επειδή είχε δωροδοκηθεί από τον Πολυνείκη με το φημισμένο περιδέραιο της Αρμονίας. Το περιδέραιο αυτό, αλλά και ο λεγόμενος πέπλος της Αρμονίας, ήταν πολύτιμα δώρα που είχαν δωρίσει οι θεοί στην Αρμονία στους γάμους της και τα είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του ο Πολυνείκης. Γνωρίζοντας τα πάντα ο Αμφιάραος ως μάντης, άφησε φεύγοντας για τον μοιραίο πόλεμο εντολή στα παιδιά του να σκοτώσουν τη μητέρα τους, όταν μεγαλώσουν, γιατί τον είχε στείλει σε βέβαιο θάνατο επειδή είχε θαμπωθεί από μια τέτοια δωροδοκία. Αργότερα οι Αλκμέων και Αμφίλοχος πραγματικά σκότωσαν τη μητέρα τους, όμως ο Απολλόδωρος ισχυρίζεται ότι αυτό έγινε μετά από εντολή του ίδιου του Απόλλωνα3. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Αμφιάραος είχε κρυφτεί για να μη συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά της Θήβας, αλλά η Εριφύλη τον φανέρωσε στον Άδραστο, οπότε αυτός υποχρεώθηκε να τον ακολουθήσει. Φθάνοντας στη Θήβα, οι επτά παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Ο Αμφιάραος παρατάχθηκε και πολεμούσε μπροστά από τις Ομολωίδες ή Προιτίδες πύλες. Παρά την ορμή και τη γενναιότητά τους, οι πολιορκητές δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη. Στο τέλος λοιπόν, μετά τον αλληλοσκοτωμό των Ετεοκλή και Πολυνείκη, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, αφού σκοτώθηκαν στη μάχη όλοι οι επικεφαλής εκτός του Αδράστου. 
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΜΦΙΑΡΑΟΥ: Ο Αμφιάραος κατά την υποχώρησή του μετά την ήττα καταδιώχθηκε από τον Θηβαίο Περικλύμενο [ή Πολυκλύμενο], γιο του θεού Ποσειδώνα, ο οποίος θα τον σκότωνε, πράγμα υποτιμητικό για έναν ήρωα όπως ο Αμφιάραος. Ο Δίας, θέλοντας να αποτρέψει το μοιραίο, έριξε κεραυνό που άνοιξε στη γη ένα μεγάλο χάσμα. Το χάσμα αυτό κατάπιε τον Αμφιάραο, τον ηνίοχό του Βάτωνα, το άρμα και το άλογό τους. Στη συνέχεια ο Δίας έκανε τον ήρωα αθάνατο, και οι αρχαίοι Έλληνες τον λάτρευαν έκτοτε ως θεό. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι το χάσμα που τον κατάπιε βρισκόταν κοντά στον ποταμό της Θήβας Ισμηνό. Υπήρχε μάλιστα η παράδοση ότι στον τόπο που ανοίχθηκε το χάσμα, κτίσθηκε ένας περίβολος με κολώνες στις οποίες ποτέ δεν πήγαιναν να καθίσουν πουλιά, ενώ και τα άλλα ζώα απέφευγαν να βοσκήσουν εκεί.
 ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ: Ο Άδραστος θρήνησε απαρηγόρητα τον χαμό του γαμβρού του, όπως γράφει και ο Πίνδαρος4. Πολλοί αρχαίοι ποιητές που εμπνεύσθηκαν από τον μύθο αυτό, ανέφεραν με σεβασμό το όνομα του Αμφιαράου. Σώζεται μάλιστα η παράδοση ότι, κάποτε που ο Αισχύλος υμνούσε τον Αμφιάραο σε κάποια, χαμένη σήμερα, τραγωδία του, όλοι οι θεατές έστρεψαν αυθόρμητα το βλέμμα τους στον παριστάμενο Αριστείδη το Δίκαιο. Μετά τη θεοποίηση του Αμφιαράου, πολλές πόλεις διεκδικούσαν την καταγωγή του, υπερίσχυσε όμως τελικά η Θήβα. Στον Αμφιάραο ήταν αφιερωμένα πολλά ιερά, στο Άργος, στη Σπάρτη, στο Βυζάντιο, στη Θήβα, στον Ωρωπό και αλλού. Σε μεταγενέστερους μύθους, ο ήρωας εμφανίζεται να παίρνει μέρος και σε άλλα ηρωικά κατορθώματα: στην Αργοναυτική Εκστρατεία5, στο Κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου6, αλλά και στα “άθλα επί Πελία”. Ο Αμφιάραος λατρεύτηκε ακόμα και ως ιατρός, θεωρούμενος μάλιστα δεύτερος Ασκληπιός”. Η φήμη του ως μάντη είχε φτάσει μέχρι τη Λυδία, αφού ο Ηρόδοτος7 αναφέρει πως είχαν καταφύγει στο Μαντείο του οι πρέσβεις του βασιλιά των Λυδών Κροίσου, για να τον συμβουλευθούν αν έπρεπε ο Κροίσος να εκστρατεύσει κατά των Περσών. Τέτοιο Μαντείο υπήρχε στην Αττική, το οποίο ονομαζόταν Αμφιαράειο.
 ΑΜΦΙΑΡΑΕΙΟ: Το Αμφιαράειο, σήμερα, είναι αττικός αρχαιολογικός χώρος. Βρίσκεται σε έναν λόφο 6 χιλιόμετρα περίπου νοτιοανατολικά του Ωρωπού. Υπήρξε ιερός χώρος και μαντείο αφιερωμένο, φυσικά, στον Αμφιάραο. Ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. όταν η ευρύτερη περιοχή του Ωρωπού ανήκε στους Αθηναίους. Στο χώρο λειτουργούσε μαντείο και θεραπευτήριο. Εκεί πραγματοποιούνταν τα Μεγάλα Αμφιαράεια, μια σημαντική γιορτή που διεξαγόταν κάθε πέντε χρόνια προς τιμήν του Αμφιάραου και περιλάμβανε και αθλητικούς αγώνες. 
ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ: Πολλοί ποιητές και καλλιτέχνες εμπνεύσθηκαν από τον μύθο του Αμφιαράου. Πρώτος ο Όμηρος εμπνεύσθηκε το αποδιδόμενο σε αυτόν, χαμένο σήμερα, έπος «Αμφιαράου εξελασίη», δηλαδή η Εκστρατεία του Αμφιαράου. Επίσης, εκτενείς αναφορές στον ήρωα έχουμε στο αγνώστου συγγραφέα έπος «Θηβαΐς», που αναφέρεται στον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. Ο Ησίοδος εμπνεύσθηκε τη “Μελαμποδία”, με υπόθεση τον μύθο για τον παππού του ήρωα, τον Μελάμποδα, αλλά και τον ίδιο τον Αμφιάραο. Ο Σοφοκλής έγραψε ένα σατυρικό δράμα με τίτλο «Αμφιάραος», ενώ, τέλος, ύμνους για τον ήρωα συνέθεσαν οι Πίνδαρος, Αισχύλος, Αριστοφάνης και άλλοι. Πολλά υπήρξαν και τα σχετικά καλλιτεχνήματα της ελληνικής και της ρωμαϊκής εποχής. Γνωστότερη αναπαράσταση του ήρωα έχουμε στη λεγόμενη Λάρνακα του Κυψέλου. 

Konstantinosa.oikonomou@gmil.com www.scribd.com/oikonomoukon
 1. Παυσανίας, ΣΤ’ 17,6 2. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ως κόρες του τις Αλκμήνη και Αλεξίδα [Άσιος, Παυσανίας]. 3. Απολλόδωρος, Γ 7, 2 και 5. 4. Ολυμπιόνικοι, VI 34. 5. Απολλόδωρος, Ι 9, 16. 6 Παυσανίας, Θ 45, 7. 7. Ιστορίαι, Α 46.

ελευθερία λάρισας

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΩΝ  μύθοι
Από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου

Ο Άδραστος(Ο Άδραστος ζωγραφισμένος από τον "ζωγράφο του Δαρείου")


Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, ο Άδραστος ήταν βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης. Κατά τον Παυσανία όμως, μητέρα του ήταν η Λυσιάνασσα, ενώ ο Υγίνος ισχυρίζεται πως ήταν η Ευρυνόμη. Καταγόταν από το αιολικό γένος του Αμυθάονα [Αμυθαονίδες] και υπήρξε ένας από τους λεγομένους “Επτά επί Θήβας”. Παιδιά του υπήρξαν: η Αργεία, η Διηπύλη, η Αιγιάλεια, ο Κυάνιππος και ο Αιγιαλέας. Το όνομα Άδραστος προέρχεται από το στερητικό (μη) και το ρήμα δράω (πράττω, κινούμαι, φεύγω), οπότε σημαίνει τον ακλόνητο, τον ατρόμητο. 
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ: Κάποτε ο Άδραστος διώχθηκε από το Άργος από τον Αμφιάραο και αναγκάστηκε να καταφύγει στη γειτονική Σικυώνα, όπου βασίλευε ο Πόλυβος, παππούς του Αδράστου [πατέρας της Λυσιμάχης]. Σύντομα, ο Πόλυβος πέθανε άτεκνος και τότε ο Άδραστος, ως στενότερος συγγενής, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σικυώνας. Κάποια χρόνια μετά συμφιλιώθηκε με τον Αμφιάραο και επέστρεψε στο Άργος. Εκεί νύμφευσε τον παλιό του εχθρό με την αδελφή του, την Εριφύλη. Μάλιστα συμφώνησαν να επιλύουν στο εξής τις διαφορές τους, όποτε και όποιες κι αν προκύψουν, με τη διαιτησία της Εριφύλης. Μετά απ’ αυτά ο θρόνος του Άργους επεστράφη στον Άδραστο. Στο μεταξύ, ο διωγμένος από τον αδελφό του παρ’ ολίγον βασιλιάς της Θήβας, Πολυνείκης, έφτασε ικέτης στο Άργος, ζητώντας, παρακαλώντας καλύ- τερα, επιτακτικά τον Άδραστο να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς. Έτσι, ο Άδραστος αποφάσισε να στηρίξει την αξίωσή του. Ας δούμε όμως, πώς ακριβώς περιγράφονται τα σχετικά μυθικά “γεγονότα”. Κάποια νύχτα, ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που μάλωναν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Πολυνείκης και ο άλλος ο Τυδεύς, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, την Καλυδώνα της Αιτωλίας, για κάποιο φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου1. Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο! Αμέσως κατάλαβε ότι αυτούς θα εννοούσε ο χρησμός. Πάντρεψε λοιπόν τις δύο κόρες του, τη Διηπύλη με τον Τυδέα και την Αργεία με τον Πολυνείκη. Ανέλαβε έτσι, όμως, την υποχρέωση, ως πεθερός τους, να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Και πρώτα αποφάσισε να στηρίξει τη δίκαιη αξίωση του Πολυνείκη. Σε αυτή την απόφαση ο γαμπρός του, ο Αμφιάραος, εναντιώθηκε από την πρώτη στιγμή και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, καθώς ως γνώστης της μαντικής ήξερε(!) ότι, από όσους θα λάβαιναν μέρος στην εκστρατεία εκείνη, μόνον ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός. Κατέφυγαν λοιπόν κατά τη συμφωνία τους στη διαιτησία της Εριφύλης, η οποία αποδέχθηκε την άποψη του αδελφού της και παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή. Η εκστρατεία αυτή έγινε γνωστή ως οι “Επτά επί Θήβας”. Συμμετείχαν σ’ αυτή ο Τυδέας, ο Αμφιάραος, ο ίδιος ο Άδραστος και άλλοι. Φθάνοντας στη Θήβα, οι επτά ηγέτες της εκστρατείας παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Παρ’ όλη την ορμή και τη γενναιότητά τους, οι πολιορκητές δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη, γιατί αυτή ήταν η απόφαση του Δία, ύστερα από την αυθόρμητη θυσία του Μενοικέα στον Άρη. Στο τέλος λοιπόν, αφού σκοτώθηκαν σε μονομαχία τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, αφού πρωτύτερα σκοτώθηκαν στη μάχη όλοι οι επικεφαλής, εκτός από τον Άδραστο. Ο Άδραστος σώθηκε χάρη στο φτερωτό άλογο του Αρίωνα και έφθασε καταδιωκόμενος στον Κολωνό της Αττικής. Εκεί εμφανίσθηκε ως ικέτης στους Αθηναίους και με τη μεσολάβησή τους κατάφερε να πάρει πίσω τους νεκρούς του από τον νέο βασιλιά της Θήβας, τον Κρέοντα, και να τους θάψει στην Ελευσίνα. 
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΓΟΝΩΝ: Ο Άδραστος, αισθανόμενος βαθιά ταπείνωση από την ήττα του, ξεσήκωσε μετά από δέκα χρόνια τα παιδιά των σκοτωμένων ηγετών, τους λεγόμενους «Επιγόνους» και εκστράτευσε εκ νέου κατά των Θηβών. Τη φορά αυτή πέτυχε: οι Θηβαίοι νικήθηκαν, η πόλη τους κυριεύθηκε και καταστράφηκε. Τέλος, οι Αργείοι ανέβασαν στον θρόνο της τον γιο του Πολυνείκη, τον Θέρσανδρο, και αποχώρησαν. Όμως ο Άδραστος στάθηκε άτυχος: σκοτώθηκε ο πολυαγαπημένος γιος του, ο Αιγιαλέας κι έτσι ο τραγικός πατέρας, μόλις έφθασαν στα Μέγαρα, πέθανε από τη μεγάλη του θλίψη και τάφηκε εκεί. 
ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΗΡΩΑ – ΑΝΑΦΟΡΕΣ: Ο Άδραστος τιμήθηκε πολύ στα Μέγαρα, στον Κολωνό της Αττικής και στη Σικυώνα ως ήρωας. Ιδιαίτερα στην τελευταία πόλη, τιμούσαν τα παθήματά του με γιορτές, θυσίες και ταφικούς χορούς ως την εποχή του Κλεισθένη. Το επεισόδιο όπου ο Άδραστος κατέφυγε ως ικέτης (με τις μητέρες και τα παιδιά των σκοτωμένων Αργείων) στους Αθηναίους, και συγκεκριμένα στο τότε βασιλικό ζεύγος, το Θησέα και την Αίθρα, ενέπνευσε τον Ευριπίδη να δημιουργήσει μία από τις γνωστότερες τραγωδίες του, τις “Ικέτιδες”, που παραμένει και σήμερα ένα δυνατό κήρυγμα για την ειρήνη στον κόσμο.

 * Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, είναι δάσκαλος, συγγραφέας 
1. Άλλωστε στην Καλυδώνα έζησε κάποτε ο φημισμένος Κα- λυδώνιος κάπρος.

ελευθερία λάρισας.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΩΝ μύθοι
Από τον Κων/νο Aθ. Οικονόμου*

Ο Πενθέας [ο “σπαραχθείς” βασιλιάς]
Ο φρικτός θάνατος του Πενθέα από τις μαινάδες 


ΓΕΝΙΚΑ – ΚΑΤΑΓΩΓΗ: Στην Ελληνική Μυθολογία, ο Πενθεύς ή Πενθέας ήταν ένας βασιλιάς της Θήβας. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που ο μύθος του φανερώνει μια απεχθή πλευρά της Ελληνικής Μυθολογίας. Πατέρας του ήταν ο Εχίων, ο σοφότερος από την ομάδα των Σπαρτών1. Μητέρα του ήταν η Αγαύη, κόρη του Κάδμου, του ιδρυτή των Θηβών, και της θεάς Αρμονίας. Ο Πενθέας είχε και μια αδελφή, την Ήπειρο. Τα περισσότερα εκ των όσων γνωρίζουμε για το μύθο του προέρχονται από την τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες. Το όνομα "Πενθέας", σημαίνει «άνθρωπος των θλίψεων» και προέρχεται από τη λέξη πένθος, δηλαδή λύπη ή θλίψη. Σήμερα σημαίνει ιδιαίτερα την οδύνη που προκαλείται από το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. 
Ο ΜΥΘΟΣ: Ο Κάδμος, ο βασιλιάς της Θήβας, όταν έφτασε σε προχωρημένη ηλικία, παραιτήθηκε υπέρ του εγγονού του Πενθέα. Μια από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε ο νέος βασιλιάς ήταν κι αυτή που απαγόρευε τη λατρεία του νέου θεού Διονύσου, η λατρεία του οποίου είχε αρχίσει να διαδίδεται σε πλήθος ελληνικών πόλεων. Ο Διόνυσος ήταν μάλιστα γιος της θείας του Σεμέλης από την ένωσή της με το Δία. Μία διαταγή του, ωστόσο, με την οποία δεν επέτρεπε στις γυναίκες της Καδμείας2 να συμμετάσχουν σε τελετές του νέου θεού, έφερε την οργή του Βάκχου! Έτσι ο Διόνυσος ενεφύσησε “ιερή μανία” στη μητέρα του βασιλιά, την Αγαύη, στις θείες του Ινώ και Αυτονόη, αλλά και σε πολλές άλλες γυναίκες της Θήβας, οδηγώντας τις στο όρος Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, στο μεταξύ, έδωσε εντολή να συλληφθούν οι οπαδοί του θεού, αλλά χωρίς να το γνωρίζει, συνέλαβε και φυλάκισε τον ίδιο το θεό! Όμως ο Διόνυσος έσπασε τις αλυσίδες και την πόρτα της φυλακής και παρουσιάστηκε στον Πενθέα. Ο Διόνυσος κατάφερε να δελεάσει τον Πενθέα και να τον πείσει τελικά να κατασκοπεύσει ο ίδιος τις βακχικές τελετές μεταμφιεζόμενος μάλιστα ως γυναίκα! Ο Πενθέας κατευθύνθηκε στο βουνό και αφού κρύφτηκε ανάμεσα στα δέντρα περίμενε να δει τις οργιαστικές τελετές των γυναικών της πόλης του. Οι κόρες του Κάδμου, δηλαδή η μητέρα του και οι θείες του, τον είδαν πάνω σε ένα δέντρο και φαντάστηκαν [μάλλον ο Διόνυσος τους υπέβαλε αυτή τη σκέψη], ως ένα άγριο ζώο. Έτσι, τράβηξαν τον Πενθέα κάτω και τον έσκισαν από πάνω μέχρι κάτω(!), με έναν τελετουργικό τόπο που είναι γνωστός ως σπαραγμός3. Όταν η αληθινή του ταυτότητα ανακαλύφθηκε αργότερα, οι αξιωματούχοι της Θήβας εξόρισαν τις γυναίκες-μαινάδες από τη Θήβα. Κάποιες πηγές βεβαιώνουν ότι η μητέρα του ήταν η πρώτη που έφερε το θανατηφόρο κτύπημα σκίζοντάς τον στο κεφάλι. Έβαλε έπειτα το κεφάλι σε ένα ραβδί και το πήρε πίσω στην Θήβα, σαν μακάβριο θύρσο4, μέχρι που συνάντησε το γέρο-Κάδμο, ο οποίος και την έβγαλε από το φρικτό κόσμο των “ιερών” ψευδαισθήσεών της!
 ΔΙΑΔΟΧΗ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ: Τον Πενθέα διαδέχτηκε στο θρόνο των Θηβών ο θείος του Πολύδωρος. Πριν ή ενδεχομένως λίγο μετά το φρικτό φόνο του Πενθέα, η σύζυγός του γέννησε ένα γιο που ονομά- στηκε Μενοικέας και ο οποίος έγινε ο πατέρας του Κρέοντα και της Ιοκάστης και παππούς του Οιδίποδα. 
Ο ΟΒΙΔΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΝΘΕΑ: Η ιστορία του Πενθέα απασχόλησε και τον μεγάλο Ρωμαίο μυθογράφο, Οβίδιο, στις “Μεταμορφώσεις” του5. Η εκδοχή του Οβίδιου αποκλίνει αρκετά από το έργο του Ευριπίδη. Έτσι, στις “Μεταμορφώσεις”, τον βασιλιά Πενθέα προειδοποιεί ο τυφλός μάντης Τειρεσίας λέγοντάς του: “να καλωσορίσεις τον Βάκχο, αλλιώς το αίμα σου θα χύνεται πάνω από τη μητέρα και τις αδελφές της!" Ο Πενθέας, όμως, απέρριψε και αγνόησε τις προειδοποιήσεις του. Όταν, λίγο αργότερα, η Θήβα υποκύπτει στη “γοητεία” του νέου θεού, ο Πενθέας εκφράζει τη λύπη του και απαιτεί τη σύλληψη του Βάκχου. Οι φρουροί του, όμως, συλλαμβάνουν αντ’ αυτού έναν ναύτη, ο οποίος επιβεβαιώνει την θεότητα του Διονύσου και λέει πως όλα τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος του πλοίου του κατέληξαν νεκροί μετά από την προσπάθειά τους να απαγάγουν το νεαρό θεό. Ο Πενθέας, πιστεύοντας ότι ο ναύτης λέει ψέματα, προσπάθησε να τον ρίξει στη φυλακή. Όταν οι φρουροί τον αλυσόδεσαν, οι αλυσίδες έπεσαν. Τότε, οργισμενος ο Πενθέας, μέ μια άγρια λάμψη στα μάτια του, έτρεξε να ασχοληθεί ο ίδιος με το Διόνυσο στον Κιθαιρώνα. Εκεί οι συμμετέχοντες στη “λατρεία” του θεού, θεώρησαν τον Πενθέα αγριογούρουνο(;) και του επιτέθηκαν. Η συνέχεια είναι γνωστή....
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ευριπίδης, Βάκχες. Οβίδιος, Μετααμορφώσεις, 3 511-733. 

konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon

 1. Ο θεός Άρης, κάποτε, διέταξε τον πρώτο βασιλιά της Θήβας, Κάδμο, να σπείρει τα δόντια του δράκου που εκείνος είχε σκοτώσει σε οργωμένο χωράφι και από τη γη φύτρωσαν άγριοι πολεμιστές που ονομάστηκαν Σπαρτοί. Με ένα έξυπνο σχέδιο του Κάδμου αυτοί αλληλοεξοντώθηκαν και επέζησαν μόνο πέντε, που αποτέλεσαν τους πρώτους πολίτες της Θήβας. Ο πιο γνωστός απ' αυτούς υπήρξε ο Εχίων που ήταν πατέρας της Ιοκάστης, συζύγου του βασιλιά Λάιου, αλλά και του Πενθέα. Σχετικά, έχουμε αναφερθεί στο μύθο που αφορούσε τον Κάδμο. 
2. Καδμεία ήταν η ακρόπολη [των Μηκυναϊκών χρόνων] της Θήβας. Είχε τείχη κυκλώπεια που σώζονται ακόμη σε μερικά σημεία. 
3. Ο Σπαραγμός και η Ωμοφαγία είναι στοιχεία της διονυσιακής λατρείας και αποτελούν δείγμα της άγριας πλευράς της Ελληνικής Μυθολογίας. Μάλιστα, ένα από τα επίθετα του Διονύσου είναι Ωμοφάγος”. Η ωμοφαγία και ο σπαραγμός του θύματος, συνηθέστερα ζώου, μπορεί να ήταν ένα σύμβολο του θριάμβου της άγριας φύσης στον πολιτισμό. Οι λάτρεις του Διόνυσου, συμβολικά με το σπαραγμό και την ωμοφαγία, εσωτευρικεύαν κατά κάποιο τρόπο τον άγριο Διόνυσο και την ένωσή τους με την “ωμή” φύση, μιμούμενοι το φρικτό θεό τους! Αρκετές μυθικές απεικονίσεις της Αρχαιότητας εμφανίζουν γυναίκες λάτρεις του Διονύσου, τις λεγόμενες Μαινάδες, να καταναλίσκουν ωμό κρέας ως μέρος τελετουργικού της λατρείας τους. Προφανώς, πίσω από το μύθο, υποκρύπτεται το παρελθόν του πρωτόγονου ανθρώπου με τις ανθρωποθυσίες και τον κανιβαλισμό! 
4. Ο θύρσος ήταν σύμβολο του Διόνυσου. Ήταν ένα μακρό ευθύγραμμο ραβδί φυσικής προέλευσης, και είναι κλαδί από κάποιο φυτό, ίσως από μάραθο, με φουντωτό άνθος στην κορυφή του. Συχνά απεικονίζεται δεμένος με κορδέλα ή πλεγμένος με αμπελόφυλλα. Στην κορυφή είναι στεφανωμένος με κισσό, αμπελόφυλλα ή με ένα κου- κουνάρι πεύκου. Το μήκος του θύρσου ήταν μέχρι δύο μέτρα. 5. Μεταμ. 3, 511-733 

*O Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέας

ελευθερία  λάρισας