Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Tα ξυλόπηκτα καφέ στις όχθες του Πηνειού


Ένα από τα ξυλόπηκτα καφενεία στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Στο βάθος τα Ταμπάκικα. Λεπτομέρεια φωτογραφίας του Δημ. Μιχαηλίδη. 1884. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας Ένα από τα ξυλόπηκτα καφενεία στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Στο βάθος τα Ταμπάκικα. Λεπτομέρεια φωτογραφίας του Δημ. Μιχαηλίδη. 1884. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Η σημερινή εικόνα είναι παλαιά, σπάνια και ανήκει στον φωτογράφο Δημήτριο Μιχαηλίδη[1] φωτογράφο από την Αδριανούπολη.

Χρονολογείται στα 1884 και αποτελεί λεπτομέρεια της μεγάλης πέτρινης γέφυρας του Πηνειού στη Λάρισα. Η λεπτομέρεια εντοπίζεται στο τμήμα της γέφυρας το οποίο βρίσκεται προς την πλευρά της πόλης. Ο φωτογράφος στάθηκε στον γήλοφο όπου βρισκόταν το τζαμί του Χασάν μπέη, το επισημότερο μουσουλμανικό τέμενος της Λάρισας και έστρεψε τον φακό της μηχανής του προς τον βορρά. Μαζί με τη γέφυρα αποτυπώνεται και η δεξιά όχθη του Πηνειού και ό,τι υπάρχει σ’ αυτήν.
Από τα δεξιά καθώς κοιτάμε τη φωτογραφία, ένα μέρος από κάποιο άγνωστο οίκημα καλύπτει οπτικά την είσοδο της γέφυρας όπως έρχεται κανείς από το κέντρο της πόλης. Πίσω και στο δυτικό πρανές του Λόφου της Ακρόπολης διακρίνεται τμήμα ενός τριώροφου κτίσματος της τουρκοκρατίας. Πρέπει να τονίσουμε ότι η πλευρά αυτή του Λόφου που κοιτούσε προς το ποτάμι, κατά την τουρκοκρατία ήταν γεμάτη από κατοικίες κτισμένες η μία δίπλα στην άλλη, χωρίς κανένα σχέδιο. Ήταν τόσες πολλές σε σημείο ώστε ο μητροπολιτικός ναός του Αγ. Αχιλλίου[2], να καλύπτεται και να είναι δύσκολα ορατός από μακριά.
Πίσω από τη γέφυρα κι ακριβώς πάνω από τη δεξιά όχθη του ποταμού παρατηρούμε ότι υπάρχει μικρή στεγασμένη ξύλινη κατασκευή, ένα μέρος της οποίας στηρίζεται με χοντρούς δοκούς στον πυθμένα του ποταμού. Πρόκειται ασφαλώς για ένα από τα καφενεία που υπήρχαν διάσπαρτα στις όχθες του Πηνειού, όπως μας τα περιγράφει ο Βάσος Κυλικάς στη μελέτη του «Η μουσική κίνηση της Λάρισας από το 1881 μέχρι το 1935». Γράφει σχετικά: «Από το 1881-1885 στη δεξιά όχθη του Πηνειού και κάτω ακριβώς από τη Μητρόπολη, σειρά ολόκληρη καφωδείων, που στηρίζονταν σε ξύλινους πασσάλους, όπως τα σπίτια στην Κίτρινη θάλασσα[4], συγκεντρώνουν πλείστους Λαρισαίους». Η κατασκευή τους δείχνει ότι πρέπει να ήταν πρόχειρες κατασκευές, χρήσιμες περισσότερο για τους θερινούς μήνες.
Στο βάθος διακρίνονται αραιές κατοικίες και ένα βυρσοδεψείο από τη συνοικία Ταμπάκικα. Οι λεπτομέρειες του βυρσοδεψείου με τα μεγάλα ανοίγματα των τοίχων είναι ορατές έπειτα από μεγέθυνση. Τα νερά του Πηνειού είναι υπερχειλισμένα και έχουν φθάσει λίγο κάτω από τις κορυφές των τόξων της γέφυρας.
Για τη γέφυρα έχουμε γράψει πολλές φορές, αλλά σήμερα θα τονίσουμε ορισμένα σημεία. Μέχρι την οριστική καταστροφή της το 1944 ήταν το πιο ζωγραφισμένο και το πιο φωτογραφημένο σημείο της Λάρισας, αποτελούσε δε σημείο αναφοράς για την πόλη από ξένους και ντόπιους για την ομορφιά και τη χάρη της, στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν την αρχιτεκτονική ικανότητα του αρχιτεχνίτη της. Το πότε οικοδομήθηκε, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο. Πάντως τη γέφυρα έτσι όπως τη βλέπουμε στη φωτογραφία πιστεύεται ότι την είχε κτίσει ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν μπέη, στις αρχές του 16ου αιώνα και θεωρείται ότι ήταν η πρώτη πέτρινη αμαξιτή γέφυρα που ήταν γνωστή στον θεσσαλικό χώρο. Εξάλλου ο συσχετισμός του τεμένους που ανεγέρθηκε προς τιμήν του Χασάν μπέη δίπλα στη γέφυρα που έκτισε, είναι προφανής. Είχε μήκος 120 μέτρα και πλάτος 4,5 μέτρα, τα οποία με δυσκολία επέτρεπαν τη διασταύρωση δύο αμαξών επάνω της. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν και στα πλάγια ο δρόμος περιχαρακωνόταν σε χαμηλό ύψος (περίπου λίγο πιο πάνω από το γόνατο ενός ενήλικα, όπως διακρίνεται στη δημοσιευόμενη φωτογραφία) με βαριά λίθινα στηθαία, κατασκευασμένα από μεγάλες, παχιές και μονοκόμματες πλάκες, τοποθετημένες όρθιες στη σειρά. Με την απελευθέρωση της Λάρισας, η γέφυρα παρουσίαζε σημαντικές φθορές. Ειδικά τα ογκώδη στηθαία, από την πρόσκρουση των αμαξών επάνω τους, είχαν χάσει τη σταθερότητα επειδή οι αρμοί τους είχαν χαλαρώσει. Η πρώτη επέμβαση λοιπόν που καταγράφεται στη γέφυρα μετά το 1881 είναι η ενίσχυση των αρμών μεταξύ των στηθαίων.
Στη φωτογραφία που δημοσιεύεται φαίνεται καθαρά η ενίσχυση των στηθαίων με αρμούς σε λευκό χρώμα. Εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι ότι στο οδόστρωμά της συνωστίζονται άνθρωποι πάνω σε ζώα ή και πεζοί, με μέτωπο προς τον φωτογραφικό φακό. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο στη φωτογραφία είναι η ποικιλία στην ενδυμασία τους. Στρατιωτικές στολές, φουστανελοφόροι με φέσια, αγρότες, φραγκοφορεμένοι, μικρά αγόρια, αποτελούν το ζωντανό στοιχείο της πόλης, πέρα από τα άψυχα κτίσματα και την πλημμυρίδα του νερού.
Το 1886 τάγμα μηχανικού του ελληνικού στρατού[4] ανέλαβε να διαπλατύνει και να διορθώσει υψομετρικά τη γέφυρα και να απομακρύνει τα ογκώδη και αντιαισθητικά πέτρινα στηθαία, στη θέση των οποίων τοποθετήθηκαν ψηλότερα ξύλινα κιγκλιδώματα σε σχήμα Χ. Με τις βελτιώσεις αυτές δόθηκε η ευκαιρία να κατασκευαστούν εκατέρωθεν πεζοδρόμια και η κυκλοφορία πεζών και τροχοφόρων σε ολόκληρη τη διαδρομή της να γίνει πιο άνετη και ασφαλής.
Η ζωή της γέφυρας αυτής η οποία κατά τη διάρκεια της κατοχής συμπλήρωνε πάνω από τετρακόσια χρόνια από την κατασκευή της από τον Χασάν μπέη, έμελλε να διακοπεί αιφνιδιαστικά. Τη Μ. Εβδομάδα του 1941 ανατινάχθηκε από τα βρετανικά στρατεύματα κατά την υποχώρησή τους, για να επιβραδυνθεί η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων και τον Οκτώβριο του 1944 επακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή της από τα γερμανικά στρατεύματα κατά την οπισθοχώρησή τους. Η ισχυρή έκρηξη που επακολούθησε έφερε το τέλος στη ζωή της γέφυρας που για αιώνες ήταν το σύμβολο της Λάρισας.

 

[1]. Είναι ο πρώτος φωτογράφος που έκανε συστηματική δουλειά στην αποτύπωση τοπίων της Θεσσαλίας. Αρχικά είχε φωτογραφείο στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην ψαραγορά (Baluk Pazar), ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Τη Θεσσαλία επισκέφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και από την επίσκεψή του αυτή γνωστό είναι σήμερα το λεύκωμά του Souvenir de Thessalie με 28 φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων και πολύ καλής τεχνικής από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, μεταξύ των οποίων και η δημοσιευόμενη.
[2]. Το επίπεδο του ναού του Αγ. Αχιλλίου, όπως και όλων των χριστιανικών ναών κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ήταν κτισμένο 3-4 σκαλοπάτια κάτω από το έδαφος, ενώ συγχρόνως απαγορεύονταν να κτίζονται καμπαναριά, για να μην προκαλούν τους μουσουλμάνους.
[3]. Ο συγγραφέας τα συγκρίνει με τα ξυλόπηκτα σπίτια που αφθονούν και σήμερα σε πολλές φτωχικές συνοικίες στις παράλιες πόλεις της Κίνας. Στη φωτογραφία διακρίνεται μόνον ένα, καθώς μετά την απελευθέρωση άρχισαν βαθμηδόν να απομακρύνονται.
[4]. «... κατά την επιστρατείαν εκείνην (1886), το μόνον περιφανές έργον της ήτο η γέφυρα της Λαρίσσης, ήτις ηυξύνθη υπό του λόχου του μηχανικού επί στρατηγίας Σαπουντσάκη». Παπασταύρου Αμαλία, Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση, από 1-14 Απριλίου 1897, Αλεξάνδρεια (1897) σελ. 3.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

 

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Ιστορικά της συνοικίας Ταμπάκικα


Το δυτικό τμήμα της συνοικίας Ταμπάκικα. Σχέδιο του Γερμανού  περιηγητή Κ. J. 1927. Αρχείο Τάσου Πουλτσάκη Το δυτικό τμήμα της συνοικίας Ταμπάκικα. Σχέδιο του Γερμανού περιηγητή Κ. J. 1927. Αρχείο Τάσου Πουλτσάκη

Το σχέδιο το οποίο συνοδεύει το σημερινό κείμενο απεικονίζει μέρος της συνοικίας της Λάρισας Ταμπάκικα και έχει μια μικρή ιστορία.

Το σχεδίασε ο Γερμανός περιηγητής Κ. J. (αγνοούμε τα πλήρη στοιχεία του) και στην κάτω αριστερή γωνία, μαζί με τα αρχικά του διακρίνεται και η επιγραφή Larissa 1927. Το σχέδιο αυτό ο ζωγράφος το δώρισε μεταπολεμικά στον Φιλόλαο Τλούπα, ο οποίος ζούσε μόνιμα στο Παρίσι. Όταν κάποια στιγμή ο αδελφός του Τάκης Τλούπας βρέθηκε στο Παρίσι, είδε το σχέδιο, το φωτογράφισε και αντίγραφό του σήμερα υπάρχει στη συλλογή του γιατρού Τάσου Πουλτσάκη[1].
Τα Ταμπάκικα είναι η συνοικία της Λάρισας, η οποία απέβαλε την τουρκική ονομασία της τελευταία απ’ όλες τις άλλες[2]. Ταμπάκ στην τουρκική γλώσσα σημαίνει δέρμα, η συνοικία επίσημα ονομαζόταν Ταμπάκχανε μαχαλεσί, δηλαδή η συνοικία των βυρσοδεψείων και μεταξύ των χριστιανών απλοποιήθηκε στον προφορικό λόγο σε Ταμπάχανα[3]. Ταμπάκηδες ονομάζονταν τότε οι βυρσοδέψες, δηλαδή τα άτομα τα οποία κατεργάζονταν τα δέρματα.
Η περιοχή της Λάρισας διατηρούσε ανέκαθεν ανεπτυγμένη κτηνοτροφία ιδίως στις ορεινές περιοχές, επομένως η παρουσία εργαστηρίων κατεργασίας των δερμάτων ήταν επιβεβλημένη. Τα βυρσοδεψεία αυτά αναπτύσσονταν σε περιοχές όπου ήταν όχι μόνον εφικτή η πρόσβαση σε πλούσια παροχή νερού, αλλά και σε απομακρυσμένα σημεία των οικισμών, γιατί ανάδιδαν δυσάρεστη οσμή. Τις προϋποθέσεις αυτές εκπλήρωνε για τη Λάρισα η συνοικία Ταμπάκικα. Αν παρατηρήσει κανείς τον χάρτη της Λάρισας στην περιοχή αυτή, θα διαπιστώσει ότι η συνοικία οριοθετούνταν κατά τα 3/4 από την καμπύλη πορεία του Πηνειού, ενώ στα νότια υπήρχε ο λόφος του Φρουρίου. Σήμερα ειδικά που ολόκληρη αυτή η περιοχή έχει οικοδομηθεί, ο οικισμός βρίσκεται ουσιαστικά στη μεγάλη αγκαλιά του Πηνειού.
Όπως αναφέρει ο Δημήτριος Τσοποτός, ταμπάκηδες υπήρχαν στη Λάρισα από την περίοδο της πρώιμης τουρκοκρατίας: «Αναφέρονται εν τοις αφιερωτηρίοις γράμμασι του Τουρχάν βέη και του υιού αυτού Ομέρ βέη, μάγειροι ... βυρσοδέψαι ... κατέχοντες υπό ενοίκιον πολυάριθμα Μαγαζεία κείμενα εν Λαρίσση...»[4].
Ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης διέσωσε ενθύμηση του 1729 του ιερομονάχου Ιουστίνου Αγιοταφίτου, η οποία εντοπίζει τον χώρο των βυρσοδεψείων στην πόλη μας: «Ενθύμησις όταν εκατέβασεν η Σαλαμπριά και έπνιξε την Λάρισα, τον Πέρα Μαχαλάν, των Ταπακίδων Μαχαλά, και Αρναούτ Μαχαλά και άλλα χωρία...»[5]. Οι συνοικίες αυτές, κτισμένες στις όχθες του Πηνειού, πλημμύριζαν σε κάθε υπερχείλιση του ποταμού, όταν καταρρακτώδεις βροχές έπλητταν τη Θεσσαλία πριν γίνουν τα προστατευτικά αναχώματα.
Αναφορά στον μαχαλά των Ταμπάκηδων της Λάρισας έχουμε και σε ένα χειρόγραφο του 18ου αιώνα από τη Μονή Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, όπου αναφέρεται ότι οι κάτοικοί του πρόσφεραν «... άσπρα νε’ (55) μαχαλάς Ταμπάκηδες»[6] για τις ανάγκες της μονής.
Μερικά από τα ιστορικά δεδομένα που αναφέρθηκαν, καθώς και η διατήρηση της ονομασίας της περιοχής ως Ταμπάκικα μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, μας πείθουν ότι η θέση των εργαστηρίων βυρσοδεψίας δεν άλλαξε σ’ όλο αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η εργασία ξεκινούσε με το εμβάπτισμα μέσα στα νερά του Πηνειού των δερμάτων των ζώων για ένα 24ωρο, ώστε να φουσκώσουν. Ακολουθούσε το καθάρισμα του υποδόριου ιστού με ειδικά μαχαίρια και προχωρούσαν στο ασβέστωμα, που σκοπό είχε να απαλλάξει το δέρμα από το τρίχωμα. Κατόπιν άρχιζε η κατεργασία της δέψης. Δεψικές ύλες υπήρχαν πολλές, ανάλογα με τη χλωρίδα του τόπου. Τα εργαστήρια της Λάρισας χρησιμοποιούσαν αλεσμένο τον εξωτερικό φλοιό του βαλανιδιού, μαζί με φλούδες πεύκου. Τοποθετούσαν τα δέρμα σε γούρνες που περιείχαν διαλύματα των δεψικών υλών. Η διαδικασία αυτή κρατούσε μήνες. Όταν ολοκληρωνόταν η δέψη, έβγαζαν τα δέρματα από τη γούρνα, τα έπλεναν και τα άπλωναν για να στεγνώσουν στη σκιά και στη συνέχεια τα γυάλιζαν με ειδικό τρόπο. Με τη διαδικασία αυτήν τα δέρματα μετατρέπονταν σε κατεργασμένα πλέον, ικανά για επαγγελματική χρήση. Κάθε ταμπάκικο, εκτός από εργαστήριο κατεργασίας, ήταν και κατάστημα εμπορίου, όπου πωλούσε τα κατεργασμένα δέρματα στους διάφορους επαγγελματίες (υποδηματοποιούς, κ.λπ.).
Φωτογραφία του 1900 περίπου σε επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας απεικονίζει τα Ταμπάκικα από το ύψος του Φρουρίου. Παράλληλα με τον δρόμο, ο οποίος αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Γεωργιάδου, διακρίνονται τα βυρσοδεψεία με τα μεγάλα ανοίγματα, για το αέρισμα των δερμάτων[7].
Όπως λοιπόν διαπιστώνεται, ιστορικά τα Ταμπάκικα διατήρησαν τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής βιοτεχνικής απασχόλησης των κατοίκων της από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή μας, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μετά το 1925 έμειναν μόνον τρία βυρσοδεψεία, τα οποία ουσιαστικά υπολειτουργούσαν και το τελευταίο ταμπάκικο της Λάρισας έκλεισε το 1960[8].


[1]. Το χαρακτικό αυτό έχει πολλές ομοιότητες με την προπολεμική φωτογραφία που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες» με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και κείμενο του δημοσιογράφου Νίκου Νάκου, έκδοση του 2003 από τη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας- Μουσείο Γ. Κατσίγρα, στη σελ. 73.
[2]. Γνωρίζουμε λίγο-πολύ τις συνοικίες της τουρκοκρατούμενης Λάρισας (Αρναούτ, Σουφλάρ, Καραγάτς, Τρανός, Παράσχου, κ.λπ.). Όμως μετά την απελευθέρωση σύντομα απέβαλαν όλες την παλαιά ονομασία τους και οι περισσότερες συνοικίες πήραν το όνομα του ναού της περιοχής τους (συνοικία Αγ. Αθανασίου, 40 Μαρτύρων, Αγ. Κωνσταντίνου, Αγ. Αχιλλίου, Αγ. Νικολάου, κ.λπ.).
[3]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926). Στον ενσωματωμένο πολύπτυχο χάρτη του 1880 η συνοικία καταγράφεται ως Ταμπάχανα, ενώ βορειότερα, προς την καμπύλη του Πηνειού, αναφέρεται η περιοχή «Άμπελοι» λόγω της καλλιέργειας αμπέλων. Προφανώς το όνομα της περιοχής αυτής έδωσε μεταπολεμικά τη σημερινή ονομασία της συνοικίας Αμπελόκηποι.
[4]. Τσοποτός Δημήτριος, Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας, Βόλος (1912) σελ. 30. Ο Δημήτριος Τσοποτός (1860-1939) γεννήθηκε στην Πορταριά. Σπούδασε Γεωπονική σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και όταν αποφοίτησε το 1882 επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε τη διεύθυνση των μεγάλων θεσσαλικών αγροκτημάτων που είχε ο πατέρας του στο Νεμπεγλέρ, τη σημερινή Νίκαια. Είχε όμως έφεση στις ιστορικές έρευνες και αναδείχθηκε σε διακεκριμένη πνευματική φυσιογνωμία του Βόλου. Υπήρξε συγγραφέας πολλών ιστορικών και γεωπονικών βιβλίων και μονογραφιών.
[5]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, ο. π. σελ. 206, υποσημ. 2.
[6]. Σπανός Κώστας, Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο του 18ου αιώνα, περ. Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ 8ος, σελ. 26. Το άσπρο ήταν νομισματική μονάδα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μικρής αξίας την περίοδο εκείνη (18ος αι.).
[7]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Τα Ταμπάκικα. Η συνοικία των Αμπελοκήπων, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 4ης Ιανουαρίου 2015, όπου και η σχετική φωτογραφία.
[8]. Γουργιώτη Λένα, Τα Καζαντζήδικα και τα Ταμπάκικα της Λάρισας, Πρακτικά του Α’ Ιστορικού-Αρχαιολογικού Συνεδρίου «Λάρισα. Παρελθόν και Μέλλον», 26-28 Απριλίου 1985, Λάρισα (1985) σελ. 411-416.

 

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

ΤΟ «ΚΟΛΩΝΑΚΙ» ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - Ζ’


ΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com

Στο κείμενο της προηγούμενης Τετάρτης δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε λόγω χώρου την περιγραφή της κατοικίας του Φωτίου Σεγγούνα και τη συμπληρώνουμε σήμερα, χάρη στις πληροφορίες που μας έδωσε με πολύ προθυμία ο Δημήτριος Κουκουβέλας.


Στο οικόπεδο αρ. 16 στο δημοσιευθέν σχέδιο, στη γωνία των οδών Μαβίλη και Νιρβάνα, παλαιότερα είχε οικοδομηθεί κτίσμα προς την πλευρά της οδού Νιρβάνα, του οποίου το ισόγειο είχε διαμορφωθεί σε τέσσερις αυτοτελείς αποθηκευτικούς χώρους, ενώ προς την πλευρά της αυλής είχε κατασκευαστεί μικρός κατοικήσιμος χώρος. Το ισόγειο κτίριο ήταν κατασκευασμένο με πέτρινους ισχυρούς τοίχους, ενώ στον κατοικήσιμο τμήμα του είχε δημιουργηθεί ειδικός χώρος ο οποίος χρησίμευε σαν καταφύγιο σε περιπτώσεις εχθρικών αεροπορικών επιδρομών. Ο όροφος πάνω από το ισόγειο ήταν δομημένος με τούβλα και αποτελούσε την κατοικία του Φωτίου Σεγγούνα. Δέκα περίπου χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της (+1958) η Όλγα Σεγγούνα μετακόμισε στον Βόλο όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Την κατοικία τους την ενοικίασε αρχικά στην οικογένεια του Βασιλείου Τσαγκάλη και εν συνεχεία στο «Φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών Τουφεξή».
Στα τέλη του 1974 οι διαχειριστές της περιουσίας του ζεύγους Σεγγούνα πώλησαν το ακίνητο στην οικογένεια Καραμαχαίρα, το οποίο εν συνεχεία περιήλθε στην ιδιοκτησία του Κωνστατίνου Καρανίκα. Ο τελευταίος κατεδάφισε την παλαιά οικοδομή και στη θέση της ανήγειρε μια πολύ ωραία σε εξωτερική εμφάνιση τετραώροφη πολυκατοικία η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα, η είσοδος της οποίας βρίσκεται επί της Μαβίλη στον αρ. 22.
Η μικρή κατοικία επί της οδού Μαβίλη 20, (στο σχέδιο αρ. 16α) η οποία βρισκόταν στο διπλανό με το σπίτι της οικογένειας Σεγγούνα, είχε περιέλθει το 1965 όπως προαναφέραμε στην πλήρη κυριότητα της Ελένης συζύγου του Κωνσταντίνου Κουκουβέλα. Το 1986 κατεδαφίστηκε και στη θέση της κατασκευάστηκε η σημερινή διώροφη οικοδομή, η οποία ανήκει στους γιούς του ζεύγους Δημήτριο και Ιωάννη Κουκουβέλα.
Συνεχόμενη με την πολυκατοικία που κατασκευάστηκε στον χώρο όπου βρισκόταν το σπίτι του Φωτίου Σεγκούνα, βρίσκεται σήμερα μια άλλη πολυώροφη οικοδομή. Καλύπτει τον αρ. 22 της οδού Νιρβάνα (αρ. 17 στο σχέδιο που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη Τετάρτη) Προπολεμικά στο σημείο αυτό ήταν οικόπεδο το οποίο αγόρασε το 1935 ο Μιχαήλ Δερεμπούκας. Ο τελευταίος καταγόταν από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας και ήλθε πρόσφυγας στην Ελλάδα. Ήταν ποτοποιός και είχε ιδιόκτητο κατάστημα επί της οδού Παπαφλέσσα, στην περιοχή όπου βρέθηκαν τα υπολείμματα του Μπαϊρακλί τζαμί. Στο οικόπεδο που αγόρασε έκτισε ισόγεια κατοικία με υπερυψωμένο υπόγειο, όπου διέμενε με την οικογένειά του. Νυμφεύθηκε την Ευθυμία Γεωργ. Λέγγα η οποία καταγόταν από την Κρανιά Ασπροποτάμου και μαζί της απέκτησε τέσσερα τέκνα.
—Την Άννα, η οποία παντρεύτηκε στην Καρδίτσα τον κτηματία Ιωάννη Μπίτσιο. Η κόρη τους Θεονίτσα παντρεύτηκε τον Λαρισαίο μηχανικό Δημήτριο Παύλου Αργυριάδη και επανέκαμψε στην πόλη όπου μεγάλωσε η μητέρα της.
—Η δεύτερη κόρη ήταν η Βασιλική (Κική), η οποία παντρεύτηκε στην Αθήνα τον υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών Ιωάννη Κοντογιάννη που είχε καταγωγή από τον γειτονικό Τύρναβο και απέκτησαν δύο τέκνα, τον Γεώργιο και την Αγγελική (Αγγέλα).
—Ο Αθανάσιος σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας και νυμφεύθηκε την Αγνή Δήμου από τη Γιάννουλη. Απέκτησαν δύο τέκνα, τον Μιχάλη και την Ευθυμία (Έφη).
—Το τέταρτο τέκνο τους ήταν η Αγγελική (Λίνα) η οποία σπούδασε Γεωπονία και παντρεύτηκε τον επίσης γεωπόνο Κυριάκο Αποστολόπουλο, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, την Καλλιόπη και την Αλεξάνδρα (Σάντρα).
Ο Μιχαήλ Δερεμπούκας πέθανε το 1946 σχετικά νέος σε ηλικία 42 ετών, ενώ η σύζυγός του Ευθυμία απεβίωσε το 2000 σε ηλικία 96 ετών και έζησε περισσότερο από πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της. Το 1976 η κατοικία που έκτισαν Μιχαήλ και Ευθυμία Δερεμπούκα κατεδαφίστηκε και στη θέση της υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή από τον γιο τους Αθανάσιο. Τη δεκαετία του 1980 σε ένα από τα καταστήματα του ισογείου της οικοδομής αυτής επί της οδού Νιρβάνα 22 λειτούργησε η γνωστή εκείνη την περίοδο ταβέρνα το «Κολωνάκι», ονομασία η οποία προφανώς δόθηκε λόγω της θέσεώς της στην περιοχή που είχε ήδη αποκτήσει ανεπίσημα τον τίτλο αυτό.
Το επόμενο οικόπεδο κατελάμβανε τη γωνία των οδών Νιρβάνα και Παπαδιαμάντη και είχε αγοραστεί από τον ίδιο το 1937. Για πολλά χρόνια ήταν μια μάνδρα την οποία είχε νοικιασμένη ο Μιχαήλ Πράπας, ο οποίος τη χρησιμοποιούσε σαν συνεργείο αυτοκινήτων. Το 1972 οι εγκαταστάσεις του συνεργείου ισοπεδώθηκαν και η ιδιοκτήτρια Αγγελική Αποστολοπούλου-Δερεμπούκα το παραχώρησε με αντιπαροχή για να κτιστεί η σημερινή τετραώροφη οικοδομή επί της οδού Νιρβάνα 24 (αρ. 18 στο σχέδιο που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη Τετάρτη).
Από τη γωνία αυτή πεταγόμαστε στην απέναντι αριστερή πλευρά της οδού Νιρβάνα, στο κτίριο που καταλαμβάνει τη γωνία με την οδό Λορ. Μαβίλη και έχει τον αρ. 19 στο σχέδιο που δημοσιεύτηκε. Για να το περιγράψουμε θα επανέλθουμε στην παλιά οικογένεια Ζορτού. Είχαμε αναφέρει ότι οι Κωνσταντίνος και Αικατερίνη από τους Μολάους που ήλθαν στη Λάρισα για μόνιμη εγκατάσταση, απέκτησαν επτά τέκνα, εκ των οποίων παντρεύτηκαν τα τρία, η Αφροδίτη, ο Δημήτριος και ο Γεώργιος. Για τους απογόνους της Αφροδίτης και του Γεωργίου αναφερθήκαμε σε προηγούμενα σημειώματά μας. Ο Δημήτριος ήταν ο επόμενος μετά την Αφροδίτη που ήλθε σε γάμου κοινωνία. Νυμφεύθηκε τη Σταυρούλα Τότσικα και απέκτησαν δύο κόρες , την Αικατερίνη και την Αφροδίτη.
—Η Αικατερίνη παντρεύτηκε τον Παύλο Αργυριάδη, ο οποίος λειτουργούσε επί της οδού Βενιζέλου 69 κατάστημα νεωτερισμών με την ονομασία «Αθηναϊκή Αγορά», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε «69» προφανώς από τον αριθμό της οδού όπου βρισκόταν. Απέκτησαν δύο τέκνα, τον Δημήτριο και την Αντωνίας (Νινέτα). Ο Δημήτριος σπούδασε πολιτικός μηχανικός και νυμφεύθηκε, όπως αναφέραμε πιο πάνω, τη Θεονίτσα Μπίτσιου με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, τον Παύλο και την Κατερίνα. Η Αντωνία (Νινέτα) σπούδασε φυσικός, διορίστηκε καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση και παντρεύτηκε τον μηχανικό τηλεπικοινωνιών του ΟΤΕ Γεώργιο Ζουριδάκη από την Κρήτη. Μαζί του απέκτησαν τρία τέκνα, τη Χαρίκλεια (Χαρούλα), το Κωνσταντίνο και τον Παύλο.
—Η άλλη κόρη του Δημητρίου και της Σταυρούλας Ζορτού, η Αφροδίτη ήταν μία από τις καλύτερες μοδίστρες της Λάρισας, είχε μεγάλη και εκλεκτή πελατεία, γι’ αυτό και διατηρούσε ατελιέ με πολλές βοηθούς. Παντρεύτηκε τον αξιωματικό Χωροφυλακής Τιμολέοντα Σδρόλια με τον οποίο απέκτησε δύο τέκνα, τη γνωστή μας αρχαιολόγο Σταυρούλα Σδρόλια, διευθύντρια του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας και τον Λουκά Σδρόλια.
Κληρονομικά και σύμφωνα με το διανεμητήριο του 1950, το οικόπεδο που υπήρχε στη γωνία των οδών Νιρβάνα και Λορ. Μαβίλη (αρ. 19 στο σχέδιο που δημοσιεύσαμε την προηγούμενη Τετάρτη) περιήλθε στις κόρες του Δημητρίου και της Σταυρούλας Ζορτού Αικατερίνη και Αφροδίτη. Πρώτη η Αφροδίτη το 1951 έκτισε στο σημείο αυτό το ισόγειο μιας κατοικίας και δύο χρόνια αργότερα, το 1953 σύμφωνα με τα αρχεία της Πολεοδομίας του Δήμου Λαρισαίων, ο Παύλος Αργυριάδης έβγαλε άδεια για την προσθήκη ορόφου στο ήδη υπάρχον ισόγειο. Η μία από τις φωτογραφίες που συνοδεύουν το σημερινό κείμενο απεικονίζει το διώροφο κτίριο των αδελφών Αικατερίνης και Αφροδίτης. Ήταν ένα κομψό διώροφο οίκημα του οποίου ο αρχιτέκτονας εκμεταλλεύθηκε με ευφυΐα τη γωνιακή του θέση και δημιούργησε την κύρια είσοδο για τον κάτω όροφο σε κοίλη εσοχή της γωνίας και έναν όμορφο εξώστη στον δεύτερο. Το 1978 η οικοδομή αυτή κατεδαφίστηκε και στη θέση της η κατασκευαστική εταιρεία του πολιτικού μηχανικού Δημητρίου Αργυριάδη (γιου του Παύλου και της Αικατερίνης Αργυριάδη) ανήγειρε «πολυώροφη οικοδομή με υπόγειο και δώμα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η άδεια που εκδόθηκε από το Γραφείο Πολεοδομίας του Δήμου. Σήμερα κατοικούν σ’ αυτήν οι απόγονοι του Δημητρίου και της Σταυρούλας Ζορτού[1].
(Συνεχίζεται)

 

 

[1]. Στο σημείο αυτό θέλω να ευχαριστήσω με τη σειρά τον Δημήτριο Κουκουβέλα, την Αννα Μπίτσιου-Δερεμπούκα, την Αντωνία (Νινέτα) Ζουριδάκη-Αργυριάδη και τη Σταυρούλα Σδρόλια για την πολύτιμη βοήθειά τους.

 

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Γαλλικά επιστολικά δελτάρια της Λάρισας του 1917


Κεντρική οδός της Λάρισας. Επιστολικό δελτάριο αρ. 122 από τη σειρά των εκδόσεων  του γαλλικού στρατού της Entente κατά το 1916-17. Από το αρχείο της Φωτοθήκης Λάρισας. Κεντρική οδός της Λάρισας. Επιστολικό δελτάριο αρ. 122 από τη σειρά των εκδόσεων του γαλλικού στρατού της Entente κατά το 1916-17. Από το αρχείο της Φωτοθήκης Λάρισας.

Κατά διαστήματα όλα αυτά τα χρόνια ασχοληθήκαμε με τα εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια που άρχισαν να κυκλοφορούν στη χώρα μας από τα τέλη του 19ου αιώνα, κορυφώθηκε η χρήση τους κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και διήρκησε περίπου μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, οπότε οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις έκαναν την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων ταχύτερη και απλούστερη.

Εκατό περίπου χρόνια η ταχυδρομική αυτή επαφή με κάρτες κρατούσε ζωντανές τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ουσιαστικά η χρησιμοποίησή τους αποτελούσε μια κοινωνική συνδιαλλαγή μεταξύ συγγενών και φίλων, μέσω μιας βραχείας επιστολής, συγχρόνως όμως ικανοποιούσε και την επιθυμία από μέρους του αποστολέα της κάρτας να επισυνάψει κάποιο γραφικό τοπίο της περιοχής όπου ζούσε ή είχε επισκεφθεί. Η Λάρισα είχε την τύχη πριν από το 1900 να συμπεριλαμβάνεται στις πόλεις που οι εκδότες των επιστολικών δελταρίων προτιμούσαν να την απεικονίζουν. Με τον τρόπο αυτόν σήμερα που η συλλογή τους άρχισε να αποτελεί πλέον συλλεκτικό, αλλά και επενδυτικό ενδιαφέρον, η ιστορική και η χρηματική τους αξία εκτοξεύθηκε σε ψηλά επίπεδα[1].
Στο σημερινό μας κείμενο θα αναφερθούμε στην έκδοση μερικών καρτών της Λάρισας και της περιοχής μας, οι οποίες ήταν γνωστές στους συλλέκτες και τους ιστορικούς της φωτογραφίας, αλλά δε γνωρίζαμε την προέλευση και τον εκδότη τους. Σήμερα όμως, όπως θα δούμε, μπορούμε πλέον να τις εντάξουμε στον κατάλογο των πολλών άλλων απεικονίσεων της πόλης μας, όπως ήταν πριν από εκατό και πλέον χρόνια.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κυκλοφόρησε ένας σχετικά μεγάλος αριθμός επιστολικών δελταρίων στη Βόρειο Ελλάδα (Ήπειρος - Δυτική Μακεδονία και κυρίως Θεσσαλονίκη), τα οποία είχαν ως σκοπό να εξυπηρετήσουν τα γαλλικά και αγγλικά στρατεύματα τα οποία υπηρετούσαν στο Μακεδονικό μέτωπο (Entente) στην αλληλογραφία με γνωστούς και φίλους στην πατρίδα τους. Κυκλοφόρησαν δύο μεγάλες σειρές. Η πρώτη απ’ αυτές διακρίνεται από τη διαφορετική εμφάνιση της οπίσθιας πλευράς της κάρτας. Στο σημείο όπου συνήθως επικολλάται γραμματόσημο υπήρχε μέσα σε πλαίσιο η ένδειξη 5c, η οποία υποδήλωνε την αξία του γραμματοσήμου που έπρεπε να επικολληθεί για να είναι έγκυρη η αποστολή. Η πρόσθια πλευρά απεικόνιζε τοπίο από κάποια περιοχή της Βορείου Ελλάδος.
 Η δεύτερη σειρά, η οποία και μας ενδιαφέρει, αποτελείται από 200 αριθμημένα επιστολικά δελτάρια, από το 1-200, είναι ασπρόμαυρα και η οπίσθια επιφάνεια φέρει τις λέξεις CARTE POSTALE, χωρίς κανένα άλλο ενδεικτικό στοιχείο. Η πρόσθια πλευρά απεικονίζει σε όλη την έκτασή της κάποιο τοπίο, εκτός από ένα περιθώριο πλάτους ενός εκατοστού στο κάτω μέρος, όπου είναι λευκό και αναγράφονται ο αριθμός της κάρτας και εν συνεχεία τα στοιχεία της εικόνας στα γαλλικά και τα αγγλικά. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία που δημοσιεύουμε, τα στοιχεία της είναι τα εξής: 122. - THESSALIE. - Rue principale a Larissa και THESSALY. - Principal Street of Larissa. Η αναγραφή της λεζάντας σε δύο ξένες γλώσσες, γαλλικά και αγγλικά, αποδεικνύει ότι τα δελτάρια εκδόθηκαν για να εξυπηρετήσουν τον στρατό των δύο αυτών κρατών που αποτελούσαν το κύριο μέρος του Ανατολικού Μετώπου (Αντάντ)[2]. Όπως αναφέρθηκε, οι κάρτες αυτές δεν αναφέρουν τον εκδότη και τον τυπογράφο. Πιστεύεται ότι η μη αναγραφή είναι εσκεμμένη και όχι από αβλεψία, πιθανώς επειδή τα κλισέ προέρχονταν από υποκλοπή. Και εδώ τα περισσότερα θέματα των εικόνων προέρχονται από διάφορες επαρχιακές πόλεις της Μακεδονίας.
Η σειρά αυτή καρτών ονομάζεται ανώνυμη και ο εντοπισμός του εκδότη και του τυπογράφου είναι δύσκολος, καθώς δεν περιέχεται κανένα στοιχείο που να οδηγεί στην προέλευσή τους. Όμως χωρίς αμφιβολία όλοι οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι κάρτες αυτές τυπώθηκαν στη Γαλλία και προέρχονται από το τυπογραφείο Mallinvaud της Lyon. Και τούτο βασίζεται στα χαρακτηριστικά μικρά τυπογραφικά στοιχεία, τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα του τυπογραφείου αυτού. Η ποιότητα του χαρτιού των καρτών της σειράς αυτής είναι μέτρια, η εκτύπωση των φωτογραφιών πρόχειρη, χωρίς το κατάλληλο contrast και οι λεπτομέρειες είναι ασαφείς. Χρονολογικά η έκδοση τοποθετείται στα 1916 με 1917.
Στη σειρά αυτή των 200 αριθμημένων επιστολικών δελταρίων εντοπίζονται και τέσσερα από τη Θεσσαλία. Είναι κατά σειράν τα εξής: (αναφέρεται μόνον η γαλλική λεζάντα).
- 122. Thessalie-Rue Principale a Larissa. (Κεντρική οδός της Λάρισας).
- 125. Thessalie-Une Vue de Larissa. (Μια άποψη της Λάρισας).
- 128. Thessalie-Vue General d’ Elassona. (Γενική άποψη της Ελασσόνας).
- 135. Thessalie. Entrée de Larissa. (Η είσοδος της Λάρισας).
Η κάρτα αρ. 122 που δημοσιεύεται αναγράφει ότι η φωτογραφία απεικονίζει την άποψη μιας κεντρικής οδού της Λάρισας. Δυστυχώς δεν υπάρχουν οδηγά σημεία τα οποία να μας οδηγήσουν στην εντόπιση του δρόμου. Είναι ευθύς, ευρύς, με ευρύχωρα πεζοδρόμια, μεγάλο μέρος των οποίων καταλαμβάνεται από εμπορεύματα εκτεθειμένα έξω από τα καταστήματα, τα οποία όσα διακρίνονται ευχερώς είναι όλα ισόγεια. Η κίνηση επί του δρόμου είναι σχετικά πυκνή κυρίως από άτομα, αλλά και από σούστες, τα μεταφορικά οχήματα της εποχής. Προσωπικά, παρ’ όλη τη διευκρίνιση της λεζάντας, έχω πολλές αμφιβολίες αν η φωτογραφία αυτή προέρχεται από τη Λάρισα. Την εποχή εκείνη (1916-1917) οι δρόμοι της Λάρισας δεν είχαν ακόμη κράσπεδα και ρείθρα και το κυριότερο ο στύλος του φωτισμού δεν είναι απ’ αυτούς που είχε τοποθετήσει στη Λάρισα η «Omnium Lyonais», η γαλλική εταιρεία η οποία είχε αναλάβει τον ηλεκτροφωτισμό της πόλης λίγα χρόνια πριν.
Η κάρτα 125 απεικονίζει μια άποψη μέρους της Λάρισας όπως φαίνεται από το παλιό οξυκόρυφο κωδωνοστάσιο του ναού του Αγ. Νικολάου.
Η κάρτα 128 αποτυπώνει το μονότοξο πέτρινο γεφύρι της Ελασσόνας και τη γύρω περιοχή.
Η κάρτα 135 χρησιμοποιεί το γνωστό κλισέ της κάρτας του φωτογράφου Fr. Caloutas από την Ερμούπολη της Σύρου, η οποία κυκλοφόρησε περί το 1910 και απεικονίζει την παλιά λίθινη, πολύτοξη γέφυρα της Λάρισας με την εκκλησία του Αγ. Αχιλλίου, τα κτίσματα στο νοτιοδυτικό πρανές του Λόφου και στο βάθος το παλιό τουρκικό ρολόι.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

—————————————————
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η ιστορία των καρτ ποστάλ της Λάρισας. εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 14ης Νοεμβρίου 2018.
[2]. Αντάντ (Εntente = Συμφωνία) ονομάζονταν από το 1915 οι Ηνωμένες Στρατιωτικές Δυνάμεις της Μεγ. Βρετανίας και της Γαλλίας και αργότερα της Ιταλίας, της Ρωσίας και των Η.Π.Α., οι οποίες νίκησαν τις Κεντρικές Δυνάμεις της Τριπλής Συμμαχίας (Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία) και οδήγησαν όχι μόνο στην κατάρρευση των αυτοκρατοριών αυτών, αλλά και σε ριζικές αλλαγές στον χάρτη της Ευρώπης.

 

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Ο ήρωας της μάχης των Θερμοπυλών (480 π.χ.)

Μεγιστίας ο Ακαρνάνας

 Μεγιστίας: Ο Ακαρνάνας που έπεσε με τους 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες -  AgrinioNews

 Ο Μεγιστίας ήταν μάντης καταγόμενος από την Ακαρνανία. Η Ακαρνανία είναι το δυτικότερο κομμάτι της Στερεάς Ελλάδας και ορίζεται χονδρικά από το τρίγωνο που σχηματίζουν το Ιόνιο πέλαγος, ο Αμβρακικός κόλπος και ο ποταμός Αχελώος. 

Ως γενάρχης των Ακαρνάνων αναφέρεται ο Ακαρνάν, γιος του Αλκμαίωνα. Η περιοχή κατοικείται από τα νεολιθικά χρόνια, αρχικά από Κουρήτες και Λέλεγες, όπως και η γειτονική Αιτωλία. Κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα αποικίζουν την περιοχή οι Κορίνθιοι ιδρύοντας πόλεις όπως ο Αστακός, η Πάλαιρος, το Ανακτόριο και η Λευκάδα. 

Το πολίτευμα των περισσότερων Ακαρνανικών πόλεων ήταν δημοκρατικό, υπήρχε μάλιστα και ένα είδος ομοσπονδίας μεταξύ τους, το Κοινό των Ακαρνάνων. Σημαντικότερη πόλη και έδρα του Κοινού ήταν η αρχαία Στράτος, δίπλα ακριβώς στον Αχελώο, στα σύνορα με την Αιτωλία. Άλλες σημαντικές πόλεις ήταν οι Οινιάδες, το Αμφιλοχικό Άργος, η Μεδεώνα και κυρίως το Θύρρειο που κάποια στιγμή ίσως να ήταν και η μεγαλύτερη πόλη.

Ο Μεγιστίας  ακολούθησε μαζί με τον γιό του εθελοντικά τους Έλληνες στις Θερμοπύλες.

Στην Αρχαία Ελλάδα οι μάντεις έπαιζαν σημαντικό ρόλο στον πόλεμο. Κάθε μάχη άρχιζε και τελείωνε με μια θυσία. Ο μάντης ήταν αυτός που μελετούσε τα σπλάχνα του ζώου και αποφάσιζε αν οι οιωνοί ήταν καλοί ή όχι. 

Την παραμονή της μάχης των Θερμοπυλών (480 π.Χ.) βρισκόταν στις Θερμοπύλες και προέβλεψε ότι θα πέσει στη μάχη. Ο Λεωνίδας του ζήτησε να φύγει, εκείνος όμως και αφού είχε παρθεί η απόφαση για την αναχώρηση των υπόλοιπων Ελλήνων (εκτός των Σπαρτιατων, Θεσπιών και Θηβαίων) έδιωξε με αυτούς τον μοναχογιό του και παρέμεινε μέχρι το τέλος.

Οι Ακαρνάνες έστησαν μνημείο προς τιμήν του, επάνω στο οποίο υμνούσαν, με επίγραμμα του Σιμωνίδη, το θάρρος και την αυτοθυσία που έδειξε.

μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία, ὅν ποτε Μῆδοι

Σπερχειὸν ποταμὸν κτεῖναν ἀμειψάμενοι,

μάντιος, ὃς τότε Κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδώς

οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν.

ΠΑ 7, 677

Τούτο είναι το μνήμα του ξακουστού Μεγιστία,

που τον σκότωσαν οι Μήδοι τότε που διάβηκαν τον Σπερχειό ποταμό.

Ήτανε μάντης· ήξερε ότι έρχονταν οι Μοίρες του θανάτου,

κι όμως δεν θέλησε να εγκαταλείψει τους αρχηγούς της Σπάρτης.


 

ΤΟ «ΚΟΛΩΝΑΚΙ» ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - ΣΤ’

Το κτίριο Γεωργίου Φαντάνα όπως είναι σήμερα, στη γωνία των οδών  Π. Νιρβάνα και Λορ. Μαβίλη. Νοέμβριος 2020. Φωτογραφία Παν. Δομούζη Το κτίριο Γεωργίου Φαντάνα όπως είναι σήμερα, στη γωνία των οδών Π. Νιρβάνα και Λορ. Μαβίλη. Νοέμβριος 2020. Φωτογραφία Παν. Δομούζη

Πριν συνεχίσουμε την περιήγησή μας στο «Κολωνάκι» της Λάρισας, θα ήθελα να μου επιτρέψετε να σας θυμίσω ότι η στήλη αυτή «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα» εισέρχεται σήμερα στο όγδοο έτος. Ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου του 2014 που έτυχε να είναι

Τετάρτη και έκτοτε κάθε Τετάρτη εμφανίζεται ανελλιπώς επί επτά συνεχή έτη, χωρίς διακοπή ούτε το καλοκαίρι, εκτός πολύ εξαιρετικών περιπτώσεων (απεργία, σύμπτωση με αργία λόγω εορτής). Πάνω από τριακόσια εξήντα (360) κείμενα έκαναν συντροφιά όλα αυτά τα χρόνια τους φίλους της ιστορίας της Λάρισας. Αν αναφερθώ και στα ισάριθμα περίπου κείμενα της άλλης, Κυριακάτικης στήλης «ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα χίλιες λέξεις», φθάνουμε σχεδόν στον συνολικό αριθμό των επτακοσίων (700). Και το κυριότερο, που προσωπικά το βρίσκω και το πιο σπουδαίο, όλα αυτά τα κείμενα είναι εμπλουτισμένα με παλιές, σπάνιες, άγνωστες και πρωτοδημοσιευόμενες φωτογραφίες και χαρακτικά, τα οποία όλα μαζί συγκεντρωμένα αποτελούν ένα πολύτιμο εικαστικό και απεικονιστικό λεύκωμα της πόλης μας των τελευταίων τεσσάρων αιώνων.
Στο κείμενο της προηγούμενης Τετάρτης αναφερθήκαμε στην εγκατάσταση της οικογένειας του Κωνσταντίνου Ζορτού και της συζύγου του Αικατερίνης από τους Μολάους (1), στην πορεία του καταστήματος (ταβέρνα-εστιατόριο) και των άλλων επαγγελματικών ασχολιών και στην ιστορία της κατοικίας μέχρι τη σημερινή του μορφή.
-- Ο Κωνσταντίνος και η Αικατερίνη απέκτησαν επτά τέκνα, μία κόρη την Αφροδίτη και έξι γιους, κατά σειράν τους Σταύρο, Δημήτριο, Πιέρρο (Πέτρο), Ιωάννη, Γεώργιο και Ευάγγελο. Από τα επτά τέκνα παντρεύτηκε η κόρη τους Αφροδίτη και νυμφεύθηκαν δύο αγόρια, ο Δημήτριος και ο Γεώργιος. Πρώτη απ' όλα τα αδέλφια παντρεύτηκε η Αφροδίτη, μάλιστα σε νεαρή ηλικία. Άνδρας της ήταν ο Θεόδωρος Γκούβερης, ο οποίος ήταν μηχανουργός ειδικευμένος κυρίως στις αλωνιστικές μηχανές της εποχής (πατόζες) και διέθετε δικό του μηχανουργείο. Με την Αφροδίτη απέκτησαν τέσσερα τέκνα, δύο αγόρια (Αλέκος και Αριστοτέλης) και δύο κορίτσια (Μαρίκα και Ελένη). Κληρονομικά η Αφροδίτη απέκτησε το τμήμα της αυλής της πατρικής κατοικίας, στο οποίο σήμερα βρίσκεται διώροφο κτίριο με υπερυψωμένο υπόγειο επί της Λορέντζου Μαβίλη και συνορεύει με το γωνιακό κτίριο των απογόνων του Ιωάννη και της Ευαγγελίας Φαντάνα. Το κτίριο αυτό κτίστηκε από τον τοπογράφο Βασίλειο Χατζηλάκο και τη σύζυγό του Ελένη (Νίτσα) Γκούβερη και σήμερα διαμένουν στον πρώτο όροφο ο Χάρης και η Φωτεινή Λυτροκάπη με τις κόρες τους, απόγονοι του Θεόδωρου και της Αφροδίτης Γκόβαρη, ενώ στον δεύτερο όροφο κατοικεί ο Δημήτριος Δαμασιώτης με την κόρη του Ελένη[2].
-- Συνεχίζουμε με τη γωνιακή οικοδομή η οποία είναι περισσότερο γνωστή ως κατοικία του κτηματία Ιωάννη Φαντάνα (αρ. σχεδίου 15). Η είσοδός της είναι από την οδό Μαβίλη. Προπολεμικά στη γωνία αυτήν υπήρχε το εργοστάσιο παρασκευής αναψυκτικών (κυρίως λεμονάδες) του αρχηγού της οικογένειας Κωνσταντίνου Ζορτού. Ήταν μία από τις πολλές βιοτεχνίες παρασκευής αναψυκτικών που διέθετε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η Λάρισα. Στις 16 Ιουνίου 1923 ο εκ Μάνης Κωνσταντίνος Ζορτός έδωσε την ψιλή κυριότητα των κτισμάτων της περιοχής με τα αντίστοιχα οικόπεδα που του ανήκαν, στα νόμιμα εγγόνια του. Με ειδικό διανεμητήριο το οποίο συντάχθηκε στις 2 Απριλίου 1950 αποφασίστηκε ότι στην περιοχή της συγκεκριμένης γωνίας Νιρβάνα και Μαβίλη δικαιούχοι ήταν τα παιδιά τού γιου του Γεωργίου. Ο Γεώργιος Ζορτός νυμφεύθηκε τη Μαρία Γιαλαμά, με την οποία απέκτησαν τρία τέκνα, κατά σειράν: τον Κωνσταντίνο, την Ευαγγελία και τον Σταύρο. Κώστας και Σταύρος είδαμε ότι ήταν ιδιοκτήτες του τριώροφου (ισόγειο και δύο όροφοι), φωτογραφία του οποίου δημοσιεύθηκε στο κείμενο της προηγούμενης εβδομάδος. Στην αδελφή τους Ευαγγελία αποδόθηκε η ιδιοκτησία του γωνιακού κτίσματος όπου προπολεμικά βρισκόταν το σπίτι και το εργοστάσιο παρασκευής αναψυκτικών. Ο πατέρας τους Γεώργιος κατά τη διάρκεια του σεισμού της 1ης Μαρτίου 1941 εγκλωβίστηκε μέσα στα χαλάσματα της κατοικίας του, χωρίς όμως να υποστεί σοβαρά τραύματα. Απεβίωσε όμως μετά από σύντομο χρονικό διάστημα έπειτα από μία χειρουργική επέμβαση κήλης. Γρήγορα οι ζημιές του σπιτιού αποκαταστάθηκαν και το οίκημα συνέχισε να κατοικείται.
Η Ευαγγελία Ζορτού του Γεωργίου παντρεύτηκε τον κτηματία Ιωάννη Φαντάνα, ο οποίος το 1953 έκτισε στη γωνία αυτή μια πολύ ωραία μονοκατοικία. Το ζευγάρι αυτό απέκτησε μία κόρη τη Ζαχαρούλα (Ρούλα), η οποία παντρεύτηκε τον Βασίλειο Ζαρκινό ιατρό μικροβιολόγο. Το 1984-85 η μονοκατοικία κατεδαφίστηκε και στη θέση της οικοδομήθηκε το σημερινό τετραώροφο (ισόγειο και τρεις όροφοι), όπως διακρίνεται και από τη σύγχρονη φωτογραφία που δημοσιεύεται[3].
-- Διασχίζουμε την οδό Μαβίλη κάθετα και περνάμε στην απέναντι γωνία όπου ήταν η κατοικία του Φωτίου Σεγγούνα (αρ. σχεδίου 16). Η κυρία είσοδος είναι σήμερα επί της οδού Μαβίλη αρ. 22. Στο πεζοδρόμιο της πλευράς προς την οδό Νιρβάνα υπάρχει αναρτημένη μόνιμη κατασκευή του Δήμου Λαρισαίων, η οποία περιέχει έντυπη περιγραφή με σχέδια και φωτογραφίες αρχαιολογικών ευρημάτων στο υπέδαφος της οικοδομής, η οποία έχει συνταχθεί από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας και έχει ως εξής: «Χριστιανικό νεκροταφείο της ύστερης βυζαντινής περιόδου, όπου βρέθηκαν τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι και 58 καλυβίτες (απλοί κεραμοσκεπείς). Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν δύο ή τρεις νεκροί σε κάθε τάφο. Διαπιστώθηκαν 11 γυναικείες ταφές, σε αρκετές από τις οποίες βρέθηκαν κοσμήματα, 12 παιδικές, ενώ οι υπόλοιπες ήταν ανδρικές ή απροσδιόριστες». Το οικόπεδο στη γωνία αυτήν και μία επιπλέον έκταση συνεχόμενη προς την πλευρά της οδού Μαβίλη αρ. 20 (αρ. σχεδίου 16α) ανήκε αρχικά στον Ιωάννη Καλύβα, ο οποίος το αγόρασε στις 26 Ιουνίου του 1915 [4]. Τα δύο αυτά οικόπεδα, έκτασης 400 τ. μ. περίπου, αγοράστηκαν στις 15 Ιανουαρίου του 1957 από τον Φώτιο Φιλ. Σεγγούνα, στρατιωτικό εν αποστρατεία [5]. Τον Απρίλιο του 1958 ο τελευταίος απεβίωσε και στην ιδιόχειρη διαθήκη που άφησε [6] όριζε κληρονόμο τη σύζυγό του Όλγα Σεγγούνα, το γένος Γαζέτα, ολόκληρης της περιουσίας του κινητής και ακίνητης «...πλην του μικρού σπιτιού του κειμένου εν Λαρίση επί της οδού Λορέντζου Μαβίλη αρ. 16 (σήμερα αρ. 20) συγκειμένου εκ τριών δωματίων, χωλ, κουζίνας, πλυντηρίου, αποχωρητηρίου...», του οποίου την ψιλή κυριότητα άφηνε στην Ελένη Ευθυμίου Δημοβέλη, με τον όρο ότι μετά και τον θάνατο της συζύγου του Όλγας η επικαρπία θα περιερχόταν στην κάτοχο της ψιλής κυριότητας Ελένη Δημοβέλη.
Το 1965 η Όλγα χήρα πλέον του Φωτίου Σεγγούνα παραιτείται της ψιλής κυριότητας του εν λόγω κτιρίου, το οποίο τελικά ανήκε κατά πλήρη κυριότητα στην Ελένη Δημοβέλη, η οποία εν τω μεταξύ το 1960 είχε παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Αριστ. Κουκουβέλα [7].
Στη βάση του Ηρώου της πόλεως πάνω στον Λόφο της Ακροπόλεως, ο γλύπτης σκάλισε με μεγαλογράμματη γραφή τα εξής στοιχεία για την κατασκευή του «Β΄ Δημοτική περίοδος Δ. Χατζηγιάννη (1959-1965). Δαπάνη Δήμου Λαρίσης. Συμμετοχή Όλγας Φ. Σεγκούνα εις μνήμην του συζύγου της». Μια άλλη ευαίσθητη πτυχή της προσωπικότητας της χήρας Σεγγούνα.
(Συνεχίζεται)
------------------------
[1]. Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε μια διόρθωση. Αναφέραμε ότι το 1936 απεβίωσε ο Κων. Ζορτός, ενώ το σωστό είναι ότι απεβίωσε ο γιος του Γεώργιος. Ο Κωνσταντίνος πέθανε λίγα χρόνια πριν το 1936. Πάντως ο γυμνασιάρχης Ιω. Παπαγιαννόπουλος κατά την περιγραφή της Επαρχίας Λαρίσης στην έκτακτη έκδοση του περιοδικού «Θεσσαλικά Χρονικά» της Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών, η οποία εκδόθηκε το 1935, περιγράφοντας τα οθωμανικά κτίσματα της Λάρισας αναφέρει χαρακτηριστικά: «...έχουμε ένα λουτρό όπου η ταβέρνα Ζουρντού».
[2]. Οι πληροφορίες προέρχονται από το γενεαλογικό δένδρο του γενάρχη της οικογένειας Κων. Ζορτού, το οποίο συνέταξε με ιδιαίτερη επιμέλεια η κ. Αντωνία (Νινέτα) Αργυριάδου-Ζουριδάκη, καθηγήτρια Φυσικής στη Μέση Εκπαίδευση, την οποία και ευχαριστώ.
[3]. Ευχαριστώ την κ. Ζαχαρούλα (Ρούλα) Φαντάνα-Ζαρκινού για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου προσκόμισε.
[4]. Πωλητήριο συμβόλαιο αρ. 53486 του συμβολαιογράφου Επαμεινώνδα Φαρμακίδου, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας της ιστορίας της Λάρισας, βιβλίο το οποίο εκδόθηκε το 1926 στον Βόλο.
[5]. Πωλητήριο συμβόλαιο αρ. 60635 του παλιού συμβολαιογράφου Χρήστου Ιω. Μαλάκη.
[6]. Ιδιόχειρη διαθήκη νομίμως δημοσιευθείσα και κηρυχθείσα κύρια διά της υπ' αριθμ. 511 της 22ας Απριλίου 1958 αποφάσεως του Πρωτοδικείου Λαρίσης.
[7]. Ευχαριστώ τον κ. Δημ. Κουκουβέλα για το αναλυτικό σημείωμα με το αντίστοιχο σχεδιάγραμμα.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)