Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Βιβλιοτυπογραφείο Γεωργίου Βελώνη


Τέμενος παρά τον Πηνειόν. Επιστολικό δελτάριο αριθ. 22  του Λαρισαίου βιβλιοχαρτοπώλη Γεωργίου Βελώνη. 1897.Τέμενος παρά τον Πηνειόν. Επιστολικό δελτάριο αριθ. 22 του Λαρισαίου βιβλιοχαρτοπώλη Γεωργίου Βελώνη. 1897.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου και Ασκληπιού, απέναντι από το Φαρμακείο του Δημ. Κυλικά υπήρχε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου το βιβλιοχαρτοπωλείο και τυπογραφείο του Γεωργίου Βελώνη. Τη δεκαετία του 1920, ο Βελώνης κυκλοφόρησε χρωμολιθόγραφα επιστολικά δελτάρια, αριθμημένα από το 1 ως το 25. Οι κάρτες αυτές έχουν μια ιδιομορφία. Ενώ όλες κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του 1920, η λήψη των φωτογραφιών δεν είναι σύγχρονη με την κυκλοφορία τους και κυμαίνεται χρονολογικά σε ευρέα όρια.


Επειδή ο ίδιος δεν ήταν φωτογράφος, φαίνεται ότι χρησιμοποίησε σε μερικές απ’ αυτές τις γυάλινες πλάκες άλλων από παλαιότερα χρόνια, αλλά δεν τις εκτύπωσε ο ίδιος ασπρόμαυρες, αν και το τυπογραφείο του είχε αυτήν τη δυνατότητα. Θέλησε να τις δώσει φως και χρώμα, δηλαδή να τις κάνει χρωμολιθόγραφες, όπως είχε κάνει λίγα χρόνια πριν απ’ αυτόν ο Βολιώτης φωτογράφος Στέφανος Στουρνάρας. Τις έστειλε για να εκτυπωθούν στο εξωτερικό, πιθανόν στην Ιταλία. Είναι τόσο όμορφες ώστε θαυμάζονται ακόμα και σήμερα. Η διαφορετική χρονολογία λήψεως των φωτογραφιών εκ πρώτης όψεως φαίνεται να παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες. Πρώτα-πρώτα δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί ο εκάστοτε φωτογράφος και έπειτα η ακριβής χρονολόγησή τους.
Η ομάδα της Φωτοθήκης Λάρισας με την εμπειρία που έχει αποκτήσει, το έλυσε το πρόβλημα αυτό. Αναλύοντας με λεπτομέρεια το εικονιζόμενο τοπίο μπορεί να καταλήξει στη χρονολογία με πολύ μικρές αποκλίσεις.
Σαν παράδειγμα θα αναφέρουμε σήμερα τη φωτογραφία που υπάρχει στο επιστολικό δελτάριο αρ. 22 του Βελώνη, με την ένδειξη «Τέμενος παρά τον Πηνειόν» που συνοδεύει το σημερινό κείμενο. Από πολλές απόψεις η εικόνα αυτή είναι ιστορική. Αρχικά είναι πολύ παλαιά, γιατί αποτελεί μία από τις λίγες φωτογραφίες της Λάρισας του 19ου αιώνα που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Επιπλέον επειδή απεικονίζει στιγμές από την προσωρινή παρουσία των Τούρκων στην πόλη, μετά τον «ατυχή» πόλεμο του 1897. Τον ονόμασαν έτσι εκείνοι οι οποίοι ήθελαν να μετριάσουν την ντροπή που είχε υποστεί η εθνική υπερηφάνεια από την προσβλητική ήττα του στρατού μας.
Η δημοσιευόμενη κάρτα είναι ευχετήρια και έχει ταχυδρομηθεί τον Δεκέμβριο του 1930 από τη Λάρισα με προορισμό την Αθήνα.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία δεν είναι δύσκολο να χρονολογηθεί. Ο άγνωστός μας φωτογράφος θέλει να εστιάσει την προσοχή σε μια έφιππη ομάδα ίλης ιππικού του τουρκικού στρατού, η οποία έχει κατεβεί από τη δεξιά όχθη του Πηνειού, στο ύψος του τεμένους (τζαμί) Χασάν μπέη και «βολτάρουν» θα έλεγε κανείς στην κοίτη του Πηνειού, στο σημείο όπου το ύψος της στάθμης του ποταμού είναι βατό. Όπως συμπεραίνεται από τις σκιάσεις των δένδρων, η λήψη έγινε μεταμεσημβρινές ώρες μιας ηλιόλουστης ημέρας και ο περίπατος αυτός ήταν μια δροσιστική απόλαυση για ίππους και αναβάτες. Ως γνωστόν οι Τούρκοι κατέλαβαν αμαχητί τη Λάρισα και τα στρατεύματά τους πέρασαν την γέφυρα την ημέρα του Πάσχα του 1897.
Βρήκαν την πόλη σχεδόν έρημη από τον ελληνικό πληθυσμό και είχαν μείνει μόνον οι ανήμποροι, όσοι δεν βρήκαν μέσο για να ακολουθήσουν την εσπευσμένη υποχώρηση του στρατού και οι κατάδικοι των φυλακών, μια που οι δεσμώτες τους είχαν και αυτοί λιποτακτήσει. Οι Τούρκοι έμειναν στη Θεσσαλία 14-15 μήνες και τον Μάιο του 1898 αποχώρησαν.
Ανάμεσα στα δένδρα και στο πράσινο της όχθης μπορούμε να διακρίνουμε περπατημένα μονοπάτια τα οποία οδηγούσαν από τον παραποτάμιο δρόμο [1] στην κοίτη.
Τα μονοπάτια αυτά χρησιμοποιούσαν κυρίως οι σακατζήδες και οι βαρελάδες για να κατεβούν στο ποτάμι, να συγκεντρώσουν νερό σε δερμάτινους ασκούς ή βαρέλια και να το πουλήσουν σε καταστήματα και κατοικίες ως πόσιμο. Μπορεί τότε να υπήρχαν άφθονα πηγάδια στις αυλές των σπιτιών, αλλά το νερό τους δεν ήταν πόσιμο γιατί γειτνίαζε με βόθρους.
Τα ίδια μονοπάτια ακολουθούσαν και πολλές γυναίκες της Λάρισας, φορτωμένες με ρούχα, κουβέρτες, κουρελούδες και άλλα οικιακά αντικείμενα για να πλυθούν.
Στο επάνω αριστερά μέρος της φωτογραφίας προβάλλει μεγαλοπρεπές το τζαμί του Χασάν μπέη, με τον επιβλητικό μιναρέ του. Ήταν το επισημότερο της Λάρισας. Κτίσθηκε λίγα χρόνια μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς πάνω σε χώρο βυζαντινής εκκλησίας αφιερωμένης στη Σοφία του Θεού, η οποία με τη σειρά της είχε κτισθεί κατά την περίοδο των βυζαντινών χρόνων στη θέση αρχαίου ιερού προς τιμήν της θεάς Δήμητρας που υπήρχε εκεί από τους κλασικούς χρόνους. Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο, η μουσουλμανική κοινότητα σταμάτησε να το χρησιμοποιεί, γιατί την εξυπηρετούσε καλύτερα το νεότευκτο Γενί τζαμί που είχε κτισθεί απέναντι από την Πλατεία Ανακτόρων, εκεί που υπάρχει μέχρι σήμερα. Από την εγκατάλειψη, το παραπήνειο αυτό τζαμί υπέστη σοβαρές φθορές και το 1908 κατεδαφίσθηκε από τη μουσουλμανική κοινότητα [2].
Δεξιότερα διακρίνεται ένας ευρύτατος χώρος με ψηλό περιτοίχισμα. Προβάλλουν τα κεραμίδια από σκεπές κτιρίων και στο κέντρο ψηλόλιγνος πύργος, κρυμμένος από τις φυλλωσιές ενός δένδρου. Αυτός ο τόσο καλά φυλασσόμενος χώρος περιέκλειε τις αποθήκες πολέμου μέχρι και τον πόλεμο του 1940. Σήμερα και οι δύο αυτοί χώροι (τζαμί και αποθήκες) έχουν κατεδαφισθεί και αποκαλύφθηκε αυτό που ονομάζουμε σήμερα Β’ Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας.
Σε προσεχή σημειώματα θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε και άλλες φωτογραφίες από τα όμορφα αυτά επιστολικά δελτάρια του Γεωργίου Βελώνη.
———————————————
[1]. Ο παράλληλος με τη δεξιά όχθη του Πηνειού δρόμος είναι η οδός Καλλιθέας, σήμερα Τσόγκα.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το τζαμί του Χασάν μπέη, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 13ης Αυγούστου 2014.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Η αγορά της Λάρισας σε χαρακτικό του 1803


Bazar de Larisse. (Η αγορά της Λάρισας). Χαρακτικό του Gropius από το περιηγητικό  βιβλίο του Jacob Bartholdy «Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804».Bazar de Larisse. (Η αγορά της Λάρισας). Χαρακτικό του Gropius από το περιηγητικό βιβλίο του Jacob Bartholdy «Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804».

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου nikapap@hotmail.com

Στην έκθεση “Larissa mea dulcissima” (Γλυκυτάτη μου Λάρισα) η οποία «τρέχει» αυτό το διάστημα στη Δημοτική Πινακοθήκη Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα, στην ενότητα «Θεσσαλία», βρίσκεται σε μια προθήκη το βιβλίο του Jacob Bartholdy “Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804” (Ταξίδι στην Ελλάδα κατά τα έτη 1803-1804), ένα οδοιπορικό στον ελληνικό χώρο.

Μεταξύ των χαρακτικών που δημοσιεύει υπάρχει και το εικονιζόμενο που συνοδεύει το σημερινό μας κείμενο, σε έγχρωμη απόδοση. Έχει τον τίτλο “Bazar de Larisse” δηλαδή η αγορά της Λάρισας και έχει δημοσιευθεί στη γαλλική έκδοση του οδοιπορικού[1].
Ο Bartholdy ήταν Πρώσος με εβραϊκές καταβολές. Γεννήθηκε στο Βερολίνο και υπήρξε ελληνομαθής και φανατικός αρχαιολάτρης. Κατά το ταξίδι του στην Ελλάδα το 1803-1804 συνοδευόταν από τον Αυστριακό ζωγράφο και χαράκτη Gropius, ο οποίος και φιλοτέχνησε το χαρακτικό που βλέπουμε.
Στη Λάρισα οι δύο περιηγητές έφθασαν στις 29 Αυγούστου του 1803. Αρχικά ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος ο Bartholdy στο βιβλίο του την εικόνα. «Τα μαγαζιά στη σειρά που συγκροτούν την αγορά στις τουρκικές πόλεις, μοιάζουν σχεδόν με το μαγαζί των δύο ραφτάδων, που τους βλέπουμε να επιδιορθώνουν τη φορεσιά ενός νέγρου, ενώ αυτός τους παρατηρεί με την πίπα στο στόμα. Είναι καθισμένοι πάνω σε κάτι σαν ντιβάνι, όμοιο με αυτό των καφενέδων που βρίσκεις συχνά σε όλες τις περιοχές της Ανατολής. Μερικές φορές φυτεύουν κλήματα, τα οποία τους χρησιμεύουν για σκιά... Ο σκύλος που βλέπουμε στην ίδια εικόνα είναι πιστό αντίγραφο των σκυλιών που συναντά κανείς, κοπάδια ολόκληρα, στις πόλεις των Οσμανλήδων και που η αναίδειά τους προκαλεί τα παράπονα όλων των ταξιδιωτών. Είναι κάτι σαν τσομπανόσκυλα μεσαίου αναστήματος, με άσπρο συνήθως τρίχωμα, βρώμικα κατά τα άλλα, ισχνά και σχεδόν όλα προσβεβλημένα από ψώρα. Περιφέρονται παντού με σκυφτό το κεφάλι και με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Ωστόσο η ράτσα τους δεν είναι κακή.
Βλέπουμε ακόμα δύο φιγούρες στο κάτω μέρος της ίδιας στάμπας. Η φορεσιά, το πρόσωπο, καθώς και η στάση είναι χαρακτηριστικά. Ο γενίτσαρος που τον βλέπουμε καθιστό, δεν φοράει το σαρίκι της στολής του, που είναι και αυτό χαρακτηριστικό και καθορισμένο για τους γενίτσαρους της εθνοφρουράς. Ο Τούρκος αντικριστά είναι ένας πολυβολητής ή τοπτσής του τακτικού στρατού, με το σαρίκι της στολής του»[2].
Ας έλθουμε τώρα στην ανάλυση του χαρακτικού. Η σκηνή την οποία περιγράφει ο συγγραφέας πρέπει να διαδραματίζεται στην αγορά της Λάρισας, σύμφωνα και με όσα αναφέρει στο υπόλοιπο κείμενό του. Σαν αγορά εννοεί την ευρύτερη περιοχή του Λόφου της Ακρόπολης, με επέκταση προς τη νότια πλευρά του. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και όσα εικονογραφούνται στο δεύτερο επίπεδο της εικόνας, πίσω από το παζάρι. Αριστερά διακρίνεται ο τρούλος ενός μουσουλμανικού τεμένους. Συνοδεύεται από τον μιναρέ του, ο οποίος όμως λόγω του ύψους του δεν έχει απεικονισθεί ολόκληρος. Στις αρχές του 19ου αιώνα η Λάρισα είχε εν λειτουργία πολλά τζαμιά. Ο αριθμός τους κυμαίνονταν από 22 έως 27, ανάλογα με τον περιηγητή. Τα σπουδαιότερα, τα μεγαλύτερα και τα πιο επίσημα διέθεταν τρούλο, ο οποίος ήταν συνήθως τυφλός, δηλ. χωρίς ανοίγματα, ενώ τα υπόλοιπα ήταν τετράγωνα κτίσματα με στέγη. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, τα τζαμιά που είχαν τρούλο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στη Λάρισα ήταν τρία, του Χασάν μπέη, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο και το επισημότερο της πόλης και βρισκόταν κοντά στη μεγάλη πέτρινη γέφυρα του Πηνειού, του Ομέρ μπέη, το οποίο ήταν πίσω από την περιοχή που είναι σήμερα το Δημοτικό Ωδείο, στο ύψος της οδού Γαριβάλδη και το τρίτο ήταν το Μπαϊρακλί τζαμί (το τζαμί της σημαίας), που βρισκόταν στον Λόφο και ίχνη του έχουν αποκαλυφθεί πριν από μερικά χρόνια επί της σημερινής οδού Παπαφλέσσα. Πιθανολογείται ότι στο χαρακτικό του Gropius πρέπει να απεικονίζεται το τρίτο μουσουλμανικό τέμενος, το Μπαϊρακλί, γιατί εκεί κοντά βρισκόταν και τότε η αγορά της Λάρισας. Δεξιά και σε μικρή απόσταση κάποιο τοπίο με βλάστηση συμπληρώνει την εικόνα, ενώ στο βάθος προβάλλει χαμηλή κωνική οροσειρά.
Συμπερασματικά για το χαρακτικό αυτό της Λάρισας μπορούμε να πούμε ότι παρ’ όλο που ο Gropius επισκέφθηκε τη Λάρισα, εν τούτοις τα απεικονιζόμενα οικήματα της εικόνας δεν προσφέρουν δυνατότητες για την ακριβή ταυτοποίηση της περιοχής, εν αντιθέσει με τα άτομα τα οποία τα καταγράφει σύμφωνα με τις επικρατούσες την περίοδο εκείνη ενδυματολογικές συνήθειες κάθε φυλής. Η τελική πεποίθηση είναι ότι η καταγραφή από τον ζωγράφο δεν ήταν επιτόπια, αλλά μεταγενέστερη. Παρ’ όλα αυτά όμως, πρόκειται για μια αρκετά χαριτωμένη σκηνή, η οποία εκτός των άλλων αποτυπώνει και την ποικιλία φυλών και εθνοτήτων που συμμετείχαν στη ζωή της πόλης. Τούρκοι, Έλληνες, Εβραίοι και Νέγροι συγχρωτίζονταν στην αγορά μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις του ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.


[1]. Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804 par J. L. Bartholdy. Α΄+ Β΄ τόμος. Μετάφραση από τα Γερμανικά από τον A. du C., Μπάρτχολντι Paris (1807).
[2]. J. Bartholdy. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα (1803-1804). μετ. Φώντας Κονδύλης, εκδ. Εκάτη, Αθήνα (1993), σ. 246-256.

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

 ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Η «Πηνειούπολις»


Τμήμα της Λάρισας δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση.  Εμφανή στοιχεία τουρκόπολης. Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη  μετά την πλημμύρα της 15ης Οκτωβρίου 1883. Συλλογή ΔΕΥΑΛ.Τμήμα της Λάρισας δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση. Εμφανή στοιχεία τουρκόπολης. Φωτογραφία του Ιω. Λεονταρίδη μετά την πλημμύρα της 15ης Οκτωβρίου 1883. Συλλογή ΔΕΥΑΛ.

Η Λάρισα λόγω θέσεως ήταν ανέκαθεν πέρασμα περιηγητών. Ήδη έχουμε παρουσιάσει πολλές φορές από τη στήλη αυτή εντυπώσεις ξένων συνήθως περιηγητών, οι οποίοι περιέγραψαν την πόλη, αναζήτησαν αρχαιότητες, εντυπωσιάσθηκαν από τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της και τους φάνηκε παράξενη η φυλετική δομή του πληθυσμού της (μουσουλμάνοι, χριστιανοί, εβραίοι, αθίγγανοι, μαύροι, κλπ).

Σήμερα θα παρουσιάσουμε τις εντυπώσεις από τη Λάρισα ενός Έλληνα δημοσιογράφου, που την επισκέφθηκε λίγα χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο Ελληνικό Βασίλειο.
Το 1890 ο Αθηναίος δημοσιογράφος Βλάσης Γαβριηλίδης[1] επισκέφθηκε τη Θεσσαλία και τον Μάρτιο του 1891 άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» τις εντυπώσεις του από τη νέα επαρχία της χώρας. Τα κείμενά του επιγράφονταν «Ανά την Θεσσαλίαν», έφεραν τον υπότιτλο «Εντυπώσεις - Κρίσεις - Πληροφορίαι - Αντιλήψεις - Πρόσωπα - Πράγματα - Τόποι - Αρχαί», και τα υπέγραφε ως «Έλλην».
Το οδοιπορικό του στη Θεσσαλία είναι ένα μίγμα πολύτιμων περιγραφών, με ενσυνείδητες πολλές φορές υπερβολές. Προσπαθεί να καταγράψει όλα τα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης θεσσαλικής κοινωνίας μετά την απελευθέρωση από τον μακραίωνο τουρκικό ζυγό. Θέλει να προβάλλει την προσπάθεια που καταβάλλεται για την οικονομική ανάπτυξή της και μερικές φορές αναφέρει ασήμαντες πληροφορίες, οι οποίες όμως για τον ίδιο ήταν περίεργες και ενδιαφέρουσες. Χαίρεται γιατί βλέπει τη Λάρισα να αναγεννιέται και να εξελίσσεται σε μια σύγχρονη πολιτεία, χωρίς όμως να παραλείπει να καυτηριάζει και να ειρωνεύεται τα κακώς κείμενα. Τον εντυπωσιάζει «ο ανακαινιστικός άνεμος που φυσούσε στην πολυάνθρωπη επαρχιώτικη, αλλά και κοσμοπολίτικη Λάρισα». Δεν υστερεί επίσης να αναφέρει και τους τρόπους αναδιοργάνωσης της νέας Λάρισας, η οποία αναζητά να απαλλαγεί όσο το δυνατόν συντομότερα από την τουρκογενή κληρονομιά της.
Ο Γαβριηλίδης παρουσιάζεται εδώ σαν ένας κοσμοπολίτης περιηγητής, ο οποίος έχει ως κίνητρο να αποκαλύψει τη μυστική ομορφιά του ανεξερεύνητου. Νομίζω ότι είναι ένα κείμενο το οποίο πρέπει να διαβαστεί από τους σύγχρονους Λαρισαίους, γιατί βλέπει την πόλη από άλλη οπτική γωνία, όπως ένας καθημερινός επισκέπτης, και όσα αναφέρει αποστασιοποιούνται από την αυστηρή ματιά ενός ιστορικού ερευνητή.
Τα αποσπάσματα των εντυπώσεων του Βλάση Γαβριηλίδη που θα ακολουθήσουν, εστιάζονται αποκλειστικά στη Λάρισα. Διατηρείται η γλώσσα του κειμένου του. Είναι η καθαρεύουσα της εποχής εκείνης, την οποία μόνον ο ίδιος μπορεί να χειρισθεί με τόσο κατανοητό τρόπο χωρίς να δυσκολεύει τον αναγνώστη. Και να φαντασθεί κανείς ότι είναι ο ίδιος που δέκα χρόνια αργότερα, το 1901, πρωτοστάτησε στη μετάφραση του κειμένου των Ευαγγελίων στη δημοτική γλώσσα κατά τα αιματηρά επεισόδια των «Ευαγγελικών». Ας δούμε όμως τι γράφει για την πόλη μας ο Βλάσης Γαβριηλίδης:
«Εφθάσαμεν εις Λάρισσαν! Αληθής από του σταθμού φαντασμαγορία. Πεδιάς, σπήτια, ποταμός, δένδρα, μιναρέδες και εις το βάθος ο Όλυμπος! Το σύνολον της εικόνος απαράμιλλον … Δύο χιλιάδες οικοδομαί και είκοσι ή εικοσιπέντε μιναρέδες παρέχουσιν εις την Λάρισσαν ποίησιν και πανηγυρικότητα και γραφικότητα όσον ολίγαι κέκτηνται πόλεις. Αφαιρέσατε τους μιναρέδες, και έχετε πόρρωθεν πολυπληθές χωρίον. Προσθέσατέ τους και έχετε την Λάρισσαν. Την Λάρισσαν την νέαν, την ανοιχτόδρομον, την ρυμοτομηθείσαν, την με γραμμάς ευρείας, την υποστάσαν αληθές ξεκοίλιασμα[2], την ξετουρκωθείσαν, την εξελληνισθείσαν, την Λάρισσαν με το ευρύ της μέλλον…
Η Λάρισσα υπέστη το φοβερόν της ξεκοίλιασμα και ήνοιξεν, ηύρυνε δρόμους εις παρισινά μπουλεβάρ, εκανόνισεν ευθείας, διεμόρφωσε πλατείας, έκοψεν, έκαψεν, εκρήμνισεν, ηύθυνεν, όλα αυτά με έν δάνειον δημοτικόν 500.000 δραχμών, του οποίου αι 250.000 δεν εδαπανήθησσν, εκ δε των δαπανηθεισών, αντικρύσθησαν μεν αι δαπάναι της ρυμοτομίας, επληρώθησαν δέ αι αποζημιώσεις και εξεφύτρωσαν συνοικίαι ολόκληροι μαγαζειών δημοτικών, προς δε και Ξενοδοχείον του δήμου[3], διότι στερείται τοιούτων ευπρεπών η Πηνειούπολις …
Ενδιαφέρουσα δια την ποικιλίαν των φυλών της, την ζωήν της την πολλήν, δια την δημιουργικήν της κίνησιν, δια το παράδοξον της εικόνος της, δια την γοργότητα της αναπτύξεώς της, δια το μέλλον της το εύελπι. Είναι πόλις εν ζυμώσει. Όστις θέλει να ιδή κυοφορουμένας πόλεις, ας την επισκεφθή. Παρουσιάζει το θέαμα οικίας κτιζόμενης. Η Λάρισσα κτίζεται. Όλα γίνονται τώρα. Δρόμοι, πλατείαι, καταστήματα, οικοδομαί, ξενοδοχεία, εμπορικά, αγοραί. Σχεδόν και άνθρωποι. Διότι η Λάρισσα είναι χωρίς Λαρισσινούς. Βλέπεις Αθηναίους, Πελοποννησίους, Στερεοελλαδίτας, Οθωμανούς, Εβραίους, Βλάχους, Γκέγκηδες, Ιταλούς, Φράγκους, Κωνσταντινουπολίτας, μόνον Λαρισσινούς δεν βλέπεις. Πού είναι; Γίνονται. Βράζουν…
Είναι κάτι μεταξύ Τουρκοπόλεως, Χριστιανουπόλεως, Εβραιοπόλεως, Ευρωποπόλεως. Δικασταί ανακατωμένοι με στρατιωτικούς, στρατιωτικοί με πολίτας, χανούμισσαι με Εβραίας. Διερμηνείς του Κορανίου με δεσποτάδες, χαμάμηδες με ελληνοδιδασκάλους, Ταλμούδ[4] και Ροβινσών, Εσθήρ και φουστανέλα, μελωδία εβραϊκή και απαγγελία ελληνική, αμανές και Τροβατόρε, γιαούρτι και κρέμα, αρνί αλά παλληκάρ και σαπουνοχαλβάς, Τσάμης ξενοδόχος πρώην αρματωλός και Κωτσάκης εφέτης με όλον τον «μη μου άπτου» νεοπολιτισμόν του, λησταί εις τας φυλακάς και λησταί έξω των φυλακών, Όλυμπος δεξιά και αριστερά μουσική στρατιωτική με καδρίλιες του Όφενμπαχ, βλαχόκαλτσα και πτερνιστήρες, οικοδέσποιναι γαλλίδες ψωνίζουσαι εις την αγοράν και σαρακοντούτιδες χαλβαδόπλασται Λαρισσηναί ερωμέναι ληστών, έν μέγα καφενείον … χρυσοχοεία εγχώρια και χρυσοχοεία Ευρώπης, Δημαρχείον το οποίον καταρρέει και ξενοδοχείον του δημαρχείου το οποίον κτίζεται, δήμαρχος όστις είνε Ιθακήσιος και πολιτευταί Λαρίσσης φαινόμενοι ως Ανατολίται, δικηγόροι από κάθε καρυδιάς καρύδι και ιατροί των οποίων ουδείς είνε εκ Λαρίσσης[5], μία Γέφυρα ήτις αριθμεί αιώνας και εφ’ ής βλέπω χαραγμένον το σύγχρονον όνομα του στρατηγού Σαπουντζάκη, ποταμός όστις είνε πλωτός αλλ’ άνευ ουδενός πλοιαρίου, σακκάδες οίτινες πωλούν νερό εφ’ ίππων εντός δερματίνων σάκκων, στρατώνες πολυάριθμοι προσδίδοντες εις την πόλιν όψιν στρατοπέδου άνευ στρατού και ιππικόν άνευ ίππων. Ιδού η Λάρισα au vol d’ oiseau (όπως βλέπουν τα πουλιά και μεταφορικά, με μια ματιά).
Το μεγαλύτερόν της θέλγητρον ο Πηνειός! Ο φίλος μεθ’ ού περιδιάβαζον, εκ της από της γεφύρας θέας προς την δενδρόφυτον παρά τον Πηνειόν πλατείαν…όπου μουσική, καφενείον εν κομψώ περιπτέρω, δένδρα πυκνά, ενόμισεν ότι ευρίσκεται εις τον Δούναβιν, παρά γερμανικήν κωμόπολιν … νεαροί βέηδες με τα πυργωτά φέσια των επί θυμοειδών ευμόρφων ίππων, διεσταύρουν και εκύκλουν τον κάμπον, ενώ Λαρισσόπουλα άρρενα και θήλεα εξώρμουν από του σχολείου ως ατίθασοι πώλοι εις το λιβάδι, μετά φωνών, γελώτων, κυνηγητού, πόρρωθεν δε ανεμίγνυεν αρκετά αηδείς και ασυναρτήτους μελωδίας η ανακρουομένη μουσική του Συντάγματος. Εξ όλων αυτών, ο παρά τον Πηνειόν περίπατος μοί εφάνη ως το αναψυκτικώτερον των ατμοφαιρικών λουτρών».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης (1848 Κωνσταντινούπολη-1920 Αθήνα) μαθήτευσε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και συνέχισε τις σπουδές του στη φιλολογία και τις πολιτικές επιστήμες στη Λειψία. Από το 1868 βρέθηκε στην Πόλη όπου δημοσιογραφούσε σε περιοδικά και εφημερίδες, αλλά το 1877 αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Αθήνα ώστε να αποφύγει τη σύλληψή του από τους Οθωμανούς για την επαναστατική του αρθρογραφία. Στην Ελλάδα εξελίχθηκε σε διακεκριμένο δημοσιογράφο και τον Οκτώβριο του 1883 κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Ακρόπολις», στην οποία μεταξύ των άλλων δημοσίευε σε συνέχειες πολλά κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
[2]. Ξεκοίλιασμα: όρος ο οποίος καθιερώθηκε για τις πόλεις εκείνες που εξυγιαίνονται ριζικώς οικοδομικά και ρυμοτομικά.
[3]. Ο Γαβριηλίδης αναφέρεται στο ξενοδοχείο «Το Στέμμα», το οποίο βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της κεντρικής πλατείας. Άρχισε να κτίζεται το 1887, επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη.  
[4]. Το Ταλμούδ είναι το δεύτερο σε σπουδαιότητα ιερό κείμενο των Εβραίων και αποτελεί τη συνέχεια της Ιουδαϊκής Βίβλου.
[5]. Εδώ ο Γαβριηλίδης δεν είναι καλά ενημερωμένος. Τα 1890 η πλειονότητα των ιατρών στην πόλη ήταν Λαρισαίοι (Αναστάσιος Ζαρμάνης, Αχιλλεύς Λογιωτάτου, Αχιλλεύς Αστεριάδης, Γεώργιος Σακελλαρίδης και άλλοι).

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

 

Ο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΗΛΕΗΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΑΠΌ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ

Λάρισα μαρτυρική πόλη: 16 Ιανουαρίου 1942

Του ΘΩΜΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ   

Το τρένο με αποβίβασε το βράδυ στο σταθμό. Βγαίνοντας από εκεί έψαξα διστακτικά στο σκοτάδι να βρω ένα «αμάξι» ή μια άμαξα. «Ελεύθερος;» ρώτησα τον αμαξά. «Μάλιστα κύριε!», είπε με ανυπομονησία και κατευθυνθήκαμε προς τους θαλάμους του νοσοκομείου μας. Προς τόνωση του σκελετωμένου ζώου, όπως εκείνου του «Δον Κιχώτη», φώναξε: «Σταχτή, Εμπρός! Λοιπόν, πάμε!». Το υποσιτισμένο ζώο της άμαξας πήγαινε με ένα αργό τρέξιμο, έχανε την ανάσα του, δεν ήταν ένα «Ippogrifo»[1], ούτε από απόσταση έμοιαζε με ένα “Baio” ή ένα “Liardo”[2] ή άλλα καλοαναθρεμμένα άλογα όπως εκείνα του ιππικού του Αχιλλέα.

Όλοι ξέρουν ότι ο ομηρικός ήρωας (Αχιλλέας) είναι από την περιοχή της Λάρισας, αλλά εκείνο το βράδυ που έφτασα από το Βόλο μέσα στο σκοτάδι δεν την αναγνώρισα. Στην εποχή του, αν δεν υπήρχαν κατεστραμμένοι δρόμοι, τουλάχιστον δεν υπήρχαν κρατήρες βομβών όπως τώρα, με τον κίνδυνο να σου φύγουν τα πλευρά, αλλά στην κλινική μας θα έβρισκα τα πάντα για να τα βάλω στη θέση τους. Ρώτησα τον αμαξά, που ήταν η κλινική, το νοσοκομείο. Μου είπε να παρατηρήσω τα μακρινά φώτα: “Που είναι τα φώτα;” ρώτησα. Στην πραγματικότητα το φωτισμένο κτίριο βρισκόταν στη μέση μιας μεγάλης σκοτεινής περιοχής.


Η Λάρισα άλλες φορές μου άφηνε μια εντύπωση ενοχής εκ μέρους μας. Είχε γίνει η νεκρόπολη της Θεσσαλίας, μια πόλη σχεδόν Coventrizzata[3]. Φαινόταν απίστευτο ότι τα Ιταλικά αεροσκάφη έκαναν τέτοιον όλεθρο, ενώ η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος και ο Βόλος, για να μην αναφέρουμε την ανοιχτή πόλη της Αθήνας, είχαν ήσσονος σημασίας ζημιές. Αντ’ αυτού εδώ στη Λάρισα ακόμη και η Ορθόδοξη Μητρόπολη (ναός Αγίου Αχιλλίου) δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, με τοίχους κατεστραμμένους, ένα μικρό κομμάτι του τρούλου και της αψίδας, όπως επίσης και ένα τμήμα της πρόσοψης πεσμένα, μιας εκκλησίας η οποία βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τη γέφυρα του Πηνειού.

Αυτό είναι το μυστικό. Οι καλοί Παπάδες δεν ξεκίνησαν κανένα “ιερό πόλεμο”. Όταν τα βομβαρδιστικά μας χτύπησαν το σιδηροδρομικό σταθμό, τα καταστήματα και τη γέφυρα του Πηνειού, η διασπορά των βομβών χτύπησε τον Μητροπολιτικό Ναό. Για το περιστατικό οι εφημερίδες μας (στην Ιταλία) έκαναν αναφορά στα “Επίκαιρα” χωρίς άλλα στοιχεία για την επιδρομή.

Υπήρχε η εξής κατάσταση στην πόλη. Πριν λίγο καιρό έγινε σεισμός, τα σπίτια κουνιόντουσαν και τα ένιωθες όπως τα κλαδιά μπροστά στον τυφώνα, αναπηδούσαν και σχεδόν κάθονταν πάνω στα θεμέλια, είχαν πλέον κουραστεί να στέκονται όρθια λόγω αδύνατης κατασκευής. Παρατήρησα τις ρωγμές των διασωθέντων τοίχων, την ευθραυστότητα των υλικών, τους ψεύτικους τοίχους, τις ετοιμόρροπες παράγκες σαν ξεριζωμένες βιαστικά.

Εκείνη την άσχημη ανοιξιάτικη μέρα του 1941 τα αεροπλάνα μας επικεντρώθηκαν στους στόχους τους χωρίς καμία προειδοποίηση. Ο βομβαρδισμός συνέπεσε με τον σεισμό[4] και όλα αυτά έκαναν το υπέδαφος να εκπέμπει ήχους σαν φοβισμένα μουγκρητά. Η πυκνή ομίχλη στην πόλη του Αχιλλέα έμοιαζε σαν εναγκαλισμός με μια μάγισσα. Εκατοντάδες θύματα παρέμειναν για καιρό άταφα, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν έξω στους δρόμους, ένα μεγάλο πλήθος ήταν άστεγο και διαβιούσε στην πλατεία και μπροστά από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Οι βόμβες χτυπούσαν τυφλά μέσα στην ομίχλη και ήταν για τη Λάρισα ένα μαρτύριο, γιατί εξαπολύθηκαν συνασπισμένες όλες οι δυνάμεις της κολάσεως. Ήταν η επανάσταση του «Κακού», μια μορφή «Weltschmerz”[5].

Οι επιζώντες απογοητευμένοι, χωρίς άμυνες και στο έλεος του φόβου, είχαν αρχίσει να ζουν σε ψευδαισθήσεις. Η όμορφη Λάρισα, εργατική και ζωντανή, έγινε η πόλη-φάντασμα της Θεσσαλίας. Τα γκρεμισμένα σπίτια, η ξεριζωμένη γέφυρα, ο Μητροπολιτικός ναός και οι καρδιές όλων είχαν γίνει κομμάτια!

Την επόμενη μέρα από την άφιξή μου πήγα σε μια Ορθόδοξη Εκκλησία. Ήταν η γιορτή του Αγίου Αντωνίου, 17 Ιανουαρίου (1942). Παρακολούθησα μια επίσημη τελετή με την παρουσία τριών ηλικιωμένων ιερέων. Ο προϊστάμενος ιερέας ήταν σεβάσμιος. Εγώ τον παρακολουθούσα συνεχώς όταν εκείνος τελούσε τη λειτουργία. Ήταν ένας άγιος της Ανατολής. Από την άλλη πλευρά, πιο ανέμελοι φαινόταν ένας διάκονος και ο υποδιάκονος. Ο ιερέας ήταν πάρα πολύ απορροφημένος και κάθε τόσο μου αποσπούσε την προσοχή, μέχρι του σημείου να οδηγηθώ και εγώ σε περισυλλογή! Μου έκανε εντύπωση η πατριαρχική όψη του, θαύμασα τα ασημένια «νήματα» της γενειάδας, τα μαλλιά και οι πλεξούδες του που έπεφταν προς τη γη. Ένα άλλος ηλικιωμένος ιερέας καθόταν στην είσοδο, ακίνητος με ένα βιβλίο στα χέρια του. Στην εκκλησία οι άνθρωποι ανταποκρίνονταν σε κάθε προσευχή και έσκυβαν το κεφάλι τους μπροστά. Όταν τελείωσε η λειτουργία οι ιερείς μπήκαν στο Ιερό. Οι άνθρωποι παρέμειναν όρθιοι και κανείς τους δεν κουνιόταν.

Τότε πλησίασε στο κιγκλίδωμα ένας κοσμικός και με αποστολικό ύφος μίλησε για τον Άγιο Αντώνιο. Ήταν ο γιος του σεβάσμιου ιερέα, όπως μου είπε ένας νεαρός, ξανθός, ορθόδοξος διάκονος από τη Λάρισα που ήρθε να με συναντήσει. Αυτό που είπε ο ιεροκήρυκας δεν θα μπορούσα να το επαναλάβω και δεν θα ήταν χρήσιμο. Παρ΄ όλα αυτά η λέξη αρετή, που επαναλάμβανε συχνά, έδινε την ιδέα της προτροπής. Ήταν μια ομιλία χωρίς εχθρότητα ή πολιτικές αναφορές, τονίζοντας διάφορες ρήσεις. Αν θυμάμαι καλά, συγκράτησα μία, καθώς ήθελε οι πιστοί να διαλογιστούν σχετικά με τα τρέχοντα δεινά, «η δυστυχία διώχνει την αγάπη». Καλά, καλά. Εν τω μεταξύ, άκουσα κάποιο θόρυβο. Ήταν τα σκεύη και το άγιο ποτήριο στο σκευοφυλάκιο. Μεταλάμβαναν οι ιερείς.

Στη Λάρισα κατά τη διάρκεια των ημερών μου στο Νοσοκομείο φιλοξένησα τους φίλους μου Porasca, Usai, Don Savio και τον πατέρα Enrico, οι οποίοι γνώριζαν κάπως τη ζωή που κάνουν οι Έλληνες στη Θεσσαλία. Άνθρωποι ειρηνικοί, εργατικοί, υπομονετικοί. Υπάρχει ακόμη ένα απομεινάρι της Ακρόπολης της πόλης με τμήματα από μάρμαρο και ερείπια φύρδην μίγδην, αλλά τίποτα δεν μοιάζει με εκείνη της Αθήνας. Πολλή ησυχία επικρατούσε στον Πηνειό, τώρα. Αλλά μάταια έψαξα για ίχνη του μεγάλου γιου του Πηλέα (Αχιλλέα). Τίποτα εκτός από το όνομα “Πλατεία Αχιλλέως” και το γυμναστήριο “Αχίλλειον”. Οι σύγχρονοι (Λαρισαίοι) ακόμη και σ΄ αυτό είναι πιο πρακτικοί. Έχουν επιχειρηματικές βλέψεις μέσα στα ερείπια και είναι τόσο πεινασμένοι. Οι αρχαιότητες δεν τους δίνουν φαγητό.

Αξέχαστη είναι η πρωινή θέα προς τον Όλυμπο και την Όσσα. Η τελευταία αν την παρατηρήσει κανείς στο σύνολό της, από τις υπώρειες προς την κορυφή, μοιάζει με μια πυραμίδα. Βλέποντάς την τόσο κοντά στον Όλυμπο, το σπίτι των θεών και χωρίς οροσειρές, εξηγείται τέχνασμα των Γιγάντων οι οποίοι επιτέθηκαν στον Όλυμπο μέσω της Όσσας, χρησιμοποιώντας την σαν μια σκάλα, μια φορητή σκάλα .

Κοντά στη Λάρισα υπάρχει μια πρότυπη Γεωργική Σχολή (η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή) σε ένα όμορφο πάρκο με πλούσια πανίδα. Φαίνεται παράξενο πώς σε αυτές τις τόσο δύσκολες περιόδους υποσιτισμού, η παρουσία μεγάλου αριθμού από κοτόπουλα, γαλοπούλες, ελάφια, και τα λοιπά, δεν προκάλεσαν τους ανθρώπους.

Δύο λόγια για δύο πραγματικά αξιολάτρευτους νεόνυμφους. Βγήκαν από την Εκκλησία, το κορίτσι, φυσική, πολύ όμορφη, μια ελληνική ομορφιά. Δεξιά ο γαμπρός, αριστερά ο πατέρας της όμορφης κοπέλας. Ο γαμπρός της έδωσε το χέρι του. Ανάμεσα στον κόσμο και τα λουλούδια και μπροστά από αυτούς κάποιο ζωηρό αγόρι κρατούσε έναν μεγάλο δίσκο με γλυκά και πάνω τους μια διπλωμένη πετσέτα. Τράβηξα φωτογραφίες. Όλοι εξακολουθούσαν να μου χαμογελούν, εκτός της “Άρτεμης”, η οποία παρέμενε όμορφη, αλλά πολύ ζαλισμένη και απορροφημένη. Το βράδυ νεαροί με κλαρίνα και γκάιντες έπαιζαν κάτω από τα παράθυρα, και κάθε τόσο έπεφτε βροχή από ζαχαρωτά για τα παιδιά. Μια ευγενική σκέψη των φτωχών νεόνυμφων για τα κουρελιασμένα και πεινασμένα παιδιά.

Αχ! Συχνά, μόνο τα δώρα των φτωχών μυρίζουν αγάπη!

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Το κονάκι του Προκοπίου


Το κονάκι του Προκοπίου. Φωτογραφία του 1960 από το βιβλίο «ΛΑΡΙΣΑ.  Εικόνες του χθες». Φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, κείμενο Νίκου Νάκου, 3η έκδοση (2003) σελ. 138.Το κονάκι του Προκοπίου. Φωτογραφία του 1960 από το βιβλίο «ΛΑΡΙΣΑ. Εικόνες του χθες». Φωτογραφίες Τάκη Τλούπα, κείμενο Νίκου Νάκου, 3η έκδοση (2003) σελ. 138.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Την 1η Μαρτίου του 1941 και ενώ ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας συνεχιζόταν νικηφόρος για τα ελληνικά στρατεύματα, ένας φοβερός σεισμός κατέστρεψε πολλά παλιά οικήματα στη Λάρισα. Σύμφωνα με τις καταγραφές, το 80% των οικημάτων θεωρήθηκαν ακατοίκητα και μόνον ορισμένα εξ αυτών μπορούσαν, με ορισμένες οικοδομικές επεμβάσεις, να διατηρηθούν.
Με τον σεισμό αυτό και με τους βομβαρδισμούς που επακολούθησαν από τα κατοχικά στρατεύματα, η πόλη έχασε τα σπουδαιότερα και ομορφότερα κτίριά της.


Σε μια προηγμένη πολιτικά και οικονομικά χώρα της Ευρώπης τα κατεστραμμένα κτίσματα θα αποκτούσαν εκ νέου την παλιά τους αίγλη με την κτιριακή αποκατάστασή τους. Έχουμε το παράδειγμα της γερμανικής πόλης Δρέσδης. Η αγγλική αεροπορία την είχε σχεδόν ισοπεδώσει κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγες δεκαετίες μετά η πόλη αποκαταστάθηκε όπως ακριβώς ήταν προπολεμικά. Στη χώρα μας συνέβη το αντίθετο. Τα κατεστραμμένα κτίρια κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους σταδιακά κατασκευάστηκαν πολυώροφες οικοδομές, χωρίς καμιά αισθητική ομορφιά.
Τα γράφω αυτά για να σας παρουσιάσω στο σημερινό μου σημείωμα το κονάκι του Προκοπίου. Με το όνομα αυτό ήταν γνωστή μια παλιά μεγάλη τούρκικη διώροφη κατοικία, η οποία βρισκόταν στη σημερινή οδό της 28ης Οκτωβρίου [1], στο ύψος μεταξύ των διασταυρώσεών της με τη Μανδηλαρά και την Ηπείρου.
Το κονάκι μορφολογικά μας είναι σήμερα γνωστό από μια φωτογραφία του 1960 του Τάκη Τλούπα (1920-2003), η αξία του οποίου αναγνωρίστηκε πανελλήνια.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να γράψω δύο λόγια για τον χαρισματικό αυτόν φωτογράφο. Με τον φακό του, εκτός των άλλων, αποτύπωσε τον αστικό χώρο της Λάρισας σε μια εποχή που η πόλη, καθημαγμένη από τις κακουχίες της κατοχής, προσπαθούσε να βρει οικοδομικά τη νέα της σημερινή μορφή. Με τον τρόπο αυτό πρόλαβε να καταγράψει σε λήψεις ευρηματικές, όψεις της Λάρισας που χάθηκε οριστικά.
Σήμερα ανατρέχουμε στις φωτογραφίες του για να αναπλάσουμε την παλιά πόλη. Πέραν της καλλιτεχνικής του αξίας, δεν θα ήταν άστοχος ο χαρακτηρισμός του και ως ιστορικού φωτογράφου, αφού για 50 και πλέον χρόνια αποτύπωνε συνεχώς χαρακτηριστικές απόψεις της μεταπολεμικής και νεότερης Λάρισας, τη στιγμή που άλλοι φωτογράφοι περιορίζονταν αποκλειστικά στις φωτογραφίες πορτραίτα.
Το κονάκι [2] του Προκοπίου ήταν μια μεγάλη κατοικία, η οποία αρχικά είχε μια παλιά ανατολίτικη αρχιτεκτονική, η οποία όμως με την πάροδο του χρόνου και με διάφορες μεταπολεμικές προσθήκες πήρε τη μορφή που μας έχει αποτυπώσει το 1960 ο φακός του Τάκη Τλούπα. Πρέπει να κτίστηκε το 1863 [3]. Το κονάκι ανήκε στον Μαχμούτ μπέη και περί το 1915 το αγόρασε ο Παναγιώτης Προκοπίου. Το αρχικό ονοματεπώνυμο του τελευταίου ήταν Παναγιώτης Τσουσόπουλος, μετακόμισε στη Λάρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1910 και για άγνωστο λόγο άλλαξε το επίθετό του σε Προκοπίου.
Στην πόλη μας ήλθε σε ηλικία 40 ετών περίπου, έπειτα από πρόσκληση ενός συγγενούς του, του Γιαννετάκη, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν αρχίατρος στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Λάρισας. Πρόθεση του τελευταίου ήταν να περιποιηθεί τα τραύματα του Προκοπίου που είχε αποκτήσει κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων.
Συγχρόνως προσπάθησε να τον βοηθήσει για να βρει κάποια εργασία. Τελικά του πρότεινε να αναλάβει τον καθαρισμό όλου του ιματισμού του Στρατιωτικού Νοσοκομείου. Το πλύσιμο γινόταν στο σπίτι του, σε εγκαταστάσεις που είχε ήδη βρει από τους Τούρκους ιδιοκτήτες του.
Εν συνεχεία επειδή η εργασία ήταν κοπιώδης και ο όγκος του ιματισμού μεγάλος, προσέλαβε γυναίκες για να κάνουν την εργασία αυτή με πρωτόγονα μέσα σε μεγάλες κοπάνες.
Ο Παναγιώτης Προκοπίου νυμφεύθηκε με τη Βασιλική, μια χήρα από την περιοχή του Δομοκού που είχε δύο τέκνα και μαζί της έκανε άλλα πέντε και έτσι η οικογένεια έγινε πολύτεκνη. Ο Προκοπίου απεβίωσε το 1931 και στο κονάκι παρέμεινε η σύζυγός του με τα παιδιά. Το 1955 πέθανε και η ίδια και τελικά το σπίτι εγκαταλείφθηκε από τα παιδιά και βαθμιαία άρχισε να αυτοκαταστρέφεται.
Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, το κονάκι ήταν διώροφο. Στο ισόγειο υπήρχαν πέντε δωμάτια, ενώ στον όροφο υπήρχε ένας τεράστιος χώρος υποδοχής και επί τουρκοκρατίας ο οντάς, για τους επισκέπτες και τους ξένους.
Μπροστά από το κονάκι υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδο, το οποίο είχε δένδρα, κληματαριές, κήπο με λουλούδια και σε ένα σημείο μπαχτσές όπου καλλιεργούσαν και διάφορα λαχανικά και ζαρζαβατικά.
Το 1972 στο μπροστινό μέρος του οικοπέδου και παράλληλα με τον δρόμο κατασκευάστηκε πολυώροφη οικοδομή, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα, ενώ γύρω στα 1975 το κονάκι κατεδαφίστηκε και έτσι μια μακρινή ανάμνηση από την περίοδο της τουρκοκρατίας χάθηκε. Η Λάρισα, μια πόλη η οποία κατά το 1668, όταν για ένα διάστημα 2-3 ετών ο Σουλτάνος είχε μετακομίσει εδώ, είχε πληθυσμό που έφθανε στους 200.000 και 300.000 σύμφωνα με τους ξένους περιηγητές της εποχής (Edward Brown, Robert de Dreux, La Guilletiere) [4], σήμερα το μοναδικό κτίσμα, κατάλοιπο της τουρκοκρατίας, είναι το σπίτι του Γερολυμάτου στην οδό Σεφέρη και αυτό υπό κατάρρευση. ———————————————

[1]. Προπολεμικά ο δρόμος αυτός ονομαζόταν Κοραή. Μεταπολεμικά η Κοραή έγινε η συνέχεια της οδού Πατρόκλου από την οδό Παναγούλη μέχρι την Λάμπρου Κατσώνη.
[2]. Η λέξη κονάκι είναι τούρκικη και σημαίνει μεγάλη κατοικία, αρχοντικό Οθωμανού ευγενούς.
[3]. Η χρονολογία αυτή πιστεύεται ότι αναφέρεται στο έτος κτίσεώς του. Σύμφωνα με πληροφορίες του ιδιοκτήτη, η χρονολογία αυτή βρέθηκε σε μια επιγραφή της στέγης του σπιτιού, κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών εργασιών.
[4]. Αριθμός εξωπραγματικός που δεν γίνεται ακόμα και σήμερα πιστευτός.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Ηρώ και Λέανδρος

ΜΙΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

 
Ηρώ και Λέανδρος

Από τον Ευάγγελο Μπαλντούνη, φιλόλογο

Η Ηρώ και ο Λέανδρος αποτελούν το δίδυμο τού ομώνυμου δράματος της Μυθολογίας. Είναι τα πρόσωπα μιας τραγικής εξέλιξης ενός παθιασμένου έρωτα. Η Ηρώ ήταν μία πανέμορφη ιέρεια τής Αφροδίτης στη Σηστό, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Κατοικούσε σε έναν πύργο

πάνω σε απόκρημνο βράχο. Ζούσε απομονωμένη μία ζωή παρθενική, όπως απαιτούσε το λειτούργημά της, μακριά από τους γονείς της. Η μόνη που είχε κοντά της ήταν η πιστή της υπηρέτρια. Κάθε άνοιξη τελείτο στον ναό, όπου η Ηρώ ήταν ιέρεια, η γιορτή της Αφροδίτης, που συγκέντρωνε πάντα πλήθος πιστών.
* Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΝΕΩΝ: Πήγε ως προσκυνητής και ένας ωραίος νεαρός, ο Λέανδρος, από την Άβυδο στην απέναντι ασιατική όχθη. Διασταυρώνονται τα βλέμματα των δύο νέων και αμέσως η φωτιά του έρωτα πυρπολεί τις καρδιές τους. Είναι τόσο σφοδρός και ακατανίκητος, ώστε υπερπηδούν κάθε ανθρώπινο και ιερό φραγμό: Η Ηρώ την ιεροσύνη της, ο Λέανδρος την αγιότητα και ευσέβεια της παρθένου. Έτσι, άρχισε ένας παράφορος δεσμός, αγνοώντας με τον απόκοτο αυθορμητισμό της νιότης τους την Ύβρη που διέπρατταν.
Ο ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ ΓΑΜΟΣ: Ο Λέανδρος κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, για να είναι μαζί της. Η Ηρώ, με βοηθό την αφοσιωμένη τροφό της, άναβε μια λάμπα κάθε δειλινό στην κορυφή του πύργου της για να τον οδηγεί. Τον υποδεχόταν στην ακτή και οι δύο νέοι περνούσαν τη νύχτα μέσα στο ερωτικό πάθος. Η Ηρώ «κοράσι ήταν ολημερίς κι ολονυχτίς γυναίκα...». Πριν ξημερώσει ο Λέανδρος επέστρεφε στην Άβυδο. Συμφώνησαν να παντρευτούν, αλλά κράτησαν απόκρυφο τον γάμο τους, γιατί η Ηρώ ως ιέρεια απαγορευόταν να νυμφευθεί. Μυστικά έγινε ο γάμος τους και «κρυφός έπρεπε να μείνει, καθώς αυτή παρθένα έπρεπε να είναι...».
* ΤΟ ΟΛΕΘΡΙΟ ΛΑΘΟΣ: Ήρθε η χειμωνιά και οι δύο οι εραστές αναγκάστηκαν να υποστούν τον προσωρινό, αλλά σκληρό χωρισμό. Έδωσαν, όμως, την υπόσχεση να ξαναβρεθούν στις αρχές της άνοιξης. Παρά ταύτα, το επόμενο σούρουπο το λυχνάρι θεάθηκε πάλι αναμμένο, είτε γιατί η γριά τροφός παρασύρθηκε από τη συνήθεια, είτε επειδή η Ηρώ ήθελε τον Λέανδρο κοντά της. Ο Λέανδρος το εξέλαβε ως ερωτική πρόσκληση. Για να συναντηθεί με την ποθητή του Ηρώ, έπεσε στην παγωμένη και ανεμοδαρμένη θάλασσα. Βρέθηκε έτσι αντιμέτωπος με τη Νέμεση, που έρχεται με τη μορφή του Ποσειδώνος. Ενώ πάλευε με τα κύματα, ο άνεμος έσβησε το λυχνάρι, έχασε τον προσανατολισμό του και παρασυρμένος από τη θαλασσοταραχή πνίγεται....
* ΤΟ ΠΝΙΞΙΜΟ ΤΗΣ ΗΡΟΥΣ: Το πρωί το πτώμα του ξεβράστηκε στην ακτή. Η Ηρώ αντίκρισε το άψυχο σώμα να ταλαντεύεται στον αιγιαλό. Ένιωσε αμέσως τι συνέβη. Αλλόφρων και οδυρόμενη για τον χαμό τού αγαπημένου της, κρίνει πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Ρίχτηκε στη θάλασσα αγκαλιάζοντας το νεκρό ταίρι της και χωρίς να κολυμπά βυθίζεται και πνίγεται: «Κι απάνω απέθαν’ η Ηρώ στον άψυχό της άντρα, κι απόμειναν αγκαλιαστά τα δυα τα λείψανά τους...». Οι κάτοικοι αναζητώντας την ιέρεια, βρήκαν δύο πτώματα στα βράχια. Έθαψαν μετά και τους δύο στον ίδιο τάφο.
* Η «ΥΒΡΙΣ» και Η ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ: Η ιστορία της Ηρούς και του Λεάνδρου είναι αιτιολογική, καθόσον αναφέρεται στα αίτια μιας κατάστασης και πολλών ανάρμοστων πράξεων. Ο θάνατος των δύο ερωτευμένων εμφανίζεται ως δίκαιη τιμωρία για ασέβεια. Η Ηρώ ως ιέρεια όφειλε να μην έχει σεξουαλικές σχέσεις. Υπάρχει και βλασφημία, έλλειψη ευσέβειας προς την Ήρα, την προστάτιδα του γάμου, αφού ο απόκρυφος γάμος τους τελέστηκε χωρίς τις καθιερωμένες διαδικασίες. Ο μύθος αυτός ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην αρχαιότητα, γιατί υπάρχουν πολυάριθμες παραστάσεις σε νομίσματα και ζωγραφιές. Το συμβάν αυτό το εξύμνησαν και κορυφαίοι ποιητές.
* Ο ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ: Η ιδιαίτερη αυτή αφήγηση φαίνεται ότι οφείλεται στη ρομαντική διάθεση του ελληνιστικού κόσμου. Αρεσκόταν να πλάθει διηγήσεις για ιδανικά ζευγάρια που ρίχνονταν σε τρομακτικές περιπέτειες ώσπου να ευοδωθεί η αγάπη τους ή σε άλλες περιπτώσεις που κατέληγε σε αποτυχία. Στη σύγχρονη δε εποχή έχουν επηρεαστεί πολλοί καλλιτέχνες, ζωγράφοι, λογοτέχνες, ποιητές... Ύμνο στον έρωτα αποτελεί η ιστορία της Ηρούς και του Λεάνδρου. Όμως, ο έρωτας είναι από τη φύση του αντινομικός: Κορυφαία χαρά και υπέρτατη λύπη μαζί...

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

 

ΛΑΡΙΣΑ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ...

Θεοφάνεια του 1905


Η πομπή των Θεοφανείων του 1905 στην αυλή του ναού του Αγ. Αχιλλίου, έτοιμη  να κατεβεί τα σκαλοπάτια και να κατευθυνθεί στη γέφυρα του Πηνειού. Λεπτομέρεια  φωτογραφίας του Γεωργίου Λαμπάκη. Αρχείο του Ιωάννη Ρούσκα.Η πομπή των Θεοφανείων του 1905 στην αυλή του ναού του Αγ. Αχιλλίου, έτοιμη να κατεβεί τα σκαλοπάτια και να κατευθυνθεί στη γέφυρα του Πηνειού. Λεπτομέρεια φωτογραφίας του Γεωργίου Λαμπάκη. Αρχείο του Ιωάννη Ρούσκα.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com

Πριν δύο ημέρες ολόκληρος ο χριστιανικός κόσμος εόρτασε τα Θεοφάνεια με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Στη Λάρισα κλήρος, άρχοντες και πιστοί μέσα σε μια ανοιξιάτικη λιακάδα, βρέθηκαν στην τελετή της κατάδυσης του τιμίου Σταυρού, που έγινε με ιδιαίτερη λαμπρότητα από το μέσον της γέφυρας του Πηνειού.


Η φωτογραφία η οποία συνοδεύει το σημερινό κείμενο είναι λεπτομέρεια μιας μεγαλύτερης εικόνας, όπου αποτυπώνεται ολόκληρη η δυτική πλευρά του ναού του Αγ. Αχιλλίου. Είναι επίκαιρη και απεικονίζει τη θρησκευτική πομπή την ώρα που έχει εξέλθει από τον μητροπολιτικό ναό και είναι έτοιμη να κατεβεί τα σκαλοπάτια και να κατευθυνθεί προς τη γέφυρα του Πηνειού, όπου θα πραγματοποιηθεί η ανάλογη θρησκευτική τελετή. Η σπάνια αυτή φωτογραφία προέρχεται από το φωτογραφικό αρχείο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου των Αθηνών. Φωτογράφος της είναι ο Γεώργιος Λαμπάκης [1] και χρονολογείται στις αρχές του 20ού αιώνα, περί το 1905. Λόγω της εορταστικής επικαιρότητας, αλλά και της σπανιότητας της εικόνας, είναι νομίζω ενδιαφέρον για ιστορικούς λόγους να τη μελετήσουμε προσεκτικά.
Όσον αφορά τη χρονολόγηση της φωτογραφίας θα αναφερθούν τα εξής. Ο προπολεμικός ναός του Αγίου Αχιλλίου είναι γνωστό ότι εγκαινιάσθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1907 [2], ο δε ιεράρχης Αμβρόσιος Κασσάρας που διακρίνεται στη φωτογραφία, μετατέθηκε το 1900 από την επισκοπή Πλαταμώνος στη Μητρόπολη Λαρίσης και καθαιρέθηκε από την Ιερά Σύνοδο στις 27 Ιανουαρίου 1910. Επειδή από τη φωτογραφία ο ναός δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί (ο τρούλος δεν έχει κατασκευασθεί), επομένως η λήψη έγινε προ των εγκαινίων. Άρα η φωτογραφία χρονολογείται πριν το 1907, με πιθανότερη χρονολογία το 1905.
Η φωτογραφία καταγράφει μέρος της δυτικής πλευράς του ναού, η οποία χαρακτηρίζεται αρχιτεκτονικά από ένα σύμπλεγμα αψιδωτού πρόπυλου νεοκλασικού ρυθμού. Ολόκληρη η πρόσοψη είναι δομημένη με πέτρες, έτσι ώστε να αποτελεί ένα εντυπωσιακό σύνολο. Δυστυχώς τη δεκαετία του 1920 οι εξωτερικοί τοίχοι του ναού επιχρίσθηκαν. Τα ανοίγματα των παραθύρων, μικρά και μεγάλα, καθώς και οι αψίδες του προστώου, περιβάλλονται με κεραμοπλαστικό διάκοσμο και τα διάκενα των παραθύρων καλύπτονται με ωραίους συνδυασμούς υαλοπινάκων σε διάφορα χρώματα και σε ρομβοειδείς σχηματισμούς. Δεξιά διακρίνεται και μέρος της νότιας πλευράς του ναού.
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας απεικονίζεται η θρησκευτική πομπή. Το πλήθος έχει κατακλύσει το δυτικό προαύλιο του ναού. Οι περισσότεροι είναι άνδρες με ρεπούμπλικες και στρατιωτικοί Οι γυναίκες είναι λίγες, έχουν τυλιγμένα τα μαλλιά τους με μαντήλες ή καπελίνες και δεν φαίνεται να ακολουθούν την πομπή. Στρατιωτικό άγημα με τα όπλα επ’ ώμου και την λόγχη γυμνή, συνοδεύει την πομπή. Όμως το πρόσωπο που κυριαρχεί στην φωτογραφία είναι ο μητροπολίτης Αμβρόσιος, με την χρυσοποίκιλτη αρχιερατική στολή, τη μίτρα στο κεφάλι και τη επισκοπική ράβδο στο δεξί του χέρι.
Ο Αμβρόσιος Κασσάρας (1844-1918) γεννήθηκε στην Κάλυμνο. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Το 1875 χειροτονήθηκε επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους με έδρα την Αρναία της Χαλκιδικής και τον Μάρτιο του 1877 μετατέθηκε στην επισκοπή Πλαταμώνος, με έδρα αρχικά τη Ραψάνη και από το 1879 τα Αμπελάκια. Τον Ιανουάριο του 1900 κατέλαβε τον κενό θρόνο της μητροπόλεως Λαρίσης, Πλαταμώνος και Φαναριοφερσάλων. Η ποιμαντορία του στη Λάρισα διήρκησε δέκα έτη, μέχρι τον Ιανουάριο του 1910, οπότε καθαιρέθηκε από την Ιερά Σύνοδο. Μετά την καθαίρεσή του ο Αμβρόσιος υπάκουα εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο ιδιόκτητο κτήμα του στο Συκούριο μέχρι τον θάνατό του τον Απρίλιο του 1918. Αναμφίβολα ο Αμβρόσιος Κασσάρας υπήρξε προσωπικότητα προικισμένη με πολλές αρετές, αλλά συγχρόνως ήταν εκρηκτικός χαρακτήρας και είχε βιωτή πολυσυζητημένη.
Στην πομπή, πίσω από τον Αμβρόσιο, διακρίνονται οι αρχές. Προηγούνται ο νομάρχης και ο δήμαρχος Αχιλλέας Αστεριάδης [3] οι οποίοι ξεχωρίζουν γιατί φορούν ημίψηλο καπέλο. Ακολουθούν οι δημοτικοί άρχοντες, οι στρατιωτικοί με τις επίσημες στολές και τα λοφία και οι λοιποί επίσημοι και πιο πίσω οι πιστοί. Τον ιεράρχη περιστοιχίζουν δύο διάκονοι κρατώντας τα δικεροτρίκερα, ενώ μπροστά τους, με την άσπρη γενειάδα, διακρίνεται ο υπέργηρος πρωτοσύγκελος της μητροπόλεως αρχιμανδρίτης Βρυάντιος και οι υπόλοιποι ιερείς της Λάρισας.
Η φωτογραφία αυτή έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι τα Θεοφάνεια εορτάζονταν πάντοτε, ακόμα και κατά την Τουρκοκρατία με ιδιαίτερη λαμπρότητα στην πόλη μας.

 

[1]. Ο Γεώργιος Λαμπάκης (1854-1914) ήταν θεολόγος και αρχαιολόγος. Από το 1902 το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως τον έστελνε σε περιοδείες. Φωτογράφιζε ναούς, μοναστήρια, θρησκευτικές εικόνες και σκηνές καθημερινής ζωής, με σκοπό τη διάσωση αρχαίων και βυζαντινών μνημείων. Οι φωτογραφίες του ανήκουν σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών και αποτελούν ιστορικά τεκμήρια για τη ζωή των αρχών του εικοστού αιώνα στις περιοχές που επισκέφτηκε.
[2]. εφ. Μικρά, Λάρισα, φύλλο της 23ης Σεπτεμβρίου 1907.
[3]. Ο Αχιλλεύς Αστεριάδης ήταν ανεψιός του εμπειρικού ιατρού και φαρμακοποιού Αναστασίου Αστεριάδη και αδελφός του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Αστεριάδη. Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1855, πήρε το πτυχίο της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύθηκε στη χειρουργική στο Παρίσι. Διετέλεσε δήμαρχος Λαρίσης τις περιόδους από το 1891 μέχρι το 1895 και από το 1903 μέχρι το 1913, οπότε κηρύχθηκε έκπτωτος του αξιώματος έπειτα από δικαστική απόφαση. Το σπίτι του, ένα εξαιρετικό αρχοντικό, βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία των σημερινών οδών Κούμα και Παναγούλη και καταστράφηκε από τον σεισμό του 1941.

 ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Στέργιος Μπασδέκης

Εργα κατασκευής στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής (1896) (Α’ μέρος)


Ο προπολεμικός ναός της Παναγίας © Αρχείο Φωτοθήκης ΛάρισαςΟ προπολεμικός ναός της Παναγίας © Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Για τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγίας) στα Ταμπάκικα (Αμπελόκηποι) έχει αναφερθεί στο παρελθόν ο Νικόλαος Παπαθεοδώρου.

Όταν βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας ανεγέρθηκε το 1877 στο σημείο ένα μικρό παρεκκλήσι με την ονομασία «Παρεκκλήσιον Φανερωμένης» ή «ΠαρεκκλήσιονΤαμβάκικα», το οποίο αναφέρεται και στον κώδικα του ναού του Αγίου Αχιλλείου (1810-1881). Όπως σημειώνει ο Νικόλαος Παπαθεοδώρου, στη θέση του παρεκκλησίου, αναγέρθηκε την περίοδο 1880-1881 ο προπολεμικός ναός της Παναγίας [1].
Από ό,τι φαίνεται όμως, ο ναός του 1881 δεν πρέπει να είχε αποκτήσει την οριστική του μορφή, αυτήν δηλαδή που απεικονίζει η παρατιθέμενη προπολεμική φωτογραφία. Η έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Αρχεία Ν. Λάρισας), έφερε στο φως νεότερα στοιχεία για τον προπολεμικό ναό της Παναγίας. Ήδη από τις 10 Ιουλίου 1894, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ναού της Ζωοδόχου Πηγής, είχε αναθέσει στον εργοδηγό Τριαντάφυλλο Παπαζήση την εκπόνηση μελέτης για την «κατασκευή νάρθηκος μετά κωδωνοστασίου» στον ναό, καθώς και τη σύνταξη των σχετικών κατόψεων και διαγραμμάτων. Η δαπάνη του έργου προϋπολογίστηκε στις 6.840 δρχ. και η σχετική μειοδοτική δημοπρασία διενεργήθηκε δύο χρόνια αργότερα (Μάρτιος 1896). Νικητής αναδείχθηκε ο εργολάβος Στέργιος Μπασδέκης σύμφωνα με την εγκριτική απόφαση της Νομαρχίας Λαρίσης (αριθ. 639 /12-3-1896). Ο τελευταίος για να συμμετάσχει στη δημοπρασία είχε καταθέσει ως εγγύηση στο Επαρχιακό Ταμείο της Λάρισας το ποσό των 350 δρχ. (γραμμάτιο αριθ. 82 / 16-1-1896).
Ο Μπασδέκης ήταν από τους πιο γνωστούς τότε εργολάβους δημοσίων και ιδιωτικών έργων στη Λάρισα και την ευρύτερη περιφέρειά της. Εκτός από τα δεκάδες έργα οδοποιίας σε όλη την περιφέρεια, αναφέρονται εργασίες στις ποινικές φυλακές και στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λάρισας, καθώς και στους στρατώνες του Τυρνάβου [2]. Το 1905 είχε αναλάβει και το έργο της διαπλάτυνσης του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου της Λάρισας [3].
Στις 16 Μαρτίου 1896 ο Βασίλειος Σηλυβρίδης, πρώτος δημαρχιακός πάρεδρος του Δήμου Λαρίσης και εκτελών προσωρινά χρέη δημάρχου (μετά από τον θάνατο του Αχιλλέα Λογιωτάτου στις 4 Φεβρουαρίου 1896) [4], με την ιδιότητα του προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ναού της Ζωοδόχου Πηγής υπέγραψε με τον Στέργιο Μπασδέκη το εργολαβικό συμβόλαιο [5]. Οι κυριότεροι όροι που συμφωνήθηκαν ήταν οι παρακάτω: 1) Τα έργα θα άρχιζαν εντός των προσεχών οκτώ ημερών. 2) «το πετροκονίαμα θα συνίσταται εκ σκύρων διαστάσεων 0,06 μ. μετ’ αμμοκονίας εξ ενός μέρους ασβέστου, εξ ενός μέρους άμμου και εξ ενός μέρους θηραϊκής γης καλώς κατηργασμένης». 3) «η λιθοδομή θα είναι εκ λίθων λατομείου Χασάμπαλης και μετ’ αμμοκονίας εξ ενός μέρους ασβέστου και δύο μερών άμμου». 4) «οι αμείβοντες [6] της στέγης θα είναι εκ ξυλείας λαρζίνης [7], διαστάσεων 0,20 και 0,12 μ. και άνωθεν αυτών καδρόνια διαστάσεων 0,08 και 0,08 μ. και επ’ αυτών σανίδαι εντόπιαι. Εις την τιμήν του προϋπολογισμού συμπεριλαμβάνονται και τα απαιτούμενα σιδηρικά προς στερέωσιν της στέγης». 5) Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έργου την επίβλεψη θα είχε ο μηχανικός του Δήμου. 6) Σε περίπτωση που ο Στέργιος Μπασδέκης θα απουσίαζε για κάποιο λόγο, το έργο θα συνεχιζόταν υπό τις οδηγίες του εργολάβου Γεωργίου Ναθαναήλ. 7) Η εξόφληση της δαπάνης του έργου θα πραγματοποιούνταν από το εκκλησιαστικό ταμείο της Παναγίας μετά από την παραλαβή του και την πιστοποίηση από τον αρμόδιο μηχανικό του Δήμου. 8) Ο Στέργιος Μπασδέκης «ουδεμίαν αξίωσιν δύναται να εγείρη κατά του Ναού, καθ’ ήν περίπτωσιν δι’ ελλείψεως χρημάτων, ή άλλης οιασδήποτε αιτίας ήθελε διακοπή προώρως η εργασία ή παύσει η εργασία». Ως εγγυητής του έργου υπέγραψε ο εργολάβος Κωνσταντίνος Δ. Τσίρος.
(συνεχίζεται)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Ο ναός της Παναγίας στα Ταμπάκικα. Ιστορική διαδρομή», Ελευθερία (Λάρισα), 24 Ιουνίου 2015 και «Ο παλιός ναός της Παναγίας στα Ταμπάκικα», Ελευθερία (Λάρισα), 15 Αυγούστου 2021.
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 028, αρ. 7719 (29 Ιουλίου 1888), φκ. 030, αρ. 8496 (8 Δεκεμβρίου 1888) και αρ. 8532 (15 Δεκεμβρίου 1888).
[3]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης, φκ. 007, 7 Σεπτεμβρίου 1905.
[4]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Βασίλειος Κ. Σηλυβρίδης: Επιχειρηματίας, δήμαρχος και βουλευτής της Λάρισας», Ελευθερία (Λάρισα), 11 & 18 Νοεμβρίου 2018.
[5]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 055, αρ. 17091 (16 Μαρτίου 1896).
[6]. Αμείβοντες ή ψαλίδια. Είναι οι δύο ράβδοι που σχηματίζουν τις κλίσεις του ζευκτού.
[7]. Λάρτζινο = Μαλακή ξυλεία πρώτης ποιότητας και ρωσικής προέλευσης. Το χρώμα του είναι ξανθό, και έχει αντιολισθητικές ραβδώσεις και στις δύο του πλευρές. Ξύλο με μεγάλη αντοχή στις εξωτερικές συνθήκες (Πηγή: Όμιλος Interwood-Ξυλεμπορία).

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Η παλιά ταβέρνα


Η παλιά ταβέρνα

Είναι στιγμές που ο νους ακούραστος ταξιδευτής, γυρίζει στα παλιά και ψάχνοντας στα συρτάρια της ζωής, ανασκαλεύει πίκρες κι αντάμα γλυκές θύμησες και ζητάει να τις ξαναζωντανέψει. Κι ακούραστη η καρδιά τον συντροφεύει έτοιμη ν’ ανεβάσει πικρό το δάκρυ στα μάτια μας, θρηνώντας έτσι τον θάνατο της νιότης μας.

ποσταμένο τ’ όνειρο, ζητάει ξεκούραση σ ένα ποτήρι κοκκινέλι, μπρούσκο ή ξανθιά ρετσίνα, χρυσή κεχριμπαρένια, σέρνει τα βήματά του και χώνεται μεσ’ την «υπόγεια την ταβέρνα». Ταβέρνα που την καταβρόχθισε το τσιμέντο μιας πολυκατοικίας.
Μόνιμη παρέα της ταβέρνας, λίγοι ζεστοί και γνωστοί άνθρωποι με καρδιές ολάνθιστοι μπαξέδες. Άνθρωποι που στα χείλη τους άνθιζε το γέλιο, το κέφι ξεχνώντας την κούραση της ολοήμερης δουλειάς - σαν σουρούπωνε άραζαν στην «Ταβέρνα». Μιλάμε για την «ταβέρνα» εκείνη, που άνοιγες την εξώπορτα με δέος σαν να έμπαινες σε ξωκλήσι, προσκυνούσες τα «άγια των αγίων» εδεσμάτων, μεταλάμβανες ιερές γεύσεις, προσευχόσουν και παρακαλούσες από την ικανοποίηση, να επιστρέψεις. Μιλάμε για την «ταβέρνα» ιερό εκκλησίας, για την «ταβέρνα» κλινική, που ο Θεός την έφτιαξε για κάθε αρρώστια, για την «ταβέρνα», που μόνο εκείνοι που τη γνώρισαν και τη λάτρεψαν, καταλαβαίνουν. Μιλάμε για την «ταβέρνα» που απλά σήμαινε βαρέλια, κρασί, τσούγκρισμα, μυρωδιά ρετσινιού, μεράκι, συντροφικότητα, τραγούδι. Για την «ταβέρνα» που μαζί με το τραγούδι άκουγες και την ψυχή».
Μέσα τα … γνωστά: Τραπεζάκια στρωμένα με λουλουδάτα νάιλον τραπεζομάντιλα, ψάθινες καρέκλες, στο βάθος (στην πλάτη της ταβέρνας) τα ξύλινα ράφια για τα είδη της μπακαλικής, από κάτω από τα ράφια οι ξύλινες προθήκες για τα όσπρια, το ρύζι και τη ζάχαρη, μπροστά ο πάγκος μ’ ένα άδειο μπουκάλι ούζου (SANS RIVAL, παρακαλώ), ένα ραδιόφωνο του ‘50 Sada, με την παλιά ημιαυτόματη ζυγαριά και μια παλιά λάμπα πετρελαίου για το απρόσμενο να κοπεί το ρεύμα… Δίπλα τους μια ξύλινη ντουλάπα πιατοθήκη και ψωμιέρα…
Στον τοίχο ένα παλιό χρωματιστό κάδρο (ποταμάκι… νερό καθάριο… ποταμόπετρες λευκές… λεύκες στις όχθες… ένα σπιτάκι… βουνά χιονισμένα…), άλλο ένα χρωματιστό καδράκι από κείνα που πουλάγανε στις γειτονιές οι πλασιέδες του καιρού (χωριάτικα σπίτια μέσα στα δέντρα και τις πρασινάδες… ένα μονοπάτι χωμάτινο με μια θυγατέρα που γυρίζει απ’ τις δουλειές… ποταμάκι με ξύλινη γεφυρούλα και στο βάθος ψηλά χιονισμένα βουνά…), η παλαιά άδεια λειτουργίας του μαγαζιού και δίπλα μια παλιά «εβδομαδιαία» μαυρόασπρη φωτογραφία (φαγωμένη από τα ζωύφια που τρώνε το χαρτί, μαζί και τις μνήμες), με τους προγόνους του ιδιοκτήτη (τους γονείς του και τη γιαγιά του), εκεί ψηλά-ψηλά, για ν’ αγναντεύουν από πού ήρθαν, πού έζησαν και πού πηγαίνουν και πάνω στο ταβάνι, ψηλά, ο σκονισμένος γλόμπος που φώτιζε τις ολονυχτίες των κρασοπατέρων του καιρού, που βρίσκανε εκεί αποκούμπι, γλυκαίνοντας με το κρασί και την παρέα, τους καημούς και τις αγωνίες της χαμοζωής τους. Η κουζίνα είχε το «βασίλειό της» πίσω, για να ’τοιμάζει μπακαλιάρο να τσιτσιρίζει στο τηγάνι τηγανητό και σκορδαλιά, ντολμαδάκια με φύλλα τρυφερά «πνιγμένα» στο αυγολέμονο, τηγανητά κεφτεδάκια που σε λιγοθυμάγανε με τη μυρουδιά τους, όταν τσιτσιρίζανε στο τηγάνι, ψητό στο φούρνο με μπόλικη φρέσκια ρίγανη και πατατούλες, φασολάδα, ρέγγα, γαρδούμπες, σουτζουκάκια σμυρναίικα σπέσιαλ, σπλήνα γεμιστή, λαχανίδες βραστές, μαριδάκι, γόπες, καλαμάρι γεμιστό, τας κεμπάπ, γιουβέτσι στον φούρνο, πατάτες ριγανάτες, παϊδάκια και απλά μαγειρευτά φαγητά. Όλα αυτά έφταναν για να πεις έξω φτώχεια, έξω φροντίδα της καθημερινής ζωής, έξω πίκρα, αλλά κι ένα κατοστάρι - ζούσε τότε η οκά, δυο ελιές κι ένα σκόρδο, λίγο ταραμάς και απαλό ψωμί απ’ τον γείτονα φούρναρη. Με το νεροχύτη, το πετρογκάζ, με τα ράφια από πάνω για τα ποτήρια, τα μπακίρια όμορφα γυαλισμένα και τα κατρούτσα, για να μεταφέρουν το κρασί απ’ τα βαένια και να κερνούν τα γυαλένια ποτήρια στα τραπέζια.
Στο υπόγειο τρία βαρέλια «χιλιάρια», με μούστο και μια επιγραφή που έλεγε «Πιες το όλο». Το καλό και αγνό κρασί, τράβαγε τους πελάτες του καιρού πιο δυνατά κι απ’ τον νοστιμότερο μεζέ. Οι παραδοσιακοί πελάτες τότε, δεν πήγαιναν στην ταβέρνα για να φάνε πολύ, αλλά για να γλεντήσουν και για να πιούνε καλό κρασί («Να ’ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά και τα βουνά μεζέδες/κι οι βάρκες κρασοπότηρα να πίνουν οι γλεντζέδες»). Αυτό ήταν και το σήμα κατατεθέν τους.
Μια παρέα αγαπημένη, μονιασμένη, αδέρφια όλοι μας. Έφτυνε ο ένας κι έγλυφε ο άλλος, όπως λέμε. Και την είχαμε βαφτίσει μόνοι μας «Καλή Καρδιά», γιατί δεν γκρινιάζαμε ποτέ μας. Μια ζωή χαράς μέσα στην ταβέρνα σαν άρχιζαν τα τραγούδια μας. Φωνές λαγαρές, αυτοδίδακτοι μουσικοί οι περισσότεροι, συνθέταμε μια κομπανία απλήρωτη, για το σεβντά μας και για το μεράκι μας.
Τα καλαμπούρια μας, τα πειράγματά μας τα ανέκδοτά μας και οι φάρσες μας μαζί με τη γλεντζέδικη διάθεσή μας, είχαν φέρει τη φήμη της σε όλη την πόλη. Δίπλα μας ο πενηντάρης ιδιοκτήτης μερακλής και ανοιχτόκαρδος, με τα άσπρα μουστάκια του κιτρινισμένα από τον καπνό. Πάντα με το χαμόγελο, καλομίλητος, καταδεχτικός, απλός, φίλος με όλους, πρόθυμος να ακούσει στο ποτήρι που έπινε μαζί μας τις χαρές μας και τις στεναχώριες μας, να πει την καλή του την κουβέντα: «Εβίβα κι όξω απ’ άδικο», ευχόταν, να κεράσει, να τραγουδήσει μαζί μας, να πει τα καλαμπούρια του με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, να μετράει τα χρόνια του στη δουλειά με τους λεκέδες στην ποδιά του, να γράφει και να σβήνει και τέλος να λέει την τελευταία «καληνύχτα» μέσα απ’ την καρδιά του.
Τα χρόνια -ποτάμι αγύριστο- πέρασαν. Και το όνειρο της κάθε βραδιάς που έπλαθε η «ταβέρνα» με τις εκδηλώσεις της, διαλύθηκε. Η παλιά ταβέρνα, που ήταν σχολείο και καταφύγιο, αλλά και αποθετήριο πόνου και χαράς, εδώ και χρόνια έχει εξαφανιστεί. Εξαφανίστηκε μαζί μ’ έναν ολόκληρο κόσμο που η καθημερινότητά του δεν είχε ευκολίες, αλλά ήρεμο ρυθμό.
Και τι να πούμε εμείς τώρα για μια ταβέρνα φορτωμένη με θρύλους και ιστορίες; Απλώς υποκλινόμαστε!

Από τον Γιάννη Γούδα

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

ΤΖΙΑΦΑΛΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ - Β’ Ο αρχαιολόγος που αποκάλυψε τα Αρχαία Θέατρα της Λάρισας


Ο Αθανάσιος Τζιαφάλιας με την υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη στον χώρο του ανασκαμμένου Αρχαίου Θεάτρου. 1993.Ο Αθανάσιος Τζιαφάλιας με την υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη στον χώρο του ανασκαμμένου Αρχαίου Θεάτρου. 1993.

Συνεχίζουμε σήμερα την αναφορά μας στη ζωή και το έργο του επίτιμου Εφόρου Αρχαιοτήτων Αθανασίου Τζιαφάλια και στα όσα μας περιέγραψε σε συνάντησή μας πριν μερικούς μήνες:
«Το Θέατρο το λεγόμενο σήμερα Α’ επί της Βενιζέλου πρέπει να καταστράφηκε περί το 60 π.Χ. Ο Οκταβιανός και ο διάδοχός του Τιβέριος αποφάσισαν να επισκευάσουν το λαμπρό αρχαίο θέατρο των Λαρισαίων.

Όμως το μετέτρεψαν σε αρένα, ώστε να γίνονται μονομαχίες! Έχω εντοπίσει μέσα στο θέατρο επιγραφές για λαμπρούς μονομάχους. Αυτοί ήταν ανεξάρτητοι, δεν ήταν δούλοι, όπως οι άλλοι μονομάχοι της αρχαιότητας. Οι μονομάχοι υπάγονταν σε κάποιον ιδιοκτήτη, όπως σήμερα οι ποδοσφαιρικές ομάδες. Υπήρχαν όμως και οι επώνυμοι, οι διάσημοι θα λέγαμε σήμερα μονομάχοι, οι οποίοι αγωνίζονταν σε μεγάλες πόλεις της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας. Έχω βρει π. χ. επιγραφή με κάποιον μονομάχο Φοίβο, ο οποίος σκότωσε τον αντίπαλό του και μετά σκοτώθηκε και αυτός μέσα στο αρχαίο θέατρο. Ο συγγραφέας Απολλύιος από την Κόρινθο έγραψε τον 2ο μ.Χ. αιώνα το μυθιστόρημα «Μεταμορφώσεις» ή «Χρυσός Γάιδαρος». Αυτός βάζει τον πρωταγωνιστή να λέει «θα πάω στη Λάρισα να αγοράσω μερικά δυνατά άλογα, αλλά θα επισκεφθώ και το θέατρο να δώ και κάποιες ωραίες μονομαχικές παραστάσεις». Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι μέχρι τον 2ο μ.Χ. αιώνα γίνονταν στο θέατρο μονομαχίες. Όμως μετά το τέλος του 2ου προς τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να επεκτείνουν τα αγωνίσματα. Από τα διάσπαρτα μάρμαρα του ερειπιώνα του αρχαίου θεάτρου, έκτισαν τις δύο παρόδους. Η προσπέλαση των θεατών γινόταν από τις κλίμακες των δύο παρόδων και το μετέτρεψαν σε χώρο θηριομαχιών! Ξήλωσαν τις τρεις κάτω σειρές των εδωλίων και τις έβαλαν όρθιες. Στην πάνω πρώτη σειρά έβαλαν τόρνους (τρύπες) και τοποθέτησαν δίχτυα, ώστε να προστατεύονται οι θεατές από τα θηρία.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι όλη αυτήν την περίοδο που γίνονταν μονομαχίες στο θέατρο της Βενιζέλου, το κλασικό θέατρο της ταγμ. Βελισσαρίου είναι εκεί. Πριν τους Ρωμαίους σ’ αυτό γίνονταν επαναλήψεις κλασικών έργων. Όμως παίζονταν και τα πρωτότυπα έργα της λεγόμενης Νέας Κωμωδίας (Μένανδρος) του 3ου π.Χ. αιώνα. Μετά το 197 π.Χ. που ανασυγκροτήθηκε το Κοινόν των Θεσσαλών, άρχισαν να γίνονται τα «Ελευθέρια» προς τιμήν του Ελευθερίου Διός. Ήταν σαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, πανελλήνιοι και γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Επιπλέον κάθε χρόνο γίνονταν και ετήσιοι αγώνες. Σύμφωνα με τις περιγραφές οι δραματικοί αγώνες γίνονταν στο θέατρο. Όμως παράλληλα με τους ιπποδρομιακούς αγώνες στον ιππόδρομο, ο οποίος βρισκόταν στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το στάδιο Αλκαζάρ, γίνονταν και γυμνικοί αγώνες. Οι τελευταίοι γίνονταν στις παλαίστρες του Γυμνασίου, το οποίο βρισκόταν περίπου στην περιοχή του ναού του Αγ. Χαραλάμπους, σύμφωνα πάντα με τις επιγραφές.
Το δεύτερο Γυμνάσιο, αυτό στο οποίο οι νέοι μάθαιναν γράμματα, ήταν εκεί που είναι σήμερα το κτίριο του Δημοτικού Ωδείου. Παράλληλα στα «Ελευθέρια» γίνονταν και αγώνες πνευματικοί (ποίησης, μουσικής, ρητορείας, και άλλων). Οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να επενδύσουν στο λεγόμενο Β’ Αρχαίο Θέατρο της οδού Ταγμ. Βελισσαρίου. Κατέβασαν από την κορυφή του υψώματος μάρμαρα ημικυκλικά από το άβατο της Δήμητρας-Περσεφόνης, τα λάξευσαν περισσότερο και τα τοποθέτησαν σε δύο σειρές στο κάτω μέρος του θεάτρου. Είναι αυτά που υπάρχουν και σήμερα. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν κόψει και επιγραφές που ήταν πάνω σ’ αυτά, προκειμένου να πετύχουν καλύτερη λάξευση. Όμως σταμάτησαν εκεί. Όπως το βλέπουμε σήμερα αυτό το θέατρο, η δεξιά πάροδος ακουμπά στη λίθινη θεμελίωση των πλίνθινων τειχών της αρχαίας Λάρισας. Η αρχαία Λάρισα είχε λίθινη θεμελίωση, αλλά η ανωδομή των τειχών ήταν πλίνθινη.
Η λίθινη θεμελίωση του θεάτρου αυτού δεν τελείωσε ποτέ. Έμεινε ημιτελής. Γιατί; Επειδή την ίδια εποχή συμπληρώθηκε ταυτόχρονα και το Ωδείο της αρχαίας Λάρισας. Αυτό βρισκόταν στον χώρο όπου σήμερα στεγάζεται το Στρατιωτικό Πρατήριο, στη γωνία των οδών Παπακυριαζή και 28ης Οκτωβρίου. Βέβαια τότε καταλάμβανε όλο το τετράγωνο μέχρι την οδό Κούμα. Υπάρχουν πληροφορίες του αρχαιολόγου Αρβανιτόπουλου, οι οποίες αναφέρουν πως όταν γίνονταν τα έργα για τις ανάγκες του στρατού, από κάτω είχε εντοπίσει το αρχαίο Ωδείο. Το Β’ Αρχαίο Θέατρο ή το «Μικρό», όπως το ονομάζουν για αντιδιαστολή οι σημερινοί Λαρισαίοι, ήταν μεγαλύτερο από το Α’ Αρχαίο Θέατρο της οδού Βενιζέλου και αποδεικνύεται από το εξής:
Το Α’ έχει ορχήστρα διαμέτρου 25,5 μέτρων, ενώ το Β’ έχει 29,70 μέτρα. Το Α’ έχει 10 κλίμακες και 11 κερκίδες, ενώ το Β’ έχει 14 κλίμακες και 13 κερκίδες. Δηλαδή το θεωρούμενο «μικρό» ήταν μεγαλύτερο του Α’ Θεάτρου.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί και το εξής. Το Β’ Θέατρο ανήκε στο ιερό, όπως και το θέατρο της Επιδαύρου. Δηλαδή πριν την επέμβαση των Ρωμαίων, ανήκε στο ιερό Δήμητρας-Περσεφόνης, που βρισκόταν στην κορυφή του υψώματος. Εκείνο της Επιδαύρου, ως γνωστόν, ανήκε στο ιερό του Ασκληπιού. Αυτό το ύψωμα βρισκόταν στην κορυφή των σημερινών πολυκατοικιών. Αργότερα στο ύψος του θεάτρου αυτού κτίσθηκε ο ναός της Αγίας Σοφίας και στη συνέχεια το τζαμί του Χασάν μπέη. Ταλαιπωρήθηκε πολύ και αυτό το θέατρο. Όταν κατεδαφίσθηκε το τζαμί του Χασάν μπέη, οι στρατιωτικοί το μεταμόρφωσαν σε αποθήκη υγειονομικού υλικού. Όταν καθαρίσθηκε ο χώρος βρέθηκαν απελευθερωτικές επιγραφές, οι οποίες θεωρούνται ως οι παλαιότερες της Θεσσαλίας γενικότερα. Είναι του 3ου π.Χ. αιώνα. Έχουμε απελευθερωτικές επιγραφές (εμείς τις λέμε καταλόγους) και μετά τα μέσα του 2ου π.Χ, αιώνα. Οι δούλοι πλήρωναν 15 στατήρες για να γίνουν ελεύθεροι πολίτες. Ήταν αρκετά χρήματα. Στη Ρωμαϊκή εποχή ήταν 22,5 δηνάρια.
Το Α’ Αρχαίο Θέατρο σταμάτησε να λειτουργεί και ως αρένα στο τέλος του 3ου με αρχές 4ου αι. μ.Χ., ενώ το Β’ στην Ταγμ. Βελισσαρίου δεν συνέχισε να λειτουργεί επειδή έγινε το Ωδείο, όπου ελάμβαναν χώρα οι πνευματικοί αγώνες. Γι’ αυτό και δεν ολοκληρώθηκε η μαρμάρινη επένδυσή του από τους Ρωμαίους. Επί Ρωμαιοκρατίας δεν γίνονταν παραστάσεις έργων, παρά μόνον μονομαχίες.
Το οριστικό μπάζωμα του Α’ Αρχαίου Θεάτρου και η ανέγερση κατοικιών άρχισε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881. Πιο πριν είχε μπαζωθεί από τους Οθωμανούς, όταν κατασκεύαζαν το Μπεζεστένι τον 16ο αιώνα. Τα χώματα από την ισοπέδωση της κλειστής τουρκικής αγοράς, καθώς και τα κρημνίσματα της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής, τα έριξαν στο βάθος του Θεάτρου. Ο Λάζαρος Δεριζιώτης που είχε ανασκάψει τη βασιλική, αναφέρει ότι παραδόξως δεν είχε βρει κρημνίσματά της. Όταν καθάρισα το θέατρο, για να φθάσω κάτω στην ορχήστρα, βρήκα πάρα πολλά βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη (θωράκια, φουρούσια και άλλα). Μάλιστα σ’ αυτήν τη βασιλική πρέπει να είχαν χρησιμοποιηθεί και κιονίσκοι από τον πράσινο θεσσαλικό λίθο της Χασάμπαλης. Πιθανώς προέρχονταν από το τέμπλο του ναού. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας έδωσαν οικόπεδα σε πρόσφυγες στην περιοχή αυτή και έκτισαν σπίτια και καταστήματα. Μετά το 1881 έγινε και ο ανηφορικός δρόμος, η οδός Ακροπόλεως.
Έχω ακόμα να σημειώσω και το εξής: Τον 3ο και τον 2ο π.Χ. αιώνα, κατά την παντοκρατορία του Κοινού των Θεσσαλών, οι Λαρισαίοι έφτιαξαν ένα δρόμο ο οποίος ξεκινούσε από τη δυτική πάροδο του θεάτρου, περνούσε από την οδό Βενιζέλου και κατευθυνόταν προς το Β’ Αρχαίο Θέατρο και απ’ εκεί προς το σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το κτίριο του ΤΕΕ. Στην κοίτη του Πηνειού κάτω από το ΤΕΕ υπάρχει βραχώδης υποδομή με τρύπες. Είχα κατέβει και την είδα. Στις τρύπες αυτές στηρίζονταν οι στύλοι της ξύλινης γέφυρας του Πηνειού και από το σημείο αυτό ήταν το πέρασμα στην απέναντι όχθη. Στην περιοχή της σημερινής μεγάλης γέφυρας του Αλκαζάρ υπήρχε ένα βύθισμα του λόφου, το οποίο είχε γίνει από τους Οθωμανούς.
Οι τελευταίοι επεξέτειναν τη σημερινή οδό Βενιζέλου μέχρι το ποτάμι και κατασκεύασαν τη γέφυρα προς την απέναντι πλευρά. Κατά την κλασική αρχαιότητα λοιπόν, η έξοδος των Λαρισαίων γινόταν από το σημείο μπροστά στο ΤΕΕ, ενώ στο σημείο της σημερινής γέφυρας του Αλκαζάρ δεν υπήρχε τίποτε μέχρι την κατασκευή της πέτρινης γέφυρας από τους Οθωμανούς. Βέβαια ο δρόμος που αναφέρθηκε πιο πάνω είχε και τις διακλαδώσεις του. Έχουμε βρει σε διάφορα σημεία τμήματα δρόμων χαλικόστρωτων. Το αρχαίο πολεοδομικό σχέδιο της Λάρισας το έχω δημοσιεύσει. Ήταν εσωτερικό και εξωτερικό. Λ.χ. κατά μήκος της οδού Ρούσβελτ υπήρχε αρχαίος δρόμος. Ξεκινούσε από την πλατεία Ταχυδρομείου, η οποία ήταν ιερή περιοχή της αρχαίας Λάρισας, με τον περίφημο ναό του Κερδώου Απόλλωνος.
Ο ναός βρισκόταν κάτω από την πρώην κλινική Κατσίγρα και τις διπλανές οικοδομές και είχε καταστραφεί. Ήταν η κύρια λατρευόμενη θεότητα στη Λάρισα και γύρω από τον ναό του υπήρχε τέμενος. Στη γωνία των οδών Κύπρου και Ρούσβελτ βρέθηκε τμήμα της κύριας επίσημης οδού που ξεκινούσε από την πλατεία Ταχυδρομείου, ερχόταν προς την οδό Λαπήθων, διασταυρωνόταν με άλλη οδό που ερχόταν από την οδό Νίκης και κατευθυνόταν προς το Α’ Αρχαίο Θέατρο. Εδώ γινόταν η επίσημη υποδοχή των υψηλών προσώπων των Ρωμαίων που έρχονταν στη Λάρισα. Ατυχώς όλα αυτά έχουν χαθεί».
Πόσα πράγματα από την πολύχρονη ιστορία της πόλης που κατοικούμε δεν γνωρίζουμε!

Aπό τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

(nikapap@hotmail.com)